Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ψηφιακά βιβλία

Βιβλία περί Παγανισμού

Φιλόσοφοι

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ιουλιανός o Παραβάτης:

Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού

 

© Ιωάννης Κ. Τσέντος

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο.

Ο Ιουλιανός στην Αντιοχεία. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας


Οι μήνες της παραμονής του Ιουλιανού στην Αντιόχεια, πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία κατά των Περσών από την οποία δεν επρόκειτο να επιστρέψει ζωντανός, υπήρξαν πραγματικά καθοριστικοί. Ο Ιουλιανός πήγε στην Αντιόχεια γεμάτος όνειρα και προσδοκίες, και έφυγε από αυτήν απογοητευμένος τραγικά· κατά την παραμονή του εκεί, ένιωσε για πρώτη φορά ότι οι υπήκοοι του όχι μόνο δεν τον αγαπούσαν και δεν τον τιμούσαν, αλλά τουναντίον τον αποστρέφονταν και τον χλεύαζαν· ένιωσε ότι τα σχέδια του για αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας» αντιμετωπίζονταν σχεδόν απ’ όλους με αδιαφορία, αν όχι και με ειρωνεία· άφησε στην άκρη τα προσχήματα, και επέλεξε για πρώτη φορά την οδό της ανοικτής σύγκρουσης με τον χριστιανισμό· τέλος, άρχισε να δείχνει φανερά πλέον κάποια σημάδια ψυχικής διαταραχής. Για όλους τους παραπάνω λόγους, όπως είχε ήδη τονίσει με έμφαση ο Glanville Downey, η διερεύνηση των σχετικών με την παραμονή του Ιουλιανού στην Αντιόχεια γεγονότων ρίχνει φως τόσο στις προσπάθειες του Παραβάτη αυτοκράτορα να αναγεννήσει τον «ελληνισμό» και να αποκαθάρει και να αποκαταστήσει το κράτος, όσο και στην προσωπικότητα του και τον τρόπο με τον οποίο αυτή επηρέαζε αυτές τις προσπάθειες. [411]

 

1. Η μεταφορά της αυτοκρατορικής αυλής στην Αντιόχεια, οι προσδοκίες του Ιουλιανού και οι πρώτες απογοητεύσεις

Και όμως, τίποτε δεν προμήνυε τα παραπάνω, όταν το καλοκαίρι του 362 ο Ιουλιανός μετέφερε πανηγυρικά την αυτοκρατορική αυλή στην κοσμοπολίτικη Αντιόχεια, αφού πρώτα είχε φροντίσει ήδη από την αρχή της βασιλείας του να προετοιμάσει το έδαφος γι’ αυτή την πανηγυρική μεταφορά με τον διορισμό του θείου του (αδελφού της μητέρας του) και συνονόματου του Ιουλιανού ως comes orientalis με έδρα την Αντιόχεια. Η Αντιόχεια ήταν εκείνη την εποχή μία από τις πιο πλούσιες και ακμαίες πόλεις της αυτοκρατορίας, με πληθυσμό που υπερέβαινε τους οκτακόσιους χιλιάδες (800.000) κατοίκους. Ευρισκόμενος στη σπουδαία αυτή πόλη της Ανατολής, ο Ιουλιανός θα μπορούσε να ετοιμάσει αποτελεσματικότερα τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία του κατά των Περσών. Αλλά τα σχέδια του Ιουλιανού ήσαν ίσως πιο μακρόπνοα και οι φιλοδοξίες του πιο υψηλές. Πράγματι, φαίνεται ότι ο Ιουλιανός φιλοδοξούσε συν τοις άλλοις να προετοιμάσει το έδαφος, για να μεταφέρει επίσημα την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στην Αντιόχεια· άλλωστε, ήταν περισσότερο από βέβαιον ότι ο Ιουλιανός δεν θα διατηρούσε για πολύ ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας την πόλη που είχε ιδρύσει ο θείος του Κωνσταντίνος, τον οποίο έβλεπε σαν αρνητή των θεών και της ευσέβειας ο οποίος είχε δώσει γην και ύδωρ στην αθεότητα του χριστιανισμού. Έτσι, όταν ο Ιουλιανός έφθασε στην Αντιόχεια, φρόντισε να εκδηλώσει με κάθε τρόπο την εύνοια του προς την πόλη αυτή, που φιλοδοξούσε να καταστήσει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.

Δυστυχώς γι’ αυτόν, όπως παρατηρεί ο Rowland Smith, η Αντιόχεια την εποχή του ήταν πλέον μία κατεξοχήν χριστιανική πόλη, και πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αναμένει κανείς ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της θα καλοδεχόταν ανεπιφύλακτα τον Παραβάτη αυτοκράτορα. [412] Αυτή ήταν μία «λεπτομέρεια» που ο Ιουλιανός αγνοούσε, και κανένας από τους συμβούλους του δεν είχε φροντίσει να του επισημάνει. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα η προσπάθεια να συναγάγουμε από τα κείμενα συμπεράσματα για τη θρησκευτική τοποθέτηση μιας πόλης αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Ειδικά για την Αντιόχεια, όπως σχολιάζει ο Robert Browning, ο μεν Λιβάνιος δίδει την εντύπωση ότι ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου ειδωλολατρική, ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου χριστιανική. [413] Βεβαίως, η ίδια η εξέλιξη των γεγονότων βοηθεί τον σύγχρονο μελετητή να αντιληφθεί ποιος από τους δύο είχε δίκιο. Αλλά τότε, το καλοκαίρι του 362, ο Ιουλιανός έφθασε στη μεγάλη πόλη της Συρίας έχοντας πλήρη άγνοια του τι θα έβρισκε εκεί.

Στα μάτια του Ιουλιανού, η Αντιόχεια ήταν η ιδανική πρωτεύουσα της παγανιστικής αυτοκρατορίας που ονειρευόταν, όχι μόνο λόγω της στρατηγικής της θέσης, της ανθηρής της οικονομίας και της έντονης πολιτισμικής της ζωής, αλλά και γιατί σε αυτή βρισκόταν ένα από τα σημαντικότερα ειδωλολατρικά ιερά. Πιο συγκεκριμένα, λίγο έξω από την Αντιόχεια βρισκόταν η τοποθεσία Δάφνη, η οποία είχε πάρει την ονομασία της από τη Νύμφη την οποία κατά τη μυθολογία είχε ερωτευθεί παράφορα ο Απόλλων· κυνηγημένη από τον Απόλλωνα, η Δάφνη έτρεχε να ξεφύγει, αλλά σε αυτή την τοποθεσία έξω από την Αντιόχεια ο Απόλλων την έφθασε και ρίχθηκε πάνω της· η Δάφνη τότε παρακάλεσε τη μητέρα της Γη να τη γλιτώσει, και αυτή τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό· ο Απόλλων περιορίσθηκε να κόψει ένα κλωνάρι από το φυτό και να το φορέσει στο κεφάλι του. Η τοποθεσία Δάφνη λοιπόν θεωρείτο ιερή, αλλά ήταν συν τοις άλλοις και μία τοποθεσία με εξαιρετική φυσική ομορφιά: υπέροχα αλσύλια, πλούσια βλάστηση, περήφανα κυπαρίσσια, ευωδιαστά, πανέμορφα λουλούδια και άφθονα νερά, τα οποία έδιδαν απλόχερα οι ονομαστές πηγές της Δάφνης. Ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους που λάμπρυναν την Αντιόχεια, ο περίφημος ρήτορας, διδάσκαλος και σοφιστής Λιβάνιος, ονομάζει τη Δάφνη «πολυύμνητο προάστιο»,[414] «πάγκαλη Δάφνη»[415] και «ήδιστον γειτόνεμα»·[416] οι ονομαστές πηγές που βρίσκονταν εκεί είναι κατ' αυτόν «το αποκορύφωμα των ομορφιών της Δάφνης, ίσως δε και ολόκληρης της γης»[417]. Ευθύς με το που φθάνει κανείς στη Δάφνη, ξεχνάει κατά τον Λιβάνιο κάθε στενοχώρια. [418]

Σε αυτή λοιπόν την εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς τοποθεσία, βρίσκονταν αρκετά ειδωλολατρικά ιερά, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο φημισμένος περικαλλής ναός του πολιούχου της Αντιοχείας Θεού Απόλλωνος. Τον σηκό του ναού κοσμούσε ένα υπέροχο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Θεού, φιλοτεχνημένο από τον διάσημο γλύπτη Βρύαξι. Ο Λιβάνιος υμνεί τον ναό ως «λιμάνι μέσα σε ένα άλλο, φυσικό λιμάνι», που οποίος βρισκόταν σε αυτόν δεν είχε πλέον κανένα λόγο να ποθεί τις θρυλικές νήσους των Μακάρων. [419] Ο Ιουλιανός, από την πλευρά του, αγαπούσε ιδιαίτερα τη Δάφνη, τόσο λόγω της εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς της ευρύτερης τοποθεσίας, όσο και λόγω του σπουδαίου ναού του Απόλλωνος. Όπως μάλιστα γράφει σε επιστολή του προς τον Λιβάνιο, ένιωθε σε αυτή την ίδια χαρά που θα ένιωθε στην Όσσα και στο Πήλιο και στις κορυφές του Ολύμπου και στα Τέμπη της Θεσσαλίας, ή μάλλον δεν ντρεπόταν να πει ότι προτιμούσε τη Δάφνη από όλα αυτά μαζί. [420]

Η Δάφνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις τραγικές απογοητεύσεις που δοκίμασε ο Ιουλιανός κατά την παραμονή του στην Αντιόχεια. Εκεί ήταν που, προφανώς λίγες ημέρες μετά την άφιξη του στην Αντιόχεια, ο Ιουλιανός πήγε γεμάτος ενθουσιασμό να τιμήσει την ημέρα της ετήσιας εορτής του Απόλλωνος· όπως είδαμε παραπάνω,[421] προσδοκούσε να αντικρύσει εκεί την πομπή των πιστών, τις αρχές της πόλεως, τα πλήθη των ιερέων, τις σπονδές και τα θυμιάματα, τους χορούς των έφηβων με τις θεοπρεπείς ψυχές και τα μεγαλοπρεπή λευκά ενδύματα, τους λευκούς ταύρους που προορίζονταν για θυσία στον θεό· και αντί για όλα αυτά, δεν βρήκε εκεί παρά έναν και μόνον ηλικιωμένο ιερέα, ο οποίος δεν είχε να θυσιάσει στον Απόλλωνα παρά μία χήνα που είχε φέρει ο ίδιος από το σπίτι του… Ο Ιουλιανός θα κατηγορήσει αργότερα τους Αντιοχείς για την περιφρόνηση τους απέναντι στον προστάτη θεό της πόλεως τους, επισημαίνοντας με πίκρα ότι ο καθένας από αυτούς δεν φειδόταν χρημάτων στα ιδιωτικά δείπνα και τις εορτές, και όμως κανένας πολίτης, ούτε καν όλη η πόλη από κοινού, δεν προσέφερε θυσία στον Απόλλωνα για τη σωτηρία όλων και της ίδιας της πόλεως·[422] και ότι ο καθένας ξεχωριστά εόρταζε τα γενέθλια του προσκαλώντας τους φίλους του σε πολυτελή τραπέζια, ενώ στην ετήσια εορτή του Απόλλωνος δεν βρέθηκε κανένας να πάει λάδι στον λύχνο του Θεού ή σπονδή ή  ζώο για θυσία ή λιβάνι. [423] Βεβαίως, η πραγματικότητα που αρνείται να δει ο Ιουλιανός είναι ότι η απουσία των Αντιοχέων από την ετήσια εορτή του Απόλλωνος δεν σήμαινε πως οι Αντιοχείς υστερούσαν σε θρησκευτικότητα, αλλά απλώς ότι περιφρονούσαν τους θεούς που δεν υπήρχαν παρά στη σκέψη του Παραβάτη αυτοκράτορα.

Ο Ιουλιανός φιλοδόξησε να δώσει στο ιερό της Δάφνης την παλαιά του αίγλη. Έτσι, όταν άρχισε να οργανώνει την εκστρατεία κατά των Περσών και έστειλε απεσταλμένους του σε όλα τα μαντεία, για να ζητήσει χρησμούς από τους θεούς, πήγε ο ίδιος στη Δάφνη και ζήτησε προσωπικά χρησμό από τον Απόλλωνα. Αλλά τότε συνέβη το εξής παράδοξο, το οποίο γνωρίζουμε από πολλές πηγές:[424] Ο μεν Ιουλιανός ζητούσε επίμονα να λάβει χρησμό, αλλά, παρ' όλες τις επίμονες προσπάθειες των ιερέων, ο θεός σιωπούσε. Ο αυτοκράτορας πίστευσε ότι αυτή η σιωπή οφειλόταν στην αδιαφορία που είχαν επιδείξει οι Αντιοχείς για τη λατρεία του Απόλλωνα, ο οποίος είχε μείνει επί μακρόν χωρίς προσφορές και θυσίες. Έτσι, έδωσε εντολή να προσφερθούν στον θεό άφθονες θυσίες και εξαιρετικές τιμές. Και όλα μεν αυτά έγιναν πράγματι έτσι όπως τα είχε προστάξει ο αυτοκράτορας, αλλά ο θεός εξακολουθούσε να σιωπά. Τέλος, οι ιερείς είπαν στον Ιουλιανό ότι ο Απόλλων σιωπούσε, διότι ο προσφιλής του χώρος της Δάφνης… είχε μολυνθεί από πτώματα νεκρών που είχαν ταφεί εκεί. Η δικαιολογία αυτή ήταν πολύ πιο συγκεκριμένη απ’ ό,τι φαίνεται. Πριν από μερικά χρόνια, ο αδελφός του Ιουλιανού Γάλλος, ο οποίος είχε λάβει από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο τον τίτλο του καίσαρος στην Αντιόχεια, είχε μεταφέρει στη Δάφνη τιμητικά τα οστά του μάρτυρα Βαβύλα, παλαιού επισκόπου Αντιοχείας (237-250), ο οποίος είχε δεχθεί τον στέφανο του μαρτυρίου πριν από έναν περίπου αιώνα, κατά τους διωγμούς του αυτοκράτορα Δεκίου. Η μεταφορά των οστών του μάρτυρα στη Δάφνη είχε γίνει πιθανότατα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να αμφισβητηθεί εκ μέρους των χριστιανών η αποκλειστική κυριότητα των ειδωλολατρών επί της υπέροχης τοποθεσίας της Δάφνης. Ο Ιουλιανός λοιπόν σκέφθηκε ότι προφανώς αυτό ακριβώς είχε κατά νουν ο θεός, όταν μίλαγε για «πτώματα των νεκρών που είχαν μολύνει τον ιερό χώρο». Έτσι, σε μία πραγματικά πρωτοφανή κίνηση, ο Ιουλιανός διέταξε να εκταφιασθούν αμέσως τα οστά του μάρτυρα.

Όταν έγινε γνωστή η διαταγή του αυτοκράτορα, οι χριστιανοί της Αντιοχείας πήραν από τη Δάφνη και μετέφεραν ευλαβικά εν πομπή τα οστά του μάρτυρα Βαβύλα στην Αντιόχεια. Καθ' οδόν, η πομπή των χριστιανών έψαλλε διάφορους ύμνους, βρίσκοντας όμως παράλληλα την ευκαιρία να αποδοκιμάσει έμμεσα τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα με την επανάληψη των στίχων του 95ου Ψαλμού: «Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς / οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών». [425] Θεωρώντας ότι επρόκειτο για πρόκληση κατά των θεών, ο Ιουλιανός έδωσε εντολή να συλληφθούν και να βασανισθούν οι πρωταίτιοι της πομπής, αλλά την επομένη ο ύπαρχος Σαλούστιος, ειδωλολάτρης και ο ίδιος, έπεισε τον αυτοκράτορα να αφήσει τους συλληφθέντες ελεύθερους, διότι με τα βασανιστήρια δεν θα πετύχαινε τίποτε περισσότερο από το να συσπειρώσει εναντίον του τη χριστιανική Εκκλησία, προσφέροντας της μερικούς ακόμη μάρτυρες.

 

2. Η ρήξη του Ιουλιανού με τον λαό της Αντιοχείας και οι αιτίες της

Η 22α Οκτωβρίου του 362 είναι μία ημερομηνία ορόσημο. Αυτή την ημέρα ο Ιουλιανός επρόκειτο να ανεβεί εκ νέου στον ναό του Απόλλωνος στη Δάφνη, για να λάβει πλέον τον χρησμό που από καιρό ζητούσε. Οι ιερείς είχαν συγκεντρωθεί στον ναό από το βράδυ της προηγουμένης και αγρυπνούσαν όλη νύκτα γύρω από το άγαλμα, προσπαθώντας να διασφαλίσουν ότι ο Απόλλων επιτέλους θα «μιλούσε», αφού πλέον, μετά την απομάκρυνση των οστών του Βαβύλα, δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για τη σιωπή του θεού. Ξαφνικά όμως, μέσα στη νύκτα, ένας κεραυνός έπληξε τον ναό και προκάλεσε μεγάλη πυρκαγιά· οι προσπάθειες των ιερέων να κατασβέσουν την πυρκαγιά απέβησαν μάταιες, και η φωτιά κατέκαυσε και τον ναό και το περίφημο άγαλμα του Απόλλωνος, αφήνοντας πίσω της μόνο στάχτες και θλιβερά ερείπια. [426] Η εικόνα της καταστροφής που άφησε πίσω της η καταστροφική πυρκαγιά κατάφερε ένα φοβερό πλήγμα στην ήδη διαταραγμένη ψυχή του Ιουλιανού.

Ο Ιουλιανός ήταν πεπεισμένος ότι η πυρκαγιά που είχε αποτεφρώσει τον υπέροχο ναό και το άγαλμα του θεού δεν ήταν έργο της τύχης, αλλά αποτέλεσμα εμπρησμού που είχαν προκαλέσει οι χριστιανοί. Ο ίδιος δηλώνει ανοικτά αυτή του την πεποίθηση, γράφοντας ότι ο περίφημος ναός του Απόλλωνος της Δάφνης «προδόθηκε από την ολιγωρία των φυλάκων, και καταστράφηκε από τις ενέργειες των άθεων ανδρών» («άθεοι άνδρες» είναι βεβαίως κατά τον Ιουλιανό οι χριστιανοί). [427] Αλλού, πάλι, ο Ιουλιανός δηλώνει πεπεισμένος ότι η πυρπόληση του ναού υπήρξε έργο των χριστιανών, με το οποίο αυτοί θέλησαν να εκδικηθούν για την απομάκρυνση από τη Δάφνη των οστών του Βαβύλα, και εκφράζει την αγανάκτηση του για το γεγονός ότι, όπως γράφει, η καταστροφή του ναού αντιμετωπίσθηκε με χαρά από τον λαό της Αντιοχείας και με προκλητική αδιαφορία από τη βουλή της πόλεως. [428]

Ο Ιουλιανός επειγόταν να αποδείξει ότι η πεποίθηση του πως η καταστροφή του ναού του Απόλλωνος οφειλόταν σε εμπρησμό δεν ήταν μία αβάσιμη υποψία, αλλά μία απαίσια συνωμοσία των χριστιανών, την οποία ο ίδιος είχε φέρει στο φως. Προφανώς, αντιλαμβανόταν ότι, αν διαδιδόταν ότι η καταστροφή του ναού οφειλόταν στην πτώση κεραυνού, αυτό θα ερμηνευόταν από πολλούς ως εκδίκηση του θεού των χριστιανών για την απομάκρυνση των οστών του μάρτυρα Βαβύλα. Κάλεσε λοιπόν ο Ιουλιανός τους ιερείς και τους νεωκόρους που βρίσκονταν μέσα στον ναό τη στιγμή που είχε ξεσπάσει η πυρκαγιά, και τους ζήτησε να δηλώσουν ότι η πυρκαγιά είχε προκληθεί από ανθρώπινο χέρι και να υποδείξουν ως δράστες τους χριστιανούς. Όταν αυτοί επέμειναν ότι η πυρκαγιά δεν ήταν έργο ανθρώπινο, ο Ιουλιανός διέταξε… να βασανισθούν, μέχρι να αποκαλύψουν την «αλήθεια»… Η διαταγή αυτή δείχνει ανάγλυφα σε ποιόν κατήφορο κινείτο πλέον ο Ιουλιανός· ο αυτοκράτορας, ο οποίος παλαιότερα ήταν διαβόητος για τη δικαιοσύνη του, μέχρι του σημείου ο υμνητής του Λιβάνιος να τον παρομοιάζει με τον μυθικό Ραδάμανθυ,[429] τώρα υπέβαλλε τους μάρτυρες σε βασανιστήρια, για να αποσπάσει από αυτούς τη μαρτυρία που επιθυμούσε! Για κακή του τύχη, μ' όλα τα βασανιστήρια, οι ιερείς επέμεναν να δηλώνουν ότι «η φωτιά είχε έλθει από τον ουρανό»,[430] ενώ παρουσιάσθηκαν αυτοβούλως και κάποιοι κάτοικοι των γειτονικών αγρών και δήλωσαν ότι είχαν δει με τα μάτια τους τον κεραυνό να πέφτει πάνω στον ναό. [431] Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν αρκούσε, για να κλονίσει την πεποίθηση του Ιουλιανού ότι βρισκόταν αντιμέτωπος με μία εγκληματική ενέργεια και μία τεράστια συνωμοσία των χριστιανών.

Σύμφωνα με τον Robert Browning, η πυρκαγιά στη Δάφνη αποτελεί σημείο καμπής για τη στάση του Ιουλιανού απέναντι στους χριστιανούς υπηκόους του. [432] Η πεποίθηση του ότι η πυρκαγιά στη Δάφνη ήταν έργο χριστιανών εμπρηστών τον έφερε σε εντελώς ανοικτή πλέον σύγκρουση με την Εκκλησία. Όπως γράφει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, αυτός, ο οποίος παλαιότερα υποκρινόταν τον φιλόσοφο, δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τον εαυτό του, και έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο. [433] Κατά διαταγήν του αυτοκράτορα, οι θύρες του μεγάλου χριστιανικού ναού που είχε οικοδομήσει στην Αντιόχεια ο Κωνσταντίνος σφραγίσθηκαν, και απαγορεύθηκε στους χριστιανούς να εισέρχονται σε αυτόν, ενώ όλα τα πολύτιμα σκεύη, τα ιερά κειμήλια και τα αναθήματα δημεύθηκαν ως αντίποινα για την καταστροφή του ναού του Απόλλωνος. [434]

Στην Αντιόχεια σχεδόν ο καθένας είχε πλέον και κάποιο λόγο να αποστρέφεται τον αυτοκράτορα. Οι χριστιανοί δεν έβλεπαν στο πρόσωπο του Ιουλιανού μόνον τον Παραβάτη αυτοκράτορα που είχε αποσταστήσει από τη χριστιανική πίστη και λάτρευε τα είδωλα, αλλά και ένα μισητό τύραννο που είχε κηρύξει πλέον ανοικτό πόλεμο ενάντια στην Εκκλησία. Αλλά και ο μέσος απλός πολίτης είχε κάθε λόγο να δυσανασχετεί με τον αυτοκράτορα. Η συγκέντρωση του αυτοκρατορικού στρατού στην πόλη (ας μη λησμονούμε ότι ο Ιουλιανός χρησιμοποιούσε την Αντιόχεια ως ορμητήριο για την εκστρατεία του κατά των Περσών) και η επίταξη των τροφίμων για το στράτευμα, σε συνδυασμό με την πτωχή συγκομιδή, είχαν προκαλέσει φοβερή σιτοδεία, κάτι ανάλογο ίσως με την πείνα του πρώτου χειμώνα της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα. Η προσπάθεια του αυτοκράτορα να πλήξει το παρεμπόριο, μία προσπάθεια για την οποία ο ίδιος καυχάται λέγοντας ότι αγωνίσθηκε να πατάξει την αισχροκέρδεια,[435] έχει και αυτή το ανάλογο της στη γερμανική Κατοχή, στη δι’ απαγχονισμού εκτέλεση στην πλατεία Αμερικής των λαδεμπόρων, οι οποίοι παρουσιάσθηκαν από τις αρχές Κατοχής ως μαυραγορίτες που εκμεταλλεύονταν την πείνα του Ελληνικού λαού· όπως όμως οι Έλληνες της κατεχόμενης Ελλάδας δεν ξεγελάσθηκαν από τη φανερή αυτή προσπάθεια των Γερμανών να ενοχοποιήσουν άλλους για τα δεινά που είχαν προκαλέσει οι ίδιοι, έτσι δεν ξεγελάσθηκαν και οι κάτοικοι της Αντιοχείας. Επιπλέον, τα οποία μέτρα είχε λάβει ο αυτοκράτορας για την αντιμετώπιση του φαινομένου, μέτρα τα οποία ακόμη και ο Αμμιανός επικρίνει ως επιπόλαια, άκαιρα και καταστροφικά,[436] είχαν πέσει στο κενό, και είχαν επιτείνει μάλλον παρά επιλύσει το πρόβλημα. Συνεπεία όλων των παραπάνω, η λαϊκή δυσαρέσκεια ενάντια στον αυτοκράτορα διογκωνόταν ημέρα με την ημέρα. Όλοι οι Αντιοχείς ένιωθαν ότι η παρουσία του αυτοκράτορα δεν ήταν ευχή, αλλά κατάρα για την πόλη τους.

Όπως θα δούμε παρακάτω, ο Ιουλιανός θα προσπαθήσει αργότερα στο έργο του Αντιοχικός ή Μισοπώγων να εμφανίσει την εις βάρος του δυσαρέσκεια του λαού της Αντιοχείας ως αποτέλεσμα της διάστασης ανάμεσα στον συνηθισμένο στις ηδονές και στις διασκεδάσεις πληθυσμό της πόλεως και την ασκητικότητα και τον λιτοδίαιτο τρόπο ζωής του ιδίου, και το ίδιο θα πράξει και ο θαυμαστής του εθνικός ιστορικός Ζώσιμος. [437] Η εικόνα αυτή αναπαράγεται από μερικούς νεότερους μελετητές. [438] Αλλά, επιτέλους, ο σύγχρονος μελετητής δεν είναι υποχρεωμένος να παίρνει τοις μετρητοίς τις δικαιολογίες του Παραβάτη αυτοκράτορα ούτε να ακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο αυτός θέλει να μας κάνει να δούμε τα πράγματα. Οπωσδήποτε, μία κοσμοπολίτικη πόλη σαν την Αντιόχεια είχε και τα θέατρα και τις διασκεδάσεις και τα θεάματα της. Αλλά αυτό που ενόχλησε τον λαό της Αντιόχειας δεν είναι η αποχή του λιτοδίαιτου αυτοκράτορα απ’ όλα αυτά, όσο και αν αυτό θέλει να πιστεύει ο Ιουλιανός.

Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος ακολούθησε τον Ιουλιανό και πίστευσε σε αυτόν, και παρέμεινε και ο ίδιος μέχρι τέλους ένας ρομαντικός οπαδός του αρχαίου θρησκεύματος, μας δίδει μία εναργή εικόνα των πραγματικών αιτίων που ξεσήκωσαν τον λαό της Αντιοχείας ενάντια στον Παραβάτη αυτοκράτορα, περιγράφοντας τις ακρότητες και τα έκτροπα που σημάδευσαν την παραμονή του Ιουλιανού και του αυτοκρατορικού στρατού στην Αντιόχεια. Ο Ιουλιανός, γράφει ο Αμμιανός, πότιζε τους βωμούς με το αίμα απίστευτου αριθμού θυμάτων, θυσιάζοντας συχνά μέχρι και εκατό βόδια τη φορά, μαζί με αμέτρητα άλλα ζώα και λευκά πουλιά που τα κυνηγούσαν με σπουδή σε ξηρά και θάλασσα σε όλη την αυτοκρατορία. Οι θρησκευτικές και παραθρησκευτικές τελετές είχαν αυξηθεί όσο ποτέ άλλοτε, απορροφώντας και χρηματικά ποσά που όμοια τους δεν είχαν δαπανηθεί ποτέ στο παρελθόν (το τεράστιο κόστος παραδέχεται και ο Λιβάνιος[439]), και παντού γινόταν λόγος για μαντείες, χρησμούς, οιωνούς και προβλέψεις του μέλλοντος. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, σχεδόν καθημερινά, όπως γράφει ο ίδιος ο εθνικός Αμμιανός, οι στρατιώτες του Ιουλιανού έστηναν στα ιερά μεγάλα συμπόσια κραιπάλης, κατανάλωναν απίστευτες ποσότητες κρέατος από τα θύματα των θυσιών, έπιναν άφθονο κρασί χωρίς το παραμικρό μέτρο, και τέλος μεταφέρονταν στους στρατώνες μέσα από τους δρόμους της πόλεως τύφλα στο μεθύσι πάνω στους ώμους περαστικών. Πρωταθλητές στα έκτροπα ήσαν οι Κελτοί και οι άλλοι βάρβαροι που απάρτιζαν τα εκλεκτά μισθοφορικά σώματα των βετεράνων που είχε φέρει μαζί του ο Ιουλιανός από τη Γαλατία. Συχνά η συμπεριφορά αυτών των αγροίκων ξεπερνούσε κάθε όριο, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Αμμιανός. [440] Όταν διαβάζουμε αυτές τις περιγραφές του Αμμιανού, μιας κάθε άλλο παρά εχθρικής προς τον Ιουλιανό πηγής, δεν δυσκολευόμαστε καθόλου να κατανοήσουμε τους λόγους που ξεσήκωσαν τον λαό της Αντιοχείας ενάντια στον αυτοκράτορα του. Και βεβαίως οι λόγοι αυτοί δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τους λόγους που επικαλείται ο Ιουλιανός.

 

3. Η ανοικτή αποδοκιμασία του αυτοκράτορα από τους Αντιοχείς και η απάντηση του Ιουλιανού

Η αγανάκτηση του λαού της Αντιοχείας ενάντια στον Παραβάτη αυτοκράτορα έπαιρνε σιγά-σιγά εκρηκτικές διαστάσεις. Στους δρόμους μάλιστα της πόλεως άρχισε να κυκλοφορεί δειλά δειλά ένα «κρυπτογραφημένο» σύνθημα: «Tò Χ δεν αδίκησε σε τίποτε την πόλη, ούτε το Κ». Ο Ιουλιανός παιδεύθηκε για κάποιο διάστημα, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να πει αυτό το σύνθημα, μέχρις ότου κάποιοι πιστοί σε αυτόν Αντιοχείς τόλμησαν να του αποκαλύψουν το κρυμμένο νόημα: Το «Χ» και το «Κ», όπως του εξήγησαν, ήσαν αρχικά λέξεων, και δήλωναν το μεν τον Χριστό, το δε τον προκάτοχο του Ιουλιανού αυτοκράτορα Κωνστάντιο. [441] Η αποκάλυψη αυτή πρέπει να αποτέλεσε ένα οδυνηρό πλήγμα για τον Ιουλιανό, ο οποίος είχε έλθει στην Αντιόχεια προσδοκώντας ότι ο πληθυσμός της πόλεως θα επεδείκνυε τον ίδιο με αυτόν ενθουσιασμό για την αποκατάσταση της «πάτριας θρησκείας» και θα αναγνώριζε τον ίδιο ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη του, και τώρα, αντί για όλα αυτά, έβλεπε τους Αντιοχεύς να δηλώνουν την πίστη τους στον Χριστό και να εκδηλώνουν τη νοσταλγία τους για τον προηγούμενο αυτοκράτορα.

Με την αλλαγή του χρόνου, την πρωτοχρονιά του 363, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο, και οι ψίθυροι έγιναν φωνές. Η πόλη αντήχησε από σκωπτικούς ανάπαιστους (από «αλλόκοτες φωνές», όπως γράφει ο Ζώσιμος[442]) που χλεύαζαν τον Παραβάτη αυτοκράτορα: Έλεγαν κοροϊδευτικά ότι ήταν ένας από τους κλεπτομανείς Κέρκωπες, οι οποίοι κατά τη μυθολογία μετά τη σύλληψη τους από τον Ηρακλή και τον θάνατο τους είχαν μεταμορφωθεί από τον Δία σε πιθήκους· τον εμφάνιζαν σαν νάνο που άπλωνε τους στενούς του ώμους, επεδείκνυε το τραγίσιο γένι του (ο κυνικός Ηράκλειος τον είχε παλαιότερα σατιρίσει παρομοιάζοντας τον με τον Πάνα[443]) και έκανε μεγάλα βήματα, σαν να ήταν αδελφός των μυθικών Ώτου και Εφιάλτη, των οποίων το ύψος περιγράφεται από τον Όμηρο[444] ως τεράστιο· τον παρομοίαζαν με χασάπη για τις αιματηρές θυσίες του. [445] Αλλά κύριος στόχος της σάτιρας ήταν η φιλοσοφική γενειάδα του Ιουλιανού, από την οποία, όπως έλεγαν κοροϊδευτικά, μπορούσε κανείς να πλέξει σχοινιά. [446] Η κοροϊδία ήταν κάπως απρεπής, και πολλοί μέχρι σήμερα εκφράζουν τη συμπάθεια τους για τον ατυχή Ιουλιανό, ο οποίος έγινε αντικείμενο χλεύης για τα γένεια του. Αλλά, όσο απρεπής και αν ήταν η κοροϊδία, η συμπάθεια προς τον Ιουλιανό είναι πέρα για πέρα άστοχη. Διαφορετικά, αν πρέπει να εκφράσουμε τη συμπάθεια μας για τον Παραβάτη αυτοκράτορα, επειδή τον χλεύασαν για τα γένεια του, τότε δεν βλέπουμε γιατί δεν θα έπρεπε κατά το ανάλογον να εκφράσουμε και τη συμπάθεια μας για τον Χίτλερ, επειδή τον χλευάζουν για το μουστάκι του…

Μετά από όλη αυτή την έκρηξη ειρωνείας ενάντια στον Ιουλιανό, στην Αντιόχεια απλώθηκε ένα παράξενο μούδιασμα, καθώς οι Αντιοχείς άρχισαν να αναρωτιούνται και να φοβούνται ποια θα ήταν η τιμωρία που θα επεφύλασσε σε αυτούς ο αυτοκράτορας. Αλλά ο ψυχισμός του Ιουλιανού δεν είχε πλέον σχεδόν τίποτε το προβλέψιμο. Αφού πρώτα σκέφθηκε να τιμωρήσει παραδειγματικά την πόλη που τον είχε χλευάσει, ο Ιουλιανός αποφάσισε τελικά να περιορισθεί να απευθύνει στους Αντιοχείς ένα παιγνιώδες σύγγραμμα επιγραφόμενο Αντιοχικός ή Μισοπώγων, το οποίο σώζεται ακέραιο μέχρι σήμερα. Το σύγγραμμα αυτό είναι φανερά έργο ανθρώπου με μεγάλη παιδεία και έχει μία αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία, την οποία δεν εξαίρει μόνον ο εθνικός ιστορικός Ζώσιμος,[447] αλλά αναγνωρίζει πρόθυμα ακόμη και ο χριστιανός εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζομενός·[448] παράλληλα όμως το εν λόγω σύγγραμμα αφήνει χωρίς δυσκολία να διαφανεί ο βαθύτατα διαταραγμένος ψυχικός κόσμος του συγγραφέα του.

Στο εν λόγω έργο του ο Ιουλιανός δηλώνει ότι όχι μόνον ανέχεται τις ειρωνείες των Αντιοχεύς για τα γένεια του, αλλά και προσθέτει και ο ίδιος πρόθυμα ακόμη περισσότερες εις βάρος του εαυτού του, επιδεικνύοντας μία παράδοξη αυτοσαρκαστική διάθεση: Τα γένεια δεν τα έχει για κανέναν άλλο λόγο, γράφει, παρά για να κρύψει τη φυσική του ασχήμια,[449] και είναι καταδικασμένος να ανέχεται να τριγυρίζουν σε αυτά οι ψείρες, όπως τα θηρία στο δάσος,[450] και επιπλέον να μην μπορεί εξαιτίας τους να φάει λαίμαργα ή να πιει με ανοικτό το στόμα, φοβούμενος μήπως μαζί με το ψωμί καταπιεί και τις τρίχες από τα γένεια του. [451] Και σαν να μην έφθαναν αυτά, τα γένεια του του δημιουργούν και μία άλλη ενόχληση, καθώς τον εμποδίζουν να φιλήσει άλλα, καθαρά και «γλυκερώτερα» χείλη. [452] Σε ό,τι αφορά το σκωπτικό σχόλιο ότι από τα γένεια του θα μπορούσε κανείς να πλέξει σχοινιά, ο Ιουλιανός δηλώνει ότι θα ήταν έτοιμος να προσφέρει προς τούτο τα γένεια του στους Αντιοχείς, αν δεν φοβόταν μήπως από την τραχύτητα των τριχών του τραυματισθούν τα απαλά και ευαίσθητα χέρια τους. [453] Και για να μη φανεί ότι ενοχλείται από τον σαρκασμό, ο Ιουλιανός προσθέτει και άλλους αυτοσαρκασμούς, δηλώνοντας ότι, σαν να μην του έφθαναν τα γένεια, έχει επίσης και ξηρά μαλλιά, κουρεύεται ελάχιστα, περιποιείται τα νύχια του ελάχιστα, έχει τον περισσότερο καιρό τα δάκτυλα του μαύρα από το μελάνι, και ένα στήθος δασύτριχο σαν των λιονταριών, πράγμα το οποίο ουδέποτε προσπάθησε να αλλάξει. [454] Ο Ιουλιανός δηλώνει ότι πέρα από τα σωματικά του ελαττώματα είναι επίσης και δύστροπος χαρακτήρας, καθώς δεν πηγαίνει στα θέατρα,[455] αποστρέφεται τις ιπποδρομίες[456] και αυτοβασανίζεται με την εγκράτεια και τη στέρηση. [457]

Τα παραπάνω αρκούν, για να δώσουν μία εικόνα του είδους του αυτοσαρκασμού του Ιουλιανού, ο οποίος, όπως εκτιμά ο Glanville Downey, έχει στόχο να προκαλέσει την έκπληξη και να διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, κάνοντας τον περίεργο να διαβάσει τι έχει να πει ο αυτοκράτορας παρακάτω. [458] Ο Glen Bowersock δίδει μία άλλη διάσταση, παρατηρώντας ότι οι αρχικές σελίδες του Μισοπώγωνος είναι κατά διαστήματα γνήσια διασκεδαστικές, ακόμη και όταν η προσπάθεια του συγγραφέα τους για αυτοδικαίωση γίνεται αφόρητα φανερή. [459] Όταν ο Glen Bowersock κάνει εδώ λόγο για προσπάθεια αυτοδικαίωσης, έχει απόλυτο δίκιο. Στην πράξη ο Ιουλιανός περνάει πολύ εύκολα από τον αυτοσαρκασμό στον κομπασμό, καθώς πρακτικά αυτό που κάνει είναι να αντιδιαστέλλει τον δικό του ασκητικό και λιτοδίαιτο τρόπο ζωής προς την πολυτέλεια και τον ηδονισμό των Αντιοχέων, επιδεικνύοντας έτσι τη δική του ανωτερότητα έναντι της μικροπρέπειας των επικριτών του, και προσπαθώντας να εμφανίσει την αντίδραση των Αντιοχέων ως αποτέλεσμα αγνωμοσύνης και «αχαριστίας», όπως γράφει χαρακτηριστικά. [460] Όλα αυτά γίνονται βεβαίως σε μία απέλπιδα προσπάθεια να υποβιβάσει ή να αποκρύψει τους πραγματικούς λόγους της λαϊκής κατακραυγής εις βάρος του.

Στο τέλος του παράδοξου λόγου του, ο Ιουλιανός, αντί να ανακοινώσει τη φοβερή τιμωρία που ανέμεναν οι Αντιοχείς, ανακοινώνει ότι δεν θα τιμωρήσει, αλλά απλώς θα αγνοήσει τους αγνώμονες κατοίκους της πόλεως. Συγκεκριμένα, δηλώνει ότι, εις απάντησιν των εναντίον του βλασφημιών και των σκωπτικών αναπαίστων, έχοντας προσθέσει και ο ίδιος σε αυτές και πολλούς αυτοσαρκασμούς, επιτρέπει στους Αντιοχείς να χρησιμοποιούν τις ειρωνείες με ακόμη μεγαλύτερη παρρησία, χωρίς να φοβούνται ότι ο ίδιος θα φονεύσει ή θα βασανίσει ή θα συλλάβει ή θα φυλακίσει ή θα τιμωρήσει κανέναν. [461] Ο ίδιος, γράφει, είχε προσπαθήσει να τους κερδίσει με την πραότητα της διακυβέρνησης και τη σωφροσύνη· αφού όμως αυτούς τους πείραξαν τα γένεια του και οι ατημέλητες τρίχες του, η απουσία του από τα θέατρα, η σεμνή παρουσία του στα ιερά, η ενασχόληση του με τις δίκες και η προσπάθεια του να πατάξει την αισχροκέρδεια της αγοράς, αυτός θα φύγει από την πόλη και δεν θα επιστρέψει ποτέ. [462] Ο Ιουλιανός γράφει επιπλέον τα εξής, που μοιάζουν να αποτελούν δέσμευση για την εγκατάλειψη της προηγούμενης του πολιτικής της εύνοιας και της επιείκειας απέναντι στους Αντιοχείς:

«Γιατί γνωρίζετε καλά ότι απέναντι σε ανθρώπους αυτού του είδους η πραότητα αυξάνει και τρέφει την κακία που υπάρχει στους ανθρώπους». [463]

Τέλος, ο Ιουλιανός κλείνει το παράδοξο σύγγραμμα του με τα εξής, φανερά πλέον απειλητικά λόγια:

«Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω στο εξής να είμαι συνετότερος στη σχέση μου με εσάς- είθε όμως οι θεοί να σας ανταμείψουν για την εύνοια και την τιμή που μου απονείματε δημοσίως». [464]

Στην πραγματικότητα, ο Ιουλιανός ένιωθε ότι αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορούσε να επιβάλει στην Αντιόχεια, και επιθυμούσε να κάνει και τους Αντιοχείς να το δουν αυτό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός, που θεωρούσε τον εαυτό του εκλεκτό των θεών, δηλώνει ότι παραδίδει την πόλη στην Αδράστεια (δηλαδή στη νέμεση των θεών, τη θεία τιμωρία), και ο ίδιος θα πάει να εγκατασταθεί σε άλλο έθνος και σε άλλη πόλη. [465] Πρακτικά δηλαδή, παραδίδοντας την Αντιόχεια στην Αδράστεια, ο Ιουλιανός δεν επιβάλλει μεν ο ίδιος κάποια τιμωρία, αλλά αναθέτει στους προστάτες του θεούς να τιμωρήσουν την αγνώμονα πόλη,[466] όπως άλλωστε είδαμε να εύχεται ρητώς στην καταληκτήρια πρόταση τον συγγράμματος του. Χώρια που, για να διασφαλίσει ότι η Αδράστεια θα έκανε στα σίγουρα το έργο της, φεύγοντας από την Αντιόχεια, ο Ιουλιανός διόρισε ως κυβερνήτη της πόλεως έναν άνθρωπο παροιμιώδους σκληρότητας, τον Αλέξανδρο από την Ηλιόπολη,[467] ο οποίος, όπως γράφει ο Λιβάνιος, στάθηκε απέναντι στους Αντιοχείς «χειμάρρου σφοδρότερος». [468]

Οι λίγοι εναπομείναντες οπαδοί του Ιουλιανού στην Αντιόχεια προσπάθησαν να κάνουν τους συμπολίτες τους να αντιληφθούν το μέγεθος της ποινής που είχε επιβάλει στην πόλη ο αυτοκράτορας. Ο Λιβάνιος οδύρεται που ο αυτοκράτορας, ο οποίος είχε αρχικά περιβάλει την πόλη με την πιο μεγάλη εύνοια, «τώρα μισεί και είναι πεπεισμένος ότι μισείται, ο αγαπημένος του Απόλλωνος από τους τροφίμους του Απόλλωνος, και λέει ότι θα περάσει τον χειμώνα στους Ταρσούς της Κιλικίας»·[469] Αλλού, ο Λιβάνιος γράφει ότι η φοβερότερη τιμωρία για τους Αντιοχείς ήταν το μίσος που ένιωθαν πλέον οι ίδιοι για τον εαυτό τους και τα πικρά δάκρυα μετανοίας·[470] αλλού, πάλι, γράφει ακόμη πιο χαρακτηριστικά:

«Παίζεις, βασιλιά, με ανθρώπους που βρίσκονται σε δυστυχία. Τι λες; Δεν δημεύεις ούτε σφάζεις ούτε εξορίζεις, αλλά μισείς και θεωρείς δυσμενείς και εγκαταλείπεις. Αλλά αυτό είναι η πιο μεγάλη τιμωρία». [471]

 

4. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση: Η χαριστική βολή στον ήδη κλονισμένο ψυχισμό του Ιουλιανού

Όταν διαβάζουμε στο σύγγραμμα του Ιουλιανού τους ιδιότυπους αυτοσαρκασμούς του Παραβάτη αυτοκράτορα, οι οποίοι είδαμε ότι πολύ εύκολα μεταπίπτουν στον κομπασμό και την έπαρση, και όταν βλέπουμε τον Ιουλιανό να ανακοινώνει την απόφαση του να μην τιμωρήσει μεν ο ίδιος την Αντιόχεια, αλλά να αδιαφορήσει γι’ αυτήν στο εξής, να την εγκαταλείψει και να την παραδώσει στην τιμωρία των θεών, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το εύστοχο σχόλιο του Robert Browning ότι «υπάρχει κάτι το περίεργα παιδαριώδες σε όλα αυτά». [472] Πράγματι, ο Αντιοχικός ή Μισοπώγων είναι το σύγγραμμα στο οποίο αποδεικνύεται κατεξοχήν ότι ο Ιουλιανός εκινείτο πλέον στα σκοτεινά και αδιέξοδα μονοπάτια της παράνοιας και της ψύχωσης. Η παραμονή του αυτοκράτορα στην Αντιόχεια δεν είναι σημαντική μόνο για τον λόγο που επισημαίνει ο Vasiliev, επειδή δηλαδή αυτή τον έπεισε για το δυσχερές, ή ακόμη και για το αδύνατον της αποκατάστασης του παγανισμού·[473] είναι επίσης εξίσου, αν όχι και ακόμη περισσότερο σημαντική, γιατί οι απογοητεύσεις που γνώρισε εκεί ο Ιουλιανός κατάφεραν τη χαριστική βολή στον ήδη κλονισμένο ψυχισμό του Παραβάτη αυτοκράτορα. Ο Αμμιανός, ο οποίος και σε άλλες επιμέρους περιπτώσεις επισημαίνει τα ολέθρια σφάλματα που είχε κάνει ο Ιουλιανός «από την αγάπη του για τη δημοτικότητα»,[474] γράφει πολύ χαρακτηριστικά:

«Ο Ιουλιανός χαιρόταν με την επιδοκιμασία του όχλου και επιθυμούσε πέρα από κάθε μέτρο τον έπαινο ακόμη και για τα πιο ασήμαντα θέματα, και αυτή του η επιθυμία για δημοτικότητα τον έκανε συχνά να συναναστρέφεται ανάξιους ανθρώπους». [475]

Όπως λοιπόν μαρτυρεί ακόμη και ο εθνικός ιστορικός Αμμιανός, ο Ιουλιανός ποθούσε την επιδοκιμασία και τον έπαινο, καθώς μάλιστα, όπως θα μπορούσαμε αρκετά βάσιμα να εικάσουμε, φαίνεται να λαχταρούσε να βρει εκεί μία αυτοεπιβεβαίωση, την οποία επεδίωκε απελπισμένα ήδη από την ταραγμένη παιδική του ηλικία. Σίγουρα, οι ψυχολόγοι θα είχαν πολλά να πουν εδώ. Το βέβαιον είναι ότι κατά τους μήνες της παραμονής του στην Αντιόχεια ο Ιουλιανός συνειδητοποίησε ότι οι υπήκοοι του όχι μόνο δεν τον αγαπούσαν, αλλά και τον αποστρέφονταν και τον χλεύαζαν. Εις μάτην προσπάθησε ο Παραβάτης αυτοκράτορας να «απομονώσει» τους Αντιοχείς και να παρηγορήσει τον εαυτό του, εκφράζοντας την πεποίθηση του ότι οι γειτονικές της Αντιοχείας πόλεις τον αγαπούσαν περισσότερο ακόμη και από τα δικά τους παιδιά. [476] Στην πραγματικότητα, η οδυνηρή συνειδητοποίηση της Αντιοχείας αποτέλεσε για τον Ιουλιανό ένα κτύπημα από το οποίο δεν κατάφερε να συνέλθει ποτέ.

Αρκετές φορές στην πορεία αυτής της μελέτης έχουμε βρει την ευκαιρία να εκφράσουμε την κάθετη αντίθεση μας σε πολλές από τις τοποθετήσεις και εκτιμήσεις μιας από τις συγχρόνους μας ιστορικούς που έχουν ασχοληθεί με τον Ιουλιανό, της Πολυμνίας Αθανασιάδη - Fowden. Αλλά δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε πλήρως με την έξοχη ανάλυση της για την καταλυτική επίδραση που είχαν τα γεγονότα της Αντιοχείας στον ψυχικό κόσμο του Παραβάτη αυτοκράτορα· αυτή η ανάλυση είναι κατά την εκτίμηση μας και η σημαντικότερη συνεισφορά του βιβλίου της Πολυμνίας Αθανασιάδη - Fowden για τον Ιουλιανό. Σύμφωνα λοιπόν με την Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden, ο Ιουλιανός συνέθεσε το έργο του Αντιοχικός ή Μισοπώγων υπό το σοκ της οδυνηρής ανακάλυψης ότι στα μάτια των υπηκόων του ήταν ένας γελοίος και μισητός τύραννος, νιώθοντας μέσα του την επιτακτική ανάγκη να υπερασπισθεί τον εαυτό του απέναντι τους· στον Μισοπώγωνα έβλεπε την τελευταία του ελπίδα να το κάνει αυτό πειστικά. [477] Εάν ο Ιουλιανός δεν είχε, συνεπεία της παραμονής του στην Αντιόχεια, χάσει την εμπιστοσύνη του στις ικανότητες του ως πολιτικού, εάν δεν είχε καταλάβει ότι είχε χάσει τη μάχη, δεν θα είχε εγκαταλείψει την ελευθέραν πόλιν, αλλά θα είχε επιμείνει στην προσπάθεια του να βρει έναν τρόπο να θεραπεύσει την κατάσταση, προσπαθώντας να επινοήσει νέες μεθόδους εφαρμογής των πολιτικών αρχών που υπερασπίζεται στον Μισοπώγωνα. [478] Πλην όμως, όπως ορθότατα παρατηρεί η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden, ο Ιουλιανός ήταν ανίκανος να αντιμετωπίσει την αποτυχία, και όταν συνειδητοποίησε ξαφνικά στην Αντιόχεια ότι η πολιτική του είχε αποτύχει και ότι στα μάτια των υπηκόων του ήταν ένας γελοίος και μισητός τύραννος, ένιωσε την εμπιστοσύνη του στον εαυτό του να τον εγκαταλείπει, και στη θλιβερή νοητική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ένιωσε την ανάγκη να ξεχάσει το οδυνηρό παρόν, βυθιζόμενος στο παρελθόν του. [479]

Με αυτή την τελευταία παρατήρηση, η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden δίδει μία ακόμη διάσταση του θέματος. Όπως γράφει, οι λεπτομέρειες που δίδει ο Ιουλιανός στον Μισοπώγωνα για τις σπουδές του, τους επαίνους των διδασκάλων του και τους συντρόφους των νεανικών του χρόνων υπερβαίνουν κατά πολύ τις απολογητικές απαιτήσεις της στιγμής, και δείχνουν έναν άνθρωπο ο οποίος επιστρέφει στις πιο αγαπητές του αναμνήσεις, καθώς αυτές μόνο μπορούν να του δώσουν παρηγοριά. [480] Τίποτε δεν είναι ίσως τόσο χαρακτηριστικό της παρηγοριάς που βρίσκει ο Ιουλιανός στο παρελθόν, μέσα στο ζοφερό γι’ αυτόν παρόν, όσο ο τρόπος με τον οποίο αναπολεί την αγάπη που έτρεφαν γι’ αυτόν οι Κελτοί κατά τον καιρό της παραμονής του στη Γαλατία, και ο τρόπος με τον οποίο αντιδιαστέλλει αυτή την αγάπη προς το μίσος των Αντιοχέων. Οι Κελτοί, όπως γράφει ο Ιουλιανός, είχαν πάρει τα όπλα για χάρη του, τον είχαν ενισχύσει οικονομικά, τον είχαν ανακηρύξει σχεδόν δια της βίας αυτοκράτορα, τον είχαν υπακούσει σε όλα, και είχαν διαδώσει σε όλους, ακόμη και στους Αντιοχείς, τη φήμη ότι ήταν ανδρείος, συνετός, δίκαιος, ικανός και στον πόλεμο και στην ειρήνη, ευπρόσιτος, πράος· αντί για όλα αυτά, αναλογίζεται πικρά ο Ιουλιανός, οι Αντιοχείς βρήκαν να τον κατηγορήσουν ότι έχει ανατρέψει όλο τον κόσμο, ότι από τα γένεια του μπορεί κανείς να πλέξει σχοινιά, και ότι πολεμεί το «Χ»

(τον Χριστό), ενώ αυτοί ποθούν το «Κ» (τον Κωνστάντιο). [481] Ο Ιουλιανός εγκατέλειψε την Αντιόχεια στις 5 Μαρτίου του 363, βαδίζοντας επικεφαλής μεγάλου στρατού ενάντια στον προαιώνιο εχθρό της αυτοκρατορίας, τους Πέρσες. Όπως έχει επισημανθεί, τη δεδομένη χρονική στιγμή η νίκη κατά των Περσών δεν ήταν για τον Ιουλιανό μόνο μέρος ενός πολιτικού σχεδιασμού, αλλά και βαθύτατη ψυχολογική ανάγκη. Η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden παρατηρεί ότι ο Ιουλιανός γνώριζε ότι είχε γίνει στόχος ανηλεούς σάτιρας, αλλά ήλπιζε ακόμη ότι θα μπορούσε να κερδίσει τον σεβασμό και τον θαυμασμό, εάν παρουσίαζε κάποιο εξαιρετικά ένδοξο έργο· η στρατιωτική σφαίρα, στην οποία είχε αποδείξει την αξία του, ήταν η μόνη που απέμενε για έναν άνθρωπο που είχε συνείδηση της αποτυχίας του στους υπόλοιπους τομείς· μέσω της από μακρού σχεδιαζόμενης εκστρατείας του κατά των Περσών, θα μπορούσε ίσως να ανακτήσει την εμπιστοσύνη του στον εαυτό του· οι θεοί του θα τον βοηθούσαν να επαναλάβει τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου, και τότε ο λοιδορημένος «ελληνισμός» του θα εμφανιζόταν σίγουρα στα μάτια όλων ως η μόνη αληθινή θρησκεία, ως η μόνη λατρεία υπό την οποία η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μπορούσε να ευτυχήσει, και θα αποδείκνυε με αυτόν τον τρόπο ότι άξιζε να ζήσει για πάντα. [482] Έτσι, ο Ιουλιανός βάδισε κατά των Περσών, φιλοδοξώντας, όπως παραδίδει ο Αμμιανός, να προσθέσει στο όνομα του τον ένδοξο τίτλο του Παρθικού, δηλαδή του νικητού των Περσών. [483] Όπως σχολιάζει ο Robert Browning, όταν θα επέστρεφε νικητής, με τον αρχαίο και ένδοξο τίτλο του Παρθικού να έχει προστεθεί στο όνομα του, όλα θα αποκαθίσταντο, τα προβλήματα θα εξαφανίζονταν, και ο ίδιος θα μπορούσε να απολαμβάνει και πάλι την αγάπη τον λαού, η οποία είχε γίνει τόσο αναγκαία γι’ αυτόν. [484] Ο Glen Bowersock παρατηρεί ότι η οργή του Ιουλιανού και τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει στην Αντιόχεια είχαν εξασθενίσει την κρίση του, και ρίχθηκε στην περσική περιπέτεια πιστεύοντας ότι θα επέστρεφε θριαμβευτής και δικαιωμένος, καθώς δεν είχε ποτέ γνωρίσει μία σημαντική στρατιωτική ήττα, και μία τέτοια ήττα του φαινόταν αδιανόητη. [485] Έχοντας επενδύσει όλες αυτές τις ελπίδες και όλα αυτά τα όνειρα σε μία νίκη κατά των Περσών, ο Ιουλιανός άφησε πίσω του την Αντιόχεια, χωρίς να δώσει ίσως τη δέουσα προσοχή στο ειρωνικό σχόλιο των Αντιοχεύς:

«Αλλά, ω γενναίε, πώς θα αντέξεις τα βέλη των Περσών, εσύ που δείλιασες μπροστά στις δικές μας κοροϊδίες;». [486]

 

5. Η σύγκρουση Ιουλιανού και ελληνισμού

Όλες αυτές οι ψυχικές συγκρούσεις, τις οποίες γέννησαν στην ψυχή του Ιουλιανού οι απογοητεύσεις που δοκίμασε στην Αντιόχεια, έχουν επισημανθεί αρκούντως από αρκετούς μελετητές. Αλλά υπάρχει και ένα άλλο, καίριας σημασίας σημείο, το οποίο δεν έχει επισημανθεί, αν και είναι το πιο καθοριστικό σημείο για την αξιολόγηση του εγχειρήματος και της προσωπικότητας του Ιουλιανού. Είδαμε ότι ο Ιουλιανός δοκίμασε πολλές και πραγματικά τραγικές απογοητεύσεις κατά την παραμονή του στην Αντιόχεια. Και το ερώτημα που αυτομάτως γεννάται στη σκέψη μας είναι βεβαίως το εξής: Τι ήταν αυτό που έκανε τον Ιουλιανό να απογοητευθεί τόσο τραγικά; Η απάντηση είναι βεβαίως ότι ο Ιουλιανός απογοητεύθηκε, γιατί είχε στηρίξει στην Αντιόχεια πολλά όνειρα και πολλές ελπίδες, μέχρι του σημείου να φιλοδοξεί να την καταστήσει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Αυτή η απάντηση γεννά με τη σειρά της ένα άλλο ερώτημα: Γιατί είχε στηρίξει ο Ιουλιανός όλα αυτά τα όνειρα και όλες αυτές τις ελπίδες ειδικά στην Αντιόχεια; Η απάντηση, η οποία είναι αποκαλυπτική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έχουμε δει ως τώρα σχετικά με τον Παραβάτη αυτοκράτορα, δίδεται από τον ίδιο τον Ιουλιανό στο έργο του Αντιοχικός ή Μισοπώγων.

«Και βέβαια», γράφει εκεί ο Ιουλιανός, «πρωτύτερα σας επαινούσα με όσο μεγαλύτερη θέρμη μπορούσα, χωρίς να σκεφθώ να περιμένω να δω στην πράξη πώς θα ταιριάξουμε μεταξύ μας. Αλλά, επειδή θεώρησα ότι εσείς μεν είστε Έλληνες στην καταγωγή, και εγώ, αν και είμαι Θράκας στο γένος, είμαι Έλληνας στον τρόπο ζωής, νόμιζα ότι θα αγαπηθούμε μεταξύ μας πάρα πολύ». [487]

Τίποτε δεν είναι πιο αποκαλυπτικό από τα λόγια αυτά του Ιουλιανού, και τίποτε δεν δείχνει με περισσότερη ενάργεια πόσο ανόητα είναι τα φληναφήματα όσων εξυμνούν τον Ιουλιανό ως ελληνολάτρη. Πράγματι, όπως γράφει και ο Ιουλιανός, η Αντιόχεια εκείνη την εποχή ήταν η αμιγέστερα ελληνική μεγαλούπολη, η πόλη με τον συμπαγέστερο ελληνικό πληθυσμό στην πολυεθνική αυτοκρατορία. Ο Ιουλιανός, από τη μεριά του, είχε την αφέλεια να πιστεύει ότι ο πληθυσμός αυτής της κατ' εξοχήν ελληνικής πόλεως θα αγκάλιαζε το εγχείρημα του για αποκατάσταση της πάτριας θρησκείας, και θα χαιρέτιζε τον ίδιο ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη του. Στη σκέψη του Ιουλιανού, όπως σχολιάζει ο Glanville Downey, η Αντιόχεια φαινόταν να προσφέρει το έξοχο υλικό για μία γρήγορη απόδειξη της ανωτερότητας και της αναπόφευκτης επιτυχίας της εκστρατείας του Ιουλιανού για την αναγέννηση του ελληνισμού, και ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα, ως μία εξόφθαλμη πρώτη επιτυχία, θα ήταν εξόχως σημαντικό για την προώθηση των προσπαθειών του σε άλλα μέρη. [488]

Η πραγματικότητα όμως διέψευσε οικτρά τις προσδοκίες του Ιουλιανού. Λίγο μόλις μετά από την άφιξη του στην ελληνική μεγαλούπολη, ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε ότι οι Έλληνες γύριζαν την πλάτη στο εγχείρημα του. Και όσο και αν στον Μισοπώγωνα του προσπαθεί να παραχαράξει τους λόγους της λαϊκής κατακραυγής εις βάρος του, εμφανίζοντας τους Αντιοχείς ως συνηθισμένους σε μία τρυφηλή ζωή η οποία τους έφερε σε σύγκρουση με τον λιτοδίαιτο αυτοκράτορα τους, εν τούτοις υπάρχουν στιγμές που αποκαλύπτει με ειλικρίνεια τον πραγματικό λόγο της αντίδρασης των Αντιοχέων:

«Ο πληθυσμός είναι δυσαρεστημένος μαζί μου στο μεγαλύτερο μέρος του, μάλλον δε ολόκληρος, επειδή επέλεξε την αθεότητα, και βλέπει εμένα να είμαι προσηλωμένος στους πάτριους θεσμούς της λατρείας». [489]

Και ενώ το καλοκαίρι του 362 ο Ιουλιανός πήγε στην Αντιόχεια, την αμιγέστερα ελληνική αυτή πόλη της αυτοκρατορίας, προσδοκώντας να δει τους Έλληνες να στέκονται ομόθυμα στο πλευρό του και να στηρίζουν την πολιτική του, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε μία πόλη η οποία, σύμφωνα με το δικό του σχόλιο, προτιμούσε να έχει πολιούχο της τον Χριστό, παρά τον Δία ή τον Δαφναίο Απόλλωνα. [490] Έχοντας πλήρη επίγνωση αυτής της απομόνωσης του, ο Ιουλιανός αναγνωρίζει ότι η πολιτική του δεν στηρίζεται στην Αντιόχεια παρά από «επτά ξένους παρείσακτους» (τον ίδιο και έξι συνεργάτες του) και μόλις έναν Αντιοχέα, ο οποίος εμφανίζεται ως ιδιαίτερα πεπαιδευμένος και φίλος του ιδίου και του Ερμή (προφανώς πρόκειται για τον Λιβάνιο). [491] Έτσι, ο Ιουλιανός βρίσκεται υποχρεωμένος να παραδεχθεί ότι δεν τον πολεμούν μόνον μερικοί από τους κατοίκους της Αντιοχείας, πράγμα το οποίο θα του έδιδε τουλάχιστον την παρηγοριά ότι κάποιοι από τους Έλληνες είχαν ταχθεί στο πλευρό του, αλλά όλη η πόλη ήταν «γνώμης μιας», όπως χαρακτηριστικά γράφει, στο εναντίον του μίσος. Μην έχοντας λοιπόν άλλη επιλογή, ο Ιουλιανός δηλώνει ότι εγκαταλείπει την ελληνική Αντιόχεια και μεταβαίνει όχι μόνον σε άλλη πόλη, αλλά, όπως γράφει και ο ίδιος, και «σε άλλο έθνος»\! ![492] Στα μάτια του σημερινού ανθρώπου, και πάντως τουλάχιστον του νηφάλιου μελετητή, η απογοήτευση που δοκίμασε ο Ιουλιανός στην Αντιόχεια ήταν απολύτως φυσική και αναμενόμενη. Όπως σχολιάζει ο Glen Bowersock, ο ελληνισμός της πόλεως ήταν μία εντελώς γνήσια μορφή ελληνισμού, αλλά δεν ήταν ο δικός του «ελληνισμός», και αυτό ήταν που έκανε όλη τη διαφορά. [493] Ο Ιουλιανός, θα μπορούσαμε να πούμε, πρέσβευε έναν «ελληνισμό» που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ελληνισμό. Βεβαίως αυτό, το οποίο εμείς σήμερα γνωρίζουμε, ο ίδιος ο Ιουλιανός δεν το εγνώριζε· εξ ου και η απογοήτευση του, όταν το κατάλαβε. Ο Ιουλιανός, διαστρέφοντας πλήρως τις αρχές και τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού, είχε θεωρήσει πως κατ' εξοχήν συστατικό στοιχείο του ελληνισμού ήσαν η δεισιδαιμονία, οι Χαλδαίκοί χρησμοί, οι αποκρυφιστικές δοξασίες και οι θεουργικές πρακτικές, και εν ολίγοις όλα αυτά τα πράγματα την αποκατάσταση των οποίων είχε κάνει σκοπό της ζωής του. Με αυτή τη διεστραμμένη εικόνα στο μυαλό του, είχε πιστεύσει πως ο ίδιος, αν και δεν ήταν Έλληνας στην καταγωγή, ήταν ο κατ' εξοχήν θεματοφύλακας και αμύντορας του ελληνισμού, και είχε θεωρήσει φυσικό ότι, αν μη τι άλλο, ο πληθυσμός της Αντιοχείας, της αμιγέστερα ελληνικής πόλεως της αυτοκρατορίας, θα αγκάλιαζε την πολιτική του για αποκατάσταση της πάτριας θρησκείας και θα δόξαζε τον ίδιο ως προστάτη και σωτήρα του. Αλλά οι Αντιοχείς του έδωσαν την απάντηση που του άξιζε: Ο ελληνισμός της Αντιοχείας βρήκε πολύ φυσικό και ταιριαστό στον ελληνικό του πολιτισμό να ασπασθεί τον χριστιανισμό, ενώ την ίδια στιγμή όχι μόνο δεν υιοθέτησε τον ψευδώνυμο «ελληνισμό» του Παραβάτη αυτοκράτορα, αλλά ούτε καν τον πήρε στα σοβαρά — εξ ου άλλωστε και οι σκωπτικοί ανάπαιστοι και οι ειρωνείες.

Η απογοήτευση λοιπόν του Ιουλιανού στην Αντιόχεια έχει μεγίστη σημασία για την αξιολόγηση του εγχειρήματος και της προσωπικότητας του Ιουλιανού, και για άλλους ίσως λόγους, αλλά πρώτα και κύρια γιατί ο Ιουλιανός, ο αυτοκράτορας που είχε αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια να πολεμήσει τον χριστιανισμό εν ονόματι τον ελληνισμού, συνειδητοποίησε αίφνης στην Αντιόχεια ότι τα οράματα και οι ιδέες του ήσαν αντίθετα όχι μόνο προς τον χριστιανισμό, αλλά εξίσου και προς τον ελληνισμό.

 

Σημειώσεις


 

[411] Glanville Downey, "Julian the Apostate at Antioch", Church History 8.4 (1939), σελ. 304.

[412] Rowland Smith, Julian's gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apostate, σελ. 46.

[413] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 161.

[414] Λιβανίου, Αντιοχικός (Λόγος ΙΑ'), ed. R. Foerster, 94. 1-2.

[415] Λιβανίου, ό.π., 234.10-11.

[416] Λιβανίου, ό.π., 250.5.

[417] Λιβανίου, ό.π., 240. 1-6: «Κεφάλαιον δε των Δάφνης καλών, οίμαι δε και της γης απάσης αι Δάφνης πηγαί. Ως ουδαμού η γη τοιαύτην έτεκε ναμάτων φύσιν ούτε ιδείν ούτε χρήσασθαι. Νυμφών τίνων ταύτα βασίλεια, και της εκείνων δωρεάς το καθαρώτατον και ειλικρινέστατον».

[418] Λιβανίου, ό.π., 237.4-6: «Πάθος δε ουδέν ούτως ισχυρόν ουδέ άμαχον ουδέ έμμονον, όπερ ουκ αν εξελάσειεν η Δάφνη, αλλ' άμα τε προσήλθες τω τόπω και το λυπούν απελήλυθε».

[419] Λιβανίου, Μονωδία εις τον εν τη Δάφνη νεών του Απόλλωνος (Λόγος Ξ'), ed. Κ. Foerster, 6.2-8: «Ως καθαρόν μεν θορύβων η Δάφνη χωρίον, καθαρώτερος δε ο νεώς, οίον λιμένος επί λιμένι παρ' αυτής πεποιημένου της φύσεως, ακυμάντοιν μεν αμφοίν, πλείω δε την ησυχίαν παρεχομένου του δευτέρου. Τις μεν ουκ αν αυτόθι νόσον απέδυ, τις δε ουκ αν φόβον, τις δε ουκ αν πένθος; τις δε αν επόθησε τας [των] Μακάρων νήσους;».

[420] Ιουλιανού, Επιστολή ϟH'. Λιβανίω σοφιστή και κοιαίστωρι, ed. J. Bidez, 27-31: «Ως τα γε προ μικρού, σωζομένου του νεώ και του αγάλματος, Όσση και Πηλίω και ταις Ολύμπου κορυφαίς και τοις Θετταλικοίς Τέμπεσιν άγων επίσης, ή και προτιμών απάντων ομού την Δάφνην ουκ αισχυνοίμην».

[421] Βλέπε σελ. 122 κ.ε.

[422] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 35.8-13: «Υμών δε έκαστος ιδία μεν εις τα δείπνα και τας εορτάς χαίρει δαπανώμενος, και ευ οίδα πολλούς υμών πλείστα εις τα δείπνα του Μαϊουμά χρήματα απολέσαντας, υπέρ δε υμών αυτών και της σωτηρίας της πόλεως ουδείς θύει ούτε ιδία των πολιτών ούτε η πόλις κοινή».

[423] Ιουλιανού, ό.π., 35.27-31: «Και γενέθλια μεν τις εστιών ικανώς παρασκευάζει δείπνον και άριστον, επί πολυτελή τράπεζαν τους φίλους παραλαμβάνων· ενιαυσίου δε εορτής ούσης ουδείς εκόμισεν έλαιον εις λύχνον τω θεώ ουδέ σπονδήν ουδέ ιερείον ουδέ λιβανωτόν».

[424] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 18.1-12· Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε' 19,12.1-19. 3· Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 186.16-187. 9· Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον άγιον ιερομάρτυρα Βαβύλαν, ed. J.-P. Migne, PG 50, 527-534· Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εις τον μακάριον Βαβύλαν και κατά Ελλήνων, ed. Μ. Schatkin, Critical edition of, and introduction το, St. John Chrysostom's "De sancto Babyla, contra Iulianum et gentiles", Diss. Fordham 1967· Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική iστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 8.1-6, Ζ' 8a.43-105, Z' 12.1-12· Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, ed. C. De Boor, 49.28-50.16.

[425] Ψαλμοί ϟϚ' 7.1-2.

[426] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidezxal G. C. Hansen, E' 20, 5.1-6.5· Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 188.6-18· Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 8a.106-132· Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, ed. C. de Boor, 50.2-16.

[427] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 15.3-5: «Επιλέλησμαι γαρ εις το της Δάφνης οσάκις εισήλθον τέμενος, προδοθέν μεν ολιγωρία των φυλάκων, ταις δε των αθέων ανδρών τόλμαις αφανισθέν».

[428] Ιουλιανού, ό.π., 33.13-19: «Επεί δε απεπεμψάμεθα τον νεκρόν της Δάφνης, οι μεν αφοσιούμενοι τα προς τους θεούς εξ υμών αντέδωκαν τοις υπέρ των λειψάνων ηγανακτηκόσι του νεκρού το τέμενος του Δαφναίου θεού, οι δε είτε λαθόντες είτε μη το πυρ έδειξαν εκείνο, τοις μεν επιδημούσι των ξένων φρικώδες, υμών δε τω δήμω μεν ηδονήν παρασχόν, υπό δε της βουλής αμεληθέν, εισέτι <δε> και αμελούμενον».

[429] Λιβανίου, Μονωδία επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΖ'), ed. R. Foerster, 26.1-6: «Οδυρόμεθα δη και ημείς κατά συμμορίας, φιλόσοφοι μεν τον τα του Πλάτωνος σφίσι συνδιερευνώμενον, ρήτορες δε τον δεινόν τε ειπείν και ειπόντος εξετάσαι, οις δε προς αλλήλους διαφοραί ψήφον δικαίας δεόμεναι, τον αμείνω του Ραδαμάνθυος δικαστήν»· Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 281. 8-11: «ου σωφρονέστερος μεν Ιππολύτου, δίκαιος δε κατά τον Ραδάμανθυν, συνετώτερος δε Θεμιστοκλέους, ανδρειότερος δε Βρασίδου;».

[430] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε' 20,6.1-5· Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 188. 12-16· Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, ed. C. de Boor, 50. 7-13.

[431] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 188. 16-18: «Και των πλησιοχώρων δε αγροίκων τινές αφικόμενοι έφασαν ουρανόθεν τον πρηστήρα φερόμενον τεθεάσθαι».

[432] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 182.

[433] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 19.2-3: «Τότε δη και το κρυπτόμενον ήθος του βασιλέως εξηλέγχετο· ου γαρ έτι κατείχεν εαυτόν ο πρώην φιλοσοφείν επαγγελλόμενος».

[434] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 188.19-24· Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Z' 8a.133-137· Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, ed. C. de Boor, 50. 14-16.

[435] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 38.1-8: «Ημίν μεν ουν εδόκει ταύτα καλά, πραότης αρχόντων μετά σωφροσύνης, ωόμεθά τε υμίν ικανώς δια τούτων καλοί φανείσθαι των επιτηδευμάτων. Επεί δε υμάς ή τε βαθύτης απαρέσκει του γενείου και το ατημέλητον των τριχών και το μη παραβάλλειν τοις θεάτροις και το αξιούν εν τοις ιεροίς είναι σεμνούς και προ τούτων απάντων η περί τας κρίσεις ημών ασχολία και το της αγοράς είργειν την πλεονεξίαν, εκόντες υμίν εξιστάμεθα της πόλεως».

[436] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 14, 1: "Inter praecipua tamen et seria illud agere superfluum videbatur, quod, nulla probabili ratione suscepta, popularitatis amore, vilitati studebat venalium rerum, quae non numquam secus quam convenit ordinata, inopiam gignere solet et fanem".

[437] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ' 11, 4.4-10: «Επιδημήσαντα δε αυτόν τη Αντιοχεία δέχεται μεν φιλοφρόνως ο δήμος· φιλοθεάμων δε ων φύσει, και τρυφή μάλλον ή πράξεσι σπουδαίαις εκδεδομένος, εικότως την περί τα πάντα του βασιλέως εδυσχέραινε φρόνησιν και σωφροσύνην, είργοντός τε θεάτρων εαυτόν, σπανίως δε και ουδέ δια πάσης θεωρουμένου της ημέρας».

[438] Βλ. για παράδειγμα Glanville Downey, "Julian the Apostate at Antioch", Church History 8.4 (1939), σελ. 304, Rowland Smith, Julian's gods. Religion and philosophy in the thought and action of Julian the Apostate, σελ. 46.

[439] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. Κ. Foerster, 170.1-2: «Περί ταύτην την σπουδήν ουκ αρνούμαι πλούτον ανηλώσθαι μέγαν».

[440] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 12, 6-7: "Hostiarum tamen sanguine plurimo aras crebritate nimia perfundebat, tauros aliquotiens immolando centenos, et innumeros varii pecoris greges, avesque candidas terra quaesitas et mari, adio ut in dies paene singulos milites carnis distentiore sagima, victitantes incultius, potusque aviditate corrupti, umperis impositi transeutium, per plateas ex publicis aedibus, ubi vondicandis potius quam cedendis conviviis indulgebant, ad sua diversoria portarentur, Petulantes ante omnes et Celtae, quorum ea tempestate confidentia creverat ultra modum. Augebantur autem cerimoniarum ritus immodice, cum impesarum amplitudine antehac inusitata et gravi: et quisque cum impraepedite liceret, scientiam vaticinandi professus, iuxta imperitus et docilis, sine fine vel praestitutis ordinibus, oraculorum permittebantur scitari responsa, et extispicia non numquam futura pandentia, oscinumque et auguriorum et ominum fides, si reperti usquam posset, affectata varietate quaerebatur".

[441] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 28.1-6: «Το Χί, φασίν, ουδέν ηδίκησε την πόλιν ουδέ το Κάππα. Τι μεν εστι τούτο της υμετέρας σοφίας το αίνιγμα ξυνείναι χαλεπόν, τυχόντες δε ημείς εξηγητών από της υμετέρας πόλεως εδιδάχθημεν αρχάς ονομάτων είναι τα γράμματα, δηλούν δε εθέλειν το μεν Χριστόν, το δε Κωνστάντιον».

[442] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ' 11, 5.1-2: «Αφέντες τοίνυν φωνάς αλλοκότους ελύπησαν».

[443] Ιουλιανού, Προς Ηράκλειον κυνικόν περί του πως κυνιστέον και ει πρέπει τω κυνί μύθους πλάττειν, ed. G. Rochefort, 4.12-16 και 23.1-4.

[444] Όμηρου, Οδύσσεια, λ' 308-309: «Ώτον τ' αντίθεον τηλεκλειτόν τ' Εφιάλτην, / ούς δη μηκίστους θρέψε ζείδωρος άρουρα».

[445] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 14, 3: "Ridebatur enim ut Cercops, homo brevis humeros extentans angustos et barbam prae se ferens hircinam, grandiaque incedens tamquam Oti frater et Ephialtis, quorum proceritatem Homerus in immensum tollit, itidemque victimarius pro sacricola dicebatur ad crebritatem hostiarum alludentibus multis".

[446] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 3.14-15: «Υμείς δε φάτε δειν και σχοινία πλέκειν ενθένδε»· ό.π., 32. 11-15: «Υμείς δε αυτοίς αντιδεδώκατε νυν ενθένδε πρώτον μεν, ότι παρ' εμέ τα του κόσμου πράγματα ανατέτραπται (σύνοιδα δε ουδέν ανατρέπων εμαυτώ ούτε εκών ούτε άκων), είτα ως εκ του πώγωνος μου χρή πλέκειν σχοινιά».

[447] Ζωσίμου, Ιστορία νέα, ed. F. Paschoud, Γ 11,5.2-4: «Ο δε ημύνατο, τιμωρίαν μεν ουδεμίαν έργω αυτοίς επιθείς, λόγον δε αστειότατον εις αυτούς τε και την πόλιν συνθείς».

[448] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε' 19, 3.1-5: «Ο δε τα πρώτα οργισθείς ηπείλη Αντιοχέας κακώς ποιήσειν, και εις Ταρσόν μετοικίζεσθαι παρεσκευάζετο. Υπερφυώς δε πως του θυμού μεταβαλλόμενος λόγοις μόνοις την ύβριν ημύνατο, κάλλιστον και μάλα αστείον λόγον, όν Μισοπώγωνα επέγραψε, κατά Αντιοχέων διεξελθών».

[449] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 3.1-5: «Τούτω γαρ οίμαι φύσει γεγονότι μη λίαν καλώ μηδέ ευπρεπεί μηδέ ωραίω υπό δυστροπίας και δυσκολίας αυτός προστέθεικα τον βαθύ τουτονί πώγωνα, δίκας αυτό πραττόμενος, ως έοικεν, ουδενός μεν άλλου, του δε μη φύσει γενέσθαι καλόν».

[450] Ιουλιανού, ό.π., 3.5-6: «Ταυτά τοι διαθεόντων ανέχομαι των φθειρών ώσπερ εν λόχμη των θηρίων».

[451] Ιουλιανού, ό.π., 3.6-8: «Εσθίειν δε λάβρωςήη πίνειν χανδόν ου συγχωρούμαι· δει γαρ οίμαι προσέχειν μη λάθω και συγκαταφαγών τοις άρτοις τας τρίχας».

[452] Ιουλιανού, ό.π., 3.9-12: «Καίτοι και τούτον έχειν έοικεν ο πώγων ώσπερ τα άλλα λυπηρόν, ουκ επιτρέπων καθαρά λείοις και δια τούτο οίμαι γλυκερωτέρα χείλεσι χείλη προσμάττειν».

[453] Ιουλιανού, ό.π., 3.14-17: «Υμείς δε φατε δειν και σχοινία πλέκειν ενθένδε· και έτοιμος παρέχειν, ήν μόνον έλκειν δυνηθήτε και μη τας ατρίπτους υμών και μαλακάς χείρας η τραχύτης αυτών δεινά εργάσηται».

[454] Ιουλιανού, ό.π., 3.26-34: «Εμοί δε ουκ απέχρησε μόνον η βαθύτης τον γενείον, άλλα και τη κεφαλή πρόσεστιν αυχμός, και ολιγάκις κείρομαι και ονυχίζομαι, και τους δακτύλους υπό του καλάμου τα πολλά έχω μέλανας. Ει δε βούλεσθέ τι και των απορρήτων μαθείν, εστί μοι το στήθος δασύ και λάσιον ώσπερ των λεόντων, οίπερ βασιλεύουσι των θηρίων, ουδέ εποίησα λείον αυτό πώποτε δια δυσκολίαν και μικροπρέπειαν, ουδέ άλλο τι μέρος του σώματος ειργασάμην λείον ουδέ μαλακόν».

[455] Ιουλιανού, ό.π., 4.1-6: «Εμοί γαρ ουκ απόχρη το σώμα είναι τοιούτο, προς δε και δίαιτα παγχάλεπος επιτηδεύεται. Είργω των θεάτρων εμαυτόν υπ' αβελτηρίας, ουδέ είσω της αυλής παραδέχομαι την θυμέλην έξω της νουμηνίας του έτους υπ' αναισθησίας, ώσπερ τινά φόρον ή δασμόν εισφέρων και αποδιδούς άγροικος ολίγα έχων ουκ επιεικεί δεσπότη».

[456] Ιουλιανού, ό.π., 5.3-4: «Μισώ τας ιπποδρομίας, ώσπερ οι χρήματα ωφληκότες τας αγοράς».

[457] Ιουλιανού, ό.π., 6.1 κ.ε.

[458] Glanville Downey, "Julian the Apostate at Antioch", Church History 8.4 (1939), σελ. 311.

[459] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 103.

[460] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 43. 1: «Υπέρ τίνος ουν προς θεών αχαριστούμεθα;».

[461] Ιουλιανού, ό.π., 37. 1-6: «Υπέρ μεν δη των βλασφημιών, άς ιδία τε και δημοσία κατεχέατέ μου παίζοντες εν τοις αναπαίστοις, εμαυτού προσκατηγορήσας υμίν επιτρέπω χρήσθαι μετά μείζονος αυτώ παρρησίας, ως ουδέν υμάς εγώ δια τούτο πώποτε δεινόν εργάσομαι σφάττων ή τύπτων ή δέων ή αποκλείων ή κολάζων».

[462] Ιουλιανού, ό.π., 38. 1-8: «Ημίν μεν ουν εδόκει ταύτα καλά, πραότης αρχόντων μετά σωφροσύνης, ωόμεθά τε υμίν ικανώς δια τούτων καλοί φανείσθαι των επιτηδευμάτων. Επεί δε υμάς ή τε βαθύτης απαρέσκει του γενείου και το ατημέλητον των τριχών και το μη παραβάλλειν τοις θεάτροις και το αξιούν εν τοις ιεροίς είναι σεμνούς και προ τούτων απάντων η περί τας κρίσεις ημών ασχολία και το της αγοράς είργειν την πλεονεξίαν, εκόντες υμίν εξιστάμεθα της πόλεως».

[463] Ιουλιανού, ό.π., 43. 18-20: «Εύ γαρ ίστε ότι προς τους τοιούτους η πραότης αύξει και τρέφει την εν τοις ανθρώποις κακίαν».

[464] Ιουλιανού, ό.π., 44. 5-8: «Εγώ μεν δη τα προς υμάς είναι πειράσομαι του λοιπού συνετώτερος· υμίν δε οι θεοί της εις υμάς εύνοιας και τιμής, ήν ετιμήσατε δημοσία, τα αμοιβάς αποδοίεν».

[465] Ιουλιανού, ό.π., 42. 15-19: «Επεί δε οίμαι συμβαίνει τους μεν απιέναι, την πόλιν δε είναι τα προς εμέ γνώμης μιας (οι μεν γαρ μισούσιν, οι δε υπ' εμού τραφέντες αχαριστούσιν), Αδράστεια πάντα επιτρέψας ες άλλο έθνος οιχήσομαι και δήμον έτερον».

[466] Ανάλογη είναι εν προκειμένω και η ανάλυση της Πολυμνίας Αθανασιάδη-Fowden, η οποία βλέπει στην απόφαση του Ιουλιανού μία κίνηση που συμπυκνώνει μέσα της το πνεύμα της θεοκρατίας: «Απέχοντας πολύ από το να είναι επιεικής, είναι η πιο φοβερή από τις τιμωρίες, διότι σημαίνει ότι, στρέφοντας το πρόσωπό του μακριά από την Αντιόχεια, αυτός, ο εκπρόσωπος του θεού επί της γης, στερεί την πόλη από τη θεία προστασία και κυριολεκτικά την παραδίδει στα χέρια της Αδράστειας» (Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 215).

[467] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXIII, 2, 3.

[468] Λιβανίου, Πρεσβευτικός προς Ιουλιανόν (Λόγος ΙΕ '), ed. R. Foerster, 74.8.

[469] Λιβανίου, Προς Αντιοχέας περί της του βασιλέως οργής (Λόγος ΙϚ'), ed. R. Foerster, 53.1-7: «Εκείνος ώετο μάλιστα ταύτην εαυτώ συγχορεύσειν και τας άλλας αποκρύψειν εύνοια και της πατρίδος αυτής οικειοτέραν έσεσθαι κάλλος αυτή και προσθήκας ετέρας ετοιμάζων επορεύετο. Νυν δε μισεί και μισείσθαι πέπεισται ο Απόλλωνος φίλος υπό των Απόλλωνος τροφίμων και φησιν εν Ταρσοίς της Κιλικίας χειμάσειν».

[470] Λιβανίου, Πρεσβευτικός προς Ιουλιανόν (Λόγος ΙΕ'), ed. R. Foerster, 73.1-10.

[471] Λιβανίου, Προσφωνητικός Ιουλιανώ (Λόγος ΙΓ'), ed. R. Foerster, 55.3-6: «Παίζεις, ώ βασιλεύ, προς άνδρας ατυχούντας. Τι φής; Ον δημεύεις ουδέ σφάττεις ουδέ φυγαδεύεις, αλλά μισείς και δυσμενείς νομίζεις και καταλείπεις. Τούτο δε εστίν η μεγίστη δίκη».

[472] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 184.

[473] Alexander A. Vasiliev, History of the Byzantine empire, 324-1453, σελ. 75.

[474] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 14, 1: "Inter praecipua tamen et seria illud agere superfluum videbatur, quod, nulla probabili ratione suscepta, popularitatis amore, vilitati studebat venalium rerum, quae non numquam secus quam convenit ordinata, inopiam gignere solet etfanem". Στο κείμενο αυτό ο Αμμιανός αναφέρεται στα άστοχα μέτρα με τα οποία ο Ιουλιανός προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της σιτοδείας στην Αντιόχεια, και σχολιάζει ότι ο Ιουλιανός έλαβε αυτά τα μέτρα "popularitatis amore", δηλαδή από αγάπη για τη δημοτικότητα.

[475] Ammiani Marcellini, ό.π., XXV, 4, 18: "Vulgi plausibus laetus, laudum etiam ex minimis rebus intemperans appetitor, popularitatis cupiditate, cum indignis loqui saepe affectans".

[476] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 33. 1-5: «Και υμίν γε αυτό οι πολιούχοι τήσδε της πόλεως θεοί διπλούν δοίεν, ότι προς τούτο και τας αστυγείτονας εσυκοφαντήσατε πόλεις ιεράς και ομοδούλους εμοί, ως δη παρ' αυτών είη τα εις εμέ ξυντεθέντα, όν εύ οίδ' ότι φιλούσιν εκείναι μάλλον ή τους εαυτών υιέας».

[477] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 201-202.

[478] Polymnia Athanassiadi-Fowden, ό.π., σελ. 222.

[479] Polymnia Athanassiadi-Fowden, ό.π., σελ. 222-223.

[480] Polymnia Athanassiadi-Fowden, ό.π., σελ. 223.

[481] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 32.3-16: «Κελτοί μεν γαρ ούτω με δι’ ομοιότητα τρόπων ηγάπησαν, ώστε ετόλμησαν ουχ όπλα μόνον υπέρ εμού λαβείν, αλλά και χρήματα έδωκαν πολλά, και παραιτούμενον ολίγου και εβιάσαντο λαβείν, και προς πάντα ετοίμως υπήκουσαν. Ο δε δη μέγιστον, εκείθεν εις υμάς εφέρετο πολύ και μέγα το εμόν όνομα, και εβόων πάντες ανδρείον, συνετόν, δίκαιον, ου πολέμω μόνον ομιλήσαι δεινόν, αλλά και ειρήνη χρήσασθαι δεξιόν, ευπρόσιτον, πράον· υμείς δε αυτοίς αντιδεδώκατε νυν ενθένδε πρώτον μεν, ότι παρ' εμέ τα του κόσμου πράγματα ανατέτραπται (σύνοιδα δε ουδέν ανατρέπων εμαυτώ ούτε εκών ούτε άκων), είτα ως εκ του πώγωνός μου χρη πλέκειν σχοινία, και ότι πολεμώ τω Χί, πόθος δε υμάς είσεισι του Κάππα».

[482] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 223.

[483] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XΧΙΙ, 12, 2: "ornamentis illustrium gloriarum inserere Parthici cognomentum ardebat".

[484] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 193.

[485] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 106.

[486] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 10.17-19: «Συ δε, ω γενναίε, πώς ανέξη τα Περσών βέλη, τα ημέτερα τρέσας σκώμματα;».

[487] Ιουλιανού, ό.π., 40.10-15: «Και δη πρότερον επήνουν υμάς ως ενεδέχετό μοι φιλοτίμως ουκ αναμείνας την πείραν ουδέ όπως έξομεν προς αλλήλους ενθυμηθείς· άλλα νομίσας υμάς μεν Ελλήνων παίδας, εμαυτόν δε, ει και το γένος εστί μοι Θράκιον, Έλληνα τοις επιτηδεύμασιν, υπελάμβανον ότι μάλιστα αλλήλους αγαπήσομεν».

[488] Glanville Downey, Julian the Apostate at Antioch, Church History 8.4 (1939), σελ. 306.

[489] Ιουλιανού, Αντιοχικός ή Μισοπώγων, ed. C. Lacombrade, 28.23-26: «Ο μεν γαρ δήμος άχθεταί μοι τω πλείστω μέρει, μάλλον δ' άπας αθεότητα προελόμενος, ότι τοις πατρίοις όρα της αγιστείας θεσμοίς προσκείμενον».

[490] Ιουλιανού, ό.π., 28. 17-18: «Χριστόν δε αγαπώντες έχετε πολιούχον αντί του Διός και του Δαφναίου και της Καλλιόπης».

[491] Ιουλιανού, ό.π., 25. 21 -25: « Επτά γαρ εσμεν οίδε παρ' υμίν ξένοι νεήλυδες, εις δε και πολίτης υμέτερος, Ερμή φίλος και εμοί, λόγων αγαθών δημιουργός, οίς ουδέν εστί προς τινα συμβόλαιον, ουδέ άλλην οδόν βαδίζομεν <ή> προς τα των θεών ιερά, και ολιγάκις, ου πάντες, εις τα θέατρα».

[492] Ιουλιανού, ό.π., 42.15-19: «Επεί δε οίμαι συμβαίνει τους μεν απιέναι, την πόλιν δε είναι τα προς εμέ γνώμης μιας (οι μεν γαρ μισούσιν, οι δε υπ' εμού τραφέντες αχαριστούσιν), Αδραστεία πάντα επιτρέψας ες άλλο έθνος οιχήσομαι και δήμον έτερον».

[493] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 101.


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 19-12-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2009.

Πάνω