Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες και Θεολογικά

Κεφάλαιο Α: 3 // Περιεχόμενα // Κεφάλαιο B: 2

Η Ακαδημαϊκή Θεολογία κατά τον Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιο τού Έσσεξ

Διπλωματική Μεταπτυχιακή εργασία

π. Matthew Penney

 

Εικόνα: π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Δεύτερο Κεφάλαιο: Οι προϋποθέσεις τής χαρισματικής γνώσεως

Το πρώτο που επισημαίνει ο π. Σωφρόνιος στην προσπάθεια του ανθρώπου να συλλογιστεί είναι η αρμονία με το αντικείμενο του στοχασμού. [87] Πώς αποκτάται αυτή «η αρμονία»; Σχετίζεται με τις δύο πλευρές της αυθεντικής Χριστιανικής ζωής: την πίστη στο Χριστό από τη μία πλευρά και την ασκητική ζωή από την άλλη. [88] Αυτά τα δεδομένα που λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις της χαρισματικής γνώσης.

 

Α. Η πίστη τής Εκκλησίας

Στο πρώτο κεφάλαιο αναφερθήκαμε στους τρεις τύπους ανθρώπων[89]. Ο πρώτος είναι αυτός που με πίστη και ζώντας ασκητικά αποκτά την υπαρξιακή γνώση του Θεού. Η ακλόνητη πίστη στον Χριστό και τη διδασκαλία Του κρύβεται πίσω από κάθε προσωπική εμπειρία του Ακτίστου φωτός εξαιτίας της κοινωνίας στο Είναι. Ο π. Σωφρόνιος παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του τύπου ανθρώπου, όταν γράφει: «Εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος συνήντησα το εξής σύνηθες φαινόμενον: Ο μοναχός δυνατόν να είναι όλος εν τω Θεώ, εν τω Φωτί, και το Φως τούτο εν αυτώ, παρ' αυτώ όμως δεν υπάρχει διανοητική αντίδρασις εις το γεγονός τούτο. Φαίνεται εις αυτόν φυσιολογική κατάστασις»[90]. Εδώ διακρίνουμε την αρχή ότι για την πίστη στον Χριστό δεν χρειάζεται κανείς να είναι ένας «διανοούμενος», ούτε είναι απαραίτητο να κατανοεί τα πάντα από την υπαρξιακή βίωση της κοινωνίας με τον Θεό. Ο π. Σωφρόνιος το τονίζει σε άλλο σημείο: «Η οδός ημών προς την γνώσιν του Θεού δεν διέρχεται δια των βιβλίων, αλλά δια της πίστεως εις τον λόγον του Χριστού»[91]. Η πίστη είναι απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να καταλήξει κανείς σε πραγματική γνώση του Θεού, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ 35,10).

Ο π. Ζαχαρίας, σχολιάζοντας την θεολογία του π. Σωφρονίου, θίγει αυτό το σημείο. «Από την πλευρά του ανθρώπου η βασικότερη προϋπόθεση για την εμφάνιση του Θείου Φωτός είναι η πίστη στην Θεότητα του Ιησού Χριστού.

Χωρίς πίστη δεν γίνεται καμιά προσαγωγή στον Θεό, και όλα όσα δεν προέρχονται "εκ πίστεως, αμαρτία εστίν"»[92]. Η πίστη στον Χριστό δεν είναι κάποια ασαφής «ομολογία της πίστης», αλλά η πίστη στο Χριστό ως Θεάνθρωπο. Από την αφετηρία αυτή -αναγνώριση της αληθινής υπόστασης, πρόσωπου του Χριστού- είναι δυνατό να προσεγγίζουμε σε μια προσωπική και ζωντανή κοινωνία στο Είναι. Βιώνοντας αυτή τη μυστηριακή πραγματικότητα, ο π. Σωφρόνιος σημειώνει: « Αλλ' όμως όσον παράδοξον και εάν φαίνηται τούτο, αι ακτίνες της φωτοφόρου Βασιλείας των ουρανών φθάνουν μέχρις ημών, ήδη εξ αυτής ταύτης της αρχής της πίστεως εις τον Χριστόν-Θεόν»[93].

Ωστόσο, προκειμένου να συλλάβει κανείς τη βαθύτερη έννοια αυτής της πίστης, πρέπει να ακολουθήσει έναν από τα δύο δρόμους: α) να διαθέτει παιδική απλότητα (Ματθαίος 18, 3), ή β) να γίνει ένας δια Χριστόν σαλός (Κορινθ. Α΄ 4, 10 -13)[94]. Η γνώση του Θεού δεν άρχεται ως διανοητική δραστηριότητα και κατόπιν εξελίσσεται σε Θεογνωσία. Μάλλον ο στοχαζόμενος σωπαίνει πριν από το φοβερό μυστήριο του Θεανθρώπου: «… Η μόνη οδός προς κατανόησιν της αληθείας διέρχεται δια της πίστεως και της ζώσης πείρας, τουτέστιν είναι η οδός της ιδίας της υπάρξεως»[95]. Πρόκειται για την πίστη, η οποία μαζί με την ασκητική ζωή, οδηγεί στην υπαρξιακή γνώση του υποστατικού Θεού. [96] Επιπλέον, οι προϋποθέσεις αυτές υπόσχονται τη δυνατότητα εισόδου στη σφαίρα της θείας αποκαλύψεως: «Και έκαστος πιστεύων εις Αυτόν, νικών εν τω αγώνι της μετανοίας τον ενεργούντα εν ημίν "νόμον της αμαρτίας " (Ρωμαίους Ζ' 23), καθίσταται, ομοίως προς τον Χριστόν, υπερκόσμιος»[97].

Όταν μιλάμε για πίστη, εννοείται ότι αυτή είναι η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνον εντός αυτής το Άγιο Πνεύμα παρίσταται στη λειτουργία των μυστηρίων και συνεπώς ενεργοποιεί το βάπτισμα για να έχουν τα μέλη της τη δυνατότητα να διατηρήσουν την πίστη αλώβητη και να την εκφράζουν στην αγιοπνευματική ζωή του ασκητικού τους αγώνα. Οι επιστολές μεταξύ του π. Σωφρόνιου και του Δαβίδ Μπάλφουρ είναι άκρως περιεκτικές και διδακτικές. Γράφει:

«Όταν στερεωθείτε στην πίστη, θα ανακαλύψετε στη συνέχεια αμέτρητο αριθμό αποδείξεων σχετικά με την αλήθεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πίστεως: α) θεολογικού, β) ηθικού, ασκητικού και γ) ιστορικού χαρακτήρα. Τότε θα σας καταστεί αναμφίβολα σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διακρίνεται από όλες τις άλλες Εκκλησίες σε τρία επίπεδα, γιατί: α) μόνη αυτή αληθεύει πλήρως στη θεολογία της, β) μόνη αυτή γνωρίζει το μυστήριο της χάριτος, της Αγίας ζωής, και διαφυλάσσει στην πληρότητα τη θεία χάρη, και γ) είναι η αρχαιότερη, η θεμελιώδης, η βασική, από την οποία αποσχίσθησαν κατά καιρούς μεγαλύτερα ή μικρότερα τμήματα». [98]

Όταν επίσης αναφέρεται στην μεταστροφή του Balfour από τον Παπισμό στη Ορθοδοξία σημειώνει: «Έπρεπε κάπως να πεισθώ καταρχήν ότι εσείς προσερχόμενος στην Ορθοδοξία αποφύγατε ακριβώς τον Άδη»[99]. Τα συγκεκριμένα αποσπάσματα αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα προκειμένου να τονισθεί η αναγκαιότητα της μετοχής στο πλήρωμα του σώματος του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως το πλαίσιο για την κατανόηση της πίστεως.

Σε τελική όμως ανάλυση ο ρόλος της πίστεως ως προϋπόθεση της χαρισματικής γνώσης δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Η πίστη είναι η μία μόνο όψη. Η άλλη είναι η ζωντανή έκφραση της πίστης· η ασκητική ζωή της Εκκλησίας. Μια δυναμική προειδοποίηση του π. Σωφρόνιου πρέπει να ληφθεί υπόψη: «Η οδός των Πατέρων ημών απαιτεί ισχυράν πίστιν και μεγάλην υπομονήν, ενώ οι σύγχρονοι ημών άνθρωποι αποπειρώνται να αποκτήσουν πάντα τα πνευματικά χαρίσματα, και αυτήν εισέτι την άμεσον θεωρίαν του Απολύτου Θεού, βεβιασμένως και αυτομάτως»[100].

Στο σημείο αυτό θα εισέλθουμε στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης.

 

Σημειώσεις:


87. Κεφ. 1, σελ. 14-15. Βλέπε Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 213(134) και σελ. 69-70(45).

88. Βλέπε Δημητρίου Τσελεγγίδη, Η Σημασία του δόγματος στους διαλόγους, σελ. 3, «Πίστη και ζωή στην Εκκλησία αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα».

89. Βλέπε Περί προσευχής, σελ. 99 (63-64). Σελ. 14-15, κεφ. 1.

90. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 326(209).

91. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 136-37(87).

92. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Το άκτιστο φως στη ζωή και τη διδασκαλία του Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008, σελ. 296. Παράβαλλε Αρχιμ Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τού Γέροντος Σωφρονίου, σελ. 263(194), «Ο λόγος του Θεού ορίζει ότι για κάθε προσαγωγή στον Θεό είναι αναγκαία η πίστη».

93. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 141(91).

94. Περί προσευχής, σελ. 147(140).

95. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σελ. 211(163).

96. Περί πνεύματος και ζωής, σελ. 36(26), «Η οδός προς τη γνώση του Θεού διέρχεται πρωτίστως μέσα από την πίστη, την αγάπη του Χριστού, και τη μετάνοια».

97. Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, σελ. 115(74).

98. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 110. Παράβαλλε Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 300 και Ιερομον. Νικολάου (Σαχάρωφ), «Ο μοναχικός βίος κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Γέροντας Σωφρόνιος ο Θεολόγος του Ακτίστου Φωτός, σελ. 94. Επισημαίνει ο Γέροντας: «Τρία πράγματα δεν μπορώ να κατανοήσω: 1) πίστη χωρίς δόγμα, 2) Χριστιανισμό έξω από την Εκκλησία, 3) Χριστιανισμό χωρίς άσκηση». Είναι φανερό ότι η «Εκκλησία» εδώ είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία που αναφέραμε στο κείμενο.

99. Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 130. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αναγνωρίζει ο π. Σωφρόνιος κάποιο είδος "έμπνευσης" στα έργα του Παπικού "Αγίου" Ιωάννη του Σταυρού, αν και αυτό διαφαίνεται ότι είναι κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο: «Ο Ιωάννης του Σταυρού με κατέπληξε με τη βαθειά ψυχολογική του ανάλυση. Περιγράφει με καταπληκτική αλληλουχία και πληρότητα μερικές ψυχικές καταστάσεις, με τις οποίες κυρίως ασχολείται», Αγώνας Θεογνωσίας, σελ. 273 και «Το εμπνευσμένο βιβλίο του παροτρύνει την ψυχή στην απόφαση να βαδίσει με υπομονή μέσα από την ξερή και γνωφώδη έρημο προς τη γη της επαγγελίας», όπου πριν, 283. Ωστόσο ο π. Σωφρόνιος έγραψε τα συγκεκριμένα προκειμένου να ανταποκριθεί στον ενθουσιασμό του Δαβίδ Μπάλφουρ, για τον οποίο ο Ιωάννης του Σταυρού ήταν πολύ αγαπητός. Ως αποτέλεσμα, τα σχόλια του π. Σωφρόνιου μπορεί να αποτελούν μία ποιμαντική συγκατάβαση, και όχι την άποψή του για το θέμα αυτό. Σε κάθε περίπτωση απαιτεί επισταμένη μελέτη.

100. Περί προσευχής, 187(168).

 


Κεφάλαιο Α: 3 // Περιεχόμενα // Κεφάλαιο B: 2


Δημιουργία αρχείου: 16-5-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 21-5-2015.

ΕΠΑΝΩ