Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Παπισμός

Οικουμενισμός

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα

 

Αι αιρέσεις τού Παπισμού

Τού Επισκόπου Σεραφείμ Μητροπολίτου Πειραιώς

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.

ΑΙ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ «ΠΑΠΙΣΜΟΥ» ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΥΤΩΝ ΣΗΜΑΣΙΑ


Α. Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», το Filioque

Μεταξύ των κυρίων αιτιών, αι οποίαι προεκάλεσαν την έκπτωσιν της Ρωμαϊκής Θρησκευτικής Κοινότητος εκ της Αδιαιρέτου, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και το ιστορικόν σχίσμα, είναι πρώτη κατά χρονολογικήν σειράν, αλλά και εις πνευματικήν σημασίαν, η δοξασία «περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού», το Filioque. Η δοξασία αύτη, εμφανισθείσα το πρώτον κατά το 589 μ.Χ. εν τη τρίτη τοπική συνόδω τη συγκροτηθείση εν Τολέδω της Ισπανίας (από της οποίας μετεδόθη και εις την Γαλλίαν) και επικυρωθείσα ύστερον και υπ' άλλων τοπικών συνόδων, ιδία δε υπό της εν Ακυϊσγράνω, υπό της οποίας ανεκηρύχθη εις «δόγμα», κατεπολεμήθη κατ' αρχάς, ως και εν τοις προηγουμένοις είπομεν, και υπό Παπών της Ρώμης. Ο Πάπας Δάμασος επί Συνόδω (379) ώρισεν: «Ει τις μη είπη το Άγιον Πνεύμα εκ του Πατρός είναι αληθώς και κυρίως, ως και τον Υιόν εκ της θείας ουσίας και Θεόν εκ Θεού Λόγον, ανάθεμα έστω»[172]. Επίσης ο Πάπας Λέων ο Γ΄ ου μόνον αντέδρασε ζωηρώς κατ' αυτής της δοξασίας , αλλά και γράψας το Σύμβολον της πίστεως χωρίς της προσθήκης «και εκ του Υιού» εις δύο πλάκας, ελληνιστί και λατινιστί, ενετοίχισε ταύτας εις τον εν Ρώμη Ναόν του αποστόλου Πέτρου προς απόλυτον οιονεί κατασφάλισιν της υπό της Εκκλησίας ομοιομόρφως πιστευομένης σχετικής δογματικής αληθείας. Ο δε Πάπας Ιωάννης ο Η΄ ωσαύτως ρητώς απέκρουεν αυτήν την δοξασίαν[173]. Επόμενον ήτο κατόπιν τούτων η επί Μεγάλου Φωτίου προβληθείσα αξίωσις της Ρώμης όπως η δοξασία αύτη γίνη αποδεκτή υπό της Εκκλησίας να προκαλέση την αντίδρασιν, την οποίαν το πρώτον εν τω προσώπω του Μ. Φωτίου συνήντησεν, η δε εκ νέου έντονος και περισσότερον προκλητική προβολή της, επί Πατριάρχου Μιχ. Κηρουλαρίου (1043-1059), εν συνδυασμώ μάλιστα προς την ιταμήν επανάληψιν της προβολής του Παπικού «πρωτείου εξουσίας», να επιφέρη την έκτοτε και μέχρι σήμερον συνεχιζομένην αποκοπήν της εκπεσούσης Ρώμης.

Ενώ όμως η πνευματική σημασία της δοξασίας ταύτης είναι άκρως βαρυσήμαντος και δικαίως απεκλήθη αύτη υπό του Μ. Φωτίου ως «η σατανικωτέρα και βλασφημοτέρα πασών των μέχρι τότε αιρετικών δοξασιών»[174], όλως παραδόξως ούτε υπελογίσθη αύτη εις τον πρέποντα βαθμόν, ούτε ανεπτύχθη δεόντως υπό πολλών νεωτέρων απολογητών της αγίας ημών πίστεως· υπήρξαν μάλιστα και τινες, μη διστάσαντες να υποστηρίζωσιν ότι είναι αύτη επουσιώδης και ότι, αν παρεκάμπτετο το πρωτείον εξουσίας του Πάπα και το αλάθητον αυτού, δεν θα ήτο μόνη αύτη σοβαρόν κώλυμα δια την επάνοδον της εκπεσούσης Ρώμης εις την Εκκλησίαν. Η πεπλανημένη αύτη γνώμη οφείλεται βεβαίως εις την έλλειψιν πλήρους επιγνώσεως του «τρόπου του είναι» του τρισυποστάτου Θεού και της εξιδιασμένης πνευματικής σημασίας του βαρυσημάντου τούτου θέματος. Προς πλήρη όθεν κατανόησιν της εν προκειμένω αληθείας, εις όσα σχετικώς έγραψαν και ιδίως ο Μ. Φώτιος εν τη προμνημονευθείση εγκυκλίω του (όπως και εις άλλα έργα του), πολλοί ιεροί απολογηταί και Πατέρες της αγίας ημών Εκκλησίας, θα προσθέσωμεν και ημείς τα εξής:

Φιλοσοφική εξεικόνισις του «τρόπου του είναι» του τρισυποστάτου Θεού προβάλλεται υπό του αγίου Πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου έχουσα ούτω:

«Παραστατική εικών του τρισυποστάτου Θεού είναι ο ήλιος του πλανητικού ημών συστήματος. Διότι το σώμα του ηλίου εξεικονίζει πλήρως τον Θεόν Πατέρα· η ακτινοβολία του ηλίου εξεικονίζει την άπειρον και άναρχον και αΐδιον, αλλά και ενυπόστατον και ενσυνείδητον πνευματοβολίαν του Πατρός, το Πνεύμα το Άγιον το εκπορευόμενον εκ του Πατρός· η δε φωτιστική και θερμαντική δύναμις της ακτινοβολίας του ηλίου εξεικονίζει τον υπό του Πατρός γεννώμενον συνάναρχον, συναΐδιον, ομοούσιον, άπειρον, αλλά και ενυπόστατον και ενσυνείδητον ωσαύτως Λόγον αυτού η Υιόν, όστις είναι «απαύγασμα της δόξης και ο χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού» (Εβρ. Α΄ 3).

»Νοούντες όθεν αντίθεσίν τινα άπειρον, ήτοι σώμα ηλίου πνευματικού, ενσυνειδήτου, αυθυπάρκτου, αναιτίου και ανάρχου, απείρου εις δύναμιν, εις σοφίαν κλπ., ηλίου πνευματικού πνευματοβολούντος ανάρχως, αϊδίως και αναλλοιώτως, άπειρον-ατέρμονα, αλλά και ενυπόστατον και ενσυνείδητον πνευματοβολίαν εκ της Εαυτού πνευματικής ουσίας, το Πνεύμα το Άγιον, και γεννώντος, εν τη πνευματοβολία του ταύτη, εκ της ουσίας του και πάλιν, τον μονογενή αυτού Λόγον - Υιόν (ήτοι, την άπειρον, ενυπόστατον και ενσυνείδητον δύναμιν και σοφίαν του, το απαύγασμα της δόξης του και τον χαρακτήρα της υποστάσεώς του) έχομεν πλήρη την εικόνα του τρισυποστάτου Θεού[175]».

Όπως δε οι πλανήται του ηλιακού ημών συστήματος κατέλαβον από της διαμορφώσεως αυτού και εντεύθεν ωρισμένην θέσιν εν τω πλαισίω της ηλιακής ακτινοβολίας και υπό την επίδρασιν της ελκτικής δυνάμεως του ηλίου διαγράφουσιν έκτοτε εν αυτή τας εναρμονίους αυτών τροχιάς, ούτω και ο πνευματικός κόσμος, κατ' αρχάς, και ο υλικός – το υλικόν σύμπαν – εν συνεχεία, κατέλαβον ωρισμένην θέσιν, από της εξ ουκ όντων οντοποιήσεως αυτών και εντεύθεν, εν τω απείρω και ενυποστάτω και ενσυνειδήτω αιωνίω Λόγω-Υιώ και τη απείρω και ενυποστάτω και ενσυνειδήτω πνευματοβολία τη εκπορευομένη εκ του Πατρός, ήτοι τω Αγίω Πνεύματι. Και υπάρχουσιν έκτοτε και ζώσι και κινούνται εν αυτοίς. Παρατηρήσατε και δια γυμνού οφθαλμού – ει δυνατόν δε δια μικροσκοπίου – δέσμην φωτεινών ακτίνων εισερχομένην δι' οπής τινος εν σκοτεινώ θαλάμω. Κινούνται εν αυτή, ωσεί πλέοντα η υπ' αοράτου δυνάμεως φερόμενα, διάφορα σωματίδια. Όπως λοιπόν κινούνται εν τη ηλιακή ακτινοβολία τόσον οι πλανήται, όσον και τα ελάχιστα μόρια της ύλης - ενεργείας, τα εμπεριεχόμενα εν τω πλαισίω της ηλιακής ακτινοβολίας, ούτω και οι ασύλληπτοι κόσμοι του υλικού Σύμπαντος υπάρχουσι, κινούνται και ζώσιν εν τω απείρω και αιωνίω Λόγω - Υιώ και εν τη απείρω πνευματοβολία τη εκπορευομένη εκ του Πατρός, τω Αγίω Πνεύματι – ως και αυτώ γεννώντι και εκπορεύοντι Πατρί ήτοι τω τρισυποστάτω Θεώ[176].

Όπως επίσης η θερμότης της ακτινοβολίας του ηλίου είναι η κυρία δύναμις η ζωογονούσα τους οργανισμούς των επί του πλανήτου τούτου ενοργάνων όντων –από απόψεως οργανικής– η δε φωτιστική τοιαύτη το μέσον της δράσεως των πολυποικίλων αυτών οφθαλμών η οργάνων δράσεως, ούτω και ο αιώνιος Λόγος, ο γεννώμενος υπό του Πατρός, είναι η αιτία της πνευματικής ζωής των πνευματικών όντων - δημιουργημάτων, προκειμένου δε περί των ανθρώπων ο πνευματικός άρτος και η πνευματική αιτία και δύναμις της πνευματικής ημών ζωής και το πνευματικόν φως των οφθαλμών των ψυχών ημών. Άνευ της θερμότητος της ηλιακής ακτινοβολίας τα οργανικά όντα τα επί του πλανήτου τούτου είναι αδύνατον να υπάρξωσι· μακράν του αιωνίου Λόγου του ενανθρωπήσαντος εν τω Κ. η. Ι. Χριστώ τα πνευματικά όντα –εν οίς και αι ψυχαί ημών– είναι καταδικασμένα εις πνευματικόν θάνατον, εις αιώνιον σκότος. Χωρίς του ηλιακού φωτός τα πολυποίκιλα όργανα δράσεως των διαφόρων όντων είναι ανωφελή, άχρηστα μακράν του πνευματικού φωτός, του ακτινοβολουμένου εκ του αιωνίου Λόγου, πάσα ανθρωπίνη ψυχή και παν πνευματικόν ον μένει εν τω πνευματικώ σκότει, εν τω πνευματικώ θανάτω και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Δια τούτο ο Κύριος διεκήρυξεν: «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής…, εγώ ειμι ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου ζήσεται εις τον αιώνα» ( Ιωάν. ΣΤ΄ 35, 48 και 51), «εγώ ειμι το φως του Κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής» (Ιωάν. Η΄ 12).

Δια τούτο επίσης ο απόστολος Ιωάννης γράφει: «Ό ην απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν... περί του Λόγου της ζωής. Και η ζωή εφανερώθη, και... απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον Πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α΄ Ιωάν. Α΄1-2). Ωσαύτως: «Εν αυτώ ζωή ην και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωάν. Α΄ 4) και εν συνεχεία· «...Ην το φως το αληθινόν –ο Κύριος– ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (αυτόθι Α΄ 9). Ο δε απόστολος Παύλος γράφει: «Ζων γαρ ο Λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών, και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας. Και ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς αυτού...» (Εβρ. Δ΄ 12-14). Διότι δεν είναι μόνον ενυπόστατος ο Λόγος - Υιος του Θεού και ενσυνείδητος, ζων, ζωοποιών και φωτίζων, κατά τα προεκτεθέντα, τα πάντα∙ είναι και «κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας...», βλέπει τα πάντα και τας ενθυμήσεις και τα διανοήματα ημών.

Δια το πνεύμα δεν υπάρχουσι κωλύματα υλικά, ούτε μάζα-ύλη-ενέργεια, ούτε διάστημα.

Αφού λοιπόν δια το πνεύμα δεν υπάρχουσι κωλύματα και διαπερά τούτο τα πάντα, δια της απείρου δε ενυποστάτου και ενσυνειδήτου πνευματοβολίας του Αγίου Πνεύματος, και του ζώντος, ενυποστάτου και ενσυνειδήτου Λόγου - Υιού υπάρχουσι, ζώσι και κινούνται τα πάντα, άρα ουδέν κρυπτόν εις τον Πατέρα, εις τον Λόγον - Υιόν και εις το Πνεύμα το Άγιον. Είναι τα πάντα γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον αυτών, μηδέ των σκέψεων και των διαλογισμών ημών εξαιρουμένων. Είναι δε όχι μόνον ορατά, αλλά και προεγνωσμένα, εκ της απείρου δε προγνώσεως και του εκ ταύτης πηγάζοντος προορισμού προήλθεν ο προφητισμός. Προέγνω ο Θεός και προώρισεν, ως εκ τούτου, τα πάντα· και τα προανήγγειλε δια των Προφητών.

Εν τω πληρώματι δε του χρόνου ο «Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιωάν. Α΄ 14). Ο ζων και ζωοποιών τα πάντα άπειρος, ενυπόστατος και ενσυνείδητος Λόγος, πεπερασμένην μορφήν δούλου - ανθρώπου λαβών, εν τη απείρω αυτού δυνάμει ως αυτή αύτη η ενυπόστατος δύναμις και σοφία του Θεού (Α΄ Κορ. Α΄ 25), ενηνθρώπησεν εν τω προσώπω του Χριστού. Ενανθρωπήσας δεν έπαυσεν, ως είπομεν, να είναι και άπειρος, ουδ' εξέστη του απείρου. Εν τη απείρω υποστάσει του υπήρξε και είναι και το ανθρώπινον αυτού σκήνωμα, το πάνσεπτον και πανάγιον αυτού σώμα, και η ανθρωπίνη αυτού ψυχή· όπως υπάρχει εν αυτώ και σύμπασα η κτίσις, η υλική και η πνευματική (Κολασ. Α΄ 16 και 17).

Τα αυτά ισχύουν και δια το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον προσέλαβεν επανειλημμένως πεπερασμένας εκφάνσεις - μορφάς (Λουκ. Γ΄ 22 κ.α.). Υπό τοιαύτην έκφανσιν, «ως πύριναι γλώσσαι» (Πράξ. Β΄ 3) κατελθόν εν τω κόσμω τούτω και σκηνώσαν εν τη Εκκλησία παραμένει ήδη ουσιωδώς εν αυτή μέχρι συντελείας του αιώνος τούτου, κατά την ρητήν βεβαίωσιν του Κυρίου. Μένει δ’ εν ημίν, «δια να οδηγή ημάς εις πάσαν αλήθειαν» και να αναγγέλλη εις ημάς τα ερχόμενα - τα εκάστοτε μέλλοντα» (Ιωάν. ΙΣΤ΄ 13-14). Δεν επαύσατο όμως να είναι και άπειρον και να ενέχη εν τη απείρω πνευματοβολία του τα πάντα, αόρατά τε και ορατά. Έγκεινται ταύτα εις την παντοδυναμίαν του Θεού[177], [178].

Αυθύπαρκτος και αναίτιος πηγή απείρου πνευματικής δυνάμεως, σοφίας, γνώσεως κλπ. η αρχική αιτία και πηγή της θεότητος ο Πατήρ, εκπέμπων εκ της Εαυτού ουσίας ανάρχως και αϊδίως άπειρον πνευματοβολίαν, ενυπόστατον, ενσυνείδητον, ζώσαν, το Πνεύμα το Άγιον (εν είδει ακτινοβολίας ηλιακής, εκπεμπομένης απείρως, αναλλοιώτως και ατερμόνως προς πάσαν κατεύθυνσιν), και γεννών ανάρχως ωσαύτως και αϊδίως τον μονογενή αυτού Λόγον - Υιόν, άπειρον, ομοίως και ίσον αυτώ (Φιλιπ. Β΄ 6) δια να νοή πλήρως Εαυτόν και εξεικονίζηται πλήρως δι’ αυτού (Ιωάν. ΙΔ΄ 9 και IB΄ 45, Β΄ Κορ. Δ΄ 4 κ.α.) αΐδιον, ενυπόστατον, ενσυνείδητον, ζώντα, δι' ου αλλά και εν ω, ως εν φωτί ζώντι, φέρονται εξ ουκ όντων εις το είναι – οντοποιούνται, δημιουργούνται (και φωτίζονται πνευματικώς τα πνευματικά κτίσματα). Ιδού ο τρισυπόστατος και όντως Ων Θεός. Τρεις υποστάσεις, εις Θεός. Αι τρεις υποστάσεις ομού εν ασυγχύτω ενότητι απαρτίζουσι τον ένα και μόνον αληθινόν Θεόν. Είναι αδύνατον να νοηθή οιαδήποτε εξ αυτών άνευ της αϊδίου συνυπάρξεως και των δύο άλλων. Ενυπάρχουσι άρα εν αλλήλοις ό τε Πατήρ και Υιος και το Πνεύμα το Άγιον[179]. Δια τούτο απαντών ο Κύριος προς τον Φίλιππον είπε χαρακτηριστικώς: «... ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα... εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιωάν. ΙΔ΄ 9 και 10).

Ενυπάρχει, λέγομεν, εκάστη των τριών υποστάσεων εν ταις άλλαις δυσί, ασυγχύτως και αδιαιρέτως, εν αμεταβλήτω τριαδική ενότητι, με ιδίαν συνείδησιν εκάστη της εαυτής εξιδιασμένης υποστάσεως και του ιδίου προσωπικού ιδιώματός της. Το προσωπικόν δηλαδή ιδίωμα του Πατρός, δι' ου διακρίνεται του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, είναι ότι εξ ουδενός εγεννήθη η εκπορεύεται, αλλά γεννά αϊδίως τον μονογενή αυτού Υιόν - Λόγον και εκπορεύει το Πνεύμά του το Άγιον, ως αρχική αιτία και πηγή της θεότητος. Το προσωπικόν ιδίωμα του Υιού είναι ότι ούτε γεννά, ούτε εκπορεύει - εκπέμπει Πνεύμα Άγιον ενυπόστατον και ενσυνείδητον, αλλά γεννάται εκ του Πατρός, «αϊδίως και ανάρχως». Το προσωπικόν ιδίωμα του Αγίου Πνεύματος είναι ότι ούτε γεννά, ούτε γεννάται, αλλ' εκπορεύεται εκ του Πατρός, ανάρχως και αϊδίως. Εκάστη των τριών υποστάσεων έχει ιδίαν θέλησιν, ιδίαν βούλησιν, ιδίαν επίσης έκφανσιν - μορφήν, αι θελήσεις όμως του τε Υιού-Λόγου και του Αγίου Πνεύματος ταυτίζονται απολύτως προς την θέλησιν του Πατρός, ενώ το διακεκριμένον των ενσυνειδήτων υποστάσεων και θελήσεων αυτών υφίσταται ασύγχυτον. Είναι τρεις συναΐδιοι, συνάναρχοι και ομοούσιοι υποστάσεις, Θεός εκάστη υπόστασις, αλλ' ουχί τρεις Θεοί, εις Θεός[180]. Η αλήθεια αύτη βεβαιούται πανηγυρικώς τόσον εν τη Π. όσον και εν τη Κ. Διαθήκη.

Την επίγνωσιν λοιπόν ταύτην έχοντες οι άγιοι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (εν οίς συμπεριελαμβάνοντο και οι εκπρόσωποι της τότε Ρωμαϊκής Εκκλησίας) εδογμάτισαν εις το Σύμβολον της αγίας ημών πίστεως ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται μόνον εκ του Πατρός. Επί τη βάσει ταύτης επίσης ο Μ. Φώτιος κατεπολέμησε σφόδρα την προσθήκην εις το Σύμβολον ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται «και εκ του Υιού», εξ αιτίας δε αυτής επήλθεν εν τέλει, επί Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, η οριστική έκπτωσις της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, δι' ην αναμφιβόλως συνετέλεσε τα μέγιστα, ως εν τοις προηγουμένοις ανεπτύξαμεν, και η επίσημος εκ νέου προβολή του επαράτου πρωτείου εξουσίας του επισκόπου Ρώμης εφ' όλης της Εκκλησίας.

Και ήτο απολύτως δεδικαιολογημένη η υπό των αγίων και αοιδίμων Πατριαρχών Μεγ. Φωτίου και Μιχ. Κηρουλαρίου σφοδρά καταπολέμησις της αιρετικής ταύτης προσθήκης, ως και η απόφασις αυτών, ίνα εξ αιτίας ταύτης, και μόνης, εκπέση της Εκκλησίας η Ρώμη, διότι αληθώς η δοξασία αύτη είναι όλως εξιδιασμένης πνευματικής σημασίας. Το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται μόνον εκ του Πατρός, καθ' α δια των προεκτεθεισών εξεικονίσεων του τρόπου του είναι του τρισυποστάτου Θεού (εν απολύτω, επαναλαμβάνομεν, συμφωνία προς τα σχετικά χωρία των Γραφών) καθίσταται πρόδηλον. Ο άναρχος, αναίτιος και άπειρος Νους-Πατήρ, γεννών ανάρχως και αϊδίως εκ της Εαυτού ουσίας τον μονογενή αυτού Λόγον-Υιόν η άλλως την Εαυτού ενυπόστατον δύναμιν και σοφίαν (Α΄ Κορ. Α΄ 24), άμα εκπορεύει ανάρχως και αϊδίως ωσαύτως εκ της ουσίας του το ενυπόστατον επίσης Πνεύμα του – το Πνεύμα το Άγιον.

Η αΐδιος και άναρχος γέννησις υπό του Πατρός εκ της Εαυτού ουσίας του μονογενούς αυτού Λόγου - Υιού είναι πρόδηλον όλως ότι είναι συμφυής προς την υπ' αυτού και πάλιν και εκ της Εαυτού ουσίας, άναρχον και αίδιον εκπόρευσιν του απείρου και ενυποστάτου και ενσυνειδήτου Πνεύματός του – του Αγίου Πνεύματος. Δεν δύναται συνεπώς και ο Υιος να εκπορεύη το Πνεύμα το Άγιον, διότι η υπό του Πατρός αίδιος και άναρχος γέννησίς του είναι, ως προείπομεν, συμφυής προς την υπό του Πατρός μόνον και πάλιν συνάναρχον και συναΐδιον εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματός του, της απείρου ενυποστάτου και ενσυνειδήτου πνευματοβολίας του. Το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται αϊδίως και ανάρχως εκ του Πατρός, μετά του αϊδίως και ανάρχως εξ αυτού και πάλιν και εκ της ουσίας του, γεννωμένου Μονογενούς αυτού Λόγου-Υιού. Η αποδοχή της δοξασίας ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται «και εκ του Υιού», ου μόνον μεταβάλλει και τον Λόγον - Υιόν εις Πατέρα και επιφέρει σύγχυσιν εις την τάξιν και τα ιδιώματα, δι’ ων αι τρεις υποστάσεις της μιας και αδιαιρέτου θεότητος – ως εις τρισυπόστατος Θεός εξιδιασμένως εκάστη, κατά τα προεκτεθέντα, χαρακτηρίζονται, προσβάλλει συνάμα το ομότιμον και ισότιμον του Λόγου-Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά και επιφέρει λογικάς και πνευματικάς συνεπείας, αίτινες, αν δεν αποτελούν βλασφημίαν, άγουν πάντως εις παραλογισμόν. Εφόσον δηλονότι η υπό του ανάρχου Πατρός αΐδιος γέννησις εκ της Εαυτού ουσίας του μονογενούς αυτού Λόγου - Υιού είναι συμφυής προς την εξ αυτού και πάλιν αΐδιον και άναρχον εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματός του (Φιλιπ. Β΄ 6), και αντιστρόφως, εφόσον η εκ του Πατρός άναρχος και αΐδιος εκπόρευσις εκ της Εαυτού ουσίας του απείρου, ενυποστάτου και ενσυνειδήτου Πνεύματός του είναι συμφυής προς την υπό του Πατρός άναρχον ωσαύτως και αΐδιον γέννησιν του Εαυτού ενυποστάτου και ενσυνειδήτου Λόγου-Υιού, συνεπώς εάν και ο Υιος εξεπόρευε Πνεύμα Άγιον (ενυπόστατον, ενσυνείδητον και άπειρον Πνεύμα), θα ήτο και αυτός Πατήρ, και θα εγέννα συμφυώς και δι' Εαυτόν έτερον ενυπόστατον και ενσυνείδητον Λόγον-Υιόν. Ο δε εκ του πρώτου Υιού-Λόγου γεννώμενος ούτω δεύτερος Υιος - Λόγος θα έδει να γεννά δι' Εαυτόν άλλον Λόγον-Υιόν και να εκπορεύη συμφυώς Πνεύμα Άγιον, τούτου δε απεριορίστως επαναλαμβανομένου θα κατελήγομεν ου μόνον εις τον αφανισμόν της εννοίας του Θεού, αλλά και εις παραλογισμόν. Δικαίως όθεν η αιρετική αύτη δοξασία εχαρακτηρίσθη υπό του Μ. Φωτίου ως η σατανικωτέρα πασών[181].

Εάν όμως τοιαύτη είναι η πνευματική σημασία της αιρέσεως ταύτης και αποκλείεται απολύτως η αποδοχή της δοξασίας ότι το Πνεύμα το «Άγιον εκπορεύεται και εκ του Υιού, αποκλείεται εξ ίσου επίσης, και δια τους αυτούς ως ανωτέρω λόγους και η ετέρα γνώμη η υποστηριχθείσα υπό τινων ως λύσις οικονομίας προς γεφύρωσιν του χάσματος ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται μεν υπό του Πατρός, αλλά «δια του Υιού», του αιωνίου Λόγου, ως έκχυσις αγάπης. Διότι κατά τα προεκτεθέντα το Πνεύμα το Άγιον δεν είναι δυνατόν να εκπορεύηται ούτε «και εκ του Υιού», ούτε «και δια του Υιού». Απλώς μεταδίδεται-πέμπεται δια του Υιού εις όσους βαπτίζονται εις το όνομά του[182].

Επιφυλασσόμενοι δε να αποδείξωμεν εν τη συνεχεία ότι το Πνεύμα το Άγιον μόνον πέμπεται υπό του Υιού, όπως και υπό του Πατρός, θα προσθέσωμεν ήδη προς απόκρουσιν πάσης ενδεχομένης σχετικής αντιρρήσεως τα εξής:

Η προαναπτυχθείσα γνώμη, καθ' ην ο αιώνιος και άπειρος Λόγος - Υιος του Θεού, γεννώμενος υπό του Πατρός ανάρχως και αϊδίως εκ της Εαυτού ουσίας υπάρχει ανάρχως εν μορφή Θεού (Φιλιπ. Β΄ 6) ου μόνον εν τω Πατρί, αλλά και εν τω υπό του Πατρός, και εκ της Εαυτού ουσίας και πάλιν, ανάρχως και αϊδίως εκπορευομένω Αγίω Πνεύματι δεν αποτελεί απλήν φιλοσοφικήν σύλληψιν η φιλοσοφικόν συλλογισμόν απορρέοντα εκ των προμνησθεισών εξεικονίσεων του Αγίου Πατρός ημών Αθανασίου Αλεξανδρείας, αλλά αλήθειαν Πίστεως και Ζωής.

Αποδεικνύονται δε όλως αβάσιμοι πάντες οι αντίθετοι σχετικοί ισχυρισμοί της Ρωμαϊκής Κοινότητος και εξ αυτών των χωρίων της Γραφής, άτινα επικαλείται αύτη δια να στηρίξη την περί του Filioque δοξασίαν της, και άτινα είναι τα εξής[183]:

α) «Ου γαρ λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση λαλήσει... ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (Ιωάν. ΙΣΤ΄ 13-14) και β) «Πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστι» (Αυτόθι ΙΣΤ΄ 15). Ωσαύτως επικαλείται αύτη και τα χωρία, Ρωμ. Η΄ 9, Γαλ. Δ΄ 6, Φιλιππ. Α΄ 19 και Α΄ Πέτρ. Α΄ 11, εν οίς γίνεται λόγος περί του Πνεύματος του Υιού η του Κ. η. Ι. Χριστού. Επί των χωρίων τούτων στηρίζει ο Παπισμός την περί του Filioque αιρετικήν δοξασίαν του. Εκτός όμως των προαναπτυχθέντων, δια την αληθή έννοιαν των δύο πρώτων εκ των χωρίων λέγομεν και τα εξής:

Ο αιώνιος Λόγος - Υιος είναι ου μόνον η ζώσα εικών του Πατρός, αλλά και το άπειρον μέτρον, ο Λόγος όλων των ιδεών, ας περί του μη όντος έχει εν Εαυτώ ο Πατήρ. Δια τούτο δε καλείται και Λόγος. Διότι είναι το «άθροισμα» και το «μέτρον της συγκρίσεως» η «η έννοια» της προς εαυτάς και προς τον Θεόν «σχέσεως» όλων των ψιλών περί του μη όντος ιδεών, ας έχει εν Εαυτώ ο Πατήρ[184]. Πάσαι αι περί του μη όντος ψιλαί ιδέαι του Πατρός ενυπάρχουσιν εν αυτώ, ουχί δε μόνον τούτο, αλλ' οντοποιούνται, δι' αυτού και εν αυτώ (Ιωάν. Α΄ 3, ΙΣΤ΄ 15, Κολασ. Α΄ 16, 17).

Εφόσον λοιπόν εν τω απείρω και αιωνίω Λόγω-Υιώ ενυπάρχουσι και οντοποιούνται τα πάντα, δικαίως άρα ετόνισεν ο Ιησούς ότι «πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστι». Η λέξις «πάντα» ουδόλως αναφέρεται ενταύθα εις τας ετέρας δύο υποστάσεις της θεότητος, ήτοι εις τον Λόγον-Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον, διότι εν τη περιπτώσει ταύτη θα περιελαμβάνετο εν αυτοίς (τοις πάσι του Πατρός) και ο Υιος, εν ίση μοίρα μετά του Αγίου Πνεύματος, και δεν ήτο συνεπώς δυνατόν να είπη και περί Εαυτού ο Ιησούς «πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστι». Αναφέρεται επομένως η λέξις «πάντα» εις τας περί του μη όντος ιδέας του Πατρός, εις τα δημιουργήματα, τα κτίσματα εν γένει αυτού∙ πάντα ταύτα είναι και του Υιού, εφόσον άλλως τε αυτός είναι η άπειρος και ενυπόστατος και ενσυνείδητος «δύναμις και σοφία» του Θεού, η ενέχουσα και συνέχουσα αυτά, δι' ης και εν η εγένετο και γίνεται η οντοποίησις (θα γίνη δε εν τω πληρώματι των καιρών και η ανακεφαλαίωσις αυτών (Εφεσ. Α΄ 10).

Ας παρακολουθήσωμεν κατόπιν τούτων νοερώς, προς τελείαν κατανόησιν του επιμάχου θέματος, την οντοποίησιν εξ ουκ όντων των «ψιλών» περί του μη όντος ιδεών, ας έχων εν Εαυτώ ο Πατήρ έφερε και φέρει εις το είναι – οντοποιεί, δημιουργεί – και ων μέτρον είναι ο αιώνιος Λόγος - Υιος. Είναι πρόδηλον – και τονίζεται σαφώς τούτο εν τη Γραφή, ότι προ της οντοποιήσεως των ψιλών περί του μη όντος ιδεών προηγείται απερινόητόν τι συμβούλιον των τριών υποστάσεων της θεότητος. Δια τούτο, προκειμένης της δημιουργίας του ανθρώπου λέγεται υπό του Θεού Πατρός προς τα άλλα δύο πρόσωπα της θεότητας: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν...» (Γενέσ. Α΄ 26). Επίσης μετά την δημιουργίαν: «...Ιδού ο Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών» (Γενέσ. Γ΄ 22). Ομοίως εν συνεχεία «...δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν» (Γενέσ. ΙΑ΄ 7). Οι πληθυντικοί «εξ ημών», και «Δεύτε καταβάντες συγχέωμεν» δεν είναι πληθυντικοί μεγαλοπρεπείας, ως ηθέλησαν να ισχυρισθώσιν οι ταλμουδισταί Εβραίοι και οι «μάρτυρες» του Ιεχωβά. Η πρόθεσις εκ –εξ ημών– του β΄ χωρίου και η λέξις «δεύτε» του γ΄ χωρίου (ήτις μόνον προκειμένης προσκλήσεως και άλλων προσώπων είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή) αποκλείουσιν απολύτως τοιαύτην έννοιαν. Πρόκειται συνεπώς περί συσκέψεως και κοινών αποφάσεων των τριών υποστάσεων του τρισυποστάτου Θεού.

Και εν τω θείω εκείνω και απερινοήτω συμβουλίω εκδηλούνται αι περί του μη όντος «ψιλαί» ιδέαι του Πατρός δια του Υιού και εν τω Υιώ, μετέχοντος βεβαίως και συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, του «πανταχού παρόντος και τα πάντα ωσαύτως πληρούντος...». Η οντοποίησις των περί του μη όντος ψιλών ιδεών - αποφάσεων του Πατρός γίνεται κατά την άπειρον του Θεού περί πάντων πρόγνωσιν (Ρωμ. Η΄ 29) και εν τω «μέτρω» του εν τω αιωνίω Λόγω προορισμού πάσης ψιλής περί του μη όντος ιδέας· ούτω ποιεί τα πάντα ο Πατήρ δια του Υιού (Ιωάν. Α΄ 3, Κολασ. Α΄ 16-17, Εφεσ. Α΄ 10 κ.α.), συνεργεία του Αγίου Πνεύματος[185].

Τούτων δεδομένων νοείται πως το Πνεύμα το Άγιον, το μετέχον του θείου συμβουλίου και συνεργούν εις πάσαν του Πατρός δια του Υιού και εν τω Υιώ ενέργειαν, προκειμένου να μεταδώση τοις πιστοίς οιονδήποτε χάρισμα (Α΄ Κορ. IB΄ 11) η αλήθειαν η αγγελίαν περί των μελλόντων, λαμβάνει εκ των του αιωνίου Λόγου-Υιού και όσα αν ακούση λαλεί (Ιωάν. ΙΣΤ΄ 13-15). Διότι πάσα ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι προεγνωσμένη και προωρισμένη και προαποφασισμένη υπό του Πατρός δια του Υιού. Ενεργούν επομένως το Πνεύμα το Άγιον συνωδά τη απείρω περί πάντων θεία προγνώσει, «τα πάντα εκ των του Υιού λαμβάνει και όσα αν ακούση λαλεί». Ούτως έχει η αληθής έννοια των δύο πρώτων εκ των προμνησθέντων χωρίων της Κ.Δ., τα οποία επικαλείται η Ρωμαϊκή «Εκκλησία». Δια τα λοιπά (εν οίς γίνεται λόγος περί «Πνεύματος του Υιού η του Χριστού») δεν θα είπωμεν κατόπιν των ανωτέρω ει μη ελάχιστα, ότι δηλ. αναφέρονται ταύτα εις το Πνεύμα της «υιότητος κατά χάριν», όπερ λαμβάνομεν πάντες, όταν δια πίστεως προς την θεότητα του Κυρίου – και τον τρισυπόστατον Θεόν, επιτύχωμεν την πνευματικήν ημών αναγέννησιν και γίνωμεν τέκνα Θεού κατά χάριν (Ιωάν. Α΄ 12-13, Β΄ 2 και Δ΄ 19 κ.α.). Ωσαύτως, ελάχιστα θα είπωμεν και πάλιν δια την έννοιαν του χωρίου «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. ΚΗ΄ 18). Διότι αναφέρεται τούτο αποκλειστικώς εις τον τέλειον άνθρωπον Ιησούν, όστις μετά την ανάστασίν του εκ νεκρών «έλαβε πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης», εξουσίαν την οποίαν ο εν αυτώ ενοικήσας Θεός Λόγος είχεν «απ' αρχής» (Α΄ Ιωάν. 1 κ.α.).

'Εάν όμως η αληθής ερμηνεία των προμνησθέντων χωρίων απέδειξεν ότι ουδαμώς δύναται να στηριχθή επ' αυτών η δοξασία της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού», η αληθής κατανόησις της εννοίας και των λοιπών τοιούτων των σχετικών με το επίμαχον θέμα θα καταστήση φαεινοτέραν την αλήθειαν ταύτην εξηγούσα συνάμα διατί το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται μεν μόνον εκ του Πατρός – κατά την ορθήν άποψιν της Αγίας Εκκλησίας, μεταδίδεται όμως και μετά την ανάστασιν του Κυρίου, «υπό του Υιού». Τα χωρία ταύτα είναι τα εξής:

α) «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω[186] υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» (Ιωάν. ΙΕ΄ 26) β) «...Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς λάβετε Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. Κ΄ 22)· και γ΄) «Την τε επαγγελίαν του Αγίου Πνεύματος λαβών παρά του Πατρός, εξέχεε τούτο ό νυν υμείς βλέπετε και ακούετε» (Πράξ. Β΄ 33).

Είναι απολύτως σαφής, φρονούμεν, η έννοια και των χωρίων τούτων, διότι την εξήγησιν δίδει αυτός ο Κύριος προς πρόληψιν, ως προείπομεν, πάσης παρερμηνείας επεξηγών την πρότασιν «ό εγώ πέμψω παρά του Πατρός» δια της κατηγορηματικής προσθήκης «ό παρά του Πατρός εκπορεύεται». Εις το β΄ χωρίον, εμφυσά πρώτον ο Κύριος εις τους μαθητάς και έπειτα λέγει εις αυτούς «λάβετε Πνεύμα Άγιον». Το εμφύσημα όμως τούτο δεν είναι μόνον εμφύσημα του εκ νεκρών αναστάντος τελείου ανθρώπου Ιησού. Είναι προσέτι εμφύσημα του εν τω Ιησού ενοικούντος Αιωνίου Λόγου-Υιού, όμοιον προς το γενόμενον υπό του Θεού προς τους πρωτοπλάστους (Γενέσ. Β΄ 7), και δ' αυτού μετεδόθη εις τους μαθητάς ουχί μόνον η θεία χάρις, αλλά και αυτό τούτο το Άγιον Πνεύμα, ό συνακολουθεί πάντοτε την θείαν χάριν και είναι συνυφασμένον μετ’ αυτής, εφόσον η Θεότης δεν μερίζεται, όπου δε δίδεται η χάρις του Υιού, συνεπέρχεται και η «αγάπη του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. ΙΓ΄ 13, Ιωάν. ΙΔ΄ 10 και 23). Εις το τρίτον τέλος χωρίον η λέξις «εξέχεε» δεν σημαίνει ποσώς ότι ο Κύριος «εξεπόρευσεν η εξέπεμψεν» ως αιώνιος Λόγος το Πνεύμα το Άγιον∙ σημαίνει απλώς ότι «μετέδωκεν». Αύτη είναι η έννοια του περί ου ρήματος εκχύνω· «χύνω τι εκ της πηγής του εις άλλο μέρος». Εξέχεεν όμως, ήτοι μετέδωκεν ο Κύριος το Πνεύμα το Άγιον, αφού έλαβε το υπεσχημένον παρά του Πατρός, όταν δηλαδή και ως τέλειος άνθρωπος έλαβε μετά την ανάστασίν του εκ νεκρών «πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. ΚΗ΄ 18).

Μετά την ανάστασίν του εκ νεκρών, ο Ιησούς λαβών την «επαγγελίαν του Πατρός» και «πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης», έχει και ως άνθρωπος πλέον την εξουσίαν της μεταδόσεως της κοινωνίας και των ιδιαιτέρων χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος εις τους πιστούς. Αυτός είναι η «θύρα» της εισόδου εις την «αλήθειαν» και την «γνώσιν» του αληθινού Θεού. Και εάν δεν πιστεύση τις εις την θεότητά του, δεν δύναται να λάβη την «θείαν χάριν» (Ιωάν. Α΄ 16-17, Β΄ Κορ. ΙΓ΄ 13, Εφεσ. Δ΄ 7, Γαλ. Β΄ 16 κ.α.), ως και την «κοινωνίαν» του Αγίου Πνεύματος (ήτις πάντοτε συνεπέρχεται φύσει, λόγω του αδιαιρέτου και του αμερίστου της Θεότητος). Επίσης δε και τα ειδικά πνευματικά χαρίσματα, τα οποία το Πνεύμα το Άγιον δίδει εις τους πιστούς (Α΄ Κορ. IB΄ 7-11), «κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» (Εφεσ. Δ΄ 7).

 

Α. «Το Πρωτείον» του Πάπα Ρώμης

Η πνευματική σημασία της αιρετικής υπό του Πάπα διεκδικήσεως «Πρωτείου εξουσίας» εφ’ ολοκλήρου του σώματος της Χριστιανικής Εκκλησίας εις παγκόσμιον επίπεδον αρκούντως, φρονούμεν, κατενοήθη εξ όσων εκτενώς εν τω Α΄ κεφαλαίω ανεπτύξαμεν. Δια της αιρετικής και βλασφήμου ταύτης δοξασίας και των εξ αυτής προελθόντων πνευματικών επακολούθων (ως το «αλάθητον» του Πάπα και ο απολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του εφ' ολοκλήρου του σώματος της υπ' αυτόν θρησκευτικής κοινωνίας), ο Παπισμός εξελίχθη, ως και εν τοις προηγούμενοις είπομεν, εις απολυταρχικόν - μοναρχικόν σύστημα μυστικιστικής κοσμοθεωρίας και διαστροφής αυτής ταύτης της εννοίας της Εκκλησίας. Απεδείχθη νέος Ρωμαϊκός εθνισμός (paganismus) υπό πνευματικήν μεταμφίεσιν, όστις εδηλητηρίασε αυτήν ταύτην την καρδίαν της Εκκλησίας, αφήρεσε την μυστικήν ελευθερίαν εν Χριστώ εκάστου μέλους αυτής[187] και απέβη το αναπόφευκτον και μοιραίον αίτιον του εις εκατοντάδας όλας διαφόρων αιρέσεων (των διαμαρτυρομένων και των λοιπών παλαιοκαθολικών κλπ., των αποσπασθέντων του σώματος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας) εκπτώσεως εκ της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, ως και το ανυπέρβλητον εμπόδιον της δυνατότητος επιστροφής αυτών εις Αυτήν.

Επραγματοποίησε δε ούτω και εν πάση ακριβεία και λεπτομερεία ό,τι ο Πάπας Γρηγόριος αδίκως όλως έγραψε περί του Πατριάρχου Ιωάννου του Νηστευτού, όταν εκείνος έκαμε χρήσιν του τίτλου «Οικουμενικός». Είπε δηλαδή, όπως και ο Εωσφόρος: «Αναβήσομαι εις τον ουρανόν και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των αστέρων –ήτοι των λοιπών Πατριαρχών και επισκόπων– και γενήσομαι όμοιος τω Υψίστω». Διότι ουδέν άλλο σημαίνει η εκπροσώπησις η αντιπροσωπεία του Κυρίου υπό του Πάπα και ο ισχυρισμός του ότι
αυτός αποτελεί «την ορατήν κεφαλήν της Εκκλησίας»
[188].
Υπερφρονήσας όμως ούτω και βλασφημήσας κυριολεκτικώς κατά του Θεού, εστερήθη της θείας χάριτος και παρεδόθη εις «αδόκιμον νουν», εις «πνευματικόν σκοτισμόν». Εντεύθεν αι σατανικαί κυριολεκτικώς ενέργειαί του, τα ανήκουστα και απερίγραπτα εγκλήματά του, αι πλαστογραφίαι και αι ποικίλαι παραποιήσεις και διαστροφαί της αληθείας δια την επιβολήν επί της όλης Εκκλησίας της απολυταρχικής-μοναρχικής πνευματικής επικυριαρχίας του. Και εκ τούτου αι τόσαι αιρετικαί πλάναι και κακοδοξίαι του, εξ ων αι μνημονευθείσαι ήδη, ως και η επομένη περί του «αλαθήτου», αποτελούσι πραγματικάς βλασφημίας κατά του Θεού.

 

Γ.   Το αλάθητον του Πάπα Ρώμης

Το δόγμα του αλαθήτου του Πάπα, όταν ούτος αποφαίνεται από καθέδρας (ήτοι όταν εν τη ενασκήσει του λειτουργήματός του ως υπάτου ποιμένος και διδασκάλου των χριστιανών ορίζει διδασκαλίαν τινά), θεσπισθέν υπό της συνόδου του Βατικανού το 1870 αποτελεί ωσαύτως, καθ' ημάς, πραγματικήν βλασφημίαν κατά του Αγίου Πνεύματος και κατά της εννοίας της Εκκλησίας[189]. Διότι αλάθητος είναι μόνον ο Θεός και η Εκκλησία, ην ίδρυσεν ο Κύριος (Ματθ. ΙΣΤ΄ 18), εις ην κατελθόν το Πνεύμα το Άγιον εσκήνωσε και θα παραμείνη μέχρι «συντελείας του αιώνος» (Πράξ. Β΄ 1-4 και Ιωάν. ΙΔ΄ 16). Προκειμένου όθεν περί δογματικών διδασκαλιών η αποφάσεων της Εκκλησίας αφορωσών εις την πίστιν και εις το πνευματικόν καθόλου έργον αυτής, αποφαίνεται κατ' αρχήν το Πνεύμα το Άγιον και εκ παραλλήλου η όλη Εκκλησία (κλήρος και λαός), εν η τούτο σκηνοί, δια της συνοδικής πνευματικής διοικήσεώς της, ήτις είναι από της ημέρας της συστάσεώς της «συνοδική-συλλογική». Δια τούτο εν τη πρώτη σχετική αποφάσει της διοικήσεως της Εκκλησίας, τη αναφερομένη εις τας Πράξεις (ΙΕ΄ 28), τονίζεται ρητώς «...έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», ήτοι πάσι τοις συνελθούσιν «αποστόλοις και πρεσβυτέροις, συν όλη τη Εκκλησία». Και δια τούτο ωσαύτως εθεωρήθησαν αλάθητοι αι αποφάσεις των επτά Οικουμενικών συνόδων, ου μόνον διότι εξεπροσωπείτο εν αυτοίς το όλον σώμα της Εκκλησίας δια της συλλογικής διοικήσεως και αντιπροσωπείας του, αλλά και διότι καθολική υπήρξε και η συμμαρτυρία της συνειδήσεως του όλου σώματος της Εκκλησίας, όλων των πιστών ότι αι αποφάσεις εκείναι ελήφθησαν εν Πνεύματι Αγίω[190].

Εναντίον όμως της αποφάσεως της συνόδου του Βατικανού, (1870), αντετάχθη, κατ' αρχήν, ως προανεπτύξαμεν, η εν αυτή τη συνόδω αντιπολίτευσις, ήτις, καταπολεμήσασα μέχρις εσχάτων την δογματοποίησιν του παπικού αλαθήτου και του απολυταρχικού Παπισμού, απεσπάσθη τελικώς της Ρώμης και απετέλεσεν ιδίαν θρησκευτικήν κοινωνίαν ονομασθείσαν «Παλαιοκαθολικήν»[191]. Οι οπαδοί της Εκκλησίας ταύτης τονίζουσιν εις πάσαν ευκαιρίαν ότι η πίστις εις το δόγμα του Βατικανού (1870), είναι ου μόνον καθ' εαυτήν Εκκλησιαστικώς, ιστορικώς και θεολογικώς απαράδεκτος, αλλά και τυπικώς, νομικώς, αντικανονική, διότι αι εργασίαι της συνόδου διεκόπησαν αποτόμως, σχεδόν βιαίως, υπό του Πάπα Πίου την 20ήν Οκτωβρίου 1870[192]. «Όταν λοιπόν εις την δικαίαν ταύτην διαφωνίαν σοβαράς μερίδος του σώματος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας εναντίον της αποφάσεως της συνόδου του Βατικανού περί του «αλαθήτου του Πάπα» προστεθή η απόλυτος καταδίκη της αποφάσεως ταύτης υπό της Αδιαιρέτου Καθολικής Εκκλησίας, νοείται πόσον αντίκειται αύτη εις το Πνεύμα το Άγιον ως πραγματική βλασφημία κατά του Θεού.

Περιγράφων δε εν λεπτομερεία και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εν τω μνημονευθέντι συγγράμματί του (σελ. 286-300) τας δραματικάς όντως σκηνάς, αίτινες έλαβον χώραν κατά την σύγκλησιν και καθ' όλας τας συνεδρίας της συνόδου του 1870, ιδία όμως κατά την λήψιν της περί του «αλαθήτου» του Πάπα αποφάσεώς της, εν σελ. 295-297 ερωτά:

«Ήσαν αλάθητοι οι μολύναντες τον επισκοπικόν θρόνον της Ρώμης εξώλεις άνδρες; Ήτo λοιπόν αλάθητος Πάπας ο Αδριανός Ε΄ (1276), ο μηδέποτε χειροτονηθείς καν ιερεύς; Αλάθητος ο ανύπαρκτος Δόμνος, ον αναφέρει το Λατινικόν εορτολόγιον; Ο Ιωάννης ΙΘ΄ (1003-9), ο κατά την αυτήν ημέραν κοσμικός και Πάπας; Αλάθητος ο Γρηγόριος IB΄, ο εκλεγείς την 30 Δεκεμβρίου 1406, αλλά την 5 Ιουνίου 1409 καθαιρεθείς εν Πίζη, παραιτηθείς δε μόλις την 4 Αυγούστου 1415; Ήτο αλάθητος ο Αλέξανδρος Ε΄ εκλεγείς τον Ιούνιον του 1409 και δηλητηριασθείς την 3 Μαΐου 1410, η ο Ιωάννης IB΄ εκλεγείς την 17 Μαΐου 1410 και την 29 Μαΐου 1415 καθαιρεθείς υπό της εν Κωνσταντία συνόδου; Ο Σίλβεστρος Γ΄, εκλεγείς την 22 Νοεμβρίου 1044 και καθαιρεθείς την 10 Απριλίου 1045, υπήρξεν αλάθητος; Ο σιμωνιακώς καταλαβών τον Παπικόν θρόνον Γρηγόριος ΣΤ΄ και απομακρυνθείς μετά τινας μήνας (Απρίλιος 1045-20 Δεκεμβρίου 1045) υπήρξεν αλάθητος; Ο Ονώριος Α΄, όστις ανεθεματίσθη υπό Οικουμενικών συνόδων και υπό των διαδόχων αυτού Παπών ως αιρετικός; Ομοίως δε ο ως αιρετικός αναθεματισθείς Πάπας Βιργίλιος; Ήσαν ούτοι αλάθητοι;».

Ωσαύτως ο αυτός άγιος Νεκτάριος, εν τω αυτώ συγγράμματί του, σελ. 159-163, προσθέτει:

«... Αλλά τα πράγματα αποδεικνύουσι τους αλαθήτους Πάπας ψευδομένους· διότι ο Πάπας Ζεφυρίνος (τω 202), ανήρ αισχροκερδής, δωρολήπτης, φιλάργυρος..., υπέπεσεν εις την αίρεσιν του Σμυρναίου Νοητού. Ο Κάλλιστος διαδεχθείς αυτόν εν έτει 220, ανήρ γόης, εν κακία ζήσας, πανούργος... μίξας την αίρεσιν Κλεομένους, μαθητού του Νοητού και Θεοδώρου του Βυζαντίου, ετέραν καινοτέραν αίρεσιν συνέστησεν... Ο Μαρκελίνος (τω 296) ελθών εις τον ναόν της Ίσιδος και της Εστίας έθυσε τοις ειδώλοις, ως μαρτυρεί άλλως τε και ο Πάπας Δάμασος. Ο Λιβέριος... υπέγραψε λίβελλον αιρετικής πίστεως και καταδίκης του Αγ. Αθανασίου. Ο τούτον διαδεξάμενος Φήλιξ προεβλήθη εις την επισκοπήν προστεθείς τη Αρειανή δόξη. Ο Αναστάσιος Β΄ (τω 496) υπήρξε Νεστοριανής αιρέσεως οπαδός... Ο Ονώριος Α΄ (τω 625) υπήρξεν αιρετικός μονοθελητής, καθ' ου το ανάθεμα η έκτη αγία Οικουμενική σύνοδος εξεφώνησεν. Ο Ιωάννης ΙΑ΄ (1316) ηκολούθει την των χιλιαστών αίρεσιν. Ο Ιωάννης IB΄ (1410) απεδείχθη εν τη συνόδω της Κωνσταντίας μιαρώτατος αιρετικός· Ο Ευγένιος Δ΄ κατεκρίθη υπό της εν Βασιλεία συνόδου ως αιρετικός και απεγυμνώθη της αρχιερωσύνης. Ο Λέων ο Γ΄ κατακρίνεται ως καταφρονητής και αυτής της Χριστιανικής Θρησκείας... Περί του Σεργίου του Γ΄ ο άγαν παπιστής Καρδινάλιος Βαρώνιος γράφει∙ (Χρον. 908, αριθ. Δ΄ και Ε΄) «...τυραννική βία της Αρχιερατείας επιβατεύσας, τον βίον βδελυρώτατος... εξάγιστος, εκ της Μαροισίας της εταιρίδος Ιωάννην δι' αθεμίτου μοιχείας αποτελών, υφ' ον Θεοδώρα, η γεραιτέρα μαχλάς επίσημος επί της πόλεως (ησχύνθη ειπείν, επί της Εκκλησίας) εμονάρχησεν. Ο νόθος ούτος 'Ιωάννης επάπευσεν υπό το όνομα 'Ιωάννης ο Ι΄...».

Πάντες λοιπόν οι Πάπαι ούτοι, ως και ο Πάπας Ζώσιμος, ο κατά τον Ε΄ αιώνα επιδοκιμάσας αιρετικήν ομολογίαν αρνουμένην την προπατορικήν αμαρτίαν[193], ωσαύτως δε πάντες οι λοιποί έκφυλοι και εξώλεις άνδρες, ων τινές, ως ο Πίος Δ΄ απέθανον και εις αγκάλας γυναικών…[194] ήσαν, κατά τον Παπισμόν, οι «τοποτηρηταί και εκπρόσωποι του Κ. η. Ι. Χριστού, οι διανομείς της θείας χάριτος, αι οραταί κεφαλαί της Εκκλησίας… (οποίαι όντως κεφαλαί!), και από καθέδρας αποφαινόμενοι, «αλάθητοι»! Διότι[195] τας ιδιότητας του «αλαθήτου» κλπ. δεν είναι δυνατόν να θεωρήσωμεν ως παρασχεθείσας εις τον Πάπαν Ρώμης δια της αποφάσεως του Βατικανού το 1870, ότε δέον να αναγνωρισθή η σύνοδος ως ανωτέρα και πάλιν του Πάπα· άλλως τε και η σύνοδος αύτη διεκήρυξεν ότι τας ιδιότητας ταύτας έχει ο Πάπας «θεία χάριτι», ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου. Επομένως έδει να τας έχωσι πάντες οι Πάπαι, άμα τη ανακηρύξει των, κατά πνευματικήν κληρονομικήν διαδοχήν!

 

Δ. Ο μοναρχικός και απολυταρχικός δεσποτισμός του Πάπα Ρώμης

Μετά την επί της Ρωμαϊκής Εκκλησίας επιβολήν του επαράτου «πρωτείου εξουσίας» του Πάπα, εγένετο ούτος απόλυτος κυρίαρχος αυτής (κλήρου και λαού), οι δε κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, ως εν τοις προηγουμένοις είπομεν, προσκυνούσιν αυτόν ειδωλολατρικώς, παρά την σχετικήν ρητήν απαγόρευσιν της Γραφής (Ματθ. Δ΄ 10 κ.α.). Μετέβαλεν ούτως ο Παπισμός το πολίτευμα της Εκκλησίας εις απόλυτον μοναρχίαν και τυραννίαν, εις καθαρόν «Παποκαισαρισμόν»[196].

 

Ε. Αι αξιομισθίαι των αγίων. «Τα υπέρτακτα έργα»

Δια της αιρετικής ταύτης δοξασίας η Παπική Κοινότης διετύπωσε και παρεδέχθη την παράδοξον διδασκαλίαν, κατά την οποίαν αι αγαθαί πράξεις διαφόρων αγίων και της Θεοτόκου εξήρκεσαν δια την σωτηρίαν των και επερίσσευσαν (!), τα δε περισσεύματα των αγαθών έργων των αγίων αυτών τα έχει και τα διαχειρίζεται (!) ο Πάπας, ο οποίος δύναται να τα χρησιμοποιή κατά βούλησιν! Ούτω λοιπόν ο Πάπας χρησιμοποιών έργα άλλων σώζει άλλους, οι οποίοι υστέρησαν εις έργα η απέθανον εν τη αμαρτία η δεν επρόφθασαν να εκτίσουν όλας τας ποινάς τας επιβληθείσας εις αυτούς κατά την εξομολόγησιν. Η διδασκαλία όμως αύτη δεν έχει ίχνος βάσεως εις τας αγίας Γραφάς[197], μειώνει το έργον του Χριστού εις την εξιλαστήριον θυσίαν αυτού δια την σωτηρίαν του ανθρώπου και καθιστά τον Πάπαν ένα είδος πνευματικού τραπεζίτου, ο οποίος χαρίζει η μάλλον δανείζει, αν δεν πωλή, πνευματικά κεφάλαια... κατά βούλησιν. Δια να εννοήση κανείς πόσον υλόφρων, αλλά και πόσον άτοπος είναι η διδασκαλία αύτη και αντιγραφική, ας ίδη την ρήσιν του Σωτήρος «περί αχρείων δούλων» (Λουκ. ΙΖ΄ 10) κι ας σκεφθή αν είναι δυνατόν γραφικώς άνθρωποι, οι οποίοι δεν μετενόησαν ειλικρινώς, να σωθούν χωρίς αληθή μετάνοιαν η μεταθανατίως δια των έργων τα οποία έπραξαν άλλοι. Πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός να συγχωρηθή χωρίς μετάνοιαν με μόνον εν παπικόν συγχωροχάρτιον, δηλ. πιστοποιητικόν ότι ο Πάπας έκαμε δι' αυτόν χρήσιν εκ των αγαθών έργων των αγίων![198].

 

ΣΤ. Η ικανοποίησις της θείας δικαιοσύνης υπό του μετανοούντος

Και δια την αιρετικήν ταύτην κακοδοξίαν της Παπικής Κοινότητος, εν τω υπό της Αποστ. Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος εκδοθέντι κατά το έτος 1958 μικρώ τεύχει υπό τον τίτλον «Ο Παπισμός και η Ουνία», σελ. 12-13, αναγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν μας η μετάνοια και η εξομολόγησις είναι μυστήριον και πράξις, κατά την οποίαν ο άνθρωπος, ο οποίος συναισθανθείς τας αμαρτίας του μετανοεί ειλικρινώς και συντρίβεται, προσέρχεται εις τον πνευματικόν πατέρα, εξομολογείται τα σφάλματά του και λαμβάνει την συγχώρησιν δια του ελέους του Θεού, το οποίον διοχετεύεται εις τον μετανοούντα δια της ευχής και της επιθέσεως των χειρών του ιερέως. Αλλ' εις την Παπικήν Εκκλησίαν ο μετανοών αμαρτωλός, όταν εξομολογήται, δικάζεται υπό του ιερέως και επιβάλλονται αυτώ διάφορα επιτίμια με ποινικόν χαρακτήρα, δια να εξιλεωθή απέναντι του Θεού δια τα παραπτώματά του. Τούτο όμως είναι αντίθετον προς το Ευαγγέλιον, όπου βλέπομεν τον Κύριον ουχί να δικάζη, αλλά να ελεή και να συγχωρή τους αμαρτωλούς μετανοούντας, λέγων προς αυτούς· «Πορεύου και μηκέτι αμάρτανε», και «Ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ' ίνα σώσω τον κόσμον». (Ιωάν. Η΄ 11 και IB΄ 47). Το ίδιον έκαμε και δια τον ληστήν επί του σταυρού, απαντήσας εις το «μνήσθητί μου, Κύριε...» δια των λόγων «...σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω». Τα επιτίμια τα χρησιμοποιούμεν βεβαίως και εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν μας, αλλ' ουχί δια να εξιλεωθώμεν και ικανοποιήσωμεν την θείαν δικαιοσύνην. Τα επιτίμια δι' ημάς είναι παιδαγωγικά μέσα, τα οποία βοηθούν εις την συνήθειαν της αρετής, μας απομακρύνουν από τας συνηθείας της αμαρτίας και μας ενισχύουν εις την πνευματικήν τελειοποίησίν μας. Πόσον άτοπος είναι η διδασκαλία περί ικανοποιήσεως υπό του αμαρτωλού της θείας δικαιοσύνης, καταφαίνεται εκ του αδιεξόδου, εις το οποίον οδηγεί, προκειμένου περί ανθρώπου, ο οποίος μετανοεί και εξομολογείται τας τελευταίας ημέρας του βίου του. Ερωτώμεν λοιπόν: Τι θα γίνη ένας αυτής της περιπτώσεως άνθρωπος, ο οποίος δεν διαθέτει χρόνον δια να ικανοποιήση την θείαν δικαίοσύνην;[199]».

 

Ζ. Το καθαρτήριον πυρ

Κατά την κακοδοξίαν ταύτην του Παπισμού, η ψυχή του ανθρώπου του αποβιώσαντος μεν εν τη αγάπη και τη χάριτι του Θεού, είτε εξ αμελείας όμως είτε ελλείψει χρόνου μη δυνηθέντος να ικανοποιήση η να ολοκληρώση την ικανοποίησιν της θείας δικαιοσύνης, διέρχεται από το καθαρτήριον πυρ, όπου καθαρίζεται από τας αμαρτίας και ακολούθως εισέρχεται εις τον παράδεισον. Το καθαρτήριον πυρ είναι είδος κολάσεως με δύο ειδών τιμωρίας, ήτοι «της στερήσεως της παρουσίας του Θεού» και της «τιμωρίας των αισθήσεων», με μόνην την διαφοράν ότι κάποτε αύται θα λάβωσι τέλος. Ο χρόνος δε της εν αυτώ παραμονής των ψυχών (ανάλογος πάντοτε προς το μέγεθος των αμαρτημάτων) δύναται να συντομευθή δια των προσευχών των ζώντων και ιδία δια του περιφήμου δικαιώματος του Παπισμού της Jure derogatio παρεχομένης εκ του πλεονάσματος των αξιομισθιών των αγίων, ως είπομεν εν τοις προηγουμένοις. Και η διδασκαλία αύτη ουδαμού της Γραφής στηρίζεται. Αντίκειται δε προδήλως και εις σχετικήν ρητήν και σαφή μαρτυρίαν της, καθ' ην ο ληστής άμα τη μετανοία του και χωρίς εξιλαστηρίου τινός έργου, πλήν βεβαίως του εξιλαστηρίου έργου του Χριστού, εισήλθε από του σταυρού εις τον παράδεισον (Λουκ. ΚΓ΄ 43, πρβλ και Ιωάν. Ε΄ 29), ως και εις την σαφή σχετικήν διδασκαλίαν της Αδιαιρέτου Εκκλησίας, καθ' ην, ως τονίζει και ο άγιος Νεκτάριος εν τη «Μελέτη περί αθανασίας της ψυχής», Αθήναι 1901, σελ. 168-169, «ουδεμία υπάρχει μεσάζουσα τάξις μετά θάνατον μεταξύ μεταβαινόντων εις τους Ουρανούς και καταβαινόντων εις Άδην...».

 

Η. Η άσπιλος σύλληψις της Θεοτόκου

Ο Παπισμός εθέσπισεν επίσης κατά το 1854 επί Πάπα Πίου Θ΄ το άγνωστον μέχρι τότε εις την Εκκλησίαν δόγμα «της ασπίλου συλλήψεως της Θεομήτορος». Κατ' αυτό η Θεομήτωρ εγεννήθη άνευ προπατορικού αμαρτήματος, ενώ η Εκκλησία παραδέχεται ότι ασπίλως συνελήφθη μόνον ο Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος – διότι η σύλληψις εγένετο δια «Πνεύματος Αγίου». Πως δε είναι δυνατόν να είναι άσπιλος και η σύλληψις της Θεοτόκου, εφόσον αύτη εγεννήθη φυσιολογικώς και υπό γονέων βεβαρημένων υπό του προπατορικού αμαρτήματος, του οποίου αύτη απηλλάγη άμα τη επ' αυτήν «επελεύσει» του Αγίου Πνεύματος και τη συνακολουθησάση ενανθρωπήσει εν αυτή του Αιωνίου Λόγου-Υιού;

 

Θ. Η ενσώματος ανάληψις της Θεομήτορος

Ωσαύτως εθέσπισεν ο Παπισμός δι' αποφάσεως του Πάπα Πίου IB΄ το έτος 1950 το δόγμα της ενσωμάτου εις τους ουρανούς αναλήψεως της Θεομήτορος, όπερ επίσης είναι άγνωστον εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν[200]. Διότι πιστεύει βεβαίως και αύτη επί τη βάσει της Ι. Παραδόσεως ότι και το άχραντον σώμα της Παναγίας Μητρός δεν διελύθη μετά τον θάνατον και την ταφήν του, αλλά μετηλλάγη - αφθαρτοποιήθηκε, και ότι ενωθέν και αύθις μετά της ψυχής της Θεομήτορος ανελήφθη μετά την ταφήν του εις τους ουρανούς. Η τοιαύτη όμως πίστις της Ορθοδοξίας, ασχέτως του ότι δεν εθεσπίσθη εις δόγμα υπό των επτά Οικουμενικών συνόδων, δεν αποτελεί κυριολεκτικήν ανάληψιν ομοίαν με την του Κυρίου η του προφήτου Ηλιού, εφόσον εγένετο μυστηριωδώς η μεταλλαγή του αχράντου σώματος της Παναγίας μητρός και η ένωσίς του μετά της προεκδημησάσης ψυχής της μετά την κανονικήν αυτού ταφήν.

 

Ι. Η αντικανονική χειροτονία και ύψωσις του κλήρου

Δια της κακοδοξίας του ταύτης ο Παπισμός τελεί τας χειροτονίας δια «χρίσματος», ενώ η Εκκλησία τελεί ταύτας δι' επιθέσεως της χειρός του επισκόπου επί της κεφαλής του χειροτονουμένου ιερέως η διακόνου και του ιερού Ευαγγελίου επί της κεφαλής του χειροτονουμένου επισκόπου, απέδωκε δε εις το ιερατείον του Παπισμού πνευματικάς ιδιότητας και δυνάμεις ανωτέρας της δοθείσης αυτώ χάριτος, «κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» (Εφεσ. Δ΄ 7), αγνώστους εις την Εκκλησίαν και ξένας προς το πνεύμα αυτής. Ούτως, ενώ ανέκαθεν το Ιερατείον ετέλει τα μυστήρια εξ ονόματος του Θεού και δια της θείας χάριτος, δι' ης είναι περιβεβλημένον, εις τον Παπισμόν η δύναμις ωρισμένων μυστηρίων, και δη του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της Εξομολογήσεως, εξαρτάται ουχί εκ της θείας χάριτος αλλ' εκ του προσώπου του ιερέως. «Εγώ σε βαπτίζω», «εγώ σε χρίω», «εγώ σε συγχωρώ» λέγει ο παπικός ιερεύς τελών τα μυστήρια. Αντιθέτως, εις την Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν ο ιερεύς ενεργεί εξ ονόματος της θείας χάριτος, λέγων: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού», «χρίεται, στέφεται, μεταλαμβάνει κλπ.».

 

ΙΑ. Το Βάπτισμα

Και τον απ' αρχής της ιδρύσεως της Εκκλησίας καθιερωθέντα τρόπον τελέσεως του μυστηρίου του Βαπτίσματος δια τριττής καταδύσεως μετέτρεψεν ο Παπισμός εις απλούν «ραντισμόν», ενώ βαπτίζω εις το ύδωρ σημαίνει «βυθίζω». Αυτός ο Κύριος βαπτισθείς εις τον Ιορδάνην κατήλθε, δηλαδή εβυθίσθη εις το ύδωρ· «και ευθύς ανέβη από του ύδατος» (Ματθ. Γ΄ 16). Το Βάπτισμα συμβολίζει την «ταφήν» του παλαιού ανθρώπου (βύθισμα εν τω ύδατι) και ανάστασιν - ανάδυσιν του «νέου» (Ρωμ. ΣΤ΄ 4 κ.α.). Τα αρχαία δε βαπτιστήρια της Εκκλησίας μαρτυρούσιν απολύτως ότι το Βάπτισμα απ' αρχής ήτο βύθισμα εις το ύδωρ και ουχί «ράντισμα». Αλλά βεβαίως, αφού ο Παπισμός είναι Αίρεσις και όχι Εκκλησία, δεν υπάρχει μυστήριον Βαπτίσματος εις αυτόν.

 

ΙΒ. Το Χρίσμα

Από των πρώτων επίσης χρόνων της Εκκλησίας ηκολούθει μετά το βάπτισμα το «Χρίσμα», δι' ου εχρίετο ο βαπτιζόμενος με το «άγιον μύρον». Τούτο μαρτυρείται υπό πολλών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων της πρώτης Εκκλησίας, ο δε Τερτυλλιανός (τέλος Β΄ αιώνος) εις το «περί Βαπτίσματος» σύγγραμμά του γράφει: «Εξερχόμενοι της σωτηριώδους κολυμβήθρας λαμβάνομεν το άγιον Χρίσμα κατά την αρχαίαν τάξιν». Αλλ' ο Παπισμός εχώρισε το Χρίσμα από το Βάπτισμα και τα βαπτιζόμενα παιδία λαμβάνουσι το Χρίσμα μόνον όταν φθάσωσιν εις ηλικίαν επτά ετών δι' επιθέσεως των χειρών του επισκόπου. Τοιουτοτρόπως τα παιδία δεν δύνανται να μεταλαμβάνωσι των Αχράντων Μυστηρίων προ του Χρίσματος και τα αποθνήσκοντα προηγουμένως μένουσιν ακοινώνητα. Αλλά βεβαίως, αφού ο Παπισμός είναι Αίρεσις, ούτε μυστήριον Χρίσματος ούτε μυστήριον Θείας Κοινωνίας έχει.

 

ΙΓ. Η Θεία Κοινωνία

Ο Παπισμός εστέρησεν όλως αυθαιρέτως τους λαϊκούς της μεταλήψεως του αίματος του Κυρίου κατά την Θείαν Κοινωνίαν μεταδίδων μόνον σώμα. Αντί δηλαδή να δίδεται και εις τους λαϊκούς σώμα και αίμα Χριστού, δίδεται μόνον σώμα, μάλιστα δε ουχί υπό την μορφήν άρτου αλλ' όστιας δηλαδή βιομηχανοποιημένον άζυμον, απαγορευομένης εις τους λαϊκούς πιστούς της «κοινωνίας» εκ του αγίου ποτηρίου, εξ ου μεταλαμβάνουσι μόνον οι κληρικοί. Επίσης απηγόρευσεν, ως προείπομεν, την μετάδοσιν της Θείας Ευχαριστίας εις τα νήπια και τα παιδία μέχρι συμπληρώσεως του 7ου έτους, παρά τας σχετικάς κατηγορηματικάς μαρτυρίας και εντολάς της Γραφής (Ματθ. ΚΣΤ΄ 26-29, Ιωάν. ΣΤ΄ 53-58, Α΄ Κορ., Ι΄ 16 και ΙΑ΄ 23-30), ως και γνώμας διακεκριμένων Εκκλησ. πατέρων και συγγραφέων της Εκκλησίας[201]. Αλλ’ ως είπομεν, ως Αίρεσις ο Παπισμός δεν έχει μυστήριον Θείας Κοινωνίας∙ Στερείται της Θείας Χάριτος ως αποκοπείς του Σώματος της Εκκλησίας και ουδεμία μεταβολή των δώρων γίνεται εν αυτώ. Ομιλούντες περί σώματος και αίματος του Χριστού εις τον Παπισμόν, ομιλούμεν ούτω κατά την υπόληψιν των ιδίων των Παπικών.

 

ΙΔ. Το Ευχέλαιον

Το μυστήριον του ευχελαίου τελούσε αθέσμως επίσης ο Παπισμός μόνον εις τους ηλικιωμένους μελλοθανάτους απαγορεύων να τελήται τούτο εις τα παιδία και παρέχων αυτό ως τελευταίον εφόδιον, παρά την ρητήν προτροπήν του αποστόλου Ιακώβου όπως τελήται τούτο εις πάσαν ασθένειαν (Ιακ. Καθ. Επιστ. Ε΄ 14-15), την σχετικήν, ωσαύτως, μαρτυρίαν του ευαγγ. Μάρκου (ΣΤ΄ 13), ως επίσης και τας σαφείς μαρτυρίας διακεκριμένων εκκλησιαστικών πατέρων και συγγραφέων ως Ωριγ. Ομ. Β΄ 4, Ιωάν. Χρυσοστόμου «περί ιερωσύνης». Σήμερον όμως έχει διαφοροποιηθεί σχετικώς και μεταδίδει το ευχέλαιον και εις ασθενείς.

 

ΙΕ. Ο Δικανισμός, το προπατορικόν αμάρτημα, η Σχολαστική Θεολογία, η κτιστή χάρις, η σύγχυσις ουσίας και ενεργειών του Θεού

Η δεινοτέρα ύβρις κατά του τρισαγίου Θεού υπό του Παπισμού είναι η απόδοσις εις αυτόν πνεύματος δικανισμού και ανθρωπίνων παθών. Συγκεκριμένως:

Μετεβλήθη, ανθρωποπαθώς, ο Θεός της απείρου «αγάπης» και της απολύτου «δικαιοσύνης», ο «μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού...» (Ιεζεκ. 1Η' 23 κ.α.) ο Θεός, «του απείρου ελέους (Λουκ. Α΄ 78 κ.α.) και των απείρων οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως (Β΄ προς Κορ. Α΄ 3), ο απαθής και «μακάριος» και «απείραστος κακών» (Ιακώβ. Α΄ 13 κ. α.), εις Θεόν εγωπαθή, παθητόν και ανοικτίρμονα, προσβαλλόμενον από τα μηδαμινά, τα απειροελάχιστα κτίσματά του, και, κατά την έννοιαν των ανθρωπίνων, αξιούντα ικανοποιήσεις παρ' αυτών! Εις Θεόν όμως προσέτι ουχί μόνον αιμοχαρή και αιμοδιψή αλλά – και το τραγικώτερον – και... εγκληματίαν και... άδικον, ... αξιούντα προς ικανοποίησίν του την θυσίαν απολύτως αθώου θύματος (όπως ο θεός Μολόχ, ο θεός του Ισλάμ και οι άλλοι θεοί των αγρίων), και ούτως ουχί απλώς παραβιάζοντα..., αλλ' ανατρέποντα κυριολεκτικώς αυτήν ταύτην την δικαιοσύνην του, είναι ευλόγως, φρονούμεν, η τραγικωτέρα ύβρις την οποίαν ο Παπισμός εκφέρει κατά του ζώντος Θεού, αλλά και η γενεσιουργός αιτία των εν τη Δύσει κινημάτων αθεϊσμού και μηδενισμού, εξ αντιδράσεως εις τον «σαδιστήν Θεόν» του Παπισμού τον επευλογούντα τας πυράς της Ιεράς Εξετάσεως και τα αναρίθμητα εγκλήματα των «Σταυροφοριών».

Ο μακαριστός Καθηγητής Πρωτοπρ. Ιωάννης Ρωμανίδης εν τω περισπουδάστω αυτού συγγράμματι «Το Προπατορικόν αμάρτημα», έκδοσις Θεσσαλονίκη 1958, αναφέρει συν άλλοις τα κάτωθι αποδεικνύοντα πληρέστατα τας εν τη παρούση παραγράφω δεινάς πτώσεις του Παπισμού.

Σελ. 12. «....Η εν τη Δύσει επικρατούσα περί απολυτρώσεως διδασκαλία είναι εν γενικαίς γραμμαίς η περί ικανοποιήσεως θεωρία του Ανσέλμου, η οποία δεν προϋποθέτει ως αναγκαίαν την συνεχή και αδιάκοπον κοινωνίαν και παρουσίαν του Χριστού εν τοις σώμασι των πεφωτισμένων∙ όπου δε η προϋπόθεσις αύτη δια βιβλικούς λόγους απαντάται, είναι δευτερευούσης σημασίας. Εφόσον δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου ικανοποιείται η θεία δικαιοσύνη, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστική ανάγκη της διαρκούς και πραγματικής εν τη Εκκλησία παρουσίας αυτού προς σωτηρίαν των πιστών...».

Σελ. 13. «...Επειδή όμως είχον κληρονομήσει από την Λατινικήν παράδοσιν την δικανικήν άποψιν του Αυγουστίνου, καθ' ην η εν τη ανθρωπότητι επικράτησις των αποτελεσμάτων της πτώσεως του Αδάμ εγένετο δια της υπό της θείας δικαιοσύνης ενοχοποιήσεως και τιμωρίας του ανθρωπίνου γένους, αυτομάτως περιεπλάκησαν εις τας ακάνθας του προβλήματος περί απολύτου προορισμού...».

Σελ. 15, υποσ. 3. «Κατά τας προϋποθέσεις της Χριστολογίας της Εκκλησίας, η σωστική χάρις είναι άκτιστος ενέργεια του Θεού και δια τους μετέχοντας της σωτηρίας έχει πηγήν (χωρίς ποτέ να χωρίζεται της πηγής) μόνον τον αναστάντα Θεάνθρωπον... Αντιθέτως η Χριστολογία της Δύσεως βασίζεται κυρίως επί της δικανικής περί ικανοποιήσεως θεωρίας του Ανσέλμου, κατά την οποίαν, εν συναρτήσει προς τας περί Θεού προϋποθέσεις αυτής, η θεία χάρις δύναται να κατέλθη προς τους πιστούς μόνον ως κτίσμα, εάν είναι πραγματική (Ρωμαιοκαθολικοί) η ως απλώς μία διανοητική διάθεσις, μη υπάρχουσα δ' εκτός της θείας ουσίας... (Προτεστάνται...)».

Σελ. 16. «Η διδασκαλία των παπικών περί κτιστής χάριτος οφείλεται όχι μόνον εις εσφαλμένην αντίληψιν περί απολυτρώσεως, αλλά και εις αιρετικήν διδασκαλίαν περί Θεού. Οι Έλληνες Πατέρες διδάσκουν την άνευ διαστάσεως διάκρισιν ακτίστου θείας ουσίας και ακτίστου θείας ενεργείας και πιστεύουν, ότι οι άξιοι μετέχουν μόνον της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αφού η θεία ουσία είναι αμέθεκτος. Αντιθέτως οι Δυτικοί εν γένει ταυτίζουν την άκτιστον ουσίαν και την άκτιστον ενέργειαν του Θεού, ισχυριζόμενοι ότι ο Θεός είναι actus purus…».

»Έχοντες οι Δυτικοί θεολόγοι τας προϋποθέσεις του Αυγουστίνου περί Θεού και κόσμου, εκλαμβάνουν τον θάνατον και την φθοράν ως αποτέλεσμα της αποφάσεως του Θεού να θεωρήση ένοχον την ανθρωπότητα και να τιμωρήση αυτήν».

Σελ. 17. «....Τη εισηγήσει, πάλιν, του Αυγουστίνου έπαυσε πλέον εις την Δύσιν να θεωρήται ο Σατανάς ως πράγματι αντιτιθέμενος προς τον Θεόν και ως έχων το κράτος του θανάτου, ων αίτιος αυτού. Η κοσμολογία του Αυγουστίνου δεν επέτρεπε να υπάρχουν βουλήσεις αντίθετοι προς την θείαν θέλησιν. Επομένως όχι μόνον ο θάνατος, αλλ' ακόμη και η εις χείρας του Διαβόλου πτώσις του ανθρώπου είναι θεία τιμωρία...».

»Υποσ. 1. Ο Αυγουστίνος συμφωνεί με τον Πελάγιον, ότι το προπατορικόν αμάρτημα προέρχεται εκ της ανθρωπίνης βουλήσεως μόνον...».

Σελ. 18. «....Ισχυρίσθη ο Αυγουστίνος, ότι ο Σατανάς, έχων εκ Θεού την δικαιοδοσίαν επί των νεκρών, υπερέβη τα όρια αυτής και παρεβίασε την τάξιν της δικαιοσύνης, όταν απεπειράθη να συλλάβη τον Υιόν του Θεού...

»Υποσ. 2. «...Η προσπάθεια του Riviere… να ερμηνεύση τον Χρυσόστομον (Ερμ. Ρωμ. Ομιλ. ιγ΄, 5, Migne, P.G., 60, 514) και τον Θεοδώρητον… ως παραδεχομένους την θεωρίαν του Αυγουστίνου περί καταχρήσεως της εξουσίας του Σατανά είναι αστήρικτος, διότι δεν απαντάται παρ' αυτοίς η βασική προϋπόθεσις της θεωρίας ταύτης, ήτοι η Αυγουστίνειος διδασκαλία περί κληρονομικής ενοχής και περί εκ Θεού τιμωρίας όλων των ανθρώπων δια της εκ γενετής καταδίκης αυτών εις χείρας και την εξουσίαν του Διαβόλου. Όταν λοιπόν ομιλούν, ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος περί αδίκου αποπείρας του Σατανά κατά του δικαίου Υιού του Θεού και περί τιμωρίας της αδικίας ταύτης..., περιγράφουν απλώς εν γεγονός, χωρίς όμως ουσιαστικήν τινα σχέσιν προς την θεωρίαν του Αυγουστίνου».

Σελ. 19. «... Η περί καταχρήσεως της εξουσίας θεωρία υπεχώρησε προ της δικανικής περί ικανοποιήσεως θεωρίας του Ανσέλμου, ήτις, αφού εκαθάρθη υπό του Θωμά του Ακινάτου από τα τραχέα σημεία, εγένετο πλέον η κοινή διδασκαλία των σχολαστικών...».

Σελ. 20. «...Είναι φανερόν, ότι αι θεωρίαι του Αβελάρδου και του Ανσέλμου περί σωτηρίας, έχουσαι τας βάσεις των εν τη Θεολογία του Αυγουστίνου, ήνοιξαν τας θύρας εις τα νεώτερα περί Χριστού και των αγίων Γραφών κριτικά προβλήματα... Η Ρώμη θεωρεί την ανάστασιν ως εν αναφαίρετον, αλλ' ουχί ως ουσιαστικόν στοιχείον της απολυτρώσεως... Άπαξ ικανοποιήθη η θεία δικαιοσύνη, η απολύτρωσις συνετελέσθη...».

Σελ. 21. «Επίσης η αντίληψις του Αυγουστίνου περί θανάτου ως εκ Θεού τιμωρίας όλων των ανθρώπων και περί Σατανά ως τιμωρητικού οργάνου αυτού ωδήγησαν τελικώς εις την σύγχρονον γνώμην των φιλελευθέρων βιβλικών θεολόγων, ότι η βιβλική δαιμονολογία ουδένα εσωτερικόν σύνδεσμον έχει προς την ουσίαν του Ευαγγελικού κηρύγματος...».

Σελ. 22. «....Εις την Δύσιν δια του ιερού Αυγουστίνου παρεισέφρησαν σχεδόν ανεξελέγκτως και υπερίσχυσαν ωρισμένα ξένα προς τον Χριστιανισμόν φιλοσοφικά στοιχεία.

»Επί του υπό έρευναν θέματος είναι ενδιαφέρον να παρακολουθήση τις την αφετηρίαν των αντιθέτων προς αλλήλας θεολογικών παρατάξεων, εκάστη των οποίων προσπαθεί να ερμηνεύση τας πρώτας περί πτώσεως βιβλικάς και Πατερικάς μαρτυρίας κατ' ιδίαν αντίληψιν. Η μία εξ αυτών (σ.σ. η Δυτική) προσπαθεί να αποδείξη, ότι η ανθρωπότης πράγματι έπεσε και ετιμωρήθη υπό του Θεού δια την του ενός παράβασιν. Η άλλη (σ.σ. η Ορθόδοξος) φρονεί ότι τοιαύτη αντίληψις είναι ξένη προς την γνησίαν περί θρησκείας ιουδαϊκήν και χριστιανικήν παράδοσιν...».

Σελ. 26, υποσ. 9. «...Γενικώς οι Έλληνες πατέρες διδάσκουν, ότι ο Θεός επέτρεψε την δια του θανάτου και της φθοράς τιμωρίαν του ανθρώπου ένεκα ευσπλαγχνίας, ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται, ίνα δια της μελέτης του θανάτου εννοήση ο άνθρωπος την ασθένειάν του και την εξάρτησίν του από τον Θεόν... και ούτω ταπεινωθή και μετανοήση και ίνα δια πειρασμών ασκηθή και τελειοποιηθή.
Κατά ταύτα ο Θεός δεν επέβαλε τον θάνατον, την φθοράν και τας ασθενείας ένεκα προσβολής τινος κατά της θείας φύσεως, ως διδάσκουν οι Δυτικοί, αλλά τα επέτρεψεν ένεκα ευσπλαγχνίας αυτού με σκοπόν την σωτηρίαν και την θέωσιν των ανθρώπων».

Σελ. 27. «...Ακριβώς το σημείον τούτο δεν ηδυνήθησαν οι υπό την επίδρασιν του Αυγουστίνου διατελούντες δυτικοί θεολόγοι να συλλάβουν. Νομίζοντες ούτοι ότι η θεία ουσία, ενέργεια και βούλησις είναι το αυτό, δεν ήσαν εις θέσιν ούτε καν να υποπτευθούν, ότι τα εκτός του Θεού ελεύθερα όντα δύνανται να ενεργούν παρά την θείαν θέλησιν...».

Σελ. 28. «...Εις την ελληνικήν Πατερικήν παράδοσιν ελλείπουν τα χαρακτηρίζοντα την Λατινικήν θεολογίαν έντονα δικανικά σχήματα, τα οδηγήσαντα τελικώς την Δύσιν εις την περί ικανοποιήσεως θεωρίαν του Ανσέλμου. Ενώ εις την Ανατολήν η πτώσις νοείται ως αποτέλεσμα της απομακρύνσεως του ιδίου ανθρώπου από της θείας ζωής..., αίτιος δε θεωρείται ο ίδιος, ο εις συνεργασίαν μετά του Διαβόλου προελθών άνθρωπος, εις την Δύσιν όλα τα εν τω κόσμω κακά προέρχονται εκ του τιμωρού θείου θελήματος, αυτός δε ούτος ο Σατανάς θεωρείται απλούν τιμωρητικόν όργανον αυτού».

Σελ. 29. «...Η Δύσις έχει πεπλανημένας κοσμολογικάς αντιλήψεις, αίτινες επιτρέπουν εις αυτήν την εξέτασιν της θείας ουσίας δια της ταυτίσεως αυτής μετά της θείας ενεργείας... Τα πάντα εν τω κόσμω είναι απλώς αι εν χρόνω εικόνες των αιωνίων εν τη ουσία του Ενός υπαρχόντων αρχετύπων».

Σελ. 30. «...Τοιουτοτρόπως το κατά την αγίαν Γραφήν έργον του Σατανά αναλαμβάνει..., κατά την Δυτικήν άποψιν, αυτός ο Θεός τιμωρών τους ανθρώπους δια του θανάτου... και... πάσης ταλαιπωρίας».

«...Είναι πράγματι ο κόσμος, ως εδέχοντο οι νεοπλατωνικοί, μία κατ' αναλογίαν αντιγραφή των αιωνίως εν τη θεία ουσία υπαρχουσών ιδεών. Άλλαις λέξεσι, δυνάμεθα να παραδεχθώμεν την θεωρίαν του Αυγουστίνου και των Σχολαστικών, καθ' ην ο Θεός είναι κατ' ουσίαν δημιουργός, προνοητής και δίκαιος... Ότι η εκ του μηδενός Δημιουργία είναι απλώς εν χρόνω απεικόνισμα των αγεννήτων της θείας ουσίας αρχετύπων;.... Την σχολαστικήν ταύτισιν της θείας ουσίας και ενεργείας, μετά δε τούτο να αρνηθώμεν τον πασιφανή πανθεϊσμόν με το σόφισμα, ότι ο Θεός έχει ουχί άμεσον και πραγματικήν προς τον κόσμον σχέσιν..., αλλ' έμμεσον..., υπό την έννοιαν, ότι ο Θεός αγαπά τον κόσμον εν τοις αρχετύποις αυτού;...».

Σελ. 31. « Η σύγχυσις θείας ουσίας και ενεργείας δεν δύναται παρά να οδηγήση εις την εισαγωγήν εντός της Χριστιανικής θεολογίας ενός είδους ειμαρμένης, όπως πράγματι συνέβη με τον Αυγουστίνον και την Ανσέλμειον θεωρίαν περί απολυτρώσεως...».

Σελ. 35. «...Ο κόσμος δεν είναι, κατά τους φιλοσόφους, αποτέλεσμα της εκ του μηδενός κατά βούλησιν δημιουργικής ενεργείας του Θεού... Κατ' αυτούς η δημιουργία είναι η μία φυσική απόρροια της ουσίας του ενός (Πανθεϊσμός), η μία φαινομενική η και πεπτωκυία αντανάκλασις ενός αγεννήτου πραγματικού κόσμου υποστατικών ιδεών (ιδεαλισμός) η μία αδιάσπαστος ένωσις μορφής και ύλης, κατά την οποίαν η ύλη είναι... και χωρίς απαρχήν (Αριστοτέλης)...

Σελ. 36. «... Η αθανασία (σ.σ. κατά την φιλοσοφίαν) δεν οφείλεται εις την ενέργειαν του Θεού, αλλ' εις την ιδίαν φύσιν των αγεννήτων και αθανάτων πραγμάτων».

«Υποσ. 2. Ούτως ο Θωμάς Ακινάτης, έχων παρομοίας φιλοσοφικάς προϋποθέσεις..., προτείνει ως λύσιν την γνώμην, ότι ο Θεός αγαπά τα εν Εαυτώ αρχέτυπα...».

Σελ. 37. «...Η περί αθανασίας της ψυχής διδασκαλία της ελληνικής φιλοσοφίας βασίζεται εις την ιδέαν, ότι ο πραγματικός άνθρωπος, δηλαδή η ιδέα αυτού, είναι της αμεταβλήτου και ανάρχου πραγματικότητος…».

Σελ. 40. «...Δια τους Πατέρας ο Θεός... δεν έχει κατ' ουσίαν σχέσεις με τον κόσμον, αλλά μόνον κατ' ενέργειαν και βούλησιν, χωρίς καμμίαν αλλοίωσιν της ουσίας του».

Σελ. 43. «...Το θεμέλιον της βιβλικής και Πατερικής
πίστεως, ζωής και θεολογίας είναι, ότι ο Θεός δια της ακτίστου αυτού ενεργείας εποίησε τον κόσμον... και άνευ διαμέσου τινός...

Σελ. 45. «...Δια τους Πατέρας της Εκκλησίας... η δημιουργική ενέργεια του Θεού δεν είναι αυτή αύτη η ουσία αυτού...».

Σελ. 46. «...Ούτως ο κόσμος δεν απορρέει κατά φυσικόν τρόπον εκ της ουσίας του Θεού, ούτε είναι κτιστή ενέργεια του Θεού, αλλά τουναντίον είναι αποτέλεσμα της ακτίστου αυτού ενεργείας».

»Υποσ. 1. Ο Θωμάς Ακινάτης και οι ακολουθούντες αυτόν και τον Αυγουστίνον θεολόγοι... συγχέοντες και ταυτίζοντες τας ενεργείας και τας ιδιότητας του Θεού μετά της ουσίας αυτού... ισχυρίζονται, ότι ο Θεός... δημιουργεί εκ του μηδενός εν χρόνω μόνον, συλλαμβάνει δε την ιδέαν περί του κόσμου κατ' ανάγκην και κατ' ουσίαν. Ούτω δεν υπάρχει διάκρισις μεταξύ της προγνωστικής και της δημιουργικής ενεργείας του Θεού... Εν προκειμένω ο... Άγ. Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Ει μηδέν διαφέρει της θείας προγνώσεως η του Θεού δημιουργική ενέργεια, τη προγνώσει του Θεού σύνδρομα έσται τα δημιουργήματα, δημιουργούμενα ανάρχως, ως ανάρχως αυτού δημιουργούντος, επεί και ανάρχως αυτός τε προγινώσκει...».

«Υποσ. 2. Επειδή εις το σύστημα του Ακινάτου η θεία ενέργεια, βούλησις, ύπαρξις κλπ. ταυτίζονται μετά της θείας φύσεως, είναι επόμενον να ταυτίζονται και μετά της θείας ουσίας τα αρχέτυπα των κτισμάτων... Ούτως η δημιουργία είναι αντιγραφή της Θείας Ουσίας δια της ενυποστατοποιήσεως των αρχετύπων...».

Σελ. 46. Υποσ. 3. «Ταυτίζοντες οι Σχολαστικοί και γενικώς οι Δυτικοί την θείαν ουσίαν και άκτιστον ενέργειαν αποφεύγουν τον πανθεϊσμόν δια της εκδοχής της εν τω κόσμω ενεργείας του Θεού ως κτιστής...».

Σελ. 47. «...Αι εν τω κόσμω ενέργειαι και δυνάμεις του Θεού δεν είναι ενυπόστατοι ουσίαι, όπως ενόμιζον οι Έλληνες φιλόσοφοι και Γνωστικοί.... Η σύγχυσις ενεργείας και ουσίας του Θεού σημαίνει ουσιαστικήν σχέσιν μεταξύ δημιουργού και δημιουργημάτων. Ούτως ο κόσμος είτε εν τη μορφή των αρχετύπων υπάρχων εν τη ουσία του Θεού, είτε εν υλική μορφή, κατ' ουσίαν είναι συνάναρχος και συναΐδιος τω Θεώ…»

Σελ. 48. «... Άλλο, λοιπόν, είναι η προνοητική, δημιουργική, αποκαλυπτική και σωστική ενέργεια του Θεού, και άλλο η ουσία αυτού».

Σελ. 50. Υποσ. 5. «Ο Ιωσήφ Βρυέννιος καταδικάζει ως βλάσφημον τον Ακινάτην, διότι τας Πλατωνικάς ιδέας τη θεία φύσει προσάπτει...».

Σελ. 57. Υποσ. 1. «Ο Θεός θέλει την σωτηρίαν όλων, αλλ' η θεία αύτη θέλησις δεν είναι αναγκαστική ενέργεια, διότι ο Θεός θέλει υπεράνω όλων τον άνθρωπον ελεύθερον. Η θεία χάρις, η σωστική ενέργεια λοιπόν δεν είναι όπως εφαντάζετο ο Αυγουστίνος... ακαταγώνιστος... Η σύγχυσις θείας θελήσεως και σωστικής θείας ενεργείας οδηγεί λογικώς εις τον απόλυτον προορισμόν Αυγουστινείου η Ωριγενείου τύπου».

Σελ. 61. «...Αφού... μετά τον Αυγουστίνον ίσχυσε πλέον εις την Δύσιν η αντίληψις, ότι ο Σατανάς και ο θάνατος... είναι όργανα της θείας οργής, το δόγμα περί απολυτρώσεως έλαβεν... άλλην όψιν και τελικώς εξειλίχθη εις τας γνωστάς μορφάς της Δυτ. Θεολογίας...».

Σελ. 62. «...Ενταύθα διακρίνει τις σαφώς διατί ο Αυγουστίνος είναι πατήρ των βιβλιστών. Αφού ο Διάβολος και ο θάνατος θεωρούνται ως όργανα της θείας δικαιοσύνης, η κατάργησίς των δεν δύναται να αποτελή τον σκοπόν της θείας επιφανείας, αλλά μόνον το αποτέλεσμα αυτής».

Σελ. 66. «...Ο Αυγουστίνος, ανησυχών δια την τυχόν αμφισβήτησιν της παντοδυναμίας του Θεού και μη έχων υπομονήν να αναμένη την αποκάλυψιν αυτής εν τη Δευτέρα Παρουσία, έσπευσε να την κατοχυρώση φιλοσοφικώς δια της αναγωγής αυτής εις την θείαν ουσίαν. Αλλ' εν τη σπουδή του να υπεραμυνθή της δυνάμεως του Θεού, αφήρεσε την ελευθερίαν από τον Σατανάν και από τον άνθρωπον, κατέληξεν εις την απόδοσιν του κακού εις τον Θεόν με την δικαιολογίαν της ενώπιον αυτού ενοχής των ανθρώπων πριν ακόμη ούτοι ίδουν το φως της ημέρας».

Σελ. 75. «...Όλως αβάσιμος είναι η γνώμη των Δυτικών ότι ο Σατανάς είναι όργανον της θείας οργής. «Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; Τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ;» (Β΄ Κορ. Στ΄ 14-15)... Ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί, «ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι, τον Διάβολον» (Εβρ. Β΄ 14). Μεταξύ Θεού και Σατανά συμβιβασμός δεν υπάρχει∙ τουναντίον διεξάγεται πόλεμος μέγας».

Σελ. 112. «Η καθαρώς δικανική περί πτώσεως αντίληψις, υπό φιλοσοφικήν μορφήν, εισήχθη οριστικώς εις την Δυτικήν θεολογίαν υπό του ιερού Αυγουστίνου. Ένεκα των εσφαλμένων αυτού περί Θεού αντιλήψεων και των ευδαιμονιστικών αυτού προϋποθέσεων, ήτο αδύνατον εις αυτόν να εναρμονίση καταλλήλως την περί ηθικής τελειώσεως διδασκαλίαν της Κ.Δ. μετά του περί πτώσεως δόγματος...».

«Υποσ. 1. Ένεκα της αντιλήψεώς του περί προορισμού και αρχεγόνου δικαιοσύνης ο Αυγουστίνος φρονεί, ότι ήτο εύκολος η υπό των πρωτοπλάστων τήρησις της εντολής, δια τούτο δε και η τιμωρία υπήρξε τόσον μεγάλη. Κατ' αυτόν η πτώσις του Αδάμ δεν έγινε κατ' αρχήν δια της απάτης του όφεως, αλλά κρυφίως εν τη βουλήσει του Αδάμ δια της αποστροφής αυτής υπό του υψίστου αγαθού. Αιτία της αποστροφής ήτο η υπερηφάνεια...».

Σελ. 141-142. «...Ο άνθρωπος δεν επλάσθη τέλειος κατά το πρότυπον του φύσει αγαπώντος ευδαίμονος Θεού της Δύσεως, αλλά τουναντίον εκτίσθη σχετικώς τέλειος, ίνα καταστή τέλειος...».

»Ως εκ τούτου δεν παρουσιάζεται εις τους υπό εξέτασιν συγγραφείς και εις την Ελληνικήν Πατερικήν παράδοσιν το υπό του Αυγουστίνου δημιουργηθέν αδιέξοδον περί της δυνατότητος της πτώσεως των πρωτοπλάστων, οίτινες ως θεαταί της θείας ουσίας θα έδει να ήσαν κατά πάντα τέλειοι. Ενώ δια τον Αυγουστίνον και τους Δυτικούς εν γένει το προπατορικόν αμάρτημα θεωρείται μόνον ως μία πτώσις, δηλαδή ως πτώσις προς τα κάτω εξ αυτής ταύτης της τελειώσεως, δια τους πρώτους και μετέπειτα Θεολόγους της Εκκλησίας το προπατορικόν αμάρτημα δεν είναι μόνον μία πτώσις της αρχεγόνου καταστάσεως σχετικής τελειότητος, αλλ' επί πλέον και εκ της οδού προς την κατά Θεόν τελείωσιν και θέωσιν».

«Επίσης εις τα συγγράμματα των πρώτων χριστιανών ελλείπει η κοσμολογία του Αυγουστίνου και των Δυτικών εν γένει, καθ' ην η δικαιοσύνη του Θεού είναι μία γενικώς επικρατούσα παρούσα πραγματικότης. Ενώ δε δια τον Αυγουστίνον η εις χείρας του Διαβόλου και εις θάνατον καταδίκη του ανθρώπου είναι, ένεκα της εν τω Αδάμ συνενοχής όλων των ανθρώπων, θέλημα Θεού, παρά τοις συγγραφεύσι των δύο πρώτων αιώνων επικρατεί η εσχατολογική αντίληψις περί δικαιοσύνης, καθ' ην ο Θεός δεν θέλει, αλλ' ανέχεται την παρούσαν άδικον ενέργειαν του Σατανά και του ανθρώπου, ίνα δοκιμασθούν και δια πειρασμών τελειοποιηθούν οι μέλλοντες σωθήναι...».

Σελ. 156-157. «...Η ριζική διαφορά μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής παραδόσεως συνίσταται εις το ότι η Δύσις θεωρεί τον θάνατον ως φαινόμενον εκ Θεού, ενώ οι συγγραφείς της υπό εξέτασιν περιόδου και οι Έλληνες Πατέρες εν γένει τονίζουν, ότι ο Θεός δεν έκτισε τον θάνατον...».

«...Ο μυστικισμός της Δύσεως δεν είναι αληθώς Χριστοκεντρικός...»

Σελ. 159. «...Όταν επεκράτησεν η Ανσέλμειος θεωρία, καθ' ην μόνον η σταυρική θυσία εξηυμένισεν εφ' άπαξ τον Θεόν, ήτο φυσικόν να καταλήξουν οι Προτεστάνται εις το συμπέρασμα, ότι τα μυστήρια, τα καλά έργα κλπ. δεν εξευμενίζουν, και ότι μόνον η πίστις εις τον εσταυρωμένον Χριστόν δύναται να σώση...».

Ο αυτός επίσης μακαριστός καθηγητής εν πραγματεία του υπό τον τίτλον «Η Θεολογία των τριών Ιεραρχών... εν τη Λατινική και Φραγκική Παραδόσει», προσέθεσε, σχετικώς, συν άλλοις και τα εξής:

«...Αγνοών την ελληνικήν γλώσσαν ο Αυγουστίνος δεν ηδύνατο να μελετήση ούτε την Καινήν Διαθήκην εις το πρωτότυπον, ούτε τα συγγράμματα των Ελλήνων Πατέρων Ανατολής τε και Δύσεως. Και όχι μόνον αυτό. Αλλ' εξ αιτίας των φιλοσοφικών και θεολογικών του προϋποθέσεων δεν ηδυνήθη να κατανοήση ορθώς ούτε τα συγγράμματα των Λατίνων τα γραφέντα εντός των πλαισίων της Ελληνικής Πατερικής Παραδόσεως».

»...Επίσης ο Αυγουστίνος ολίγην είχε γνώσιν της ελληνικής φιλοσοφίας, την οποίαν εγνώριζε μόνον από λατινικάς περιγραφάς και μεταφράσεις....

»Ο Αυγουστίνος ήλθεν εις οξείαν θεολογικήν αντίθεσιν με τον μαθητήν του Χρυσοστόμου Άγ. Ιωάννην τον Κασσιανόν εις τα θέματα περί Χάριτος, αμαρτίας, προορισμού και ελευθερίας...

»....Κατά τον Ζ΄ αιώνα εγένετο γνωστόν εις την Ανατολήν, ότι οι Λατίνοι ωμίλουν περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού. Ως έκφρασις υπάρχει εις τον Αμβρόσιον και ως διδασκαλία εις τον Αυγουστίνον...»[202].

»...Ο Αυγουστίνος, εν αντιθέσει πάλιν προς τους Έλληνας και Λατίνους Πατέρας, νομίζει, ότι εις των σκοπών της θεολογίας είναι η διερεύνησις της ουσίας του Θεού...

»Ο Αυγουστίνος... συγχέει τας προαιωνίους ενεργείας του Θεού με την γέννησιν και εκπόρευσιν. Δια τούτο δεν γνωρίζει διατί το Άγιον Πνεύμα δεν είναι Υιος. Δια τον ίδιον λόγον όμως το Filioque είναι απαραίτητον δια τον Αυγουστίνον, ίνα μη συγχέωνται τα πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

»...Ισχυρίζονται οι ακολουθούντες κατά γράμμα τον Αυγουστίνον..., ότι... την ενοχήν του Αδάμ εκληρονόμησαν όλοι οι απόγονοι αυτού και ούτως η δικαιοσύνη του Θεού κατεδίκασεν εις την κόλασιν όλην την ανθρωπότητα και επέβαλεν εις αυτήν την ποινήν του θανάτου... Ο Θεός όμως, επειδή ήθελεν, εξέλεξεν εκ των ανθρώπων μίαν ομάδα και προώρισεν αυτήν δια την σωτηρίαν. Οι μη εκλεγέντες δεν πρέπει να παραπονούνται (!), αφού ως συνένοχοι δια την αμαρτίαν του Αδάμ τιμωρούνται δικαίως....

»...Επομένως η σωτηρία δεν είναι συνεργασία μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αλλ' ενέργεια του Θεού επί του ανθρώπου...

»...Ο Αυγουστίνος γράφει εις το Contra Academicos, ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Πλατωνικών και Αγίας Γραφής.

»...Το παράδοξον είναι, ότι ενώ ο Άγ. Αμβρόσιος..., μετά των Ελλήνων Πατέρων απορρίπτει ρητώς το επί υπερβατικών αμεταβλήτων ιδεών βασιζόμενον νεοπλατωνικόν σύστημα (το οποίον ο Αυγουστίνος ουδέποτε αμφεσβήτησε) και ακολουθεί την Ορθόδοξον διδασκαλίαν περί αποκαλύψεως του Θεού εις τους προφήτας..., ο Αυγουστίνος δημιουργεί μίαν πρωτότυπον σύνθεσιν, η οποία επεκράτησεν εις την Φραγκολατινικήν Παράδοσιν.

»...Εν αντιθέσει προς την Θεολογίαν των τριών Ιεραρχών ο Αυγουστίνος διδάσκει, ότι μόνον οι σεσωσμένοι θα ίδουν δια της χάριτος και δια της λογικής των τον Θεόν και τα εν αυτώ αρχέτυπα των όντων.... Επεκτεινόμενος επί των νεοπλατωνικών τούτων προϋποθέσεων παραδέχεται, ότι δύναταί τις εν τη ζωή ταύτη να φθάση εις ενόρασιν των εν τη θεία ουσία αρχετύπων δια της εκστάσεως η οφείλει να γνωρίζη αυτά δια του φωτισμού.

»... Ο Αυγουστίνος... κατ' ουσίαν συμφωνεί με τας γνωσιολογικάς προϋποθέσεις των Αρειανών και Ευνομιανών.

»...Οι τρεις Ιεράρχαι ορθώς τονίζουν, ότι ο Θεός παραμένει πάντοτε φίλος των ανθρώπων... και, εν Χριστώ, καταλλάσσει τον κόσμον προς τον Εαυτόν του... Αι προϋποθέσεις της Ανσελμείου διδασκαλίας περί ανάγκης ικανοποιήσεως της δήθεν προσβληθείσης θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου δεν είναι Ορθόδοξοι. Οι Έλληνες Πατέρες σαφώς απορρίπτουν την Αυγουστίνειον βάσιν της διδασκαλίας ταύτης, δηλαδή την κληρονομικήν μετάδοσιν της ενοχής του Αδάμ.

»...Ουδέποτε εδέχθησαν οι Έλληνες Πατέρες ηθικόν, φιλοσοφικόν η κοινωνικόν σύστημα βασιζόμενον επί μιας δήθεν αμεταβλήτου Μεταφυσικής...». Υποδεικνύει ούτω και καθορίζει σαφώς ο μακαριστός καθηγητής τα πνευματικά αίτια, εκ της επιδράσεως των οποίων ο Άνσελμος Καντερβουρίας (1033-1109) κατέληξεν εις την διατύπωσιν της φερούσης το όνομά του θεωρίας, της «ικανοποιήσεως» δηλαδή (ως τιμωρού...) της θείας δικαιοσύνης δια της σταυρικής θυσίας του Κυρίου, ως και τας πνευματικάς συνεπείας, αίτινες επηκολούθησαν εκ της επικρατήσεως της θεωρίας ταύτης ιδία εν τη Δύσει. Αρκούντως δε, φρονούμεν, συνάγεται εκ τούτων, ότι, όπως και ούτος τονίζει, οι γενεσιουργοί λόγοι της τελικής διαμορφώσεως της θεωρίας ταύτης, της βλασφήμου κατά βάθος και αιρετικής, οφείλονται εις τας περί Θεού και δημιουργίας εν γένει πεπλανημένας, κατ' ουσίαν, δοξασίας του Αυγουστίνου.

»Και είναι τόσον πρόδηλοι οι λόγοι οι προκαλέσαντες τας περί Θεού και ανθρώπου, αλλά και της όλης δημιουργίας πεπλανημένας η και αιρετικάς, δοξασίας του Αυγουστίνου. Θαυμαστής ούτος της νεοπλατωνικής ιδία φιλοσοφίας και παρασυρθείς εκ της επιδράσεως αυτής εις τον «ορθολογισμόν» και τον «Μανιχαϊσμόν» (εκ του οποίου αργότερον απεμακρύνθη δια της διδασκαλίας του Αγ. Αμβροσίου), δεν ηδυνήθη να απαλλαγή τελείως της επιδράσεως ταύτης και δεν ηδυνήθη κυρίως, και κατ' αρχήν, να διακρίνη – ως έπραξαν πάντες οι Άγ. Πατέρες και απολογηταί της Εκκλησίας – ότι πάσαι αι περί του «μη όντος» ιδέαι του Θεού (τα «αρχέτυπα» πάντων των κτισμάτων), τας οποίας έχων ούτος εν τω απείρω νοΐ αυτού (Ρωμ. ΙΑ΄ 34) προ καταβολής κόσμου οντοποιεί εκάστοτε τη βουλήσει αυτού όλως ελευθέρως, είναι ιδέαι «ψιλαί» και ουχί ενυπόστατοι, άρα δε και ενσυνείδητοι η, άλλως, οντοτικαί, ως επίστευον οι Νεοπλατωνικοί, αλλά και ο Πλάτων, όπως και άλλοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, θεωρούντες, γενικώς, ως αυθύπαρκτον και την ύλην και συνάναρχον με τον Θεόν, εις ον απέδιδον μόνον την εις «κόσμους» διάταξίν της, αποκαλούντες Αυτόν απλώς «μορφοποιόν» αυτής. Επίσης, ότι αι «ψιλαί» αύται περί του «μη όντος» ιδέαι του Θεού, γεννηθείσαι η συλληφθείσαι υπ' αυτού προ καταβολής κόσμου, ουδόλως προήλθον εκ της ουσίας του Θεού ως απόρροια ταύτης, ουδέ μετέσχον ωσαύτως αυτής μετά την γέννησιν η σύλληψιν δι' οιασδήποτε μετουσιώσεως προς αυτήν. Παρέμειναν εν τω Θεώ «ψιλαί» μέχρι της εξ ουκ όντων οντοποιήσεώς των, όπως παραμένουσιν εν Αυτώ τοιαύται, και αι μέχρι σήμερον μη οντοποιηθείσαι, αίτινες θα οντοποιηθώσιν εν τοις «καιροίς» αυτών (Ματθ. ΚΑ΄ 41 κ.α.) προς ολοκλήρωσιν του όλου «έργου-μυστηρίου» του Θεού (Πράξ. ΙΓ΄ 41, Ιωάν. Ε΄ 20 κ.α.). Παρέμειναν δηλ. «μη ον»[203].

Δεν ηδυνήθη προς τούτοις να διακρίνη, ότι πάσαι αι ιδιότητες του Θεού (αγιότης, αγάπη, δικαιοσύνη...) ουδόλως επίσης ταυτίζονται μετά της Θείας Ουσίας, όπως και η δημιουργική ενέργεια αυτού, ήτις, προσέτι, κατά την θαυμασίαν επεξήγησιν του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, διαφέρει απολύτως της προγνωστικής τοιαύτης.

Πιστεύσας δε, κατόπιν τούτων, εις την ταυτότητα της θείας Ουσίας και της θείας «προγνώσεως, ενεργείας και βουλήσεως», όπως και ότι αι περί του «μη όντος» ψιλαί ιδέαι του Θεού, τα «αρχέτυπα» των κτισμάτων, η απορρέουσιν εκ της Θείας Ουσίας η οντοποιούνται και μετουσιούνται, ούτως ειπείν, εις θείαν ουσίαν άμα τη υπό του Θεού συλλήψει η γεννήσει αυτών, μοιραίως παρεσύρθη εις είδός τι η «πανθεϊσμού» η «πανενθεϊσμού» και απολύτου προορισμού, δια της δοξασίας ότι και προ της δημιουργίας αυτών πάντα τα κτίσματα υπήρξαν εν τω Θεώ, ως «ιδέαι» η «αρχέτυπα», ενυποστάτως.

Εθεώρησεν όθεν ο Αυγουστίνος, όπως εν συνεχεία και οι Σχολαστικοί αλλά και πάντες οι Δυτικοί, ότι όχι μόνον επλάσθησαν τέλειοι οι πρωτόπλαστοι και ημάρτησαν ως τοιούτοι, ως είπομεν, εφόσον αι περί αυτών «ψιλαί ιδέαι» – τα «αρχέτυπα» – μετέσχον της θείας ουσίας προ της εξ ουκ όντων οντοποιήσεως αυτών, αλλ’ ότι προσέτι άπαν το ανθρώπινον γένος ημάρτησεν ομοίως. Ουχί δε μόνον διότι επρόκειτο να επιβαρυνθή δια του προπατορικού αμαρτήματος, περιλαμβανόμενον δυνάμει εν τω σπέρματι του Αδάμ, αλλά και διότι και αι περί πάντων των ανθρώπων «ψιλαί ιδέαι» του Θεού υπήρξαν επίσης ως «αρχέτυπα» ενυπόστατοι προ καταβολής κόσμου εν αυτώ τω Θεώ και έσχεν ούτος ούτω την τελείαν περί αυτών πρόγνωσιν προ της οντοποιήσεως αυτών. Ότι μετά την τοιαύτην πτώσιν και αμαρτίαν των ούτω πως ως τελείων θεωρηθέντων ανθρώπων, προσεβλήθη αυτή αύτη η ουσία του Θεού (της οποίας, ως είπομεν, οπωσδήποτε μετέσχον ούτοι κοινωνήσαντες μετ’ αυτής «ως αρχέτυπα» προ της εξ «ουκ όντων» οντοποιήσεώς των), ούτω δε προσεβλήθη τόσον η θεία αγάπη όσον και η θεία δικαιοσύνη, αι μετά της θείας ουσίας, κατ' αυτούς και πάλιν, ταυτιζόμεναι. Ότι εξ αιτίας τούτων – και λόγω της απείρου θείας προγνώσεως – εξεδηλώθη εναντίον πάντων των ανθρώπων η θεία οργή και προ της δημιουργίας των έτι, προγνωστικώς δ' επίσης ότι ετάχθησαν και προωρίσθησαν υπό του Θεού και αι διάφοροι τιμωρίαι, ως και ο θάνατος εναντίον των κατά πρόγνωσιν αμαρτωλών! Τέλος, ότι εξελέγη, υπό του Θεού και πάλιν, ως εκτελεστικόν όργανον της θείας οργής και των τιμωριών η ποινών των υπό του Θεού επιβληθεισών ο Σατανάς, προηγηθείς εις την αμαρτίαν και την πτώσιν. Ούτω δε διεμορφώθη εν παράλογον και αιρετικόν κατά βάθος σύστημα νομικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, και των πνευματικών, εν γένει, κτισμάτων, και του Θεού, διότι δεν κατενοήθη επαρκώς η έννοια της υπό του Θεού δωρηθείσης, εις τα πνευματικά κτίσματα ενσυνειδήτου ελευθερίας και εθεωρήθη αδύνατος η ύπαρξις ελευθέρων βουλήσεων ουχί μόνον αντικειμένων εις το θέλημα του Θεού αλλά και αντενεργουσών εις το έργον αυτού.

Συναναμιχθεισών ούτω των περί Θεού και δημιουργίας, εν γένει, πεπλανημένων δοξασιών της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, και δη των νεοπλατωνικών (εν αις εθεωρούντο ανθρωποπαθώς και πάσαι αι θείαι ιδιότητες), τας οποίας η Εκκλησία απέρριψε τελείως και κατεδίκασε, μετά των παρερμηνειών τόσον των περί της λυτρωτικής θυσίας του Κυρίου χωρίων της Γραφής, όσον και της αληθούς εννοίας του υπό του Κυρίου προσφερθέντος «λύτρου», διεμορφώθησαν εν Ρώμη τα διάφορα περί θείας δικαιοσύνης και σωτηρίας του ανθρώπου «δικανικά σχήματα» τελική μορφή των οποίων, καθολικώς εν τη Δύσει επικρατήσασα, υπήρξεν η θεωρία του Ανσέλμου Καντερβουρίας περί «ικανοποιήσεως», δια της «σταυρικής θυσίας του Κυρίου», ως «τιμωρού» της θείας δικαιοσύνης[204]».

Η πλήρης απόδειξις της αμεταμελήτου εμμονής της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας» εις τας ως άνω κακοδοξίας παρέχεται και υπό της εις την ελληνικήν γλώσσαν κυκλοφορησάσης: «Κατήχησις της Καθολικής Εκκλησίας» εκδ. Βατικανού-Κάκτου, Αθήνα 1996, ένθα πέραν των ανωτέρω κακοδοξιών
ουδεμία διάκρισις εμπεριέχεται μεταξύ Θείας ουσίας και ακτίστων ενεργειών του Θεού.

 

ΙΣΤ. Η ενέργεια των μυστηρίων

Και περί της ενεργείας των μυστηρίων ο Παπισμός διδάσκει ότι είναι αύτη «μηχανική», εξ «έργου ειργασμένου» και δεν εξαρτάται από την διάθεσιν και την ανταπόκρισιν του θέλοντος να λάβη την χάριν των μυστηρίων. Επί τη βάσει δε της κακοδόξου ταύτης αρχής εισήγαγεν εις το μυστήριον της Μετανοίας-Εξομολογήσεως τας προμνησθείσας περιφήμους αφέσεις, τα συγχωροχάρτια, προς χρηματισμόν. Παρέχονται δε τα συγχωροχάρτια ασχέτως των υποκειμενικών, των προσωπικών διαθέσεων εκείνων, οίτινες θα επωφεληθώσι των σχετικών αφέσεων και δια τούτο ισχύουσιν, ως προείπομεν, ου μόνον δια ζώντας, αλλά και δια νεκρούς. Δια τούτο επενοήθη και το «καθαρτήριον πυρ· ίνα οι εν αυτώ ευρισκόμενοι απαλλάσσωνται του βασανισμού δια της εξαγοράς των αμαρτιών, των οφειλών των, υπό των επιζώντων συγγενών των κλπ., έναντι αναλόγων πάντοτε παροχών χρημάτων και προσφορών εις την... «Εκκλησίαν»! Και παρέχονται συγχωροχάρτια διαφόρου ενεργείας, δι' ων «αφίενται και αι μέλλουσαι αμαρτίαι εκ των προτέρων»! Αλλά ισχύουσι δι' ωρισμένα μόνον χρονικά διαστήματα (μήνας-έτη), αλλά και δι' όλην την ζωήν..., αναλόγως των καταβαλλομένων χρημάτων... Υπάρχουσιν εποχαί, καθ' ας άνευ εξομολογήσεως δίδονται αφέσεις εις όλους τους οπαδούς του Παπισμού η εις ωρισμένας μόνον χώρας η περιοχάς, κατά την εκλογήν π.χ. νέου Πάπα, κατά την ανακήρυξιν «αγίων», κατά τας Παπικάς εορτάς και όταν εορτάζωνται Ιωβηλαία. Υπάρχουσιν επίσης προνομιούχοι... εκκλησίαι, παρεκκλήσια, εικόνες η άγιαι τράπεζαι, προ των οποίων αν προσευχηθή τις, λαμβάνει συγχωροχάρτιον δι' ωρισμένας ημέρας. Τέλος, συγχωρητικήν δύναμιν αποκτώσι διάφορα αντικείμενα, σταυροί, μετάλλια κλπ., αρκεί να ευλογηθώσιν από τον Πάπαν, όστις έχει απεριόριστον δικαίωμα παροχής αφέσεων δια μελλούσας αμαρτίας και δι' οιονδήποτε λόγον, ενώ οι καρδινάλιοι έχουσι το δικαίωμα της παροχής συγχωροχαρτίων διακοσίων ημερών, οι αρχιεπίσκοποι εις την επαρχίαν των εκατό ημερών, και οι επίσκοποι πεντήκοντα ημερών. Επίσης οι ιερείς δύνανται να χορηγώσι την Παπικήν ευλογίαν με πλήρη λυσίποινα εις τους μελλοθανάτους. Το δικαίωμα δε τούτο της απεριορίστου αφέσεως και μελλουσών αμαρτιών, ως και αμαρτιών τεθνεώτων, έχει, ως προείπομεν, ο Πάπας ως διαχειριστής της περισσευούσης αξιομισθίας των αγίων, την οποίαν έδωκεν ο Κύριος μόνον εις τον Πάπαν, ως αντιπρόσωπον και τοποτηρητήν, δια να την παρέχη, όπως και όταν θέλη, εις ζώντας και νεκρούς[205].

 

ΙΖ. Οι καρδινάλιοι

Δια της καινοτομίας ταύτης του Παπισμού καθιερώθη νέα διοικητική τάξις κληρικών, οι καρδινάλιοι, η οποία ήτο άγνωστος εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, όπως είναι και μέχρι σήμερον εις την Αδιαίρετον Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν, διατηρούσαν τους τρεις βαθμούς της Ιερωσύνης, ήτοι του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αντίκειται δε και ο θεσμός ούτος εις τας σχετικάς μαρτυρίας της Γραφής, όπως και εις τας τοιαύτας όλων των αποστολικών Πατέρων και απολογητών και ακολούθως των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Δια της προσθήκης του βαθμού τούτου, το επισκοπικόν αξίωμα απώλεσε το πνευματικόν του κύρος και την πνευματικήν εξουσίαν του, των καρδιναλίων θεωρουμένων ανωτέρων επισκόπων, εξ ου και προς διάκρισιν φορούσιν ενδύματα ερυθρά.

 

ΙΗ. Η υποχρεωτική αγαμία του κλήρου

Παρά τας ρητάς ωσαύτως μαρτυρίας της Γραφής (Α΄ Τιμ. Γ΄ και Δ΄ 3, και προς Τιτ. Α΄ 6), τας διατάξεις του Ε΄ αποστολ. Κανόνος[206], ως και τας σχετικάς γνώμας αποστολικών και μεγάλων ακολούθως Πατέρων και Εκκλησιαστικών συγγραφέων, ο Παπισμός επέβαλε την υποχρεωτικήν αγαμίαν εις όλους τους βαθμούς της Ιερωσύνης. Αι συνέπειαι και της κακοδόξου ταύτης καινοτομίας υπήρξαν εξόχως τραγικαί.

 

ΙΘ. Άλλαι κακοδοξίαι του Παπισμού

Ο Παπισμός καθιέρωσεν επίσης κατά το Σάββατον την ψαλμωδίαν «αλληλούϊα», ήτις ουδέποτε εψάλλετο. Διδάσκει ότι το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ήτο κτιστόν, φυσικόν, ενώ η Ορθοδοξία πιστεύει τούτο θείον, άκτιστον, έκφανσιν του Αγίου Πνεύματος. Συνεορτάζει το άγιον Πάσχα μετά των Ιουδαίων. Εισήγαγεν εις τους ναούς του αγάλματα και ξόανα, αντί των αγίων εικόνων, αντιγράφων την ειδωλολατρίαν. Οι Παπικοί ναοί είναι εστραμμένοι ουχί προς ανατολάς (κατά την αρχαιοτάτην παράδοσιν της Εκκλησίας και εις υποτύπωσιν του ότι εξ ανατολών ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης), αλλά προς δυσμάς. Εθέσπισε τας πολλάς λειτουργίας επί της αυτής αγίας Τραπέζης κατά την αυτήν ημέραν, εισήγαγε νέας τελετάς και εορτάς, εις τας οποίας προσέδωκε φαντασμαγορικόν χαρακτήρα, ως την εορτήν της αγίας δωρεάς και της ιεράς καρδίας του Ιησού. Κατήργησε την επίκλησιν κατά τον καθαγιασμόν των τιμίων δώρων. Καθιέρωσεν, ως προείπομεν, την χρήσιν των αζύμων (αζύμου άρτου) δια την τέλεσιν του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας[207]. Επέβαλεν εις τον κλήρον την κουράν της κόμης, επίσης δε και το ξύρισμα του μύστακος και του πώγωνος, οίτινες εδόθησαν υπό του Θεού ως διακριτικά του ανδρισμού του άρρενος, και παρεβίασεν ούτω την τε υπό του Θεού τεθείσαν εν τη διαπλάσει του ανθρωπίνου οργανισμού τάξιν, ως και την ρητήν εντολήν της Γραφής, καθ' ην οι χριστιανοί (πολύ δε περισσότερον το ιερατείον της Εκκλησίας) οφείλομεν και εν τη ζωή ταύτη να είμεθα κατά πάντα «σύμμορφοι» του Κ. η. Ι. Χριστού και «μιμηταί» αυτού (Ρωμ. Α΄ 29, Φιλιππ. Γ΄ 21, Α΄ Κορ. ΙΑ΄1). Κατήργησε τας εκ παραδόσεως νηστείας και αντεισήγαγε την νηστείαν του Σαββάτου. Και, τέλος, το εκ παραδόσεως σημείον του σταυρού επέβαλεν όπως τελήται ουχί δια των τριών δακτύλων συμβολιζόντων τας τρεις υποστάσεις της Θεότητος, αλλά δι' όλων των δακτύλων παραλλήλως τιθεμένων και ουχί πάλιν εκ δεξιών προς τα αριστερά, αλλά εξ αριστερών προς τα δεξιά. Ενόθευσεν ούτω και ως προς το σημείον του σταυρού την Ι. Παράδοσιν, όπως βεβαίως και εις πάσας τας λοιπάς προμνησθείσας αιρετικάς και κακοδόξους καινοτομίας του, διότι στερηθείς δικαίως μετά την έκπτωσίν του της θείας χάριτος, εμιμήθη καθ' όλα, ίνα μη είπωμεν και υπερέβη εν πολλοίς – με τας αλλοιώσεις και παραποιήσεις της δια της Γραφής και της Ι. Παραδόσεως καθιερωθείσης επί αιώνας τάξεως εν τη Εκκλησία (Α΄ Κορ. ΙΔ΄ 40) τον Μωαμεθανισμόν, περί του οποίου ρητώς ο προφήτης Δανιήλ προεφήτευσεν: «...Και λόγους προς Ύψιστον λαλήσει και τους αγίους Υψίστου παλαιώσει και υπονοήσει του αλλοιώσαι καιρούς και νόμον...» (Δαν. Ζ΄ 24-25, πρβλ. Αποκ. ΙΓ΄ 6-8).

Ότι δε ο Παπισμός κατέστη βδελυκτός εις τον Θεόν και εστερήθη μετά την απόσχισίν του εκ της Εκκλησίας της θείας χάριτος (παρασυρθείς, ως εκ τούτου, εις τας προμνησθείσας αιρέσεις και τας λοιπάς κακοδοξίας του) βεβαιούται απολύτως ου μόνον εκ της γενομένης εν τω παρόντι πλήρους αποδείξεως ότι αντίκεινται αύται εις το αληθές πνεύμα της Γραφής, εις την ζώσαν έγγραφον Παράδοσιν της Εκκλησίας των οκτώ πρώτων αιώνων, εις τους σχετικούς Αποστολικούς Κανόνας, ως και εις τους αντιστοίχους Κανόνας πασών των μέχρι του Σχίσματος συνόδων, Οικουμενικών και τοπικών, αλλά και εκ των ως κατωτέρω πνευματικών μαρτυριών υψίστης και αμαχήτου πνευματικής σημασίας. Περί της πρώτης τούτων, εν τω Α΄ τόμω της Μεγ. Ελλην. Εγκυκλοπαιδείας, σελ. 296, αναφέρονται τα εξής:

«Είναι δε τοις πάσι γνωστόν ότι, και έτη ολόκληρα αν μείνη το αγιασθέν τούτο ύδωρ (σ.σ. του Μ. Αγιασμού) εις τα υάλινα δοχεία, διατηρείται άσηπτον. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Αύτη εστίν η ημέρα καθ' ην εβαπτίσατο ο Χριστός και την των υδάτων ηγίασε φύσιν. Δια τούτο και εν μεσονυκτίω κατά την εορτήν ταύτην άπαντες υδρευσάμενοι, οίκαδε τα νάματα αποτίθενται και εις ενιαυτόν ολόκληρον φυλάττουσιν, άτε δη σήμερον αγιασθέντων των υδάτων. Και το σημείον γίνεται εναργές, ου διαφθειρομένης της των υδάτων εκείνων φύσεως τω μήκει του χρόνου, αλλ' εις ενιαυτόν ολόκληρον και δύο και τρία πολλάκις έτη του σήμερον αντληθέντος ύδατος ακεραίου και νεαρού μένοντος» (Ε.Π. Migne, τομ. 49, σελ. 366). Εν αντιθέσει προς τους ορθοδόξους, οι παπικοί εμβάλλουσιν άλας και εν τω ύδατι του αγιασμού και εν τω του βαπτίσματος, ίνα διατηρήσωσιν αυτό άσηπτον. Δις του έτους «αγιάζουσιν» οι Λατίνοι το ύδωρ του κατ' αυτούς βαπτίσματος, τη παραμονή του Μεγ. Σαββάτου και της Πεντηκοστής, εμβάλλουσι δε εις τούτο και άλας, και θησαυρίσαντες εις ευμέγεθες σκεύος, ό καλούσιν ευπρεπώς κολυμβήθραν (ήτις ευρίσκεται εν τη Εκκλησία), κατακλείουσιν υπό κλειδί. Εντεύθεν εξάγουσι δι' όλου του έτους, όσον εκάστοτε αναγκαίον προς χρείαν του ραντίσματος. Επειδή δε το ύδωρ όζει πολλάκις και πάσχει, οία εικός ύδωρ κοινόν δι' έτους ακινητούν, διατέτακται τοις ιερεύσι, εν τοιαύτη περιπτώσει, εξ άλλης Εκκλησίας λαμβάνειν, είπερ αφθορώτερον ευρεθείη προς ραντισμόν» (Κ. Οικονόμου «Τα σωζόμενα εκκλ. συγγράμματα», τ. Α΄, σ. 472).

Δευτέρα μαρτυρία είναι το εν τη «Ασματική ακολουθία και τω βίω του αγ. Σπυρίδωνος Κερκύρας (έκδ. 1951) υπό Μητροπολίτου Κερκύρας κυρού Μεθοδίου, σελ. 212-227, περιγραφόμενον μέγα θαύμα του Αγίου, το γενόμενον την νύκτα της 12ης Νοεμβρίου 1716, καθ' ό, «εμφανισθείς δις ο άγιος προηγουμένως κατ' όναρ εις τον τότε ηγεμόνα της νήσου Κερκύρας Πιζάνην και συστήσας αυτώ να μη κατασκευάση θυσιαστήριον (αλτάριον) εν τω ιερώ του εν τη πόλει της Κερκύρας ναού του (ένθα φυλάττεται το άγιον λείψανόν του άφθαρτον) χωρίς να εισακουσθή, περί ώραν 12ην της νυκτός ενεφανίσθη εις τον φρουρούντα σκοπόν της ακροπόλεως της νήσου ως μοναχός, κρατών ανημμένον δαυλόν. Του σκοπού δε θελήσαντος να πυροβολήση κατ' αυτού (διότι δεν απήντησεν εις τας ερωτήσεις του «ποίος ήτο...»), αυτόν μεν ήρπασεν από της χειρός και τον εξεσφενδόνισεν έξω της ακροπόλεως..., δια να ευρεθή όρθιος πλησίον του ι. ναού του Εσταυρωμένου κρατών το όπλον του· την δε πυριτιδαποθήκην του φρουρίου ανετίναξε δια του ανημμένου δαυλού, φονευθέντων, συνεπεία της εκρήξεως, του ηγεμόνος Andrea Pisani, του συμβούλου του θεολόγου δομηνικανού Frangipum και 900 περίπου Λατίνων, κατοικούντων εντός της ακροπόλεως. Ταυτοχρόνως κεραυνός κατέστρεψε μόνον την εικόνα του ηγεμόνος εν τη εν Βενετία οικία του, μεγάλη δε κανδύλα αργυρά, αφιερωθείσα υπό του ηγεμόνος και δι' αργυράς αλύσεως κρεμαμένη έμπροσθεν του αγίου λειψάνου του, έπεσε χαμαί και συνετρίβη». Προς διαιώνισιν του θαύματος τούτου συνετάχθη ακολουθία και εγίνετο κατ' έτος επί τη βάσει ταύτης θεία λειτουργία, εν η εψάλλετο και το μελοποιηθέν εκφραστικώτατον απολυτίκιον έχον ούτως: «Ουκ έδει σε, Φράτορ, βαλείν την βέβηλον λατινομίαν σου εν τω ναώ Σπυρίδωνος του αγίου· ου βούλεται Σπυρίδων τα άζυμα, ως ουδέ το Σύμβολον εν προσθήκη ψαλλόμενον, διο εν βορβόρω ρίπτει σε, βόρβορον όντα». Αλλ' οι μεταγενέστεροι κατήργησαν την εορτήν..., ίνα μη δυσαρεστώνται οι Παπικοί, πολλοί όντες εν τη νήσω. Ο πρώτος όμως καταργήσας ταύτην..., οικτρόν, ως λέγεται, έλαβε θάνατον»[208].

Τρίτη μαρτυρία είναι η εν τω συγγράμματι της Ουρανίας Λαμπάκη «Ορθόδοξος Εκκλησία και Παπισμός», εκδ. 1964, σελ. 154-157, αναφερομένη, έχουσα ως εξής:

«Λατινόφρονες επί αιώνας τυμπανιαίοι[209].

»Την πολυσυζητουμένην ένωσιν – έγραφεν ο ευλαβής μοναχός (σ.σ. ο μακαριστός ήδη αγιορείτης Λάζαρος Διονυσιάτης, ο αναφερόμενος εν τη υποσημειώσει) πρώτη απεδοκίμασεν η Προστάτις ημών και Έφορος του Αγ. Όρους, η υπερένδοξος Κυρία Θεοτόκος, ήτις συνεβούλευσε τους αγίους Πατέρας να μη παραδεχθώσι την τοιαύτην ένωσιν, αλλά να την ελέγξωσι· και οι δυνάμενοι, να υπομείνουν μετά γενναιότητος τον μαρτυρικόν θάνατον, όπερ και εγένετο εις την Ι. Μονήν Ζωγράφου. Εκεί άγιός τις γέρων ήκουσε φωνήν από την εικόνα της Παναγίας, καθ' ον χρόνον έλεγε τους Χαιρετισμούς έξω της Μονής, και του είπε προστακτικώς να υπάγη ταχέως εις την Μονήν, να ειδοποιήση τους Πατέρας ότι έρχονται εχθροί του Υιού της (δηλ. ο βασιλεύς Μιχ. Παλαιολόγος και ο Πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος), και να μη τους δεχθώσιν εις την Μονήν, αλλά να τους ελέγξωσι, και οι δυνάμενοι να παραμείνωσι και να λάβωσι μαρτυρικόν θάνατον υπέρ των δογμάτων της αγίας ημών Πίστεως. Δι’ ό ο άγιος ηγούμενος μετά 26 αδελφών περικλεισθέντες εις τον πύργον της Μονής και τους λατινόφρονας ελέγχοντες υπέστησαν τον δια πυρός μαρτυρικόν θάνατον. Τοιαύται μαρτυρικαί αθλήσεις και ομολογίαι συνέβησαν και εις άλλας Μονάς.

«Και τοιαύτα μεν συνέβησαν εις τους μη αποδεξαμένους, αλλά ελέγξαντας τους λατινίζοντας ενωτικούς. Ίδωμεν δε τι επηκολούθησεν εις τους φιλικώς αυτούς υποδεξαμένους και συλλειτουργήσαντας. Εις μεν την Μονήν Ξηροποτάμου εν ώρα λειτουργίας έγινε πυρκαϊά και σεισμός μετ' ήχου και βοής. Και τον μεν ναόν κατέβαλε, τους δ' εν αυτώ ιερείς της αισχύνης κατέχωσε και τα τείχη της Μονής ανέτρεψε... Ο δε βασιλεύς και οι συν αυτώ ταύτα ιδόντες εν πολλή καταισχύνη ανεχώρησαν, ενώ ο μύκης, ο οποίος εφύτρωνε με 40 κλώνους υπό την αγίαν Τράπεζαν εν τη εορτή των αγίων τεσσαράκοντα, ουκέτι πλέον εφύτρωσεν ως βεβηλωθέντος του θυσιαστηρίου.

«Ας ίδωμεν και εις την Μεγίστην Λαύραν, όπου τους υπεδέχθησαν μετά κωδωνοκρουσιών. Και εκεί βλέπομεν ότι επηκολούθησαν φοβερώτερα, φρίκης και τρόμου γέμοντα, καθώς η αψευδής παράδοσις διέσωσεν... Ο μεν ιεροδιάκονος Λαυριώτης, ο συλλειτουργήσας εν τη θεία λειτουργία, υπό θεηλάτου οργής καταληφθείς το ζήν εξεμέτρησεν, αναλύσας ως κηρός φλεγόμενος υπό πυρός· οι δε συλλειτουργήσαντες ιερομόναχοι επτά (κατ' άλλους 11) μετά θάνατον ευρέθησαν άλυτοι, τυμπανιαίοι, των οποίων τα λείψανα μέχρι τέλους του 19ου αιώνος είχον εις τον νάρθηκα του κοιμητηρίου... εις κοινήν θέαν..., προς διδασκαλίαν και σωφρονισμόν των επιγενομένων...».

Εν συνεχεία εξιστορείται, ότι, «λόγω επισυμβάντων θλιβερών γεγονότων εκ της απαισίας θέας των αλύτων τούτων λειψάνων οι μοναχοί τα μετέφεραν εις εν σπήλαιον δυσανάβατον και απόκρημνον εις τα παράλια της Ρουμανικής Σκήτης. Αλλ' επειδή και εκεί οι περίεργοι μετέβαινον, ενέφραξαν εσχάτως δια κτιστών λίθων την θύραν του σπηλαίου, και ούτως έγινε τούτο αγνώριστον...».

Τετάρτην μαρτυρίαν πασίδηλον κεκτήμεθα την Θεόθεν κατά την ημέραν του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου δωρεάν του αχειροποιήτου Αγίου φωτός εκ του Ζωοδόχου Τάφου του Σωτήρος Χριστού αναβλύζοντος, και μόνον εις την Αδιαίρετον Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν παρεχομένου.

Είναι εξόχως άποκαλυπτικόν το γεγονός ότι ακόμη και εν τη εποχή της κατοχής των Αγίων Τόπων υπό των Φράγκων Σταυροφόρων, ως μαρτυρείται Ιστορικώς, και παρά την εκδίωξιν της Ιεραρχίας της Αδιαιρέτου Εκκλησίας υπ’ αυτών, μετεκαλείτο ο ηγούμενος της Λαύρας του Αγίου Σάββα ίνα υπουργήση εις την τελετήν του Αγίου Φωτός. Σήμερον δε οι εν προκλητική αμετανοησία διάγοντες παπικοί, μετέρχονται αθεοφοβήτως τελετήν τινά αφής του «Αγίου Φωτός» εκ χειροποιήτου ανημένης εστίας επί του λίθου της Αποκαθηλώσεως εν τω Πανιέρω Ναώ της Αναστάσεως, προς επίρρωσιν της Θεόθεν δωρεάς του αχειροποιήτου Αγίου Φωτός υπό του Ζώντος Θεού μόνον τη Αληθή Αδιαιρέτω Ορθοδόξω Καθολική Εκκλησία και καταισχύνην των αμφισβητιών του θαύματος.

Εν κατακλείδι, ύμνον αναπέμπομεν αιωνίου και αφθίτου ευγνωμοσύνης τω Τρισυποστάτω Θεώ, τω Δομήτορι της Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας εις Ην χάριτι Αυτού μετέχομεν αναξίως.

 


Σημειώσεις


[172] . Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία 5. 11.

[173] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 205 και 207.

[174] . Ιδέ Εγκύκλ. Μ. Φωτίου προς τους αρχιερ. θρόνους της Ανατολής, δια την ανάμιξιν του τότε Πάπα Νικολάου εις την Εκκλησίαν της Βουλγαρίας εις Αγίου Νεκταρίου, μνημ. έργ., σελ. 242-250.

[175] . Πρβλ. εξεικόνισιν του Αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας εις «Διδασκαλίαν του αγίου πατρός ημών Αθανασίου του Μεγάλου» υπό Σωφρονίου μοναχού Αγιορείτου, έκδ. 1885, σελ. 187-190: «Ώσπερ ο Ήλιος ένι εις, ο δε ήλιος έχει ακτίνα και φως, και εισίν εν τω ηλίω τρία πρόσωπα, δίσκος, ακτίς και φως, και δίσκος μεν καυκίον του ηλίου, ακτίς δε καταβαινομένη λαμπαδοφανώς και κρούουσα προς την γην, φως δε το φωτίζον, και εις επισκιώδεις τόπους χωρίς ακτίνος. Και ιδού πρόσωπα μεν τρία, δίσκος, ακτίς και φως. Ου λέγομεν δε τρεις ηλίους, αλλ' ένα ήλιον, ουδέ λέγομεν πρόσωπον εν, άλλα πρόσωπα τρία. 'Εάν γαρ ερωτηθής, πόσοι ήλιοι εν τω ουρανώ, μέλλεις ειπείν, ότι ήλιος εις εστίν, ειδ' ερωτηθής, ότι πρόσωπα του ηλίου πόσα εστί, μέλλεις ειπείν, ότι τρία· δίσκος, ακτίς και φως. Ούτω νόει και περί Θεού. Θεός μεν εις. Πρόσωπα δε του ενός Θεού τρία, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Και εκ τούτου γίγνωσκε, ότι, ώσπερ ο ήλιός εστι τριπρόσωπος, ούτω και ο Θεός τρισυπόστατος. Τύπος γαρ του Πατρός εστιν ο δίσκος ο ηλιακός, τύπος του Υιού εστίν η ακτίς, τύπος του Αγίου Πνεύματός εστι το φως του ηλίου. Και ειπέ ούτως. 'Επί του ηλίου δίσκος, ακτίς και φως· ου λέγομεν τρεις ηλίους, αλλ' ένα και μόνον. Ομοίως επί Θεού Πατήρ, Υιος και Άγιον Πνεύμα, εις Θεός, και ου τρεις. Και πάλιν ειπέ ούτω∙ Επί του ηλίου αχώριστος ο δίσκος και η ακτίς και το φως∙ ου γαρ χωρίζονται απ' αλλήλων. Δια τούτο λέγεται και εις Θεός και ου τρεις, διότι ου χωρίζονται τα τρία πρόσωπα, του τε Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, απ' αλλήλων. Και ώσπερ ο δίσκος ο ηλιακός γεννά την ακτίνα και εκπορεύει το φως· ούτω και ο Θεός και Πατήρ γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιον. Βλέπε συνετώς∙ ώσπερ η ακτίς του ηλίου καταβαίνει εξ ουρανού προς την γην και ούτε του ηλιακού δίσκου χωρίζεται, ούτε εκ του ουρανού λείπει, ούτε από της γης, αλλ' έστι και εν τω ηλιακώ δίσκω και εν τω ουρανώ και εν τη γη και πανταχού, και ούτε των άνω λείπει ούτε των κάτω· ούτω και ο Υιος και Λόγος του Θεού κατήλθε προς την γην, και ούτε εκ του Πατρός έλειπε και ούτε εκ των ουρανών, ούτε εκ της γης, αλλ' ην εν τοις κόλποις του Πατρός αχώριστος και άνω και κάτω και πανταχού. Και ουδ' εκ τινος έλειπε. Και ώσπερ το ηλιακόν φως εστι και εν τω δίσκω τω ηλιακώ και εν τη ακτίνι και εν τω ουρανώ και εν τη γη και εισέρχεται εν ταις οικίαις και πανταχού και φωτίζει· ούτω και το Πνεύμα το Άγιον και μετά του Πατρός εστι και μετά του Υιού και άνω και κάτω και πάντα άνθρωπον φωτίζει, και ου λείπει ποτέ... Ιδού λοιπόν, ώσπερ ον ουκ οίδαμέν ποτε, ουδέ γιγνώσκειν δυνάμεθα, ποταπός ην, όταν δε ίδωμεν την εικόνα αυτού, τότε μικρόν κατανοούμεν τον χαρακτήρα του προσώπου αυτού· ούτω μοι νόει και περί του Θεού· «τον γαρ Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Πως ουν καταλαβέσθαι τίνα δύναται; Αλλ' επειδή φως εστι και ονομάζεται Θεός, εκ του αισθητού τούτου φωτός εξεικονίζομεν αυτόν, ώστε λοιπόν, ως προείπομεν, εις τύπον του ηλίου χαρακτηρίζομεν την Αγίαν Τριάδα, λέγοντες είναι τον μεν Πατέρα δίσκον, τον δε Υιόν ακτίνα, το δε Πνεύμα το Άγιον φως εκ φωτός. Και ώσπερ ο δίσκος και η ακτίς και το φως εν εισι και τρία αμερίστως μεριζόμενα, ούτω και ο Θεός η Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιος και το Πνεύμα το Άγιον εν εστι και τρία, μεριζόμενα μεν εν τοις προσώποις κατά τον ήλιον, αμέριστα δε τη φύσει διαμένοντα. Και ώσπερ ο δίσκος του ηλίου μόνος εστί αίτιος και αγέννητος, η δε ακτίς αιτιατή και γεννητή εκ του δίσκου, το δε φως εκπορευτόν εκ μόνου του δίσκου, δια της ακτίνος πεμπόμενον και καταλάμπον τα περίγεια· ούτω και ο Θεός και Πατήρ αυτός μόνος εστίν αίτιος τοις δυσί και αγέννητος. Ο δε Υιος εκ μόνου του Πατρός αιτιατός και γεννητός· αυτό το Πνεύμα εκ μόνου του Πατρός αιτιατόν και εκπορευτόν, δια δε του Υιού εν τω κόσμω αποστελλόμενον».

[176] . Πράξ. ΙΖ΄ 28, Κολασ. A΄ 16 και 17, Εφεσ. Α΄ 10 και Γενέσ. Α΄.

[177] . Σχετική προς την προμνησθείσαν δια του ηλίου εξεικόνισιν του τρισυποστάτου Θεού υπό του Αγίου Αθανασίου είναι και η επομένη εξεικόνισις του αυτού αγίου πατρός δια του «πυρός», έχουσα ούτως:

      «Αλλά ακμήν και άλλην εικόνα του Θεού άκουσον, αγαπητέ. Ιδού το πυρ εν εστι, αλλά και τρισυπόστατον. Αυτό γαρ εν εστι το υποκείμενον πυρ, το δε καυστικόν αυτού έτερον πρόσωπον, και το φωτιστικόν αυτού άλλο πρόσωπον. Ιδού λοιπόν τρία πρόσωπα του ενός πυρός – ήτοι το υποκείμενον πυρ, και το καυστικόν, και το φωτιστικόν, μία δε φύσις του πυρός και ου τρεις. Ομοίως και επί του Θεού. Ο γαρ Πατήρ ένι το πυρ. Ο Υιος το καυστικόν, και το Πνεύμα το Άγιον το φωτιστικόν. Και ώσπερ επί του πυρός, το καυστικόν και το φωτιστικόν και αυτό το υποκείμενον πυρ εν λέγομεν και ου τρία, ούτω λέγομεν και επί του Θεού τα τρία πρόσωπα, τον τε Πατέρα και Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον, Θεόν ένα λέγομεν, και ου τρεις».

[178] . Πρβλ. Αγ. Αθ. Παρίου, Δογματική, σελ. 145, κεφ. Β΄ «...Πάντων μεν ποιητήν, ενός μόνον Πατέρα, του Κ. η. Ι. Χριστού (του μονογενούς αυτού Υιού - Λόγου) και προβολέα του Αγίου Πνεύματος».

[179] . Χρ. Ανδρούτσου, Δογματ. § 15, σελ. 83.

[180] . Ιδέ και τον περί Αγίας Τριάδος Εκκλησιαστικόν όρον του Αγ. Αθανασίου Αλεξανδρείας.

[181] . Ιδέ εγκύκλιον Μ. Φωτίου προς τους Πατριάρχας και επισκόπους της Ανατολικής Εκκλησίας εις Αγ. Νεκταρ., μν. έργ., σελ. 248-249. «...Εκπορεύεται το Πνεύμα και εκ του Υιού. Πόθεν ήκουσας τούτο; Εκ ποίων Ευαγγελιστών την φωνήν έχεις ταύτην; Ποίας Συνόδου το βλάσφημον τούτο ρήμα; Ο Κύριος και Θεός ημών φησί: «Το Πνεύμα ό παρά του Πατρός εκπορεύεται». Οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες το Πνεύμα φασίν, ό παρά του Υιού εκπορεύεται. Τις ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται. Προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους... Και τι λέγω τον δείνα η τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προφητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των δεσποτικών φωνών, η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται… «Προς δε γε τοις ειρημένοις, ει εκ του Πατρός μεν ο Υιος γεγέννηται, το δε Πνεύμα εκ του Πατρός και του Υιού εκπορεύεται, ως εις δύο αιτίας αναφερόμενον, ουδέ το σύνθετον είναι διαδράσειεν. «Έτι δε ει εκ του Πατρός ο Υιος γεγέννηται, το δε Πνεύμα εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορεύεται, τις η καινοτομία του Πνεύματος μη έτερόν τι αυτού εκπορεύεσθαι; Ως συνάγεται κατά την εκείνων θεομάχον γνώμην μη τρεις, αλλά τέσσαρας υποστάσεις, μάλλον δε απείρους, της τετάρτης αυτής άλλην προβαλλούσης, κακείνης πάλιν ετέραν, μέχρις αν εις την Ελληνικήν πολυπληθίαν εκπέσωσι...»

[182] . Δια της δοξασίας, ότι το Πνεύμα το Άγιον πέμπεται δια του Υιού, νοείται, ότι πέμπει, εκχέει τούτο εις τους πιστεύοντας και βαπτιζομένους εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, Ματθ. ΚΗ΄ 19).

[183] . Πρβλ. Δογματ., Χρ. Ανδρούτσου, σελ. 80, υπ. 1.

[184] . Ο «Λόγος» είναι έννοια μαθηματική, πηλίκον και λόγος αποτελούσι ταυτότητα εις τα μαθηματικά. Με την έννοιαν ταύτην καλείται ο Υιος του Θεού και «Λόγος» και ουχί με την έννοιαν του «ενδιαθέτου», του «προφορικού» λόγου. Καλείται δε και «Υιος, διότι γεννάται αϊδίως εκ της ουσίας του Πατρός απείρου Νού. Και τέλος καλείται «μονογενής», διότι ένα ενυπόστατον και ενσυνείδητον Υιόν έχει ο Πατήρ».

[185] . Χρ. Αδρούτσου, Δογματ. §15, σελ. 76-77.

[186] . Και δια του μέλλοντος «πέμψω» διακηρύσσει προφητικώς ο Κύριος, ότι «έμελλε να πέμψη» τον Παράκλητον, ήτοι θα έπεμπεν αυτόν μετά την εκ νεκρών ανάστασίν του, ότε θα ελάμβανε «πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης» Αν επρόκειτο περί αιωνίας και αϊδίου εκπομπής - εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του αιωνίου Λόγου-Υιού, θα έλεγεν, αναντιρρήτως, «ον εγώ πέμπω» – χωρίς να προσθέση ούτε την λέξιν «υμίν» – εφόσον θα επρόκειτο περί αιωνίου και αϊδίου εκπομπής – ούτε την αμέσως ακολουθήσασαν επεξηγηματικήν φράσιν, «παρά του Πατρός», εις την οποίαν προσέθεσε και σαφεστέραν έτι επεξήγησιν (προς αποφυγήν ακριβώς πάσης παρερμηνείας)· «το Πνεύμα της αληθείας, ό παρά του Πατρός εκπορεύεται» .

[187] . +Πρβλ. Ιωάν. Καλογήρου, μν. έργ., σελ. 86 και υπ. 1, και βιβλ. αυτόθι. Τοιαύτη δε είναι η διαστροφή της εννοίας της Εκκλησίας και της θέσεως του Πάπα εν αυτή, ώστε όχι μόνον οι λαϊκοί αλλά και οι κληρικοί όλων των βαθμών εμφανιζόμενοι ενώπιον του Πάπα γονυπετούν ενώπιόν του. Την θλιβεράν δε ταύτην κατάστασιν ουδόλως μετέβαλε (μάλλον δ' επεκύρωσε) και η σύνοδος του Βατικανού.

[188] . Πρβλ. και + Παν. Τρεμπέλα, «Δογματική» σελ. 327, υπ. 35. «Εφεσ. Δ΄ 15. Χρυσ. εις την προς Εφεσ., ομιλ. 6 § 1, Μ· 62. 44. Kαί τα νεώτερα συμβολικά βιβλία εντόνως εξαίρουσι την ιδιότητα του Χριστού ως μόνης κεφαλής της Εκκλησίας. Ούτως ο Κριτόπουλος (κεφ. κγ΄), παρατηρεί, ότι «ουδέποτε ηκούσθη παρά τη Καθολική Εκκλησία άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων, θανάτω υπόκειται, εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν, ανάγκη την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ' ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ' εν ριπή στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προσηκούσης αυτή κεφαλής μείναι καν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η καθάπερ και η κεφαλή. Έτι τοιαύτης κεφαλής δείται η Εκκλησία, ήτις εφ' υψηλού καθημένη, και μέντοι τεθεωμένη, δύναται αν τα πάντα εφοράν και διευθύνειν προς το βέλτιον. Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ος εστι κεφαλή πάντων, εξ Ου παν σώμα συναρμολογείται. Ης κεφαλής ζώσης δια παντός, συζή αυτή και η Εκκλησία...». Παρόμοιως ο Δοσίθεος (εν όρω ι΄) προσθέτει: «Ης τίνος Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, Αυτός ο Κ. η. Ι. Χριστός εστι κεφαλή, και Αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει πηδαλιουχεί δια των Αγ. Πατέρων. Εν πάσιν ομοφωνών αποφαίνεται και ο Μογίλας (Α΄ 85) λέγων: «Μόνος ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, κατά την διδασκαλίαν του αποστόλου «...ο ανήρ εστί κεφαλή της γυναικός, ως και ο Χριστός κεφαλή της Εκκλησίας ...». Και «...Αυτός εστι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας. «Ος εστιν αρχή.... ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων..». Εξηγεί ωσαύτως πως ο Χριστός είναι και θεμέλιον της Εκκλησίας, κατά τον απόστολον τον λέγοντα «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός». Και αν λέγωνται και οι απόστολοι και προφήται θεμέλια της πίστεως και της Εκκλησίας... δεν είναι ούτοι απλώς και πρώτως θεμέλια... μά κάτι δευτέρως... Διατί ο Χριστός δεν εθεμελίωσε την Εκκλησίαν του επάνω εις ανθρώπους, αλλ' επάνω εις τον Εαυτόν Του... (Ι. Καρμίρη, II σ. 560, 630 και 752)». Αλλά προσέτι, εν πνευματικόν σώμα αποτελούσα η Εκκλησία («θριαμβεύσασα» εν ουρανώ, και «στρατευόμενη» επί της γης) πως δύναται να έχη δύο κεφαλάς; Παρά ταύτα η σύνοδος του Βατικανού, του 1870, ανανεούσα σωρείαν προηγουμένων αποφάσεων συνόδων της Λατινικής Εκκλησίας, δι ων επεδιώχθη απ' αρχής, και επετεύχθη προοδευτικώς ο ευνουχισμός, ίνα μη είπωμεν η νέκρωσις και διαστροφή των συνειδήσεων των χριστιανών της Δύσεως, απεφάνθη, συν τοις άλλοις και ότι: «...Εάν τις έλεγε, ότι ο Πέτρος –πρώτος Πάπας και επίσκοπος Ρώμης – δεν εστέφθη υπό του Χριστού πρίγκηψ των αποστόλων (!) και «ορατή κεφαλή της στρατευομένης Εκκλησίας (και ότι ομοία κεφαλή είναι βεβαίως έκτοτε και μέχρι σήμερον και ο εκάστοτε επίσκοπος-Πάπας Ρώμης), ας είναι αναθεματισμένος» (Πρβλ· Paul Fr. Ballester Convalier, μν. εργ., σελ. 12-13).

[189] . Περί του τρόπου, καθ' ον προητοιμάσθη εις τα παρασκήνια του Βατικανού, υπό του τότε Πάπα Πίου του Θ΄ η υπό της περί ης συνόδου ψήφισις του αλαθήτου, ιδέ και Ουρανίας Λαμπάκου «Ορθόδοξος Εκκλησία και Παπισμός», σελ. 112.

[190] . Πρβλ. + Ιωάν. Καλογήρου, μν. έργ., σελ. 99-101.

[191] . Ιδίου, αυτόθι, σελ. 94 εξ.

[192] . + Ιωάν. Καλογήρου, αυτόθι, σελ. 96-97.

[193] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 306.

[194] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 162.

[195] . Πρβλ. και + Paul Fr. Ballester Convalier, μν. έργ., 30-39, ένθα εις τον κατάλογον των τόσων «αλαθήτων» (!) Παπών προστίθενται και οι: a. Γελάσιος, όστις ηκολούθει αιρετικάς δοξασίας επί του δόγματος της θείας ευχαριστίας, b. Σίξτος ο Ε΄, όστις εκυκλοφόρησε έκδοσιν των αγίων Γραφών, «διωρθωμένην εξ ιδίας αυτού χειρός...», ήτις ήτο πλήρης πλανών παντός είδους, c. Ουρβανός ο 8ος, όστις κατεδίκασεν ως αιρετικήν την θεωρίαν του Γαλιλαίου «ότι η γη στρέφεται περί τον ήλιον», d. Ζαχαρίας, όστις απηγόρευσεν επί ποινή αναθέματος να πιστεύουν οι χριστιανοί, «ότι η γη είναι στρογγύλη» και e. Πίος ο Β΄, όστις ειδοποίησε φιλικώς τον βασιλέα Κάρολον τον 7ον της Γαλλίας «να μη πιστεύη εις ό,τι λέγουν οι Πάπαι, διότι τας περισσοτέρας φοράς ομιλούσιν από πάθος η συμφέρον».

[196] . Κατά την διδασκαλίαν του Παπισμού, η χριστιανική Εκκλησία είναι μία «μοναρχία απόλυτος», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, όστις και ως τοιούτος ενεργεί. Εις την μοναρχίαν ταύτην συνίσταται η όλη δύναμις και η σταθερότης της Εκκλησίας (!), ήτις δεν δύναται να υπάρξη άνευ αυτής. Ο Χριστιανισμός στηρίζεται καθ' ολοκληρίαν επί της βάσεως του Παπισμού, όστις είναι «το σημαντικώτερον αυτού στοιχείον, το άθροισμα και η ουσία του!». Η μοναρχική εξουσία του Πάπα «ως ανωτάτου αρχηγού» και «κεφαλής της Εκκλησίας», ως ακρογωνιαίου λίθου, αλανθάστου διδασκάλου της πίστεως, εκπροσώπου του Θεού επί της γης, ποιμένος ποιμένων, άκρου αρχιερέως κλπ., είναι απολύτως εξουσιαστική, εις πάσαν στιγμήν εκτελεστή και εκτείνεται «θείω δικαίω εφ όλης της οικουμένης. Κατά δε τον καρδινάλιον Ζαμπαρέλλα, «εάν ο Θεός και ο Πάπας ευρεθώσιν εις μίαν σύνοδον, ο Πάπας δύναται να πράξη εκεί περίπου παν ό,τι ο Θεός(!) ο Πάπας όμως δύναται να πράξη και... παρανομίας(!) και κατά τούτο είναί τι πλέον η Θεός (πρβλ. Paul Fr. Ballester Convalier, μν. έργ., σελ. 19-28 και βιβλ. αυτόθι). Ωσαύτως εν σελ. 87 του αυτού συγγράμματος αναγράφονται υπό του ιδίου συγγραφέως επί λέξει τα εξής: «...δεν ήθελον πλέον να εμμένω εις τους κόλπους ενός ψευδούς Χριστιανισμού, ο οποίος εξεμεταλλεύετο το Ευαγγέλιον, δια την υπηρεσίαν των ιμπεριαλιστικών σκοπών του Καισαροπαπισμού».

[197] . Αντίκειται μάλιστα και αύτη εις την ρητήν διακήρυξιν του αποστόλου Παύλου (Β΄ προς Κορ. Ε΄ 10), καθ' ην, «...τους πάντας ημάς φανερωθήναι δεί έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς α έπραξεν, είτε αγαθόν, είτε κακόν».

[198] . Παρέλκει, φρονούμεν, να παρατηρήσωμεν, ότι και η πονηρά αύτη κακοδοξία επενοήθη υπό του Παπισμού προς εξαπάτησιν των αφελών και προς χρηματισμόν, δια της παροχής των περιφήμων «συγχωροχαρτίων». Δια τοιούτων δ' ως επί το πολύ μέσων συνεκεντρώθησαν οι αμύθητοι θησαυροί του Βατικανού, οι δια μέσου των αιώνων και μέχρι σήμερον διατιθέμενοι κατά το πλείστον προς προσηλυτισμόν και σκοπούς εν γένει προπαγανδιστικούς.

[199] . Εξ αιτίας του πνευματικού τούτου αδιεξόδου εφεύρεν ο Παπισμός το «καθαρτήριον πυρ». Και εν τη αιρετική όμως ταύτη κακοδοξία, της υπό του αμαρτωλού δηλ. ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης, είναι έκδηλος η βασική διαφορά των περί Εκκλησίας αντιλήψεων της Αδιαιρέτου Εκκλησίας και του Παπισμού, ήτοι της «καθολικής πνευματικής», ην εκπροσωπεί η Ορθοδοξία, και της «νομικής», δικανικής Ρωμαιοκαθολικής, ην εκπροσωπεί ο Παπισμός (πρβλ. Ιωάν. Καλογήρου, μν. έργ., σελ. 92).

[200] . Πρβλ. Ιωάν. Καλογήρου, μν. έργ., σελ. 103.

[201] . Παρεσύρθη δε και εις την περί «αζύμων» πλάνην του ο Παπισμός εκ παρερμηνείας του χωρίου της Γραφής «ήλθεν η ημέρα των αζύμων, εν η έδει θύεσθαι το Πάσχα» (Λουκ. KB΄ 7). Αλλη εσπέρα της Μ. Πέμπτης, μέχρι της δύσεως του ηλίου της Μ. Παρασκευής, ελέγετο «ημέρα αζύμων» ουχί διότι έτρωγον οι 'Ιουδαίοι άζυμα, αλλά διότι ητοίμαζον τα άζυμα, τα οποία έτρωγον μαζί με τον ψητόν αμνόν την επομένην εσπέραν. Συνεπώς ο Κύριος δεν εχρησιμοποίησεν κατά τον Μυστικόν Δείπνον άζυμα, αλλ άρτον, ως ρητώς αναφέρεται εν τοις μνημονευθείσι σχετικοίς χωρίοις της Γραφής. Ουδαμού δε της Γραφής, αλλά και της παραδόσεως των Ιουδαίων, τα άζυμα λέγονται άρτος (πρβλ. Ιωάν. Κολιτσ., μν. έργ., σελ. 85-92).

[202] . Πρβλ. + Ιωάν. Καλογήρου «Ενημερωτικαί Εισηγήσεις κατά την Β΄ Διάσκεψιν της Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής επί του διαλόγου μετά των Παλαιοκαθολικών», έκδ. 1971, σελ. 15, υποσ. 1. «...Ο επίσκοπος των Παλαιοκαθολικών της Ελβετίας Urs Küry... κατεδείκνυε το σαθρόν του Θεολογικού περιεχομένου του Filioque, ως εξ ωρισμένης τριαδολογικής θεωρητικής ιδιοτυπίας (Spekulation) του Αυγουστίνου και των μεταγενεστέρων μεγάλων Σχολαστικών Ανσέλμου Καντερβουρίας και Θωμά Ακινάτου προκύψαντος…».

[203] . Εκ μέρους πάντοτε δυνάμενοι να γνωρίσωμεν (Α΄ Κορ. ΙΓ΄ 9 κ.α.) τας λεπτομερείας του μυστηριώδους «έργου» του Θεού (Πράξ. ΙΓ΄ 41 κ.α.), της όλης δηλ. και εξ «ουκ όντων» πνευματικής και υλικής δημιουργίας, και οδηγόν πάντοτε έχοντες την θείαν «αποκάλυψιν», λαμβάνομεν, «ως εν εσόπτρω και αινίγματι» (Α΄ Κορ. ΙΓ΄ 12 κ.α.), σχετικήν τινα μόνον έννοιαν αυτών δι' αντιπαραβολής των έργων του ανθρώπου, η ψυχή του οποίου επλάσθη «κατ' εικόνα» του Θεού (Γενεσ. Α΄ 26). Όπως λοιπόν εν τω νοΐ ημών γεννώνται ουχί εκ της ουσίας του αλλ' εξ «ουκ όντων» πάσαι αι ψιλαί και αφηρημέναι ιδέαι περί των διαφόρων έργων - δημιουργημάτων ημών, και μετά την επεξεργασίαν αυτών εν αυτώ δια διαφόρων συλλογισμών... φέρονται εκάστοτε, κατ' ελευθέραν βούλησιν ημών, εις οντοποίησιν (κυριολεκτικώς «μορφοποίησιν») δια της υφεστώσης ύλης, ούτως, εν αντιπαραβολή, ο άπειρος και απερινόητος Θεός Πατήρ, γεννήσας η συλλαβών εν τω απείρω και ακαταλήπτω ωσαύτως νοΐ αυτού (Ρωμ. ΙΑ΄ 34), ουχί εκ της ουσίας αυτού, αλλ' εκ του «μη όντος», πάσας τας «ψιλάς ιδέας» περί του όλου έργου του, ηυδόκησε να φέρη ταύτας εξ «ουκ όντων» εις το «είναι» δια του μονογενούς αυτού Υιού - Λόγου (Ιωάν. Α΄ 1-2 κ.α.), συνεργούντος του Αγίου Πνεύματός του. Γενομένης δ' επεξεργασίας των ιδεών τούτων ήρξατο προοδευτικώς η οντοποίησις αυτών εξ «ουκ όντων» τη παντοδυνάμω απλώς βουλή του Θεού δια της εξ ουκ όντων επίσης οντοποιήσεως και της ύλης, ήτις απητείτο προς οντοποίησιν και μορφοποίησιν αυτών. Και ως αι ψιλαί ιδέαι ημών περί των ημετέρων έργων, γεννώμεναι εν τω νοΐ ημών, ούτε μέρος της ουσίας αυτού είναι, ούτε ταύτης μετέχουσι μετά την σύλληψίν των, ούτω και αι περί του «μη όντος» ψιλαί ιδέαι του Θεού ούτε εκ της ουσίας αυτού προήλθον, ούτε, γεννηθείσαι η συλληφθείσαι εν τω νοΐ αυτού, μετέσχον της Θείας Ουσίας μετά την σύλληψιν και την επεξεργασίαν αυτών. Όπως επίσης εν τω νοΐ του μηχανικού προνοούνται «προγνωστικώς», εν ψιλαίς ιδέαις, πάσαι αι λεπτομέρειαι της λειτουργίας των πολυσυνθέτων εργοστασίων κ.α. μηχανημάτων, ούτω και ο Θεός εν τη απείρω αυτού προγνώσει, προέγνω πάσας τας λεπτομερείας του όλου «έργου» της ευδοκίας του. Αλλ' Εκείνος προέγνω ουχί μόνον πάσαν κίνησιν, ζωήν κ.λ.π. των καθαρώς υλικών κτισμάτων του, ως και των δι' ενστίκτων προικισθέντων, βάσει των φυσικών νόμων, ους Αυτός πάλιν έταξε. Προέγνω επίσης και πάσαν λεπτομέρειαν της ζωής και της δράσεως και αλληλεπιδράσεως εν γένει και πάντων των πνευματικών και ενσυνειδήτων, άρα δε και ελευθέρων κτισμάτων του, εν οίς και άγγελοι, ως και ο άνθρωπος. Η τοιαύτη πρόγνωσις του Θεού είναι βεβαίως επίσης απερινόητος..., αλλά βεβαιούται πλήρως, δια της πραγματώσεως του προφητισμού. Και διακηρύσσει και αυτή την άπειρον σοφίαν και δύναμιν αλλά και την άπειρον αγάπην του Θεού, περί ων λαμβάνομεν μικράν έννοιαν όταν αναλογισθώμεν, ότι, κατά την ρητήν πάλιν βεβαίωσιν του Κυρίου, «και αι τρίχες της κεφαλής ημών πάσαι ηριθμημέναι εισίν» υπό του Θεού (Ματθ. Ι΄ 30) προ πάσης βεβαίως δημιουργίας.

[204] . Πλήν της περί «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης...» θεωρίας, ο Άνσελμος Καντερβουρίας υπήρξεν ένθερμος υποστηρικτής και της αιρέσεως του Filioque...», εξ επιδράσεως προδήλως και πάλιν της σχετικής αιρετικής διδασκαλίας του Αυγουστίνου. Πρβλ. +Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Το πρωτείον του Επισκόπου Ρώμης», σελ. 215.

[205] . Πρβλ. Ιωάν. Κολιτσ., μν. έργ., σελ. 104-116.

[206] . Πρβλ. και Καν. 12 και 13 της ΣΤ΄ Οικ. συνόδου. Πρότασις καθιερώσεως του θεσμού της υποχρεωτικής αγαμίας του κλήρου εις όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης υπεβλήθη και εις την Α΄ Οικουμ. σύνοδον, συνήντησεν όμως τοιαύτην αντίδρασιν, ώστε τελικώς απερρίφθη. (Συν/μα των κατά την εν Νικαία αγίαν σύνοδον πραχθέντων II. 32 MPC. 84, 1336 εξ. και παρά Mansi, 2, 906. πρβλ. και G. Hefele HCC, Ι, σελ. 436, Ε. Ι., 11 MPG, 67, 101 C εξ. Ε. Ι., 23, MPG, 67, 925 Β εξ.).

[207] . Παρέλκει να επαναλάβωμεν, ότι η υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τέλεσις του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δι' ενζύμου άρτου στηρίζεται επί των ρητών διατάξεων της Γραφής, αλλά και επί της ιεράς Παραδόσεως, ην μόνον αύτη διεφύλαξεν ζώσαν-έγγραφον-και αμόλυντον, όπως παρέλαβεν.

[208] . Πρβλ. Αγ. Αθανασίου Παρίου, «Ουρανού κρίσις, Εν Λειψία Σαξωνίας 1805».

[209] . Εις το περιοδικόν του Βόλου «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» εδημοσιεύθη εμπεριστατωμένον άρθρον του μακαριστού αγιορείτου μοναχού Λαζάρου Διονυσίου περί των συμβάντων εις το Άγιον Όρος επί Μιχαήλ Παλαιολόγου (1280), όταν ο δυσσεβής αυτός βασιλεύς, μαζί με τον ανάξιον Πατριάρχην Ιωάννην Βέκκον, απεπειράθησαν να επιβάλωσι δια πυρός και σιδήρου εις τας Ι. Μονάς του Άθω την υπ' αυτών συμφωνηθείσαν υποταγήν της Ορθοδοξίας εις τον Πάπαν.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα

Δημιουργία αρχείου: 23-8-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 24-8-2009.

Πάνω