Κεντρική σελίδα Αθεϊσμός Επιλογές

Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού"

Ψυχολογία του Αθεϊσμού

Jean-Paul Sartre (1905-1980)

 

Αποσπάσμα από το βιβλίο του Paul Vitz:  “Faith of the Fatherless

(Καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης)

Μετάφραση: Α. Ν.

Επιμέλεια: Θωμάς Δρίτσας

Ο Sartre υπήρξε ένας εκ των διασημότερων αθεϊστών του 20ου αιώνα.  Η υπαρξιακή του φιλοσοφία βασίσθηκε στον αθεϊσμό, και η θέση του συνοψίζεται άριστα στα λόγια του ιδίου:  «Αν κανείς αποβάλλει τον Θεό-πατέρα, πρέπει να υπάρχει κάποιος που να εφευρίσκει αξίες…Το να λέμε πως εμείς εφευρίσκουμε αξίες δεν σημαίνει τίποτε άλλο, παρά αυτό: πως η ζωή δεν έχει νόημα a priori (αυταπόδεικτα). Πριν ζωντανέψεις, η ζωή δεν είναι τίποτε – εξαρτάται από σένα να της δώσεις κάποιο νόημα, και η αξίες δεν είναι παρά το νόημα που εσύ επιλέγεις.[1]»

 

Ο πατέρας του Sartre, ο Jean-Baptiste, απεβίωσε το 1906 όταν ο μικρός Jean-Paul ήταν μόλις 15 μηνών.[2]  Ο Ronald Hayman, ένας βιογράφος ιστορικός, έχει μελετήσει την σχέση του Sartre με την μητέρα του, τον παππού του και τον πατριό του εκτενέστατα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Sartre και η μητέρα του συγκατοίκησαν με τους γονείς της μητέρας του. Ο παππούς του, ο Charles Schweitzer, ήταν του νεαρού Jean-Paul ο δάσκαλος, όμως η σχέση τους δεν ήταν ποτέ στενή συναισθηματικά. Αντιθέτως, ο Sartre καλλιέργησε μια πολύ οικεία σχέση με την μητέρα του. Όπως παρατηρεί ο Hayman, « Εκείνη (η μητέρα του) εστίαζε την συναισθηματική της ενέργεια στον μικρό της γιό, του προσφέρονταν τα πάντα έτοιμα: τον έπλεναν, τον έντυναν, τον έγδυναν, του φορούσαν τα παπούτσια, του βούρτσιζαν τα μαλλιά… Ο ίδιος ήταν ανοιχτόχρωμος, με ρόδινη επιδερμίδα, μάγουλα παχουλά και μαλλί με μπούκλες… ατελείωτες φωτογραφίες του είχαν τραβηχθεί.[3]»

 

Αυτό το ειδυλλιακό και «επιτυχημένο» Οιδιπόδειο σχήμα βρήκε οδυνηρό τέλος, με τον δεύτερο γάμο της μητέρας του όταν ο Sartre ήταν 12 ετών.  Δεν ένοιωθε κοντά στον πατριό του – στην πραγματικότητα, τον είχε απορρίψει σθεναρά. Όταν η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, «ο Sartre υπέστη μια απώλεια από την οποία ποτέ δεν συνήλθε.  Ένοιωθε απόλυτα ασφαλής, κατέχοντάς την…καθώς μεγάλωνε η προσκόλλησή του σ’ αυτήν (την μητέρα του) κατά την εφηβεία του, ο μοναδικός αρσενικός αντίζηλός του -ο παππούς του- γινόταν ολοένα πιο αδύναμος και λιγότερο απειλή.[4]»  Έτσι, ο Sartre μεγάλωσε χωρίς πατέρα, χωρίς καμμία πατρότητα με την στενά ψυχολογική της έννοια. Αν το θέσουμε αλλιώς, ο πραγματικός πατέρας του Sartre πέθανε (τον εγκατέλειψε) πολύ νωρίς, ο παππούς ήταν ψυχρός και απόμακρος, και ο πατριός είχε αποσπάσει την αγαπημένη μητέρα του Jean-Paul από αυτόν.

 

Ο νεαρός Sartre έμεινε με τους γονείς της μητέρας του, ενώ η μητέρα του μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα μαζί με τον νέο σύζυγό της.  Αν και ο πατριός του ο Joseph Mancy είχε προσπαθήσει «να κερδίσει την συμπάθεια του θετού υιού του», ήταν αδύνατο να το κατορθώσει.[5] Δεν είχε περάσει ένας χρόνος και κάτι, μετά τον γάμο της μητέρας του, όταν ο έφηβος Sartre συμπέρανε μέσα του: «Ξέρεις κάτι; Ο Θεός δεν υπάρχει!»[6]

 

Περίπου 50 χρόνια μετά, στην αυτοβιογραφία του, «Les Mots» (Τα Λόγια), ο Sartre εκλαμβάνει τον θάνατο του πατέρα του ως ένα δείγμα καλής τύχης: ο Sartre δεν χρειαζόταν καν να τον ξεχάσει.[7] Παρά ταύτα, ο Jean-Paul είχε κάποια εμμονή με την πατρότητα, σε όλη την διάρκεια της ζωής του, και προφανώς ποτέ δεν ξεπέρασε την πατρική ορφάνια του. Αυτό το στοιχείο εντοπίσθηκε ξεκάθαρα από τον Hayman, ο οποίος παραθέτει από ένα σενάριο ταινίας του Sartre τα εξής: «Ήθελα να σκοτώσω τον πατέρα μου, στο πρόσωπό σου.[8]»  εν τω μεταξύ, με γνήσια Οιδιπόδειο τρόπο, ο Sartre περιστοίχιζε τον εαυτό του με μια μακρά σειρά τρυφερών νέων γυναικών.

 

Μεγάλο μέρος των αποδείξεων της συνεχούς ενασχόλησης του Sartre με την πατρότητα μας έρχεται από μια πρόσφατη βιογραφία από τον Robert Harvey, δεόντως τιτλοφορούμενη «Search for a Father: Sartre, Paternity and the Question of Ethics» (Αναζήτηση για ένα Πατέρα: Σαρτρ, Πατρότητα και το Ζήτημα της Ηθικής)[9]. Εδώ μπορούμε μονάχα να αναφερθούμε εν τάχει σε ορισμένες πλευρές της έμμονης ενασχόλησης του Sartre με την πατρότητα, τον πατέρα του, και τον Θεό. Επανειλημμένως καταδίκαζε και προσηλωνόταν βαθειά στο θέμα της πατρότητας. Η φιλοσοφία του ήταν περί του «αυτοδημιούργητου ανθρώπου» και περί του ανθρώπου που γίνεται Θεός.  Συχνά έγραφε για πατέρες μεταφορικά, σαν βάρη, σαν φορτία που συνθλίβουν τους γιούς τους.  Σε αντιδιαστολή, η ελαφρότητα (ακόμα και η αβάσταχτη ελαφρότητα) ήταν η συνέπεια της έλλειψης πατρικής παρουσίας. Μια τυπική καταδίκη της πατρότητας βρίσκουμε στο “Les Mots”: «Δεν υπάρχει καλός πατέρας, αυτός είναι ο κανόνας. Μην ρίχνεις το φταίξιμο στους άνδρες, αλλά στον δεσμό της πατρότητας, που είναι σάπιος. Το να κάνεις παιδιά: τίποτε καλύτερο, αλλά, το να τα έχεις: οποία αδικία! Εάν είχε επιζήσει ο πατέρας μου, θα είχε φορτωθεί πάνω μου ολόκληρος, και θα με είχε συντρίψει. Κατά καλή τύχη, πέθανε νέος.[10]» Και  όμως, στην διαχρονικό κριτικό χειρισμό της πατρότητας από τον Sartre, υπάρχει τόση αμφιταλάντευση, που είναι προφανές ότι «διαμαρτύρεται υπέρμετρα».

 

Πώς γνώριζε ο Sartre ότι ένας πατέρας θα αποτελούσε βαρύ φορτίο; Δεν είχε καμμία πραγματική εμπειρία του πατέρα του. Ο Harvey σχολιάζοντας το έργο του Sartre, “The Flies” (Οι Μύγες) λέει πως: «κάτω από τους ξέφρενους ενθουσιασμούς του Sartre για την αχαλίνωτη ελευθερία, υποβόσκει η νοσταλγία για υπευθυνότητα, όπως αυτή ενσαρκώνεται στον απόντα πατέρα.[11]» Ο ισχυρισμός αυτός επικυρώνεται από την παρατήρηση του Harvey ότι τα γραπτά του Sartre, «με προβλέψιμη τακτικότητα» έστηναν «μια σχέση ανάμεσα στην απουσία της ηθικής ευθύνης…και ένα απόντα πατέρα, ή την έλλειψη πατρικού συναισθήματος σε ένα ενδεχόμενο πατέρα»[12].

 

Σχεδόν παντού, ο Sartre «ζωγραφίζει πατέρες με αποκρουστικά χρώματα»[13], αν και υπάρχουν και λίγες εξαιρέσεις. Για άλλη μία φορά, αναρωτιέται κανείς πού βρήκε ο Sartre την ψυχολογική και εμπειρική βάση για τις κρίσεις του αυτές. Σίγουρα όχι από την παρουσία του δικού του πατέρα. Πρέπει, αντ’ αυτού, να συμπεράνουμε πως η απουσία του πατέρα του ήταν μια τόσο οδυνηρή πραγματικότητα, που ο Jean-Paul ξόδεψε μια ολόκληρη ζωή στην προσπάθειά του να αρνηθεί την απώλεια αυτή και να δομήσει μια φιλοσοφία όπου η απουσία του πατέρα και του Θεού είναι αυτή καθ’ εαυτή η αφετηρία της «καλής» ή «αυθεντικής» ζωής.


 

[1]    J. P. Sartre, “Existentialism” (Υπαρξισμός), μετάφραση B.Frechtman, New York: Philosophical Library (Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη), 1947, σελ. 58

[2]    R. Hayman, “Sartre: A life”  (Sartre, Μια Ζωή), New York: Simon and Schuster, 198, σελ. 31

[3]    Του ιδίου, σελ. 33

[4]    Του ιδίου, σελ. 40

[5]    Του ιδίου, σελ. 41

[6]    Του ιδίου, σελ. 43

[7]    J. P. Sartre, “Les Mots”, New York: Braziller, 1964), σελ. 20

[8]    Hayman, “Sartre” σελ. 358

[9]    R. Harvey, “Search for a Father: Sartre, Paternity and the Question of Ethics” (Ann Arbor, Michigan: The University of Michigan Press, 1991)

[10]    J. P. Sartre, “Les Mots”, σελ.19

[11]    R. Harvey, σελ. 53 (η έμφαση βρίσκεται και στο πρωτότυπο κείμενο)

[12]    Του ιδίου, σελ.15

[13]    Του ιδίου, σελ.128

Δημιουργία αρχείου: 7-1-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 7-1-2008.

ΕΠΑΝΩ