Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Ορθοδοξία και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Β΄ Κεφάλαιο

Η διαμόρφωσις των καθολικών βάσεων της Εκκλησίας

Εισαγωγικά

Ως εν τω προηγουμένω κεφαλαίω είδομεν, το β' ήμισυ της β' μ.Χ. εκατονταετηρίδος φέρει ανεξίτηλον την σφραγίδα του απολογητικού έργου, εγκειμένου κυρίως εν τη επιτυχεί, κατά το μάλλον ή ήττον, συνδέσει του Χριστιανικού δόγματος μετά της Ελληνικής σκέψεως και φιλοσοφίας.

Η απόπειρα αυτή των Απολογητών εσήμανε την απαρχήν μιας νέας, σφριγηλής και γονίμου θεολογικής διεργασίας, η οποία, εις την Ανατολήν τουλάχιστον, συνεδέθη βαθύτατα μετά της επιστημονικής θεολογίας και του όλου πνευματικού έργου της Εκκλησίας.

Την υπό το φως της Ελληνικής φιλοσοφίας προβολήν των Χριστιανικών της πίστεως αληθειών υπηγόρευσαν εις τους απολογητάς δύο τινά: πρώτον, η ανάγκη της καταδείξεως του Χριστιανισμού ως της μόνης αληθούς και συμφόρου φιλοσοφίας — πράγμα το οποίον είχε μεγάλην σημασίαν τότε δια τον υποβλεπόμενον και διωκόμενον Χριστιανισμόν — και δεύτερον, η επιτυχής αντιμετώπισις του Γνωστικισμού, ο οποίος, εις την αυτήν φιλοσοφίαν προστρέχων, διέστρεφε το περιεχόμενον της θείας εν Χριστώ αποκαλύψεως.

Παραλλήλως όμως προς το ανωτέρω έργον των Απολογητών, και κατά την αυτήν περίπου εποχήν ήρχισε να συντελήται και έν άλλο σπουδαίας σημασίας γεγονός δια την ζωήν και την όλην υπόστασιν της Εκκλησίας, ήτοι ο καθορισμός των εξωτερικών βάσεων της ενότητος, καθολικότητος και αποστολικότητος αυτής. Εις τούτο συνετέλεσαν λόγοι πολλοί.

Πρώτον, η εσωτερική εν τω ανθρωπίνω πνεύματι τάσις προς διάπτυξιν, συστηματοποίηση και ενιαίαν εκφοράν του περιεχομένου της ιστορικής — γνωστικής εμπειρίας και συνειδήσεως αυτού.

Η σημασία του παράγοντος τούτου κατέστη ενωρίτατα εμφανής. Ενώ κατά την αποστολικήν και μεταποστολικήν εποχήν η Εκκλησία έζη εσωτερικώς την καθολικότητα αυτής οι δε Χριστιανοί απετέλουν κοινότητα βιούσαν εν Πνεύματι Αγίω την πίστιν και την εσχατολογικήν ελπίδα αυτής — συνεπώς μη αισθανομένην την ανάγκην θεολογικής επεξεργασίας των Χριστιανικών της πίστεως αληθειών — από του ημίσεος της β' μ.Χ. εκατονταετηρίδος και εξής η Εκκλησία, ωθουμένη εσωτερικώς και εξωτερικώς αισθάνεται την ανάγκην να εξέλθη εκ του εσωτέρου τούτου μυστικού κύκλου της πνευματικής της εμπειρίας, να θεολογήση επί ωρισμένης βάσεως και να αντιμετώπιση σαφέστερον την θέσιν αυτής εντός των συγκεκριμένων ιστορικών πλαισίων, εις τα οποία έταξεν αυτήν η πρόνοια του Ιδρυτού της.

Δεύτερον, η πνευματική ελευθερία, η οποία επεκράτει κατά τας πρώτας δεκαετηρίδας της εκκλησιαστικής ζωής και η οποία παρείχε κατάλληλον έδαφος εκδηλώσεως ελευθέρων πνευματικών τρόπων ζωής θρησκευτικού ενθουσιασμού, προφητικών αποκαλυπτικών δραμάτων και εκστάσεων (Μοντανισμός). Τα φαινόμενα ταύτα ήσαν εξόχως δυσάρεστα, διότι εδημιούργουν οδυνηράς καταστάσεις εν τη Εκκλησία, επαπειλούσας την κατάλυσιν της εσωτέρας ενότητος και συνοχής αυτής.

Τρίτον, τέλος και σπουδαιότερον, αι ανατρεπτικαί και διασπαστικαί τάσεις του Γνωστικισμού.

Εν τω συγκρητιστικώ τούτω συστήματι ο Χριστιανισμός απεδυναμούτο και απεχρωματίζετο ολοτελώς παρουσιαζόμενος ως το τέρμα μιας εξελικτικής πορείας ως ο καρπός του δένδρου των θρησκειών, του οποίου αι ρίζαι ηπλούντο επί του εδάφους της αρχαίας Βαβυλώνος της Περσίας της Αιγύπτου και της Ελλάδος346 Περαιτέρω δια του αυτού συστήματος ανετρέποντο όλαι αι βάσεις της δογματικής πίστεως της Εκκλησίας και διεσπάτο η εν Πνεύματι Αγίω ενότης του Χριστιανικού σώματος. Εις το τελευταίον τούτο σημείον, το και κρισιμώτερον όλων, ωδήγει η όλη υπόστασις του Γνωστικισμού με τας κατατμητικάς διαιρετικάς και δυϊστικάς τάσεις αυτού.347

Τα φαινόμενα ταύτα εδημιούργουν πραγματικόν χάος εν τη Εκκλησία. Την μεγαλυτέραν σύγχυσιν προεκάλει κυρίως ο Γνωστικισμός. Οι λόγοι ήσαν οι ακόλουθοι:

Πρώτον, διότι πρώτος ο Γνωστικισμός εδημιούργησε θεολογίαν, δηλαδή ήρχισε να μελετά συστηματικώς και να προβληματίζεται επί των φλεγόντων ζητημάτων της πίστεως, προσελκύων δια του τρόπου αυτού πολλά εκ των καλλιεργημένων μελών της Εκκλησίας.

Δεύτερον, διότι ανταποκρινόμενος εις το λυτρωτικόν αίτημα της εποχής, ισχυρίζετο ότι παρείχε βεβαιότητα περί σωτηρίας.

Τρίτον, διότι απορρίπτων την Π. Διαθήκην, πρώτος εστήριζε την διδασκαλίαν αυτού επί των ακραιφνώς Χριστιανικών της πίστεως πηγών (της Κ. Διαθήκης: Κανών της Αγίας Γραφής του Μαρκίωνος).

Τέταρτον, διότι εθεώρει εαυτόν ως εξ αποκαλύψεως θείαν θρησκείαν, στηρίζων την διδασκαλίαν αυτού επί ειδικής αποκρύφου αποστολικής παραδόσεως.

Πέμπτον, τέλος, διότι ίδρυεν ιδίας κοινότητας, αι οποίαι — επειδή διεκρίνοντο δια την ανωτέραν πνευματικήν γνώσιν αυτών — εθεωρούντο (υπό των Γνωστικών βεβαίως) ως ανώτεραι των απλών Χριστιανικών κοινοτήτων.

Η εκ του Γνωστικισμού πρόκλησις της Εκκλησίας υπήρξε μεγάλη. Δι' αυτήν διεγράφετο κίνδυνος άμεσος και σοβαρός. Η επικράτησις της γνωστικής αιρέσεως θα είχεν ως αποτέλεσμα την οριστικήν κατάλυσιν του Χριστιανισμού.

Η Εκκλησία προ του θανασίμου αυτού κινδύνου είχε κάθε λόγον να ανησυχή. Έπρεπε το γνωστικόν σύστημα να ανατραπή εκ θεμελίων, να αποκαλυφθούν εις τας ρίζας των το γιγάντιον ψεύδος και η πλάνη του.

Πώς όμως θα εγίνετο τούτο; Τα έργον δεν ήτο ευχερές. Η δυσκολία ενετοπίζετο κυρίως εις την εξ απόψεως διδασκαλίας γενικότητα και αοριστίαν, εις τας οποίας εκινείτο η εκκλησιαστική συνείδησις των πρώτων Χριστιανικών γενεών. Δεν υπήρχον εισέτι σαφώς καθωρισμένα εξωτερικά όρια εντός των οποίων να πλαισιωθή η Χριστιανική αλήθεια. Έλειπον τα σαφή εκείνα κριτήρια βάσει των οποίων, αφ' ενός μεν θα επιστοποιείτο εξωτερικώς η ταυτότης της Χριστιανικής πίστεως, αφ' ετέρου δε θ' απεδεικνύετο το ψεύδος της γνωστικής κακοδοξίας. Η Χριστιανική αλήθεια έπρεπε να εξέλθη εκ της αοριστίας αυτής, να διοχετευθή εντός καθωρισμένων ιστορικών αγωγών, εις τρόπον ώστε πάσα διδασκαλία μη συγκλίνουσα προς τους αγωγούς τούτους να χαρακτηρίζεται αυτομάτως ως ετεροδιδασκαλία και ψεύδος.

Δια την Εκκλησίαν μία μόνον διέξοδος υπήρχεν: η συσπείρωσις όλων των πνευματικών της δυνάμεων και ο εντοπισμός της βαθυτέρας ουσίας αυτής εις την αποστολικήν της πίστιν και παράδοσιν. Τούτο απετέλεσε πράγματι το χρυσούν κέντρον όλων των αντιγνωστικών προσπαθειών της. Η κατάδειξις της αποστολικότητος της Εκκλησίας ήγειρε το ασφαλές εκείνο φράγμα, η υπέρβασις του οποίου έψαυεν αυτομάτως τα κράσπεδα της αιρέσεως.

Ως Αποστολική η Εκκλησία εταυτίσθη πλήρως μετά της γνησίας Εκκλησίας της υπό του Κυρίου επί του θεμελίου των Αποστόλων ιδρυθείσης, της διαφυλαττούσης ακραιφνή και ανόθευτην την αποστολικήν παρακαταθήκην της πίστεως. Προς το μέγεθος τούτο συγκρινομένη η αίρεσις θα απέβαλλεν αμέσως το ψευδές προσωπείον της και θα παρουσίαζε, γνησίους και αυθεντικούς, τους πραγματικούς χαρακτήρας της.

Η Αποστολική επομένως ασπίς ήτο δια την Εκκλησίαν περίζωμα σωτήριον. Δια τούτο ενωρίτατα ησθάνθη αυτή την ανάγκην όπως προσφύγη εις την αποστολικήν εποχήν εκ της οποίας και εζήτησε τα σταθερά εκείνα βάθρα επί των οποίων θα εστήριζε τας αντιαιρετικάς προσπαθείας και τους αγώνας της. Κουρασμένη εκ της ελευθέρας πνευματικής εμπνεύσεως και του νόθου προφητισμού της Μοντανιστικής κινήσεως, ως και των καταλυτικών διασπαστικών τάσεων του Γνωστικισμού, ενεβάθυνε περισσότερον εις την αποστολικήν της παράδοσιν, δια να εύρη εκεί τους πραγματικούς τίτλους της και τας γνησίας πηγάς της πίστεως και της αυθεντίας της. Καχύποπτος προς κάθε νεωτερικήν κίνησιν, εστράφη μετ' ευλαβείας προς τα παρελθόν, προς την θεμελιακήν των Αποστόλων εποχήν, εις την δογματικήν παράδοσιν της οποίας ανεύρε τον καθορισμόν της καθολικής της πίστεως (fides catholica), η οποία θα εχρησίμευε δι' αυτήν, τούτο μεν ως κανών και γνώμων της αληθείας, τούτο δε ως κριτήριον της αιρέσεως και του ψεύδους.

Ως τοιαύτας εξωτερικάς μαρτυρίας πιστοποιούσας την μετά της Αποστολικής εποχής συνοχήν και συνέχειαν αυτής, η Εκκλησία καθώρισε τρεις:

α) τον Κανόνα της πίστεως ή της αληθείας·

β) τον Κανόνα της Αγίας Γραφής (Κ. Διαθήκης) και

γ) την Αποστολικήν Διαδοχήν του επισκοπικού της αξιώματος.

 

Σημειώσεις


346. R. Seeberg, Lehrbuch der Dogmengeschichte, erster Bend. Leipzig 1920. Σελ. 356.

347. Ούτω το σύστημα εδίδασκε δύο θεούς (ένα δημιουργόν και ένα σωτήρα· δύο Χριστούς (ένα άνωθεν και ένα εκ των κάτω)· πλείονας σωτηρίας αναλόγως του εις ποίαν τάξιν ανθρώπων (πνευματικοί, ψυχικοί, υλικοί) ανήκεν έκαστος· πλείονας παραδόσεις, συμφώνως προς τας ποικίλας κατατομάς της αιρέσεως, πλείονα ευαγγέλια, διάφορα του ενός γνησίου Χριστιανικού ευαγγελίου· πλείονας διδασκαλίας, μίαν εσωτερικήν (δια τους μεμυημένους) και μίαν δια τους αμυήτους (Βλέπε A. Benoit, Saint Irénée, Introduction s T etude de sa Théologie, Paris 1960, σελ. 204-205).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 14-2-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 26-2-2018.

ΕΠΑΝΩ