ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ:
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ

1 Νῦν τὸ πένθος τῶν νεκρῶν πεφυγάδευται καὶ τὸ φέγγος τῆς ἀναστάσεως ἐλήλυθεν. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἀγάπης ἀπόδειξις, ὅτι ὅνπερ ὤφειλεν θάνατον ὁ ἄνθρωπος, τοῦτον ἔλυσεν ὁ Χριστὸς ἀποθανών, δοὺς λύτρον ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς καὶ σῶμα ἀντὶ σώματος, ὅλον ἄνθρωπον ἀντὶ ἀνθρώπου, καὶ θάνατον ὑπὲρ θανάτου.

2 Τίς ποτε ἀπέθανεν δίκαιος ὢν ὑπὲρ ἀδίκου; Ποῖος πατὴρ ὑπὲρ τέκνου, ποῖος υἱὸς ὑπὲρ πατρὸς ἀπέθανεν; Ὃ ἐποίησεν Κύριος ὑπὲρ ἡμῶν, οὐ μόνον ἡμᾶς πλάσας διὰ χειρὸς ἐν τῷ Ἀδάμ, ἀλλὰ καὶ ἀναγεννήσας ἡμᾶς διὰ Πνεύματος ἐν τῷ αὐτοῦ πάθει.

3 Καὶ ὁ ἀσεβὴς λαὸς τῶν Ἰουδαίων ἀπέκτειναν τὸν ἑαυτῶν εὐεργέτην, ἀποδόντες αὐτῷ "πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν" καὶ θλῖψιν ἀντὶ χαρᾶς καὶ θάνατον ἀντὶ ζωῆς· τὸν γὰρ ἐγείροντα τοὺς νεκροὺς αὐτῶν καὶ θεραπεύοντα τοὺς χωλοὺς καὶ φωταγωγοῦντα τοὺς τυφλούς, τοῦτον ἀπέκτειναν κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου.

4 Ἴδετε οἱ ἄνθρωποι, ἴδετε πᾶσαι αἱ πατριαὶ τὰ καινὰ τολμήματα· ἐκρέμασαν τὸν κρεμάσαντα τὴν γῆν, καὶ προσέπηξαν ξύλῳ τὸν πήξαντα τὸν κόσμον, καὶ ἐμέτρησαν τὸν μετρήσαντα τοὺς οὐρανούς, καὶ ἔδησαν τὸν λύσαντα τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ ἐπότισαν ὄξος τὸν ποτίσαντα δικαιοσύνην, καὶ ἐψώμισαν χολὴν τὸν ψωμίσαντα ζωήν, καὶ ἠφάνισαν χεῖρας καὶ πόδας τοῦ θεραπεύσαντος αὐτῶν χεῖρας καὶ πόδας, καὶ ἠνέγκασαν καμμύσαι τὸν ποιήσαντα αὐτοὺς ἀναβλέψαι, καὶ ἔθαψαν τὸν ἐγείραντα τοὺς νεκροὺς αὐτῶν.

5 Ὢ μυστηρίου καινοῦ καὶ θαύματος παραδόξου· ἐκρίθη ὁ κριτής, καὶ ἐδήθη ὁ λύων τοὺς πεπεδημένους, καὶ προσεπάγη ὁ πήξας τὴν γῆν, καὶ ἐκρεμάσθη ὁ κρεμάσας τὸν κόσμον, καὶ ἐμετρήθη ὁ μετρήσας τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐψωμίσθη χολὴν ὁ ψωμίσας ζωήν, καὶ ἀπέθανεν ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, καὶ ἐτάφη ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς.

6 Τοῦ γὰρ Κυρίου κρεμαμένου ἐπὶ τοῦ ξύλου, ἐρράγησαν οἱ τάφοι, καὶ ὁ ᾅδης ἠνεώχθη, καὶ ἀνέστησαν νεκροί, καὶ ἐξήλλοντο ψυχαί, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοὶ τῶν ἀνισταμένων ἐν Ἰσραήλ, ὅτε ἐπετελεῖτο τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον· ἐπὶ γὰρ τοῦ σταυροῦ ὕψωσεν τὴν σάρκα, ἵνα φανῇ ἡ σὰρξ ὑψουμένη καὶ θάνατος πεπτωκὼς ὑπὸ τοὺς πόδας τῆς σαρκός.

7 Τότε οἱ ἄγγελοι ἐξενίσθησαν καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἐξεπλάγησαν ἐπὶ τῷ πάθει τοῦ Χριστοῦ, ἐξεπλάγη ἡ κτίσις ξενιζομένη καὶ λέγουσα· Τί ἄρα εἴη τοῦτο τὸ καινὸν μυστήριον; Ὁ κριτὴς κρίνεται καὶ σιωπᾷ, ὁ ἀόρατος ὁρᾶται καὶ οὐκ ἐπαισχύνεται, ὁ ἀκράτητος κρατεῖται καὶ οὐκ ἀγανακτεῖ, ὁ ἀμέτρητος μετρεῖται καὶ οὐκ ἀντιτάσσεται, ὁ ἀπαθὴς πάσχει καὶ οὐκ ἀνταποδίδωσιν, ὁ ἀθάνατος θνῄσκει καὶ καρτερεῖ, ὁ ἐν οὐρανοῖς θάπτεται καὶ ὑπομένει· τί τοῦτο τὸ καινὸν μυστήριον ἢ πάντως διὰ τὸν ἄνθρωπον;

8 Ἀλλ' ὁ βουλήσει παθὼν Κύριος ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν, καταπατήσας τὸν θάνατον, καὶ δήσας "τὸν ἰσχυρόν" (Μτ. ιβ, 29 κ Μρ. γ, 27), καὶ λύσας τὸν ἄνθρωπον· ὁ δὲ θάνατος ἀλλοιωθεὶς ἔπεσεν ὑπὸ τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐσύρθη αἰχμάλωτος θριαμβευόμενος ὁ ᾅδης, καὶ πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἀνεστράφησαν ἀκούσασαι τῆς φωνῆς τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἡ γραφή φησιν· "Εἶδος μὲν αὐτοῦ οὐκ εἴδομεν, φωνῆς δὲ αὐτοῦ ἠκούσαμεν". Οὐκ εἶδεν γὰρ ὁ ᾅδης τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσεν λέγοντος· Ἐξέλθατε ψυχαὶ πεπεδημέναι καὶ καθήμεναι ἐν σκιᾷ θανάτου· ζωὴν ὑμῖν εὐαγγελίζομαι· ἐγώ εἰμι ὁ Χριστὸς ἡ ζωὴ ὑμῶν.

9 Τότε ὁ ᾅδης ἀκούσας κατελύθη, καὶ αἱ πύλαι αὐτοῦ αἱ χαλκαὶ συνετρίβησαν, καὶ οἱ μοχλοὶ αὐτοῦ οἱ σιδηροῖ συνεθλάσθησαν, καὶ ἐξήλλοντο αἱ τῶν ἁγίων ψυχαὶ ἀκολουθοῦσαι τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ· τότε ἐπληρώθη τὸ γεγραμμένον· "Ἐκεῖ συνέτριψεν πύλας χαλκάς, καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασεν" (Ψ. ρστ, 16 κ Ησ. με, 2).

10 Ἐβόησε δὲ καὶ ἡ γῆ λέγουσα· ∆έσποτα, φεῖσαί μου τῶν κακῶν, κούφισόν με τῆς ὀργῆς, λῦσόν με τῆς κατάρας, ἀνθ' ὧν ἐδεξάμην αἵματα καὶ ἀνθρώπων σώματα, ἔτι δὲ καὶ τὸ σὸν σῶμα· δέσποτα, ἀπολάμβανέ σου τὸν Ἀδάμ.

11 Ἀνέστη γοῦν ὁ Κύριος διὰ Τριῶν ἡμερῶν, διδάσκων ἡμᾶς Τριάδα ἐν μονάδι προσκυνεῖν· πᾶσαι δὲ αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν ἐσώθησαν ἐν τῷ Χριστῷ· εἷς γὰρ ἐκρίθη καὶ μυριάδες ἐσώθησαν· ὁ γὰρ Κύριος ἀπέθανεν ὑπὲρ πάντων.

12 Οὗτος δὲ ὁμοίως ἐνδυσάμενος ὅλον τὸν ἄνθρωπον ἀνῆλθεν εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ἀναφέρων δῶρον τῷ Πατρὶ οὐ χρυσόν, οὐκ ἄργυρον, οὔτε λίθον τίμιον, ἀλλ' ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν "κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ".

13 Τοῦτον ὁ Πατὴρ ὑψώσας ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ "ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ" (Ησ. στ, 1) κεκάθικεν, "ἕως ἂν τεθῶσιν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ" (Ψ. ρθ, 1)· μέλλει γὰρ ἔρχεσθαι κριτὴν ζώντων καὶ νεκρῶν, "οὗ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος" (Λκ. α, 33), ὅτι δόξα ἐστὶ τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μεταγραφή

Τώρα το πένθος των νεκρών φυγαδεύτηκε και το φέγγος της αναστάσεως έχει έλθει. Επειδή αυτό είναι απόδειξη αγάπης, ότι τον θάνατο τον οποίο όφειλε ο άνθρωπος, τούτον έλυσε ο Χριστός επειδή απέθανε, δίνοντας λύτρο σώμα αντί σώματος και ψυχήν αντί ψυχής, ολόκληρο άνθρωπο αντί ανθρώπου και θάνατον υπέρ θανάτου.

Ποιός ποτέ πέθανε, ενώ ήταν δίκαιος, υπέρ αδίκου; Ποιός πατέρας υπέρ τέκνου; Ποιός γιος υπέρ πατέρα πέθανε; Αυτό (δηλαδή) που έκανε ο Κύριός μας, επειδή όχι μόνο μας έπλασε με το χέρι (Του) στον Αδάμ, αλλά και μας αναγέννησε δια του (Αγίου) Πνεύματος κατά το πάθος Του.

Και ο ασεβής λαός των Ιουδαίων εφόνευσαν τον ευεργέτη τους, αποδίδοντας σε αυτόν πονηρά αντί αγαθών, και θλίψη αντί χαράς και θάνατο αντί ζωής. Επειδή αυτόν που ανέστησε τους νεκρούς τους, κι εθεράπευσε τους αναπήρους και έδωσε φως στους τυφλούς, τούτον εφόνευσαν με το να τον κρεμάσουν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού).

Δείτε άνθρωποι, δείτε όλες οι γενιές τα πρωτοφανή τολμήματα. Εκρέμασαν αυτόν που κρέμασε την γη, στερέωσαν με καρφιά στο ξύλο αυτόν που στερέωσε τον κόσμο και μέτρησαν αυτόν που μέτρησε τους ουρανούς, κι έδεσαν αυτόν που έλυσε τους αμαρτωλούς, και πότισαν με ξύδι αυτόν που πότισε με δικαίωση (σωτηρία), κι έθρεψαν με χολή αυτόν που έθρεψε με ζωή, και χάλασαν τα πόδια και τα χέρια αυτού που τους θεράπευσε τα χέρια και τα πόδια κι έκαναν να κλείσει τα μάτια αυτόν που τους έκανε να αναβλέψουν, κι έθαψαν αυτόν που ανέστησε τους νεκρούς τους.

Καινούριο μυστήριο και παράδοξο θαύμα: (κατ)εκρίθη ο Κριτής, και δέθηκε αυτός που λύνει τους φυλακισμένους, και στερώθηκε με καρφιά αυτός που στερέωσε την γη, και κρεμάστηκε αυτός που κρέμασε τον κόσμο, και εμετρήθη αυτός που μέτρησε τους ουρανούς, κι ετράφη με χολή αυτός που έθρεψε με ζωή, και πέθανε αυτός που ζωογονεί τα πάντα, και ετάφη αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς.

Επειδή όταν ο Κύριος κρεμόταν στο ξύλο (του Σταυρού), εράγησαν οι τάφοι, ο άδης άνοιξε, κι ανέστησαν οι νεκροί, και εξέρχονταν ψυχές και εμφανίστηκαν πολλοί από τους αναστημένους μέσα στον Ισραήλ, όταν επιτελείτο το μυστήριο του Χριστού. Επειδή πάνω στον Σταυρό ύψωσε την σάρκα, για να φανεί η σάρκα υψουμένη κι ο θάνατος πεσμένος κάτω από τα πόδια της σάρκας.

Τότε οι άγγελοι παραξενεύθηκαν και οι δυνάμεις των ουρανών εξεπλάγησαν λόγω του πάθους του Χριστού, εξεπλάγη η κτίση, παραξενεύθηκε και έλεγε: άραγε τι είναι τούτο το καινούριο μυστήριο; Ο Κριτής (κατα)κρίνεται και σιωπά, ο Αόρατος γίνεται ορατός και δεν ντρέπεται, ο Ακράτητος κρατείται (συλλαμβάνεται) και δεν αγανακτεί, ο Αμέτρητος μετριέται και δεν αντιτάσσεται, ο Απαθής πάσχει και δεν ανταποδίδει, ο Αθάνατος πεθαίνει και καρτερεί, ο Επουράνιος θάπτεται και υπομένει, (για)τι είναι τούτο το καινούριο μυστήριο παρά (όμως είναι) οπωσδήποτε για τον άνθρωπο;

Αλλά ο Κύριος που με την θέλησή Του έπαθε, ανέστη από τους νεκρούς και καταπάτησε τον θάνατο κι "έδεσε τον ισχυρό (τον διάβολο)" (Μτ ιβ, 29 κ Μρ γ, 27) και έλυσε τον άνθρωπο. Κι ο θάνατος με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά (από τον φόβο) έπεσε κάτω από τα πόδια του Χριστού, κι ο άδης εσύρθη αιχμάλωτος και ταπεινωμένος στον θρίαμβο του Χριστού, και όλες οι δυνάμεις του ταράχτηκαν επειδή άκουσαν την φωνή του Χριστού, όπως λέει η Γραφή: "Την μορφή του δεν την είδαμε, αλλά την φωνή του την ακούσαμε". Επειδή ο άδης δεν είδε την μορφή του Κυρίου, αλλά την φωνή Του άκουσε, ο οποίος έλεγε: "Εξέλθετε ψυχές φυλακισμένες και καθισμένες στο σκοτάδι του θανάτου. Σας φέρνω χαρμόσυνο νέο της Ζωής. Εγώ είμαι ο Χριστός, η Ζωή σας".

Τότε ο άδης, όταν άκουσε, κατελύθη, και οι πύλες του οι χάλκινες συνετρίβησαν, και οι μοχλοί του οι σιδερένιοι έσπασαν, κι εξέρχονταν οι ψυχές των αγίων που ακολουθούσαν τα ίχνη του Χριστού. Τότε εκπληρώθηκε το γραμμένο (στην Γραφή): "Εκεί συνέτριψε πύλες χάλκινες και μοχλούς σιδερένιους έσπασε" (Ψ. ρστ, 16 κ Ησ. με, 2).

Εβόησε και η γη λέγοντας: "Δέσποτα λυπήσου με (και γλύτωσέ με) από τα κακά, ανακούφισέ με από την οργή, απάλλαξέ με από την κατάρα, εξ αιτίας των οποίων δέχτηκα αίματα και ανθρώπων σώματα, ακόμα και το δικό Σου σώμα. Δέσποτα πάρε τον Αδάμ (το πλάσμα) Σου.

Ανέστη, λοιπόν, ο Κύριος σε τρεις ημέρες για να μας διδάξει Τριάδα (προσώπων) εν μονάδι (σε μια Ουσία) να προσκυνούμε. Όλες οι γενιές των ανθρώπων εσώθηκαν από τον Χριστό. Επειδή ένας (κατ)εκρίθη και μυριάδες εσώθηκαν. Επειδή ο Κύριος πεθανε υπέρ πάντων.

Αυτός ομοίως ενδυσάμενος (ντυμένος) όλον τον άνθρωπο ανήλθε στα ύψη των ουρανών για να προσφέρει δώρο στον Πατέρα, ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε πολύτιμο λίθο, αλλά τον άνθρωπο τον οποίο έπλασε "κατ΄εικόνα και ομοίωσή" Του.

Τούτον ο Πατέρας τον ύψωσε στα δεξιά Του, "σε θρόνο υψηλό" (Ησ. στ, 1) Τον εκάθισε, "μέχρι να τεθούν οι εχθροί Του κάτω από τα πόδια Του" (Ψ. ρθ, 1). Επειδή πρόκειται να έρθει κριτής ζωντανών και νεκρών, "του οποίου της βασιλείας δεν θα υπάρξει τέλος" (Λκ. α, 33). Επειδή η δόξα είναι στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.