Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία και Δόγματα

Μέρος 2ο: Κεφάλαιο 66ο // Περιεχόμενα

 

 

Πατερική Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

Καθηγητού Πανεπιστημίου

 

Μέρος Δεύτερον: Περί τής διδασκαλίας τών αιρετικών και πώς οι πατέρες τούς αντιμετώπισαν

67. Οι αιρετικοί και η διδασκαλία τους

Ο αιρετικοί έκαναν, όπως είπαμε, φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, διότι πήραν την Αγιογραφική διάκρισι, που δεν είναι φιλοσοφική και την εφιλοσοφοποίησαν. Αυτοί είναι: Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ο Λουκιανός, οι Συλλουκιανισταί, δηλαδή οι Αρειανοί και μετά οι Νεστοριανοί, οι οποίοι ακολουθούν την ίδια παράδοσι των προηγουμένων.

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς δίδασκε ότι στον Χριστό δεν υπάρχει φυσική ένωσις των δύο φύσεων, αλλά υπάρχει κατά βούλησιν ένωσις ή κατ’ ενέργειαν ένωσις ή, όπως ο ίδιος αναφέρει σε ωρισμένα σημεία, «ένωσις κατά ποιότητα». Δεν έγινε δηλαδή στον Χριστό ένωσις της φύσεως του Θεού με την ανθρωπίνη φύσι του Λόγου, αλλά ένωσις της ενεργείας του Θεού με την ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως του Λόγου. Έτσι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς κατεδικάσθη ως αιρετικός.

Ήταν όμως αιρετικός όχι μόνον στον τρόπο με τον οποίο έκανε διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό, αλλά ήταν αιρετικός και στην Τριαδολογία.  Ηρνείτο δηλαδή την ύπαρξι των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν πίστευε ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μόνιμες διακρίσεις στον Θεό, αλλά ότι είναι προσωρινές διακρίσεις και ότι υπάρχει μόνο μία ουσία και μία υπόστασις στον Θεό, η οποία έχει την ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι είτε ο Λόγος είτε το Πνεύμα το Άγιο.

Οπότε έχομε την υπόστασι του Θεού Πατρός με την ενέργεια του Λόγου και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Συνεπώς ο Λόγος και το Πνεύμα το Άγιο γίνονται δύο άκτιστες ενέργειες του Θεού. Δηλαδή για τον Παύλο τον Σαμοσατέα έχομε Ενσάρκωσι της ενεργείας του Θεού και όχι της υποστάσεως του Θεού Λόγου. Οπότε ο Χριστός δεν είναι ο ένσαρκος Θεός, αλλά είναι ένας θεόπνευστος άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος μέσα στον οποίο κατοικεί ο Θεός. Γι’ αυτό ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε ως αιρετικός όχι μόνο στην Χριστολογία του, αλλά και στην Τριαδολογία του. Είναι δηλαδή διπλά αιρετικός.

Μετά όμως ο μαθητής του ο Λουκιανός έκανε μία τροποποίησι της διδασκαλίας του Παύλου του Σαμοσατέως. Και αυτό μπορεί κανείς να το αναγνωρίση, μόνο όταν λάβη υπ’ όψιν ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς ήταν αιρετικός. Ο Λουκιανός έκανε προσαρμογή στην παραπάνω διδασκαλία, επειδή ο  Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε. Δηλαδή οι οπαδοί του Παύλου του Σαμοσατέως (ο Λουκιανός και οι μαθηταί του, που είναι οι Αρειανοί) πρόσθεσαν στον Θεό τις δύο υποστάσεις, δηλαδή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που δεν δεχόταν ο Σαμοσατεύς και τούτο για να μην ακολουθήσουν και εκείνοι την μοίρα εκείνου και καταδικασθούν και αυτοί ως αιρετικοί.

Το ότι έγινε αυτή η προσαρμογή, το πληροφορούμεθα από τα συγγράμματα των Αρειανών, που είναι μαθηταί του Λουκιανού, διότι δεν έχομε συγγράμματα του ιδίου του Λουκιανού. Το πληροφορούμεθα δηλαδή από τον Άρειο, τον Ευσέβιο Νικομηδείας κλπ. Επειδή λοιπόν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την κατ’ ουσίαν ένωσι στον Χριστό με την υπόστασι του Λόγου, ως και την κατά φύσιν ένωσι του Χριστού με την ουσία του Θεού, πρόσθεσαν εκείνοι ενσάρκωσι κατά φύσιν και καθ’ υπόστασιν.

Οπότε οι Συλλουκιανισταί διδάσκουν ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος και ότι η ένωσις των δύο φύσεων στον Χριστό είναι φυσική και μάλιστα κατ’ ουσίαν. Αν αντιμετωπίση κανείς εκ πρώτης όψεως αυτήν την προσαρμογή, λέγει: Μπα, αυτοί διδάσκουν όπως διδάσκουν και οι Ορθόδοξοι! Τι παράπονο μπορούμε να έχωμε από αυτούς και από τον μαθητή τους τον Άρειο; Και τούτο, διότι και ο Άρειος έλεγε ότι ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός προ των αιώνων, πράγμα που το λένε επίσης όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε γιατί οι Αρειανοί και ο Άρειος να είναι αιρετικοί;

Όμως, επειδή οι Αρειανοί, δηλαδή οι Συλλουκιανισταί, έκαναν φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, ωδηγήθηκαν στο να διδάξουν ότι δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Διότι κατ’ ουσίαν σχέσι σημαίνει κατ’ ανάγκην σχέσι. Γι’ αυτό ο Θεός δεν μπορεί να γεννήση κατά φύσιν τον Λόγον, αλλά δημιουργεί τον Λόγον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να έχη αναγκαστικές σχέσεις με ετερούσια. Εφ’ όσον δηλαδή οι Αρειανοί δέχθηκαν ότι ο Λόγος είναι υπόστασις και ότι ο Πατήρ είναι υπόστασις, μεταξύ των δύο υποστάσεων, όταν είναι προδημιουργικές υποστάσεις, δηλαδή υποστάσεις που υπάρχουν πριν την δημιουργία του κόσμου, μεταξύ δηλαδή του Θεού Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου, δεν μπορεί να υπάρχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, αλλά οι σχέσεις πρέπει να είναι κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Ο Θεός Πατήρ, έλεγαν αυτοί, με όλες τις υποστάσεις, με όλα τα όντα έχει κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν σχέσεις, αλλά όχι κατ’ ουσίαν. Διότι ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος και δεν υπόκειται σε καμμίαν ανάγκη. Έτσι, εφ’ όσον το κατ’ ουσίαν σημαίνει κατ’ ανάγκην γι’ αυτό ο Πατήρ δεν γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν.

Αυτή είναι η καρδιά της διδασκαλίας του Αρείου. Αυτή η θεωρία όμως προέρχεται από τον Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος δεν δεχόταν το δόγμα περί Αγίας Τριάδος ούτε την πραγματική Ενσάρκωσι. Διότι για τον Παύλο τον Σαμοσατέα ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν δηλώνουν τρεις υποστάσεις. Το όνομα Πατήρ δηλώνει μία υπόσταση. Εκείνη του Πατρός. Οπότε στον Θεό υπάρχει μία υπόστασις και μία ουσία. Και αυτή η μία υπόστασις, δηλαδή η ουσία του Θεού έχει μία ενέργεια, που λέγεται Λόγος και άλλη μία ενέργεια που λέγεται Άγιον Πνεύμα. Ο Λόγος γι’ αυτόν είναι η λογική ενέργεια του Θεού και το Πνεύμα το Άγιον είναι η αγαπητική ενέργεια του Θεού.

Οπότε στην διδασκαλία του Παύλου του Σαμοσατέως έχομε μία υπόστασι, μία ουσία, με μία ενέργεια, η οποία είναι λογική, δημιουργική, συντηρητική, αγαπητική κλπ. Αυτές όμως είναι ενέργειες του Θεού και βασίζονται στην φιλοσοφική διάκριση που κάνει ο Παύλος ο Σαμοσατεύς μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού. Κάνει βέβαια την διάκρισι αυτή, αλλά τι κάνει επίσης; Ταυτίζει τον Πατέρα με την ουσία, με την υπόστασι, και διαχωρίζει την ενέργεια, που είναι ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα.

Για τον Παύλο τον Σαμοσατέα, επειδή ο Θεός δεν έχει σχέσεις κατ’ ουσίαν με τίποτε, δεν δημιουργείται πρόβλημα για την ενέργεια του Λόγου και για την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, διότι αυτές είναι άκτιστες ενέργειες για τον Παύλο τον Σαμοσατέα. Αλλά δημιουργείται πρόβλημα  στην  Ενσάρκωσι. Πώς ο Θεός ενσαρκώνεται; Διότι εδώ έχουμε ενσάρκωσι τής ακτίστου ενεργείας του Θεού που λέγεται Λόγος και γεννάται ένας άνθρωπος από την Παρθένο, που ονομάζεται Χριστός και που μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κατοικεί αυτός ο Λόγος. Ποιος Λόγος; Ο άκτιστος Λόγος. Και ποιος είναι αυτός ο άκτιστος Λόγος; Είναι η ενέργεια του Θεού για τον Παύλο τον Σαμοσατέα.

Οπότε κατ’ αυτόν ο Χριστός έχει ιδική Του ανθρωπίνη φύσι και υπόστασι και μέσα Του κατοικεί η ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος. Γι’ αυτό ο Χριστός είναι ο Λόγος. Όμως, δεν είναι η Ενσάρκωσις της υποστάσεως και της φύσεως, αλλά η Ενσάρκωσις της ενεργείας του Θεού.

Όταν ζούσε βέβαια ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ουσία και υπόστασις σήμαιναν το ίδιο πράγμα. Διότι αυτή η διάκρισις είναι μεταγενέστερη, μεταξύ δηλαδή της ουσίας και της υποστάσεως, καθώς και μεταξύ της φύσεως και της υποστάσεως. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς λοιπόν καταδικάσθηκε σε δύο Συνόδους της Αντιοχείας περίπου το 277. Και καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την αλήθεια των τριών Προσώπων της Αγία Τριάδος. Επειδή υπεβίβαζε τα δύο Πρόσωπα σε ενέργειες και δεν παραδεχόταν εν Χριστώ κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο φύσεων.

Τότε, στις Συνόδους εκείνες, χρησιμοποιήθηκε η έκφρασις «κατ’ ουσίαν». Μετά βέβαια, που έγινε η διαφοροποίησις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, χρησιμοποιήθηκε ο πιο σωστός όρος υπόστασις. Γι’ αυτό οι Πατέρες μιλάνε για καθ’ υπόστασιν ένωσι,  ως και για κατά φύσιν  ένωσι,  ενώ  το  κατ’ ουσίαν  ένωσις δεν  χρησιμοποιείται πολύ.  Μπορεί  βέβαια κανείς να το χρησιμοποιήση, δεν είναι λάθος, διότι υπάρχει κατ’ ουσίαν ένωσις στον Χριστό, εφ’ όσον υπάρχει κατά φύσιν ένωσις στον Χριστό της Θείας και της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά όμως η ένωσις είναι κυρίως καθ’ υπόστασιν, εφ’ όσον μόνο ο Λόγος ενσαρκώθηκε.

Το βασικό επιχείρημα των αρχαίων Χριστιανών εναντίον των Αριστοτελικών, που έχομε ήδη αναφέρει, είχε τόση πολλή πέρασι (χρησιμοποιούμενο από τους αιρετικούς εναντίον των ειδωλολατρών), ώστε, παρ’ όλον ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, επειδή χρησιμοποιούσε αυτήν την φιλοσοφική   διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αυτή η φιλοσοφική διάκρισις ξεφυτρώνει πάλι σε νέες μορφές αιρέσεων. Έτσι διαπιστώνομε το γεγονός ότι τα φιλοσοφικά θεμέλια της διδασκαλίας του Παύλου Σαμοσατέως, του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια. Αυτό σημαίνει ότι αυτή η επιχειρηματολογία τους εναντίον των ειδωλολατρών ήταν τόσο πολύ δυνατή, ώστε ριζώθηκε πολύ βαθειά στην Χριστιανική παράδοσι. Επειδή έγινε αιτία πολλοί ειδωλολάτρες να γίνουν Χριστιανοί.

Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς για δύο πράγματα καταδικάσθηκε: α) Για το ότι δεν δέχθηκε υποστατικό Λόγο και β) Για το ότι δεν δέχθηκε πραγματική Ενσάρκωσι της ουσίας του Θεού, δηλαδή κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο εν Χριστώ φύσεων. Αυτά είναι τα θεμέλια της αιρέσεως των Αρειανών.

Επειδή λοιπόν καταδικάσθηκε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, τα εγγόνια του, οι Αρειανοί έκαναν μία προσαρμογή, όπως είπαμε, ίσως για να μη χάσουν τις θέσεις τους και τα αντίστοιχα οφέλη από τις θέσεις αυτές που απελάμβαναν μέσα στην Εκκλησία. Τι κάνει όμως ο Άρειος για να μη καταδικασθή πέραν της προσαρμογής, που έκανε ο Λουκιανός και την οποία προαναφέραμε;

Προσθέτει υποστατικό Λόγο, αλλά διατηρεί παράλληλα και τον ανυπόστατο Λόγο. Οπότε στον Άρειο έχομε άκτιστο ανυπόστατο Λόγο, δηλαδή την άκτιστη ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος, χαρακτηριστικό της παλαιοτέρας διδασκαλίας η οποία διατηρείται, αλλά προστίθεται και ένας υποστατικός Λόγος, ο οποίος είναι κτίσμα και αυτός είναι που ενσαρκώνεται και ο οποίος, όμως έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Θεό, δηλαδή κατ’ ανάγκην σχέσεις με τον Θεό, διότι εξαρτάται από τον Θεόν. Ο Θεός όμως δεν έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με αυτήν την υπόστασι του Λόγου, αλλά μόνον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Οπότε ο Θεός είναι ελεύθερος έναντι του υποστατικού Λόγου. Ο υποστατικός Λόγος  όμως αυτός έναντι του Θεού δεν είναι ελεύθερος. Είναι υποδεέστερος, είναι δούλος, γίνεται όργανο της δημιουργίας, είναι κτίσμα κλπ.

Αυτή η υπόστασις του Λόγου, αυτό το κτίσμα του Θεού είναι που ενσαρκώνεται κατά τον Άρειο. Και βέβαια ενσαρκώνεται κατ’ ανάγκην και όχι κατά βούλησιν και ενώνεται ο υποστατικός Λόγος αυτός κατ’ ουσίαν με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Αλλά για τον Άρειο η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν είναι ολόκληρη η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, διότι την θέσιν του νοός του Χριστού την καταλαμβάνει ο υποστατικός Λόγος. Οπότε ο άνθρωπος Χριστός έχει κτιστά νουν και διάνοια και ψυχή, αλλά ο κτιστός Του ανθρώπινος λόγος δεν είναι κανονικός λόγος που έχει ο κάθε άνθρωπος, αλλά την θέσι του κτιστού ανθρωπίνου λόγου  στον  Χριστό  την  καταλαμβάνει ο  κτιστός υποστατικός Λόγος, ο κτιστός προ των  αιώνων  υποστατικός Λόγος 131 .

Οπότε έτσι οι Αρειανοί ξεφεύγουν προσωρινά την καταδίκη του Παύλου του Σαμοσατέως, διότι φαινομενικά δέχονται τρεις υποστάσεις και δέχονται και κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν ένωσι στο Χριστολογικό δόγμα. Αλλά, για να το κάνουν αυτό, παρεμβάλλουν μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και του υποστατικού Λόγου μία ενέργεια που λέγεται άκτιστος Λόγος. Αυτή η ενέργεια είναι εκείνη  που δημιουργεί τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή  ο Θεός κτίζει τον υποστατικό Λόγο Του μέσω της ακτίστου ενεργείας Του, μέσω δηλαδή του ακτίστου Λόγου Του. Οπότε ο Θεός κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν κτίζει τον υποστατικό Λόγο. Δηλαδή μεσολαβεί μεταξύ της υποστάσεως του Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου η ενέργεια του Θεού.

Έτσι ο Υιός του Θεού, ο κτιστός δηλαδή υποστατικός Λόγος είναι Υιός βουλήσεως ή Υιός ενεργείας. Αυτό είναι ένα βασικό δόγμα των Αρειανών. Ότι, δηλαδή, όπως όλος ο κτιστός κόσμος είναι αποτέλεσμα της ακτίστου ενεργείας του Θεού, έτσι και ο υποστατικός Λόγος είναι αποτέλεσμα και αυτός της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Οπότε η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών είναι ότι οι Ορθόδοξοι απορρίπτουν την ιδέα ότι ο Λόγος μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας ενέργειας του Πατρός, διότι ο Λόγος κατέχει όλες τις άκτιστες ενέργειες του Πατρός. Δεν υπάρχει για τους Ορθοδόξους καμμία ενέργεια του Πατρός, που να μην είναι ενέργεια του Λόγου. Οπότε και οι δύο κατέχουν κατά ταυτότητα τις ενέργειές Τους και δεν είναι ο ένας αποτέλεσμα της ενεργείας του άλλου. Για τους Αρειανούς όμως ο υποστατικός Λόγος είναι προϊόν της ενεργείας του Πατρός και αποτέλεσμά της.

Για την Εκκλησία πάντως ήταν πολύ δύσκολο να ανακαλύψη την αίρεσι του Αρείου. Υπήρχαν πολλοί Ορθόδοξοι που δεν κατάλαβαν στην αρχή την αίρεση του Αρείου. Η αίρεσις αυτή φανερώθηκε κυρίως από δύο αιτίες:

α) Έλεγε ο Άρειος ότι ο Πατήρ κτίζει και γεννά τον υποστατικό Λόγο προ των αιώνων, αλλά εκ του μηδενός (όχι δηλαδή εκ του Πατρός). Αλλά κατά την Πατερική αντίληψι δεν υπάρχει τίποτε προ των αιώνων που να υπάρχει εκ του μηδενός. Όλα τα προ των αιώνων είναι άκτιστα και εκ του Πατρός. Όταν κτίζωνται οι αιώνες, τότε αρχίζει η δημιουργία εκ του μηδενός. Μετά ακολουθούν οι άγγελοι και μετά ο χρόνος.

Στην Αυγουστίνειο παράδοσι υπάρχει η ιδέα ότι ο Θεός είναι το αιώνιο παρόν, ότι στον Θεό όλα είναι πάντοτε παρόντα και τα μέλλοντα και τα παρελθόντα. Δηλαδή στον Θεό και το παρελθόν και το μέλλον είναι ένα συνεχές παρόν. Οπότε στον Αυγουστίνο και στους οπαδούς του, στην Παπική παράδοσι, δόθηκε η ευκαιρία να νομίζουν ότι ο άνθρωπος, αν απαλλαγή από τον χρόνο, τότε θα μπορούσε να συλλάβη το συνεχές παρόν, το αιώνιο παρόν. Καθώς και ότι, όταν το συλλάβη, τότε μπορεί να συλλάβη και το άκτιστο, ακόμη μάλιστα και την ουσία του Θεού! Όλη αυτή η θεώρησις περί χρόνου του Αυγουστίνου ήταν καθοριστική για την γραμμή της Σχολαστικής παραδόσεως.

Στην Πατερική παράδοσι όμως υπάρχει μία σαφής διάκρισις μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε ο χρόνος υπάρχει μέσα στους αιώνες, αλλά δεν είναι όλα τα κτίσματα περιωρισμένα μέσα στον χρόνο. Διότι υπάρχουν ωρισμένα κτίσματα (τα αγγελικά τάγματα, οι δαίμονες και οι ψυχές των κεκοιμημένων), τα οποία είναι ανεξάρτητα από τον χρόνο, διότι ζουν μέσα στους αιώνες και όχι μέσα στον χρόνο. Και γι’ αυτόν τον λόγο κινούνται με αστραπιαία ταχύτητα. Γι’ αυτό οι άγγελοι και οι δαίμονες και οι ψυχές των κεκοιμημένων Αγίων μετακινούνται τόσο γρήγορα, ώστε φαίνεται ότι βρίσκονται σε πολλά μέρη συγχρόνως. Δηλαδή δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο.

β) Από την αίρεσι του Αρείου περί Ενσαρκώσεως.

Κατά την διάρκεια της διαμάχης μεταξύ των Ορθοδόξων και των Αρειανών υπήρχαν ωρισμένα σημεία επαφής μεταξύ των δύο. Ότι δηλαδή μόνον ο Θεός γνωρίζει την ουσία Του και ότι ο Θεός έχει ουσιώδη ενέργεια, η οποία δεν ταυτίζεται με την ουσία Του (διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας). Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεός όταν δημιουργή τον κόσμο, τον δημιουργεί όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Οπότε υπάρχει ένωσις της ακτίστου ενεργείας του Θεού με τα κτίσματα.

Βέβαια μεταξύ τους οι διάφορες μορφές της ακτίστου ενεργείας του Θεού δεν ταυτίζονται. Διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα η δημιουργική ενέργεια του Θεού με την συντηρητική ενέργεια του Θεού ή με την καθαρτική ενέργεια του Θεού ή με την φωτιστική ενέργεια του Θεού ή με την θεωτική ενέργεια του Θεού. Δεν υπάρχει μεταξύ τους ταυτότης, διότι, αν υπήρχε ταυτότης, τότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Αυτά όλα προέρχονται από εμπειρία της θεώσεως των Πατέρων και είναι τα θεμέλια της διδασκαλίας τους εναντίον των αιρετικών. Δηλαδή, η αφετηρία της Πατερικής διδασκαλίας είναι η διαφοροποίησις, η διάκρισις, μεταξύ των ενεργειών του Θεού.

Αυτά οι Αρειανοί τα πήραν και τα φιλοσοφοποίησαν. Δέχθηκαν την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, έκαναν την μάχη τους εναντίον της Εκκλησίας και είπαν ότι ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού. Απόδειξις τούτου, είπαν, είναι ότι δεν έχει όλες τις ενέργειες του Θεού. Απόδειξις γι’ αυτό, λένε, είναι ότι δεν γνωρίζει την ημέρα της Κρίσεως, ότι δηλαδή αγνοεί ωρισμένα πράγματα, τα οποία γνωρίζει μόνον ο Πατήρ. Επομένως, εφ’ όσον δεν έχη όλην την γνώσι, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει και την ουσία του Θεού.

Μέσα σ’ αυτήν την διαμάχη και οι Αρειανοί και οι Ορθόδοξοι πήραν ολόκληρη την Αγία Γραφή και την χώρισαν και έκαναν τρεις στήλες, στις οποίες κατέγραψαν μία-μία όλες τις ενέργειες κάθε Προσώπου της Αγίας Τριάδος που αναφέρονται στην Αγία Γραφή. Είπαν δηλαδή αυτές είναι οι ενέργειες του Πατρός, αυτές του Λόγου και αυτές του Αγίου Πνεύματος. Έκαναν δηλαδή μία ταξινόμησι. Οι Ορθόδοξοι, με τον τρόπο αυτό, βρήκαν ότι όλες τις ενέργειες που έχει ο Πατήρ, τις έχει και ο Υιός και όλες τις ενέργειες που έχουν ο Πατήρ και ο Υιός, τις έχει και το Πνεύμα το Άγιον. Αυτά τα είπαν οι Ορθόδοξοι. Οπότε ταυτίζονται οι ενέργειες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Άρα ταυτίζεται η ουσία Τους. Διότι αυτές οι ενέργειες είναι οι φυσικές ενέργειες της ουσίας. Οπότε μεταξύ των τριών υποστάσεων υπάρχει κοινωνία ουσίας και ουσιώδους ενεργείας. Αυτή είναι η διδασκαλία των Πατέρων.

Εμφανίζεται όμως ο Άρειος και λέγει: Στοπ. Όχι, δεν είναι έτσι. Ο Πατήρ έχει όλες αυτές τις ενέργειες, αλλά ο Λόγος δεν έχει όλες αυτές τις ενέργειες. Ο Λόγος έχει μόνο ωρισμένες ενέργειες. Μετά, λέγει, ούτε το Πνεύμα το Άγιο έχει όλες τις ενέργειες που έχει ο Λόγος. Έτσι προκλήθηκε η διαμάχη που κράτησε όλα αυτά τα χρόνια, από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) μέχρι την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας απήντησαν στους Αρειανούς, ότι το κατ’ ουσίαν δεν σημαίνει το κατ’  ανάγκην, όπως αυτοί υπεστήριζαν και επομένως το ότι ο Πατήρ γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν δεν έχει καμμία σχέσι με το φιλοσοφικό πρόβλημα που έθεσε ο Άρειος. Διότι, όπως το κατά βούλησιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό, έτσι ούτε το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό. Και, όταν μιλάμε για κατ’ ουσίαν, μιλάμε εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως και όχι εξ επόψεως κάποιου φιλοσοφικού προβλήματος.

Αλλά, έστω, και φιλοσοφικό να ήταν το πρόβλημα, εφ’ όσον ξέρωμε ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εκείνο που υπάρχει στην κτίσι δεν σημαίνει ότι υπάρχει και στον Θεό. Εμείς μιλάμε για τον Θεό με ανθρώπινη γλώσσα και με ανθρώπινα νοήματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτά εφαρμόζονται στον Θεό κυριολεκτικά. Διότι απλούστατα στην εμπειρία της θεώσεως καταργούνται όλες οι προφητείες και ερμηνείες της Αγίας Γραφής, όλες οι γλώσσες και τα νοήματα, καθώς και όλη η ανθρώπινη γνώσι που αφορά στον Θεό. Διότι ο Θεός υπερβαίνει όλα τα ανθρώπινα.

Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος διακρίνει ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Θεός είναι ούτε Αγάπη είναι κλπ.! Διότι δεν υπάρχουν ονόματα ή νοήματα, που να μπορούν να αποδώσουν το τι είναι ο Θεός. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβη τον Θεό. Αυτό αποκλείεται. Τα νοήματα και οι λέξεις χρησιμοποιούνται μόνον ως οδηγοί προς τον Θεό και όχι για να αποδώσουν ή να εξηγήσουν κάτι από τον Θεό.

Η ουσία της Αρειανικής διδασκαλίας είναι ότι τα κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν σημαίνουν κατ’ ανάγκην, ενώ τα κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σημαίνουν ελευθερία στον Θεό. Οπότε, επειδή ο Θεός είναι ελεύθερος, γίνεται από αυτούς η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία στον Θεό. Έτσι, όταν ο Θεός δημιουργή τον κόσμο, τον δημιουργεί απόλυτα ελεύθερα, χωρίς να είναι της ουσίας Του ή της φύσεώς Του ανάγκη να δημιουργή τον κόσμο. Τον δημιούργησε δηλαδή επειδή το ήθελε και μόνο. Αν δε το ήθελε, δεν θα εδημιουργούσε τον κόσμο.

Έτσι δεν ισχύουν τα επιχειρήματα των Πλατωνικών και Αριστοτελικών (διότι δεν είναι υποχρεωμένος ο Θεός να δημιουργήση κάτι για να τελειοποιηθή ο ίδιος), καθώς και τα επιχειρήματα των Γνωστικών με τις απόρροιές τους εκ του υψίστου όντος, που η δημιουργία του κόσμου καταντά να είναι μία πτώσις από το ύψιστο ον προς τα κάτω ή μία άρνησις ή μία αδυναμία, ή μία άγνοια κλπ.

Αυτή λοιπόν η φιλοσοφική γραμμή που καθιερώθηκε από τους αιρετικούς στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Γι’ αυτό έγιναν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες εξ αιτίας αυτής της επιχειρηματολογίας. Παρά ταύτα η Εκκλησία απέρριψε αυτήν την γραμμή. Γιατί όμως;

Ο Άρειος κατηγορεί τον Μέγα Αθανάσιο ότι εισάγει ανάγκη στον Θεό, όταν λέγη ότι ο Πατήρ κατά φύσιν γεννά τον Λόγον και όχι κατά βούλησιν, όπως υπεστήριζε ο Άρειος. Τον κατηγορεί δηλαδή ότι, με αυτό που λέγει, είναι σαν να λέγη ότι ο Πατήρ κατ’ ανάγκην γεννά τον Λόγον και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Οι Πατέρες όμως θεωρούν την γέννησι του Λόγου και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ότι είναι της φύσεως του Θεού. Όχι της βουλήσεως του Θεού. Η Ενσάρκωσις βέβαια είναι της βουλήσεως του Θεού, οπότε έχομε σ’ Αυτήν την φυσική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού. Γιατί λοιπόν οι Πατέρες απέρριψαν την διδασκαλία αυτήν του Αρείου;

Το πρόβλημα του Αρείου ποιο ήταν; Ο Άρειος συμφωνούσε με την Αποφατική Θεολογία στο ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση την ουσία του Θεού. Στην Πατερική παράδοσι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του. Στην Δυτική αρχαία παράδοσι το ίδιο ίσχυε με εξαίρεση όμως τον Αυγουστίνο. Όταν οι Πατέρες λένε ότι είναι γνωστός ο Θεός κατά την ενέργεια, δεν σημαίνει αυτό ότι έχομε νοησιαρχική γνώσι της ενεργείας του Θεού, αλλά ότι η ενέργεια μετέχεται από τους φωτισμένους και θεουμένους. Κατά του Πατέρες μπορούν να γίνουν γνωστές ωρισμένες ενέργειες του Θεού εξ επόψεως νοησιαρχικής από τα αποτελέσματα του Θεού επάνω στην κτιστή φύσι. Αλλά η πραγματική γνώσις των ενεργειών του Θεού βρίσκεται  στην  εμπειρία  του  φωτισμού  και  της  θεώσεως  και  όχι  στην  νοησιαρχική  γνώσι,  η  οποία  είναι  αποτέλεσμα παρατηρήσεως και φιλοσοφικού στοχασμού επάνω στις επενέργειες του Θεού στην κτίσι.

Λοιπόν ο Άρειος είναι οπαδός της Αποφατικής θεολογίας και επιμένει ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του σε σημείο μάλιστα που να λέγη ότι και ο ίδιος ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού. Αλλά, εάν πούμε ότι ούτε ο Λόγος γνωρίζει την ουσία του Θεού, τότε βάσει αυτής της υποθέσεως, αφού δηλαδή ο Θεός δεν έχη κατ’ ουσίαν σχέσεις ούτε με τον Λόγο, γιατί το κατ’ ουσίαν να σημαίνη υποχρεωτικά το κατ’ ανάγκην στον Θεό; Επειδή αυτό συμβαίνει στον σπόρο, δηλαδή στη φύσι;

Εν τω μεταξύ όμως είχε εμφανισθή και η αίρεσις των Νεστοριανών. Και ενώ κατά τους Αρειανούς ο Θεός δεν μπορεί να έχη κατ’ ουσίαν σχέσι με ετερούσια ύπαρξι, με άλλη υπόστασι δηλαδή, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας έλεγε ότι ο Θεός έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με την υπόστασι του Λόγου, καθώς και με την υπόστασι του Αγίου Πνεύματος, αλλά όχι με τα κτίσματα, τα οποία είναι εκ του μηδενός. Οπότε δέχθηκε ότι εντός της Αγίας Τριάδος ο Πατήρ έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Λόγον και με το Πνεύμα το Άγιον, αλλά όχι η Αγία Τριάδα με τα κτίσματα. Γι’ αυτόν τον λόγο δέχθηκε ένα τριαδολογικό σχήμα, το οποίο είναι κατά το μάλλον ή ήττον Ορθόδοξο, αλλά έπεσε έξω ως προς την Ενσάρκωσι. Διότι δεν μπορούσε να δεχθή ότι εν Χριστώ ο Λόγος ενώθηκε καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν με την ανθρωπίνη Του φύσι. Απορρίπτει δηλαδή την κατά φύσιν ένωσι των δύο φύσεων εν Χριστώ. Διότι κράτησε την φιλοσοφική προϋπόθεσι ότι οι κατ’ ουσίαν σχέσεις του Θεού είναι κατ’ ανάγκην σχέσεις και δέχθηκε  ότι  μόνον  οι  κατ’  ενέργειαν  και  κατά  βούλησιν  σχέσεις  είναι  ελεύθερες  σχέσεις.  Αυτή  είναι  η  αίρεσις  του Νεστοριανισμού, η οποία δεν δέχεται κατά φύσιν ένωσι του Λόγου με την ανθρωπίνη Του φύσι, αλλά κατά βούλησιν και κατ’ ευδοκίαν.

Μέχρις αυτού του σημείου έχομε μία ομοιομορφία στα επιχειρήματα εναντίον των αιρετικών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και εναντίον των Αρειανών και εναντίον των Νεστοριανών αντέταξαν ότι το κατά φύσιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην, δεν σημαίνει δηλαδή εξαναγκασμό. Για ποιον λόγο όμως;

Ο σπόρος ενός δένδρου μπορεί να πη ποτέ, εφ’ όσον ποτίζεται και φροντίζεται, ότι εγώ δεν θα  μεγαλώσω; Όχι, βέβαια.

Διότι υπάρχει μέσα του, κατά τον Αριστοτέλη, η εσωτερική εντελέχεια, ώστε αυθόρμητα  ο σπόρος εξελίσσεται σε δένδρο υπό τις κατάλληλες συνθήκες, είτε το θέλει είτε όχι. Ο σπόρος λειτουργεί έτσι κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν. Δηλαδή υπάρχει μία εσωτερική ανάγκη που τον ωθεί να τελειοποιηθή γινόμενος δένδρο, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες τον ευνοήσουν.

Ο Αριστοτέλης πήρε παράδειγμα από αυτήν την διδασκαλία της κτιστής φύσεως και την απέδωσε στο άκτιστο. Την στιγμή όμως που κάποιος πάρει κατηγορήματα από την κτιστή φύσι και τα αποδώσει στην άκτιστη φύσι, πλανάται. Αυτό είναι λάθος. Έτσι στην επιχειρηματολογία αυτή εναντίον της Εκκλησίας που προέβαλαν οι ειδωλολάτρες, ότι δηλαδή ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο για να τελειοποιηθή και τον έκτισε για να τελειοποιηθή, αντιτάχθηκε η επιχειρηματολογία των αιρετικών, οι οποίοι αντιμετώπισαν μεν την παραπάνω επιχειρηματολογία των ειδωλολατρών, βασιζόμενοι όμως στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βάσει αυτής «απήλλαξαν» τον Θεό από τον εξαναγκασμό να δημιουργήση τον κόσμο, πράγμα που καθιστά τον Θεό ελεύθερο, αν θέλη να δημιουργήση, και τον διαφοροποιεί από τον σπόρο, που θέλει – δεν θέλει θα αναπτυχθή σε δένδρο, επειδή δεν μπορεί να κάνη διαφορετικά. Αυτήν όμως την επιχειρηματολογία, που προέβαλε η ομάδα του Παύλου του Σαμοσατέως και του Αρείου, οι Πατέρες την απέρριψαν. Γιατί όμως;

Κατά  τους  Αρειανούς  το  κατά  βούλησιν  σημαίνει  ελεύθερη  ενέργεια,  ενώ  το  κατ’  ουσίαν  σημαίνει  αναγκαστική ενέργεια. Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας είπε ότι εξαιρούνται από τον κανόνα αυτόν τα ομοούσια. Δηλαδή, όταν υπάρχουν ομοούσια, όπως τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε αυτά μπορούν να έχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, εφ’ όσον ο Θεός είναι το αναγκαίον ον, εκείνο δηλαδή που υπάρχει αναγκαστικά. Έτσι οι Νεστοριανοί εδέχοντο ότι στην Αγία Τριάδα ο Πατήρ κατ’ ουσίαν γεννά τον Υιόν και κατ’ ουσίαν εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο. Αλλά στην Ενσάρκωσι, έλεγαν, δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού και γι’ αυτό η Ενσάρκωσις είναι μόνο κατ’ ευδοκίαν και κατ’ ενέργειαν. Γι’ αυτό και κατεδικάσθησαν.

Ο Άρειος κατεδικάσθη, διότι επέμενε όχι στην κατ’ ουσίαν, αλλά στην κατ’ ενέργειαν σχέσι του Πατρός με τον Λόγον και το Άγιο Πνεύμα. Οι Νεστοριανοί κατεδικάσθησαν, διότι δεν εδέχθησαν την φυσική, δηλαδή την υποστατική ένωσι εν Χριστώ του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Δηλαδή οι Νεστοριανοί, ενώ έκαναν εξαίρεσι στο δόγμα της Αγία Τριάδος, διετήρησαν στην Χριστολογία αυτήν την φιλοσοφική αρχή, για να μπορέσουν να διατηρήσουν την φιλοσοφία τους για ιεραποστολικούς σκοπούς με τους ειδωλολάτρες, ως φαίνεται. Ήλθε όμως η Εκκλησία και τους είπε ότι όχι μόνο στην Αγία Τριάδα, αλλά ούτε στην Χριστολογία μπορεί να σταθή αυτή η επιχειρηματολογία, ότι δηλαδή το κατ’ ουσίαν δεν εφαρμόζεται και ότι σημαίνει το κατ’ ανάγκην.

Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να κρίνη και να απορρίψη τον ισχυρισμό των αιρετικών ότι το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό και ότι το κατά βούλησιν και το κατ’ ενέργειαν σημαίνουν ελευθερία;

Αυτή  η  επιχειρηματολογία  καλύπτει  μία  περίοδο  μέχρι  την  Ε΄  Οικουμενική  Σύνοδο  και  ξαναεμφανίζεται  στην Σχολαστική Θεολογία, η οποία ακολούθησε την Θεολογία του Αυγουστίνου. Και αυτός ο προβληματισμός βλέπομε να διατηρήται στις Οικουμενικές Συνόδους, στον φιλοσοφικό χώρο, ως και στην Δυτική ιστορία της φιλοσοφίας, μέχρι των ημερών μας. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν δέχονται την Χριστιανική διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου, διότι δεν μπορούν να φαντασθούν ότι ο Θεός δεν έχει κάποια ανάγκη να δημιουργήση τον κόσμο. Οπότε το θέμα την ελευθερίας είναι μεγάλη υπόθεσι.

Οι Πατέρες μιλάνε για τα Ορθόδοξα δόγματα σε πάρα πολύ απλή γλώσσα. Γίνονται όμως δύσκολοι, όταν αρχίζουν να ασχολούνται με τις αιρέσεις. Πώς λοιπόν οι Πατέρες αντιμετώπισαν τους Αρειανούς  και τους Νεστοριανούς επάνω στο θέμα αυτό; Ποια ήταν η απάντησις του Μεγάλου Αθανασίου Αλεξανδρείας, καθώς και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας εναντίον του Θεοδώρητου Κύρου και του Νεστορίου επάνω στα θέματα αυτά; Συμβαίνει η ίδια απάντησις να δίδεται σε όλους τους αιρετικούς. Η ίδια απάντησις δίδεται και στην Α΄ και στην Β΄ και στην Γ΄ και στην Δ΄ και στην Ε΄ Οικουμενικές Συνόδους εναντίον των αιρετικών.

Και η απάντησις αυτή  είναι η εξής:

Τα κατηγορήματα, όπως ανάγκη και ελευθερία, που είναι παρμένα από τον κτιστό κόσμο, δεν έχουν καμμία σχέσι με τον Θεό. Δηλαδή, εφ’ όσον δεν υπάρχει ομοιότης  μεταξύ Θεού και κτισμάτων, δεν υπάρχει και το φιλοσοφικό πρόβλημα που θέτει ο Αριστοτέλης περί δυνάμει και ενεργεία καταστάσεων στον Θεό. Τα Αριστοτελικά φιλοσοφικά κατηγορήματα είναι παρμένα από την φύσι. Στην φύσι δεδομένων των καταλλήλων συνθηκών εκείνο που είναι δυνάμει γίνεται ενεργεία. Γιατί; Διότι είναι η φύσις του τέτοια. Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας εξαναγκασμός μέσα στην φύσι του να εξελιχθή στην τελική του μορφή. Οπότε, αφού δεν υπάρχη ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, συμβαίνει και στην Αγία Γραφή και στην Θεολογία, που προσπαθούν  να  περιγράψουν  τις  εμπειρίες  αποκαλύψεως  του  ακτίστου,  να  γίνεται  μία  προσπάθεια  να  περιγραφούν  τα απερίγραπτα. Αυτό όμως κυριολεκτικά δεν μπορεί να γίνη.

Ο Θεός είναι απερίγραπτος, οπότε δεν μπορούμε να πάρωμε το φιλοσοφικό πρότυπο περί εντελεχείας του Αριστοτέλους, που βασίζεται σε παρατηρήσεις από την κτιστή φύσι ούτε να αναφέρωμε κανόνες από την φιλοσοφία του Αριστοτέλους, που είναι παρμένοι από τα ορατά και τα κτιστά ή και από τα δικά του μεταφυσικά (μετά τα φυσικά), μερικά από τα οποία είναι επίσης ορατά και να τους εφαρμόσωμε στον Θεό, σε Κάποιον δηλαδή που δεν μοιάζει με τα κτίσματα.

Π.χ. λέμε ότι εκείνος ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο οποίος άλλα κάνει κατά φύσιν (για τα οποία δηλαδή δεν μπορεί να κάνη αλλιώς, τουτέστιν να μη τα κάνη) και άλλα κατά βούλησιν, τα οποία αν θέλη τα κάνει. Στην ζωή του ανθρώπου φαίνεται σαφώς η διάκρισις αυτή μεταξύ του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Π.χ., εάν ο άνθρωπος θέλη να κάνη παιδιά, εδώ συνήθως έχωμε κάποιο συνδυασμό του κατά φύσιν και του κατά βούλησιν. Δεν μπορεί να κάνη παιδιά μόνο κατά βούλησιν, δηλαδή μόνο με το μυαλό του. Η απόφασις του να κάνη παιδιά δεν δημιουργεί αυτόματα παιδιά. Αλλά πρέπει να υπάρξη συνδυασμός βουλήσεως και πράξεως. Εδώ ο άνθρωπος δεν ενεργεί μόνο κατά φύσιν, αλλά ενεργεί συλλογιστικά, βάσει της γνώσεως και αναλύσεως των προϋποθέσεων και αναγκών και επιθυμιών που έχει και κάνει μία επιλογή. Μόνο στον κτιστό λογικό κόσμο υπάρχει το χαρακτηριστικό να κάνη κανείς κάτι κατά φύσιν και κάτι άλλο κατά βούλησιν. Στον Θεό όμως δεν μπορούν να αποδοθούν αυτά τα κατηγορήματα. Αυτή είναι η απάντησις.

Οπότε η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, που βασίζεται στα Αριστοτελικά φιλοσοφικά κατηγορήματα, δεν έχει έννοια προκειμένου περί του Θεού. Δεν μπορεί να εφαρμοσθή στον Θεό. Η διάκρισις ουσίας και ενεργείας, που κάνουν οι Πατέρες, προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως.

Η βασική ουσιαστική αίρεσις όλων αυτών των αιρετικών ρευμάτων και φιλοσοφικών τάσεων είναι η απόρριψις της Αποφατικής Θεολογίας. Δηλαδή του ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Οπότε δεν μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεό κατηγορήματα παρμένα από την Αριστοτελική ή την αντι-Αριστοτελική φιλοσοφία. Με τον όρο αντί- Αριστοτελική φιλοσοφία εδώ εννοούμε εκείνην την φιλοσοφία που γίνεται μεν με βάσι την διάκρισι μεταξύ της ουσία και της ενεργείας του Θεού που προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως, αλλά η οποία μετατρέπεται σε φιλοσοφία, δηλαδή φιλοσοφοποιείται από τους αιρετικούς. Σ’ αυτούς, η Πατερική διάκρισις από εμπειρική γίνεται οντολογική διάκρισις.

Η Πατερική όμως διάκρισις δεν έχει καμμία σχέσι με την οντολογία. Αυτό κανείς θα το καταλάβη, αν διαβάση Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι, όταν κανείς φθάση στην θέωσι, τότε καταλαβαίνει ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Θεός είναι! Δηλαδή όλα τα ονόματα και νοήματα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος καθ’ οδόν προς την θέωσι, όλα αυτά καταργούνται στην θέωσι, διότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με κανένα από τα ονόματα ή νοήματα που Του αποδίδει ο άνθρωπος. Αυτή η γνώσις προέρχεται από την εμπειρία του δοξασμού και της θεώσεως. Αυτό το περιγράφει ο απόστολος Παύλος πολύ καθαρά. Λέγει: «Γλώσσαι παύσονται, προφητείαι καταργηθήσονται και γνώσεις καταργηθήσονται» 132 . Αυτό λέγει και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

Βάσει λοιπόν της Αποφατικής Θεολογίας οι Πατέρες ανέτρεψαν και τον Αρειανισμό και τον Νεστοριανισμό. Και τον Αρειανισμό, το τονίζω, που φαίνεται ότι είναι αποφατικός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Διότι, όταν λέγη ο Άρειος, ότι, ούτε ο Λόγος ξέρει την ουσία του Θεού, αυτό τι σημαίνει; Καλά, ο Λόγος δεν ξέρει την ουσία του Θεού. Ο Άρειος, όμως, από πού ξέρει ότι το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στο Θεό; Δηλαδή, ο ίδιος ο Άρειος προδίδει τον εαυτό του, διότι από πού έμαθε ο Άρειος ότι η ουσία του Θεού είναι το αναγκαίον ον;

Στην Σχολαστική Θεολογία είναι που μιλάνε για αναγκαίον ον το οποίον, κατ’ αυτούς, είναι ο Θεός. Στην Πατερική Θεολογία όμως αυτός ο τρόπος σκέψεως δεν υπάρχει, διότι, εφ’ όσον δεν γνωρίζωμε την ουσία του Θεού, άρα δεν μπορούμε να αποδώσωμε στον Θεό ούτε το κατηγόρημα αναγκαίον ον.

Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι, εάν τα κτιστά είναι όντα, τότε ο Θεός είναι μη ον. Και, εάν ο Θεός είναι ον (ο ων), τότε τα κτιστά είναι μη όντα. Που σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αυτό το δόγμα είναι το ποιο βασικό δόγμα τη Ορθοδόξου Θεολογίας και είναι απόρροια της εμπειρίας της θεώσεως και όχι του φιλοσοφικού στοχασμού. Η Αποφατική Θεολογία δεν είναι φιλοσοφία, αλλά είναι ταυτόσημη με την εμπειρία της θεώσεως και τίποτε άλλο.

Η επιχειρηματολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, βάσει της οποίας επεχείρησαν να αποδείξουν ότι ο Λόγος γνωρίζει την ουσία του Πατρός και  έχει όλην  την ενέργεια του Πατρός, εβασίζετο σε ωρισμένους γενικούς κανόνες, τους οποίους ακολούθησαν και οι Αρειανοί και οι Ορθόδοξοι.

Και οι δύο συμφωνούσαν πρώτα – πρώτα στο ότι η ουσία του Θεού διακρίνεται από την ενέργεια του Θεού. Και οι δύο τους κληρονόμησαν από την Παράδοσι την διάκρισι  μεταξύ ουσίας και ενεργείας, ότι δηλαδή η ουσία του Θεού είναι αμέτοχος στα κτίσματα, μετέχεται όμως η ενέργεια του Θεού από ωρισμένα κτίσματα. Όχι όμως σε όλες τις μορφές της - διότι η μία ενέργεια του Θεού διακρίνεται σε πολλές επιμέρους ενέργειες -, αλλά σε όσες ο Θεός επιτρέπει στα κτίσματα να μετέχουν. Π.χ. όλα τα κτίσματα μετέχουν στην δημιουργική ενέργεια του Θεού και στην προνοητική ενέργεια του Θεού (Θεία Πρόνοια). Μόνο όμως ωρισμένα από τα κτίσματα μετέχουν εκτός των ανωτέρω και στην γνωστική ενέργεια του Θεού ή στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Θεωτική ενέργεια είναι η ενέργεια μέσω της οποίας ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό.

Στην Πατερική παράδοσι υπάρχουν δύο θεώσεις. Η μία θέωσις είναι ουσιώδης, είναι δηλαδή της ουσίας του Θεού. Υπάρχει κατοχή της ουσίας του Θεού. Σ’ αυτήν μετέχουν μόνο ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, διότι η ουσία της Αγίας Τριάδος είναι γνωστή μόνο στην Αγία Τριάδα.

Το μόνο κτίσμα όμως, που έχει μέθεξι σ’ αυτήν την θέωσι, είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού. Οπότε ο Χριστός ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος έχει ως θέωσι την ουσία του Θεού. Δηλαδή η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού δεν μετέχει απλώς μόνο στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, αλλά μετέχει και στην ουσία του Θεού. Γι’ αυτό η εν Χριστώ ένωσις των δύο φύσεων, Θείας και ανθρωπίνης είναι και κατ’ ουσίαν και καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν ένωσις. Αυτήν την ορολογία την βρίσκει κανείς στους Πατέρες της Εκκλησίας.

Οπότε ο Χριστός γνωρίζει την ουσία της Αγίας Τριάδος και ο Χριστός είναι η πηγή της δόξης του Θεού, δηλαδή η πηγή των ακτίστων ενεργειών του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, εφ’ όσον υπάρχη υποστατική ένωσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Διότι κάθε πρόσωπο  της Αγίας Τριάδος είναι και φυσική πηγή των ακτίστων ενεργειών, επειδή και τα τρία Πρόσωπα έχουν την άκτιστη ουσία του Πατρός.

Βέβαια ο Λόγος και το Πνεύμα έχουν την ουσία εκ του Πατρός. Μαζί δε με την ουσία έχουν και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας και την ουσιώδη δύναμη της ουσίας από τον Πατέρα. Και δεν μετέχουν κατά χάριν στην ουσία του Πατρός, αλλά κατέχουν την ουσία του Πατρός. Διότι ο Πατήρ τους έδωσε ό,τι έχει ο ίδιος. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ έδωσε και στον Λόγο και στο Πνεύμα το  Άγιο.

Οπότε ο Πατήρ είναι υπόστασις και έχει τον τρόπο της υπάρξεώς Του, που είναι το αγέννητον. Αλλά έχει και την ουσία Του, καθώς και την ουσιώδη ενέργεια της ουσίας. Στον Λόγο, ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως του Λόγου ως υποστάσεως, αλλά δεν είναι η αιτία της υπάρξεως της ουσίας του Λόγου ή της ενεργείας του Λόγου. Διότι ο Πατήρ έδωσε στον Λόγο την ιδική Του ουσία και την ουσιώδη ενέργεια. Οπότε ο Λόγος κατά φύσιν έχει την ουσία και την ενέργεια του Πατρός. Δηλαδή υπάρχει ταυτότης ουσίας και ενεργείας στον Πατέρα και στον Λόγο. Αλλά ο Λόγος έχει και την ύπαρξί Του από τον Πατέρα. Την ύπαρξι δηλαδή της υποστάσεώς Του. Όμως κατά διαφορετικό τρόπον από εκείνον που έχει την ουσία και την ενέργεια. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται. Γι’ αυτόν τον λόγο από τους Πατέρες διακρίνεται ο τρόπος υπάρξεως της υποστάσεως του Λόγου, καθώς και του Αγίου Πνεύματος από την κοινωνία της ουσίας και ενεργείας. Η υπόστασις του Λόγου γεννάται, ενώ η υπόστασις του Αγίου Πνεύματος εκπορεύεται εκ του Πατρός.

Οπότε στα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχει κοινωνία ουσίας και ενεργείας, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία υποστάσεως. Γι’ αυτό οι Πατέρες λένε ότι υπάρχει κοινωνία της ουσίας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν υπάρχει κοινωνία Προσώπων. Τα Πρόσωπα, δηλαδή οι υποστάσεις, είναι ακοινώνητα. Αυτό χρήζει ιδιαιτέρας προσοχής, διότι υπάρχουν συγγράμματα που κυκλοφορούν και τα οποία ομιλούν για κοινωνία των Προσώπων της Αγίας Τριάδος ή για κοινωνία των υποστάσεων. Και γίνεται κάποια προσπάθεια να οικοδομηθή βάσει αυτής της ορολογίας μία Κοινωνιολογία της Χριστιανικής πίστεως. Η Αγία Τριάδα φυσικά δεν έχει καμμία σχέσι με την ανθρώπινη Κοινωνιολογία. Εάν δημιουργήσωμε μία Κοινωνιολογία που να έχη σχέσι με τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, θα πρέπει τότε να πούμε ότι οι Πατέρες διδάσκουν αντι-Κοινωνιολογία, δηλαδή αντικοινωνικότητα των Προσώπων, εφ’ όσον λένε σαφώς ότι τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος είναι ακοινώνητα.

Αυτές τις διακρίσεις ο Άρειος δεν τις δέχθηκε, διότι, για τον Άρειο υπάρχει κοινωνία στην ενέργεια, μερική όμως. Διότι αυτή η κοινωνία δεν είναι απλώς μία κοινωνία, αλλά είναι μία μέθεξις. Δηλαδή μετέχει ο Υιός στην Θεότητα του Πατρός, όσο ο Πατήρ μπορεί να μετέχη στον Υιό. Όπως δηλαδή ένας άνθρωπος, που,  όταν θεούται, μπορεί να μετέχη της Θεότητος του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά δεν γίνεται ο άνθρωπος πηγή της ουσίας του Θεού. Μπορεί ο άνθρωπος, ο θεούμενος να γίνη πηγή της Θείας Χάριτος, όπως και γίνεται, όχι όμως πηγή κατ’ ουσίαν. Γίνεται πηγή μόνο κατά χάριν, κατ’ ενέργειαν, κατ’ ευδοκίαν. Αλλά ποτέ κατ’ ουσίαν. Οπότε δεν είναι το ίδιο πράγμα οι Άγιοι, που φθάνουν στην θέωσι, με τον Χριστό. Διότι η θέωσις των Αγίων είναι η ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως του Χριστού είναι η ουσία του Θεού. Αυτό το πράγμα όμως οι αιρετικοί δεν το κατάλαβαν.

Μέσα από την Αρειανική έριδα βγήκαν ωρισμένα καλούπια του χαρακτήρος της ορολογίας που εχρησιμοποίησαν οι τότε Πατέρες, τα οποία και χρησιμοποιούνται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Πριν από αυτήν υπάρχει μία ασάφεια στην ορολογία των Πατέρων επάνω στα θέματα αυτά. Μετά όμως την   Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υπάρχει κάποια διασάφησις, όχι όμως πλήρης. Η τελική διασάφησις στην ορολογία έγινε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, όταν εισήχθη πλέον η διάκρισις μεταξύ ουσίας και υποστάσεως. Πριν από αυτήν οι μόνοι που υπεστήριζαν σαφώς την διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της υποστάσεως ήταν οι Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης κλπ.), ενώ στους υπολοίπους Πατέρες υπήρχε ασάφεια επάνω στο θέμα αυτό.

Γι’ αυτόν τον λόγο το ομοούσιο δεν ήταν αρεστό σε πολλούς «συντηρητικούς» Ορθοδόξους Πατέρες, οι οποίοι αντετάχθησαν στο ομοούσιο, διότι το θεωρούσαν επικίνδυνο, μήπως και εκληφθή με την σημασία του ταυτούσιον (που θα σήμαινε ότι ο Πατήρ ταυτίζεται με τον Υιόν). Διότι, όταν καταδικάσθηκε ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, την εποχή εκείνη το ομοούσιος σήμαινε ταυτούσιος. Με την διαφοροποίησι όμως, που έγινε μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, ο κίνδυνος το ομοούσιος να σημαίνη ταυτούσιος εξέλιπε και έκτοτε χρησιμοποιείται το ομοούσιος με την έννοια ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον έχουν ταυτότητα ουσίας. Δηλαδή έχουν την ίδια ουσία, αλλά όχι ταυτότητα υποστάσεως. Υπάρχει ταυτότης  ουσίας και ενεργείας, αλλά όχι υποστάσεως. Διότι ο Πατήρ είναι υπόστασις, ο Υιός είναι υπόστασις, το Πνεύμα το Άγιον είναι υπόστασις. Τα τρία Πρόσωπα έχουν κοινή ουσία και ουσιώδη ενέργεια. Οπότε το ομοούσιος δεν αναφέρεται στην υπόστασι, αλλά στο ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον έχουν κοινή ουσία. Έτσι, εφ’ όσον διασαφηνίσθηκε το θέμα αυτό κατ’ αυτόν τον τρόπον, το ομοούσιος έγινε αποδεκτό  από  τους  συντηρητικούς  Πατέρες  της  Εκκλησίας,  επειδή  εδέχθησαν  την  διάκρισι  μεταξύ  της  ουσίας  και  της υποστάσεως.

Έτσι με όλα αυτά τα επιχειρήματα των Πατέρων φαίνεται ότι οι Αρειανοί κατατροπώθηκαν αρκετά. Μετά όμως εμφανίσθηκε μία ομάδα Αρειανών, οι οποίοι ξεχώρισαν την γραμμή τους από τους Αρειανούς. Αυτοί χρησιμοποίησαν μάλλον Αριστοτελικά  επιχειρήματα  εναντίον  της  διδασκαλίας  της  Εκκλησίας.  Αυτοί  ήταν  ο  Αέτιος  και  ο  Ευνόμιος.  Εναντίον  τού Ευνομίου έχει γράψει και ο Μέγας Βασίλειος, κυρίως όμως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο οποίος έγραψε το καλύτερο έργο εναντίον του Ευνομίου. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στα συγγράμματά του επιτίθεται εναντίον του.

Ο Ευνόμιος ξεχώρισε την θέσι του από τις θέσεις των Αρειανών σε ωρισμένα κρίσιμα σημεία. Σε διάκρισι από την διδασκαλία του Αρείου ο Ευνόμιος, ο οποίος ήταν επίσκοπος της Εκκλησίας, ταύτισε την άκτιστη ουσία του Θεού με την άκτιστη ενέργεια του Θεού και ξεχώρισε τις κτιστές ενέργειας του Θεού από την άκτιστη ουσία του Θεού. Ενώ δηλαδή στον Άρειο έχουμε άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια που διακρίνονται μεταξύ τους, στον Ευνόμιο έχομε άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια που ταυτίζονται μεταξύ τους, αλλά διακρίνονται από τις κτιστές ενέργειες. Και τέτοιες είναι πολλές.

Ο Ευνόμιος ισχυρίζεται ότι κάθε ενέργεια πρέπει να είναι σύμμετρος με το αποτέλεσμα. Δηλαδή ο Θεός έχει όλη τη δύναμι, όμως δεν χρησιμοποιεί όλη τη δύναμι που έχει, αλλά δημιουργεί ενέργειες, οι οποίες είναι κατώτερες από την  δύναμι του Θεού και οι οποίες είναι σύμμετρες με τα αποτελέσματά τους. Οπότε η ενέργεια που έφερε τον Λόγο στην ύπαρξι είναι η ανωτέρα ενέργεια, από τις κτιστές του Θεού, που υπάρχει. Έτσι όλα τα κτίσματα μπαίνουν σε κάποια τάξι, κατεβαίνοντας προς ποιοτικά κατώτερες ενέργειες. Κατά τον Ευνόμιο πάντα, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα δεν είναι είδη, όλα όμως τα κτίσματα είναι είδη και το καθένα έχει την ενέργειά του.

Ο Γρηγόριος Νύσσης κατηγορεί τον Ευνόμιο ότι, αντί να έχωμε Αγία Τριάδα, έχομε Αγία Πεντάδα(!), διότι παρεμβάλλει τις κτιστές ενέργειες, του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι όμως ο πραγματικός Πατέρας του Λόγου δεν είναι η Πρώτη Ουσία, αλλά είναι μία κτιστή ενέργεια. Το Άγιο Πνεύμα επίσης δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τον Υιό, αλλά είναι έργο μιας κτιστής ενεργείας του Υιού. Έτσι πρώτα έχομε τον Θεό, μετά την ενέργεια «Πατήρ», μετά τον Λόγο, μετά την ενέργεια «Υιός», μετά το Άγιο Πνεύμα και τέλος όλες τις άλλες ενέργειες των ειδών! Με άλλα λόγια ο Ευνόμιος πήρε τα σχετικά χωρία των Πατέρων και τα διέστρεψε. Είπε ότι ο Θεός, του οποίου κατά τους Πατέρες η ουσιώδης ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς», είναι μία ουσία που έχει πολλές κτιστές ενέργειες.

Εξ επόψεως Αριστοτελικής φιλοσοφίας, εφ’ όσον ο Ευνόμιος ταυτίζη την άκτιστη ουσία με την άκτιστη ενέργεια, αυτό σημαίνει ότι ο Θεός ουσιαστικά δεν έχει απ’ ευθείας σχέσεις με τον κόσμο, αλλά ότι οι σχέσεις του Θεού με τον κόσμο αναπτύσσονται μέσω κτιστών ενεργειών. Οπότε δημιουργείται τώρα μία καινούργια κατάστασις, λέγει ο Ευνόμιος. Ότι δεν είναι σωστό εκείνο που υποστηρίζουν  ο Άρειος και οι Αρειανοί, ότι δηλαδή η ουσία του Θεού δεν είναι γνωστή. Ο Ευνόμιος υποστηρίζει ότι η ουσία του Θεού είναι γνωστή και μάλιστα ότι μπορεί να είναι και καταληπτή!

Ο Ευνόμιος υποστηρίζει ο ίδιος ότι η ουσία του Θεού είναι γνωστή από τον Λόγο. Οι δε Πατέρες είναι εκείνοι που του προσθέτουν ότι είπε επίσης ότι είναι καταληπτή από τον Λόγο. Ότι είπε μάλιστα ότι η ουσία του Θεού είναι καταληπτή, όχι μόνο από τον Λόγο, αλλά και από τους ανθρώπους. Και τούτο, επειδή κατά τον Ευνόμιο ο ίδιος ο Θεός απεκάλυψε τα ονόματα της ουσίας Του. Το δε κυρίως όνομα της ουσίας Του είναι το αγέννητος. Αλλά και τα άναρχος και ατελεύτητος λέγει ότι είναι επίσης τα ονόματα της ουσίας του Θεού και ότι όλα αυτά τα ονόματα έχουν αποκαλυφθή στους ανθρώπους από τον ίδιο τον Θεό.

Μετά από αυτά τον «παραλαμβάνει» ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης και του λέγει: Που το βρήκες  το «αγέννητος»; Διότι το όνομα αυτό δεν υπάρχει πουθενά στην Αγία Γραφή! Αλλά και το όνομα «Πατήρ» κατά τον Ευνόμιο είναι ένα όνομα της ενεργείας του Θεού και όχι της ουσίας του Θεού. Ο Ευνόμιος όμως κατηγορείται από τους Πατέρες ότι ταυτίζει επίσημα το όνομα Πατήρ με την ουσία του Θεού. Ο ίδιος όμως λέγει ότι το ταυτίζει με την ενέργεια του Θεού. Τι ακριβώς συμβαίνει, δεν είναι ακόμη γνωστό.

Κατά τον Ευνόμιο λοιπόν ο Θεός έχει πολλές ενέργειες. Τον Λόγο δεν τον κτίζει με την άκτιστη ενέργειά Του δηλαδή κατ’ ουσίαν, διότι δεν παραδέχεται ο Ευνόμιος κατ’ ουσίαν σχέσεις του Πατρός με τον Λόγον. Τι κάνει όμως; Παρεμβάλλει μεταξύ της ακτίστου ουσίας του Θεού και της φύσεως του Λόγου μία κτιστή ενέργεια. Οπότε μετά από την ουσία του Θεού υπάρχει μία κτιστή ενέργεια, η οποία ακολουθεί την άκτιστη ουσία του Πατρός και μέσω αυτής της κτιστής ενεργείας ο Θεός κτίζει τον Λόγο. Μετά παρεμβάλλει και άλλη κτιστή ενέργεια, η οποία κτίζει το Άγιο Πνεύμα. Αυτές οι ενέργειες είναι απλές ενέργειες. Μία δηλαδή ενέργεια για τον Λόγο και μία για το Άγιο Πνεύμα. Αυτή είναι η αιτία που κατά τον Ευνόμιο υπάρχει ένας Λόγος και ένα Πνεύμα Άγιο.

Όσον όμως αφορά στα κτίσματα, υπάρχουν κατά τον Ευνόμιο πολλές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Για ποιον λόγο; Διότι υπάρχει μία κτιστή ενέργεια για κάθε είδος. Αλλιώς δεν θα υπήρχαν πολλά είδη. Όπως υπάρχει μία ενέργεια που έφερε τον Λόγο στην ύπαρξι, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει ένα Πνεύμα Άγιο, διότι μία ενέργεια το έφερε στην ύπαρξι και υπάρχουν πολλές ενέργειες του Αγίου Πνεύματος  αυτού για τον κόσμο. Επειδή, αν υπήρχε μόνο μία ενέργεια του Αγίου Πνεύματος για τον κόσμο, θα υπήρχε στον κόσμο μόνο ένα είδος.

Εδώ βλέπομε το κατάντημα της Πατερικής διδασκαλίας περί της μιας απλής ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, η οποία «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς», όταν αυτή η διδασκαλία παραλαμβάνεται και διαστρέφεται από την φιλοσοφία.

Είναι φύσει αδύνατο να ασχοληθή κανείς με τον Ευνόμιο, αν δεν ξέρη καλά τον Γρηγόριο Νύσσης, διότι στην διαμάχη μεταξύ του Ευνομίου και του Μεγάλου Βασιλείου μερικές πτυχές δεν είχαν διασαφηνισθή. Μόνο στο δεύτερο έργο του Μεγάλου Βασιλείου αποσαφηνίζονται τα πράγματα. Αυτό όμως έχει χαθή· η ουσία του όμως βρίσκεται μέσα στην απάντησι του αγίου Γρηγορίου Νύσσης προς τον Ευνόμιο.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ˛ ΘΕΩ˛ ΔΟΞΑ

 

Σημειώσεις:


131. Δηλαδή για τον Άρειο ο Χριστός δεν είναι ο Θεάνθρωπος, αλλά ένας υπεράνθρωπος.

132. Παραλλαγή του Α’ Κορ. 13, 8.

 


Μέρος 2ο: Κεφάλαιο 66ο // Περιεχόμενα


Δημιουργία αρχείου: 21-11-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 21-11-2013.

Πάνω