Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο.

Σεβήροι Αυτοκράτορες


Ύστερα από τον Κόμμοδο βασίλεψαν για λίγους μήνες, στις αρχές του 193, ο Περτίνακας και ο Δίδιος Ιουλιανός. Τον Απρίλιο του 193 αυτοκράτορας αναγορεύτηκε ο Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211), αρχηγός της δυναστείας των Σεβήρων, που κράτησαν την αρχή μέχρι το 235. Ο Σεβήρος ήταν άνθρωπος δραστήριος και δίκαιος και στις αρετές του αυτές στήριζαν οι Ρωμαίοι τις ελπίδες ότι θα αναστήλωνε το μεγαλείο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στην αρχή της βασιλείας του έδειξε εύνοια προς τους Χριστιανούς· λέγεται μάλιστα ότι ανάμεσα στα αγάλματα του είχε τον Αβραάμ και τον Ιησού. Ο Σεβήρος καταγόταν από τη Νουμηδία και είχε σύζυγο συριακής καταγωγής. Ήταν επόμενο, λοιπόν, στα ανάκτορα να μην πνέει έντονα ο άνεμος του ρωμαϊκού παρελθόντος και ο αυτοκράτορας να μη δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια για τη ρωμαϊκή θρησκεία, όμοια με εκείνη των προκατόχων του. Στην Αφρική και σ’ αυτή τη Ρώμη έδειξε κάποια συμπάθεια προς τους Χριστιανούς· απελευθέρωσε άνδρες και γυναίκες Χριστιανούς από την ανώτατη κοινωνική τάξη (clarissimas feminas et clarissimos viros) και δεν έδωσε προσοχή στις κραυγές του όχλου, που ζητούσε την καταδίκη τους. Από τους Χριστιανούς λεγόταν τότε ότι ο Σεβήρος έδειχνε φιλικές διαθέσεις προς αυτούς και τους ανεχόταν γιατί είχε θεραπευθεί με λάδι από κάποιο Χριστιανό δούλο, τον Πρόκουλο, τον οποίο προσέλαβε ύστερα στα ανάκτορα και τον είχε πάντοτε μαζί του (Τερτυλλιανού, Ad Scapulam, κεφ. 4). Επειδή όμως είχαν ακόμη ισχύ οι παλιές διατάξεις, διωγμοί γίνονταν ακόμη σε ορισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου οι κατά τόπους έπαρχοι και ανθύπατοι εφάρμοζαν τις βασιλικές αποκρίσεις (rescripta) και ο εθνικός όχλος εξορμούσε, παρά το διάταγμα του Τραϊανού, εναντίον των Χριστιανών, παραβιάζοντας και τα πιο μυστικά άσυλα τους. Αφορμή για τους διωγμούς αυτούς έδιναν οι τελετές, που γίνονταν προς τιμή του αυτοκράτορα, στις οποίες δεν λάβαιναν μέρος οι Χριστιανοί. Το 202 ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ύστερα από την εκστρατεία κατά των Πάρθων, έδειξε ωμότητα και σκληρότητα εναντίον των Χριστιανών. Με διάταγμα το 202 διώκονταν όσοι προσέρχονταν στο Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό. Επειδή δε ο Ιουδαϊσμός κατά την εποχή αυτή δε θεωρούνταν τόσο επικίνδυνος όσο τον προηγούμενο αιώνα, το διάταγμα του Σεβήρου δεν εφαρμόστηκε με πολλή αυστηρότητα και ούτε έπαυσε να θεωρείται ο Ιουδαϊσμός ως θρησκεία ελεύθερη (religio licita). Έτσι και κάποιες προφανείς προσελεύσεις μικρόψυχων Χριστιανών στον Ιουδαϊσμό, για να αποφύγουν το διωγμό, έμειναν ατιμώρητες από την πλευρά της πολιτείας. Είναι πιθανό ότι ο Σεβήρος απαγόρευσε την προσέλευση στον Ιουδαϊσμό με περιτομή, όπως υποθέτουν μερικοί, και γι’ αυτό ο διωγμός στράφηκε αποκλειστικά εναντίον του Χριστιανισμού (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Θεολογία», τόμ. 1,1923, σ. 106). Ίσως δε στην εποχή αυτή ανάγεται διάταγμα του Σεπτιμίου Σεβήρου, σύμφωνα με το οποίο όλες οι καταγγελίες εναντίον των ανηκόντων σε απαγορευμένα σωματεία (collegia illicita) έπρεπε να εξετάζονται στη Ρώμη από τον έπαρχο της (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Θεολογία», τόμ. 1, 1923, σ. 106).

Το διάταγμα του Σεβήρου, συγκρινόμενο με τις διατάξεις του Τραϊανού και Αδριανού, παρουσιάζει κάποιες βασικές διαφορές, αφού δεν καταδιώκει τόσο τους ήδη Χριστιανούς αλλά τους νεοφώτιστους και επιβάλλει τώρα στους αντιπρόσωπους της πολιτείας να τους αναζητούν. Οπωσδήποτε όμως δεν απαλλάσσονταν και οι από καιρό Χριστιανοί αν καταγγέλλονταν. Με το διάταγμα αυτό είναι φανερό ότι ο Σεπτίμιος Σεβήρος επεδίωκε να ανακόψει απότομα τη διάδοση του Χριστιανισμού.

Τη σφοδρότητα των διωγμών έζησαν οι Χριστιανοί της Αιγύπτου και ιδίως η Αλεξάνδρεια, όπου στέλνονταν από όλη την Αίγυπτο και τη Θηβαΐδα οι αθλητές του Θεού για να υποστούν το μαρτύριο: Ως δε και Σευήρος διωγμόν κατά των Εκκλησιών εκίνει, λαμπρά μεν των υπέρ ευσέβειας αθλητών κατά πάντα τόπον απετελείτο μαρτύρια, μάλιστα δ’ επλήθυνεν επ’ Αλεξανδρείας, των απ’ Αιγύπτου και Θηβαϊδος απάσης αυτόθι ώσπερ επι μέγιστον αθλητών Θεού παραπεμπομένων στάδιον δια καρτερικωτάτης τε ποικίλων βασάνων και θανάτου τρόπων υπομονής τους παρά Θεώ στεφάνους αναδουμένων (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ'. Παράβαλλε και Αelii Spartiani in Severo, κεφ. 17). Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει μάρτυρες της εποχής αυτής στην Αλεξάνδρεια, τον πατέρα του Ωριγένη Λεωνίδη, τον Πλούταρχο, τους δυο Σερήνους, τον Ηρακλείδη, τον Ήρωνα, την Ηραΐδα, την Ποταμίαινα και τη μητέρα της Μαρκέλλα, καθώς και το Βασιλείδη (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ', 1, Στ', 4-5). Την εποχή αυτή διακρίθηκε στην Αλεξάνδρεια ο νεαρός δάσκαλος της Κατηχητικής Σχολής της Αλεξανδρείας Ωριγένης, ο οποίος όχι μόνο επισκεπτόταν τους μάρτυρες στη φυλακή και τους εθάρρυνε αλλά τους συνόδευε μέχρι τον τόπο του μαρτυρίου, αντάλλασσε με αυτούς φίλημα, με πολλή παρρησία, ώστε να προκαλεί το μίσος των Εθνικών και να κινδυνεύει πολλές φορές να λιθοβοληθεί από το μαινόμενο πλήθος. Μερικοί από τους μάρτυρες, που αναφέραμε πιο πάνω, ήταν μαθητές του: Τοιαύτα δη φιλοσόφου βίου τοις θεωμένοις παρέχων υποδείγματα, εικότως επί τον όμοιον αυτώ ζήλον πλείους παρώρμα των φοιτητών, ώστε ήδη και των απίστων εθνών των τε από παιδείας και φιλοσοφίας ου τους τυχόντας υπάγεσθαι τη δι’ αυτού διδασκαλία· οις και αυτοίς γνησίως εν βάθει ψυχής την εις τον θείον λόγον πίστιν δι’ αυτού παραδεχομένοις, διαπρέπειν συνέβαινε κατά τον τότε του διωγμού καιρόν, ως και τινας αυτών αλόντας μαρτυρίω τελειωθήναι (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ' 3,13· παράβαλλε και Στ' 3,6-7, όπου αναφέρεται ότι πολλοί κάτοικοι της Αλεξανδρείας έγιναν ομαδικώς Χριστιανοί την εποχή αυτή, γιατί παρουσιαζόταν στον ύπνο τους η μαρτύρισσα Ποταμίαινα και τους παρακαλούσε).

Και στην ανθυπατική Αφρική (Africa proconsularis) διώχτηκαν ιδιαιτέρως οι Χριστιανοί την εποχή αυτή. Εδώ υπερασπιστής του Χριστιανισμού ήταν ο Τερτυλλιανός, ο οποίος καταδίκαζε συγχρόνως με δριμύτητα τους Χριστιανούς που με οποιοδήποτε τρόπο απέφευγαν το μαρτύριο. Γιατί υπήρξαν πράγματι και Χριστιανοί, οι οποίοι με χρηματισμό αγόραζαν από τους Εθνικούς την ελευθερία τους και δικαιολογούσαν την πράξη τους αυτή με το παράδειγμα του Ιάσονα (Πράξεις 17,9)· η Εκκλησία όμως καταδίκασε την πράξη αυτή (Τερτυλλιανού, Defuga in persecutiones, κεφ. 13). Με τον τρόπο αυτό οι υπάλληλοι του ρωμαϊκού κράτους βρήκαν τον τρόπο να αποκτούν χρήματα, οι Χριστιανοί όμως αυτοί που έδειξαν ολιγοψυχία και χρησιμοποίησαν το χρήμα σαν μέσο να μη βασανιστούν και καταδικαστούν θεωρήθηκαν πεπτωκότες (lapsi). Από τον Απολογητικό του Τερτυλλιανού γίνεται φανερό ότι πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν στην Αφρική και μάλιστα στην Καρχηδόνα. Διάσημο όμως έμεινε το μαρτύριο της Αγίας Περπέτουας και των συμμαρτύρων της (7 Μαρτίου 203) (Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορικαί μελέται, σσ. 70-94). Στο μαρτύριο αυτό βλέπουμε την εφαρμογή του διατάγματος του Τραϊανού, γιατί οι μάρτυρες καταδικάστηκαν χωρίς ανάκριση για τον ηθικό τους βίο αλλά μόνο με βάση το όνομα τους.

Ο διωγμός του Σεπτιμίου Σεβήρου, που εξακολούθησε μέχρι το τέλος της βασιλείας του, παρά τη σφοδρότητα του και την ωμότητα του, δεν μπόρεσε να κλονίσει πολύ την Εκκλησία· εδημιούργησε όμως αίσθηση στους Χριστιανούς και σε ορισμένες περιοχές ενόμιζαν πολλοί ότι βλέπουν σημεία από την επικείμενη εμφάνιση του αντίχριστου: Εν τούτω και Ιούδας, συγγραφέων έτερος, εις τας παρά τω Δανιήλ εβδομήκοντα εβδομάδας εγγράφως διαλεχθείς, επί το δέκατον της Σευήρου βασιλείας ίστησι την χρονογραφίαν· ος και την θρυλουμένην του αντίχριστου παρουσίαν ήδη τότε πλησιάζειν ώετω· ούτω σφοδρώς η του καθ' ημών τότε διωγμού κίνησις τας των πολλών ανατεταράχει διανοίας (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ 7).

Στην εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου ανάγεται η απαρχή της κτηματικής περιουσίας της Εκκλησίας, την οποία αποκτούσε από δωρεές πλουσίων Χριστιανών. Ο Τερτυλλιανός προσπάθησε να καταδείξει στη ρωμαϊκή πολιτεία ότι νομίμως η Εκκλησία μπορούσε να είναι κάτοχος της περιουσίας αυτής. Οι ρωμαϊκές αρχές για ένα ακόμη διάστημα σεβάστηκαν την περιουσία της Εκκλησίας και τούτο έπραξαν γιατί δεν καταδίωκαν τη Χριστιανική Εκκλησία, όπως έγινε αργότερα, αλλά μόνο τους Χριστιανούς.

Το 197 περίπου ο Τερτυλλιανός, θέλοντας να υπερασπισθεί τους διωκόμενους Χριστιανούς της Αφρικής, απηύθυνε λαμπρή Απολογία στον ανθύπατο της Αφρικής και τους ανώτερους διοικητές των επαρχιών, στην Καρχηδόνα, με σκοπό να φτάσει μέχρι τα αυτιά τους η αλήθεια αθόρυβα, με το μυστικό δρόμο της γραφτής αγόρευσης (Απολογία, κεφ. 1). Στην εισαγωγή (κεφ. 1-6) ο Τερτυλλιανός δείχνει την πλήρη άγνοια των Εθνικών για τους Χριστιανούς και τη θρησκεία τους, άγνοια που προκαλεί μίσος και άδικη καταδίωξη των Χριστιανών, εκφράζει το παράπονο για την αδικία που γίνεται να μην εφαρμόζονται για τους Χριστιανούς οι διατάξεις των νόμων, αφού δε διαθέτουν υπερασπιστές στα δικαστήρια, δε δικάζονται όπως οι άλλοι και καταδιώκονται γιατί ονομάζονται Χριστιανοί, και αποδεικνύει ότι η νομοθεσία που χρησιμοποιούν οι Εθνικοί κατά των Χριστιανών είναι άδικη και παράλογη. Π.χ οι Χριστιανοί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Τραϊανού δεν πρέπει να αναζητούνται, όταν όμως καταγγέλλονται θα πρέπει να τιμωρούνται. Εάν όμως ήταν άξιοι τιμωρίας οι Χριστιανοί, για τα εγκλήματα που διαπράττουν, θα πρέπει και να καταζητούνται. Όταν οι εγκληματίες, που προσάγονται ενώπιον των αρχών, αρνούνται τις αποδιδόμενες σ' αυτούς κατηγορίες για εγκλήματα, υποβάλλονται σε βασανιστήρια για να κάνουν αποκαλύψεις, ενώ αντίθετα όταν οι Χριστιανοί αρνούνται τους αθωώνουν. Στο κύριο μέρος (κεφ. 7-45) ο Τερτυλλιανός προβαίνει στην ανασκευή των κατηγοριών εναντίον των Χριστιανών (κεφ. 7-9 ανοσιουργήματα που διαπράττονται κρυφά και κεφ. 10-45 δημόσια εγκλήματα) για να δείξει τελικά ότι είναι άδικη η νομική απαγόρευση του Χριστιανισμού ως collegium illicitum (κεφ. 38) αφού οι Χριστιανοί συνέρχονται σε κοινές προσευχές, διαβάζουν και εξηγούν την Αγία Γραφή, συνεισφέρουν χρήματα στο κοινό Ταμείο, διαθέτουν τα χρήματα αυτά για την ενίσχυση των ορφανών, γερόντων και ανικάνων, αποκαλούνται και είναι μεταξύ τους αδελφοί και τέλος συνέρχονται στις κοινές αγάπες, χωρίς αυτές να έχουν σχέση με τις παράνομες συναθροίσεις (κεφ. 39). Ο Τερτυλλιανός αναφέρει και τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορούνται οι Χριστιανοί: ανθρωποκτονία, ασέβεια προς τα θεία, αιμομειξία και έχθρα προς το κράτος (κεφ. 2)· έχθρα προς τους θεούς, τους αυτοκράτορες, τους νόμους τα ήθη και τη φύση όλη (κεφ. 2)· αιμομειξία, παιδοκτονία, και ασέβεια κατά των θείων και των αυτοκρατόρων (κεφ. 4). Σε άλλα σημεία ο Τερτυλλιανός αναφέρει και άλλες κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, όπως π.χ την ονολατρεία (κεφ. 16). Ο Τερτυλλιανός αποδεικνύει ως τελείως ασύστατα τα εγκλήματα του φόνου, των δείπνων παιδιών και της αιμομειξίας. Οι κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών γι’ αυτά είναι φήμες και λογικώς αδιανόητες· άλλωστε ουδέποτε αποκαλύφτηκαν και κανένας δεν μπορεί να μαρτυρήσει γι’ αυτά. Τέτοια εγκλήματα πράττουν μόνο ορισμένοι ειδωλολάτρες, ενώ ο θάνατος είναι απαγορευμένος στους Χριστιανούς. Στον Τερτυλλιανό οφείλουμε μια από τις πιο ξεκάθαρες τοποθετήσεις στο θέμα της έκτρωσης. Για να πείσει τους εθνικούς ο Τερτυλλιανός ότι οι Χριστιανοί δε σχετίζονται με φόνους, προσάγει ως επιχείρημα την απαγόρευση στους Χριστιανούς της έκτρωσης: Είναι ανθρωποκτονία εκ των προτέρων να εμπόδιση τις την γέννησιν και ολίγον διαφέρει το να αφαιρεή τις την ύπαρξιν μετά την γέννησιν ή να καταστρέφη ταύτην καθ’ οv χρόνον αυτή διαμορφούται. Είναι ήδη άνθρωπος, ο μέλλων να γίνη άνθρωπος· επίσης πας καρπός περιέχεται ήδη εν τω σπόρω (Ο Απολογητικός του Τερτυλλιανού. Μετάφρασις μετ’ εισαγωγής υπό Ιωάννου Δ. Φραγκούλη, εν Αθήναις 1936, σ. 41). Αλλά και το έγκλημα αθεότητας καθώς και την κατηγορία ότι δεν εκπληρώνουν οι Χριστιανοί τα καθήκοντα απέναντι στο κράτος και τον αυτοκράτορα αποκρούει ο Τερτυλλιανός. Οι Χριστιανοί, λέγει, δεν είναι άθεοι και οι θεοί των Εθνικών δεν είναι θεοί μα αποθεωθέντες άνθρωποι ή είναι δαίμονες. Ο Θεός των Χριστιανών έδωσε το γραφτό λόγο, έστειλε πνευματοφόρους άνδρες, εκπλήρωσε τα προλεχθέντα στην Παλαιά Διαθήκη και ο Χριστός έγινε άνθρωπος. Αυτό μόνο τον Θεό λατρεύουν οι Χριστιανοί και είναι παράλογο να αποδίδεται θεία τιμή στον αυτοκράτορα. Ο βασιλιάς είναι εκλεκτός του Θεού αλλά και κοινός άνθρωπος. Οι Χριστιανοί δεν είναι εχθροί του Κράτους, δεν είναι εχθροί της ανθρωπότητας (hostes generis humani) γιατί αυτοί εύχονται για την ειρήνη του κόσμου. Τα κακά του κόσμου δεν προέρχονται από την οργή των θεών εναντίον των Χριστιανών, αφού οι Χριστιανοί είναι επωφελέστατα μέλη της κοινωνίας και η ζωή τους είναι ηθική· είναι άριστοι πολίτες και πιστοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας και όχι δημόσιοι εχθροί. Ο Τερτυλλιανός όταν έγραφε την Απολογία αυτή είχε οπωσδήποτε υπόψη του την επιστολή του Πλίνιου προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό, γιατί όσα αναφέρει για το μεγάλο πλήθος των Χριστιανών κάθε γένους, κάθε ηλικίας, κάθε κοινωνικής τάξης, που καλύπτουν τις πόλεις, τα χωριά, τους αγρούς, τα στρατόπεδα κ. λ. π. (κεφ. 1 και 37), και όταν αναφέρει ότι εναντίον των Χριστιανών είναι οι μαστροποί, οι προαγωγοί, οι θεραπευτές εταίρων, οι δολοφόνοι, οι φαρμακείς, οι μάγοι, οι οιωνοσκόποι, οι μάντεις και οι αστρολόγοι (κεφ. 43) μας θυμίζει σε ορισμένα σημεία τον Πλίνιο, τον οποίο μνημονεύει στο δεύτερο κεφάλαιο.

Στο ίδιο πνεύμα, με τον Απολογητικό, κινείται και ένα άλλο έργο του Τερτυλλιανού, το Ad nationes (Προς τα έθνη), που αποτελείται από δυο βιβλία. Το σύγγραμμα αυτό επιδιώκει να ανασκευάσει τις κατηγορίες των Εθνικών εναντίον των Χριστιανών και να αποδείξει ότι οι Εθνικοί άδικα κατηγορούν τους Χριστιανούς· και το πράττουν αυτό γιατί τους μισούν. Στο πρώτο βιβλίο ο Τερτυλλιανός ασχολείται με τις κατηγορίες ότι δήθεν οι Χριστιανοί λατρεύουν ως θεούς το κεφάλι του γαϊδάρου, το σταυρό και τον ήλιο, ότι είναι παιδοκτόνοι και τελούν αιμομειξίες, ότι δε σέβονται τον αυτοκράτορα και ότι πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού και σε άλλη καλύτερη ζωή, και αντιστρέφοντας τις κατηγορίες αυτές, αποδεικνύει τους Εθνικούς συκοφάντες, παιδοκτόνους και αιμομείκτες, ασεβείς, επαναστάτες και στασιαστές κατά του αυτοκράτορα. Τέλος τους λέγει ότι δεν πρέπει να δυσπιστούν στα δόγματα της ανάστασης του Χριστού και της μετά θάνατο ζωής, γιατί πρέπει να έχουν υπόψη τους τη μετεμψύχωση και τους κριτές του Άδη Μίνωα και Ραδάμανθη. Στο δεύτερο βιβλίο αποδεικνύει ότι οι θεοί των Εθνικών 1) θεοί, τους οποίους δίδαξαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, 2) θεοί, τους οποίους έπλασαν και μυθοποίησαν οι ποιητές και 3) θεοί, τους οποίους δέχτηκαν τα έθνη και οι λαοί, κατά την τριπλή διαίρεση του Ρωμαίου Ουάρρωνα, είναι μάταιοι και κενοί. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να τους απομακρύνει από την πίστη στους θεούς αυτούς και να τους πείσει να ασπασθούν το Χριστιανισμό. Το Ad nationes γράφηκε το 197. Το ίδιο έτος ή το 202/3 γράφτηκε και το σύγγραμμα Ad martyras (Προς τους μάρτυρες). Με αυτό ο Τερτυλλιανός ενθαρρύνει και παρηγορεί τους Χριστιανούς, που λυώνουν στις φυλακές της Καρχηδόνας εξαιτίας της Χριστιανικής τους πίστης. Επειδή οι φυλακισμένοι ομολογητές είχαν διαφορές μεταξύ τους, τους συμβουλεύει να υπομένουν τους πειρασμούς της φυλακής και να μη φοβούνται το ξίφος, το σταυρό, τα άγρια θηρία και το θάνατο στη φωτιά. Με βέβαιη την ελπίδα της δόξας, που θα τύχουν στον άλλο κόσμο, δεν πρέπει να υπολογίζουν τη ζωή τους στη γη· άλλωστε υπήρχαν και Εθνικοί ακόμη, οι οποίοι για να αγνιστούν και να δοξαστούν στον κόσμο αυτό, θυσίασαν τη ζωή τους. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί δεν επιτρέπεται να αποφεύγουν τους κινδύνους χάριν του Θεού. Οι ομολογητές, που υφίστανται τα πάνδεινα για την πίστη τους, είναι οι μάρτυρες του Χριστιανισμού. Σε ένα άλλο έργο του De fuga in persecution (Για τη φυγή στο διωγμό), που το έγραψε όταν ήταν Μοντανιστής, υποστηρίζει ο Τερτυλλιανός ότι ο πιστός δεν φεύγει όταν γίνονται διωγμοί, γιατί αυτοί προέρχονται από τον Θεό για να δοκιμαστεί η σταθερότητα της πίστης των Χριστιανών. Ο Τερτυλλιανός κατηγορεί τώρα τους κληρικούς εκείνους που συμβούλευαν τη φυγή κατά την εποχή των διωγμών και κατακρίνει όσους εξαγόρασαν με χρήματα την αποφυλάκιση τους, παρότι πιο μπροστά, όταν ήταν μέλος της Εκκλησίας, υποστήριζε ότι στους διωγμούς είναι προτιμότερο να φεύγει κανείς από πόλη σε πόλη ή να συλληφθεί και βασανιζόμενος να αρνηθεί την πίστη του [Ad uxorem (Προς τη σύζυγο), βιβλίο I, κεφ. 3].

Μετά το θάνατο του Σεπτιμίου Σεβήρου (211) διάδοχος του έγινε ο γιος του Αντωνίνος Καρακάλλας (212-217), ο οποίος, παρ’  όλη τη σκληρότητα που έδειξε αμέσως να φονεύσει τον αδελφό του, δεν εξέδωκε νέους νόμους κατά των Χριστιανών και δεν έκαμε τίποτε το εξαιρετικό εναντίον του Χριστιανισμού. Λέγεται μάλιστα ότι είχε κάποια γνώση από το Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό, γιατί ανάμεσα στους συνομήλικους παιδικούς του φίλους βρέθηκε και ένας που ανήκε στον Ιουδαϊσμό και μαστιγώθηκε γι’ αυτό. Οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών, τους οποίους δεν απέτρεπε ο Καρακάλλας, εξακολούθησαν να γίνονται όπως πιο μπροστά και εξαρτώνταν από τις διαθέσεις των έπαρχων και από τη μανία του εθνικού όχλου. Την εποχή του Καρακάλλα είναι βέβαιο ότι οι Χριστιανοί διώχτηκαν στην Αφρική και μάλιστα στην Καρχηδόνα. Στην αρχή της βασιλείας του ανθύπατος της Αφρικής ήταν ο μετριοπαθής Βαλέριος Pudens, ο διάδοχος του όμως Scapula Tertullus αντιμετώπισε τους Χριστιανούς με σκληρότητα. Αυτό το πληροφορούμαστε από τον Τερτυλλιανό, ο οποίος απηύθυνε προς το Σκαπούλα σύγγραμμα (Ad Scapulam). Ο Τερτυλλιανός δείχνει στο Σκαπούλα, ότι δεν πρέπει να καταδιώκει τους Χριστιανούς, που μόνοι αυτοί έχουν την αρετή να αγαπούν τους εχθρούς τους και να προσεύχονται γι’ αυτούς και ότι δεν πρέπει να αναγκάζει τους Χριστιανούς να θυσιάζουν στους εθνικούς θεούς, γιατί έτσι δεν προσφέρει καμιά υπηρεσία σ’ αυτούς, αφού οι εθνικοί θεοί δεν απαιτούν από κανένα θυσία παρά τη θέλησή του. Οι Χριστιανοί είναι φίλοι όλων των ανθρώπων και αυτών ακόμη των εχθρών τους και σέβονται και εκτιμούν τους εθνικούς αυτοκράτορες. Είναι λοιπόν άδικο, ενώ οι Χριστιανοί είναι αγαθοί και δεν περιφρονούν τον αυτοκράτορα, να καταδιώκονται από το Σκαπούλα, τον οποίο ο Τερτυλλιανός προτρέπει και νουθετεί να παύσει τους διωγμούς, γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος μήπως εξαιτίας των καταδιώξεων των Χριστιανών πάθει σωματικώς όπως έπαθαν και άλλοι διώκτες του Χριστιανισμού, τους οποίους μνημονεύει ονομαστικά ο Τερτυλλιανός. Στο τέλος συμβουλεύει το Σκαπούλα να μη μάχεται εναντίον του Θεού των Χριστιανών αλλά να συμπεριφέρεται προς αυτούς ανθρώπινα.

Ένα χρόνο πιο μπροστά, το 211, ο Τερτυλλιανός στο σύγγραμμα του De corona (Περί στεφάνου), που έγραψε με αφορμή το μαρτύριο κάποιου Χριστιανού στρατιώτη, που δε θέλησε, όπως συνηθιζόταν τότε, να φέρει στεφάνι στο κεφάλι παρά το κρατούσε στο χέρι, αποδοκιμάζει το στεφάνωμα των στρατιωτών ως χαρακτηριστική εθνική συνήθεια και απαγορεύει τη στρατιωτική υπηρεσία ως ασυμβίβαστη με τη Χριστιανική πίστη. Ο Τερτυλλιανός συγχαίρει το Χριστιανό στρατιώτη για τη γενναία πράξη του, αφού προτίμησε με τη φυλακή και τα βασανιστήρια να αναμένει το στέφανο του μαρτυρίου, και μέμφεται τους Χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι κατέκριναν τη διαγωγή του Χριστιανού στρατιώτη, ο οποίος έπρεπε να φέρει το στεφάνι στο κεφάλι του αντί να γίνει αίτιος, με την πράξη του, να διώκονται και πάλι οι Χριστιανοί και να οδηγούνται στο θάνατο. Ακόμη ο Τερτυλλιανός μέμφεται τους Χριστιανούς που φοβούνται το μαρτύριο και κατηγορεί τους ποιμένες της Εκκλησίας, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ειρήνης φαίνονται λιοντάρια, ενώ στον πόλεμο μεταβάλλονται σε ελάφια. Δε θα ήταν τέτοιοι (ελάφια) αλλά γενναίοι αν δέχονταν τις προφητείες του Αγίου Πνεύματος (του Μοντανού), σύμφωνα με τις οποίες το μαρτύριο επιβάλλεται στους Χριστιανούς. Και το έργο αυτό γράφτηκε όταν ήδη ο Τερτυλλιανός ήταν Μοντανιστής. (Tην ανάλυση των έργων του Τερτυλλιανού Ad nationes, Ad martyras, De corona και Ad Scapulam ιδές στο Γεώργιο Ι. Δέρβο, Χριστιανική Γραμματολογία, Τόμος τρίτος, εν Αθήναις 1910, σσ. 54-55, 58-60, 90-92 και 92-93 αντίστοιχα).

Ο Καρακάλλας φονεύτηκε από το Μακρινό (217), που τον διαδέχτηκε για ένα περίπου χρόνο (217-218). Και ο Μακρινός όμως φονεύτηκε από τους συγγενείς του Καρακάλλα και στο θρόνο ανέβηκε ο Αούτιος Βασσιανός ή όπως επίσημα καλούνταν Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, ο γνωστός στην ιστορία Ηλιογάβαλος (218-222). Ο Ηλιογάβαλος (Elgabal) δεν καταδίωξε τους Χριστιανούς όπως και όλους όσοι είχαν διαφορετικό θρήσκευμα και έτσι η Εκκλησία και οι Χριστιανοί γνώρισαν πιο ήσυχες ημέρες. Η ανεξιθρησκεία του αυτή δεν πήγαζε από καλή αιτία. Εάν ο Ηλιογάβαλος ήταν οπαδός της θρησκείας του ρωμαϊκού κράτους ασφαλώς θα καταδίωκε τους Χριστιανούς, ήταν όμως παραδομένος τελείως στη λατρεία του ηλίου και οπαδός και συγχρόνως ιερέας της λατρείας του ηλίου της Εμέσης της Συρίας. Με τη λατρεία αυτή ήταν ενωμένες οι αισχρότερες ακολασίες και ο Ηλιογάβαλος υπήρξε ο πιο ανήθικος αυτοκράτορας της Ρώμης. Σκοπός του ήταν να συγχωνεύσει όλα τα θρησκεύματα στη λατρεία της ανατολικής θεότητας του Ελ Γαβάλ. Για το σκοπό αυτό συγκέντρωσε στη Ρώμη όλα τα ονομαστά αγάλματα από την Ανατολή και τελούσε προς τιμή του Ελ Γαβάλ μεγαλοπρεπείς και απατηλές πομπές. Ποια θα ήταν τα αποτελέσματα του μεγαλεπήβολου αυτού θρησκευτικού προγράμματος, εάν πραγματοποιούνταν, και ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις του για το Χριστιανισμό είναι αδύνατο να υποθέσει κανείς, αφού ο Ηλιογάβαλος φονεύτηκε (222) και αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο εξάδελφος του Αυρήλιος Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235).

Και ο Σεβήρος, όπως και ο Ηλιογάβαλος, ήταν οπαδός του θρησκευτικού συγκριτισμού μόνο που ο Σεβήρος ήταν εκλεκτικός και ο εκλεκτισμός του αυτός ήταν ευγενέστερος από τον εκλεκτισμό του Ηλιογάβαλου και κατέληγε στην πρακτικοποίηση του απολύτου. Ασφαλώς σ' αυτό βοηθούσε και ο χαρακτήρας του Σεβήρου καθώς και οι επιδράσεις της μητέρας του Μαμμαίας. Η Μαμμαία, όπως μας πληροφορεί ο Ευσέβιος Καισαρείας, ήταν «θεοσεβεστάτη γυνή» περισσότερο από κάθε άλλη και όταν κάποτε βρέθηκε στην Αντιόχεια και άκουσε να γίνεται σπουδαίος λόγος για τον Ωριγένη θεώρησε την ευκαιρία κατάλληλη να αξιωθεί να δει τον άνδρα και να λάβει γνώση της σοφίας του για τα θεία, για την οποία τον θαύμαζαν. Τον κάλεσε, λοιπόν, στην Αντιόχεια και διδάχτηκε από αυτόν για το Χριστό και την αρετή: Του ο αυτοκράτορος μήτηρ, Μαμμαία τούνομα, ει και τις άλλη θεοσεβεστάτη γυνή, της Ωριγένους πανταχόσε βοωμένης φήμης, ως και μέχρι των αυτής ελθείν ακοών, περί πολλού ποιείται της του ανδρός θέας αξιωθήναι και της υπό πάντων θαυμαζομένης περί τα θεία συνέσεως αυτού πείραν λαβείν. Επ’ Αντιοχείας δήτα διατρίβουσα, μετά στρατιωτιθείου διδασκαλείου αρετής επιδειξάμενος, επί τας συνήθεις έσπευδε διατριβάς (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ' 21). Δεν είναι βέβαια γνωστόν αν η Μαμμαία είχε βαφτιστεί Χριστιανή, η σπουδή όμως του Χριστιανισμού και της ηθικής του δίπλα στον Ωριγένη και η ενασχόληση της με αυτά που άκουσε από τον Ωριγένη, της έδωσαν το δικαίωμα να επηρεάσει τον ευγενή άλλωστε γιο της, που έδειξε και αυτός να ενδιαφέρεται για το Χριστιανισμό. Η Μαμμαία διακρινόταν για το δυναμισμό της και διοικούσε την αυτοκρατορία (και το γιο της) δίπλα του και ίσως περισσότερο από το Σεβήρο. Ο νεαρός αυτοκράτορας δέχτηκε οπωσδήποτε στοιχεία της Χριστιανικής διδασκαλίας και αγάπησε τις αρχές του ευαγγελίου και βρισκόταν αρκετά κοντά στο Χριστιανισμό, στο βαθμό που στον προσωπικό του ναό, ανάμεσα στα άλλα αγάλματα του Μ, Αλεξάνδρου, του Απολλώνιου του Τυανέα, του Ορφέα και του Αβραάμ είχε τοποθετήσει και το άγαλμα του Ιησού Χριστού (Aelii Lampridii, νita Alexandri Severi, 29).  Ήθελε μάλιστα να κτίσει και ναό του Χριστού και να βάλει και το Χριστό στον κύκλο των θεών της αυτοκρατορίας αλλά αποτράπηκε από αυτό από τους Εθνικούς ιερείς και μάντεις, οι οποίοι είχαν φοβηθεί μήπως εγκαταληφθούν οι ναοί των άλλων θεών εξαιτίας του ναού του Χριστού (Aelii Lampridii, νita Alexandri Severi, 43). Ο Σεβήρος αγαπούσε ιδιαιτέρως το λόγιο του Χριστού και καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως (Λουκάς 6,31) και με εντολή του το λόγιο αυτό φώναζε ο κήρυκας την ώρα που βασανίζονταν και υπόφεραν οι εγκληματίες. Με εντολή του στους τοίχους των ανακτόρων γράφτηκε στα Λατινικά το quod tibi fieri non vis alteri non feceris. Όταν επρόκειτο να τοποθετήσει κάποιον έπαρχο έλεγε: Ας κάνουμε όπως οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί, οι οποίοι δεν χειροτονούν κανένα κληρικό χωρίς πιο μπροστά να γνωστοποιήσουν το όνομα του και να ζητήσουν τη γνώμη και την κρίση του λαού (Aeii Lampridii, νita Alexandri Severi, 45). Σε μια ακόμη περίπτωση ο Σεβήρος εκδήλωσε τις ευμενείς διαθέσεις του απέναντι στους Χριστιανούς, όταν Χριστιανοί και ταβερνιάρηδες (popinarri) έριζαν μεταξύ τους για ένα οικόπεδο, στο οποίο οι Χριστιανοί ήθελαν να κτίσουν ναό και οι ταβερνιάρηδες ψαροταβέρνα. Ο Σεβήρος τάχθηκε με το μέρος των Χριστιανών, γιατί θεώρησε προτιμότερο να αναγερθεί ναός για τη λατρεία οποιουδήποτε Θεού παρά ψαροταβέρνα (Aelii Lampridii, νita Alexandri Severi, 49-51). Η απόφαση αυτή του Σεβήρου ήταν πολύ σημαντική για την Εκκλησία, αφού αναγνωρίστηκε σ’ αυτή το δικαίωμα ως ιδιαίτερο σωματείο να έχει ιδιόκτητη περιουσία. Οι ευμενείς διαθέσεις του Σεβήρου απέναντι στα θρησκεύματα και το Χριστιανισμό δεν πέρασαν απαρατήρητες και ο Aelius Lampridius αναφέρει ότι ελέχθη γι’ αυτόν: Judaeis privilegia reservavit, christianos esse passus est (Vita Alexandri Seven, 22). Δεν αρκούσαν όμως μόνο οι ευμενείς διαθέσεις του αυτοκράτορα για να μην εκδηλωθούν κατά διαστήματα διωγμοί εναντίον των Χριστιανών. Χρειαζόταν και η τιθάσευση του εθνικού όχλου· προς την κατεύθυνση όμως αυτή ο Σεβήρος δεν έκανε τίποτε. Έτσι κάποτε κάποτε ξεσηκώνονταν οι Εθνικοί κατά των Χριστιανών με αποτέλεσμα και πάλι μερικοί Χριστιανοί να υποφέρουν και να θυσιάζουν τη ζωή τους. Από την άλλη μεριά ο ισχυρός νομομαθής Ουλπιανός συγκέντρωσε και δημοσίευσε στο σύγγραμμα του De officio proconsulos τις διατάξεις των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που αναφέρονταν στους Χριστιανούς, για να έχουν υπόψη τους οι Ρωμαίοι υπεύθυνοι τις ποινές τις οποίες θα έπρεπε να επιβάλλουν στους οπαδούς απαγορευμένων θρησκειών [Lactantii, Divinae Institutiones, V, 11). Το 235 φονεύτηκε ο Σεβήρος στην αγκαλιά της μητέρας του Μαμμαίας για να ακολουθήσει μια περίοδος στρατιωτικής αναρχίας (235-268), που ήταν όμως οροσημική για την Εκκλησία, αφού ανάμεσα στους αυτοκράτορες της εποχής αυτής συγκαταλέγεται και ο Δέκιος.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω