Περιεχόμενα

Εισαγωγή

 

Η ενότητα της Εκκλησίας, "εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω" κατά τους 3 πρώτους αιώνες

 

ΠΡΟΛΟΓΟΙ

Πρόλογος 1ης Έκδοσης

Πρόλογος Ανατύπωσης


ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1ης ΕΚΔΟΣΗΣ

Η εργασία αυτή, αν και κατά τη μέθοδο και το περιεχόμενό της είναι ιστορική, δεν εμφανίζεται ως προϊόν ιστορικής περιέργειας. Σε μια εποχή, κατά την οποία η ενότητα της Εκκλησίας καταλαμβάνει όλο και περισσότερο το επίκεντρο της θεολογικής έρευνας, η συμβολή της θεολογίας μας δεν επιβάλλεται απλώς ως αίτημα επιστημονικό, αλλά και ως θεμελιώδες χρέος προς την Εκκλησία.

Για να ανταποκριθεί όμως σε αυτό το αίτημα και ν’ αποδώσει το χρέος, η θεολογία μας δεν μπορεί ν’ ανατρέχει πλέον σε πηγές δικής της ομολογιακής περιουσίας. Ήδη η θεολογία μας κατευθύνει την πορεία της προς τις πηγές της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας. Σε αυτό έχει συντελέσει τόσο η βαθμιαία εγκατάλειψη της ομολογιακής νοοτροπίας περασμένων γενεών, όσο και το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η ανάγκη να μην αποτελεί η θεολογία μας απλώς έκφραση μιας ομολογίας, αλλά να φανερώνει τη μία αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Αυτή η Εκκλησία, παρά τις έριδες και τις διαμάχες που τη συντάραζαν πολλές φορές, γνώριζε πάντοτε καλά, τι σημαίνει καθολική συνείδηση της Εκκλησίας. Η μελέτη των πηγών της αδιαίρετης Εκκλησίας, είναι ιδιαιτέρως απαραίτητη στην έρευνα της ενότητας της Εκκλησίας. Ίσως αυτή η έρευνα, εφοδιάσει τον διηρημένο χριστιανικό μας κόσμο, με το υπερομολογιακό εκείνο νήμα, που θα τον βοηθήσει να ξαναβρεί και να πραγματοποιήσει την ενότητά του.

Όσοι μάλιστα προέρχονται από την Ορθόδοξη παράδοση, μπορούν με ασφαλή τρόπο να οδηγηθούν στις πηγές της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας, μέσα από την έρευνα της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μας. Η διαπίστωση που εκτοξεύεται ως μομφή κατά της Εκκλησίας μας, ότι παρέμεινε στο διάβα των αιώνων «κοινωνία λατρείας», αποδεικνύεται σήμερα η καλύτερη εγγύηση για μια ασφαλή αναγωγή μας στη συνείδηση της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας. Αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας, που διακρίνεται για τη συντηρητικότητα και τον παραδοσιακό της χαρακτήρα, αντιστάθηκε στο να επιφορτισθεί με επουσιώδη μεταγενέστερα στοιχεία. Απηχεί πάντοτε, μέσα στον μεταβαλλόμενο κόσμο, τη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία κάθε εποχής, η οποία λατρεύει τον Θεό «εν ενί σώματι».

Η μελέτη αυτή, γράφτηκε στο πλαίσιο των γενικών αυτών κατευθύνσεων, και ενισχύθηκε από την ανθούσα στις μέρες μας αναγέννηση τών Βιβλικών, Πατερικών και Λειτουργικών σπουδών. Ο συγγραφέας της μελέτης, δεν δούλεψε άκαιρα και άκριτα, σε σκοπιμότητες ομολογιακής φύσεως. Έλαβε αφορμή από τη θεμελιώδη σπουδαιότητα της Ευχαριστίας και του Επισκόπου για την ενότητα της Εκκλησίας, όπως αυτή αναγνωρίζεται εντελώς ιδιαίτερα στη συνείδηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επειδή είναι περιττό να τονισθεί ότι από ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, μόνη η Ορθοδοξία διατήρησε σε θέση τόσο κεντρική στη συνείδησή της την Ευχαριστία και τον Επίσκοπο. Κι αν αυτό ξεχάστηκε από κάποιους Ορθοδόξους θεολόγους, παρέμεινε όμως πάντοτε στη συνείδηση του Ορθόδοξα ευσεβούς λαού. Γι’ αυτόν η «Εκκλησία» ταυτίζεται στη συγκεκριμένη της μορφή προς το Ναό, όπου τελείται η Ευχαριστία. Στο Ναό, στους θόλους του οποίου, (όπως παρατήρησε διάσημος βυζαντινολόγος των ημερών μας), «το σύνολο (της αρχιτεκτονικής διακοσμήσεως) παριστάνει αυτή τη Βασιλεία του Θεού, του Οποίου το «κράτος» είναι σε μικρογραφία η Εκκλησία, με υπηκόους του Παντοκράτορα Χριστού, την κοινωνία των αγίων».  Η ζωντανή και μυστική αυτή εξεικόνιση της «κοινωνίας των αγίων», δηλαδή του σώματος της Εκκλησίας, αποκαλύπτει την «υπό τον επίσκοπο Ευχαριστία» ως ζωντανό σύμβολο και έκφραση πραγματική της ενότητας της Εκκλησίας. Και αυτό φαίνεται στην ευχαριστιακή λατρεία, στην οποία ως «τόπος Θεού», κατά τον άγιο Ιγνάτιο, δεσπόζει ο θρόνος του Επισκόπου.

Η μελέτη αυτή ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις αυτές, αποσκοπεί στο να θέσει κάτω από το φως της συνειδήσεως της αρχαίας Εκκλησίας όλη αυτή τη σχέση, που συνδέει την ενότητα της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και τον Επίσκοπο. Υφίστατο άραγε μια τέτοια σχέση στην αρχαία Εκκλησία, και σε ποιο βαθμό τη διαπερνούσε; Υπήρξε μια τέτοια σχέση αποφασιστικής σπουδαιότητας στη διαμόρφωση της αρχαίας καθολικής Εκκλησίας; Και αν ναι, ποιες συγκεκριμένες επιπτώσεις είχε αυτή, στην περί ενότητας συνείδηση της Εκκλησίας αυτής; Αυτά υπήρξαν τα θεμελιώδη ερωτήματα, μπροστά στα οποία ετέθη η παρούσα εργασία. Είναι προφανές ότι τα ερωτήματα αυτά δεν αφορούν, παρά μία μόνο πλευρά του ευρύτατου θέματος της ενότητας της Εκκλησίας. Αυτό μάλιστα πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ, για να μη δοθεί λαβή, ώστε να παρεξηγηθεί η εργασία αυτή ως «μονομερής» στην τοποθέτησή της έναντι της ενότητας της Εκκλησίας. Άλλες πολλές πλευρές του ευρύτατου αυτού θέματος μένουν βεβαίως ακάλυπτες από την εργασία αυτή, και αναμένουν την εξέτασή τους. Αλλά η συνείδηση του γεγονότος αυτού, δεν αλλάζει την πεποίθηση του γράφοντος, ότι, τουλάχιστον γι’ αυτόν, που κινείται και αναπνέει μέσα στην ατμόσφαιρα της Ορθοδοξίας, δεν ήταν δυνατόν παρά να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα σε αυτή την πλευρά του θέματος.

Εκτός των καθαρά πραγματικών αυτών περιορισμών, η εργασία αυτή περιορίσθηκε επίσης κατά τη μέθοδο και τα χρονικά όρια των πηγών της. Είναι φυσικό, οτιδήποτε έχει σχέση με την ενότητα της Εκκλησίας να άπτεται προβλημάτων πολλών κλάδων της Θεολογίας και να εγείρει ερωτήματα ποικίλων θεολογικών ενδιαφερόντων. Χωρίς να υποτιμήσει τη σπουδαιότητα των προβλημάτων αυτών, ο συγγραφέας της εργασίας αυτής, απομακρύνθηκε επίμονα από το σύγχρονο προβληματισμό. Ξεπέρασε κατά τη διεξαγωγή της έρευνας τις θεωρίες νεοτέρων θεολόγων περί της ενότητας. Τοποθετήθηκε πάνω σε καθαρά ιστορική σκοπιά, και στράφηκε προς τις πηγές, για να αντλήσει απ’ αυτές όχι μόνο τις απαντήσεις του, αλλά και αυτά τα ερωτήματά του. Γι’ αυτό και κατά τη μακρά εισαγωγή της εργασίας, κρίθηκε απαραίτητη η εκκαθάριση του εδάφους της έρευνας από νεώτερα σχήματα, μέσα στα οποία εγκλείσθηκε το θέμα της ενότητας της Εκκλησίας. Τα σχήματα αυτά, η ιστοριογραφία, προδίδοντας απαράδεκτα κάθε έννοια ιστορικής μεθόδου, τα μεταφέρει και στην έρευνα της αρχαίας Εκκλησίας. Η εργασία αυτή, περιοριζόμενη στην αυστηρή εξέταση των πηγών, δεν άντλησε παρά δευτερευόντως και κατ’ εκλογήν από τη σύγχρονη βιβλιογραφία. Η βιβλιογραφία η σχετική με την Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων, αποτελεί αληθινό λαβύρινθο. Από τον λαβύρινθο αυτό, μόνο δι’ αυστηρής επιλογής μπορεί να εξέλθει ο ερευνητής, αν επιθυμεί να μην εμπλακεί σε έναν διάλογο με τους συγχρόνους του. Γιατί κάτι τέτοιο θα ζημίωνε την ορθή κατανόηση των ιστορικών πηγών. Αλλά η επιλογή αυτή, προϋποθέτει γνωριμία της βιβλιογραφίας και απαιτεί επίπονη προσπάθεια. Η έκταση του βιβλιογραφικού πίνακα στο τέλος του βιβλίου, όπως και ο αριθμός των υποσημειώσεων, δείχνουν πόσο λίγο επετεύχθη ο περιορισμός αυτός της βιβλιογραφίας που επιδιώχθηκε.

Ως προς τα χρονικά όρια των πηγών της εργασίας, αυτά υπαγορεύθηκαν από μόνα τους κατά την πορεία της έρευνας. Η μεγάλη μορφή του αγίου Κυπριανού, όπως και η όλη εποχή του, συνιστούν σταθμό στην ιστορία της Εκκλησιολογίας. Και δια της πλήρους αναπτύξεως του αξιώματος «ecclesia in episcopo et episcopum in ecclesia esse»  κατά τους χρόνους αυτούς, εμφανίζεται φυσιολογικά ενώπιον του ερευνητή του θέματος της εργασίας αυτής, το πρώτο ορόσημο μιας ολόκληρης περιόδου. Στις προϋποθέσεις, τη διαμόρφωση και τις εξελίξεις του θέματός μας κατά την εποχή αυτή, αφιερώνονται αντίστοιχα τα τρία μέρη της μελέτης μας. Η συνέχιση της προσπάθειας και στις πηγές των χρόνων από τον 4ο αιώνα και μετά, αναμένει τη συνέχισή της, αποτελώντας ευτυχώς έργο απείρως ευχερέστερο, λόγω της αφθονίας των πηγών που υπάρχουν.

Η εργασία αυτή οφείλει την ολοκλήρωση και εμφάνισή της στην ευλογία του Θεού που εκδηλώθηκε δια πολλών ανθρώπων. Η συγγραφή της κατέστη δυνατή χάρη στα πλούσια μέσα έρευνας του μεγάλου Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, το οποίο επί μακράν σειράν ετών, κυριολεκτικά φιλοξένησε τον γράφοντα. Η παρουσία διαπρεπών καθηγητών στο Πανεπιστήμιο αυτό, ειδικά των κ.κ. Florovsky, G. Williams και K. Stendahl, υπήρξε κατά την όλη πορεία της έρευνας πηγή εμπνεύσεως και ενισχύσεως ανεκτίμητης. Εξ’ άλλου, η υποβολή της εργασίας αυτής στην τροφό Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως διατριβής επί διδακτορία, έδωσε την αφορμή σε πολύτιμες υποδείξεις και παρατηρήσεις των καθηγητών της. Γι’ αυτό και η προς αυτούς ευγνωμοσύνη του γράφοντος είναι βαθιά, τόσο για όσα αυτοί ως διδάσκαλοι κοπίασαν για χάρη του, όσο και για όσα έκαναν ειδικά υπέρ της εργασίας αυτής. Και μάλιστα περιβάλλοντάς την με την τιμή της ομόψηφης έγκρισής της. Ιδιαίτερα οφείλονται θερμότατες ευχαριστίες προς τον εισηγητή καθηγητή κ. Γεράσιμο Κονιδάρη, τόσο για την ευμενή εισήγησή του προς τη σχολή, όσο και για όλη την πολυτιμότατη βοήθειά του. Τέλος, η δημοσίευση της εργασίας αυτής, δεν θα γινόταν δυνατή, χωρίς τη γενναιόδωρη και συγκινητική οικονομική ενίσχυση του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος και του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης κ.κ. Διονυσίου, ο οποίος μάλιστα δεν λυπήθηκε να κοπιάσει πολύ, για να διαβάσει τα δοκίμια και να παρακολουθήσει την πορεία της μελέτης. Πρόσφερε έτσι ανεκτίμητη βοήθεια από την πλούσια φιλολογική και θεολογική του περιουσία. Σε όλους αυτούς, όπως και σε άλλους πολλούς, οι οποίοι έμμεσα και κατά ποικίλους τρόπους συνετέλεσαν στην εμφάνιση της εργασίας αυτής, η έκφραση ευγνωμοσύνης αποτελεί απόδοση μικρού μόνο μέρους ανεξόφλητης οφειλής.

Ι.Δ.Ζ.

  

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗΣ

 

Η υποδοχή την οποία έτυχε η παρούσα εργασία, οδήγησε προ πολλού χρόνου στην εξάντληση των αντιτύπων της. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις από διάφορες πηγές, για επανέκδοσή της, προσέκρουαν στην επιθυμία του συγγραφέα, να προσθέσει στη μελέτη ορισμένα κεφάλαια, που τα έκρινε αναγκαία για συμπλήρωσή της. Επιθυμούσε επίσης να ενημερώσει το όλο έργο, με τη νεώτερη βιβλιογραφία. Ατυχώς όμως, λόγω του χρόνου που θα απαιτούσε το εγχείρημα αυτό, η συμπλήρωση αυτή αποδεικνυόταν εκ των πραγμάτων, όλο και περισσότερο ανέφικτη. Και τελικά, έγινε σχεδόν αδύνατο μετά την ανάληψη από τον συγγραφέα, (εκτός των ακαδημαϊκών), και εκκλησιαστικών υποχρεώσεων και καθηκόντων, πριν από 3 περίπου χρόνια. Έτσι, δεν απέμεινε, παρά η ανατύπωση του έργου, όπως ήταν, με τη διόρθωση μόνο των τυπογραφικών παραβλέψεων της αρχικής εκδόσεως.

Στην απόφαση της ανατύπωσης της εργασίας αυτής, συνετέλεσαν αποφασιστικά δύο διαπιστώσεις. Η πρώτη είναι επιστημονικής φύσεως, και συνίσταται στην εξής διαπίστωση: Ότι αν και πέρασαν 25 ολόκληρα χρόνια, από τότε που δημοσιεύτηκε η μελέτη αυτή, (και παρά το ότι στο μεταξύ κυκλοφόρησαν πολλές μελέτες σχετικές με το θέμα της), οι βασικές θέσεις της εργασίας αυτής, εξακολουθούν να παραμένουν ισχυρές, και δεν χρειάζονται αναθεώρηση. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί, ότι η όλη πορεία της έρευνας διεθνώς μετά τη συγγραφή της μελέτης, επιβεβαίωσε τις θέσεις της. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν οι θέσεις αυτές ευρύτερα, και διεθνώς γνωστές και να θεωρούνται πια εν πολλοίς «κοινός τόπος». Αυτό απετέλεσε ενθαρρυντικό παράγοντα στην απόφαση ανατυπώσεως του βιβλίου, έστω και υπό την αρχική του μορφή.

Η δεύτερη διαπίστωση που συνετέλεσε αποφασιστικά στην ανατύπωση του έργου, είναι εκκλησιαστικής φύσεως. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στον Ελλαδικό χώρο, περνάει σήμερα μια κρίσιμη καμπή. Μια καμπή, που αν δεν ληφθεί η δέουσα μέριμνα από την ηγεσία της Εκκλησίας, σύντομα θα οδηγήσει σε κρίση θεσμών, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη δογματική καθαρότητα και υπόσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο χώρο αυτό. Τα χαρακτηριστικά της κρίσιμης αυτής καμπής, θα μπορούσαν να συνοψισθούν στις εξής παρατηρήσεις:

Πρώτον: Κάτω από την επιρροή του συγχρόνου πνεύματος των λεγομένων «δημοκρατικών» τάσεων, ο επισκοπικός θεσμός, ο οποίος είχε ταυτισθεί κατά το παρελθόν με τον «δεσποτισμό», υφίσταται σήμερα σοβαρή κρίση. Πολλοί ιερείς, μεγάλο μέρος του πιστού λαού, αλλά και πολλοί επίσκοποι, αγνοούν σε τι ακριβώς συνίσταται το έργο του επισκόπου, και πώς συνδέεται με τη δογματική υπόσταση της Εκκλησίας. Ατυχώς, έχει εδραιωθεί στη συνείδηση πολλών Ορθοδόξων η αντίληψη, ότι ο επίσκοπος είναι στην ουσία διοικητής. Νομίζουν ότι στο λειτουργικό έργο, και μάλιστα στη Θεία Ευχαριστία, δεν είναι πρόσωπο συστατικό του Μυστηρίου, αλλά περίπου διακοσμητικό, που καλείται να «λαμπρύνει» με την παρουσία και την αμφίεσή του την όλη τελετή. Η παρούσα εργασία καταδεικνύει λεπτομερώς την αρχαία αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο επίσκοπος είναι στην ουσία ο μόνος προεστός της Θ. Ευχαριστίας, και ότι καμία Θεία Λειτουργία δεν είναι νοητή χωρίς αναφορά στον επίσκοπο, στο όνομα του οποίου τελείται. Επειδή όμως έχει ατονήσει η αρχαία αυτή αντίληψη, έφθασε να θεωρείται από πολλούς, ως αρκετό να έχει κανείς χειροτονία ιερέως για να τελεί τη Θεία Ευχαριστία και να μεταδίδει τη Χάρη στο λαό, χωρίς σαφή εξάρτηση από τον επίσκοπό του. Το άκρον άωτον της αντιλήψεως αυτής παρατηρείται στις περιπτώσεις τελέσεως της Θ. Λειτουργίας χωρίς μνημόσυνο επισκόπου! Ο «πρεσβυτεριανισμός» αυτός, όταν γίνεται ανεκτός, απειλεί τα δογματικά θεμέλια της Εκκλησίας, όπως τέθηκαν κατά τους πρώτους αιώνες.. Όμως χάρη στην επίδραση της Ορθόδοξης θεολογίας, αρχίζει να αμφισβητείται σήμερα, ακόμα και από Προτεστάντες. Η Εκκλησία, στην προσπάθειά της να αποφύγει τη Σκύλλα του «δεσποτισμού», κινδυνεύει να πέσει στη Χάρυβδη ενός «πρεσβυτεριανισμού», αν δεν συνειδητοποιηθεί η ορθή θέση του επισκόπου στην Εκκλησία.

Δεύτερον: Το χαρισματικό στοιχείο, ποτέ δεν είχε εκλείψει από τη ζωή της Εκκλησίας. Όμως κάτω από την επιρροή μιας αναγεννήσεώς του στη σύγχρονη Ορθοδοξία, - ή μάλλον της έμφασης που του δόθηκε μια και υπήρχε πάντα – η θεσμική πλευρά της Εκκλησιολογίας, τείνει να μπει σε δεύτερη μοίρα. Η Ορθοδοξία τείνει να μεταβληθεί σε ιδεολογία. Λησμονιέται ότι η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία και ότι η Εκκλησία είναι κοινότητα με συγκεκριμένη δομή, και ότι η δομή αυτή είναι επισκοποκεντρική. Όλα όσα τελούνται στην Εκκλησία, πηγάζουν από τον επίσκοπο και έχουν ανάγκη της έγκρισης και της αδείας του. Ακόμα και όσα από τα τελούμενα θεωρούνται ως «πνευματικώτερα» και «χαρισματικότερα» όπως η πνευματική πατρότητα, η ιερά Εξομολόγηση κ.α. Γιατί τίποτα στην Εκκλησία δεν είναι μη χαρισματικό ή μη πνευματικό. Ποτέ στο παρελθόν κατά τη μακραίωνη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν δυνατόν να ασκείται πνευματική πατρότητα χωρίς ρητή και έγγραφη επισκοπική άδεια. Μόνο στις μέρες μας περίσσευσαν οι «χαρισματούχοι», οι οποίοι κινούνται και ενεργούν πνευματικά, λαμβάνοντας δικαίωμα μόνο από την ιεροσύνη τους ή τα χαρίσματά τους, χωρίς να είναι σαφές ότι όλα στην Εκκλησία τελούνται στο όνομα του επισκόπου. Με τον τρόπο αυτόν, ο Ορθόδοξος λαός αρχίζει αν εθίζεται σε καταστάσεις, που απειλούν να τινάξουν στον αέρα τα θεμέλια της Ορθοδοξίας, όπως αυτή μας παραδόθηκε και όπως τη γνωρίσαμε και προ μιας ακόμη γενεάς.

Η παρούσα εργασία, που είναι θεμελιωμένη στις πηγές των πρώτων αιώνων, παραδίδεται ανατυπωμένη ως εκπλήρωση χρέους επισκοπικού και θεολογικού προς την αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Η επιστημονική θεμελίωση των πορισμάτων της, αποβλέπει στο να πείσει κάθε καλόπιστο αναγνώστη, είτε Ορθόδοξο, είτε ετερόδοξο. Να τον πείσει ότι η Ορθοδοξία, όχι ως ιδεολογία αλλά ως Εκκλησία, είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, επειδή κατέχει την αλήθεια όχι απλώς στη διδασκαλία της, αλλά και στη δομή της. Και θεμελιώθηκε έτσι, με τη διδασκαλία και το αίμα ενός αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ενός Ειρηναίου ή ενός Κυπριανού. Η θεμελίωση αυτών των πορισμάτων, αποτελεί χρέος μαρτυρίας της Ορθοδοξίας προς πάσα κατεύθυνση στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε.

Ο Περγάμου Ιωάννης.

Περιεχόμενα

Εισαγωγή

Δημιουργία αρχείου: 22-3-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 22-3-2005.

Πάνω