Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θαύματα και Προτεσταντισμός

Η νομοτέλεια των θαυμάτων * Θαύματα σε άλλες θρησκείες * Τρόποι διάκρισης των θαυματουργικών πηγών * Τα θαύματα ως απαραίτητο τεκμήριο της αληθινής πίστης και της αυθεντικής Εκκλησίας * Γιατί ο Θεός δεν επεμβαίνει στη δυστυχία τού κόσμου;

Το μόνο που υπάρχει είναι το θαύμα

Όταν έπαψαν τα θαύματα

Του π. Στεφάνου Φρήμαν

Μετάφραση Κ. Ν.

 

Μετάφραση από: https://blogs.ancientfaith.com

 

Μία από τις πιο παράξενες ιδέες που συνόδευαν την Μεταρρύθμιση, ήταν η αντίληψη πως τα θαύματα είχαν τελειώσει, από τον καιρό της ολοκλήρωσης της Καινής Διαθήκης. Ποτέ δεν είχε δηλωθεί αυτό ως ένα δογματικό  δεδομένο στο κυρίαρχο ρεύμα του Προτεσταντισμού, αλλά παρέμεινε μια σιωπηλή υπόθεση, ιδιαίτερα όταν συνδυάσθηκε με έναν αντι-ρωμαιοκαθολικισμό στον οποίο τα διάφορα οράματα, τα δακρύζοντα αγάλματα και οι ζωές των αγίων θεωρήθηκαν κατασκευάσματα ενός διεφθαρμένου ιερατείου. Οι ιστορίες αφθονούσαν κατά την διάρκεια της Μεταρρύθμισης για το πώς αυτό ή εκείνο το πολύ γνωστό «θαύμα» είχε απομυθοποιηθεί. Αυτό που αντικατέστησε εκείνο τον μεσαιωνικό κόσμο ήταν μια νηφάλια ιδέα πως η Βίβλος είναι ένα βιβλίο-«Λυσάρι».

 

Πολλοί διατείνονταν πως τα θαύματα ήσαν εντελώς περιττά μετά από  την «ολοκλήρωση» της Αγίας Γραφής, αφού όλα τα απαραίτητα για τη σωτηρία περιέχονται μέσα στις σελίδες της. Τα αγγλικανικά διατάγματα (μέχρι και σήμερα) περιέχουν όρκο ο οποίος λέει:

«Πιστεύω ότι οι Γραφές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ο Λόγος του Θεού και πως περιέχουν όλα τα πράγματα που είναι αναγκαία για την σωτηρία».

Θαύματα, οράματα ή αποκαλύψεις από τον Θεό θεωρήθηκαν όχι μόνο περιττά, αλλά και με βεβαιότητα επικίνδυνα, επειδή οι πιστοί θα μπορούσαν να φαντασθούν πως τέτοια πράγματα εμπεριέχουν και κάποια αυθεντία ίση ή μεγαλύτερη εκείνης των Γραφών.

Διάφορες ομάδες μέσα στον προτεσταντικό κόσμο έχουν μάλιστα κωδικοποιήσει αυτή την ιδέα, ως ένα ζήτημα για το δικό τους θρησκευτικό δόγμα. Η ιδέα αυτή είναι γνωστή ως «Cessationism» (δηλαδή η επίσημη τάση για την ‘Παύση’ κάποιου πράγματος – προσωρινά ή μόνιμα), και αναφέρεται στην «παύση» των δωρεών του Πνεύματος. Το ίδιο το «Modern Project» (Μοντέρνο Έργο) - ειδικά κατά την εκκοσμικευμένη του αντίληψη για τον κόσμο - είναι μια εκδοχή του Cessationism.  Μάλιστα οι ιδέες «Παύσης» του πρώιμου προτεσταντισμού ήσαν η πρωταρχική δύναμη στην δημιουργία της ιδέας της εκκοσμίκευσης.

Η εκκοσμικευμένη κοσμοθεωρία διατείνεται πως τα πράγματα είναι ακριβώς αυτό: πράγματα. Ο κόσμος αποτελείται από μια συλλογή αυθύπαρκτων αντικειμένων (μερικά από τα οποία αναπνέουν και σκέφτονται), που ζουν εντός των ορίων και των περιθωρίων των «νόμων» της Φύσεως.  Αν πρέπει ο Θεός να γίνει γνωστός ή αντιληπτός, τότε είτε πρέπει Εκείνος να διαταράξει τους νόμους της Φύσεως, ή να αποτελεί αντικείμενο μεταξύ αντικειμένων. Ο σύγχρονος κόσμος, σύμφωνα με τα λόγια του Μαξ Βέμπερ, είναι «απογοητευμένος».  Είναι σαν να βρήκες μεν τρόπο να μπεις μέσα στην Νάρνια, μόνο που δεν μιλάει κανένα από τα ζώα εκεί, τα δέντρα έχουν αποκοιμηθεί, και η μαγεία φαίνεται να έχει πάψει να υπάρχει..

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε. Είναι επίσης μια αντίληψη που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνει το πώς εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, είτε σκόπιμα είτε όχι. Η εκκοσμίκευση είναι το προεπιλεγμένο υπόβαθρο για όσους έχουν γεννηθεί μέσα στην σύγχρονη κουλτούρα: στον κόσμο που είναι άλαλος.

Αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με την παραδοσιακή (ορθόδοξη) χριστιανική αντίληψη: Μονάχα ο Θεός είναι αυθύπαρκτος. Όλα τα άλλα όχι μόνο εξαρτώνται από Αυτόν για την ύπαρξη και την συνέχισή τους, αλλά συντηρούνται κάθε λεπτό, μόνο από το θέλημα και την καλοσύνη Του. Ως εκ τούτου, ο ίδιος ο κόσμος είναι μια φανέρωση των «θεϊκών ενεργειών» (οι ενέργειες και τα έργα του Θεού). Αυτές οι ενέργειες και τα έργα του Θεού δεν γίνονται «εξ αποστάσεως», γιατί οι ίδιες οι πράξεις και τα έργα Του είναι αφ’ εαυτού τους ο Θεός – ο Οποίος είναι και ουσία και ενέργειες. Και, παρόλο που τα αποτελέσματα των πράξεων και των έργων Του δεν είναι τα ίδια ο Θεός (το δέντρο που συντηρεί δεν είναι Εκείνος), εντούτοις, τα αποτελέσματα δεν μπορούν να υπάρξουν χωριστά από Αυτόν («μέσα σε Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε» – Πράξεις 17: 28). Το «Cessationism» θα αποτελούσε ανυπαρξία.  Όχι μόνο συνεχίζονται τα θαύματα, όχι μόνο όλα όσα βλέπουμε είναι ένα διαρκές, παραμένον θαύμα (μέσα του και εμείς)·  μόνο το θαύμα υπάρχει.

Η αντίληψή μας για τον Θεό και η σχέση μας με Εκείνον είναι εγγενώς δύσκολες για ένα σύγχρονο ή εκκοσμικευμένο μυαλό: «Για εμάς, ο κόσμος είναι άλαλος, και τον Θεό επίσης Τον αντιλαμβανόμαστε ως εξίσου άλαλο. Ως εκ τούτου, εμείς πιστεύουμε πως είτε δεν υπάρχει, ή δεν επιθυμεί να γίνει γνωστός.» 

Από την θέση όμως του κλασικού Χριστιανισμού, όπου υπάρχει μόνο το θαύμα, έτσι υπάρχει μονάχα η δράση και το έργο του Θεού παντού.  Και γι' αυτό  διαβάζουμε κάτι σαν αυτό, μέσα στην Γραφή:

Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος ο Θεός ημών: Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου!

Ομολογώντας πως έτσι έχουν τα πράγματα, έρχεται σιγά-σιγά μια αλλαγή στην αντίληψή μας - η οποία αντιπροσωπεύει την απάρνηση του Μοντέρνου Έργου. Ένας άλλος τρόπος να το περιγράψουμε αυτό θα ήταν να πούμε ότι ολόκληρη η Δημιουργία είναι ένα μυστήριο. Ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας, ως Σώμα και Αίμα Χριστού, δεν αποτελούν εξαιρέσεις:  ίσα-ίσα, αποκαλύπτουν την αλήθεια της Δημιουργίας. Το ολόκληρο των πάντων μας δίνεται για μετάληψη.

Η Ευχαριστία επίσης αποκαλύπτει κάτι από τη φύση ή τον χαρακτήρα των θείων ενεργειών του Θεού (τις πράξεις και το θέλημά Του). Ο Θεός που γίνεται γνωστός μέσα στην Θεία Ευχαριστία είναι ο σταυρωθείς και αναστηθείς Χριστός. Είναι το Πασχάλιο Μυστήριο - ο Θεός που αυτό-κενώνεται και εισέρχεται στο βάθος και το κενό των παθών μας για να γεμίσει τα πάντα με την αγάπη Του.  Με το που λένε στον σύγχρονο άνθρωπο πως τα πάντα συντηρούνται από το θέλημα και την δράση του Θεού, εκείνος συχνά μεταπηδά στα πολλά τραγικά βάσανα μέσα στον κόσμο - σαν αυτή η απόκριση να αντικρούει εκείνη την πραγματικότητα, ή να υποδηλώνει την ανικανότητα του Θεού.  Όμως αυτοί έτσι φαντάζονται ένα Θεό άλλο από τον Χριστό που σταυρώθηκε: ένα Θεό ξέχωρα από το Πάσχα Του.

Η Ανάσταση του Χριστού είναι η αποκάλυψη της καλής θέλησης του Θεού, η υπόσχεση της τελικής έκβασης όλων των πραγμάτων. Είναι ο κόσμος που «συγκεντρώνεται σε ένα … εν Χριστώ Ιησού», που ενώνεται με την ανάστασή Του μέσω των παθών και του θανάτου Του (εντός αυτών).

Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο προσευχόμαστε και λατρεύουμε, και στο οποίο ερχόμαστε να αντιληφθούμε τον Θεό (με αυτό που οι πατέρες περιγράφουν ως «νοητική» ικανότητα). Προσευχόμαστε και αφουγκραζόμαστε και νομίζουμε πως υπάρχει μόνο η σιωπή. Αυτό όμως είναι ακριβώς η κοσμική αντίληψη. Τα πάντα γύρω μας και εμείς οι ίδιοι υπάρχουμε, συντηρούμενοι από τη φωνή του Θεού. Η ύπαρξή των πάντων είναι το εύγλωττο της καλής Του προαίρεσης.

Τι γίνεται όμως με τα θαύματα; Αν ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα θαύμα, τότε τι γίνεται με εκείνα τα πράγματα που συνήθως περιγράφονται ως θαύματα; Πρώτον, δεν ανήκουν σε ξεχωριστή κατηγορία. Το ότι κάποιος θεραπεύεται ακαριαία από μια ασθένεια δεν ανήκει σε μια κατηγορία εξαίρεσης: είναι ένα θαύμα ανάμεσα στα θαύματα που συμβαίνουν με τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπουμε την αλήθεια η οποία διαφορετικά μπορεί να έμοιαζε κρυμμένη. Ο κίνδυνος στα θαύματα για το μοντέρνο μυαλό είναι να τα θεωρεί εξαιρέσεις. Κάνοντας αυτό, φανταζόμαστε τον κόσμο χωρισμένο σε θαυμαστό και συνηθισμένο.

Όταν προσευχόμαστε, αν περιμένουμε το «θαυμαστό» (με τη σύγχρονη έννοια), θα κουραστούμε με το κοινότυπο της εμπειρίας μας. Φανταζόμαστε ότι δεν ακούμε τίποτα, γιατί έχουμε ήδη αποφασίσει ότι ο ήχος του συνηθισμένου δεν είναι κάτι το θαυμαστό. Εγώ πάντα προειδοποιώ τους ερωτώντες και τους κατηχουμένους στην Εκκλησία να είναι έτοιμοι να αισθανθούν πλήξη. Αν και οι Ορθόδοξες λειτουργίες μπορεί να είναι όμορφες και βαθιές, δεν είναι πιο όμορφες και βαθιές από τον κόσμο γύρω μας. Ο σύγχρονος νους βαριέται το λεγόμενο «συνηθισμένο», επειδή έχει συνηθίσει σε περισπασμούς που παίζουν με τα πάθη του. Η «πλήξη» είναι αυτό που παθαίνεις όταν δεν σε «διασκεδάζουν» – πρόκειται για ένα σύγχρονο φαινόμενο.

Ο Χριστιανισμός δεν ξεκινά ως μια συζήτηση περί της εσωτερικής ζωής. Η χριστιανική πίστη ξεκινά με τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Αυτή η πραγματικότητα, που εκτείνεται και ενοποιεί τα πάντα, είναι και παρούσα ως σημείο μέσα στην Ιστορία, με άφθονες μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων, και ως μια αιώνια και αεί παρούσα στιγμή που υπάρχει πριν από όλα και για την οποία υπάρχουν όλα τα πράγματα. Ανεξάρτητα από τα δικά μας υποκειμενικά ερωτήματα, η αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα του θανάτου και της ανάστασης του Χριστού παραμένει.

Η ίδια η υποκειμενικότητα - ο κόσμος όπως τον βιώνουμε μέσα στο κεφάλι μας - είναι διαβόητα μεταβλητή, και αποτυγχάνει σε κάθε τεστ αξιοπιστίας. Είναι η χίμαιρα της ύπαρξής μας και δεν μπορεί ποτέ να είναι το θεμέλιο της.

Πριν από χρόνια, όταν ήμουν στο κολέγιο, έπαθα μια σοβαρή κρίση κατάθλιψης. Νοσηλευόμουν για μια εβδομάδα. Μετά το νοσοκομείο, «με σφιγμένη γροθιά» περπάτησα τον δρόμο μου μέσα στον κόσμο και βρήκα ένα μονοπάτι πίσω στη λογική. Ένα από αυτά τα μονοπάτια ήταν να μην εμπιστεύομαι την υποκειμενική μου εμπειρία. Τίποτα δεν μου «ακουγόταν διασκεδαστικό» (αυτή είναι η φύση της κατάθλιψης).  Όμως σκέφτηκα πως χρειαζόταν να διασκεδάσω, και αποφάσισα να αντιμετωπίζω την διασκέδαση ως αντικειμενική δραστηριότητα. Η (νυν) σύζυγός μου και εγώ αρχίσαμε να κάνουμε πράγματα που ήταν «το είδος των πραγμάτων που κάνουν οι άνθρωποι για διασκέδαση», σε μια προσπάθεια να διδάξω τον εγκέφαλο και το σώμα μου πώς να κάνουν κάτι που είχαν απωλέσει. Ήταν πολύ θεραπευτικό.

Είναι μεγάλη η χαρά όταν ο εσωτερικός και ο εξωτερικός μας κόσμος συμφωνούν. Η παράδοση περιγράφει ένα μοτίβο ζωής που ενισχύει τη «νοητική» αντίληψη, και συνεπώς την επίγνωσή μας για την κοινωνία με τον Θεό. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό το μοτίβο συνίσταται στην σίγαση των παθών και την απόκτηση εσωτερικής αταραξίας. Αλλά αυτό το πρότυπο, ή το αποτέλεσμά του, είναι απλώς μια περιγραφή κάποιου στοιχείου μέσα στην πνευματική ζωή, το οποίο έχει αξία· δεν είναι η βάση ή το θεμέλιό της.

Ως ένα μεγάλο βαθμό, ο σύγχρονος σκεπτικισμός «βλέπει» ένα κόσμο του οποίου το «συνηθισμένο» της ύπαρξης δεν έχει καμία σχέση με το θαυμαστό.  Έτσι, η ύπαρξή μας και ο προνοητικός χαρακτήρας του κόσμου περιορίζονται στις τυχαίες λειτουργίες της τύχης. Ο κόσμος είναι αδρανής και αδιαφανής και δεν λέει τίποτα για τον Θεό. Ως εκ τούτου, μόνο το εξαιρετικό, το «θαύμα» (με τη σύγχρονη έννοια), μπορεί να αποκαλύψει τον Θεό. Είναι απαίτηση, να συμφωνήσει ο Θεός να είναι ένας κοσμικός Θεός - να απορρίψει τον κόσμο Του ως ένα μυστήριο.

Η Ορθόδοξη ζωή είναι η συναίνεσή μας πως ο κόσμος είναι μυστήριο, καθόσον μας αποκαλύπτεται με τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Δεν πιστεύουμε στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού ΕΠΕΙΔΗ βλέπουμε τον κόσμο ως μυστήριο, αλλά το αντίστροφο. Μας διδάσκει πως η πληρότητα της ύπαρξής μας φτάνει κάτω από την επιφάνεια, και μέσα στην πρόνοια της καλής θέλησης του Θεού η οποία ενεργεί παντού και σε όλα τα πράγματα. Το ότι το «βλέπουμε» αυτό είναι πάντοτε ένα δώρο και μια χαρά· είναι όμως δύσκολο πράγμα, σε ένα κόσμο του οποίου η αυτο-εξήγηση έχει κρατήσει 500 χρόνια με αμείλικτη απογοήτευση και με αντι-μυστηριακή θέση..

Άραγε θα εκλείψουν ποτέ τα θαύματα;

Δημιουργία αρχείου: 17-5-2023.

Τελευταία μορφοποίηση: 17-5-2023.

ΕΠΑΝΩ