Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

UFO Ξένα όντα:

ΤΕΧΝΟΕΙΔΩΛΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

 

Γ΄ Μέρος: Οι θρησκευτικές προεκτάσεις του φαινομένου των UFO

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.

Ορθοδοξία: Το πλοίο της σωτηρίας


Α. Η γενικά αρνητική ατμόσφαιρα με την οποία περιβάλλουν την Πίστη

Ο «άρχων του αιώνος τούτου» (Κορινθίους Β' 4, 4) έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη στην εποχή μας, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο άπιστοι από ποτέ. Κάθε πέρσι και... καλύτερα είναι, αφού «καταφέρνουμε» και ζούμε όπως θέλουν κάποιοι. Το φάσμα των παρανομιών, και γενικά της άνομης ­άθεης ζωής, έχει διευρυνθεί επικίνδυνα. Ο άνθρωπος έχει να επιλέξει από χίλιους δύο τρόπους για ν' απομακρυνθεί από την ουσία και τη Φύση του. Ενδίδει με ιδιαίτερη ευκολία στους ποικίλους πειρασμούς της ζωής, χωρίς ν' αντιλαμβάνεται ότι είναι πειρασμοί και το πόσο στοιχίζει στην ψυχή η υποταγή του σ' αυτούς. Δεν έχει συναίσθηση της αμαρτίας, αφού το κακό το θεωρεί σαν κάτι το φυσιολογικό (κατάκριση, ύβρεις, εκτρώσεις, χρήση «ελαφρών» ναρκωτικών κτλ), υπνωτισμένος από την «Οντότητα» που σκοπός της είναι να υπνωτίζει και ν' αποχαυνώνει.

Απουσιάζει από τη ζωή του η συνείδηση, η οποία οριοθετεί τους απαραίτητους κανόνες και νόμους συμπεριφοράς απέναντι στη Θεία Παρουσία, στους συνανθρώπους και τελικά στον εαυτό του. Ο εαυτός του θα είναι ο πιο ζημιωμένος, αν απουσιάζουν από τη ζωή του αυτοί οι θείοι κανόνες και νόμοι, πάνω στους οποίους, όπως έχουμε πει, στηρίζεται το σύμπαν και η φύση, ολόκληρο το οικοδόμημα της δημιουργίας.

            Αυτούς τους θείους κανόνες και νόμους ήθελαν ανέκαθεν να χτυπούν οι εχθροί της Υπέρτατης Διάνοιας. Ο μάγος, νεκρομάντης και σατανιστής, ανάμεσα στ' άλλα, Άλιστερ Κρόουλυ κήρυττε: «Κάνε ό,τι θέλεις, αυτός είναι ο νόμος».

Γι' αυτόν και για όλους τους ομοϊδεάτες του δεν υπάρχει Καλό και Κακό. Μέσα μας είναι, λένε, το καλό και το κακό. Δεν υπάρχει ψέμα και αλήθεια. Ή αλήθεια είναι, λένε, υποκειμενική, είναι όπως την αντιλαμβάνεται ο καθένας.

Ας δούμε όμως και τα δελεαστικότατα λόγια παλιών και νέων μάγων: «Διώξτε μακριά τους ενδοιασμούς, τις ενοχές, τις αναστολές, τα ταμπού, τον πουριτανισμό, τις ηθικολογίες, το συντηρητισμό, τις σεμνοτυφίες, τις αμφιβολίες. Μ' αυτό τον τρόπο η ψυχή σας θα γίνει πιο αγνή, πιο δυνατή, πραγματικά ελεύθερη». Διώξτε, σα να μας λένε, τις παραδόσεις, τις αξίες, τα ιδανικά, τις αρχές, την αξιοπρέπειά σας.

Στο νόμο του Άλιστερ Κρόουλυ υπακούει ο κοινός άνθρωπος σήμερα. Είναι δυνατόν όμως να ωφελήσει σε τίποτα ο νόμος του εγώ (του εωσφορισμού) και του Χάους; Φανταστείτε την κυκλοφορία στους δρόμους χωρίς τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας. Δεν θα επικρατούσε ένα κομφούζιο, ένας πανζουρλισμός, αν έκανε ό,τι ήθελε ο καθένας;

Η πειθαρχία είναι η μητέρα της ευημερίας (Αισχύλου Επτά επί Θήβαις 224 - 225). Πάνω σ' αυτήν, στους νόμους και στους κανόνες, χτίστηκε η δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας, αλλά και κάθε δημιουργική προσπάθεια των ανθρώπων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.

Όλα επιτρέπονται, μα όλα δε συμφέρουν (Κορινθίους Α' 10,23), συμβούλευε ο Απόστολος Παύλος. Η πειθαρχία και η υπακοή στους κανόνες και νόμους, όπως της Πίστης μας, αν και φαίνεται, από υλιστικό κυρίως πρίσμα, ότι περιορίζει και σκλαβώνει τον άνθρωπο, εν τούτοις τον καθοδηγεί με μαεστρία στην απελευθέρωση του Πνεύματός του, στην Υπέρτατη Ελευθερία και όχι στην ασυδοσία, που προωθείται με το κάλυμμα της «ελευθερίας».

Οι κανονες αυτοί έχουν «θεσπιστεί» από τους ίδιους τους Άγιους Πατέρες για να μπορέσουμε να φτάσουμε κι εμείς στο δικό τους «υπέρ φύσιν» επίπεδο[1]. Πειθαρχώντας σ' αυτούς τους κανόνες ζωής αναδείχθηκαν Άγιοι άνθρωποι, που επιτέλεσαν πολλά θαύματα, που προγνώριζαν το θάνατό τους, και που, μετά το θάνατο τους, το σώμα τους ευωδίαζε, έβγαζε μύρο, ή έμενε άφθαρτο. Και αυτή ακριβώς είναι η ταπείνωση: να αναγνωρίζουμε και να παραδεχόμαστε ότι κάποιοι άνθρωποι -που έζησαν πριν από μας -ήταν ανώτεροι πνευματικά (λόγω της διδασκαλίας και της ίδιας της ζωής τους), και αποφάσισαν από κοινού, ενωμένοι με το Πνεύμα, για τις Αλήθειες της Πίστης. Ταπείνωση λοιπόν είναι και να υπακούμε, να πειθαρχούμε στην Ιερή Διδασκαλία τους.[2]

Ο Δημιουργός είναι Ένας, δεν είναι κάποια αφηρημένη, απρόσωπη, διαμελισμένη έννοια, γιατί τότε θα ήταν διασπαστικος, και είδαμε ότι ο Θεός είναι Ένωση και Τάξη ­όχι διαίρεση και διάσπαση, που είναι γνώρισμα και επιδίωξη του αντίθετου. Μέσω της συνεργασίας όλων μας και της υπακοής καλλιεργείται ο αλληλοσεβασμός και ή αλληλοβοήθεια, προς επίτευξη του τελικού σκοπού.

Έχει διευρυνθεί λοιπόν η δύναμη του εχθρού στην εποχή μας, που μας βάζει παρωπίδες. Έχει επίσης επιδράσει στο να έχουν υποτιμητικό ή χλευαστικό χαρακτήρα λέξεις με ψυχωφελή - θετική σημασία, όπως κατήχηση, ευλογία, εξομολόγηση, προσκυνώ, παρθενία, νηστεία, μετάνοια, φιλόπτωχο, ποίμνιο, Ευαγγέλιο, αγαθός, σταυροκοπιέμαι, κήρυγμα, παπάς, παράδεισος, καλόγρια, εκκλησία, ακόμα και η ίδια η λέξη Θεός!

Φτάσαμε στο σημείο, δυστυχώς, να κοροϊδεύουμε, να γελοιοποιούμε αυτές τις λέξεις, που μέχρι πριν μερικά χρόνια τις είχαμε εδώ στην Ελλάδα σαν ιδέα, σαν κάτι σεβαστό. Έχει συντελέσει επίσης (ο εχθρός) στο να έχουν περιφρονητικό, πωρωμένο ή «μεσαιωνικό» ήχο, λέξεις με αρνητικά νοήματα, αλλά που κρύβουν πνευματικές αλήθειες, όπως κόλαση, αμαρτία, Σατανάς, διάβολος, δαιμονισμένος, σαρκολατρεία, πορνεία κ.τ.λ. Λέξεις και έννοιες που κάποτε ήταν παραδεκτές, αλλά στη «Νέα Εποχή» που ζούμε αρνούμαστε να τις δεχτούμε ως αληθινές και τις ειρωνευόμαστε. Όποιος μιλάει σήμερα για το κακό είναι... τα γνωστά (θρησκόληπτος, φανατικός κ.τ.λ.). Ο Μ. Αντώνιος έλεγε ότι θα έρθει μία εποχή που ο λογικός θα θεωρείται τρελός και ο τρελός λογικός.

Αν υιοθετήσει κάποιος μία δίαιτα από τα κέντρα αδυνατίσματος δεν του λέει κανείς τίποτα. Αν τηρεί τη Χριστιανική νηστεία όμως, τον κοιτάνε με «μισό μάτι», αν και οι επιστήμονες αναγνωρίζουν πλέον ότι η μεσογειακή διατροφή, με τις περιόδους της Χριστιανικής νηστείας, αποτελεί τον ύψιστο τρόπο διατροφής, σε αντίθεση με το δυτικό τρόπο διατροφής, τον ακατάστατο και γεμάτο ζωικά λίπη.

Φτάσαμε ακόμα στο σημείο να θεωρούμε υποτιμητικό ή να ντρεπόμαστε να κάνουμε το σταυρό μας σε εξωτερικούς χώρους, γιατί θα γυρίσουν όλοι και θα μας κοιτάξουν καλά - καλά! Αν πάμε, πάλι, στην εκκλησία, αισθανόμαστε μία περίεργη ανασφάλεια, μία αμηχανία και μία δυσφορία. Μεγαλύτερη σκλαβιά από αυτή δεν υπάρχει! Άλλοι αποφεύγουν να εκκλησιάζονται γιατί φοβούνται για το «τι θα πει ο κόσμος» (μήπως χαρακτηριστούν θρησκομανείς, ηλίθιοι, κορόιδα, γυναικούλες κ.α..) . Δίνουν δηλαδή μεγαλύτερη σημασία στον κόσμο, παρά στην εσωτερική τους ανάγκη για αγνή επικοινωνία με τον Θεό και για ενίσχυση των ψυχικών τους δυνάμεων. Άλλοι απορρίπτουν την Εκκλησιαστική Ζωή γιατί φοβούνται μήπως αλλοιωθεί αρνητικά ο χαρακτήρας τους, μήπως π.χ. γίνουν αυτά που αναφέραμε προηγουμένως (θρησκομανείς κτλ.), λες και είναι ανίκανοι να κατευθύνουν τον εαυτό τους στο φυσιολογικό, υγιή τρόπο λατρείας. Και έτσι, πολλοί άνθρωποι δεν «ξαναπατούν» στην εκκλησία, λόγω των προσωπικών αυτών προβλημάτων τους, τα οποία όμως «ρίχνουν» στην εκκλησία και όχι στους εαυτούς τους.

Η Λήθη, η εγγονή του Χάους, μας έχει κάνει να ξεχνάμε τα ήθη κι έθιμα, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα ιδανικά μας...

Έχει καλλιεργήσει ο «συκοφάντης» αυτή την αμνησία, που μεταμορφώνεται σε μίσος και απέχθεια για την Εκκλησία. Έχει «φροντίσει» να «διακινήσει» ευρέως την ιδέα ότι όλοι οι ασχολούμενοι με τον Θεό - και ειδικά όσοι ακολουθούν τους κανόνες της Εκκλησίας - είναι υπερβολικοί, φανατικοί, ακραίοι, προβληματικοί και μονόχνοτοι. Αποτέλεσμα; Πάρα πολλοί πιστεύουν «με τον δικό τους τρόπο». Φεύγουν δηλαδή από την ενότητα της Πίστης. Την «προσαρμόζουν» στα μέτρα τους. Φτιάχνει επομένως ο καθένας για τον εαυτό του μια δική του εγωιστική θρησκεία. Όμως, με εγωιστική πίστη, όπως δηλαδή βολεύει τον καθέναν, κανείς δε μπορεί να βρει το Χριστό.

Bάζει ο εχθρός λογισμούς ότι «οι παπάδες είναι έτσι, είναι αλλιώς», ή ότι «κι αν πάω στην εκκλησία τι θα γίνει; Μήπως όσοι πάνε δεν αμαρτάνουν, δεν αρρωσταίνουν, δεν πεθαίνουν;».

Έχει κάνει τον άνθρωπο να πιστεύει ότι οι εκκλησίες, οι οίκοι του Θεού, είναι απλώς τέσσερα ντουβάρια, με κάποια τιμώμενα ξύλα μέσα (σταυροί, εικόνες), ότι οι παπάδες είναι κάποιοι απλοί άνθρωποι με... μακριές φούστες, ότι οι ύμνοι που ψάλλονται είναι κάποια ξενέρωτα λόγια χωρίς θεία προέλευση και απόληξη, χωρίς καμία ουσία και ενέργεια. Ή τέλος ότι η Θεία Κοινωνία είναι απλό κρασί με λίγο ψωμάκι μέσα.

Πού οφείλεται αυτή η, πάνω από τις δυνάμεις, υπέρμετρη «αόρατη» επιρροή, που προσβάλλει τον άνθρωπο και κρατάει μία αδιάφορη, ή αθεράπευτα καχύποπτη, ή αντιδραστική και εχθρική στάση απέναντί στην Εκκλησία, δηλαδή στον ίδιο το Χριστό, τον Πλάστη μας, αφού πάνω σ' Αυτόν είναι θεμελιωμένη η Εκκλησία;

Κατηγορούν άλλοι το εμπόριο σταυρών, εικόνων, κομποσχοινιών κτλ. Για την υπερκαταναλωτική μανία όμως, για τα «παιχνίδια», ηλεκτρονικά ή μη, που είναι γεμάτα βία και με μορφές τεράτων και διαβόλων, και για τόσα άλλα «προϊόντα» που πωλούνται επίσης ελεύθερα, σιωπούν όλοι.

            Τουλάχιστον τα χρήματα που μαζεύουν μερικοί ευσυνείδητοι Ιερείς, πιάνουν τόπο (φιλανθρωπικοί σκοποί κτλ). Τα υπέρογκα ποσά που διακινούνται στο Χρηματιστήριο, στα καζίνα, στα τυχερά παιχνίδια η στα τσιγάρα, που πηγαίνουν;

Και οι Ιερείς, όσοι τουλάχιστον δικαιώνουν το λειτούργημά τους, γνωρίζουν ότι έτσι και πέσουν σε παραπτώματα όπως η κερδοσκοπία, η οδυνηρή συνέπεια της πράξης τους θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν ενός απλού πολίτη που κάνει το ίδιο[3]. Και αυτό, λόγω της ιδιαίτερης θέσης τους, καθώς και του κακού παραδείγματος, που δίνει και τροφή για σχόλια στον κόσμο. Αν το ριψοκινδυνεύουν, το «κρίμα στο λαιμό τους».

Και παντού γύρω μας οι χλευασμοί... Εχθροί (Σιωνιστές κ.τ.λ.) και «φίλοι», χλευάζουν, ειρωνεύονται, κατακρίνουν, υβρίζουν την Πίστη μας. Ποιοι απ' όλους αυτούς που τόσο απλά και εύκολα κρίνουν, έχουν γευτεί τον Ορθόδοξο τρόπο ζωής; Κανείς. Πώς λοιπόν (κατα)κρίνουν κάτι που δεν έχουν γνωρίσει, κάτι που δεν έχουν βιώσει; Ξέχωρα από το ότι απορρίπτουν χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς απορρίπτουν, πιστεύουν ότι όλα αυτά περνάνε χωρίς καμία συνέπεια γι' αυτούς. Δε συνειδητοποιούν ότι «τα βάζουν» με Ανώτερες Δυνάμεις. Γιατί πιστεύουν μόνο στην «υλική» σημασία των λέξεων και όχι στην πνευματική (γιατί κάθε λέξη έχει ενέργεια), πιστεύουν δηλαδή ότι απλά βγαίνουν κάποια φωνήεντα και σύμφωνα από το στόμα τους και τίποτα περισσότερο. Όμως, «τη μέρα της κρίσης οι άνθρωποι θα δώσουν λόγο για κάθε κακή κουβέντα τους» (Ματθαίου 12,36).

Χρειάζονται φοβερά ψυχικά αποθέματα, για ν' αντιτεθεί κανείς στο προβαλλόμενο από παλιά πρότυπο του «επαναστατικού», του «σκληρού» και του «μάγκα». Γι' αυτούς τους τελευταίους, ο Αγ. Στέφανος, που οι Εβραίοι τον σκότωσαν πετροβολώντας τον και αυτός προσευχόταν λέγοντας «Θεέ μου, μην τους λογαριάσεις τούτη την αμαρτία» (Πράξεις Αποστόλων 7, 60), ήταν άλλος ένας Χριστιανός - κορόιδο. Για τον Στεφανοδότη Θεό όμως, ο Αγ. Στέφανος είναι ο πραγματικός «μάγκας» - και όχι για λίγα χρονάκια ζωής εδώ πέρα, αλλά για πάντα...

Χλευάζουν λοιπόν και συκοφαντούν. Και οι ίδιοι πιστεύουν ότι είναι ανώτεροι. Είναι αυτή συμπεριφορά ατόμων που θέλουν να λέγονται πνευματικά, όταν θεωρούν τους εαυτούς τους ανώτερους από τους «πωρωμένους» ή «κακομοίρηδες» Χριστιανούς;

Μόνο από την έκφραση του προσώπου τους μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά για την «ποιότητά τους»: φάτσα κακίας, μίσους, εγωισμού και υπεροψίας. Τους λείπει η εσωτερική γαλήνη και η θέρμη της καρδιάς. Η πώρωση και η προκατάληψη, είναι δική τους τελικά. Και είναι δύσκολο τέτοιοι άνθρωποι να εντρυφούν στην Αλήθεια (Αλήθεια = αγάπη, Αγαπώ άρα υπάρχω).

Αν δεν πιστεύεις δε μπορείς ν' αγαπάς. Και η αγάπη, η ανυπόκριτη αγάπη, μεταφράζεται σε προσφορά προς το συνάνθρωπο, όπως κάνουν οι συνετοί, ευλαβείς άνθρωποι και η Εκκλησία (αιμοδοσίες, συμπαράσταση σε ορφανά, άπορους, άρρωστους, φυλακισμένους, συσσίτια, αποστολές βοηθείας, δημιουργία ορφανοτροφείων, γηροκομείων, σχολών κτλ.). Η Εκκλησία μάλιστα οργανώνει και ειδικές παρακλήσεις με καθαρά φιλανθρωπικό χαρακτήρα: υπέρ της κατάπαυσης των σεισμών (π.χ. το 1999 στην Αθήνα), υπέρ των παιδιών που δίνουν εξετάσεις, υπέρ των καρκινοπαθών κ.α.

Οι αντιδραστικοί και αποστασιοποιημένοι από την Αλήθεια συνάνθρωποί μας, ειδικά όσοι έχουν μεταφυσικές ανησυχίες αλλά έχουν στραφεί σε πλάνες, δεν ενδιαφέρονται ν' αναζητήσουν ένα Χριστιανό, κληρικό, μοναχό ή και κοσμικό, ο οποίος θα τους λύσει απορίες και αμφιβολίες που αφορούν στην Πίστη. Αλλά, μόνοι τους ρωτούν, μόνοι τους απαντούν. Και πάντα επηρεάζονται αρνητικά από τους άλλους.

Η «καραμέλα» πολλών ανθρώπων είναι ότι οι «παπάδες» έχουν γράψει τις Γραφές όπως θέλουν, ή ότι τις έχουν «κόψει και ράψει» στα μέτρα τους.

Απαντώντας πιο συγκεκριμένα για την Καινή Διαθήκη υπάρχουν δύο πιθανότητες: ή η Αλήθεια είναι ο Χριστός και το Υπέρτατο Πνεύμα Του, το οποίο κληρονόμησαν οι Απόστολοι και οι λοιποί Πατέρες και Ιερείς που είναι ενωμένοι τελετουργικά μ' Αυτό, ή ο Χριστός δεν υπάρχει, δεν ήταν ο Θεός.

Γιατί, αν υπάρχει, κι αν είναι ο Θεός, πώς επέτρεψε να αλλοιωθεί ο Λόγος Του, η Καινή Διαθήκη που ίδρυσε ο Ίδιος με το Αίμα Του (Ματθ. 26,28); Πώς άφησε όλη την ανθρωπότητα στο έλεος της αμαθείας, του ψέματος και της παραφθοράς; πώς δεν είχε τη δύναμη να διαφυλάξει τον αυτούσιο Λόγο Του και να τον μεταφέρει διαχρονικά στην ανθρωπότητα, ενοποιώντας τους ανθρώπους; πώς είναι δυνατόν ο Θεός να μας έχει προσφέρει όλα αυτά τα υλικά αγαθά του κόσμου και να μας έχει αφήσει χωρίς τα πνευματικά αγαθά, την Αλήθεια Του;

Τι εννοούσε ο Χριστός, όταν έλεγε ότι πρέπει να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο σ' όλους τους λαούς πριν τη συντέλεια; (Μάρκου 13,10 και 14,9). Για ποιο Ευαγγέλιο μιλούσε ο Χριστός; Μήπως για το «ψεύτικο», αυτό που «έχουν γράψει οι παπάδες»;

Και πώς ο Χριστός, ο Αληθινός Θεός, επέμενε για τη διάδοση του Ευαγγελίου, ενώ ήξερε ότι αυτό θα παραποιηθεί; Ή, μήπως δεν το... γνώριζε; Ή ότι το Ευαγγέλιο έχει φτάσει σε όλα σχεδόν τα έθνη. Επαληθεύτηκε έτσι ο παραπάνω λόγος του Χριστού. Είναι δυνατόν αυτή η Θεία επαλήθευση ν' αφορά ένα νοθευμένο Ευαγγέλιο; Αλλά και με ποια λογική πολλοί αμφισβητούν την Καινή Διαθήκη και αποδέχονται ως γνήσια την ιστορία του Θουκυδίδη ή άλλα συγγράμματα, που είναι και παλιότερα;

Αντί επομένως να ατενίζουν τα απείρως βαθιά νοήματα αγάπης της Καινής Διαθήκης ειδικά, δηλαδή του Χριστού, βρίσκουν κάποιοι την πρόφαση, ότι «έχουν αφαιρεθεί ή προστεθεί τόσα και τόσα εδάφια», και πάλι φυσικά χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ποιος από αυτούς, αλήθεια, ήταν παρών την ώρα που αφαιρούνταν τα χωρία;

Οι πραγματικοί πιστοί μπορεί να στερούνται κάποιες παραπάνω κοσμικές ηδονές, κραιπάλες και πάθη που τις απολαμβάνουν οι υπόλοιποι, όμως η συνέχεια που θα λάβουν ως ανταπόδοση αυτοί οι αληθινοί πιστοί, είτε κοσμικοί, είτε μονάχοι, θα είναι η απερίγραπτη με λέξεις ευφορία, η συνένωση με το Χριστό, και στο «μέλλοντα αιώνα» (στη Δευτέρα Παρουσία Του) θα είναι, μαζί με την ένωση των ψυχών, και η Ανάσταση και των γήινων σωμάτων τους. Δε θα υπάρχει έτσι διάσπαση στις δύο φύσεις του ανθρώπου (ψυχή και σώμα). Σε τι καλύτερο μπορεί να ελπίζει κανείς, από την Αιώνια Ζωή της ψυχής και του σώματος μαζί;

Για τους υπόλοιπους, η ζωή σταματάει εδώ, με το θάνατο, και αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για το τι θα πρώτο - απολαύσουν, μην έχοντας οι ίδιοι καμία ελπίδα για τον εαυτό τους, για μεταθανάτιο ζωή, ή, άλλοι, έχοντας φρούδες ελπίδες για «δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ευκαιρία», επαναπαυμένοι έτσι στην αδρανή κατάστασή τους, αφού «κάποτε θα τα καταφέρουν». Ο Χριστός όμως μίλαγε συνεχώς για την αιώνια τιμωρία των άσεβων και ΟΧΙ για τη μετενσάρκωσή τους. «Μία φορά πεθαίνουν οι άνθρωποι και ύστερα κρίνονται από το Θεό» (Εβραίους 9, 27), τόνιζε και ο Απόστολος Παύλος.

Εκτός από τους πραγματικούς πιστούς, υπάρχουν κατ' αρχήν αυτοί που βρίζουν και εμπαίζουν. Έπειτα, υπάρχουν οι πλήρως αδιάφοροι και νωθροί. Στη συνέχεια υπάρχουν αυτοί που ξέρουν την Αλήθεια, αλλά δεν θέλουν να την καταλάβουν και βρίσκουν συνεχώς προφάσεις για να την αποφεύγουν. Και τέλος υπάρχουν αυτοί που ξέρουν την Αλήθεια, θέλουν να την υπηρετήσουν, αλλά κάτι, κάτι πάνω από τη δύναμή τους, πάνω από τον έλεγχό τους, μία αόρατη δύναμη θα λέγαμε, τους εμποδίζει και αυτοτυραννούνται στην ουσία.

Η αποστροφή που αισθάνονται οι άνθρωποι για την πίστη μας τα τελευταία χρόνια, έχει μελετηθεί πολύ καλά από κάποιους. Και εφαρμόζεται άριστα, όπως βλέπετε.

Τις αντίστοιχες κατηγορίες ανθρώπων που προαναφέραμε, μπορούμε να τις συνοψίσουμε σε πέντε βασικά στάδια πίστης: Α) οι οπαδοί του Κακού (σατανιστές κ.τ.λ.), Β) οι άθεοι υλιστές - εγωλάτρες, Γ) οι χλιαροί «πιστεύοντες», Δ) οι τυπολάτρες και Ε) οι ενεργοί, συνειδητοί Χριστιανοί.

Αν ανήκουμε στο τρίτο, το χλιαρό ή στο τέταρτο στάδιο, στο οποίο ανήκουν και οι περισσότεροι, δυστυχώς, «Χριστιανοί», γέρνουμε προς την πλευρά των οπαδών του Κακού. «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» είχε πει ο Χριστός (Ματθαίου 12,30). Δεν γίνεται να υπηρετούμε δύο Κυρίους (Λουκά 16, 13). Αυτόν που είναι χλιαρός στην Πίστη, δηλ. ούτε ζεστός, ούτε κρύος, δεν θα τον δεχτεί ο Θεός (Αποκ. 3, 15 - 16). Μόνο όσοι έχουν δυνατή πίστη, όσοι κοπιάζουν, όσοι γίνονται βιαστές της Βασιλείας των ουρανών, την κερδίζουν (Ματθ. 11,12). Η αδιαφορία και η οκνηρία πληρώνονται. Γιατί τελικά αδιαφορεί ο άνθρωπος για τον ίδιο του τον εαυτό, αναγκαζόμενος, με το θάνατο του, να πληρώσει φόρο στο τελώνιο της οκνηρίας. Γιατί, δεν ικανοποιούμε το Δημιουργό μας λέγοντας Του και ναι και όχι.

Αλλά εμείς θέλουμε Θεό συγχωρητικό, φτιαγμένο στα μέτρα μας. Να περνάμε ωραία με τις απολαύσεις μας μόνο, ε, και καμία φορά, στη χάση και στη φέξη, να κάνουμε και κανένα σταυρό. Θέλουμε δηλαδή «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο»! Όμως, ή θ' απλώσουμε το χέρι στον Υιό του Ανθρώπου, στην Ανάσταση και στη Ζωή, ή θα προτιμήσουμε το Θάνατο. Μέση λύση δεν υπάρχει.

            Ας μην κρίνουμε από ανθρώπους που είναι «καλοί», αλλά αρνούνται το Χριστό. «Όποιος δεν Τον δέχεται, έχει φουσκώσει από εγωισμό» (προς Τιμόθεον Α', 6, 4). Και ο εγωισμός κρύβεται πολύ καλά πολλές φορές.

«Αν δεν είχα έρθει και τους είχα κηρύξει, δεν θα είχαν αμαρτία» είχε πει ο Χριστός για τους Εβραίους. «Τώρα όμως δεν έχουν καμία δικαιολογία για τα αμαρτήματα τους» (Ιωάννου 15,22). Εμείς λοιπόν οι «μοντέρνοι Νεοέλληνες» που γνωρίζουμε το νόμο πολύ καλά (τη διδασκαλία του Χριστού» ας μη γινόμαστε κι εμείς «σύγχρονοι Φαρισαίοι».

Πολλοί πιστεύουν στο Χριστό, αλλά με τι τρόπο; Είναι αληθινή αυτή η πίστη, να επικαλούμαστε το Χριστό και την Παναγία, μόνο όταν τους έχουμε ανάγκη; Μόνο σε δύσκολες καταστάσεις; Μάλλον με συμφεροντολογική πίστη μοιάζει αυτή.

Σταυροί, κομποσχοίνια, φυλαχτά, έχουν υποβαθμιστεί σε διακοσμητικά ή σε γούρια, στην καλύτερη περίπτωση. Γούρια για ν' αποκτήσουμε περισσότερα λεφτά, ή, στην καλύτερη περίπτωση πάλι, για την προστασία της υγείας και των υλικών αγαθών μας (κι εδώ ο συμφεροντολογικός τρόπος σκέψης).

Πολλές φορές επισκεπτόμαστε με «συμφεροντολογική πίστη» ένα μοναστήρι π.χ., για να προσκυνήσουμε μόνο μία θαυματουργή εικόνα και καμία άλλη.

Ακόμα, θαμπωνόμαστε από Ιερείς ή μοναχούς που έχουν το προορατικό ή θεραπευτικό χάρισμα (όπως οι γέροντες Παϊσιος και Πορφύριος), γιατί, σκεπτόμενοι ατομιστικά, ενδιαφερόμαστε να «αρπάξουμε» από αυτούς ότι μπορούμε, να μάθουμε π.χ. το μέλλον μας ή να μας θεραπεύσουν από μία ασθένεια. Όλοι οι υπόλοιποι Ιερείς ή μοναχοί, που δεν διαθέτουν αυτά τα χαρίσματα, μας αφήνουν παγερά αδιάφορους, κι ας έχουν φτάσει ίσως στην αγιότητα (υπάρχουν Άγιοι που δεν έχουν κάνει κανένα θαύμα ή δεν είχαν τέτοιες ικανότητες).

Γι' αυτούς λοιπόν αδιαφορούμε, επειδή δεν μπορούμε ν' «αρπάξουμε» κάτι που θα μας βοηθήσει στο υλικό - σαρκικό πεδίο. Κι έτσι χάνουμε όλους τους ανεξίτηλους ψυχικούς θησαυρούς που θ' αποκτούσαμε ακόμη και από μία επικοινωνία ή συζήτηση μαζί τους.

Πολλοί έχουν απομακρυνθεί από την Πίστη επειδή δε βλέπουν τα ορατά σημάδια - «αποδείξεις», τα άμεσα αποτελέσματα (γιατρειές, ικανοποίηση υλικών επιθυμιών) που θέλουν να δουν, ώστε να πειστούν (Φαρισαϊκός τρόπος σκέψης). Συγχέουν την Εκκλησία και την Πίστη με τη μαγεία. Θέλουν την άμεση, την εύκολη λύση στο πρόβλημά τους. Γι' αυτό περισσότεροι καταφεύγουν στους μάντεις και στους μάγους, παρά στην Εκκλησία. Γιατί η Εκκλησία μιλάει για αγώνα...

Απομακρύνονται επίσης από την Πίστη επειδή θεωρούν κατά βάθος το Θεό υπεύθυνο για τις δυσκολίες και τα στραβά της ζωής (αντίποινα στο Θεό!). Θέλουν ένα Θεό να σκέ­πτεται όπως σκέπτονται αυτοί, ένα Θεό υπηρέτη τους, και όχι αυτοί να είναι «υπηρέτες» (συνεργάτες) του Θεού.

Άλλοι, όταν πηγαίνουν για ένα διάστημα στο Άγ. Όρος ή στα Μετέωρα π.χ., ή αφού διαβάσουν ένα ψυχωφελές βιβλίο, θερμαίνουν κάπως την πίστη τους. Μόλις περάσει όμως ένα διάστημα από τις «κατανυκτικές αυτές περιόδους», τότε ξαναγυρίζουν στα παλιά, στην άσωτη - άθεη ζωή τους. Ή, πολλοί τιμούν το Θεό μόνο τις μέρες των γιορτών. Ο Θεός όμως πρέπει να τιμάται κάθε μέρα...

Όλοι κάνουμε λάθη, όλοι έχουμε ελαττώματα. Μόνο όμως αυτοί που παραδέχονται τα λάθη τους και προσπαθούν να βελτιωθούν είναι ήρωες. Όσοι είμαστε εγωιστές διαιωνίζουμε τη φθορά μας και επιμένουμε στην αρνητικότητα μας πεισματικά, προσπαθώντας απεγνωσμένα να «βγάζουμε πάντα λάδι» τον εαυτό μας.

Δύο είναι οι πιο συνηθισμένες αιτίες που οι άνθρωποι δε μπορούν να κοιτάξουν κατάματα το Χριστό: η πρώτη είναι η προσκόλληση στο εγώ και στο πνευματικό μας σκοτάδι, που ούτε καν υποψιαζόμαστε πολλές φορές και η δεύτερη είναι η υποτίμηση της αξίας μας, η απογοήτευση και η απόγνωση.

Ο Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης συμβουλεύει: «Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς. Ο ένας λέει: είμαι άγιος (υπερηφάνεια) και ο άλλος: δεν θα σωθώ (απελπισία). Και οι δύο αυτοί λογισμοί προέρχονται από τον εχθρό και δεν έχουν αλήθεια μέσα τους»[4].

            Οι υπερβολικές ενοχές και τύψεις φέρνουν την απόγνωση. Ο φιλεύσπλαχνος Θεός όμως δυσανασχετεί με τα ολισθήματα μας, όχι με μάς προσωπικά και «θέλει πάντας σωθήναι» (να σωθούν όλοι οι άνθρωποι) και να έρθουν σε επίγνωση αλήθειας (Τιμοθέου Α' 2,4). Πάντα υπάρχουν κάποιοι «αποστάτες», που μετανοούν και επιστρέφουν στο Βασιλέα των όλων.

Η επιλογή είναι δική μας. Βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια. Η καρδιά μας σκιρτά γι' Αυτόν. Από μόνοι μας όμως, βάζουμε ένα διαχωριστικό τοίχωμα, που εμποδίζει τη λυτρωτική Του θέα...

Σίγουρα κάποιοι μανιακοί των UFΟ, αστρολόγοι, υπνωτιστές κτλ., θα εξακολουθούν, μετά την ανάγνωση του βιβλίου, να εμμένουν στις θέσεις τους, που είναι αντίθετες στο Λόγο του Θεού, δηλαδή στην καρδιά. Όμως «τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψε τον μία- δύο φορές, κι αν δεν ακούσει, άφησε τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του» (προς Τίτον, 3,9 - 11).


 

[1] Οι κανόνες δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσο για την επίτευξη του σκοπού.

[2] Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ερευνά κανείς και ν' αναπτύσσει δικές του θεωρίες, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές δεν θα συγκρούονται με τις Ιερές Διδασκαλίες και τα δόγματα των Πατέρων. Αυτές είναι τα θεμέλια. Μπορούμε έπειτα να φτιάξουμε εμείς το σπίτι μας όπως θέλουμε.

[3] Λόγοι περί ιεροσύνης, Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, σελ. 157.

[4] Ιωάννου Ζιώγα, Μηνύματα ασκητών στο σύγχρονου κόσμο, εκδ. Ι. Μητρόπολις Γρεβενών, 1993, σελ. 87.


 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 29-11-2006.

Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2006.

Πάνω