Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Θεολογικά, Πατέρες και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Α΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας

Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας

 

δ) Η περί Αγίου Πνεύματος και Τριάδος διδασκαλία

1. Η περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία των Απολογητών υπήρξε κατά κανόνα πενιχρά.[193] Τούτο ωφείλετο κυρίως εις το ότι αυτή δεν ενηρμονίζετο πλήρως εντός της ειδικής σκοπιάς του απολογητικού έργου των. Ήρκει, δηλαδή, εις αυτούς να ομιλήσουν περί του Πατρός και του Λόγου, δια να επιτύχουν τον υπ' αυτών επιδιωκόμενον σκοπόν. Περί Πνεύματος Αγίου οι αναγνώσται των, μη έχοντες ανάλογον παράστασιν εκ της φιλοσοφίας, ουδέν κατ' ουσίαν θα αντελαμβάνοντο.

Η πίστις όμως της Εκκλησίας, την οποίαν οι Απολογηταί εδέχοντο εις όλην την έκτασιν αυτής[194] τους ηνάγκαζε να ομιλήσουν και περί του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Λόγος όμως ούτος είναι κατά κανόνα συμπτωματικός απαντά δε κυρίως εις όσα σημεία οι Απολογηταί αναφέρονται εις το δόγμα της Αγίας Τριάδος.

2. Κατά τον Ιουστίνον, το Πνεύμα το Άγιον (προφητικόν) καταλαμβάνει την τρίτην θέσιν εν τη αγία Τριάδι: «Άθεοι μεν ουν ουκ εσμέν, τον δημιουργόν τούδε του παντός σεβόμενοι… Και Ιησούν Χριστόν, Υιόν αυτού του όντως Θεού μαθόντες και εν δευτέρα χώρα έχοντες Πνεύμά τε προφητικόν εν τρίτη τάξει ότι μετά λόγου τιμώμεν αποδείξομεν» [195].

Το πνεύμα χαρακτηρίζεται ως προφητικόν,[196] διότι ως κυρίαν αποστολήν του είχε (κατά την προχριστιανικήν εποχήν) να φωτίζη και να εμπνέη τους προφήτας της Π. Διαθήκης. Δεδομένου δε ότι την αυτήν φωτιστικήν ενέργειαν αποδίδει ο Ιουστίνος και εις τον Λόγον[197], φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ταυτίζη ούτος το Πνεύμα το Άγιον μετά του Λόγου του Θεού και να αποδέχεται εν είδος «δυαδικής» (binitBrisch) και ουχί τριαδικής θεότητος. Είναι προφανές ότι εν προκειμένω η θεολογική σκέψις του Ιουστίνου είναι εξόχως συγκεχυμένη. Δια τούτο προς εξακρίβωσιν της πραγματικής του εννοίας ασχέτως των άλλων ρητών περί Αγίας Τριάδος διαβεβαιώσεων αυτού, πρέπει να έχωμεν πάντοτε υπ' όψιν όλα εκείνα τα χωρία, εις το οποία εξαίρονται υπ' αυτού αφ' ενός μεν η ιδιαιτερότης του προσώπου του Αγ. Πνεύματος (ως λ.χ., εν τω βαπτιστηρίω συμβόλω), αφ' ετέρου δε η θέσις αυτού ως παραλλήλου προς τον Λόγον πηγής εμπνεύσεως και φωτισμού.

3. Πλουσιώτερος και σαφέστερος είναι ο περί Τριάδος και Αγίου Πνεύματος λόγος του Αθηναγόρου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος ο οποίος προσεπάθησε να περιγράψη τας ενδοτριαδικάς σχέσεις εξαίρων συγχρόνως τόσον την ένωσιν, όσον και την διαίρεσιν των προσώπων του τριαδικού Θεού: «… Ειδέναι, τις η του παιδός προς τον πατέρα ενότης τις η του Πατρός προς τον Υιόν κοινωνία, τι το Πνεύμα, τις η τούτων ένωσις και διαίρεσις ενουμένων, του Πνεύματος του Παιδός του Πατρός».[198]

Ειδικώτερον, προσπαθεί να περιγράψει ούτος την εκ του Πατρός πρόοδον του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν παραβάλλει προς την απόρροιαν και επαναφοράν της ηλιακής ακτίνος εις τον δίσκον του ηλίου: «καίτοι και αυτό το ενεργούν τοις εκφωνούσι προφητικώς Άγιον Πνεύμα απόρροιαν είναί φαμέν του Θεού, απορρέον και επαναφερόμενον ως ακτίνα ηλίου».[199] Η σαβελλιανική ανάχρωσις της εν προκειμένω σκέψεως του Αθηναγόρου είναι αναμφισβήτητος. Αν συγκρίνωμεν αυτήν προς την αριθμώ ετερότητα του Υιού παρ' Ιουστίνω (ιδέαν προσανατολιζομένην προς την διθεΐαν), θα ίδωμεν ευθύς την αντίθεσιν. Οπωσδήποτε ο Αθηναγόρας δεν ετόλμησε να εφαρμόση την σχετικήν αναλογίαν και επί του Υιού. Να κατενόησεν άράγε το επιλήψιμον αυτής;

4. Τέλος περί Αγίας Τριάδος κάμνει λόγον και ο Θεόφιλος Αντιόχειας, ο οποίος μάλιστα υπήρξε και ο πρώτος, ο οποίος εισήγαγε τον όρον τριάς, δια να χαρακτηρίσει τον Θεόν της Χριστιανικής πίστεως: «Ωσαύτως και αι τρεις ημέραι προ των φωστήρων γεγονυίαι τύποι εισίν της τριάδος, του Θεού και του Λόγου αυτού και της Σοφίας αυτού».[200]

 

Σημειώσεις


193. Την πενιχρότητα ταύτην εν τω συστήματι του Ιουστίνου ó Pfáttisch (Der Einfluss Platos auf die Theologie Justins des Märtyrers, Pederborn 1910, σελ. 45) αποδίδει εις το γεγονός ότι ο ιερός Απολογητής εν τη πλατωνική φιλοσοφία δεν εύρε θέσιν αρμόζουσαν εις το Πνεύμα το Άγιον. Το σύστημα αυτού περιλαμβάνει μόνον τον Πατέρα, τον Υιόν και τους Αγγέλους του μεν Πατρός αντιστοιχούντος προς τον Δημιουργόν, του δε Υιού ή Λόγου προς την του κόσμου ψυχήν, και των Αγγέλων προς τους θεούς των θεών του Τιμαίου του Πλάτωνος. Η θεωρία αυτή, παρά τα αληθή στοιχεία αυτής εν τούτοις δεν παύει να είναι βεβιασμένη ( βλέπε Α. Θεοδώρου, μν. έργ., σελ. 117 και εξής).

194. "Nevertheless, being toyel churchme, they made it their business to procleim the Church' s faith, the pettern of which was of cource triadic". (Kelly μν. έργ., σελ. 101).

195. Απολ. Α΄, 13, 1.3. Β.Ε.Π. 3, 167.

196. Απολ. Α΄, 32, 2. Β.Ε.Π. 3, 177. Διάλ. 7. 9, 1. Β.Ε.Π. 3, 215, 216.

197. Απολ. Α΄, 33, 4.5. Β.Ε.Π. 3, 178-179. Ομοίως την σύμπηξιν τής ανθρωπίνης φύσεως τού Χριστού άλλοτε μεν αποδίδει εις το Πνεύμα το άγιον, άλλοτε δε εις αυτόν τούτον τον Λόγον τού Θεού.

198. Πρεσβεία, 12. Β.Ε.Π. 4, 289-290. Βλ. και Πρεσβεία, 24. Β.Ε.Π. 4, 300.

199. Αθην., Πρεσβεία, 10. Β.Ε.Π. 3, 288.

200. Προς Αυτόλ. Β΄, 15. Β.Ε.Π. 5, 32.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 13-10-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-10-2017.

ΕΠΑΝΩ