Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Αγία Γραφή

Κεφάλαιο 1ο // Περιεχόμενα // Κεφάλαιο 3ο

Ερμηνεία τού β' Ψαλμού

Χριστολογική ερμηνεία από το Μασοριτικό κείμενο

Μίρκο Τομάσοβιτς Δρ. Θεολογίας

 

 

Στίχ. 2: «Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού»

Στον 2ο στίχο ο ψαλμωδός παρέχει αφ’ ενός μεν πληροφορίες περί εκείνων οι οποίοι εξεγείρονται εναντίον του Κυρίου και του «Χριστού» Του· αφ’ ετέρου δε παρέχει στοιχεία περί εκείνου εναντίον του οποίου εναντιώνονται. Ο προφήτης συνεχίζοντας την έκθεση εισέρχεται από το γενικό στο συγκεκριμένο. Εκείνοι για τους οποίους γίνεται υπενθύμιση στον 1ο στίχο, παρουσιάζονται ως οδηγοί λαών και φυλών, οι βασιλείς, και καθοδηγητές των λαών· εκείνοι οι οποίοι αντιτίθενται στην κυριαρχία του Γιαχβέ και του «Χριστού» Του.

«Παρέστησαν οι βασιλείς της γης, και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του κυρίου και κατά του Χριστού αυτού». Την έκφραση Melkē ērez — από του Melek (= βασιλιάς) και ērez (= γη) οι Ο΄ μεταφράζουν: «βασιλείς της γης». Έχοντας υπ’ όψιν τη μαρτυρία του Πράξεις 4,27 ο ψαλμωδός στο σημείο αυτό υπονοεί τον Ηρώδη και τον Πόντιο Πιλάτο. Η λέξη rozenĩm από το roezen ή razõn σημαίνει: βασιλιάς, πρίγκιπας, καθοδηγητής, οι δε Ο΄ την αποδίδουν με τη λέξη «άρχων». Rozenĩm στην πραγματικότητα είναι οι άρχοντες, οι βασιλείς, αλλά κατ' επέκταση και οι Πρεσβύτεροι του λαού, οι αξιωματούχοι, οι ισχυροί και γενικά όσοι είχαν εξουσία. Στον Ιουδαϊκό λαό αυτοί ήταν οι Πρεσβύτεροι, οι κατέχοντες θέση στο Συνέδριο, όπως ο Άννας και ο Καϊάφας κατά την εποχή του Χριστού.

Ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας κάτω από την έκφραση verozenĩm (= άρχοντες), θεωρεί τους «γραμματείς και Φαρισαίους και νομικούς».4 στον Ευαγγελιστή Ματθαίο (2ο κεφ.) διαβάζουμε ότι ο βασιλιάς Ηρώδης πρώτος ξεσηκώθηκε και τον ακολούθησαν άλλοι άρχοντες και πλήθος λαού.

Το ρήμα jitjassevū χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην Ιθπααίλ και στην Π. Διαθήκη εκφράζει θριαμβευτική ενέργεια (Βλέπε Ψαλ. 44,10), ενώ παράλληλα δηλώνει τον σκοπό της εναντιώσεως (Βλέπε Αριθμοί 22,22).5 Ο όρος jazsāv σημαίνει: «τοποθετώ», και στον τύπο οφάλ «τοποθετούμαι», ενώ με την πρόθεση al (εναντίον) έχει την έννοια: προελαύνω, διαπερνώ, εγείρομαι, στρέφομαι εναντίον κάποιου. Ο Σύμμαχος μεταφράζει: «συνίστανται», ενώ οι Ο΄ «παρέστησαν», έχοντας υπ’ όψιν την πρωταρχική σημασία του ρήματος αυτού και μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πρόθεση al σωστά μετέφρασαν ως: «κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού»,6 δηλαδή «κατά» μαζί με γενική. Σύμφωνα με μερικούς ερμηνευτές η συνάθροιση και τοποθέτηση δεν πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθεί ως πρόκληση για πόλεμο, αλλά μόνο ως συνάθροιση που έχει ως σκοπό τη συνεννόηση και παραίνεση για τον τρόπο απελευθέρωσής τους.7 Σύμφωνα με άλλους επίσης,8 το ρήμα εμπεριέχει κάτι, το οποίο εμφανώς προκαλεί. Δηλαδή στο ρήμα jitjassevū δείχνεται με τρόπο φανερό η εναντίωση. Αυτό σημαίνει sese constituerunt — συσκέφθηκαν και αποφάσισαν να εγερθούν εναντίον του Χριστού. Στο ρήμα jitjassevū αντιστοιχεί η έκφραση nosedū jahād — συνωμοτώ, δηλαδή αντί του «συνωμοτούν» οι Ο΄ μετέφρασαν «συνήχθησαν επί το αυτό», και ο Σύμμαχος το απέδωσε με το «ύπαρχοι συσκέπτονται ομοθυμαδόν».

Η Εβραϊκή λέξη nosedū από τη ρίζα jasād στη Νιφάλ σημαίνει: κατευθύνω τη συζήτηση, διαπραγματεύομαι μυστικά, συνωμοτώ.9 Το nosedū σχηματίσθηκε από το Sõd (= μυστήριο) και το jasād (= συνάγομαι, συνδέομαι, ιδρύω, θεμελιώνω, εγκαθιστώ, εγκαθίσταμαι). Με αυτό τον τρόπο και στην Αραβική από τη ρίζα sõd προήλθε η λέξη sawādā (= συνωμοτώ), ενώ στη Συριακή sewādā ή suwādā (= συσκέπτομαι, συνομιλώ εμπιστευτικά), και στη νότια Αραβική mšwd (= σύσκεψη)10 Η ίδια ρίζα λέξεως υπάρχει και στη Λατινική: sed-sedere, στη Σερβική: sed-sedeti και saditi, αλλά και στις υπόλοιπες Σλαβικές γλώσσες η ρίζα είναι η ίδια: sad. Υπάρχει περίπτωση η ρίζα να είναι jsd, οπότε το nosedū jāhad να σημαίνει: κάθισαν ή συνάχθηκαν για σύσκεψη, συνωμότησαν εναντίον του Κυρίου, άρχισαν από κοινού να συσκέπτονται.11 Η έκφραση nosedū jāhad έχει την ίδια σημασία και στο Ψαλ. 30,14. Οι Ο΄ μετέφρασαν «συνήχθησαν επί το αυτό», επειδή η έννοια παρέμεινε αμετάβλητη. Οι λαοί και οι φυλές μαζί με τους άρχοντες και τους βασιλιάδες τους, εξεγέρθηκαν και επαναστάτησαν για την απόκτηση απόλυτης ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Αλλά έως το τέλος των αιώνων (Αποκ. 20,9) παρατείνεται ο πόλεμος εναντίον του Θεού και του «Χριστού» Του.

Αν και δεν δηλώνεται η αιτία της εξεγέρσεώς τους, μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι δεν επιθυμούν να αποδεχθούν αυτή τη σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα. Απορρίπτουν τον Θεό ως Πατέρα και τη Βασιλεία, την οποία ο Υιός και «Χριστός» του Θεού εγκαθιδρύει και στην οποία δεν θα υπάρχει «ούτε Έλληνας, ούτε βάρβαρος, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος… » (Γαλ. 3, 28). Στασίασαν λοιπόν εναντίον του Θεού Πατρός αρνούμενοι τον Υιο: «ο μη τιμών τον Υιόν ου τιμά τον Πατέρα τον πέμψαντα αυτόν» (Ιωάννης 5,23). Ο Ίδιος ο Χριστός λέει: «ο ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λκ. 10,16). Ο άγιος Αθανάσιος σωστά συμπεραίνει: «ει γαρ ο Πατήρ εν τω Υιώ και ο Υιός εν τω Πατρί, πως ου και μία η εις αυτούς ύβρις γενοιτ' αν;» («εάν λοιπόν ο Πατέρας είναι στον Γιο και ο Γιος στον Πατέρα, πώς δεν μπορεί να είναι κοινή και η ύβρις προς αυτούς;»).12

Η εβραϊκή λέξη mašiah είναι ρηματικό ουσιαστικό παθητικής σημασίας. Oι Ο΄ τη μεταφράζουν μέσω της λέξεως «Χριστός» η οποία αποτελεί την ακριβή σημασία της. Ο όρος Μεσσίας-Χρισμένος δηλώνει το υποκείμενο της χρήσεως και εφαρμόζεται σε υπαρκτό πρόσωπο.13 Έτσι οι Ο΄ μετέφρασαν τον όρο αυτό με άρθρο, δηλαδή: «του Χριστού», για να εννοείται συγκεκριμένο Ιστορικό πρόσωπο, επειδή κατά κυριολεξία ο Mešiah Jehova αναμφίβολα ονομάσθηκε «βασιλιάς της γης». Με την έννοια αυτή το αντιλαμβάνεται και η Vulgata και μεταφράζει: adversus Christum, ενώ ο Ακύλας μεταφράζει: και «κατά του ηλειμμένου (αυτού)». Ο Ιησούς Χριστός είναι ο κατ' εξοχήν «Χριστός», ο αναμενόμενος Μεσσίας. «Συ ει ο Χριστός» (Μάρκος 8,29), λέει ο απ. Πέτρος.

Ο τίτλος «Χριστός» έχει εσχατολογική σημασία,14 και ανήκει στον απολυτρωτή του ανθρώπινου γένους ως βασιλιά, προφήτη των εσχάτων χρόνων και ιερέα χρισμένο όχι με επίγειο λάδι, αλλά ουράνιο, «έλαιον αγαλλιάσεως» (Ψαλ. 44,8. Εβραίους 1,9). «Έχρισεν αυτόν ο Θεός πνεύματι Αγίω και δυνάμει» (Πράξεις 10,38). Ο ψαλμωδός είχε σκοπό να δείξει ότι με αυτό το βασιλικό χρίσμα «Κύριον αυτόν και Χριστόν εποίησεν ο Θεός, τούτον τον Ιησούν ον υμείς εσταυρώσατε» (Πράξεις 2,36. Βλέπε Φιλιπ. 2,11). Το χρίσμα του Χριστού περιγράφει λεπτομερώς και με ζωηρότητα ο υμνογράφος: «εχρίσθη υπό Πατρός τω Πνεύματι αγαλλιάσεως, θεουργικώ ελαίω ο Υιός, και βροτός εχρημάτισε, και της μιας θεότητος το Τρισυπόστατον εδίδαξεν».15 Το όνομα «Χριστός», όπως μαρτυρεί ο άγιος Βασίλειος, είναι ομολογία της Αγίας Τριάδας: «δηλοί γαρ τον τε χρίσαντα Θεόν, και τον χρισθέντα Υιόν, και το χρίσμα το Πνεύμα».16 «Χρισθέντα» εδώ ονομάζει τον μελλοντικό ένδοξο βασιλιά του Ισραήλ, τον λυτρωτή από τον Διάβολο, την αμαρτία και το θάνατο, τον ίδιο που ενανθρώπισε Θεό Λόγο. Κατά τους αγίους Πατέρες: «το δε «Χριστός» υπόστασιν δηλοί σύνθετον, εκ θεότητός τε δε το χρισθέν… μόνος τοίνυν ο Κύριος ο Χριστός, ως όλος διόλου και ου χάριτι».17 Γι’ αυτό κατά τον απ. Παύλο στην Κ. Διαθήκη το επίθετο «Χριστός», ως τίτλος αποδιδόμενος στον Ιησού αποβάλλει την αρχική του σημασία και γίνεται δεύτερο όνομα του Ιησού «Ιησούς Χριστός».18

Στην Π. Διαθήκη η λέξη «Μεσσίας» αναφέρεται προ πάντων σε σχέση προς τους βασιλείς του Ισραήλ (Α' Βασ. 1,34-35. 5, 1. Β΄ Βασ. 9, 3-12. 12, 3-23, 26) και κατόπιν χρησιμοποιείται και γι’ άλλα πρόσωπα. Αναφέρεται στους πατριάρχες (Ψαλ. 104, 15), Προφήτες (Γ' Βασ. 19, 16) και Αρχιερείς, όπως στον Ααρών (Έξοδος 29, 7) και στους γιους του (Λευϊτ. 4, 3. 4, 5,. 4, 16. 6, 15. 16, 32).19

Μέσω του χρίσματος του ελαίου, το οποίο συμβολίζει την αναγνώριση του αξιώματος του βασιλέως από το Πνεύμα του Θεού (Α' Βασ. 9, 16. 10, 1, 10. 16, 13), ο χρισμένος αναλαμβάνει ένα λειτούργημα το οποίο τον καθιστούσε τοποτηρητή του Γιαχβέ στον Ισραήλ με την προοπτική εκτελέσεως μιας αποστολής που σχετιζόταν προς το σχέδιο του Θεού για τον λαό Του.20 Από τη στιγμή κατά την οποία η προφητεία του Νάθαν (Β΄ Βασιλέων 7, 9-16) κατηύθυνε την Ισραηλιτική ελπίδα στη δυναστεία του Δαβίδ, κάθε βασιλιάς από αυτό το κλίμα γινόταν «μεσσίας», «χριστός του Κυρίου», δια του οποίου ο Θεός εφάρμοζε πλήρως το σχέδιό Του για τη Σωτηρία του λαού Του. Το χρίσμα λειτουργούσε ως Σύμβολο Αποστολής ιδιαιτέρων χαρισμάτων τα οποία είναι απαραίτητα για την επιτυχή εκπλήρωση του λειτουργήματος του εκλεκτού λαού. Η Βίβλος μαρτυράει ότι οι βασιλείς δεν ανέρχονταν στο θρόνο και δεν κυβερνούσαν το λαό κατά την ελεύθερη βούλησή τους: «Ουχί εαυτώ τις λαμβάνει την τιμήν αλλά καλούμενος υπό του Θεού» (Εβραίους 5, 4).  Μέσω του χρίσματος ο βασιλιάς γινόταν μέτοχος του Πνεύματος του Θεού. Αυτό αποδεικνύεται από την περίπτωση του Δαβίδ: «και έλαβε Σαμουήλ το κέρας του ελαίου και έχρισεν αυτόν εν μέσω των αδελφών αυτού και εφήλατο Πνεύμα Κυρίου επί Δαβίδ από της ημέρας εκείνης» (Α' Βασ. 16, 13).

Ο ψαλμωδός στον δεύτερο Ψαλμό αναφέρεται στην εξέγερση των βασιλέων της γης και των υπηκόων τους, εναντίον του «βασιλέως των ουρανών», δηλαδή εναντίον του Θεού και του «Χριστού» Του, ως του απολύτως τελείου αντιπροσώπου Του στη γη. Δεν πρόκειται εδώ βέβαια για κάποιον πολιτικό ζυγό αλλά για μια καθαρά θεοκρατική παράσταση, και ως εξ αυτού, υπογραμμίζουμε ότι ο δεύτερος στίχος αναφέρεται απ' ευθείας στον Ιησού Χριστό, τον εσχατολογικό βασιλιά.

 

Σημειώσεις:


4. Μ. Αθανασίου, Εξηγήσεις στους Ψαλμούς, PG 27, 64 D. Κατά τον Ν. Βλεμμίδη (Εξήγηση του Ψαλτηρίου, PG 142, 1332): «Τους γραμματείς δε και τους του λαού πρεσβυτέρους, ει τ' ουν εντιμοτέρους, το ψαλμικόν γράμμα κέκληκεν άρχοντας».

5. Μ. Filaret, Tolkovanie vtorogo psalma, Bogoslovskie trudi. Sbornik posvjascenij 175 -letiju Leningradskoj Duhovnoj Akademii, Moskva1986, 284.

6. A. Rozdestvenskago, Lekcii po svjascenomu pisaniju, σελ. 217.

7. Βλέπε D. Glumac, Knjiga psálama. Psalam 2, Zbornik pravoslavnog Bogoslovskog fakulteta II, Beograd 1951, 51.

8. D. Duhm, Die Psalmen, Tübingen 21922, 6. H. Gunkel, Die Psalmen, σελ. 6.

9. R. Kittel, Die Psalmen, Leipzig 41922, 6.

10. Βλέπε Μ. Saebo, Sõd, Theologisches Handwörterbuch, Band II, Herausgeben von Ernest Jehni, München 1976, 144-150.

11. Βλέπε Α. Rozdestvenskago, Lekcii po svjascenom pisaniju, σελ. 217. G. Schrenk, Βουλή, ThW I, 631-636. Ε. Lohse, Συνέδριο, ThW VII 858-869.

12. Μ. Αθανασίου, Εξηγήσεις στους Ψαλμούς, PG 27, 64 D.

13. Βλέπε C. Larcher, L' Auctualitė chrėtienne de l’ Ancien Testament, Paris 1962, 93-96. Ο Ιουστίνος Φιλόσοφος και μάρτυς (Διάλογος, PG 6, 581 Α) χαρακτηριστικά γράφει: «Ημείς τον Χριστόν άνθρωπον από ανθρώπων προσδοκώμεν γενήσεσθαι». «Εν τη Καινή Διαθήκη η λέξις Χριστός χρησιμοποιείται πάντοτε ως ουσιαστικοποιηθέν ρηματικόν επιθετον υπό δύο εννοίας. Κατ’ αρχήν μεν υπό την κυρίαν της λέξεως σημασίαν ως προσηγορικόν ο υπό του Θεού κεχρισμένος, ήτοι ο Μεσσίας, ο Χριστός του Κυρίου», (Γ. Γαλίτη, Ερμηνευτικά της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη 51982, 234). Εκτενέστερα βλ. στο: Σ. Ευστρατιάδου, Λεξικό της Καινής Διαθήκης, Αλεξάνδρεια 1910, 923-925. W. Arndt. F. Gingrich, Greek english Lexicon of the New Testament and other early Christian Literature, Chicago 1957, 895-896. F. Hahn, Christologische Hoheitstitel, Göttingen 41974, 133-225.

14. Βλέπε Γ. Γαλίτη, Η Χριστολογία του Αποστόλου Πέτρου. Μέρος Β΄, Αθήνα 1990, 52. W. Bousset, Die Religion des Judentums im späthellenistischen Zeitalter, Tübingen 31926, 227.

15. Οκτώηχος Κυριακή πρωί, ωδή α', ήχος δ΄, ο ειρμός.

16. Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, κεφ. 12, 28. PG 32,116 C.

17. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ούτω τοι και ο Θεός όνομα και το άνθρωπος, PG 77, 1161 - D 1164 Α.

18. Β. Στογιάννου, Ερμηνευτικά μελετήματα 4, Θεσσαλονίκη 1988, 25.

19. Βλέπε Τ. Ραντοβάνοβιτς, Εξέλιξη της Μεσσιανικής Ιδέας στην Π. Διαθήκη, Αθήνα 1922. Γ. Πατρώνου, Μεσσιανικές και εσχατολογικές προσδοκίες της μεσοδιαθηκικής περιόδου (200 π. Χ. - 100 μ. Χ. ), Αθήνα 1970. Μ. Posnov, Messija i messianskoe carstvo po izobrazeniju apokrifov i proroceskih knig, Trudi Kievskoj Duhovnoj Akademii 1 (1906) 389 447. A. Hastoupis, The conception of the Messiah in the Apocryphal literature, στο Θεολογία 23 (1952) 109-121. Η. Gressmann, Der Messias, Göttingen 1929. Β. Τσάκωνα, «Η περί Μεσσία διδασκαλία της Διαθήκης των δώδεκα Πατριαρχών», Πόνημα εύγνωμο, τιμητικός τόμος για τη 40ετηρίδα συγγραφικής δράσης και την 35ετηρίδα καθηγεσίας του Β. Μ. Βέλλα, Αθήνα 1969, 687-693.

20. P. Bonnard, Μεσσίας, Λεξικό βιβλικής θεολογίας, Αθήνα 1980, 649. Βλέπε Σ. Αγουρίδη, Χριστός. Προπαρασκευή της ελεύσεώς Του στην Π. Διαθήκη και στο Ιουδαϊσμό. Ερμηνεία του προσώπου του στην Κ. Διαθήκη, Αθήνα 1967.

 


Κεφάλαιο 1ο // Περιεχόμενα // Κεφάλαιο 3ο


Δημιουργία αρχείου: 11-5-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 20-5-2015.

ΕΠΑΝΩ