Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Θεολογικά και Μελέτες

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Ερμηνευτικές Αντιαιρετικές Μελέτες

Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου

Γεωργίου Παν. Τσιμπιρίδη

 

11. Ανάλυση τών παραδόξων και μυστηριωδών κεφαλαίων ΙΗ και ΙΘ τής Γενέσεως

 

Κατά το 18 κεφ. τής Γενέσεως, στίχ.1 ο Θεός (Ο΄) ή Γιαχβέ (Μασ. - יְהוָ֔ה) ενεφανίσθη εις τον Αβραάμ παρά την δρυν Μαμβρή. Υψώσας δε ο Αβραάμ τούς οφθαλμούς του παραδόξως είδε ΤΡΕΙΣ άνδρες. Παραδόξως πάλι και κατά θεία προφανώς παρόρμηση, εις τον στίχ.3, τούς προσφωνεί σε ενικό δια τού ‘Κύριε(Adonai - אֲדֹנָ֗י), ενώ εις τούς αμέσως επομένους στίχ.4 και 5 ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό (‘νίψατε τούς πόδας σας’, ‘αναπαύθητε’, ‘στηρίξατε την καρδίαν σας’, ‘θέλετε παρέλθει’, ‘επεράσατε’).

Άξιον παρατηρήσεως επίσης ότι, ενώ εις τον στίχ.3 ο Αβραάμ εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΕΝΟΣ (‘τον δούλο σου’ – Εβρ. עַבְדֶּֽךָ  ebedka), εις τον στίχ.5 εμφανίζει τον εαυτό του ως δούλο ΤΡΙΩΝ (‘τον δούλο σας’ – Εβρ. עַבְדְּכֶ֑ם   ebedkim). Οι τρεις ομιλούν συγχρόνως και λέγουν τα αυτά, ως εξ ενός στόματος, κάτι που φανερώνει την απόλυτη ενότητα Ενεργείας και Θελήματος μεταξύ τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ. Η ενότητα δε αυτή είναι η υπαρκτική (οντολογική) έκφραση τής απόλυτης αγάπης, τής κοινωνίας αγάπης που συνδέει αυτά τα τρία πρόσωπα. Και εις μεν τον στίχ.5 το κείμενο γράφει κανονικώς ‘είπον(Eβρ. וַיֹּ֣אמְר֔וּ - way·yō·mə·rū), σε πληθυντικό δηλαδή, ως τρεις που ήσαν, εις δε τούς στίχ.10,13,15,17,20 γράφει παραδόξως ‘είπε(Εβρ. וַיֹּ֗אמֶר - way·yō·mer), σε ενικό δηλαδή, ως να ήτο ΕΝΑΣ. 

Άξιον επίσης προσοχής, ότι αλλού το κείμενο γράφει ‘είπε Κύριος(Εβρ, וַיֹּ֥אמֶר     יְהוָ֖ה way·yō·mer Yah·weh) και αλλού απλώς ‘είπε(Εβρ. וַיֹּ֗אמֶר - way·yō·mer), χωρίς δηλαδή να καθορίζει υποκείμενο, κάτι αρκετά παράδοξο, διότι κανονικώς γεννάται το ερώτημα: ποιος από τούς τρειςείπε; Γενικώς εις τις εκδηλώσεις τών υψηλών επισκεπτών τού Αβραάμ και εις τις εκδηλώσεις αυτού απέναντι αυτών παρουσιάζεται η ενότητα, συγχρόνως δε και η ισοτιμία τών τριών θείων προσώπων!

Αφού οι τρεις άνδρες εφιλοξενήθησαν από τον Αβραάμ, ανεχώρησαν προς τα Σόδομα. Τότε, κατά τούς στίχ.20-21 (Εβρ.), ο Γιαχβέ είπε «Η κραυγή τών Σοδόμων και τών Γομόρρων επληθύνθη και η αμαρτία αυτών βαρεία σφόδρα. Θέλω λοιπόν καταβή, και θέλω ιδεί αν έπραξαν ολοκλήρως κατά την κραυγήν την ερχομένη προς εμέ, και θέλω γνωρίσει εάν ουχί». Κατ’αυτόν τον λόγο ο Γιαχβέ, μετά την εμφάνισή Του εις τον Αβραάμ, θα κατέβαινε εις τις αμαρτωλές πόλεις, για να δει προσωπικώς και ‘ιδίοις όμμασιν’ (‘Θέλω καταβή’) και να διαπιστώσει την ηθική αυτών κατάσταση.

Παρά τον λόγο όμως τού Γιαχβέ περί προσωπικής καταβάσεως Αυτού εις τα Σόδομα, το κείμενο λέει, ότι ο Αβραάμ εξακολουθούσε να στέκεται ενώπιον τού Γιαχβέ και να συνομιλεί μαζί Του μεσιτεύων υπέρ σωτηρίας τών Σοδόμων (στίχ.22)!

 Μετά απ’ αυτό έφυγε ο Γιαχβέ (στίχ.33). Η δε Σκοπιά εις το σημείο αυτό, περί προσωπικής δηλαδή καταβάσεως τού Γιαχβέ  εις τα Σόδομα, δίδει την εξής τραγελαφική εξήγηση: «Θα μπορούσε ο Κύριος να «καταβή απ’ ουρανού», όπως δηλώνει το 1 Θες. 4:16, χωρίς να είναι ορατός στα φυσικά μας μάτια; Στις ημέρες τών αρχαίων Σοδόμων και Γομόρρων, ο Ιεχωβά είπε, θέλω λοιπόν καταβή και θέλω ιδεί αυτό που έκαναν οι άνθρωποι. (Γέν. 18:21) Αλλά όταν ο Ιεχωβά έκανε αυτόν τον έλεγχο, κανένας άνθρωπος δεν τον είδε, αν και είδε τους αγγελικούς αντιπροσώπους που έστειλε» (Πώς να Συζητάτε Λογικά από τις Γραφές, έκδ.1987, σελ.98 η υπογράμμιση δική μας).

Εις δε τα Σόδομα, κατά το 19:1, από τούς τρεις άνδρες πήγαν μόνο οι δύο, οι οποίοι ονομάζονται και άγγελοι, εις δε τον στίχ.13 εμφανίζονται ως απεσταλμένοι τού Γιαχβέ. Από αυτό προκύπτει η εξής απορία: Δεν κατέβηκε ο Γιαχβέ προσωπικώς και αισθητώς εις τα Σόδομα, όπως είπε εις τον Αβραάμ; Η απάντηση είναι θετική. Πράγματι, ο Γιαχβέ κατέβηκε εις τα Σόδομα προσωπικώς και αισθητώς εις το πρόσωπο τών δύο ανδρών – αγγέλων. Οι δύο κατά τα πρόσωπα, κατά την ουσία είναι ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΣ ΓΙΑΧΒΕ, όπως μαρτυράει και ο στίχ.16 «διότι εσπλαχνίσθη αυτόν ο Κύριος» όπου ως Κύριος εδώ εννοούνται ειδικώς οι δύο απεσταλμένοι!

Όπως το κεφ.18 περί τών επισκεπτών τού Αβραάμ είναι γεμάτο από παράδοξα, έτσι και το κεφ.19 περί τών επισκεπτών τού Λωτ. Όπως οι τρεις παρουσιάζονται ταυτοχρόνως ως ΕΝΑΣ Κύριος, έτσι και οι δύο. Κατ’αρχάς ο Λωτ, εις τον στίχ.2, προσφωνεί τούς δύο άντρες κανονικώς σε πληθυντικό δια τού ‘κύριοι’, έπειτα εις τον στίχ.18 παραδόξως και κατά θεία προφανώς παρόρμηση τούς προσφωνεί σε ενικό δια τού ‘Κύριε’. Παραθέτουμε αυτόν μετά τού επομένου στίχου: «Και είπεν ο Λωτ προς αυτούς, Μη παρακαλώ, Κύριε. Ιδού ο δούλος σου εύρηκε χάριν ενώπιόν σου, και μεγάλυνας το έλεός σου, το οποίον έκανες προς εμέ...» (Εβρ.).

Ρητώς λέγει το κείμενο, ότι ο Λωτ απευθύνθηκε προς ‘αυτούς’, δηλαδή όχι προς τον έναν, αλλά προς τούς δύο άντρες, όπως άλλωστε ήτο φυσικό. Και το ότι ο Λωτ προσεφώνησε ‘αυτούς’ δια τού ενικού ‘Κύριε’ καθίσταται αναμφισβήτητο από τις φράσεις ‘ο δούλος σου’, ‘ενώπιόν σου’, ‘το έλεός σου’, ‘έκανες’. Περισσότερο δε τούτο καθίσταται αναμφισβήτητο από τον στίχ.21, ο οποίος ανταποκρίνεται προς τον στίχ.18. Μετά την παράκληση τού Λωτ προς τούς δύο άντρες (ή προς τον Κύριο), στίχ.18-20, η απάντησή τους (δηλ. τού Κυρίου) αναφέρεται εις τον στίχ.21 (Εβρ.): «Και είπε προς αυτόν ο Κύριος, Ιδού, επήκουσά σου και εις το πράγμα τούτο, να μην καταστρέψω την πόλιν, περί τής οποίας ελάλησας». Δεν γράφει ‘Και είπον’, οπότε ως υποκείμενο θα εξυπακούετο ‘αυτοί’ (οι δύο άνδρες), αλλά ‘Και είπε’, οπότε ως υποκείμενο εξυπακούεται το ‘Κύριος’, δια τού οποίου ακριβώς ο Λωτ προσεφώνησε τούς δύο άνδρες.

Κατά παρόμοιο επίσης τρόπο εις τον στίχ.17 γράφει (Εβρ.): «Και ότε εξήγαγον (ενν. οι δύο άνδρες) αυτούς έξω, είπεν ο Κύριος, Διάσωσον την ζωήν σου...». Μετά το ‘εξήγαγον’ κανονικώς έπρεπε το κείμενο να γράφει ‘είπον’, αφού ουσιστικώς και εις τα δύο ρήματα το υποκείμενο είναι το ίδιο. Αλλά εγράφη ‘είπε’, διότι οι δύο είναι ο Κύριος’. Το ίδιο δε συναντούμε και εις τον στίχ.16 (Εβρ.) όπου ως Κύριος ή Γιαχβέ (יְהוָ֖ה), ο οποίος εσπλαχνίσθη τον Λωτ, νοούνται ειδικώς οι δύο άνδρες:

«Επειδή δε εβράδυνεν, οι άνδρες πιάσαντες την χείρα αυτού, και την χείρα τής γυναικός αυτού, και τας χείρας τών δύο θυγατέρων αυτού, (διότι εσπλαγχνίσθη αυτόν ο Κύριος - יְהוָ֖ה), εξήγαγον αυτόν, και έθεσαν αυτόν έξω τής πόλεως». Οπωσδήποτε οι δύο είναι κατ’ουσίαν ΕΝΑΣ Κύριος.

 

Η ΟΡΘΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΞΟΥ ΦΡΑΣΕΩΣ ‘ΚΥΡΙΟΣ ΠΑΡΑ ΚΥΡΙΟΥ

Κατόπιν τής λεπτομερούς εξετάσεως των δύο πλέον παραδόξων κεφαλαίων τής Γραφής, το πρόβλημα τού Γεν. 19:24 (Εβρ.) «Και έβρεξεν ο Κύριος επί τα Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εκ τού ουρανού» δεν λύνεται με τον τρόπο που προτείνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, ότι δήθεν πρόκειται περί Εβραϊσμού αναζητώντες εναγωνίως παρεμφερή χωρία (π.χ. Γεν. 4:22-23, Κριτ. 4:4-5, Α΄ Βασ. 1:33, 8:1, 9:1, 10:13, 12:21, κατά το Εβρ.), αλλά λύνεται ως εξής:

Δια τού πρώτου ‘Κύριος’ (Γιαχβέ) εννοείται το ΑΜΕΣΟΝ ΑΙΤΙΟΝ τής καταστροφής τών Σοδόμων, δηλαδή οι δύο άνδρες ή άγγελοι (αγγελιοφόροι, απεσταλμένοι), ΕΝΑΣ κατ’ουσίαν ΚΥΡΙΟΣ. Δια δε τού δευτέρου ‘Κύριος’ (Γιαχβέ) εννοείται το ΑΠΩΤΑΤΟΝ ΑΙΤΙΟΝ τής καταστροφής, δηλαδή ο τρίτος τών ανδρών, από τού οποίου οι δύο είχαν αποχωρισθεί. Και υπό μεν τις μορφές τών δύο ανδρών ήσαν ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, υπό δε την μορφήν τού τρίτου ο Πατήρ. Ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, και αυτοί έβρεξαν πυρ και θείον ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΑΥΤΟΥ (‘παρά Κυρίου’) ή αλλιώς, εξετέλεσαν την απόφασή Αυτού.

Οπότε αγαπητοί Μάρτυρες τού Ιεχωβά, αδίκως ψάχνετε εις την Παλαιά Διαθήκη προς ανεύρεσιν αντιστοίχων χωρίων για να αποφύγετε τον σκόπελο τών ‘δύο Κυρίων’, με απώτερο βεβαίως σκοπό να δικαιώσετε την Σκοπιά, διότι το μοναδικό χωρίο που είναι το ακριβώς αντίστοιχο τού Γεν. 19:24 δεν ευρίσκεται εις την Παλαιά αλλά εις την Καινή Διαθήκη. Οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά θεωρούν το επίμαχο χωρίο τής Γενέσεως ως Εβραϊσμό, ότι θέλει δηλαδή η Γραφή να τονίσει, ότι ο Θεός έβρεξε εξ Εαυτού, δια τής αμέσου δηλαδή δυνάμεώς Του και όχι δια τού συνήθους τρόπου τής φύσεως.

Αλλά εις αυτήν την περίπτωση ή η φράσις ‘παρά Κυρίου’ ή η φράσις ‘έβρεξεν ο Κύριος’ θα περίττευε, δεδομένου ότι βροχή πυρός και θείου ‘εξ ουρανού’ είναι αδύνατον να προκληθεί κατά τον συνήθη τρόπο τής φύσεως. Εάν το χωρίο έλεγε απλώς ‘Και Κύριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ εξ ουρανού’ ή ‘Και έπεσεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού’, τούτο θα αρκούσε για να δείξει το εντελώς έκτακτον και την εκ Θεού προέλευση τής καταστροφής. Θα αρκούσε δε και το ακόμη απλούστερον ‘Και έπεσεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον και πυρ εξ ουρανού’.

Άλλωστε και εις άλλα σημεία η Γραφή κάνει λόγο περί θαυματουργικής πτώσεως πυρός, θείου και χαλάζης εκ τού ουρανού προς παραδειγματική τιμωρία ανθρώπων ή για άλλο σκοπό, χωρίς να χρησιμοποιείται η εν λόγω περίεργη διατύπωση. Πρβλ. Έξοδ. 9:23 «...ο Κύριος έπεμψε βροντάς και χάλαζαν επί την γην τής Αιγύπτου», Α΄ Βασ. (Γ΄ Βασ. Ο΄) 18:38 «Τότε έπεσε πυρ παρά Κυρίου, και κατέφαγε το ολοκαύτωμα...», Β΄ Βασ. (Δ΄ Βασ. Ο΄) 1:10,12,14 «...κατέβη πυρ εξ ουρανού, και κατέφαγε αυτόν...», Β΄ Χρον. (Β΄ Παρ. Ο΄) 7:1 «...κατέβη το πυρ εξ ουρανού, και κατέφαγε τα ολοκαυτώματα...»,

Β΄ Μακ. 2:10 «Καθώς και Μωυσής προσηύξατο προς Κύριον, και κατέβη πυρ εξ ουρανούκαι τα τής θυσίς εδαπάνησεν, ούτως και Σαλωμών προσηύξατο, και καταβάν το πυρ ανήκωσε τα ολοκαυτώματα»,

Ιεζ. 38:22 «...και θέλω βρέξει επ’ αυτόν...βροχήν κατακλυσμού, και λίθους χαλάζης, πυρ και θείον».

Όπως μόλις διαπιστώσαμε εις παρεμφερείς διατυπώσεις, εις καμίαν δεν αναφέρει, ότι η καταστροφή ή η πτώση πυρός και θείου έγινε συμφώνως προς την παράδοξη διατύπωση τού Γεν. 19:24. Εις το σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε, ότι τέτοιου είδους παράδοξα, αλλά και τόσα πολλά, όπως αυτά εις τα κεφ.18 και 19 τής Γενέσεως, είναι ανθρωπίνως αδιανόητα και ανεπινόητα.

Όταν τα τρία πρόσωπα παρουσιάζονται ισότιμα, και εις τον ίδιο στίχο συναντάται η παράδοξος εναλλαγή πληθυντικού και ενικού (‘αυτούς’, ‘Κύριε’), κι αυτό το παράδοξο να επιβεβαιώνεται από τούς επομένους στίχους, τότε η υπόθεση, ότι οι δύο άγγελοι ήσαν απλώς συνοδοί τού Γιαχβέ ή ότι επρόκειτο περί τριών κατά φύσιν αγγέλων, εκτός τού ότι είναι αυθαίρετος, δεν εξηγεί και τίποτα από τα παραπάνω παράδοξα. Τέτοια παράδοξα αποδεικνύονται από μόνα τους θεόπνευστα.
Είπαμε ανωτέρω να μην ψάχνουν οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά αδίκως εις την Παλαιά Διαθήκη να βρουν παρομοία έκφραση, διότι η αντίστοιχή της είναι εις την Καινή Διαθήκη εις την Β΄ Τιμ. 1:18 «Δώη αυτώ ο Κύριος ευρείν έλεος παρά Κυρίου εν εκείνη τη ημέρα». Διετυπώθη και εδώ η άποψη ότι πρόκειται περί Εβραϊσμού, συμφώνως προς τον οποίον ο Απόστολος επαναλαμβάνει το όνομα ‘Κύριος’ όπου εμείς θα θέταμε αντωνυμία και άρα δεν πρόκειται περί διακρίσεως προσώπων τής Θεότητος. Αλλά αυτή η εξήγηση αγνοεί το προηγούμενο τής εκφράσεως εις την Γένεση, όπου όπως απεδείχθη, πρόκειται πράγματι περί διακρίσεως προσώπων.

Κατά την υπόθεση αυτή το νόημα τού χωρίου είναι: «Είθε ο Κύριος να δώσει εις τον Ονησιφόρο να εύρη έλεος παρ’ εαυτού».

Αλλά εδώ γεννάται το ερώτημα: «παρά τίνος άλλου θα μπορούσε να εύρη έλεος, μάλιστα κατά την ημέρα τής Δευτέρας Παρουσίας, ώστε να δικαιολογείται η πρόσθετος έννοια ‘παρ’ εαυτού»; Άλλωστε η έννοια, ότι το έλεος δίδεται υπό τού Κυρίου, περιέχεται εις τον προηγούμενο στίχο κατά τρόπο απλό: «Δώη έλεος ο Κύριος τω Ονησιφόρω οίκω», και δεν ήταν ανάγκη να επαναληφθεί κατά τρόπο δύσκολο. Αν η εξήγηση αυτή ήτο ορθή, εις τον στίχ.18 θα αρκούσε να εγράφετο: «Δώη αυτώ ο Κύριος ευρείν έλεος εν εκείνη τη ημέρα». Η ορθή εξήγηση είναι, ότι την έκφραση ‘ο Κύριος παρά Κυρίου’ την χρησιμοποιεί ο Απόστολος, επειδή έχει εις τον νου του την διάκριση μεταξύ Χριστού και Θεού Πατρός. Υπέρ αυτής τής διακρίσεως συνηγορεί και η διαφορά ως προς το άρθρο «ο Κύριος (ενάρθρως) παρά Κυρίου (ανάρθρως)».

Αλλά ενώ οι περισσότεροι ερμηνευτές συμφωνούν προς την γνώμη περί διακρίσεως προσώπων, κατά τον καθορισμό τού ‘Κυρίου’ εις κάθε μία από τις περιπτώσεις υπάρχει διαφωνία. Κατά την μία άποψη ‘ο Κύριος είναι ο Θεός, και εις την δεύτερη περίπτωση, ‘παρά Κυρίου’, ‘Κύριος’ είναι ο Χριστός ως κριτής. Αντιθέτως κατά την άλλη άποψη, ‘ο Κύριος’ είναι ο Χριστός ως μεσίτης υπέρ τών ανθρώπων παρά τω Πατρί (Ματθ. 10:32-33), οπότε ‘Κύριος’ εις την δεύτερη περίπτωση είναι ο Θεός.

Τασσόμεθα υπέρ τής τελευταίας αυτής απόψεως, όχι μόνον διότι τον Χριστό η Εκκλησία τον αισθάνεται περισσότερο ως μεσίτη  παρά ως κριτή, αλλά καθ’ ημάς και για ακόμη δύο λόγους. Το έναρθρον ‘ο Κύριος’ ταιριάζει περισσότερο εις τον Χριστό ως προσιτό και οικείο εις τον άνθρωπο και ως πρόσωπο τού οποίου πάντες, λόγω τής ενανθρωπίσεως, έχουμε μέσα εις την ψυχή μας κάποια συγκεκριμένη παράσταση (Ιωάν. 20:20, 25 «εχάρησαν ουν οι μαθηταὶ ιδόντες τον Κύριον...εωράκαμεν τον Κύριον», 21:7 «Σίμων ουν Πέτρος ακούσας ότι ο Κύριός εστι...»), ενώ το άναρθρον ‘Κύριος’ ταιριάζει περισσότερο εις τον αόρατο και απρόσιτο Θεό.

Επίσης, λόγω τού προηγουμένου λόγου ακριβώς, εις την Καινή Διαθήκη το έναρθρον ‘ο Κύριος’ ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται επί τού Χριστού. Αλλά ασχέτως προς την μία ή την άλλη άποψη, αφού εις το Αποστολικό χωρίο πρόκειται για ΤΗΝ ΙΔΙΑ Εβραϊκή έκφραση που απαντάται και εις το Γεν. 19:24, εις την οποίαν και τα δύο ‘Κύριος’ είναι Γιαχβέ, είτε εις την μία περίπτωση είτε εις την άλλη ο Κύριος Ιησούς Χριστός τού Αποστολικού χωρίου είναι Γιαχβέ!

Κατόπιν τής ανωτέρω λεπτομερούς αναλύσεως, αγαπητοί Μάρτυρες τού Ιεχωβά, μάλλον θα πρέπει να επανεξετάσετε τα συγκεκριμένα δύο κεφάλαια τής Γενέσεως και μάλλον ν’ αναθεωρήσετε την εσφαλμένη άποψή σας περί δήθεν Εβραϊσμού εις την φράση ‘Κύριος παρά Κυρίου’ τού Γεν. 19:24.

 

Σχετικά άρθρα


 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Δημιουργία αρχείου: 5-4-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-4-2016.

ΕΠΑΝΩ