ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ:
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΟΤΕ ΤΗΣ ΕΞΩ ΕΥΡΕΘΕΙΣ ΕΥΤΡΟΠΙΟΣ ΑΠΕΣΠΑΣΘΗ (πρὸς Εὐτρόπιον β)

Ἀλλ' ὅπερ ἔλεγον, ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης. Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Ναί, πόρνης· τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας λέγω. Πόρνης ἐπεθύμει ὁ Θεός; Καὶ ἄνθρωπος μέν, ἐὰν ἐπιθυμήσῃ πόρνης καταδικάζεται, Θεός δὲ πόρνης ἐπιθυμεῖ; Καὶ πάνυ. Πάλιν ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα γένηται πόρνος· Θεὸς δὲ ἐπιθυμεῖ πόρνης, ἵνα τὴν πόρνην παρθένον ἐργάσηται· ὥστε ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου, απώλεια τῆς ἐπιθυμουμένης· ἡ δὲ ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ, σωτηρία τῇ ἐπιθυμουμένῃ. Ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος ἐπεθύμησε πόρνης; Καὶ τί; Ἵνα γένηται νυμφίος. Τί ποεῖ; Οὐ πέμπει πρὸς αὐτὴν οὐδένα τῶν δούλων, οὐ πέμπει ἀρχάγγελον, οὐ πέμπει τὰ Χερουβίμ, οὐ πέμπει τὰ Σεραφίμ· ἀλλ' αὐτὸς παραγίνεται ὁ ἐρῶν. Πάλιν ἔρωτα ἀκούσας, μὴ αἰσθητὸν νόμιζε. Ἔκλεγε τὰ νοήματα ἀπὸ τῶν λέξεων, καθάπερ ἀρίστη μέλιττα ἐφιπταμένη τοῖς ἄνθεσι, καὶ τὸ κηρίον λαμβάνουσα, τὰς δὲ βοτάνας ἐῶσα.
Ἐπεθύνησε πόρνης· καὶ τί ποεῖ; Οὐκ ἀνάγει αὐτὴν ἄνω· οὐ γὰρ ἐβούλετο πόρνην εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναγαγεῖν, ἀλλὰ καταβαίνει αὐτὸς κάτω. Ἐπειδὴ αὐτὴ οὐκ ἠδύνατο ἀναβῆναι ἄνω, αὐτὸς κατέβη κάτω. Πρὸς τὴν πόρνην ἔρχεται καὶ οὐκ αἰσχύνεται· ἔρχεται εἰς τὴν καλύβην αὐτῆς. Ὁρᾷ αὐτὴν μεθύουσαν. Καὶ πῶς ἔρχεται; Οὐ γυμνῇ τῇ οὐσίᾳ, ἀλλὰ γίνεται, ὅπερ ἦν ἡ πόρνη, οὐ τῇ γνώμῃ, ἀλλὰ τῇ φύσει γίνεται τοῦτο ἵνα μὴ ἰδοῦσα αὐτὸν πτοηθῇ, ἵνα μὴ ἀποπηδήσῃ, ἵνα μὴ φύγῃ. Ἔρχεται πρὸς τὴν πόρνην καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Καὶ πῶς γίνεται; Εἰς μήτραν κυοφορεῖται, αὔξεται κατὰ μικρὸν καὶ ἔρχεται τὴν ὁδὸν τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς. Τίς; Ἡ οἰκονομία, οὐχ ἡ θεότης· ἡ τοῦ δούλου μορφή, οὐχ ἡ τοῦ Δεσπότου· ἡ σὰρξ ἡ ἐμὴ, οὐχ ἡ οὐσία ἐκείνου· αὔξεται κατὰ μικρόν, καὶ μίγνυται ἀνθρώποις· καίτοι εὑρίσκει αὐτὴν ἐλκῶν γέμουσαν, ἐκτεθηριωμένην, ὑπὸ δαιμόνων πεφορτισμένην· καὶ τί ποιεῖ; Προσέρχεται αὐτῇ. Εἶδεν ἐκείνη καὶ ἔφυγε.
Καλεῖ μάγους. Τί φοβεῖσθε; Οὔκ εἰμι κριτής, ἀλλ' ἰατρός· «οὐκ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ιω 12, 47). Καλεῖ εὐθέως μάγους. Ὠ καινῶν καὶ παραδόξων πραγμάτων. Αἱ ἀπαρχαὶ εὐθέως μάγοι. Κεῖται ἐν φάτνῃ ὁ τὴν οἰκουμένην βαστάζων, καὶ ἐσπαργάνωται ὁ πάντα περιέπων. Κεῖται ὁ ναός καὶ ἐνοκεῖ ὁ Θεός. Καὶ ἔρχονται μάγοι, καὶ προσκυνοῦσιν εὐθέως· ἔρχεται τελώνης καὶ γίνεται εὐαγγελιστής· ἔρχεται πόρνη καὶ γίνεται παρθένος· ἔρχεται Χαναναία καὶ ἀπολαύει φιλανθρωπίας. Τοῦτο ἐρῶντος, τὸ μὴ ἀπαιτῆσαι εὐθύνας ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ συγχωρῆσαι παρανομήματα πλημμελημάτων. Καὶ τί ποιεῖ; Λαμβάνει αὐτήν, ἀρμόζεται αὐτήν. Καὶ τί αὐτῇ δίδωσι; Δακτύλιον. Ποῖον; Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Λέγει Παῦλος· «ὁ δὲ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν Θεός, ὁ σφραγισάμενος ἡμᾶς, καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» (Β Κορ. 1, 21-22). Πνεῦμα αὐτῇ δίδωσιν.
Εῖτα φησίν· οὐκ εἰς παράδεισόν σε ἐφύτευσα; Λέγει, ναί. Καὶ πῶς ἐξέπεσες ἐκεῖθεν; Ἦλθεν ὁ διάβολος καὶ ἔλαβέ με ἀπὸ τοῦ παραδείσου. Ἐφυτεύθης ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἔβαλέ σε ἔξω· ἰδοὺ φυτεύω σε ἐν ἐμαυτῷ, ἐγὼ σε βαστάζω. Πῶς; Οὐ τολμᾷ ἐμοὶ προσελθεῖν. Οὐδὲ εἰς τὸν οὐρανόν σε ἀνάγω· ἀλλὰ μεῖζον ἐνταῦθα τοῦ οὐρανοῦ· ἐν ἐμαυτῷ τῷ Δεσπότῃ τοῦ οὐρανοῦ βαστάζω σε. Ποιμὴν βαστάζει καὶ ὁ λύκος οὐκέτι ἔρχεται· μᾶλλον δὲ ἀφῶ αὐτὸν καὶ προσελθεῖν. Καὶ βαστάζει τὴν ἡμετέραν φύσιν· καὶ προσέρχεται ὁ διάβολος καὶ ἡττᾶται. Ἐφύτευσά σε ἐν ἐμαυτῷ. Διὰ τοῦτο λέγει «ἐγὼ ἡ ρίζα καὶ ἡμεῖς τὰ κλήματα»· καὶ ἐφύτευσεν αὐτὴν ἐν ἑαυτῷ. Καὶ τὶ λοιπόν; Ἀλλὰ ἁμαρτωλός εἰμι καὶ ἀκάθαρτος. Μὴ σοι μελέτω, ἰατρός εἰμι. Οἶδα τὸ σκεῦος τὸ ἐμὸν, οἶδα πῶς διεστράφη. Πήλινον ἦν πρὸ τούτου καὶ διεστράφη. Ἀναπλάττω αὐτὸ διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ παραδίδωμι τῷ πυρί.

Μεταγραφή:
Αλλά αυτό που έλεγα, ο τόσο μεγάλος και τέτοιας δόξας (σημ: μόλις είχε αναφερθεί στην Μεταμόρφωση) επεθύμησε πόρνη. Πόρνη επεθύμησε ο Θεός; Ναι, πόρνη. Την φύση την δικιά μας λέγω. Πόρνη επεθύμησε ο Θεός; Και ο μεν άνθρωπος, εάν επιθυμήσει πόρνη, καταδικάζεται, ο δε Θεός επεθύμησε πόρνη; Και πολύ μάλιστα. Πάλι, ο άνθρωπος επιθυμεί πόρνη για να γίνει πόρνος, αλλά ο Θεός επιθυμεί πόρνη για να καταστήσει παρθένο την πόρνη. Ώστε η επιθυμία του ανθρώπου (είναι) απώλεια της επιθυμουμένης, αλλά η επιθυμία του Θεού (γίνεται) σωτηρία στην επιθυμουμένη. Ο τόσο μεγάλος και τέτοιας δόξας επεθύμησε πόρνη; Και γιατί; Για να γίνει Νυμφίος. Τι κάνει; Δεν στέλνει προς αυτήν κανένα από τους δούλους, δεν στέλνει αρχάγγελο, δεν στέλνει τα Χερουβίμ, δεν στέλνει τα Σεραφείμ, αλλά αυτός ο ίδιος παρευρίσκεται ο ερωτευμένος. Πάλι, όταν ακούσεις έρωτα, να μην νομίζεις αισθητό (έρωτα). Διάλεγε τα νοήματα από τις (ίδιες τις) λέξεις, όπως ακριβώς η άριστη μέλισσα πετάει επάνω στα άνθη και παίρνει το κερί, αλλά αφήνει τα χόρτα.
Επεθύμησε πόρνη και τι κάνει; Δεν την ανεβάζει επάνω. Διότι δεν ήθελε πόρνη στον ουρανό να ανεβάσει, αλλά κατεβαίνει αυτός κάτω. Επειδή αυτή δεν μπορούσε να ανεβεί επάνω, αυτός κατέβηκε κάτω. Προς την πόρνη έρχεται και δεν ντρέπεται. Έρχεται στην καλύβα της. Την βλέπει να είναι μεθυσμένη. Και πως έρχεται; Όχι με γυμνή την (θεϊκή) Ουσία, αλλά γίνεται αυτό ακριβώς που ήταν η πόρνη, όχι στην γνώμη (=προαίρεση), αλλά στην φύση γίνεται αυτό για να μην πτοηθεί όταν τον δει, για να μην αποδημήσει, για να μην φύγει. Έρχεται προς την πόρνη και γίνεται άνθρωπος. Και πως γίνεται; Σε μήτρα κυοφορείται αυξάνεται για λίγο και μετέρχεται τον τρόπο του δικού μου μεγέθους (ενός οποιουδήποτε ανθρώπου). Ποιος; Η οικονομία, όχι η θεότητα, η μορφή του δούλου, όχι η (μορφή) του Δεσπότη (Θεού), η σάρκα η δική μου (η ανθρώπινη) όχι η (θεία) Ουσία εκείνου. Αυξάνεται για λίγο και αναμιγνύεται με ανθρώπους. Αν και την βρίσκει γεμάτη με πληγές αποθηριωμένη, και φορτωμένη με δαιμόνια και τι κάνει; Προσέρχεται σε αυτήν. Είδε εκείνη κι έφυγε.
Τι φοβάστε; Δεν είμαι κριτής, αλλά ιατρός «δεν ήλθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο» (Ιω 12, 47). Καλεί αμέσως μάγους. Ω καινούρια και παράδοξα πράγματα! Οι αρχές αμέσως είναι οι μάγοι. Κείτεται μέσα σε φάτνη αυτός που βαστάζει την οικουμένη και σπαργανώθηκε αυτός που φροντίζει για όλα. Κείτεται ο ναός και μέσα (του) κατοικεί ο Θεός. Και έρχονται μάγοι και προσκυνούν αμέσως, έρχεται ο τελώνης και γίνεται ευαγγελιστής, έρχεται πόρνη και γίνεται παρθένος, έρχεται Χαναναία και απολαμβάνει φιλανθρωπία. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ερωτευμένου, το να μην απαιτεί ευθύνες για τα αμαρτήματα, αλλά να συγχωρεί τα σφάλματα. Και τι κάνει; Λαμβάνει αυτήν, την κάνει σύντροφο. Και τι της δίνει; Δακτυλίδι. Ποιο; Το Πνεύμα το άγιον. (Όπως) λέγει ο Παύλος: «ο Θεός που είναι μαζί μας διαβεβαιώνει εμάς, αυτός που μας σφράγισε και μας έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος» (Β’ Κορ, α, 21-22).Πνεύμα δίνει σε αυτή.
Έπειτα λέγει: «Δεν σε εφύτευσα σε παράδεισο;». Λέγει «ναι». «Και πως από εκεί εξέπεσες;» «Ήλθε ο διάβολος και με πήρε από τον παράδεισο» «Να, εγώ σε φυτεύω μέσα μου, εγώ σε βαστάζω. Ο ποιμένας βαστάζει και ο λύκος δεν έρχεται πια, μάλλον θα τον αφήσω και να έλθει» Και βαστάζει την δική μας φύση και προσέρχεται ο διάβολος και νικιέται. «Σε εφύτευσα μέσα μου». Για αυτό λέγει: «εγώ είμαι η ρίζα και εσείς (είστε) τα κλήματα.» και εφύτευσε αυτήν μέσα του. Και τι λοιπόν; «Αλλά είμαι αμαρτωλή και ακάθαρτη». «Μην σε απασχολεί, είμαι γιατρός, Ξέρω το δικό μου σκεύος, ξέρω πως διαστράφηκε. Το ξαναπλάθω με λουτρό αναγέννησης και το παραδίδω στην φωτιά.»