Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο.

Ο Φίλιππος ο Άραβας


Στα έξι χρόνια που βασίλευσε ο Γορδιανός Γ' (238-244) επικράτησε ειρήνη στην Εκκλησία. Η ειρήνη αυτή συνεχίστηκε και την εποχή του διαδόχου του, Φιλίππου του Άραβα (244-249). Η ευχάριστη για την Εκκλησία και τους Χριστιανούς αυτή κατάσταση δημιούργησε την παράδοξη εντύπωση ότι και ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήταν Χριστιανός, ο πρώτος Χριστιανός Ρωμαίος αυτοκράτορας, και έδωσε το δικαίωμα στον Ωριγένη να εκφραστεί με ενθουσιασμό ότι σιγά σιγά το ρωμαϊκό κράτος θα γινόταν τότε Χριστιανικό αφού θα επικρατούσε η Χριστιανική θρησκεία: πάσα μεν θρησκεία καταλυθήσεται, μόνη δε η Χριστιανών κρατήσει, ήτις και μόνη ποτέ κρατήσει, του λόγου αεί πλείονας νεμομένου ψυχάς (Κατά Κέλσου, Η' 68).

Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας μας δίνει την πληροφορία ότι δήθεν ο Φίλιππος ήταν Χριστιανός. Ο μύθος αυτός, όπως φαίνεται, ήταν αποτέλεσμα της εύνοιας του αυτοκράτορα προς τους Χριστιανούς. Η διήγηση, την οποίαν αναφέρει ο Ευσέβιος, είναι αυτή: Σύμφωνα με μια φήμη, καθώς ο Φίλιππος ήταν Χριστιανός, θέλησε να λάβει μέρος τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου μαζί με το πλήθος των Χριστιανών στις προσευχές της Εκκλησίας, ο προϊστάμενος όμως της Εκκλησίας δεν του επέτρεψε την είσοδο και τη συμμετοχή πριν να συγκαταριθμηθεί με τους μετανοούντες και να εξομολογηθεί για τα παραπτώματά του. Αν δεν έκαμε αυτό ο αυτοκράτορας δε θα γινόταν δεκτός από τον προϊστάμενο λόγω των πολλών κατηγοριών εναντίον του. Λέγεται, σύμφωνα με τη διήγηση του Ευσεβίου, ότι ο Φίλιππος πειθάρχησε πρόθυμα και έδειξε με έργα την ειλικρίνεια και ευλάβεια της διάθεσης του στο θείο φόβο:

Έτεσι δε όλοις εξ Γορδιανού την Ρωμαίων διανύσαντος ηγεμονίαν, Φίλιππος άμα παιδί Φιλίππω την αρχήν διαδέχεται. Τούτον κατέχει λόγος Χριστιανόν όντα εν ημέρα της ύστατης του Πάσχα παννυχίδος των επί της Εκκλησίας ευχών τω πλήθει μετασχείν εθελήσαι, ου πρότερον δε υπό του τηνικάδε προεστώτος επιτραπήναι εισβαλείν, ή εξομολογήσασθαι και τοις εν παραπτώμασιν εξεταζομένοις μετανοίας τε χώραν ισχούσιν εαυτόν καταλέξαι· άλλως γαρ μη αν ποτε προς αυτού, μη ουχί τούτο ποιήσαντα, δια πολλάς των κατ’ αυτόν αιτίας παραδεχθήναι. Και πειθαρχήσαι γε προθύμως λέγεται, το γνήσιον και ευλαβές της περί τον θείον φόβον διαθέσεως έργοις επιδεδειγμένον (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Στ' 34). Στις πολλές εναντίον του Φιλίππου κατηγορίες ασφαλώς πρέπει να περιλάβουμε και την ενέργεια του να φονευθεί ο προκάτοχος του Γορδιανός Γ'.

Η διήγηση αυτή του Ευσεβίου είναι μυθική, γιατί 1) ο ίδιος ο Ευσέβιος, όταν την αναφέρει, λέγει ότι «κατέχει λόγος» δηλαδή λέγεται ή υπάρχει η φήμη ή επικρατεί η άποψη, 2) ο Ωριγένης στις επιστολές, που γράφει στο Φίλιππο και τη γυναίκα του Σεβήρα, και στο σύγγραμμα του Κατά Κέλσου, που το γράφει την εποχή του Φιλίππου, δεν αναφέρει ότι ο Φίλιππος ήταν Χριστιανός, όπως τούτο κάνει ο Ευσέβιος στην εκκλησιαστική του Ιστορία και ιδίως στο Χρονικό του, όπου με βεβαιότητα αναφέρει ότι ο Φίλιππος ήταν Χριστιανός και 3) στα νομίσματα του Φιλίππου, που εκδόθηκαν από τον ίδιο, δε βρίσκουμε κανένα ίχνος Χριστιανικό αλλά απεναντίας όλα μας δείχνουν ότι ήταν οπαδός πάντοτε της εθνικής θρησκείας. Επειδή ορισμένοι αυτοκράτορες έδειχναν ευμενείς διαθέσεις προς τους Χριστιανούς, νόμιζαν οι Χριστιανοί ότι πράγματι οι αυτοκράτορες αυτοί ήταν Χριστιανοί, δίσταζαν όμως και φοβούνταν από λόγους πολιτικούς να αποκαλυφθούν φανερά ότι ήταν Χριστιανοί. Με βάση ίσως τη σκέψη αυτή ο Ευσέβιος Καισαρείας δίνει πίστη στη φήμη και τείνει να δεχτεί ότι ο Φίλιππος ήταν Χριστιανός. Έχουμε όμως και τη μαρτυρία του Διονυσίου Αλεξανδρείας, που άκμασε πολύ λίγα χρόνια ύστερα από το Φίλιππο. Ο Διονύσιος γράφει τα εξής: ουδέ άλλος τις ούτω των προ αυτού βασιλέων ευμενώς και δεξιώς προς αυτούς (τους Χριστιανούς) διετέθη, ουδ’ οι λεχθέντες αναφανδόν Χριστιανοί γεγονέναι, ως εκείνος οικειότατα εν αρχή και προσφιλέστατα φανερός ην αυτούς αποδεχόμενος (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Ζ' 10). Ο Διονύσιος ασφαλώς εννοεί, όταν γράφει «τους λεχθέντας αναφανδόν Χριστιανούς γεγονέναι», τους αυτοκράτορες Αλέξανδρο Σεβήρο (222-235) και Φίλιππο τον Άραβα (244-249), γιατί και οι δυο δε διέκεινταν εχθρικά προς τους Χριστιανούς και η Εκκλησία την εποχή τους ειρήνευε και δυνάμωνε. Έτσι, και με βάση τη μαρτυρία του Διονυσίου Αλεξανδρείας, πρέπει να θεωρήσουμε ως απίθανη την πληροφορία του Ευσεβίου για το Φίλιππο ότι έγινε Χριστιανός. (Παράβαλλε Το Χρονικό στον Ιερώνυμο για το έτος 247, όπου αναφέρεται: (Philippus)primusque omnium ex Romanis Imperatoribus Christianus fuit, ότι δηλαδή ο Φίλιππος υπήρξε ο πρώτος Χριστιανός από όλους τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Pl 27, 645-646).

Η διήγηση του Ευσεβίου για το Φίλιππο συνδυάστηκε με την πληροφορία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σύμφωνα με την οποία ο Επίσκοπος της Αντιοχείας Βαβύλας έδιωξε από το ναό κάποιο ηγεμόνα εξαιτίας αδίκου φόνου που διέπραξε, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί (ο Βαβύλας) (PG, 59,567). Ο Ευσέβιος δεν αναφέρει το όνομα του «προεστώτος της Εκκλησίας» που απαγόρευσε στον αυτοκράτορα Φίλιππο να λάβει μέρος στην ακολουθία πριν να εξομολογηθεί και να συγχωρεθεί, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν αναφέρει το όνομα του ηγεμόνα τον οποίο απέκλεισε ο Επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας. Και ο μεν Ευσέβιος λέγει ότι ο Φίλιππος υπάκουσε στην απαίτηση του προϊσταμένου της Χριστιανικής σύναξης, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο ηγεμόνας όχι μόνο δεν υπάκουσε στον επίσκοπο της Αντιοχείας Βαβύλα αλλά απεναντίας τον έβαλε στη φυλακή. Έπειτα ο Χρυσόστομος ονομάζει τον ηγεμόνα «βασιλέα»· «βασιλεύς» όμως λέγεται και ο διοικητής της Αντιοχείας Γάλλος, που ήταν αδελφός του Ιουλιανού του παραβάτη. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για ένα και το ίδιο γεγονός αλλά για δυο ξεχωριστά γεγονότα, τα οποία οι συντάκτες του Πασχαλίου Χρονικού τα συμβίβασαν και παρουσίασαν τις δυο διαφορετικές ειδήσεις, του Ευσεβίου Καισαρείας και του Ιωάννου Χρυσοστόμου, ως μία. Έτσι ο ανώνυμος «προεστώς» της διήγησης του Ευσεβίου είναι ο Βαβύλας Αντιοχείας, σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ενώ ο ανώνυμος ηγεμόνας της μαρτυρίας Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι ο αυτοκράτορας Φίλιππος ο Άραβας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο Καισαρείας. Ο συνδυασμός όμως αυτός πρέπει οπωσδήποτε να απορριφθεί. Άλλωστε κανένα ίχνος του Χριστιανισμού του Φιλίππου δε γνωρίζουμε, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος τον ονομάζει τύραννο και κακούργο και ότι ακόμη η χιλιετηρίδα της Ρώμης, που γιορτάστηκε το 248 από το Φίλιππο, ήταν καθαρά εθνική γιορτή, χωρίς ίχνος Χριστιανικό.

Δεν ήταν τόσο η εσωτερική πεποίθηση που επηρέασε τον αυτοκράτορα Φίλιππο για την ευνοϊκή στάση του απέναντι στο Χριστιανισμό όσο οι λόγοι εσωτερικής κρατικής πολιτικής. Ο Φίλιππος δεν ήθελε να δημιουργεί ζητήματα εκεί όπου μπορούσαν να αποφευχθούν. Όπου π. χ. η πλειοψηφία του όχλου λάβαινε εχθρική στάση απέναντι στους Χριστιανούς και ζητούσε να ληφθούν μέτρα εναντίον τους, ο αυτοκράτορας δεν επενέβαινε κατασταλτικά, πολύ δε λιγότερο δε φρόντιζε να προστατεύσει τους Χριστιανούς. Το 248 γιορτάστηκε η χιλιετηρίδα της ίδρυσης της Ρώμης και αναθερμάνθηκε το εθνικό φρόνημα των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έφεραν στη μνήμη τους την παλιά εύκλεια και το μεγαλείο του κράτους, εκφράσαν τον πόθο τους για αναβίωση του ενδόξου παρελθόντος και καταβλήθηκαν προσπάθειες να ερευνηθούν τα αίτια της κατάπτωσης που γνώριζε τότε η ρωμαϊκή κοινωνία και η ρωμαϊκή πολιτεία. Υπήρχαν μερικοί που έριχναν ευθύνες για την κατάπτωση του ρωμαϊκού μεγαλείου στο Χριστιανισμό και έτσι δημιουργούσαν δυσμενείς εντυπώσεις εναντίον του και εναντίον των Χριστιανών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εκπρόσωποι της ειδωλολατρείας εκμεταλλεύτηκαν το κλίμα αυτό και ξεσήκωσαν τον όχλο κατά των Χριστιανών, όπως αυτό έγινε στην Αλεξάνδρεια, όπου, όπως μας πληροφορεί ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος, σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Αντιοχείας Φαβιανό, κάποιος παρόρμησε και κίνησε τα πλήθη των Εθνικών εναντίον των Χριστιανών, αφού φανάτισε αυτά στη ντόπια δεισιδαιμονία. Από τη μαρτυρία του Διονυσίου φαίνεται ότι αυτό έγινε το 248, όταν αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Φίλιππος ο Άραβας: Ο δι’ αυτός (Διονύσιος Αλεξανδρείας) εν επιστολή τη προς Φάβιον, Αντιοχεύς επίσκοπον, των κατά Δέκιον μαρτυρησάντων εν Αλεξανδρεία τους αγώνας τούτον ιστορεί τον τρόπον· «ουκ από του βασιλικού προστάγματος ο διωγμός παρ’ ημίν ήρξατο (εννοεί τον αυτοκράτορα Δέκιο), αλλά γαρ όλον ενιαυτόν προύλαβεν, και φθάσας ο κακών τη πάλει ταύτη μάντις και ποιητής, όστις εκείνος ην, εκίνησε και παρώρμησε καθ’ ημών τα πλήθη των εθνών, εις την επιχώριον αυτού δεισιδαιμονίαν αναρριπίσας οι δ’ ερεθισθέντες υπ’ αυτού και πάσης εξουσίας εις ανοσιουργίαν λαβόμενοι, μόνην ευσέβειαν την θρησκείαν των δαιμόνων ταύτην υπέλαβον, το καθ’  ημών φονάν.

Πρώτον oυv πρεσβύτην, Μητράν ονόματι, συναρπάσαντες και κελεύσαντες άθεα λέγειν βήματα, μη πειθόμενον, ξύλοις τε παίοντες το σώμα και καλάμοις οξέσι το πρόσωπον και τους οφθαλμούς κεντούντες, αγαγόντες εις το προάστειον, κατελιθοβόλησαν. Είτα πιστήν γυναίκα, Κοϊνταν καλουμένην, επί το ειδωλείον αγαγόντες, ηνάγκαζον προσκυνείν· αποστρεφομένην δε και βδελυττομένην εκδήσαντες των ποδών δια πάσης της πόλεως κατά του τραχέος λιθόστρωτου σύροντες προσαρασσομένην τοις μυλιαίοις λίθοις, άμα και μαστιγούντες, επί τον αυτόν αγαγόντες κατέλευσαν τόπον. Ειθ’  ομοθυμαδόν άπαντες ώρμησαν επί τας των θεοσεβών οικίας, και ους εγνώριζον έκαστοι γειτνιώντας, επεισπεσόντες ήγον εσύλων τε και διήρπαζον, τα μεν τιμιώτερα των κειμηλίων νοσφιζόμενοι, τα δε ευτελέστερα και όσα εκ ξύλων επεποίητο διαρριπτούντες και κατακαόντες εν ταις οδοίς· αι ο εαλωκυίας υπό πολεμίων πόλεως παρείχον θέαν.

Εξέκλινον δε και υπανεχώρουν οι αδελφοί και την αρπαγήν των υπαρχόντων ομοίως εκείνοις οις και Παύλος εμαρτύρησε, μετά χαράς προσεδέξαντο. Και ουκ οίδ’ ει τις, πλην ειμή που τις εις εμπεσών, μέχρι γε τούτου τον Κύριον ηρνήσατο. Αλλά και την θαυμασιοτάτην τότε παρθένον πρεσβύτιν απολλωνίαν διαλαβόντες, τους μεν οδόντας άπαντας κόπτοντες τας σιαγόνας εξήλασαν, πυράν δε νήσαντες προ της πόλεως ζώσαν ηπείλουν κατακαύσειν, ει μη συνεκφωνήσειεν αυτοίς τα της ασεβείας κηρύγματα. Η δε υποπαραιτησαμένη βραχύ και ανεθείσα, συντόνως επήδησεν εις το πυρ, και καταπέφλεκται. Σεραπίωνά τε καταλαβόντες εφέστιον, σκληραίς βασάνοις αικισάμενοι και πάντα τα άρθρα διακλάσαντες, από του υπερώου πρηνή κατέρριψαν.

Ουδεμία δε οδός, ου λεωφόρος, ου στενωπός ημίν βάσιμος ην, ου νύκτωρ, ου μεθ’ ημέραν, αεί και πανταχού πάντων κεκραγόντων, ει μη τα δύσφημά τις ανυμνοίη βήματα, τούτον ευθέως δειν σύρεσθαί τε και πίπρασθαι. Και ταύτα επί πολύ μεν τούτον ήκμασε τον τρόπον· διαδεξαμένη δε τους αθλίους η στάσις και πόλεμος εμφύλιος την καθ’ ημών ωμότητα προς αλλήλους αυτών έτρεψε, και σμικρόν μεν προσανεπνεύσαμεν, ασχολίαν του προς ημάς θυμού λαβόντων· εύθέως δε η της βασιλείας εκείνης της ευμενεστέρας ημίν μεταβολή διήγγελται, και πολύς ο της εφ’ ημάς απειλής φόβος ανετείνετο. (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, στ', 41,1-9).

Αυτή η περίπτωση όμως ήταν από τις μεμονωμένες και δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι διασαλεύτηκε η ειρήνη της Εκκλησίας· ίσα ίσα την εποχή του Φιλίππου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Πάντως η ειρήνη αυτή ήταν προσωρινή, οι διωγμοί δεν αναστάλθηκαν οριστικά και ο φόβος των Χριστιανών για νέες καταδιώξεις και νέους κατατρεγμούς δεν εξαφανίστηκε. Ύστερα από την προσωρινή αυτή αναστολή οι διωγμοί προσέλαβαν γενικότερο χαρακτήρα και ενόχλησαν αφάνταστα το πλήρωμα της Εκκλησίας. Στο διάστημα της προσωρινής ειρήνης και ησυχίας, που διαταράχτηκε μόνο για λίγο χρόνο από το Μαξιμίνο το Θράκα, οι Χριστιανοί επλήθυναν και αυξάνονταν. Πολλοί προσήλθαν στις τάξεις της Εκκλησίας, πλούσιοι επιφανείς και άλλοι, όπως αναφέρει ο Ωριγένης, που έγραψε την εποχή του Φιλίππου το Κατά Κέλσου σύγγραμμα του. Γι’  αυτό ο Αλεξανδρινός θεολόγος παρουσιάζει τη μεγάλη αύξηση του Χριστιανισμού, προβλέπει όμως ότι οι Χριστιανοί θα πρέπει να περιμένουν μεγαλύτερα δεινά (Γ’ 9-10· Η' 70).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω