Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Νεοπαγανισμός

Παγανισμός: Πίσω ολοταχώς! // Αρχαιολατρικός ανορθολογισμός

Ψυχολογική Ερμηνεία τού φαινομένου της Νεοειδωλολατρίας

Ψυχολογικές ανεπάρκειες που οδηγούν στον Νεοπαγανισμό

Γέρων Μωυσής αγιορείτης

 

Πηγή: Ορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο "Φαινόμενα Νεοειδωλολατρείας. Δωδεκαθεϊσμός -Υποτίμηση Παλαιάς Διαθήκης - Ολυμπιακοί Αγώνες".

 

Φρονούμε ότι το θέμα είναι μάλλον πνευματικό και όχι ψυχολογικό κι έτσι θα πρέπει να το δούμε κατά την πατερική διδασκαλία, όταν κι οι ίδιοι οι ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές και ψυχίατροι λέγουν: «Στην ψυχική διαταραχή διαλεγόμαστε με πρόβλημα το οποίο είναι κατ’ ουσίαν πνευματικής φύσεως»1.

Ο κόσμος σήμερα βιώνει καθημερινά τη σύγχυση και την πνευματική αταξία, την αμφιβολία και την αδυναμία, την αμφισβήτηση και την αναθεώρηση, την αστάθεια και την αποστασία. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, όπως πάντα, εύστοχα και χαρακτηριστικά, αναφέρει στους ασκητικούς του Λόγους:

«Εις την δουλικήν εργασίαν δεν υπάρχει ειρήνη της διανοίας, ούτε σύγχυσις και ταραχή εις τα τέκνα της ελευθερίας· διότι συνήθειαν έχει η σύγχυσις ν’ αφαιρεί την γεύσιν των εννοιών και την κατανόηση των στίχων, και να αιχμαλωτίζει τα νοήματα, ως βδέλλα πίνουσα το αίμα της ζωής των σωμάτων και ει δυνατόν, πρέπει να ονομάσει τις την σύγχυσιν όχημα του διαβόλου· καθότι ο σατανάς κατά την ομοίωσιν του ηνιόχου συνηθίζει να επιβαίνει εις τον νουν, αφού λάβει μεθ’ εαυτού όλα τα πάθη, και να εισέρχηται εις την ταλαίπωρον ψυχήν, και να καταποντίζει αυτήν δια της συγχύσεως» 2.

Στην ομιχλώδη και νεφελώδη αυτή σημερινή κατάσταση, την οποία συστηματικά καλλιεργεί η λεγόμενη Νέα Εποχή, παρατηρείται το φαινόμενο του κλυδωνισμού περί την πίστη και την απιστία. Ο συγχυσμένος, υπερφίαλος, εγωπαθής, ατομιστής κι εμπαθής άνθρωπος, αυτοθεοποιημένος, επιστρέφει στο λίκνο του, για μια νέα ανταρσία παράλογης κι ανυπάκουης θεοποιήσεως, δαιμονοκίνητης ξανά, θεώσεως δίχως Θεό, ώστε ο πόθος κι η επιθυμία για θέωση, αφού είναι ανορθόδοξη, να γίνεται ο τάφος του.

Σκοτισμένος, πλανεμένος, άφρων, ξανά ο σύγχρονος άνθρωπος γίνεται προσκυνητής ειδώλων: λατρεύει με πάθος αμαρτωλούς ανθρώπους, ζώα υπέρ τους ανθρώπους, τη φύση ως φυσιολάτρης και παγανιστής, τ’ άστρα κι ερμηνεύει τις κινήσεις τους, τα πάθη του, τη σάρκα και το χρήμα «και άρχισε να θυσιάζει στον Βάκχο, τον Διόνυσο, τους Σειληνούς, τους Σατύρους, την Αφροδίτη, τις Μαινάδες και σ’ ό,τι άλλο φανταζόταν ο σκοτισμένος νους του ή ποθούσαν και οι κατώτερες επιθυμίες του»3.

Ο πολιτισμένος, προοδευμένος, εξελιγμένος και μορφωμένος άνθρωπος λησμονά τον Σταυροαναστηθέντα Χριστό και δαιμονοκίνητα προσκυνά τα κτίσματα κι όχι τον Κτίστη με τη νεοειδωλολατρία, τον νεοπαγανισμό, την αρχαιολατρία, τον δωδεκαθεϊσμό κι ολυμπισμό. Σκύβει χαμηλά, φθάνει να έρπεται, με τον αχαλίνωτο πανσεξουαλισμό, την απεριόριστη ελευθεριότητα των ηθών, την αύξηση της μοιχείας και των διαζυγίων, την έξαρση της ομοφυλοφιλίας, της παιδεραστίας, της ανέραστης κι άθεης ζωής.

Πολύ νωρίς το διατύπωσε άριστα η υψηλή Σοφία του Σολομώντος: «Αρχή πορνείας επίνοια ειδώλων, εύρεσις δε αυτών φθορά ζωής»4. Απομακρυνόμενος ο άνθρωπος από τον μόνο αληθινό Θεό, μοιχεύει πρώτα πνευματικά, αποστατεί, απομονώνεται, πάσχει από παγερή μοναξιά και προσπαθεί να θερμάνει την καρδιά του εκπίπτοντας σε θανάσιμα αμαρτήματα, διαφθειρόμενος και γινόμενος δυστυχισμένος.

Η φιλαυτία, φιληδονία, φιλοσαρκία και φιλοϋλία κατευθύνει τον αστόχαστο άνθρωπο στην κάθε είδους ειδωλολατρία. Μιλώντας μάλιστα ως ελληνολάτρες οι Νεοέλληνες νεοειδωλολάτρες ηθελημένα λησμονούν την τάση πολλών σοφών αρχαίων Ελλήνων στη μονοθεϊστική θρησκεία και στον γνωστό βωμό των Αθηνών «τω αγνώστω θεώ», των αποκαλουμένων προ Χριστού Χριστιανών, και μένουν ειρωνευόμενοι τον Χριστιανισμό ως συνέχεια του ανθελληνικού εβραϊσμού. Ασπάζονται τον μύθο, πιστεύουν το ψέμα ως αλήθεια, διοργανώνουν ειδωλολατρικές τελετές στον Όλυμπο, αλλάζουν τα Χριστιανικά ονόματα με αρχαιοελληνικά, φορούν σανδάλια και χιτώνες και θέλουν να επαναφέρουν το μυθικό δωδεκάθεο ως άλλοι Ιουλιανοί Παραβάτες, αυτό που χλεύαζε κι ο Πλάτων.

Αρκετοί των Νεοελλήνων νεοειδωλολατρών σχετίζονται, συνεργάζονται, συμφωνούν ή συμπορεύονται με αστρολόγους, πνευματιστές, αποκρυφιστές, φιλοσοφούντες θιβετιανούς, διδασκάλους εσωτερικιστές, ανατολίτες μυστικιστές, μάγους και συγκρητιστές της παγκοσμιοποιημένης εποχής. Μέσα στο κλίμα αυτής της φοβερής πνευματικής συγχύσεως έφθασαν ορισμένοι να συσχετίσουν τη νοερά προσευχή των νηπτικών πατέρων με τον διαλογισμό της γιόγκα. Έτσι σε συνέδριο της Ασσίζης Ορθόδοξος καθηγητής είχε θέμα εισηγήσεώς του: «Η εμπειρία του θείου φωτός στους Ορθοδόξους Ησυχαστές και ο φωτισμός στον Βουδισμό Ζεν»5.

Προσευχή και διαλογισμός είναι φυσικά δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η προσευχή απευθύνεται σ’ ένα άλλο πρόσωπο, στον Θεό, που έγινε άνθρωπος, είναι ο προσωπικός Θεός και σωτήρας, ενώ ο διαλογισμός είναι ένας τρόπος, μία μέθοδος, μία τεχνική με σκοπό τον αφανισμό της προσωπικότητος του ασκουμένου.

Ο εύπιστος ακόλουθος της ευκολίας κι ο ευμετάβολος αναζητητής μιας άκοπης κι άμοχθης ζωής παρασύρεται από τους ως εμπορικούς αντιπροσώπους ευρεσιτέχνες νεοθρησκειών που σκλαβώνουν στον ιστό της αράχνης παραθρησκευτικών οργανώσεων αδαείς μ’ εσωτερικά κενά και τους πλανούν με χαμόγελα κι υποσχέσεις για μια αδιατάρακτη ζωή και συνεχή ευτυχία με την προσκύνηση θεών ομοιοπαθών, εμπαθών, απεικονιζόντων τον εαυτό τους.

Οι σύγχρονοι λοιπόν αυτοί κατασκευασμένοι «θεοί» των ωραίων και σαγηνευτικών «θρησκειών» και των δυναμικών «ηγετών», με την ανόσια προβολή τους και την αποϊεροποίηση του ανθρώπου, φθείρουν, ατονούν, τις πραγματικές δυνάμεις της ψυχής και δημιουργούν μια νεόκοπη ανορθόδοξη «πνευματικότητα» στα μέτρα και τα κότσια του καθενός, μ’ ένα κοντόφθαλμο μεταφυσικό όραμα, κι αποδυνάμωση της προσωπικής ελευθερίας των εύπιστων νέων από μικρούς δικτάτορες, εκτάκτους διαχειριστές θείων εντολών. Επιβάλλονται βάναυσα στους φοβισμένους, πονεμένους κι αξιολύπητους οπαδούς, που μόνο να επικροτούν μπορούν, αιχμάλωτοι ιδεολογιών και θεωριών, που τους τυραννούν συνθλίβοντάς τους6.

Ο νωχελής, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και φυγόπονος σύγχρονος άνθρωπος, που τελικά τα πάθη του τ’ αγαπά, τα δικαιολογεί, τα συγκρίνει με χειρότερα κι αναπαύεται και κοροϊδεύει τον εαυτό του κι αρέσκεται στη μετριότητα, δεν δυσκολεύεται να επαναφέρει το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο, αφού συναντά θεούς και χειρότερους απ' αυτόν: Ο Δίας παρουσιάζεται στην Ιλιάδα από τον Όμηρο τελείως αχαλίνωτος σε όλα τα πάθη και συνάμα υποκείμενος στη βία και την απάτη των άλλων θεών. Στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη η Αφροδίτη εκδικείται τον Ιππόλυτο, γιατί τιμά περισσότερο την Άρτεμη. Στις Βάκχες του Ευριπίδη ο Διόνυσος παρουσιάζεται ως ευεργέτης των ανθρώπων, γιατί τους πρόσφερε το κρασί για να μεθάνε και να ξεχνάνε τα βάσανά τους. Έτσι παρατηρούμε θρησκευτικά απογοητευμένους τους αρχαίους προγόνους μας και τους δικαιολογούμε ν’ αναζητούν τη σωτηρία τους από ένα άγνωστον Θεό7.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος συνετέλεσαν στην ευρύτερη διάδοση της τιμής του δωδεκαθέου. Ο Δίας και η Ήρα συχνά παρουσιάζονται με μεγάλα ελαττώματα, περισσότερα των απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα σκληροί, εκδικητικοί, άδικοι και ζηλόφθονες. Νωρίς οι φιλόσοφοι κι οι ποιητές αντέδρασαν και μίλησαν για την ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας και ήθελαν να διαπλάσουν τον άνθρωπο με ανώτερη ηθική αρχή και πρότυπο ένα θεό κι όχι το ολύμπιο δωδεκάθεο που αλληλοσπαράσσονταν.

Ο Μουσαίος, που έγραψε μια πρώτη θεογονία, μιλά για ένα Θεό. Ο Θαλής ο Μιλήσιος γράφει ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι ένας Θεός. Ο Ξενοφάνης καταπολεμούσε την πολυθεΐα, λέγοντας πως ένας μεγάλος Θεός υπάρχει, που δεν μοιάζει με τους θνητούς. Ο Σωκράτης δεν συμφωνούσε με την τιμή στους θεούς των συμπολιτών του και γι' αυτό καταδικάσθηκε. Ο Πλάτων κηρύττει Θεό που ενσαρκώνει όλες τις αρετές σε τέλειο βαθμό. Ο Αισχύλος λέει ότι ο Δίας θα εκθρονισθεί. Ο Ευριπίδης ονομάζει το θείο μόνο αγαθό. Ο Κικέρων με την κριτική του συνετέλεσε στη διάλυση της αρχαίας θρησκείας8.

Σήμερα το θρησκευτικό συναίσθημα εύκολα μετακινείται. Παρατηρείται μια θρησκευτική επαιτεία, μια ιδιωτικοποιημένη πνευματικότητα, με πλούσιες προσφορές ακόμη και στο διαδίκτυο, που απομονώνει, κολακεύει και παρασύρει, κι απ' τον νεοεποχίτικο πλουραλισμό και συγκρητισμό οδηγείται κανείς στην κατασκευή μιας νέας δικής του θρησκείας9.

Οι νεοειδωλολάτρες δεν είναι πολλοί, είναι όμως αρκετοί κι αρχίζουν να επηρεάζουν ορισμένους αδαείς μ’ επιχειρήματα όμως σαθρά. Λέγουν πως είναι υπερασπιστές της αρχαιοελληνικής σοφίας, κατά της κακοδαιμονίας του Βυζαντίου, κατά του Ελληνο-Χριστιανικού πνεύματος, κατά της Ορθοδοξίας, των Αγίων, των κληρικών και μοναχών και υπέρ των μυθικών ηρώων, ημιθέων και θεών10, άλλοι πάλι θεωρούν ότι οι αρχαίοι θεοί «επιβιώνουν» στους Αγίους της Εκκλησίας μας κι ο άγιος Νικόλαος είναι ο μυθικός Ποσειδώνας.11

Όπως σοφά διατυπώθηκε, οι Νεοέλληνες νεοειδωλαλάτρες νεοπαγανιστές στην υποστήριξη των ιδεών τους χρησιμοποιούν σφοδρή πολεμική κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των βιβλίων της, ιδιαίτερα μάλιστα κατά της θεόπνευστης Παλαιάς Διαθήκης, για την οποία λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Προέλαβε την Καινήν η Παλαιά και ηρμήνευσε την παλαιάν η Καινή… Κύριος παρά προφήταις καταγγέλλεται Χριστός εν Καινή κηρύσσεται»12. Οι σημερινοί πολέμιοι της Παλαιάς Διαθήκης ακολουθούν τους παλαιούς αιρετικούς Γνωστικούς, Μαρκιανιστές και Μανιχαίους, που θέλουν μάλιστα να παριστάνουν τους φωτισμένους, προοδευτικούς κι ελεύθερους εκσυγχρονιστές και κατηγορούν την Παλαιά Διαθήκη ως σκοταδιστικό, φασιστικό, ρατσιστικό, ακόμη και πορνικό βιβλίο, κι ορισμένοι μοντέρνοι θεολόγοι μιλούν από τα γνωστά τηλεοπτικά παράθυρα για αποκάθαρση του ιερού βιβλίου13.

Μετά από αυτές τις συνοπτικές διαπιστώσεις του θλιβερού φαινομένου της νεοειδωλολατρίας στην αγιοτόκο κι αγιοτρόφο πατρίδα μας θα προσπαθήσω να τεχνουργήσω ένα ψυχογράφημα ενός νεοειδωλολάτρη δίχως φόβο και πάθος και με κάθε δυνατή ειλικρίνεια και γνώση.

Πρόκειται για ανέστιο άνθρωπο, που θέλει, καθώς λέει, ν’ αγαπά τον παππού του κι όχι τον πατέρα του, εμπαθής προγονόπληκτος, που μισεί το χθες και λατρεύει το προχθές, το μακρυνό κι όχι το πλησίον, το άγνωστο κι όχι το γνωστό, το μυθικό κι όχι το αληθινό. Η ανεστιότητά του τον οδηγεί στον δωδεκαθεϊκό Όλυμπο κι όχι στη γειτονική ενορία του. Η ρομαντικότητά του τον πηγαίνει σε Αρχαιοπρεπείς ειδωλολατρικές τελετές και σε μορφές αφηρημένης κι αφελούς θρησκευτικότητας, που δηλώνουν τη φυγόπονη αποστασία του, κι επικαλύπτει τις εσώτερες ανάγκες του με μια πίστη δίχως κανένα κόστος, ευθύνη, αγώνα, μόχθο και προσωπική θυσία.

Ο κλασικός τύπος του μέσου νεοειδωλολάτρη λέει ότι πιστεύει στον θεό-θεούς και συμπεριφέρεται σίγουρα ως άθεος. Φρονώ ότι πρόκειται για υλιστή κι όχι ιδεολόγο, γεμάτο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, που τον οδηγούν σε τόσο πλανερή θρησκεία.

Παρουσιάζεται ως ελληνολάτρης, διανοούμενος, απελευθερωμένος, μοντέρνος, εκκοσμικευμένος, πολιτισμένος, σαλονόβιος, φιλότεχνος, φιλόζωος, φυσιολάτρης, που απέρριψε την Ορθοδοξία, μαζί με ό,τι μεταφυσικό και υπερβατικό, και στάθμευσε στο «εδώ και τώρα», στη λίαν εκκοσμικευμένη αντίληψη ενός στείρου ουμανισμού, ενός ουδέτερου δυτικού ανθρωπισμού, μιλώντας για ηθικές αρχές κι άξιες, που δημιούργησε η μοίρα, η τύχη, η φύση κι όχι ο Θεός. Μια θεωρία τελικά και ουσιαστικά αήθη, αντιασκητική κι άθεη, κι ας μη θέλει να το παραδεχθεί. Ενεργεί βασικά σαν η θρησκεία νά 'ναι μια καθαρά ατομική, ψυχολογική και υποκειμενική υπόθεση, θεωρεί ότι είναι ένας ιδιαίτερα πνευματικός άνθρωπος, περισσότερο Έλληνας και συνάμα υπόδουλος του υλιστικού ευδαιμονισμού και των παθών του. Κατηγορεί τον Χριστιανισμό ως τέκνο του Ιουδαϊσμού κι ο ίδιος είναι ένας τέλειος Φαρισαίος, ουχί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, τελώνες, αλλά φιλάνθρωπος, ιδεολόγος, αρχαιολάτρης, σοφός, δίκαιος, σπουδαίος και μεγάλος…

Ο άνθρωπος αυτό που αισθάνεται δεν σημαίνει ότι και είναι. Ίσως οι άνθρωποι αυτοί να μη βοηθήθηκαν καλά ή να μη θέλησαν ποτέ να βοηθηθούν και να έμειναν στις ιδέες κι αντιλήψεις τους δίχως να γευθούν, ν’ αγγίξουν την Ορθοδοξία και να έμειναν σε ακούσματα, σε σκάνδαλα, σε αυστηρές απαγορεύσεις, να τους παρουσιάσθηκε δηλαδή μια δύσκολη θρησκεία κι όχι ένας ωραίος τρόπος ζωής, ένα ακέραιο ήθος κι Ορθόδοξο ύφος. Θέλοντας ν’ ανεξαρτητοποιηθούν από την Ορθόδοξη Παράδοση, καθώς ισχυρίζονταν, κατά μια τραγική ειρωνεία, υποδουλώθηκαν σε φαιδρούς τύπους λησμονημένης λατρείας, θρησκειοποιημένης ηδονής, αγωνιζόμενοι για την νεκρανάσταση της ουτοπίας14.

Ο δυτικός κι ο δυτικόφερτος φεμινισμός κατηγόρησε τον Χριστιανισμό ως οπισθοδρομικό, παρότι ο Χριστιανισμός είναι τεκμηριωμένα σίγουρο ότι ανύψωσε τη γυναίκα, και θέλησε ν’ ανατρέψει βασικές αρχές της ιστορίας. Ο πάπας έφθασε να προτείνει τη συγκαταρίθμηση της Παναγίας στην αγία Τριάδα, για να μη απουσιάζει η γυναίκα από τη θεότητα, κι οι Αγγλικανοί θέσπισαν τη χειροτονία των γυναικών, με τεράστια προβλήματα στους κόλπους τους. Ένας ανεπίγνωστος επίσης ζήλος, υπερβολικός και μόνιμος για το περιβάλλον, είναι μάλλον ύποπτος και ξένος, αφού υποτιμάται ο κύριος της κτίσεως, ο άνθρωπος, κι οδηγούμεθα σ’ ένα νοσηρό παγανισμό. Θα συμφωνήσουμε μ’ ένα Αμερικανό συγγραφέα, πρώην Προτεστάντη και νυν Ορθόδοξο, που γράφει: «Η νεοπαγανιστική σκέψη διακηρύσσεται εν ονόματι της οικολογικής, σεξουαλικής, φυλετικής ή της πολιτιστικής “ευαισθησίας” ή “ποικιλίας” και του “πολιτισμικού πλουραλισμού”. Ελπίζουν μάλιστα κάποιοι ότι αυτές οι νέες “θρησκείες” θα αντικαταστήσουν τη διδασκαλία του Χριστιανισμού μ’ ένα νέο αιώνα διαφωτισμού, αδελφοσύνης και ευτυχίας, και όλα αυτά βασίζονται όχι στην υπερβατική πίστη αλλά μάλλον στην εκσυγχρονισμένη ιδεολογία και στον κυβερνητικό προγραμματισμό»15.

Εμείς, οι με τη χάρη του Θεού εντός των οχυρών τειχών της Ορθοδοξίας, είμαστε ορθοί; Μήπως μορφές ειδωλολατρίας, διάφορης βέβαια, αλλ' επικίνδυνης σοβαρά, διακατέχουν τη ζωή μας; Η ζωηρή παρουσία του «εγώ», ο ατομισμός, η φιλαυτία, η μισαδελφία, η ανταγωνιστική διάθεση με τους άλλους και οι ανθρωποθυσίες για την προσωπική ανάβαση, η φιλοδοξία, η φιλοσαρκία, η φιλοχρηματία, μήπως μολύνουν το κλίμα της Ορθόδοξης πνευματικότητας και δημιουργούν μια λανθάνουσα, υποκριτική, ύποπτη δική μας νεοειδωλολατρία; Αξίζει με περισσή αυστηρότητα να δούμε τη ζωή μας σύμπασα. Τα δικά μας κενά, οι ρωγμές, οι ολιγωρίες οδηγούν κάποτε τους αδελφούς μας μακριά απ' τη σωστική χάρη του Χριστού και θα είμεθα υπόλογοι.

Επίσης η αύξηση των αιρέσεων και των ψεύτικων θρησκειών, ως των νεοφανών ειδωλολατριών, που ζητούν επίμονα να υποκαταστήσουν την αληθινή σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό, μας θέτουν ενώπιον των κύριων ευθυνών μας. Χαρακτηρίζει η ακρίβεια και η συνέπεια τη Χριστιανική μας ταυτότητα ή συσχηματιζόμαστε κι εκκοσμικευόμαστε, σχετικοποιώντας την αλήθεια, παρασυρόμενοι από ένα ανορθόδοξο οικουμενισμό κι επικίνδυνο συγκρητισμό; Έχουμε μελετήσει εμείς όλη την Παλαιά Διαθήκη, την Πατρολογία και τον Συναξαριστή;

Είναι γεγονός πως οι πρόσφατες επιθέσεις κατά της Παλαιός Διαθήκης έγιναν αφορμή για τη σύνταξη ενδιαφερόντων άρθρων και την έκδοση αξιόλογων βιβλίων. Επίσης οι εκτοξευόμενες ανιστόρητες θέσεις ότι ο Χριστιανισμός είναι κατά του Ελληνισμού αποτελούν σαφέστατα ματαιοπονία και διαστρέβλωση παράφορη της ιστορικής αλήθειας. Αρκούμεθα μόνο σε μια δήλωση του μεγάλου ιστορικού μας Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, όπου γράφει: «Το Ελληνικόν έθνος δεν διεσώθη, τουλάχιστον δεν διέσωσε την ιστορικήν αυτού αξίαν, ειμή δια της μετά του Χριστιανισμού συμμαχίας»16.

Πριν κλείσουμε την αφιλόδοξη αυτή εισήγησή μας θα θέλαμε να επιμείνουμε λίγο ακόμη στις διαστάσεις αυτού του νοσηρού φαινομένου των καιρών μας με την ελπίδα ότι έστω λίγο θα βοηθηθούμε όλοι. Πάντοτε ο κόσμος, και ιδιαίτερα σήμερα, σαγηνευόταν περισσότερο από τα εξωτερικά φαινόμενα, που τον απασχολούσαν, του καλλιεργούσαν την περιέργεια, τον είλκυαν και τον κέρδιζαν και με την βοήθεια των διαφόρων μέσων τον πήγαιναν πολύ μακριά. Μένοντας έτσι εντελώς άγνωστος ο εαυτός μας, αδύναμοι να βυθισθούμε εντός του, να εξερευνήσουμε τα προσωπικά μας βάθη και ν’ ανακαλύψουμε λάθη και πάθη και να φωτίσουμε σκοτεινές πτυχές της καρδιάς μας.

Ο σημερινός εξωστρεφής άνθρωπος τρέχει στην ειδωλολατρική αρχαιοελληνική αρχαιότητα κι όχι στην τωρινή Ορθόδοξη πνευματικότητα, μελετά λησμονημένους μύθους και δεν ακούει τους αλάλητους στεναγμούς της ψυχής του. «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πραέως και ησυχίου πνεύματος, ό εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές»17.

Λέγει ο Απόστολος Πέτρος πως η εσωτερική καθαρότητα της καρδιάς και η πραότητα και η ηρεμία που χορηγεί το Άγιον Πνεύμα δεν φθείρονται και είναι πολύτιμα μπροστά στον Θεό. Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι θεοκίνητοι αυτοί ψυχοανατόμοι, μιλούν για ορθή αυτογνωσία, αυτοέλεγχο, αυτομεμψία, κάθαρση, φωτισμό, θέωση και αγιασμό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει πως οι ειδωλολάτρες «ενώ είναι όντα λογικά, προτίμησαν ως καλύτερο το χειρότερο. Και τούτο είναι τέχνασμα του πονηρού, που έκανε κατάχρηση του καλού για να επιτύχει το κακό»18

Ειδωλολατρία τελικά σημαίνει απόδοση λατρείας σε αγάλματα, που εικονίζουν θεούς πολυθεϊστικών θρησκειών ή πλάσματα επινοούμενα από τη φαντασία, που στερούνται πραγματική υπόσταση, ή κάθε είδος λατρείας, που δεν αποδίδεται στον Δημιουργό, αλλά στα δημιουργήματα, ή σήμερα στη λατρεία του ανθρώπου στην ύλη με σοβαρή και νοσηρή ψυχοπαθολογία19.

Ο ειδωλολάτρης βιώνει τη φαντασία του, που προκαλείται από κάποια φοβερά φαινόμενα, επεξεργάζεται την εικόνα, δίχως να ερευνά την πραγματικότητα και την αξία της. Στην αρχαία εποχή το άγαλμα συγχυζόταν με τον παριστάμενο θεό και γι' αυτό το λάτρευαν ως θεό και σε μερικές πόλεις το έδεναν, για να μη φύγει και χάσουν την «προστασία» του. Οι αρχαίοι Έλληνες συχνά στους θεούς τους απέδιδαν τα δικά τους ψυχολογικά και πνευματικά χαρακτηριστικά. Πρώτοι οι Σπαρτιάτες θεοποίησαν ανθρώπους· τον ναύαρχο Λύσανδρο, που θεωρήθηκε τερματιστής του Πελοποννησιακού πολέμου. Συχνές αποθεώσεις αυτοκρατόρων είχαμε στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Σήμερα συνεχίζονται παγκοσμίως σε αστέρες της μουσικής και της οθόνης.

Όλη η Παλαιά Διαθήκη αποτρέπει την ειδωλολατρία κι αποτελεί κεντρικό περιεχόμενο του κηρύγματος των Προφητών. Η Καινή Διαθήκη δια του Χριστού συνεχώς τονίζει: «Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις»20. Ο μεγαλύτερος Ιεραπόστολος των αιώνων άγιος Παύλος λέγει στους Κορινθίους: «ουδέν είδωλον εν τω κόσμω και ότι ουδείς έτερος Θεός ει μη είς»21. Παρακάτω γίνεται σαφής και αυστηρός: «Ά θύει τα έθνη, δαιμονίοις θύει και ου Θεώ· ου θέλω δε υμάς κοινωνούς των δαιμονίων γίνεσθαι»22. Έτσι ο μέγας Παύλος τον κάθε ειδωλολάτρη θεωρεί κοινωνό δαιμόνιων, δαιμονοφορούμενο.

Συνεχίζει ωραιότατα: «Μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίση παρά τον Κτίσαντα, ος εστίν ευλογητός εις τους αιώνας»23. Τους πλανηθέντες ειδωλολάτρες ο θείος Παύλος δίκαια θεωρεί, γιατί τους γνώριζε καλά, ανήθικους, άδικους, πλεονέκτες, αλαζόνες, ασύνετους κι ανελεήμονες24.

Την ειδωλολατρία συσχετίζει και ο Απόστολος Πέτρος με τα παραπάνω πάθη, λέγοντας συγκεκριμένα: «πεπορευμένους εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοφλυγίαις, κώμοις, πότοις και αθεμίτοις ειδωλολατρίαις»25.

Τέλος ο Απόστολος Παύλος θα διακηρύξει μεγαλόφωνα: «Και γαρ είπερ εισί λεγόμενοι θεοί είτε εν ουρανώ είτε επί της γης, ώσπερ εισί θεοί πολλοί και κύριοι πολλοί, αλλ' ημίν είς Θεός ο Πατήρ, εξ ου τα πάντα και ημείς εις αυτόν, και είς Κύριος Ιησούς Χριστός, δι' ου τα πάντα και ημείς δι' αυτού»26.

 

Σημειώσεις:


1. Anton Boisen, Journal of Pastoral Care 5/1951, σ. 8.

2. Αββά Ισαάκ Τού Σύρου, Οι ασκητικοί Λόγοι, Αθήναι 1961, σ. 125.

3. Νικολάου Βασιλειάδη, «Νεοειδωλολατρεία. Το σύγχρονο “προσωπείο” του αντίχριστου», Η Δράσις μας 405, σσ. 10-11.

4. Σοφ. Σολ. 14, 12.

5. Γεωργίου Μπακιρτζή, «Ηθελημένη καλλιέργεια σύγχυσης», Ο Άγιος Νικήτας 147, σσ. 238-239.

6. Γερασίμου Ζαμπέλη, πρεσβ., «Θρησκείες - Εκκλησία», Ενοριακός Λόγος 68, σσ. 15 και 21.

7. Κώστα Γανωτή, «Η ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας», Πειραϊκή Εκκλησία 132, σ. 37.

8. Ερατώς Ζέλλιου-Μαστροκώστα, «Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές ομιλούν για έναν Θεό», Γνώμη της Χαλκιδικής 636, σ. 7.

9. Κωνσταντίνου Ζορμπά, «Νέες θρησκείες στο διαδίκτυο». Εφημέριος 10/2002, σσ. 10-14.

10. Μάριου Βερέττα, Γεννήθηκα Έλληνας, Αθήνα 2000, σσ. 30-32.

11. Κώστα Πλεύρη, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», Δαυλός 121, σ. 6910.

12. Ιωάννου Χρυσοστόμου, εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου, PG 50, 796.

13. Νικολάου Βασιλειάδη, Η Παλαιά Διαθήκη στην Ορθόδοξον Εκκλησίαν (Απάντηση στους κατηγόρους της), Αθήνα 2002, σ. 7.

14. Κώστα Γανωτή, «Η Ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας», Πειραϊκή Εκκλησία 132, σ. 37.

15. Frank Schaeffer, Χορεύοντας μόνος. Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών, Κοζάνη 2000, σσ. 64-65.

16. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. τ. Β΄, σ. 316.

17. Α΄ Πέτρου 3,4.

18. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΗ', Θεολογικός Β΄, PG 36,45.

19. Δ. Κ. Γεωργούλη, «Ειδωλολατρία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5, Αθήναι 1964, στ. 360.

20. Ματθ. 4, 10.

21. Α΄ Κορινθίους 8, 4.

22. Α΄ Κορινθίους 10, 20.

23. Ρωμαίους 1, 25.

24. Ρωμαίους 1,29-31.

25. Α΄ Πετρ. 4, 3.

26. Α΄ Κορινθίους 8, 5-6.

Δημιουργία αρχείου: 7-7-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 7-7-2015.

ΕΠΑΝΩ