Kεφάλαιο 8ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 10ο

 

Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο.

Εκκλησιαστικές και κοινωνικές συνέπειες


            Σπουδαιότατο είναι το κεφάλαιο Η’. Ο τίτλος του: «Συνέπειες στην Κοινωνία και Εκκλησία» (σελ. 198-234). Σ’ αυτό εκτίθενται με την ίδια αποδεικτική δύναμη οι συνέπειες του νέου δόγματος, εκκλησιολογικές και κοινωνικές. Οι οπαδοί του αλαθήτου υπερτόνισαν, φυσικά από τη σκοπιά τους, την σημασία του νέου δόγματος. Πίστευαν, ότι με την κατ’ αυτό τον τρόπο έξαρση της παπικής αυθεντίας, θα απελευθέρωναν την κοινωνία από τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα. Επίσης, ότι θα ωφελούσαν το παπικό κράτος. Γρήγορα, όμως, απογοητεύθηκαν. Μία ημέρα μετά το τέλος της Συνόδου ξέσπασε ο γερμανο-γαλλικός πόλεμος.

            Οι γαλλικές δυνάμεις άφησαν ανυπεράσπιστο τον πάπα. Έτσι η ιταλική κυβέρνηση της Φλωρεντίας βρήκε την ευκαιρία να λύσει το «ρωμαϊκό πρόβλημα». Στις 20 Σεπτ. 1870 τα στρατεύματα της ενωμένης Ιταλίας κτύπησαν την Porta Pia. Κάτι τέτοιο ήταν για τον πάπα απίστευτο. Διέταξε τον στρατηγό του Χέρμαν Κάντσλερ να προβάλει συμβολική αντίσταση, στην οποία όμως έχασαν τη ζωή τους περίπου 70 άνθρωποι, 49 ιταλοί και 20 παπικοί στρατιώτες. Για τραγική ειρωνεία το παπικό αλάθητο, που δογματίσθηκε για να στηρίξει την κοσμική δύναμη του πάπα, επιτάχυνε την κατάρρευσή της. Τα ευρωπαϊκά Κράτη φοβήθηκαν με το νέο δόγμα επεμβάσεις του Βατικανού στον πολιτικό χώρο και έτσι ούτε η Γαλλία, ούτε η Αυστρία, ούτε η Γερμανία θέλησαν να βοηθήσουν τον πάπα να ανακτήσει τα απολεσθέντα εδάφη.

            Η κατάκτηση όμως της Ρώμης δεν ήταν η μόνη απογοήτευση για τον πάπα και τους οπαδούς του. Λίγο μετά το τέλος της Συνόδου η Αυστρία διέλυσε το Κονκορδάτο της με το Βατικανό, που ίσχυε από το 1855, με πρόφαση τα νέα δόγματα (πρωτείο και αλάθητο). Στη Γερμανία ξέσπασε, ως συνέπεια του νέου δόγματος, «αγώνας πολιτισμού» (KulturKampf) ιδιαίτερα στην Πρωσία, την Έσση και τη Βάδη. Και στην Ελβετία το νέο δόγμα όξυνε τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας.

            Το τραγικότερο και μεγαλύτερο όμως εκκλησιαστικό γεγονός, που προκάλεσε η Α’ Βατικανή, ήταν η δημιουργία της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πολλοί καθολικοί – κυρίως καθηγητές της Θεολογίας και Ιστορίας – αποσχίσθηκαν. Έμειναν μεν πιστοί στην παλαιά καθολική τους πίστη, αρνήθηκαν όμως τα νέα παπικά δόγματα. Γι’ αυτό πήραν το όνομα  Παλαιοκαθολικοί. Παλαιοκαθολικές κοινότητες συστάθηκαν στην Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία. Σήμερα αριθμούνται στις γερμανόφωνες χώρες περίπου 100.000 Παλαιοκαθολικοί.

            Κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας προκάλεσε η Σύνοδος και στη Γαλλία, που οδήγησε στον πλήρη χωρισμό τους το 1906. Οι συνέπειες επεξετάθησαν και στην ίδια την Ιταλία. Οι Καθολικοί αποξενώθηκαν από την πολιτική ζωή, γιατί το δόγμα του αλαθήτου τους δημιούργησε συναισθήματα αυταρκείας και αυταρεσκείας. Ο λαός επίσης απομακρύνθηκε από την Εκκλησία. Τούτο απέδειξε η ανακομιδή των λειψάνων του Πίου Θ’ (13 Ιουλ 1881). Μπροστά από τον άγ. Πέτρο είχαν συγκεντρωθή ομάδες, που φώναζαν: «Ζήτω η Ιταλία! Θάνατος στον πάπα. Στο ποτάμι το γουρούνι. Στον Τίβερι το ψοφίμι!». Η πομπή πετροβολήθηκε, με την ανοχή μάλιστα της αστυνομίας.

            Με το δόγμα του αλαθήτου η Εκκλησία αποδείχθηκε οπισθοδρομική και εμπόδιο στην πρόοδο. Η παραγνώριση της Ιστορίας είχε τις συνέπειές της. Παρ’ όλα αυτά η σχεδόν κοινή αποδοχή του νέου δόγματος ήταν αρκετή να ικανοποιήσει την Κούρια. Κάθε προσπάθεια όμως να συμφιλιωθή ο «μοντερνισμός» με τον Παπισμό μετά τη Σύνοδο κατέστη αδύνατη. Την διαμορφωθείσα κατάσταση επιχείρησε να διορθώσει ο νέος πάπας Λέων ΙΓ’. Πολλοί σπουδαίοι παπικοί θεολόγοι συνεργάσθηκαν στην κατεύθυνση αυτή (Lagrange, Ducesne κ.λπ.).

            Το πρόβλημα όμως, που ανέκυψε, βασικά ήταν η σχέση επιστήμης, και μάλιστα ιστορίας, προς το διδακτικό αξίωμα της Εκκλησίας. Υπάρχει αυτονομία της επιστήμης και των εκπροσώπων της και μέσα στην Εκκλησία, ή πρέπει να υποτάσσονται τα δύο αυτά στην εκκλησιαστική αυθεντία; Ήδη, όπως είδαμε, το πρόβλημα αυτό είχε απασχολήσει βασικά την Α’ Βατικανή. Οι προσπάθειες όμως του Λέοντος ΙΓ’ δεν εκαρποφόρησαν. Ο διάδοχός του Πίος Ι’ έκαμε ουσιαστική στροφή στον συντηρητισμό. Στις 8 Σεπτ. 1907 καταδίκασε ο πάπας αυτός με σχετική εγκύκλιό του την τάση για φιλελευθερισμό με σοβαρά μέτρα (παρακολούθηση καθηγητών, λογοκρισία των έργων τους, απαγόρευση φοιτήσεως των κληρικών σε κοσμικά πανεπιστήμια κ.λπ.).

            Τότε αρχίζει και η κατασκοπευτική δραστηριότητα του Μονσινιόρε Ουμπέρτο Μπενίνι. Ο φόβος της αιρέσεως εδημιούργησε στο Βατικανό αληθινό πανικό. Ο Μπενίνι συνέστησε το «Sodalitium Pianum», μια μυστική υπηρεσία για την καταπολέμηση του κρυπτο-μοντερνισμού. Κάθε μέλος της έπρεπε να είναι οπαδός του Παπισμού, του κληρικαλισμού, εναντίον του μοντερνισμού, της ελευθερίας, των επαναστάσεων και του θρησκευτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η υπηρεσία είχε να αγωνισθή για την αυθεντία, την παράδοση και την τάξη, κατά του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού πνεύματος και του συνδικαλισμού. Έτσι αναπτύχθηκε ένα δίκτυο μυστικής κατασκοπείας εντός και εκτός της Εκκλησίας. Τα μέλη της υπηρεσίας διατηρούσαν ψευδώνυμα. Ο ίδιος ο Μπενίνι χρησιμοποιούσε 12 ψευδώνυμα! Η υπηρεσία λειτούργησε μέχρι το 1921. Ο Μπενίνι όμως δεν έπαυσε το «ωραίο» του έργο. Μεταξύ 1920-30 έπαιξε ενεργότατο ρόλο στο ιταλικό φασιστικό καθεστώς. Έγινε πληροφοριοδότης της ιδιωτικής Γραμματείας του Μουσολίνι και καταδότης της φασιστικής αστυνομίας OVRA, που ήταν η ιταλική Γκεστάπο. Όλες αυτές οι εξελίξεις είναι κατά τον συγγραφέα συνέπειες του Πνεύματος της Α’ Βατικανής.

            Η Α’ Βατικανή ισχυροποίησε τον συγκεντρωτισμό της Ρώμης. Έτσι διευκολύνθηκε και η δημιουργία ενιαίου κώδικος Κανονικού Δικαίου, που μέχρι τώρα έλειπε από την παπική Εκκλησία. Ο πάπας, ενήργησε χωρίς φυσικά να ερωτήσει τους επισκόπους, ίδρυσε μάλιστα ο ίδιος και τις σχετικές επιτροπές. Ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου και κατόπιν (1914 ε.) Πρωθυπουργός  του Βατικανού, καρδινάλιος Πιέτρο Γκάσπαρρι, διεύθυνε τις εργασίες μέχρι τέλους του έργου. Ο νέος Κώδιξ ολοκληρώθηκε το 1917 και από το επόμενο έτος τέθηκε σε εφαρμογή. Τα νέα δόγματα (πρωτείο και αλάθητο) έγιναν τώρα άρθρα του Κανονικού Δικαίου. Κάθε αντίδραση ήταν πια αδύνατη. Όλα φαίνονταν τώρα αυτονόητα, ακόμη και το ότι οριζόταν, ότι ο πάπας είχε μόνος το δικαίωμα να συγκαλεί μια Οικουμενική Σύνοδο, να την διευθύνει, να ορίζει το πρόγραμμα των εργασιών της και να επικυρώνει τις αποφάσεις της. Ο παπο-κεντρικός χαρακτήρας του νέου Κανονικού Δικαίου έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Οι παλαιότερες διαμαρτυρίες είχαν πια ξεχασθή. Ο νέος Κώδιξ είναι καρπός της παπικής απολυτότητος.

            Από την εποχή του πάπα Βενεδίκτου ΙΕ’ ο αντιμοντερνιστικός αγώνας άρχισε να υποχωρεί. Η Εκκλησία είχε τώρα να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα, που ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχε δημιουργήσει. Ολοκληρωτικά καθεστώτα ήλθαν στην επιφάνεια. Το Βατικανό επέδειξε άκρως συμβιβαστική στάση απέναντί τους. Τόσο στην Ιταλία, όσο και στην Γερμανία συνήψε Κονκορδάτα. Το 1929 έγιναν οι συμφωνίες του Λατερανού με τον Μουσολίνι και ιδρύθηκε το «Κράτος του Βατικανού». Το 1933, έξι μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο αρχηγός του Ναζισμού Χίτλερ συνήψε Κονκορδάτο με το Βατικανό. Και στις δύο περιπτώσεις η Ρώμη δεν εδίστασε να θυσιάσει τα καθολικά κόμματα. Τα δύο Κονκορδάτα συνοδεύονταν από αποδυνάμωση κάθε αντιστάσεως εναντίον του ολοκληρωτισμού, του Φασισμού και του Ναζισμού. Ο καρδινάλιος Μίχαελ φον Φάουλχάμπερ στη Γερμανία έγινε υμνητής του Ναζισμού!

            Ο Παπισμός όμως συμφώνησε με τον Φασισμό, γιατί είχαν πολλά κοινά. Π.χ. τον αντιμοντερνισμό, τον αντιφιλελευθερισμό, τον αντισοσιαλισμό, τον αντικομμουνισμό και το έντονο αντιλαϊκό πνεύμα. Η παπική αυθεντία, καρπός της Α’ Βατικανής, είχε στενή εσωτερική σχέση με την ιδέα του πολιτικού ολοκληρωτισμού. Διαπρεπείς παπικοί, όπως ο καθηγητής της Δογματικής Μίχαελ Σμάους, τόνιζαν με πάθος την σχέση Παπισμού – Ναζισμού. Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Γιόζεφ Λορτς έκανε το ίδιο. Έβλεπε μάλιστα Παπισμό και Ναζισμό σ’ έναν κοινόν αγώνα εναντίον του μπολσεβικισμού, του φιλελευθερισμού και του ρελατιβισμού... Κοινό της παπικής και ναζιστικής ιδεολογίας ήταν ακόμη ο αντιδημοκρατισμός. Υπήρχαν Καθολικοί που διέκριναν μία ευθείας γραμμή από το δόγμα του αλαθήτου στην ολοκληρωτική πολιτεία.

            Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η αλλαγή των πνευμάτων επέτρεψε τις θεολογικές συζητήσεις με θέμα τα παπικά δόγματα. Πρώτοι οι γάλλοι θεολόγοι, εκπρόσωποι της «νέας θεολογίας», έθεσαν υπό έλεγχο τα νέα παπικά δόγματα. Τέτοιοι είναι ο Κογκάρ, ο Ντε Λυμπάκ, ο Ντε Σαρντέν και στο γερμανόφωνο χώρο ο Όττο Κάρρερ και ο Καρλ Ράνερ. Αργότερα εμφανίσθηκαν και άλλοι. Ο πάπας Πίος ΙΒ’ χρησιμοποίησε πάλι αυστηρά μέτρα. Αποκορύφωμα ήταν η εγκύκλιος «Humani Generis» (12 Αυγ. 1950) σχετικά με «μερικές πεπλανημένες απόψεις, που απειλούσαν να υπονομεύσουν τα θεμέλια της καθολικής διδασκαλίας». Ο Πίος κατηγορούσε τους θεολόγους για «σχετικοποίηση» των δογμάτων.

            Ο Πίος ΙΒ’ επιδίωξε επανειλημμένα να κάμει χρήση της εξουσίας του και του αλαθήτου του. Το ζήτημα του αλαθήτου συνέχισε όμως να προκαλεί συζητήσεις. Ο πάπας θέλησε να επεκτείνει την δικαιοδοσία του και σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, μιμούμενος σε τούτο το παράδειγμα του Πίου Ι’. Αρνήθηκε αυστηρά την συνεργασία καθολικών με μη καθολικούς πολιτικούς από φόβο νοθεύσεως της διδασκαλίας του Παπισμού. Εναντίον δε του Ντε Γκάσπαρρι, που ευνοούσε μια συνεργασία με αριστερά κόμματα, υποστήριξε ο Πίος ένα αντικομμουνιστικό κέντρο, το «Δεξιό Μέτωπο». Η εποχή του Πίου ΙΒ’  έπασχε από στροφή στον συντηρητισμό. Άνεμος φιλελευθερισμού άρχισε να πνέει μόνο με την άνοδο του Ιωάννου ΚΓ’ στον παπικό θρόνο και την σύγκληση της Β’ Βατικανής.

            Τίποτε δεν μπορούσε όμως να χαρακτηρίσει καλύτερα την ιστορία της εποχή του Πίου ΙΒ’ από την ανακήρυξη του νέου δόγματος της «μεταστάσεως» της Παναγίας (1950). Ήταν μια αδιάσειστη απόδειξη για την παπική αυτοσυνειδησία περί κατοχής του πληρώματος της εξουσίας. Βέβαια ο πάπας ρώτησε προηγουμένως τους επισκόπους, και οι περισσότεροι απάντησαν θετικά. Μερικοί μόνο εξέφρασαν δισταγμούς. Αντιρρήσεις και πάλι ανέκυψαν από την πλευρά των καθηγητών. Επιστημονικά πολέμησε το νέο δόγμα ο γνωστός πατρολόγος του Βύρτσμπουργκ Μπέρτολντ Αλτάνερ. Όλοι όμως – και αυτός ο Αλτάνερ – δέχθηκαν κατόπιν το νέο δόγμα με υποταγή. Συνέβη δηλαδή και εδώ, ό,τι και στην Α’ Βατικανή.

            Η απόφαση του πάπα Ιωάννου ΚΓ’ να συγκαλέσει την Β’ Βατικανή (στις 25 Ιαν. 1959) σήκωσε ένα κύμα προσδοκιών και ελπίδων για ανανέωση. Ο πάπας άλλωστε διακήρυττε, ότι η Εκκλησία δεν είναι μουσείο και ότι πρέπει να ανοίξει τα παράθυρα για να μπει αέρας και φως στο εσωτερικό της. Η ρωμαϊκή Κούρια όμως κυριεύθηκε από αγωνία και φόβο. Περισσότερο από την Α’ Βατικανή φάνηκε η Β’ να είναι επικίνδυνη γι’ αυτούς. Γι’ αυτό ήλπιζε η Κούρια να επιτύχει την «κατάλληλη» σύνθεση των συνοδικών επιτροπών. Ο πάπας, όμως, στάθηκε στο πλευρό των ανανεωτικών δυνάμεων. Ήταν πρόθυμος για μια «μεταρρύθμιση στην κεφαλή και στα μέλη». (Αυτό είναι ένα αίτημα, που ήδη από τον ιε’ αι. κυριαρχεί στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία).

            Στο μέσο της Συνόδου όμως απεβίωσε ο Ιωάννης ΚΓ’. Ο νέος πάπας, Παύλος ΣΤ’, ακολούθησε αρχικά τα βήματα του προκατόχου του. Όχι όμως για πολύ, γιατί γρήγορα άλλαξε τακτική, εκτοξεύοντας προειδοποιήσεις, περιορισμούς, απαγορεύσεις. Το εγχείρημα του φάνηκε πολύ επικίνδυνο! Απαγόρευσε στους επισκόπους να συζητήσουν καυτά προβλήματα, όπως η αγαμία του κλήρου, η διάταξη περί μεικτών γάμων, ο έλεγχος των γεννήσεων. Μεταξύ άλλων επίσης ανακήρυξε την Θεοτόκο «Μητέρα της Εκκλησίας», αντίθετα προς την γνώμη της πλειοψηφίας. Με την εγκύκλιό του δε «Mysterium Fidei» χάραξε πορεία, που δεν συμφωνούσε με το πνεύμα της Συνόδου. Το σπουδαίο είναι, ότι ασκήθηκε και εδώ μια τέτοια πίεση, ώστε να μη γίνει καμμία συζήτηση για την Α’ Βατικανή.

            Η Κούρια φρόντισε, ώστε η διδασκαλία για το παπικό πρωτείο και το αλάθητο να γίνει δεκτή απλώς μαζί με την Α’ Βατικανή.

            Στη Σύνοδο βέβαια συζητήθηκε πολύ το ζήτημα της σχέσεως πάπα και επισκοπάτου. Αλλά, όπως παρατηρεί ο συγγραφεύς, τα ωραία λόγια ήταν περισσότερα από τα έργα! Γιατί δεν ακολούθησε καμμιά θεσμική – δομική αλλαγή. Οι μεταγενέστερες επισκοπικές Σύνοδοι αποδεικνύουν, πόσο λίγο μπορεί να γίνει λόγος για «συλλογική διακυβέρνηση» στους κόλπους του Παπισμού...

            Το 1970 όμως, 100 χρόνια μετά την Α’ Βατικανή, άρχισε μια από τις μεγαλύτερες θεολογικές συζητήσεις. Θέμα και πάλι το αλάθητο του πάπα. Το λάθος για το ότι δεν έγινε συζήτηση στην Β’ Βατικανή βαρύνει τον πάπα Παύλο ΣΤ, που έδειξε αρκετή έλλειψη τόλμης. Και μετά τη Σύνοδο έλαβε πολύ συντηρητικά μέτρα. Π.χ. διορισμοί συντηρητικών επισκόπων και μελών της Κούρια, ενίσχυση της θέσεως των Νουντσίων (παπικών πρέσβεων), μυστική επεξεργασία ενός «συντάγματος» της Εκκλησίας, αντιθέτου προς το πνεύμα της Συνόδου, λήψη ιεροεξεταστικών μέτρων εναντίον θεολόγων, μέτρα κατά της ολλανδικής κατηχήσεως, μέτρα κατά του ζητήματος του διαζυγίου, εμμονή στη αγαμία του κλήρου (πρβλ. την σχετική εγκύκλιο: «Sacerdotalis Coelibatus»), το «Credo» του πάπα (1968), το «ντεκρέτο» για τους μικτούς γάμους (1970), μέτρα που ευνοούσαν τον συγκεντρωτισμό και την γραφειοκρατία του Βατικανού κ.λπ.

            Η εγκύκλιος όμως που προκάλεσε τις μεγαλύτερες συζητήσεις, αντιδράσεις και αμφισβητήσεις  ήταν η γνωστή περί προλήψεως των γεννήσεων («Humanae Vitae»). Η εγκύκλιος αυτή, που συνάντησε την αντίθεση της πλειοψηφίας των παπικών συμβούλων, στηριζόταν στην πίστη του πάπα στο αλάθητό του ως υπέρτατου διδασκάλου της Εκκλησίας: Ο πάπας ήλθε φυσικά σε αντίθεση με την συνείδηση του πληρώματος, σε μια περιοχή μάλιστα που οι «υπήκοοί του» είχαν περισσότερη πείρα από τον ίδιο τον πάπα...

            Το έδαφος λοιπόν, είχε προετοιμασθή, για να εμφανισθή μετά από λίγο το έργο του παπικού θεολόγου Χανς Κυνγκ, «Αλάθητος;» (1970). Ήδη όμως ο ολλανδός επίσκοπος Φράνσις Σιμόν (1968) είχε εκφράσει αμφισβητήσεις για την ορθότητα του παπικού αλαθήτου. Η γερμανική και η ιταλική επισκοπική Σύνοδος εξέτασε το ζήτημα, που δημιουργούσε τώρα ο Κυνγκ με το βιβλίο του, ο οποίος όμως υποστηριζόταν από πολλά προοδευτικά στοιχεία του Παπισμού. Μετά από μακρές συζητήσεις και διχογνωμίες η «Επιτροπή της Πίστεως» σταμάτησε τη διαδικασία το 1975. Προσωρινά βέβαια.

            Η γνώμη του Κυνγκ φυσικά απερρίφθη, δεν έγινε λόγος όμως για καταδίκη του μεγάλου θεολόγου, διότι η Επιτροπή εξέφρασε την ελπίδα, ότι ο Κυνγκ θα δεχθή πάλι τις επίσημες παπικές θέσεις. Η αλήθεια είναι, ότι δεν τιμωρήθηκε ο Κυνγκ, διότι τα όπλα του είναι πολύ ισχυρά: δημοφιλής, με μεγάλη επιρροή στον θεολογικό κόσμο. Ό,τι είχε όμως ο Κυνγκ να πει, το είπε. Ο προβληματισμός, εις τον οποίο εισήγαγε τον θεολογικό κόσμο σχετικά με το δόγμα του αλαθήτου, είναι πολύ δυνατός, ώστε να μη επιτρέπει πια αδιαφορία. Μια οριστική δε αντιμετώπιση του προβλήματος σύμφωνα με τις νεώτερες εξελίξεις θα ήταν αποφασιστική για την διευθέτηση των σχέσεων της Εκκλησίας και κόσμου.

Τα ιταλικά στρατεύματα γκρεμίζουν τα ρωμαϊκά τείχη κοντά στην Porta Pia, στις 20 Σεπτ. 1870, εκπορθώντας και καταλύοντας το παπικό κράτος.

 

Kεφάλαιο 8ο     Περιεχόμενα     Kεφάλαιο 10ο

Δημιουργία αρχείου: 19-2-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 19-2-2005.

Πάνω