Νεοπαγανιστικές απάτες Απάντηση στις ψευδείς συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Επιστροφή στην ενότητα περί Συκοφαντιών

Συκοφαντία του Ρασσιά για δήθεν σφαγή Γότθων από τον άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Του Ι. Τ.

Αναδημοσίευση από: http://www.geocities.com/porta_aurea/arhaioplixia.html

Από αρκετούς απατεώνες με ξενόγλωσσες συκοφαντίες αντέγραψε ο Βλάσης Ρασσιάς ψεύδη κατά των Χριστιανών. Αποφάσισε λοιπόν να στραφεί και σε αναπαραγωγή μεταφρασμένων κακοηθειών, από άλλον απατεώνα, τον Deschner, ο οποίος με παρόμοιο αντιχριστιανικό μένος, στα βιβλία του ψεύδεται ασύστολα, και παραποιεί την ιστορία κατά τη συνήθεια των εχθρών του Χριστιανισμού, μήπως και βρει κάτι να κατηγορήσει. Γιατί αν είχαν πραγματικά επιχειρήματα οι άθεοι και οι Παγανιστές, ποιος ο λόγος να στραφούν σε ψέματα και ιστορικές διαστροφές; Μέθοδοι ενδεικτικές του αθεο-παγανιστικού ήθους...

Γράφει ο Ρασσιάς:

"Για το έτος 400 γράφεται: «Στην Κωνσταντινούπολη, την νύχτα της 11ης προς 12η Ιουλίου, ο πατριάρχης Ιωάννης "Χρυσόστομος" (...) μοιράζει με τους καθολικούς παπάδες του όπλα στον όχλο που ελέγχουν και επιτίθενται κατά της συνοικίας των Γότθων στρατιωτικών που ήσαν αρειανοί. Οι θηριωδίες εκείνης της νύχτας είναι πέρα από κάθε περιγραφή και εκτός ελάχιστων πολεμιστών Γότθων που κατορθώνουν να διαφύγουν, οι υπόλοιποι και οι οικογένειές τους, συνολικά 7.000 περίπου άνθρωποι κατασφάζονται ή καίγονται ζωντανοί μέσα στην εκκλησία τους όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, κάποιοι ελάχιστοι μάλιστα που θα γλιτώσουν από τις φλόγες συγκεντρωμένοι στο κέντρο της εκκλησίας, θα λιθοβοληθούν έως θανάτου από τον όχλο του "Χρυσοστόμου" που και ο ίδιος θα σκαρφαλώσει έως το ύψος της καμμένης σκεπής (Deschner, τόμος 2, σελ. 25-26) και την επαύριον θα ψάλει τις ευχαριστήριες δεήσεις»" (Βλ. Ρασσιά, Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Α’, σ. 244-245).

 

Όμως το ανωτέρω συκοφαντικό αθεο-παγανιστικό κείμενο, είναι ένα από τα πιο αηδιαστικά, τα πιο σατανικά ψεύδη. Ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή για να δούμε τι συνέβη πραγματικά, και το μέγεθος της απάτης που επιχειρείται:

Εκείνη την εποχή ο Γαϊνάς ήταν αρχηγός των εγκατεστημένων Γότθων μισθοφόρων στο ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος. «Τη 27 Νοεμβρ. 395 κατά διαταγήν αυτού εφονεύθη ο πρωθυπουργός του αυτοκράτορος Αρκαδίου. Βραδύτερον συνεννοηθείς ο Γαϊνάς προς τον κόμιτα των Οστρογότθων και Γρουθούγγων Τριβιγίλδον, καθ’ ού είχεν αποσταλεί υπό της εν Κων/πόλει κυβερνήσεως, κατέστη κύριος των πραγμάτων (399/400). Ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος ηναγκάσθη να δεχθή τον Γαϊνά μετά πολυαρίθμου στρατού εντός της πρωτευούσης και να αναγορεύση αυτόν γενικόν αρχηγόν του στρατού» (εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λ. Γαϊανάς). Το τι έγινε τότε το περιγράφουν ο αντιχριστιανός Παγανιστής Ζώσιμος, και οι Χριστιανοί Σωκράτης και Σωζόμενος:

«Όταν ο Γαϊνάς διέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, διέσπειρε τους στρατιώτες του σε διάφορες συνοικίες, στερώντας την πόλη ακόμη κι απ’ την ανακτορική φρουρά της. Έδωσε κατ’ ιδίαν στους Βαρβάρους [= τους Γότθους] οδηγίες, όταν θα έβλεπαν ότι οι στρατιώτες θα εγκατέλειπαν την πόλη, να της επιτεθούν, αφού ήταν [η Πόλη] στερημένη από κάθε προστασία, και να παραδώσουν την εξουσία στα χέρια του. Έχοντας δώσει στους υπ’ αυτόν Βαρβάρους αυτές τις οδηγίες, έφυγε απ’ την πόλη, προσποιούμενος ότι οι κακουχίες του πολέμου είχαν καταστρέψει την υγεία του και γι’ αυτό έπρεπε να ξεκουραστεί, κάτι που δε θα το κατόρθωνε αν δεν ζούσε για λίγο δίχως άγχος. Έτσι άφησε τους Βάρβαρους στην πόλη, οι οποίοι υπερτερούσαν σημαντικά αριθμητικώς προς τους αυλικούς φρουρούς, και αποσύρθηκε σε μια βίλα, επτά στάδια μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί περίμενε να έρθει η ευκαιρία να επιτεθεί στην πόλη, όταν οι Βάρβαροι που ήταν εντός της θα έκαναν την απόπειρά τους [να την καταλάβουν].

Ο Γαϊνάς ήταν γεμάτος απ’ αυτές τις ελπίδες, κι αν δεν είχε παρασυρθεί από την συνηθισμένη στους Βάρβαρους απερισκεψία αλλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή για το εγχείρημά του, οι Βάρβαροι θα είχαν οπωσδήποτε γίνει κύριοι της πόλης. Μη περιμένοντας όμως για το σύνθημα [των Βαρβάρων εντός της Πόλης], οδήγησε τους στρατιώτες του στα τείχη με αποτέλεσμα οι φρουροί να σημάνουν συναγερμό. Έτσι ξέσπασε γενική αναταραχή, με γυναικείες κραυγές ανακατευμένες με δάκρυα, ως αν η πόλη να είχε ήδη παρθεί. Τελικά οι κάτοικοι συγκεντρώθηκαν και επιτέθηκαν στους Βαρβάρους που ήταν μέσα στην πόλη. Έχοντάς τους αποτελειώσει με ξίφη, πέτρες ή ό,τι άλλα όπλα μπόρεσαν να βρουν, έτρεξαν στα τείχη και με τη βοήθεια των φρουρών επιτέθηκαν τόσο πολύ κατά των στρατευμάτων του Γαϊνά, ώστε τους απώθησαν μη αφήνοντάς τους να μπουν στην πόλη.

Έχοντας μ’ αυτόν τον τρόπο η πόλη σωθεί, οι Βάρβαροι που ήταν εντός της έχοντας περικυκλωθεί, περισσότεροι από επτά χιλάδες από αυτούς, έτρεξαν σε μια εκκλησία των Χριστιανών, η οποία στέκεται δίπλα στο παλάτι, σκοπεύοντας έτσι να σωθούν. Ο αυτοκράτορας διέταξε να σφαγούν επί τόπου. Κι ούτε επέτρεψε να προστατευτούν από την δίκαιη τιμωρία που επιφυλασσόταν για τις αποκοτιές τους. Ωστόσο, όσο κι αν ο αυτοκράτορας το διέταξε αυτό, κανείς δεν είχε το κουράγιο να τους αγγίξει [τους Γότθους] από ανησυχία ότι θα υπερασπίζονταν τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό θεώρησαν σωστό να βγάλουν τη σκεπή της εκκλησίας και να πετάξουν από ψηλά δαυλιά ώστε να τους κάψουν. Με αυτόν τον τρόπο οι Βάρβαροι εξοντώθηκαν. Αυτό, στα μάτια όσων ήταν ζηλωτές Χριστιανοί, φάνηκε ως ένα απαράδεκτο έγκλημα που διαπράχτηκε στη μέση της πόλης» (Ζώσιμου, Νέα Ιστορία, βιβλίο 5ο, παρ. 146-147).

Απ’ όσα λέει ο αρχαίος ΠΑΓΑΝΙΣΤΗΣ Ζώσιμος, παρατηρούμε:

1. Ο Γαϊνάς ήθελε και προσπάθησε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και την εξουσία.

2. Οι εφτά χιλιάδες εξοντώθηκαν με εντολή του αυτοκράτορα Αρκάδιου και όχι φυσικά του αγίου Ιωάννη Χρυσόστομου, όπως ισχυρίζεται ψευδώς ο Ρασσιάς.

3. Οι εφτά χιλιάδες δεν ήταν «οικογένειες» αλλά στρατιώτες Γότθοι, διότι το πλήθος φοβόταν να τους επιτεθεί, επειδή πίστευε ότι θα υπερασπίζονταν τους εαυτούς τους. Μόνο εάν οι 7.000 ήταν έμπειροι στρατιώτες, θα ήταν λογικό να φοβηθούν οι Κωνσταντινοπολίτες και να μην εισέλθουν στην εκκλησία για να τους σφάξουν.

4. Πουθενά δεν αναφέρεται ο άγιος Ιωάννης να «μοιράζει όπλα» (!) στους Κωνσταντινοπολίτες.

5. Πουθενά δεν αναφέρονται αυτοί που επιτέθηκαν στους εντός της εκκλησίας Γότθους ως καθοδηγούμενοι από τον Χρυσόστομο  (ως «όχλος του Χρυσοστόμου» κατά τον συκοφάντη κειμενογράφο).

6. Η αιτία της σφαγής των Γότθων δεν ήταν ο Αρειανισμός τους (αφού υπήρχαν και Ορθόδοξοι Γότθοι, τους οποίους κατήχησε ο ίδιος ο Χρυσόστομος) αλλά η συνωμοσία τους, και ούτε φυσικά ο Ζώσιμος αναφέρει ότι το συμβάν ήταν διαμάχη μεταξύ Αρειανών και Ορθόδοξων.

7. Πουθενά δεν λέγεται ότι ο Χρυσόστομος συμμετείχε στη σφαγή. Ίσα-ίσα, ο Ζώσιμος τονίζει ότι η σφαγή ενόχλησε τους ζηλωτές Χριστιανούς.

8. Το αν ο Χρυσόστομος την επαύριο της καταστολής της γοτθικής συνωμοσίας και της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης έψαλλε ευχαριστήρια δέηση είναι απολύτως φυσιολογικό και με κανένα τρόπο δεν σημαίνει ούτε συνεπάγεται ότι αυτός οργάνωσε το πογκρόμ κατά των Γότθων, όπως λέει ο απόγονος των Γότθων, Deschner, και ο καλός εν Ελλάδι αντεγραφέας του, Ρασσιάς.

Ας δούμε τι λέει ο Σωκράτης:

«Προσποιούμενος  [ο Γαϊνάς] ότι ήταν υπό δαιμονική κατοχή, έφυγε ώστε τάχα να προσευχηθεί στο ναό του αγ. Ιωάννη του Απόστολου, που είναι εφτά μίλια μακριά απ’ την Πόλη. Μαζί του πήγαν βάρβαροι που κρατούσαν όπλα, έχοντάς τα κρύψει στα ρούχα τους. Όταν οι φρουροί της πόλης τα αντιλήφθηκαν και δεν τους επέτρεπαν να περάσουν, οι βάρβαροι τους έσφαξαν με τα ξίφη τους. Μια φοβισμένη αναταραχή έγινε στην πόλη και ο θάνατος έμοιαζε ν’ απειλεί τον καθένα. Ωστόσο η πόλη συνέχισε να είναι ασφαλής και οι πύλες τις καλά υπερασπιζόμενες.

Ο αυτοκράτορας με έγκαιρη σοφία χαρακτήρισε τον Γαϊνά δημόσιο εχθρό και διέταξε όλοι οι βάρβαροι που είχαν παραμείνει στην πόλη να σφαγούν. Έτσι, μια μέρα μετά τη σφαγή των φρουρών των πυλών, οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στους βάρβαρους εντός των τειχών δίπλα στην εκκλησία των Γότθων – διότι προς τα εκεί μερικοί είχαν πάει, όταν έμειναν στην πόλη – και αφού έσφαξαν μεγάλο αριθμό απ’ αυτούς, έκαψαν την εκκλησία ολοσχερώς.

Ο Γαϊνάς πληροφορούμενος για τη σφαγή των δικών του που δεν κατάφεραν να βγουν απ’ την πόλη, και αντιλαμβανόμενος την αποτυχία των σχεδίων του, έφυγε απ’ την εκκλησία του αγίου Ιωάννη και προχώρησε προς τη Θράκη» (Σωκράτη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6, 6).

Τα ίδια περίπου λέει κι ο Σωκράτης, αναφορικά με την αιτία της σφαγής και τον διατάξαντα τη σφαγή.

Κι ο Σωζόμενος (Εκκλ. Ιστ., 8, 4), τα ίδια λέει:

«Μια καλή σκέψη κυριάρχησε τότε. Ο αυτοκράτορας διέταξε ότι όλοι οι βάρβαροι στην πόλη θα σφαγούν. Δεν είχε καλά - καλά εκδοθεί η διαταγή και οι στρατιώτες όρμηξαν κατά των βαρβάρων και έσφαξαν πολλούς απ’ αυτούς. Μετά έκαψαν την εκκλησία που ονομαζόταν «των Γότθων», διότι είχαν συγκεντρωθεί εκεί, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος διαφυγής, αφού οι πύλες ήταν κλειστές».

Κι εδώ μαθαίνουμε ότι ο λόγος της σφαγής δεν ήταν θρησκευτικός (δεν σφάχτηκαν λόγω Αρειανισμού οι Γότθοι), ότι ο αυτοκράτορας και όχι ο Χρυσόστομος έδωσε την εντολή, ότι επίσης δεν γίνεται λόγος για γυναικόπαιδα.

Τέλος να επισημάνουμε ότι ο Deschner, αναφέρει ότι μάλλον του Συνέσιου ήταν ιδέα η δίωξη των Γότθων. Ο "καλός ερευνητής" Ρασσιάς όμως, ενώ αντιγράφει τον Deschner, παραλείπει αυτή την άποψή του, προφανώς διότι ο Χρυσόστομος ήταν Άγιος, και ήταν πιο συμφέρον για το αρχαιοελληνικό ήθος του κυρίου Ρασσιά, να συκοφαντήσει εκείνον, παρά τον Συνέσιο. Αλλά με παραλείψεις αντιγραφέων θα ασχολούμαστε τώρα;

 

Ι. Τ.

Δημιουργία αρχείου: 29-11-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 29-11-2005.

ΕΠΑΝΩ