Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες και Θεολογικά

Περιεχόμενα // Εισαγωγή // Κεφάλαιο 2ο

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ

Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία

π. Matthew Penney

 

Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ

 

Πρώτο Κεφάλαιο

Η γνώση κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο

Προκειμένου να εξετάσουμε τις απόψεις του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου σχετικά με τη φύση και το ρόλο της ακαδημαϊκής θεολογίας, είναι απαραίτητο πρώτα να αναλογιστούμε τα σχετικά με την κατανόηση της γνώσης του Θεού. Τα γραπτά του πατέρα Σωφρόνιου είναι γεμάτα με παραδείγματα που δείχνουν μια πολύ λεπτομερή και προσεκτική κατανόηση της φύσης της ανθρώπινης γνώσης και ιδιαίτερα τον τρόπο πρόσκτησής της. Αν κάποιος δεν αποκτήσει σαφή αντίληψη της γνώσης αυτής, καθώς και των διακρίσεων που την χαρακτηρίζουν, θα είναι αδύνατο να καταλάβει με κάθε σαφήνεια τις απόψεις του π. Σωφρόνιου σχετικά με την ακαδημαϊκή θεολογία.

Ο π. Σωφρόνιος ήρθε σε επαφή με πολλές και διαφορετικού είδους επιρροές κατά τη νεαρή του ηλικία. Ο Υιός του ανιψιού του, ο π. Νικόλαος Ζαχάρωφ (Σαχάρωφ) σημειώνει:

Γεννήθηκε στη Ρωσία, αλλά έζησε στη Δύση. Καταγόμενος από αστική οικογένεια, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως καλλιτέχνης. Αν και ανατράφηκε ως Χριστιανός, γνώρισε και το μη Χριστιανικό μυστικισμό της Ανατολής. Ζυμωμένος μέσα στο πολιτιστικό χωνευτήρι της ρωσικής διανόησης, αλλά και με την εμπειρία της αίγλης ενός πετυχημένου καλλιτέχνη του Παρισιού, εγκαταλείπει τα εγκόσμια ενδυόμενος το μοναχικό σχήμα και ζώντας ως ερημίτης σε συνθήκες έσχατης πτωχείας. Ως Ιερέας ποίμανε χιλιάδες ανθρώπων με την καρδιά του πάντα ανοιχτή σε όλους και σε καθέναν ξεχωριστά. [10]

Αυτό ακριβώς το πολυποίκιλο της εμπειρίας του, ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί, όταν διατυπώνει τις ιδέες και τη θεολογία του. Δεν διστάζει να χρησιμοποιεί την ορολογία και τις διατυπώσεις των θεολόγων και των φιλοσόφων της εποχής του[11] ακόμα κι αν δεν είναι πάντα σύμφωνος μαζί τους. Σκοπός του είναι να εντοπίσει το κατάλληλο εργαλείο για να αποδώσει τη δική του χαρισματική εμπειρία με λεκτικά σχήματα[12], σχήματα τα οποία απευθύνονται και συνάδουν με τη γλώσσα των συγχρόνων του. Ως εκ τούτου, επαναπροσφέρει τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων ως «οίνον νέον εις ασκούς καινούς» (Ματθαίος 9, 17). Στη βάση όλων αυτών θα εξετάσουμε την γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου.

Α) Η θεολογική γνωσιολογία

1. Τρεις μορφές γνώσης στους ανθρώπους

Στα γραπτά του π. Σωφρονίου διατυπώνεται μια διάκριση για τρεις βαθμίδες ωριμότητας -τύπους ανθρώπων[13], οι οποίοι δε διακρίνονται με βάση τις «εγγενείς» ικανότητες, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο προχωρούν για την απόκτηση της γνώσης του Θεού.

Ο πρώτος τύπος αναφέρεται σ' αυτόν που με πίστη και άσκηση, χωρίς να καταφεύγει σε κάποια συγκεκριμένη διανοητική δραστηριότητα, αποκτά ένα είδος υπαρξιακής γνώσης του Θεού μέσα από την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι ομολογητές, οι μάρτυρες και οι απλοί μοναχοί[14] ή πιστοί.

Ο δεύτερος τύπος ανθρώπου συνοψίζεται στην «επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς»[15], ο οποίος διαθέτει διανοητικές ικανότητες και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα αλλά δεν κατέχει την αληθινή πίστη και δεν διάγει ασκητικά.

Ο τρίτος τύπος αναφέρεται στο άνθρωπο που είναι σε θέση να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά των δύο προηγούμενων περιπτώσεων. Σε αυτήν την τρίτη ομάδα υπάγονται οι Μεγάλοι και Οικουμενικοί δάσκαλοι της Εκκλησίας οι μεγάλοι θεολόγοι που συνδυάζουν τη ζωντανή πίστη με τις διανοητικές ικανότητες με συνέπεια να εκφράζουν αυτή τη ζωντανή πίστη ως δόγματα και διδασκαλίες της Εκκλησίας. Λέγει ο π. Σωφρόνιος: «Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα»[16]. Αυτή η περίπτωση βρίσκει την καλύτερή της αντιπροσώπευση σε αυτό το τρίτο είδος ανθρώπων. Σε άλλο σημείο τονίζει: «Όταν κάποιος έχει άγια και αναμάρτητη ζωή, η διανοητική γνώση μπορεί να παράγει θαυμάσιους καρπούς. Αντιθέτως, μία γνώση χωρίς αγάπη δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο»[17]. Στη βάση αυτών των τριών τύπων ανθρώπων σ' αυτές τις τρεις διακρίσεις κατά την απόκτηση της γνώσης του Θεού[18] θα αναδείξουμε τα ουσιαστικής σημασίας στοιχεία για την κατανόηση των θέσεων του π. Σωφρόνιου περί της ακαδημαϊκής θεολογίας.

 

2. Γνώσις προσωπική

Το μεγάλο ερώτημα σχετικά με την γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου είναι το πώς αποκτάται η γνώση και κυρίως η γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος προσφέρει έναν πολύ περιεκτικό ορισμό της γνώσης:

Για μας γνώση είναι πρωτίστως η μετοχή στην ίδια τη ζωή, η προσωπική επαφή, η προσωπική συνομιλία, η κοινωνία στο Είναι, η ταύτιση με αυτόν που θέλουμε να γνωρίσουμε. Η έννοιά μας για τη γνώση περικλείει μέσα της τα στοιχεία εκείνα που δεν βλέπουμε στις άλλες απόψεις για τη γνώση. [19]

Σε αυτό το απόσπασμα παρατηρούμε ότι η γνώση είναι «προσωπική», δηλαδή, αναφέρεται πάντοτε σε μια κοινωνία μεταξύ προσώπων[20]. Η κοινωνία αυτή συνίσταται στη «μετοχή της ίδιας της ζωής» και μάλιστα σε κοινωνία «στο Είναι». [21] Αρχικά θα εξετάσουμε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της γνώσης του Θεού ως προσωπικής γνώσης.

Σε αυτή την πτυχή, διακρίνουμε ένα από τα κύρια θέματα που συνέχουν στο σύνολό τους τα γραπτά του π. Σωφρόνιου· η έμφαση στην υπόσταση-πρόσωπο και ιδιαίτερα στο ρόλο που διαδραματίζει στη σχέση Θεού και ανθρώπου[22]. Θα τοποθετηθούμε παραθέτοντας μια εξαιρετική σύνοψη του π. Νικολάου (Σαχάρωφ):

Η έννοια της γνώσης στον γέροντα Σωφρόνιο είναι στενά συνδεδεμένη με την περί προσώπου διδασκαλία του: η αληθής γνώση είναι πάντοτε προσωπική. Ο ίδιος εκκινεί απ' τη διαπίστωση ότι «η οντολογική γνώση είναι αποτέλεσμα υπαρκτικής κοινωνίας, όχι μία διανοητική εικασία». Συνεπώς, ό,τι δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε, δεν μπορούμε και να γνωρίσουμε… Έτσι, η θεογνωσία αναφέρεται πάνω απ' όλα στην υποστατική πτυχή της ύπαρξης· ερχόμαστε σε επίγνωση του Θεού στο επίπεδο του προσώπου Του, όχι της ουσίας Του. Μιλώντας για τη γνώση του Θεού, ο γέροντας Σωφρόνιος μετέρχεται προσωπικών και εικονολογικών γλωσσικών μέσων: ο άνθρωπος έρχεται εις γνώσιν του Θεού «πρόσωπον προς Πρόσωπον»23

Το παραπάνω απόσπασμα, άκρως διασαφηστικό, περιγράφει τη γνώση του Θεού ως κάτι προσωπικό, είναι υποστατική. Για τον π. Σωφρόνιο, η γνώση είναι μια συνάντηση «πρόσωπο με πρόσωπο», εμπειρία και ό,τι αυτό συνεπάγεται24. Δεν πρόκειται για τη συλλογή στοιχείων ούτε για διανοητική αξιολόγηση ενός αντικειμένου, που ακολουθείται από τη συστηματική καταγραφή του και αφομοίωση αυτών που έχουμε προσεγγίσει. Πρόκειται για μια συνάντηση που αφορά τον όλο άνθρωπο, το νου, το πνεύμα, την καρδιά, την ψυχή και το σώμα25. Πρόκειται για μια διαδικασία που εδράζεται στη συναίνεση και την ελεύθερη βούληση κάθε υπόστασης-προσώπου: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποχρεώσει26 τον Θεό σ' αυτή τη συνάντηση. Ο Θεός δεν υποχρεώνει τον άνθρωπο να συμμετάσχει σ' αυτή τη διαδικασία. Αναμένει την ελεύθερη ανταπόκριση του λογικού δημιουργήματος. Ο π. Σωφρόνιος γράφει: «Το άναρχον απόλυτον οο Θεός εφανερώθη εις ημάς ως Υποστατικόν Ον. Η γνώσις του Θεού υφ' ημών των κτιστών υποστάσεων είναι διμερής πράξις: του Παρέχοντος και του αποδεχομένου. Η γνώσις αυτή φέρει πάντοτε προσωπικόν και ουχί αντικειμενικόν χαρακτήρα»27.

Ο π. Σωφρόνιος διευκρινίζει περαιτέρω την αναγκαιότητα αυτής της προσωπικής συνάντησης Θεού και ανθρώπου βασιζόμενος στην υποστατική αρχή του κατ' εικόνα: «Η Υποστατική Αλήθεια γνωρίζεται δια της αυτής υποστατικής αρχής, ήτις κατετέθη εν ημίν εν τη πράξει της κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού δημιουργίας ημών»[28]. Και αλλού ακόμα πιο ευκρινώς: «Η αιωνία Αλήθεια μεταδίδεται εις την εν ημίν υποστατικήν αρχήν. Και καθώς η υπόστασις γεννάται κατάρχάς εν τω ανθρώπω μόνον δυνάμει, ούτω και το εν ημίν σπέρμα της Αληθείας οφείλει να αναπτυχθή εκ της εν δυνάμει καταστάσεως αυτού»[29]. Το πέρασμα «εκ της εν δυνάμει» καταστάσεως του σπέρματος της Αληθείας στο «να αναπτυχθή», αποτελεί τη δεύτερη πτυχή της προσωπικής γνώσης: την κοινωνία της ζωής και την κοινωνία στο Είναι.

Πριν προχωρήσουμε πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο π. Σωφρόνιος όταν μιλά για την κοινωνία στο Είναι δηλαδή, με τον Θεό δεν εννοεί μετοχή στην ουσία του Θεού. Περιγράφοντας την κοινωνία στο Είναι, ο π. Σωφρόνιος χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων: «στο Είναι»[30], «μεταδίδει… Του Είναι»[31], «εν τω Είναι αυτού»[32], «υπαρκτικής κοινωνίας»[33], «υπαρκτική ενώσει»[34], «μετέχ[ει]… ολόκληρη η ύπαρξη [μας]»[35], κ.λπ. Ωστόσο, ο ίδιος ποτέ δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «ουσία» όταν μιλάει για το ζήτημα αυτό. Ο π. Σωφρόνιος δίνει έμφαση στο περιεχόμενο αυτής της ένωσης. Η κοινωνία, που λαμβάνει χώρα, αναφέρεται στην όλη υπόσταση πρόσωπο, σύμφωνα με την οποία γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β Πέτρ. 1, 4) ώστε «ημείς θεοποιηθώμεν»[36]. Απορρίπτεται κατηγορηματικά οποιουδήποτε είδους μίξη με τη θεϊκή και υπερβατική ουσία.

 

3. Γνώσις ως κοινωνία και ένωση

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε ορισμένα επεξηγηματικά αποσπάσματα από τον π. Σωφρόνιο σχετικά με την κοινωνία της ζωής και ύπαρξης. Διαβάζουμε: «Η γνώσις του Ζώντος Θεού μεταδίδεται εις ημάς εν τη πράξει της ενώσεως ημών μετ' αυτού εν τω ιδίω αυτού Είναι»[37]. Δεν είναι μόνο η κοινωνία στο Είναι που απαιτείται για την γνώση του Θεού. Ο π. Σωφρόνιος θα φθάσει στο σημείο να επισημάνει ότι η ένωση με τον Θεό μεταδίδει στον άνθρωπο τη θεία μορφή του Είναι: «Η Αλήθεια είναι το όντως Ον, "καθώς (Τούτο) εστιν". Απεκαλύφθη εις ημάς ως το Προσωπικόν Απόλυτον Τριάς Προσώπων εν πλήρει ενότητι και ταυτότητι του Είναι. Η ένωσις μετ' αυτού μεταδίδει και εις ημάς την Θείαν μορφήν του Είναι, αμετάθετον εις τους αιώνας»[38]. Σε άλλο σημείο σημειώνει: «αποκαλύπτει εις ημάς τα μυστήρια, ουχί δι' αφηρημένης φιλοσοφίας, αλλ' υπαρκτικώς, τουτέστι συμπεριλαμβάνων ημάς εν τω Είναι αυτού ούτως, ώστε να γίνηται τούτο ημέτερον. Ούτως ακριβώς ζώμεν την δωρεάν ταύτην»[39]. Αυτό που παρατηρούμε σε αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι ότι όχι μόνο έχουμε κοινωνία στο Είναι, αλλά αυτή η κοινωνία αφορά στη γνώση της μετάδοσης της θείας μορφής ως το δώρο της μέθεξης στη ζωή του Θεού[40]· Μέσω αυτής της διαρκούς εμπειρίας ο θεοφόρος άνθρωπος οδηγείται στη γνώση: «την γνώσιν ηννόει ως κοινωνίαν εις το είναι, τουτέστιν ως την πείραν της ζώσης μετοχής εις το Θείον Φως και ουχί ως "γνωστικάς" θεολογικάς επινοήσεις»[41].

 

4. Γνώσις υπαρξιακή

Ποια είναι ωστόσο η τελική πτυχή της απόκτησης της γνώσης για τον π. Σωφρόνιο; Είναι παρόμοια με όσα περιγράψαμε παραπάνω αλλά προσδίδει μια ελαφρώς διαφορετική έμφαση. Δεν είναι μόνο η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια «προσωπική κοινωνία στο Είναι», αλλά αυτή η κοινωνία είναι «υπαρξιακή», δηλαδή εμπειρική[42]. Θα λέγαμε είναι απλά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Η γνώση για να έχει τα γνωρίσματα του υποστατικού-προσωπικού και του δυναμικού, θα πρέπει την ίδια στιγμή να είναι εμπειρία που μοιράζεται (ή μετέχεται στην περίπτωση με τον Θεό) ανάμεσα σε δύο ξεχωριστές υποστάσεις-πρόσωπα Με άλλα λόγια, είναι υπαρξιακή. Διαφαίνεται επίσης μια οξύτερη αντίθεση μεταξύ της διανοητικής, θεωρητικής γνώσης και της υπαρξιακής ή βιωματικής.

Θα επανέλθουμε στον π. Νικόλαο (Σαχάρωφ) και ποιο συγκεκριμένα σε μία του τοποθέτηση:

Η βασική αυτή αντίθεση που επισημαίνει ο υπαρξισμός (προσωπική υποκειμενικότητα σε αντιδιαστολή προς την απρόσωπη αντικειμενικότητα) μοιάζει να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο γέροντας Σωφρόνιος έβλεπε τη γνώση. Στο επίπεδο της θεολογίας, ο υπαρξισμός τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα "αντικείμενα" της επιστήμης και της θεολογίας. Η γνωσιολογική αντίθεση επιστήμης και θρησκείας περιγράφεται από τον υπαρξισμό ως η διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική συμμετοχή και την αντικειμενική αποστασιοποίηση η ανάμεσα στη σφαίρα της προσωπικής αυτοσυνειδησίας και τη σφαίρα των απρόσωπων αντικειμένων. 42

Η σύνδεση μεταξύ «προσωπικής κοινωνίας» και του υπαρξιακού ή εμπειρικού χαρακτήρα της είναι προφανής όταν έρχεται σε αντίθεση με τις «αντικειμενικές», «απρόσωπες», και θεωρητικές γνώσεις των επιστημών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εφαρμόζεται στον Θεό ο οποίος είναι ακατάληπτος. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του να γνωσθεί ο Θεός ως «αντικείμενο» σχετίζεται με την απρόσωπη σύλληψη Αυτού. Καταγίνεται με το ζήτημα αυτό σε διάφορα σημεία των γραπτών του43. Ωστόσο ο ίδιος δεν ισχυρίζεται ότι η γνώση των φιλοσόφων και των επιστημόνων είναι ψευδής γνώση, αλλά ότι είναι ελλιπής, αποσπασματική, αφού είναι μονόπλευρη, αποκλειστικά αφορά τα του ανθρώπου44. Τα οποία σοβαρά προβλήματα προκύπτουν είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά της θεοποίησης της αποσπασματικής γνώσης που επιδιώκει την υποταγή ή την απόρριψη της υπαρξιακής45. [46]

Η υπαρξιακή γνώση ως βιωματική περιλαμβάνει επίσης και αποσπά ενέργεια από την πλευρά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό οντολογικά[47] και αποκτά γνώση και εμπειρία:

Ούτος ο Θεός, εν τω απ' αιώνος Είναι αυτού, είναι η αναζητουμένη υφ' ημών απόλυτος Αλήθεια. Η γνώσις της Αληθείας ταύτης είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ελεύσεως εν ημίν της δυνάμεως αυτής, δια της υπαρκτικής ενώσεως μετ' αυτής… Η υπαρκτική γνώσις της Αληθείας δίδεται εις ημάς ως δώρον αγάπης του Δημιουργού προς την λογικήν κτίστιν. [48]

Αυτό το δώρο της αγάπης με τη σειρά του επιτρέπει και ενθαρρύνει τον άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του Θεού την κοινωνία στο Είναι. Η οδός «προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος» ταυτίζεται με την τήρηση των εντολών του Θεού: «Η διαλεκτική ημών διανόησις δεν συμπίπτει προς τα δεδομένα της Αποκαλύψεως. Και ο Κύριος δεν προσεπάθησε καθ' υπερβολήν να εξηγήση το Μυστήριον τούτο, αλλ' υπέδειξεν εις ημάς την οδόν προς την υπαρκτικήν κατανόησιν του Προαιωνίου Όντος: την οδόν των εντολών»[49].

Είναι σημαντικό πριν στραφούμε στις θέσεις του γέροντα Σωφρονίου περί των φιλοσοφικών και επιστημονικών μεθόδων για την απόκτηση της γνώσης, να κάνουμε μία διευκρινιστική παρέμβαση. Ενώ ο π. Σωφρόνιος ήταν γνώστης του φιλοσοφικού και θεολογικού υπαρξισμού των αρχών του 20ου αιώνα, οι ομοιότητες που έχει με αυτά τα ρεύματα σκέψης είναι μόνο εξωτερικές:

Ωστόσο παρά τα κοινά στοιχεία και τις πιθανές επιρροές σε φιλοσοφικό επίπεδο είναι παρακινδυνευμένο και λάθος να θεωρήσουμε ότι η γνωσιολογία του εν λόγω συγγραφέα πηγάζει από τον υπαρξισμό, ή έστω στηρίζεται σε αυτόν κατά ένα μέρος της. Η γνώση στην οποία στοχεύει ο υπαρξισμός είναι κατεξοχήν υποκειμενική και ανεπιβεβαίωτη. Ο Γέρων Σωφρόνιος όμως, όλη του η θεολογία, εννοούμενη ως αποκρυσταλλωμένη δογματική συνείδηση, εκφράζεται με βεβαιότητα και παρρησία. [50]

Ο π. Σωφρόνιος αντικρίζει την φιλοσοφική κουλτούρα της εποχής του και την χρησιμοποιεί ως μέσο για να εκφράσει με ακρίβεια τη δική του «προσωπική κοινωνία στη ζωή και στο Είναι του Θεού» σε μια κατ' ουσίαν υπαρξιακή, και όχι διανοητική, συνάντηση.

Στην Γνωσιολογία του π. Σωφρόνιου συναντούμε περιγραφές του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να αποκτήσουν τη γνώση καθώς και τις διακριτές ομάδες στις οποίες οι άνθρωποι τελικά εντάσσονται. Με βάση την προαναφερθείσα ανάλυση της υποστατικής αρχής για την απόκτηση της γνώσης και ιδιαίτερα της γνώσης του Θεού, ως προσωπικής, ζωντανής και υπαρξιακής, θα προσεγγίσουμε τις αντιλήψεις του π. Σωφρονίου περί της φιλοσοφικής και επιστημονικής γνώσης. [51]

 

Σημειώσεις:


10.  Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 19(13).

11.  Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 34-35: «η ορολογία της θεολογίας του [π. Σωφρονίου] επηρεάσθηκε εξωτερικά από τα φιλοσοφικά ρεύματα που συνάντησε στην εποχή του, στους τόπους όπου έζησε. »

12. βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ ), I Love Therefore I Am, σελ. 11: "Fr. Sophrony enriches his theological language with ideas that go beyond the traditional means of expression of 'classical' theology. He absorbs the riches of world philosophy, literature, poetry, art. Through his own mystical experience he integrates these different layers of thought into one single vasion. This latter makes up what we may call the 'teaching of Archimandrite Sophrony'".

13. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99(62). Για μια παρόμοια διάκριση, αλλά με βάση τις "εγγενείς" ικανότητες, βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Jesus Christthe Life of the World", ένα άρθρο που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια Συνεδρίας του ΠΣΕ, στη Δαμασκό, 5-9 Φεβρουαρίου 1982, και δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο Xenia Oecumenica, τομ. 39, σελ. 232-278, http://www.romanity.org/htm/rom.19.en.jesus-christ-the-life-of-the-world.01.htm. Και βλέπε Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), σελ. 29-30.

14. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

15. Περί προσευχής, σελ. 99(62), και βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 310(204). «Η μακραίων πείρα της ακαδημαϊκής θεολογίας απέδειξε μετά πειστικότητος ότι είναι δυνατόν να έχη τις ευρείαν πολυμάθειαν επί του πεδίου της επιστημονικής θεολογίας και μη έχων ζώσαν πίστιν, τουτέστιν αγνοών πλήρως τον Θεόν. Εν τοιαύταις περιπτώσεσιν η θεολογία αποβαίνει διανοητική ενασχόλησις, ως και η νομική επιστήμη. Ως αυτή διαφέρει εις εκάστην χώραν, ούτω και η θεολογία διαφοροποιείται εν τω πλήθει των διηρημένων ομολογιών».

16. Περί προσευχής, σελ. 99(63-64).

17. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Πνεύματος και Ζωής, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρου), Έσσεξ, 1995, σελ. 57(42).

18. Πρέπει να τονίζουμε ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι στατική. Οι άνθρωποι βιώνουν μία δυναμική πραγματικότητα κινούμενοι είτε προς το καλό, είτε προς το κακό.

19. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, μεταφραστής Αρχιμ. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Εσσεξ, 2010, σελ. 204.

20. Ακόμα και όταν μιλάμε για γνώση του κτιστού κόσμου από τους επιστήμονες και φιλοσόφους, ο π. Σωφρόνιος δηλώνει ότι το πρώτο βήμα για την απόκτησή της είναι η υπόσταση-πρόσωπο ως βάση της. Το αντικείμενο που θα μελετηθεί, είναι το αντικείμενο της "αγάπης" του επιστήμονα, και ως εκ τούτου, η σχέση είναι προσωπική. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 205.

21. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ορθόδοξη θεολογία και ζωή: Μελέτες συστηματικής θεολογίας, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 230. «Στην Ορθόδοξη θεολογία η αλήθεια είναι πράγμα, η πρόσβαση σ' αυτήν προσωπικό γεγονός και η γνώση της βιωματική, γιατί προκύπτει ως άμεση μετοχή του ανθρώπου σ' αυτήν».

22. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, κεφ. ιγ(σελ. 293-348), Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, κεφ. Γ(σελ. 97-130). Παράβαλλε Σελ. 97(69), «Τι σημαίνει πρόσωπο; Το ερώτημα αυτό αγγίζει τον πυρήνα της θεολογίας του Γέροντα Σωφρονίου και τίθεται στο επίκεντρο της θεολογικής του "προσοχής" κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του· μάλιστα, η έννοια του προσώπου έρχεται να αποτελέσει τον άξονα του τελευταίου του βιβλίου, Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί». Επίσης βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, Εσσεξ, 2000, κεφ. Α(σελ. 23-55), κ.λπ.

23. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64(46), 66(48), Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 267(173). Για την «προσωπική κοινωνία» και αυτήν της «πρόσωπον προς Πρόσωπον», βλέπε Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 49(37).

24. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 164(105), «Και έδωκεν Ούτος εις ημάς την ευλογίαν να γνωρίσωμεν Αυτόν ως Πρόσωπον και να ίδωμεν εαυτούς ανυψουμένους εις το είδος τούτο του είναι δια της εις αυτού πίστεως, δια της συναντήσεως ημών μετ' αυτού εν πλήρει υπαρκτικη ενώσει και δια της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας ημών».

25. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203., «Η γνώση είναι πράξη, στην οποία πρέπει να μετέχουν και ο νους-πνεύμα, και η καρδιά-ψυχή, και το σώμα· και η συνείδηση και η λογική και η θέληση και το αίσθημα… Με άλλα λόγια ολόκληρη η ύπαρξη, στο σύνολο όλων των "δυνάμεών" της». Βλέπε επίσης, όπου πριν, σελ. 18.

26. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν μπορεί να υποχρεώσει τον Θεό από άσκηση ή ελεημοσύνη να δώσει αυτομάτως στον άνθρωπο την Θεία Χάρη ή την θεοπτία. Αντίθετα, ο άνθρωπος τηρεί τις εντολές του Χριστού ως προετοιμασία για αυτή την συνάντηση με τον Θεό.

27. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 163(104), και 408(231): «Εφ' όσον αυτή η εν ημίν ελευθέρα αρχή ουδένα επιδέχεται εξωτερικόν εξαναγκασμόν, η ένωσις ημών μετά της Αληθείας εξαρτάται ουχί μόνον εκ του παρέχοντος Θεού, αλλά και εκ του αποδεχομένου ανθρώπου. »

28. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 408.

29. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 404.

30. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 204.

31. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 249(158).

32. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326 (209).

33. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64(46). Βλέπε Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Η ζωή Του ζωή μου, Θεσσαλονίκη, 19862, σελ. 38 «Είναι αναγκαίο να προχωρούμε από αφηρημένες ιδέες σε υπαρκτές δηλαδή οντολογικές κατηγορίες.».

34. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 164(105).

35. Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 203.

36. M. Αθανασίου, Περί της ενσαρκώσεως τον Λόγου, PG 25,192: B, 54. Βλέπε Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, «γ1. Περί της του Λόγου σαρκώσεως και κατά τίνα τρόπον δι' ημάς εσαρκώθη»,Λόγοι, Βίβλος των ηθικών, Λόγος α'. «Έλαβεν ο Θεός Λόγος ην κατά φύσιν ουκ είχε σάρκα και εγένετο άνθρωπος, Όπερ ουκ ην· μεταδίδωσι τοις πιστεύουσιν εις αυτόν της αυτού θεότητος, ην ουδείς ούδέπω αγγέλων η ανθρώπων εκτήσατο, και γίνονται θεοί, Όπερ ουκ ήσαν, θέσει και χάριτι», http://www.orthodoxfathers.com/logoiagioysymeonneoytheologoy/gperitislogoysarkoseostinatropondiimasesarkothi.

37. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 163(104). Βλέπε Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 34, «Έτσι, η πραγματική και αληθινή γνώση του Θεού αποκτιέμαι, είναι εφικτή, μόνο με την κοινωνία του Όντος, μια κοινωνία που σημαίνει αγάπη». Παράβαλλε όπου πριν, σελ. 18 & 28. Επίσης βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), «Ο μοναχικός βίος κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος, 2008.

38. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 249(158).

39. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

40. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 219, Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 61(44), και Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η σημασία του δόγματος στους διαλόγους με τους ετεροδόξους για την εν Χριστώ ενότητα, Μεταπτυχιακό μάθημα, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2011-2012, σελ. Δ (του 15): «Βιώνουν τη χαρισματική σχέση με τον Θεό δια της Ακτίστου θείας Χάριτος, μέσω της ίδιας δηλαδή της Θεότητας. Αυτός είναι ο λόγος, που μπορούμε να μιλάμε κυριολεκτικά για άμεση και προσωπική σχέση με τον ίδιο τον Θεό» (Στο διαδίκτιο, http://www.impantokratoros.gr/B47A1797.El.aspx ).

41. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 19957, σελ. 185(143-44). Βλέπε Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), άσκηση και θεωρία, μεταφραστής Ιερομον. Ζαχαρίας (Ζάχαρος), Έσσεξ, 20102, σελ. 130, και Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τον Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 326(242).

42. Βλέπε Η ζωή Του ζωή μου, σελ. 36, «Η θεωρία είναι υπόθεση όχι λεκτικών τύπων αλλά ζωντανής πείρας… ».

43. Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69-70(50-51).

44. Βλέπε Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 112(140-41), άσκηση και θεωρία, σελ. 110-11, Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 362, Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 64- 65(47) και Αρχιμ. Αρσενίου (Adnan) Dahdal, Η θεολογική γνωσιολογία στον π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ, σελ. 17 & 25.

45. Βλέπε Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, σελ. 204, «Αλλά και όλα, όσα λένε οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι και κάθε άνθρωπος γενικά, είναι επίσης γνώση… [αλλά] η δική μας [αντίληψη] είναι πληρέστερη και τελειότερη. Η δική τους έννοια είναι πάντοτε αποσπασματική, κατά κάποιον τρόπο μονόπλευρη… ».

46. Για ένα ενδιαφέρον άρθρο στα αγγλικά για τη σύγχρονη άποψη ότι λείπει η αντικειμενικότητα από την θεολογία, βλέπε “Theology as Knowledge”, First Things, May 2006: http://www.firstthings.com/article/2007/01/theologvasknowledge-33 .

47. Βλέπε Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 343, «Όταν γίνηται λόγος περί οντολογικής γνώσεως του υποστατικού Θεού, έχομεν υπ' όψιν την κοινωνίαν εν τω είναι και ουχί την γυμνήν διανοητικήν αντίληψιν του θέματος», και όπου πριν. σελ. 91(58).

48. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 408(231).

49. Οψώμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 339(215), και βλέπε όπου πριν , σελ. 215(136).

50. Νικολάου Γ. Κόϊου, Θεολογία και εμπειρία κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, άγιον Όρος, 20072, σελ. 71. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 72(52-53). Για μια σύντομη παρουσίαση του λεγομένου «υπαρξισμού» του π. Σωφρόνιος, δείτε «Υπαρξιασμός ή Παράδοση; », βλέπε όπου πριν, σελ. 74-77(54-56).

51. Βλέπε Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), Αγαπώ άρα υπάρχω, σελ. 69(50), «Συνοψίζουμε τις βασικές αρχές της θεολογίας του γέροντα Σωφρονίου: Η θεολογία δεν βασίζεται στις αρχές της "ακαδημαϊκής λογικής"· ερείδεται επί της θείας αποκάλυψης. Η θεογνωσία θεμελιώνεται σε μία προσωπική και υπαρξιακή πράξη κοινωνίας με τη θεία πραγματικότητα. Οι λέξεις "προσωπική και υπαρξιακή πράξη" (personal and existential act) μας παρέχουν το κλειδί της ανίχνευσης των γνωσιολογικών καταβολών του γέροντα Σωφρονίου».

 


Περιεχόμενα // Εισαγωγή // Κεφάλαιο 2ο


Δημιουργία αρχείου: 10-4-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 21-5-2015.

ΕΠΑΝΩ