Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ομολογώ έν Βάπτισμα

 

Β΄ Εφαρμογή του Κανόνος


3. Ερμηνεία της πράξεως της Ορθοδοξίας απέναντι στους Λατίνους

            Οι θεολόγοι μας, αντιμετωπίζοντας την επιχειρηματολογία των Λατίνων και Λατινοφρόνων της εποχής των, βρέθηκαν στην ανάγκη να ερμηνεύσουν και την απέναντι στους Δυτικούς προηγηθείσα πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία, ως γνωστόν, «δεν υπήρξεν ομοιόμορφος, αλλ’ εκυμαίνετο μεταξύ ακριβείας και οικονομίας», καθ’ όσον  «την τοιαύτην ή τοιαύτην τακτικήν και πράξιν της Εκκλησίας προσδιώριζον συνήθως γενικώτεροι λόγοι και επιδιώξεις μείζονος ωφελείας αυτής ή αποτροπής και ζημίας και κινδύνου  τινός κατ’ αυτής»[227]. Κατά την κρατούσα άποψη, η Ορθόδοξη Εκκλησία μετά το σχίσμα ανεγνώριζε «το έγκυρον των λατινικών μυστηρίων»[228], και βεβαίως και του βαπτίσματος, κατά δε την επιστροφή των εφάρμοζε σ’ αυτούς τον ζ’ της Β’ ‘η 95 της Πενθέκτης, ή και κάποτε τους δεχόταν και δι’ απλής αποκηρύξεως των ετεροδιδασκαλιών των[229]. Ακόμη και μετά τις σταυροφορίες και τη Σύνοδο Φερράρας / Φλωρεντίας (1438/9), οπότε, μετά την ένταση που επήλθε στις σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων, έγινε αυστηρότερη η απέναντι σ’ αυτούς στάση της Ορθοδόξου Ανατολής[230], η τελευταία θεωρούσε ως ικανοποιητικό αμυντικό μέτρο την εφαρμογή του ζ’ της Β’, δηλαδή την δια μύρου και λιβέλλου αποδοχή τους. Την πράξη αυτή επικύρωσε επίσημα η τοπική Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως που συνήλθε το 1484, με την συμμετοχή όμως όλων των Πατριαρχών της Ανατολής, και η οποία συνέταξε και ειδική ακολουθία[231]. Έτσι κατά τον Ι. Καρμίρη, αλλά και κατά την επιχειρηματολογία των Λατινοφρόνων και Δυτικοφίλων της Τουρκοκρατίας, οι περιπτώσεις ‘’αναβαπτισμού’’ ήταν εξαιρέσεις, που οφείλονταν «εις ατομικήν πρωτοβουλίαν» και «ουχί εις αυθεντικήν απόφασιν της Εκκλησίας»[232].

            Η συνήθεια όμως αυτή ‘’ανετράπη’’ επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Ε’ το 1755, δια της επιβολής του (ανα)βαπτισμού των Λατίνων και γενικώς όλων των Δυτικών[233], πάλι με την εφαρμογή του ζ’ της Β’ Οικουμενικής και των υπολοίπων σχετικών κανόνων της Εκκλησίας. Η πράξη αυτή, που είναι μέχρι σήμερα η τελευταία ‘’επίσημη’’ απόφαση της Ορθοδόξου Εκκλησίας[234], αποκρουόταν από τους αντιφρονούντες, επειδή εθεωρείτο ότι ανέτρεψε την απόφαση της Συνόδου του 1484 και, λόγω του περιστατικού χαρακτήρα της[235], ότι δεν έτυχε καθολικής αποδοχής και εφαρμογής κι ακόμη ότι πολλές φορές αθετήθηκε. Επί πλέον η πράξη της Ρωσικής Εκκλησίας από το 1667 διέφερε εκείνης των υπολοίπων Πατριαρχείων, και βεβαίως και του της Κωνσταντινουπόλεως[236]. Αυτά είναι τα κακώς παραδεκτά για το υπ’ όψιν θέμα μέχρι σήμερα.

            Από τους συγγραφείς μας ο Νεόφυτος και ο Κ. Οικονόμος αναφέρονται εκτενέστερα από τους υπολοίπους στην ιστορία του προβλήματος. Και πρώτα μεν επικαλούνται την μαρτυρία εκείνων, οι οποίοι απορρίπτουν το ‘’βάπτισμα’’ των Λατίνων[237]. Περαιτέρω επισημαίνουν τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες οι Λατίνοι έγιναν δεκτοί δια του βαπτίσματος, αιτιολογούν δε παράλληλα τις περιπτώσεις που προβάλλονται από τους αντιφρονούντες, κατά τις οποίες ή παραβλέφθηκε το λατινικό ‘’βάπτισμα’’ ως άνευ σημασίας, ή εφαρμόσθηκε στους Λατίνους η ‘’οικονομία’’ της Β’ Οικουμενικής[238]. Η διδασκαλία τους έχει ως εξής:

 

α) Έως τη Σύνοδο της Φλωρεντίας:

            1) Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος στην προς Πέτρον Αντιοχείας επιστολή του συγκαταριθμεί μεταξύ των λοιπών καινοτομιών των Λατίνων και το βάπτισμα «εις μίαν κατάδυσιν»[239]. Κατά τον Οικονόμο, αν δεν «διεκηρύχθη καθ’ όλης της Δυτικής Εκκλησίας ως έγκλημα κοινόν» και δεν ελήφθησαν έτσι ειδικά μέτρα, οφείλεται στο ότι δεν είχε επικρατήσει τέτοιο βάπτισμα καθολικώς στην Δύση, αλλά ετελείτο «συνήθως το βάπτισμα το αποστολικόν»[240]. Σημασία όμως έχει ότι ο παπικός λεγάτος Ουμβέρτος κατηγορούσε τους Ανατολικούς ότι βάπτιζαν τους Λατίνους[241].

            2) Ομοίως και η εν Λατερανώ Σύνοδος του 1215 «ενεκάλει τοις Γραικοίς... ως αναβαπτίζουσι τους εις την αυτών Εκκλησίαν προσερχομένους Λατίνους». Επειδή όμως, κατά τον Οικονόμο, «κατά τινας χώρας μερικώς και σποράδην παρά τοις δυτικοίς ετελείτο το μονοκατάδυτον, ή το κατ’ επίχυσιν ή ραντισμόν», «μόνους τους ούτω βεβαπτισμένους Λατίνους εβάπτιζον οι Γραικοί», και τούτο το υπονοεί η μαρτυρία της Συνόδου αυτής[242].

            3) Και ο «των ιερών κανόνων διασημότατος εξηγητής Θεόδωρος ο Βαλσαμών» μαρτυρεί ότι «πάντες οι εις μίαν βαπτιζόμενοι κατάδυσιν πάλιν βαπτίζονται», έχοντας κατά νουν την πράξη της εποχής του[243]. Βέβαια, δημιουργεί πρόβλημα η ιε’ απόκρισή του, στην οποία αναφέροντας ρητώς τους Λατίνους λέγει: Ουκ οφείλει γένος Λατίνων εκ χειρός ιερατικής[244] δια των θείων και αχράντων μυστηρίων αγιάζεσθαι, ει μη κατάθηται πρότερον απέχεσθαι των λατινικών δογμάτων τε και συνηθειών, και κατά κανόνας κατηχηθή και τοις ορθοδόξοις εξισωθή». Το πρόβλημα συνίσταται κατά τον Οικονόμο στο ότι δεν προσθέτει «ρητώς· και βαπτισθή». Η απάντηση όμως είναι κατ’ αυτόν, ότι οι Λατίνοι δεν είχαν δεχθεί γενικώς ακόμη τότε το ‘’μονοκατάδυτον βάπτισμα’’. Έτσι  για να μη συγχέονται οι μεν με τους δε, «εξεφράσθη γενικώτερον, ‘’κατά τους κανόνας’’ ειπών και την προς τους ορθοδόξους ‘’εξίσωσιν’’ των προσερχομένων. Κανόνας δε λέγων» υπονοεί τον 95ο της ΣΤ’ και τον ζ’ της Β’[245]. Αν δε οι σύγχρονοι του Βαλσαμώνος και φιλενωτικοί Νικήτας ο Μυτιληναίος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Κίτρους και Δημήτριος ο Χωματηνός, αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, «περί του βαπτίσματος ουδέν λέγουσι», τούτο συνέβη, διότι οι Φράγκοι, όντες ήδη κύριοι της Κωνσταντινουπόλεως, «εμαίνοντο κατά των Ορθοδόξων», είχαν όμως υπ’ όψιν και τις τρεις καταδύσεις, τις οποίες επισήμως κρατούσαν ακόμη οι Λατίνοι[246].

            4) Επί της βασιλείας του φιλενωτικού αυτοκράτορα Ιωάννου Δούκα (1260) κατ’ «αναπόδεικτον» γνώμη, «συνοδικώς εψηφίσθη μύρω μόνω χρίειν τους προσερχομένους τη Εκκλησία». Τούτο, κατά τον Οικονόμο, δεν είναι περίεργο, διότι «δια τας τότε περιστάσεις εγένετο τοιαύτη ψήφος συνόδου τοπικής», δεδομένου ότι σωζόταν στην Δύση ακόμη τότε και το «γνήσιον βάπτισμα»[247]. Η επικρατούσα στην Ανατολή αβεβαιότητα ως προς την μορφή του δυτικού βαπτίσματος καθιστούσε διστακτικούς τους Ορθοδόξους στη λήψη οριστικής αποφάσεως. Η αβεβαιότητα δε αυτή φαίνεται, εκτός των άλλων, και στους ακολούθους λόγους του Ματθαίου Βλάσταρη (το 1335): «Ει δε και εις μίαν κατάδυσιν ως αληθώς βαπτίζουσιν, ως τινες λέγουσιν...». Η τοπική άρα  απόσταση αλλά και η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας δεν επέτρεπαν στους Ορθοδόξους να έχουν γνώση και να καθορίσουν συγκεκριμένη στάση απέναντι στους Δυτικούς[248].

            5) Κάποιος ανώνυμος[249] έγραψε κατά Λατίνων επί Μανουήλ Παλαιολόγου στηριζόμενος στον ζ’ της Β’ και παρατηρεί: «Τους δε εις τρεις καταδύσεις, ως εξίσως ημίν τω θείω τελουμένους βαπτίσματι, ουκ οίεται (sc. ο κανών) δειν τούτους αναβαπτίζεσθαι». Ο Οικονόμος σημειώνει πάνω σ’ αυτό: «... Η εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία επικρατούσα τάξις, κατά κανονικόν πάντως όρον εθεώρει τους Λατίνους εισέτι τότε εξίσως ημίν τω σωτηρίω τελουμένους βαπτίσματι». Εξ άλλου το έργο – λέγει – γράφτηκε και σε περίοδο προετοιμασίας ενωτικών συζητήσεων[250] και έτσι απέφευγε κάθε οξύτητα στην διατύπωση.

            6) Ισχυρότατο όμως επιχείρημα όσων φρονούν αντίθετα ήταν ότι δεν έγινε λόγος περί του λατινικού βαπτίσματος  στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439). Αν η λατινική καινοτομία αποτελούσε τόσο σημαντική διαφορά, γιατί δεν περιελήφθη στην θεματολογία του διαλόγου; Ο Οικονόμος απαντά ότι η Σύνοδος περιορίσθηκε στις ‘’πέντε’’ βασικότερες δογματικές διαφορές, δηλαδή «τας ήδη νομοθετημένας παπικάς παρανομίας»[251], καθ’ όσον μάλιστα η περί το βάπτισμα καινοτομία δεν είχε, και τότε, γενικευθεί στην Δύση, ούτε επισήμως και συνοδικώς κυρωθεί, παραμένοντας συνήθεια μερική και τοπική[252]. Ο Νεόφυτος συμπληρώνει ότι και άλλες διαφορές δεν συζητήθηκαν στην Φλωρεντία, όπως π.χ. η νηστεία του Σαββάτου, η γονυκλισία της Κυριακής, η διάζευξη των κληρικών, η μετάληψη αίματος και πνικτού κ.λπ. και γι’ άλλους λόγους, αλλά και «δια βίαν της επανόδου»[253]. Κατά τον Νεόφυτο όμως, και αν ακόμη αποφάσιζε η Σύνοδος αυτή και για το πρόβλημα αυτό, η απόφασή της δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία, διότι «η των μυστηρίων ευπραξία, ωσπερούν και η ορθοδοξία, ουκ εκ των εν Φλωρεντία λεχθέντων ή πραχθέντων, αλλ’ εκ των Ευαγγελιστών τε και αποστολικών και συνοδικών κανόνων έχει και την αρχήν και την σύστασιν και την απόδειξιν». Σημασία εν προκειμένω έχει πρωτίστως η πράξη της αρχαίας Εκκλησίας παρά η πρόσφατη παράδοση, και μάλιστα αυτών που συμμετείχαν στην εν Φλωρεντία Σύνοδο. «Μη γαρ απορούμεν – λέγει -  μακρώ της εν Φλωρεντία προγενεστέρων αποδείξεων, ίνα προς χθιζούς (= χθεσινούς) τινας, οκνώ γαρ ειπείν και της πίστεως προδότας, απίδωμεν;»[254].

            Ιδιαίτερη, βεβαίως, βαρύτητα έχει απ’ όσους έλαβαν μέρος στην Σύνοδο αυτή ο άγ. Μάρκος Ευγενικός, που προσάγεται συνήθως ως αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ της οικονομικής αποδοχής των Λατίνων, διότι, παρότι ακραιφνέστατος ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρών «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι «χρίομεν τους εξ αυτών (sc. των Λατίνων) ημίν προσιόντας... ως αιρετικούς όντας»[255], δηλαδή καταφάσκει την οδό της οικονομίας. Επ’ αυτού δίνουν οι συγγραφείς μας την ακόλουθη απάντηση:

            Ο άγ. Μάρκος και οι περί αυτόν έδωσαν, κατά τον Νεόφυτο, προτεραιότητα «εις τα της πίστεως», δεν ασχολήθηκαν δε με το πρόβλημα του βαπτίσματος, διότι «τα του βαπτίσματος εν δευτέρω» ετέθησαν. Έχει όμως σημασία ότι ο άγ. Μάρκος απ’ τη μια ονομάζει απεριφράστως τους Λατίνους ‘’αιρετικούς’’, απ’ την άλλη αποδοκιμάζει και «αδεώς εκπομπεύει» το ράντισμα, που απ’ αυτούς εξαπλωνόταν, γράφοντας ότι είναι «διττά τα βαπτίσματα» των Γραικολατίνων – Ουνιτών[256]. Ο άγιος Μάρκος ρητώς εντάσσει τους Λατίνους, ως αιρετικούς, στην ομάδα των από τον ζ’ της Β’ μνημονευομένων αρχαίων αιρετικών. Αν δε φαίνεται να καταφάσκει την δια μύρου, δηλ. κατά τον τρόπο των Αρειανών και Μακεδονιανών, αποδοχή τους, τούτο οφείλεται, κατά τον Οικονόμο, στο ότι μέχρι της εν Τριδέντω Συνόδου (ις αι.) – ακόμη και του ιη’ αιώνα – σωζόταν στην Δύση και «ο αποστολικός τύπος» του βαπτίσματος. Έτσι συντάχθηκε και ο άγ. Μάρκος με την οικονομική αποδοχή των Λατίνων: α) προς  αποφυγή από άκριτο ζήλο, ή από άγνοια, επαναλήψεως του ενός βαπτίσματος και β) χάριν συγκαταβάσεως προς προειδοποίηση της ενώσεως. Έτσι ο Άγιος εφαρμόζει μερικώς τον  ζ’ της Β’ επί των Λατίνων, δεχόμενος αυτούς, «ως να έσωζαν τον τύπο του αποστολικού βαπτίσματος»[257].

 

β) Μετά τη Φλωρεντία

            1) Για την εν Κων/πόλει Σύνοδο του 1450, που αποκλήθηκε «υστάτη εν αγία Σοφία»[258], προβαλλόταν το επιχείρημα ότι «ουδ’ αυτή βαπτίσματος μέμνηται»[259], παρότι διέβαλε περί των λατινικών καινοτομιών, οι οποίες οδήγησαν στο σχίσμα. Πρόκειται πράγματι για ισχυρότατο επιχείρημα, ώστε να αναγκασθεί και ο Οικονόμος να ομολογήσει ότι τούτο είναι «λίαν παράδοξον». Η κριτική θεώρηση όμως, που επιχειρήθηκε απ’ αυτόν στο κείμενο, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι υπάρχει «λέξεων παρέκπτωσις» στην αντιγραφή του Πρακτικού της Συνόδου[260]. Ο Νεόφυτος όμως, κατά το ιδιάζον ύφος του, απαντά στο πρόβλημα με το ακόλουθο αντεπιχείρημα: «Ουκούν άρα μηδέ χρίειν Λατίνους, καθ’ ότι ουδέ μύρου, είτ’ ουν χρίσματος, η ειρημένη σύνοδος εμνημόνευσεν. Ου μην αλλά, και εν χρήμασι χειροτονείν, καθ’ ότι και τούτο, πειράταί πως επικροτείν»! Συνεχίζει όμως, παρατηρώντας  ότι ήδη προ αυτής της Συνόδου ο άγ. Μάρκος είχε εκφράσει γνώμη για τη λατινική καινοτομία στο βάπτισμα, αποδοκιμάζοντάς την, πράγμα που ακριβώς αποτελούσε και την «δόξαν περί του λατινικού βαπτίσματος»[261] των συνοδικών εκείνων πατέρων.

            2) Τι μεγαλύτερες εν τούτοις δυσκολίες, για μια δίχως άλλο αποδοχή της στάσεως των θεολόγων μας απέναντι στο βάπτισμα των Λατίνων, δημιουργεί η Σύνοδος του 1484 στην Κωνσταντινούπολη, που αποφάσισε «μύρω μόνω χρίειν τους προσιόντας τη Ορθοδοξία λατίνους», «επιδιδόντας λίβελλον της πίστεως», δηλαδή κατατάσσοντας αυτούς στην τάξη των Αρειανών και Μακεδονιανών της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (κανόνας ζ’)[262]. Το γνωρίζουν αυτό, βέβαια, καλά τόσο οι Κολλυβάδες, όσο και ο Οικονόμος, δίνουν όμως την ακόλουθη απάντηση.

            Κατά τον Οικονόμο, «επειδή περί της τούτων (sc των Λατίνων) κατά συγκατάβασιν αποδοχής ουχ’ υπήρχεν ουδεμία διατύπωσις παρά τοις Ορθοδόξοις (καθότι διετήρουν εξ αρχής οι πλείστοι... την των Οικουμενικών συνόδων ακρίβειαν), έκρινεν η Σύνοδος αύτη τους περί τον ιερόν μιμήσασθαι Μάρκον»[263], και έτσι έλαβε την παραπάνω απόφαση, καθ’ όσον βεβαίως δεν είχαν ακόμη κανονισθεί[264] συνοδικά στην Δύση ούτε η επίχυση, ούτε ο ραντισμός. Πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός, ότι η συνοδική αυτή απόφαση δεν έγινε καθολικώς δεκτή στην Ανατολή, αν ήταν επίσημη απόφαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Διότι και μετά την Σύνοδο αυτή «ούτε το βάπτισμα των Λατίνων εφαίνετο αποδεκτόν..., ούτε ιερωσύνης μετέχοντας ενόμιζον (οι Ορθόδοξοι) τους Λατίνους, αφορώντες εις την περί την τελετήν πολλαχού πάλιν διαδοθείσαν καινοτομίαν»[265]. Έτσι παρά την λύση που δόθηκε συνοδικώς και την κατάρτιση ειδικής ακολουθίας, «οι Ανατολικοί αποβλέποντες πεποιθότως προς την των Οικουμενικών Αγίων Συνόδων ακρίβειαν», εφάρμοζαν την δια βαπτίσματος αποδοχή των Δυτικών, διότι δεν έβλεπαν όφελος από την συγκατάβαση, που οικονομικώς εφαρμόσθηκε, αλλά μάλλον «βλάβην» «τοις απλουστέροις και τεθλιμμένοις ορθοδόξοις»[266]. Εξ άλλου παρατηρήθηκε ότι αυξανόταν και η πονηρία των Λατίνων, οι οποίοι στο προσηλυτιστικό των έργο, εκμεταλλευόμενοι την συγκαταβατικότητα των Ορθοδόξων, την ερμήνευαν σαν να αποδείκνυε πως ουδεμία διαφορά υφίστατο μεταξύ ορθοδόξου και λατινικού βαπτίσματος. Τούτο δε το έθιμο – συνεχίζει ο Οικονόμος – επικράτησε έκτοτε – παρά την συνοδική απόφαση – «και εν τη Μεγάλη Εκκλησία και καθ’ όλα τα Πατριαρχεία Ανατολής μέχρι σήμερον»[267].

            Ο Νεόφυτος και οι υπόλοιποι δίνουν πάνω στο θέμα αυτό μία πιο ρεαλιστική ερμηνεία. Αίτιο της ατολμίας των δικών μας μετά την άλωση να αποκαλέσουν τους Λατίνους αιρετικούς και να καταδικάσουν το ‘’βάπτισμα’’ των ήταν – κατ’ αυτούς – ο φόβος, από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην ανατολή. «Δια μόνην δειλίαν» το απέφευγαν, λέγει ο Νεόφυτος. Και επικαλείται την ακόλουθη μαρτυρία του Γ. Σχολαρίου: Ουκ έστι γαρ ημέτερον εν τοσαύτη πενία και ασθενεία πραγμάτων προσηγορίας επιτιθέναι τοιαύτας Εκκλησία τοσούτον εχούση κράτος...».Αυτός ήταν ο πρώτος λόγος, δεν αποκλείει όμως ο Νεόφυτος και την «ελπίδα της διορθώσεως» των Λατίνων, δηλ. της επιστροφής των[268].

            Αναλόγως απαντά και ο άγ. Νικόδημος: Η Εκκλησία δεχομένη τους Λατίνους – κατά την απόφαση του 1484 – δια μύρου, αποφαίνεται ρητώς ότι τους θεωρεί αιρετικούς[269]. Δεν αθετήθηκαν, άρα, οι αρχαίοι κανόνες, αλλά «κάποιαν μεγάλην οικονομίαν ηθέλησε να μεταχειρισθή εις τους Λατίνους η Εκκλησία, έχουσα και παράδειγμα και σκοπόν της την μεγάλην εκείνην και αγίαν οικουμενικήν σύνοδον, την δευτέραν»[270]. Διακρίνει δηλ. ο Άγιος παραλληλότητα καταστάσεων και αποφάσεων στο δ’ και ιε’ αιώνα. Έτσι – συνεχίζει – ενώ παλαιότερα βάπτιζαν οι ανατολικοί τους Λατίνους, «ύστερον εμεταχειρίσθησαν τον του μύρου τρόπον», δηλ. την οδό της οικονομίας, «επειδή δεν συνέφερεν εις την εσχάτην ασθένειαν του ημετέρου γένους να εξάψουν επί πλέον την μανίαν του παπισμού».  Άλλωστε είχε δημιουργηθεί «πολύς βρασμός» μεταξύ των Λατίνων για την πανορθόδοξη απόρριψη της Συνόδου της Φλωρεντίας[271]. Ενώ η ορθόδοξη Ανατολή στέναζε κάτω από τον ζυγό της δουλείας, «ο παπισμός ήκμαζε, και όλας τας δυνάμεις των βασιλέων της Ευρώπης είχεν εις τας χείρας του, το δε βασίλειον το ιδικόν μας έπνεε τα λοίσθια. Όθεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη τα λατινικά γένη ο Πάπας κατά των Ανατολικών»[272]. Συνεπώς και προ της πτώσεως της Βασιλευούσης, αλλά και μετά απ’ αυτήν η πολιτική κατάσταση επέβαλλε την αποφυγή ερεθισμού με κάθε μέσο της εχθρικής απέναντι στην ορθοδοξία Δύσεως. Πολιτικά έτσι και όχι εκκλησιαστικά κριτήρια είχαν εδώ την πρωτοπορεία. Γι’ αυτό συμπεραίνει: «Της οικονομίας παρελθούσης, οι αποστολικοί κανόνες πρέπει να έχουν τον τόπο τους»[273]. Τούτο σημαίνει ότι κατά την εποχή του (ιη’ αι.) η Δύση δεν μπορούσε να απειλήσει πολιτικώς το γένος, που βρισκόταν κάτω από την τουρκική κυριαρχία και άρα ουδείς λόγος υπήρχε, ώστε να δειλιάζει τούτο μπροστά στους Δυτικούς.

            Παρόμοια απάντηση δίνει και ο Αθαν. ο Πάριος: «Οι την φερομένην συνοδικήν διάταξιν του 1484 προβάλλοντες, την μύρω δεχομένη τους από Λατίνων επιστρέφοντας, ου συνίασιν, ότι οικονομία οι τότε χρώμενοι, δια τον βρασμόν του παπισμού και την τυραννίαν ούτως ετύπωσαν». «Νυν – παρατηρεί και αυτός – ο της οικονομίας παρήλθε καιρός... και ουκ έτι καθ’ ημών ισχύει η παπική μανία»[274].

            3) Η «μάλλον και μάλλον επεκτινομένη καινοτομία του λατινικού βαπτίσματος» προκάλεσε αντιδράσεις εκ μέρους των Ορθοδόξων. Αυτό δείχνει απόφαση Συνόδου 24 αρχιερέων περί το 1600 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία καθόρισε την δια μύρου αποδοχή των Λατίνων. Ο συνοδικός αυτός διακανονισμός επιτρέπει – κατά τον Οικονόμο – να συμπεράνουμε ότι οι Ανατολικοί βάπτιζαν του Λατίνους. Η απόφαση της Συνόδου αυτής επιπλέον εξηγείται «δυοίν θάτερον· ήτοι γαρ απέβλεψε προς τον προεκδοθέντα αρχαίον όρον (= του 1484), μηδέν πολυπραγμονήσασα περαιτέρω», διότι, καθώς διετηρείτο ακόμη η τριπλή κατάδυση στην Δύση, υπήρχε φόβος ‘’δευτερώσεως’’ του ορθού βαπτίσματος· ή χάριν οικονομίας, «υπομαλάσσουσα τας των δυτικών... θηριώδεις ορμάς και επιβουλάς» και προς προσέλκυσή των στην Ορθοδοξία[275].

            4) Η εν Μόσχα Σύνοδος του 1620/21 αποφάσισε την βάπτιση των επιστρεφόντων Δυτικών[276]. Η ‘’μεγάλη’’ όμως Σύνοδος του 1666/67 της Μόσχας,, στην οποία έλαβαν μέρος και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ενέκρινε την απόφαση της εν Κων/λει Συνόδου του 1484, αφού απέρριψε τον (ανα)βαπτισμό των Δυτικών. Η απόφαση αυτή της Συνόδου εξηγείται από τον Οικονόμο ως εξής: α) Η εν Μόσχα Σύνοδος θέλησε να μείνει πιστή στη Σύνοδο της Κων/λεως. β) Ο τσάρος Αλέξιος «εβιάσθη δια περιστάσεις τοπικάς» να ταχθεί υπέρ μιας τέτοιας αποφάσεως, λόγω των επιδρομών «των γειτονευόντων λατινοφρόνων Πολωνών  και Λιθουανών, και μάλιστα των εν αυτοίς λεγομένων Ουνιτών». γ) Η Σύνοδος αυτή δεν ήλθε καθόλου σ’ αντίθεση με εκείνη του έτους 1621, διότι εκείνη μεν «εψήφισε κατ’ ακρίβειαν», αυτή δε «κατά συγκατάβασιν». Η συγκατάβαση ήταν όμως δυνατή για την ακόλουθη αιτία: Μεταξύ των ‘’πολεμίων’’ της Ρωσίας υπήρχαν Ουνίτες, οι οποίοι είχαν δεχθεί «το γνήσιον της Εκκλησίας βάπτισμα». Έτσι η Σύνοδος «συνήψεν ορθώς προ τη συγκαταβάσει και την ακρίβειαν», ώστε ούτε των προσερχομένων Ουνιτών το βάπτισμα να ‘’δευτερώνεται’’, και τους λατίνους να προσελκύσει ευκολότερα, κατά το παράδειγμα του Μάρκου του Ευγενικού. δ) Η συγκατάβαση περιορίσθηκε μέσα στην Ρωσία και δεν εφαρμόσθηκε στα υπόλοιπα Πατριαρχεία, καθώς δεν είχε λάβει, άλλωστε, καθολικό χαρακτήρα και η απόφαση του 1484[277].

            5) Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, παρ’ ότι δέχεται την «συγκαταβατικήν διάγνωσιν» του Μάρκου του Ευγενικού, τάσσεται «κατ’ ακρίβειαν» υπέρ της βαπτίσεως των Λατίνων[278].

            6) Η απάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Γ’ προς τον τσάρο Μ. Πέτρο κατά το έτος 1718, δηλαδή «δια μόνου χρίσματος» αποδοχής των Λατίνων, απέβλεπε μόνον στην εν Ρωσία κατάσταση και «την εσωτερικήν ειρήνην του... πολυεθνούς εκείνου κράτους της Ορθοδοξίας»[279].

            7) Την βάπτιση των Λατίνων αποφάσισε και επέβαλε, τελικώς, η επί Κυρίλλου Ε’ Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως (1755)[280], παρά την απόφαση του 1484. ο Όρος της συνόδου, υπογραφείς και από τους Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, εξακολουθεί να είναι η τελευταία επίσημη απόφαση, για το ζήτημα, της Ορθοδόξου Εκκλησίας[281]. Ως προς την εφαρμογή του δε κατά τον ιη’ αιώνα σημειώνει ο Νεόφυτος: «Σημειούσθω δε μοι επί τούτοις, της ερχομένης γενεάς ένεκα», ότι, ως προς τους Λατίνους, ενώ «ο Εφέσσου» «υπεσταλμένως» και ο «Σμύρνης αναφανδόν εβάπτιζε», ο Κύριλλος ο Ε’ όρισε «πάντας βαπτίζεσθαι». Μετά δε τον Κύριλλο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Σωφρόνιος Β’ (1774-1780) «συνάμα Λατίνοις και τους εξ Αρμενίων, Αρειανούς τε φημί και Νεστοριανού, αυτός τε προσερχομένους εν τη Μεγάλη Εκκλησία παρρησία βαπτίζει, και τους απανταχού τα αυτά ποιείν τω καθ’ εαυτόν υποδείγματι παρεσκεύασε»[282]. Και είναι γνωστό ότι και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Προκόπιος (1785-1789) εφάρμοσε τον Όρο και στους επιστρέφοντες Ουνίτες το 1786 [283].

 

 

[227] Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., ΙΙ, σ. 972/3. Πρβλ. T. Ware όπ. π. σ. 66 ε.ε.

[228] Ι. Καρμίρη, όπ. π., σελ. 979.

[229] Στο ίδιο.

[230] όπ. π., σελ. 980.

[231] όπ. π., σελ. 981/2 και 987/989.

[232] όπ. π., σελ. 979.

[233] όπ. π., σελ. 984.

[234] Χ. Ανδρούτσου, Συμβολική..., όπ. π., σελ. 321. Χρυσ. Παπαδοπούλου, μν. έργ.: Εκκλησ. Φάρος, όπ. π., σελ. 447. Αν. Χριστοφιλοπούλου, μν. έργ Θεολογία, όπ. π., σελ. 203/4. Πρβλ. σελ. 120/1. Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, στη ΘΗΕ 7(1965) στ. 1196.

[235] Βλ. σχετ. Ε. Σκουβαρά, όπ. π., σ. 52 ε.ε. Πρβλ. Γερμανού Μητροπολίτου Αίνου, όπ. π., σ. 309 ε.ε.

[236] Κατά τον Ιερώνυμο Κοτσώνη (Προβλήματα..., σελ. 189/190) «όσον αφορά εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως... τούτο ‘’κατ’ ακρίβειαν’’ μέχρι μεν του 1756 (γρ. 1755) ανεγνώριζε το κύρος του βαπτίσματος των προερχομένων εκ της Δυτικής Εκκλησίας, ενώ δια του Όρου του 1756 (γρ. 1755) το απέρριπτεν». Αντίθετα στη Ρωσική Εκκλησία «μέχρι μεν του 1441 ως ακρίβεια ίσχυεν, ότι οι εκ της Δυτικής Εκκλησίας προερχόμενοι έπρεπε να βαπτίζωνται εξ υπαρχής. Από δε του 1666/7 μέχρι και της σήμερον η Ρωσική Εκκλησία ‘’κατ’ ακρίβειαν’’ αναγνωρίζει το κύρος του βαπτίσματός των»

[237]  Ο Οικονόμος καταλέγει ανάμεσά τους πλην άλλων τον Μ. Φώτιο (σελ. 421ε., 450 ε. – κατεδίκασε το ‘’μονοκατάδυτο’’ βάπτισμα) – τον Μιχ. Κηρουλάριο (σελ. 460), τον Θ. Βαλσαμώνα (σ. 463), τον Γερμανό Β’ Κων/λεως (σ. 465), τον όσιο Μελέτιο  τον Ομολογητή (σ. 466), τον Ματθαίο Βλάσταρη (σ. 467), τον άγ. Μάρκο τον Ευγενικό (σ. 468 ε.), τον Φ. Βρυέννιο (σ. 469), τον Ιωάννη Νομοφύλακα, αδελφό του αγ. Μάρκου (σ. 470), τον Μανουήλ Ρήτορα (σ. 474), τον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ (σ. 475), τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων (σ. 476) και τον Πατριάρχη Ιερεμία Γ’ (σ. 476).

[238] Έτσι φέρεται από τους αντιπάλους του Κυρίλλου ως μάρτυρας Σέργιος ο Μακραίος, ο οποίος εδήλωνε στην Ιστορία του: «... Από γαρ του σχίσματος μέχρι του αψν’ σωτηρίου έτους, και προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και μετά την άλωσιν, κατά τον όρον τον επί Συμεών του πατριάρχου, τους προσιόντας μύρω έχριζον, ουδ’ ενεκάλεσε την δυτικήν εκκλησίαν την ανατολική πριν, ότι ηθέτησε το κυριακόν και αποστολικόν βάπτισμα, ούτ’ επ’ εκείνης της εν Φλωρεντία συνόδου, ούτε ύστερον». Υπομνήματα εκκλησιαστικής ιστορίας, από τον Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Γ’, εν Βενετία 1872, σελ. 408. Παρακάτω, όμως, θα επανέλθουμε, διότι το κείμενο του Σ. Μακραίου παρουσιάζεται κολοβωμένο! (Β΄. κατωτ. σημ. 312).

[239] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., Ι σ. 342.

[240] Ο, σ. 460/461.

[241] Ο, σ. 498. Πρβλ. Ε, σ. 147 θ’.

[242] Ο, σ. 462/3. Π, σ. 56. Ε, σ. 147 ζ’.

[243] Ο, σ. 463, 498/9.

[244] «Ορθοδόξου δηλονότι», ερμηνεύει ο Οικονόμος, σ. 464.

[245] Ο, σ. 563/4.

[246] Ο, σ. 464.

[247] Ο, σ. 466.

[248] Ο, σ. 467.

[249] Πρόκειται περί του Μακαρίου Αγκύρας. Βλ. Ο, σ. 468, σημ. Α’ (η σημείωση του εκδότη Σοφ. Οικονόμου).

[250] Ο, σ. 467/8, 502 ε.

[251] Ο, σ. 469, 499.

[252] «Μερικόν υπήρχε το κακόν, το τοπικόν· ουδ’ είχεν εγκολπωθείσα και νομοθετήσασα τούτο κεκηρυγμένως η Δυτική Εκκλησία», σ. 469.

[253] Ε, σ. 147 η’.

[254] Ε, σ. 147 ζ’.

[255] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., ΙΙ, σ. 981.

[256] Ε, σ. 146, 147 η’. Ο, σ. 468, 499 ε. Πρβλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., Ι, σ. 422: «διττά δε βαπτίσματα, το μεν δια τριττής καταδύσεως τελειούν, το δε δι’ επιχύσεως ύδατος εκ κορυφής άνωθεν...».

[257] Ο, σ. 503, 504.

[258] Τα Πρακτικά της αμφισβητουμένης αυτής συνόδου βλ. στον Δοσίθεο, Τόμος Καταλλαγής, Ιάσιον 1692, σελ. 457 ε. ε. Πρβλ. Αρχιμ. Βασ. Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, Αθήναι 1959², σελ. 395/6.

[259] Ε, σ. 147 η’.

[260] Στα Πρακτικά υπάρχει η φράση: «Ούτε το χρίσμα ευθύς τη κεφαλή του βαπτισθέντος επιτίθεται παρά την θείαν παράδοσιν», χωρίς όμως να προηγείται κάτι για το βάπτισμα. «Πως γαρ αν παρεσιωπήθη και η περί το βάπτισμα τοιαύτη και τοσαύτη ούσα καινοτομία;», ερωτά ο Οικονόμος, σ. 471.

[261] Ε, σ. 147 η’.

[262] Ι. Καρμίρη, μν. έργ., ΙΙ, σ. 981 ε., 987 ε. Ο, σ. 473 ε. Η απόφαση της συνόδου αυτής, με εξαιρέσεις βεβαίως ίσχυσε μέχρι το 1755. T. Ware, μν. έργ., σ. 67.

[263] Ο, σ. 505.

[264] Εύστοχα παρατηρεί ο Οικονόμος (σ. 473/4, σημ. Β’), ότι στην Ακολουθία που εκδόθηκε από την Σύνοδο δεν συγκαταλέγεται καν το βάπτισμα μεταξύ των διαφορών, διότι δεν είχε γίνει ακόμη τότε επίσημη η καινοτομία.

[265] Ο, σ. 474. Ο Κ. Οικονόμος στηρίζεται στο αντιλατινικό έργο Μανουήλ του Ρήτορος της Μ. Εκκλησίας (1550).

[266] Ο, σ. 505/6.

[267] Ο, σ. 506. Προσθέτει δε: «Το δ’ αυτό φρόνημα διατηρούσι και πάντα τα παρ’ ημίν αρχαιότατα μοναστήρια οίον τα του Άθωνος κ.τ.λ.»

[268] Ε, σ. 146. ΠΡβλ. το λόγο του Συλβέστρου Συροπούλου: «... Ημείς εσμεν άνθρωποι δεδουλωμένοι εις τους Λατίνους και ουχ ευρήσει παραδοχήν ο ημέτερος λόγος».Vera Historia, κεφ. στ’, τμ. Ια’. Παρά V. Laurent, Les ‘’Memoires’’ de Sylvestre Syropoulos sur le Concile de Florence, Paris 1971, σελ. 534/6.

[269] Π, σ. 56.

[270] Στο ίδιο.

[271] Π, σ. 57.

[272] Π, σ. 56.

[273] Π, σ. 57.

[274] Μ, σ. 267/8. Βεβαίως διατυπώθηκε και αντίθετη γνώμη. Π.χ. ο π. T. Ware γράφει σχετικά: «Neither of these councils (δηλ. 1484 εν Κων/λει και 1667 εν Μόσχα) was exposed to foreign pressure or acted from those fear of papist reprisals; why then did they reach conclusions so different from those of Argenti;». Μν. έργ. Σ. 95. Είναι τούτο βέβαιο; Και αν ακόμη υπήρχαν άμεσοι κίνδυνοι, ήταν χωρίς σημασία η κρατούσα, τουλάχιστον στην Βαλκανική, κατάσταση; Βλ. παρακάτω την ερμηνεία του Οικονόμου και γι’ αυτή την περίπτωση.

[275] Ο, σ. 474/5.

[276] Ο, σ. 476, 507.

[277] Ο, σ. 507-509.

[278] Ο, σ. 509. «Ότι οι μη βαπιζόμενοι εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις (χωρίς αναγκαίας αιτίας) κινδυνεύουσιν είναι αβάπτιστοι. Όθεν και οι Λατίνοι, οι το βάπτισμα ποιούντες ραντισμώ θανασίμως αμαρτάνουσι». Δωδεκάβιβλος, σ. 525. Παρά Ο, σ. 509.

[279] Ο, σ. 509/10.

[280] Ο, σ. 477 ε.ε., 510 ε.ε. Ο ‘’Όρος’’ της Συνόδου αυτής (Ιούλιος 1755) επικράτησε να χρονολογείται το 1756, διότι τότε δημοσιεύθηκε τύποις για πρώτη φορά στο έργο «Ραντισμού Στηλίτευσις» (σ. ρογ’ – ροστ’). (Ανατύπωση στου Mansi, μν. έργ., τόμ. 38, στ. 617-22. Βλ. και στο Παράρτημα της παρούσας μελέτης). Το έργο «Ραντισμού Στηλίτευσις» εθεωρείτο παλιότερα ότι γράφτηκε από τον Ε. Αργέντη (βλ. π.χ. Ο, σ. 477, 511) είναι όμως μάλλον έργο Χριστοφόρου του Αιτωλού. Βλ. T. Ware, μν. έργ., σ. 99.

[281] Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, (μετάφρ. Νικολ. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 619. Ο Ράνσιμαν χαρακτηρίζει τον ‘’Όρον’’ «αποτέλεσμα ειλικρινούς πεποιθήσεως».

[282] Ε, σ. 147 κε’.

[283] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., τ. ΙΙ, σ. 984, σημ. 4.

 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.

Πάνω