Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Αντιγνωστικών Πατέρων

β) Η θεολογία του Τερτυλλιανού

3) Η περί Χριστού διδασκαλία

Η Χριστολογία του Τερτυλλιανού ευρίσκεται εν στενοτάτω συνδέσμω μετά της τριαδολογίας αυτού, αμφότεραι δε υπήρξαν αποφασιστικής σημασίας δια την εν τη Δύσει Εκκλησίαν, όσον αφορά εις την Ορθόδοξον διατύπωσιν του Χριστιανικού δόγματος εν τη εν λόγω περιοχή. Η περί Χριστού[710] διδασκαλία του Τερτυλλιανού έχει κατά τας βασικάς αυτής γραμμάς ως εξής:

1. Ως αποκλειστικόν σκοπόν της θείας του Λόγου ενανθρωπήσεως[711] ο Τερτυλλιανός θέτει την σωτηρίαν του πεπτωκότος: «ut hominem gestaret Christus salus hominis fuit causa, scilicet ad restituendum quod perierat, homo perierat, hominem restituti oportuerat»,[712] ως αιτίαv δε αυτής την άπειρον αγάπην του Θεού: «Si haec sunt homo quem deus redemit, tu haec erubescenda ilii facis qui remedit, et indigna, quae nisi dilexisset non redemisset[713]

2. Μόνον ως άνθρωπος πραγματικός ηδύνατο ο Υιός του Θεού να σώσει τον εις την αμαρτίαν παραπεσόντα. Η κατάδειξις της αλήθειας ταύτης είχε τότε μεγάλην σημασίαν, δεδομένου ότι ο γνωστικός δοκητισμός ηρνείτο την πραγματικότητα της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού και απέκοπτε τοιουτοτρόπως τας βάσεις της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας.

Ο Κύριος ενανθρωπήσας επί της γης έλαβε σώμα πραγματικόν και αληθές. Εγεννήθη αληθώς ως άνθρωπος εκ της Παρθένου. Η γέννησίς του όμως αυτή ήτο ταυτοχρόνως και γεγονός νέον, διότι ήτο γέννησις άνευ σπέρματος ανδρός.[714] Την εκ Παρθένου γέννησιν του Ιησού ηρνούντο, ως γνωστόν, οι Εβιωνίται,[715] οι οποίοι εδέχοντο τον Χριστόν ως φυσικόν τέκνον του Ιωσήφ και της Μαρίας.[716] Tην απουσίαν του ανδρικού σπέρματος εν τη γεννήσει του Σωτήρος ανεπλήρωσεν η δύναμις του Πνεύματος του Θεού. Επρόκειτο άραγε περί της δυνάμεως του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος; Η απάντησις είναι αρνητική. Ο Τερτυλλιανός δεν αποδέχεται εν προκειμένv την κλασσικήν θεωρίαν, ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού συνεπήχθη εν τη Παρθένω δια της δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Κατ' αυτόν εν τη Παρθένω κατήλθεν ο ίδιος ο Λόγος,[717] ο Υιός του Θεού («portio spiritus»), ο οποίος και επραγματοποίησε την ιδικήν του ενανθρώπησιν. Το πράγμα βεβαίως είχεν ιδιαιτέραν σημασίαν, αν αναλογισθώμεν ότι οι αντίπαλοι του Τερτυλλιανού (Πατροπασχίται) υπό «πνεύμα Θεού» ενόουν αυτόν τούτον τον Πατέρα, ο οποίος, κατά την γνώμην των, εσαρκώθη και έγινεν Υιός εαυτού.[718] Κατά τον Τερτυλλιανόν η τοιαύτη εκδοχή είναι εντελώς εσφαλμένη.

Ο Λόγος κατά την ουσίαν αυτού είναι πνεύμα,[719] ως πνεύμα δε κατήλθεν εν τη Παρθένω και ενεδύθη εξ αυτής την ανθρωπίνην σάρκα του. Επομένως δεν εσαρκώθη ο Πατήρ, αλλ' ο Λόγος αυτού. Ο Χριστός είναι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού.

3. Ως πραγματικόν το σώμα του Χριστού, ήτο κατά πάντα όμοιον προς το ιδικόν μας. Συνίστατο εκ σαρκός και οστέων. Εγεννήθη αληθώς εκ της Μαρίας (ex ea), πράγμα το οποίον ηρνούντο οι Βαλεντινιανοί, λέγοντες ότι απλώς διήλθε δι' αυτής (per eam), ως δια τίνος σωλήνας. Μάλιστα δε, δια να τονίσει την πραγματικότητα της γεννήσεως του Χριστού ο Τερτυλλιανός έφθανε μέχρις υπερβολών, υποστηρίζων ότι η Μαρία μετά τον τόκον αυτής απώλεσε την παρθενίαν της.[720]

Παραλλήλως, και καθ' όσον η ψυχή αποτελεί κύριον συστατικόν στοιχείον της ανθρωπίνης φύσεως, ο Χριστός ανέλαβε και ανθρωπίνην ψυχήν, εις τρόπον ώστε η ανθρωπότης αυτού να απαρτίζεται εκ δύο επί μέρους ουσιών.[721] Ως πλήρης και τέλειος άνθρωπος ο Χριστός, έφερεν όλα τα αδιάβλητα πάθη της ανθρωπίνης φύσεως («passiones humanas»),[722] πλην της αμαρτίας.

4. Ο Χριστός ως τέλειος άνθρωπος, είναι συγχρόνως και τέλειος Θεός. Επί του τονισμού των δύο φύσεων του Χριστού και της ακεραιότητος αυτών ο Τερτυλλιανός εμμένει ιδιαζόντως. Κατ' αυτόν η ενανθρώπησις δεν σημαίνει μεταβολήν του Λόγου εις άνθρωπον, πρώτον, διότι η ουσία του Λόγου, ως Θεού, είναι αναλλοίωτος και αμετάβλητος· και δεύτερον, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα υπήρχον δύο φύσεις εν τω Χριστώ, αλλά μία σύνθετος («mixtura quaedam»), εν τρίτον γένος ουδέτερον, προϊόν. Εκ της συμμίξεως αμφοτέρων.[723] Εν τη πραγματικότητι όμως το αντίθετον συμβαίνει. Εν τω Χριστώ παραμένουν ασύγχυτοι αι φύσεις, διατηρούσαι εκάστη τα ιδιώματα και τας ενεργείας αυτής. Ο Τερτυλλιανός διατυπώνει εν προκειμένω την διδασκαλίαν, την οποίαν βραδύτερον θα επαναλάβη Λέων ο Μέγας: «Sed quia substantiae ambae in statu suo quaeque distincte agitant, ideo illis et operae et exitus sui occurrerunt».[724]

5. Εν τω Χριστώ έχομεν, κατά ταύτα, ένωσιν δύο ακεραίων και συγκεκριμένων φύσεων εις έν και μόνον πρόσωπον: «Videmus duplicen statum, non confusum sed conjunctum in una persona, deum et hominem Jesus[725] Εν τω ενιαίω προσώπω του Χριστού ο Τερτυλλιανός βλέπει συνερχομένας εις ένωσιν δύο διαφόρους καταστάσεις προερχομένας εκ των δύο αντιστοίχων φύσεων αυτού, ήτοι θείας και ανθρωπίνης, πνευματικής και σαρκικής, αθανάτου και θνητής, ισχυράς και αδυνάτου.[726] Έχομεν, δηλαδή, την αντίδοσιν των ιδιωμάτων των δύο φύσεων εις το ενιαίον πρόσωπον του Χριστού. Εις το σημείον όμως τούτο ο Τερτυλλιανός παρουσιάζει ιδιοτυπίαν σκέψεως. Κατ' αυτόν το πάθος του Χριστού αναφέρεται μόνον εις την ανθρωπίνην φύσιν αυτού. Ο Θεός είναι απαθής, επομένως η θεία φύσις του Χριστού δεν είναι δυνατόν να συμπάσχη μετά της ανθρωπίνης.[726a] Η τελευταία αυτή είναι εκείνη, η οποία παρεδόθη εις τον σταυρικόν θάνατον. Ο Χριστός, επομένως, δεν απέθανε κατά την θείαν αυτού φύσιν, αλλά κατά την ανθρωπίνην: «non ex divina sed ex humana substantia mortuum».[727] Παρά ταύτα παρά τω Τερτυλλιανώ υπάρχουν και άλλαι φράσεις αποδίδουσαι την γέννησιν, το πάθος και τον θάνατον εις τον Θεόν: «nasci se deus patitur», «passiones dei», «vere crucifixus est deus, vere mortuus».[728] Παραλλήλως γίνεται λόγος και περί διατηρήσεως εν τω ουρανώ της ουσίας και της μορφής της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού.[729] Κατά τον Τερτυλλιανόν το νευραλγικόν τούτο σημείον της πίστεως (η σταύρωσις του Υιού του Θεού κ. λ. π.) είναι εξαιρετικώς αντινομικόν, το οποίον επί τοσούτον πρέπει να πιστεύεται, όσον παραδοξότερον προσπίπτει εις την ανθρωπίνην αίσθησιν και τον ανθρώπινον λόγον.[730]

6. Ποιος ο σκοπός της σταυρικής θυσίας του Χριστού; Η σωτηρία του ανθρώπου εκ της αμαρτίας. Ο Θεός απήτει ικανοποίησιν,[731] ώστε δι' αυτής να συγχωρήσει τον άνθρωπον και να τον επαναφέρη εις την αρχαίαν αυτού εν τω παραδείσω μακαρίαν και ένδοξον κατάστασιν. Ο θάνατος του Σωτήρος ήτο θάνατος λυτρωτικός: «… Qui filio sui non peperit pro te… et traditus est in mortem, mortem autem crucis. Totum hoc, ut nos a peccatis lucraretur».[732] Ήτο θάνατος δραστικός, εν ούτω μέτρω και ήτο πραγματικός. Μία κατά δόκησιν οντότης, ένα φάντασμα δεν έχει την δυνατότητα να πάθη.[733] Εν τη συναφεία ταύτη ο Τερτυλλιανός χρησιμοποιεί την αρχήν «simile a simile»,[734] ότι δηλαδή το όμοιον σώζεται δια του ομοίου. Ούτως, επειδή εις την αμαρτίαν υπέπεσεν η ανθρώπινη φύσις, έπρεπε δια του πάθους της αυτής φύσεως (του Κυρίου) να καταργηθή ο εν τη φύσει εισελθών θάνατος.[735]

Παραλλήλως ο Τερτυλλιανός, επεξηγών την σωτήριον οικονομίαν του Θεού, ομιλεί και περί της δια του αίματος του Χριστού εξαγοράς των ανθρώπων.[736] Ο λυτρωτικός ούτος τρόπος της θείας οικονομίας συνιστά την «aemula operatio Christi»,[737] η οποία αντιπαρατίθεται εις το φθοροποιόν έργον του διαβόλου.[738] Η λυτρωτική αυτή ενέργεια του Χριστού, η οποία διαπνέεται εκ της απείρου αγάπης του Θεού, ως αποτέλεσμα αυτής έχει την αποκατάστασιν του ανθρώπου εις την αρχέγονον προπτωτικήν του κατάστασιν. Είναι αληθής «re-stitutio». Δι' αυτής καταργείται το καταστρεπτικόν έργον του διαβόλου, η φθορά της φύσεως, την οποίαν εισήγαγε το αρχαίον αμάρτημα του Αδάμ. Εν τη σειρά της σκέψεως τούτης εναρμονίζεται θαυμασίως και η περί δύο Αδάμ διδασκαλία του Τερτυλλιανού. Μεταξύ αυτών ο Τερτυλλιανός σύρει αντιθετικόν παραλληλισμόν: Δια του πρώτου Αδάμ εισήλθεν εις τον κόσμον ο θάνατος· δια του δευτέρου Αδάμ (του Χριστού) εισήλθεν η ζωή.[739] Περιττόν να σημειωθή, ότι αι εν λόγω διδασκαλίαι του Τερτυλλιανού πλαισιούνται αβιάστως εντός των περί ανακεφαλαιώσεως του ανθρώπου ειδικωτέρων αντιλήψεων του Ειρηναίου.

7. Λυτρωτικήν, τέλος, δύναμιν έχουν κατά τον Τερτυλλιανόν τόσον η κάθοδος του Χριστού εις τον Άδην, όσον και η ανάστασις αυτού εκ των νεκρών. Αμφοτέρας τας αληθείας ταύτας περιλαμβάνει ο Κανών της Πίστεως: «descendit ad inferos» και: «tertia die resurrexisse»,[740] «tertia die resuscitatum a mortuis»,[741] «et resuscitatum a patre».[742]

Εκ των αληθειών τούτων την πρώτην (την εις Άδου κάθοδον[743]) ο Τερτυλλιανός δεν μνημονεύει εν τω Κανόνι της Αληθείας· πλην όμως γνωρίζει αυτήν: «Quid est autem iliud quod ad inferna transfertur post divortium corporis, quod detinetur illic, quod in diem judicii reservatur, ad quod et Christus moriendo descendit (puto, ad animas patriarcharum), si nihil anima sub terris? Nihil enim, si non corpus».[744] Ποιον σκοπόν είχεν η εις Άδου κάθοδος του Χριστού; Κατά πάσαν πιθανότητα απέβλεπεν αυτή εις την αναγγελίαν της σωτηρίας εις τους εν τω Άδη ευρισκομένους Πατριάρχας και Προφήτας.[745] Κατά πόσον όμως ούτοι συνανήλθον μετά του Χριστού εκ του Άδου, δεν λέγει ο Τερτυλλιανός.[746]

Την εκ των νεκρών ανάστασιν του Χριστού εξαίρει πολλαχώς ο Τερτυλλιανός. Αυτή είναι ανάστασις του σώματος (η ψυχή ως αθάνατος δεν αποθνήσκει: De anima 54-58), το οποίον παρεδόθη εις τον θάνατον και την ταφήν,[747] και το οποίον μετά την ανάστασιν θα είναι ένδοξον. Η ανάστασις του Χριστού αποτελεί εγγύησιν και της ιδικής μας αναστάσεως. Ο Τερτυλλιανός χρησιμοποιεί και ενταύθα την αρχήν «simile a similis». Όπως, δηλαδή, το σώμα του Χριστού απέθανε, δια να μας ελευθερώση εκ του θανάτου, ούτω το αυτό ανέστη εκ των νεκρών, δια να μας χαρίση την ανάστασιν και την ζωήν. Ο Πατήρ ήγειρε τον Υιόν, δια να δείξη τον δρόμον και της ιδικής μας σωτηρίας[748] (λύτρωσις εκ των αμαρτιών και του θανάτου).

 

Σημειώσεις


710. Ως γνωστόν, το περί Χριστού δόγμα της παραδόσεως κατά την εποχήν του Τερτυλλιανού προσεβάλλετο ποικιλοτρόπως υπό των αιρέσεων. Ούτως οι μεν Υιοθετισταί ηρνούντο αποφασιστικώς την θεότητα του Κυρίου, εκδεχόμενοι αυτόν ως απλούν άνθρωπον, πλήρη χαρίτων, υιοθετηθέντα δε παρά του Θεού, λόγω της ηθικής του τελειότητας. Οι Μοναρχιανοί, αφ' εταίρου, ταυτίζοντες Πατέρα και Υιόν (ηρνούντο την προσωπικήν αυτοτέλειαν και διάκρισιν αυτών), εδίδασκον ότι ο Πατήρ εσαρκώθη εν Χριστώ και απέθανεν επί του Σταυρού. Περαιτέρω οι πάσης αποχρώσεως Δοκήται ηρνούντο την πραγματικότητα του σώματος του Χριστού ή μετέβαλλον την φύσιν αυτού. Ούτως, ο μεν Μαρκίων εδέχετο ότι το σώμα του Χριστού ήτο μία εξωτερική επιφάνεια (χωρίς υπόστασιν πραγματικήν), αναφανέν αιφνιδίως επί της γης το 15ον έτος της βασιλείας του Τιβερίου, και εξαφανισθέν ολίγον προ του σταυρικού πάθους· ο δε Απελλής απεδέχετο αστρικόν το σώμα του Σωτήρος ενώ κατά τον Βαλεντίνον το σώμα του Κυρίου ήτο σώμα ψυχικόν και πνευματικόν. Τέλος ωρισμένοι εκ των Γνωστικών εδέχοντο πλασματικήν μόνον και μεταβατικήν ένωσιν των δύο στοιχείων του Χριστού, ενώ άλλοι ενόουν την ενανθρώπησιν ως μεταβολήν του Λόγου εν τη σαρκί και ανάχυσιν των δύο φύσεων εις μίαν. Έναντι των αιρετικών τούτων κακοδοξιών ο Τερτυλλιανός ειργάσθη μετ' επιμονής και επιτυχώς χρησιμοποιήσας ορολογίαν, η οποία έμελλε να παγιωθή οριστικώς εν τη λατινική θεολογία (G. Bardy, μν. έργ., σελ. 164).

711. Ο Τερτυλλιανός δεν θέτει εις εαυτόν το ερώτημα, κατά πόσον ο Υιός του Θεού Θα εσαρκούτο επί της γης αν ο άνθρωπος δεν περιέπιπτεν εις την αμαρτίαν (απροϋπόθετος ενσάρκωσις). Κατά τον Spindler (Cur Verbum caro factum? εν FLDG, Paderborn, 1938, σελ. 92 και εξής), ο Τερτυλλιανός εκδέχεται την εμπροϋπόθετον ενσάρκωσιν, δηλαδή την ενσάρκωσιν την οποίαν προϋποθέτει και προσδιορίζει η εις την αμαρτίαν πτώσις του Αδάμ.

712. De carn. Christi 14. PL 2, 777.

713. De carn. Christi 4. PL 2, 759.

714. «Non competebat ex semine hurnano dei filium nasci, ne al totus esset filius hominis non esset et dei filius nihilque haberet amplius Salomone et amplius Jona, ut de Hebionis opinione credentus erat; ergo jam dei filius ex patris dei semine, id est spiritu… . vacabat enim semen virl apud habentem dei semen» (De carn. Christi, 18. PL 2, 782-783).

715. «poterit haec opinio Hebioni convenire qui nudum hominem et tantum ex semine David, id est non et dei filium, constituit Jesum» (De cam. Christi 14. PL 2, 778).

716. Βλ. Evans E., Tertullian’ s treatise on the incarnation. London 1956, σελ. 143 εξ.

717. «Hic spiritus dei idem erit sermo» (Adv. Prax. 28. PL 2, 189).

718. «Nempe, inquiunt, filius dei deus est, et νirtus aitissimi aitissimus est» (Adv. Prax. 28. PL 2, 189).

719. «sermo autem spiritu structus est, et ut ita dixerim sermonis Corpus est spiritus» (Adv. Prax. 8. PL 2, 163).

720. De carn. Christi 23. PL 2, 790.

721. «Qui homo voluerit Incedere animam quoque humanae conditionis ostenderit» (Carn. Christi 11. PL 2, 774). «quodsi una caro et una anima…, salvus erit numerus duarum substantiarum in suo genere distantium» (Αυτ. 13).

722. Ούτως «δοκίμασε πείναν, δίψαν, κάματον, ψυχικάς συγκινήσεις, δάκρυα, πτόησιν προ του θανάτου κλπ. (Adv. Prax. 16. PL 2, 175).

723. «...quomodo sermo caro sit factus utrumne quasi transfiguratione in came an indutus carmen? imno indutus... Omne enim, quodcumque transfiguratur in aliud, desinit esse quod fuerat et incipit esse quod non erat; deus autem neque aliud potest esse. Sermo autem deus et sermo domini manet in aevum  perseverando scil. In sua forma. Quem si not capit configurari, consequens est, ut sic caro factus intelligatur, dum fit in carne at manifestarur at viderur at contrectetur per carmen. Si enim sermo ex trasfiguratione et demutatione substantiae caro factus est, una jam erit substantia Jesus ax duabus, ex carne et spiritu, mixtura quaedam… et tertium quid afficitur. Naqua argo daus erit Jesus, sermo anim dasiit asse qui caro factus est, nequa homo caro, caro anim non proprie est, quia sermo fuit. Ita ex utroque neutrum ast, aliud longa tartium est quam utrumque» (Adv. Prax. 27. PL 190-191).

724. Adv. Prax. 27. PL 2, 192.

725. Adv. Prax. 27. PL 2, 191. «Sed quia substantiaa ambaa in statu suo quaaqua distincta agabant, idao illis at opera at exitua sui occurrerunt… Naque caro spiritus fit, naque spiritus caro, in uno plane esse possunt. Ex his Jesus consistit, ex carne homo, ex spiritu deus» (αυτ.).

726. «Ita utriusqua subatantiaa cansus hominem et daum exhibuit, hice natum inde non natum, hice carnam inda spiritualam, hice infirmum inde praafortem, hinc moriantem inde νiventem» (De carn. Chr. 5. PL 2, 761).

726a. Ο Τερτυλλιανός δια της διδασκαλίας του τούτης, η οποία εκ πρώτης όψεως απειλεί να καταλύση την ενότητα του προσώπου του Χριστού, αποβλέπει κυρίως εις την διαφύλαξιν της υπερβατικότητος του Χριστιανικού Θεού. Η υπερβατικότης αυτή εξυπακούει την απόλυτον κατά φύσιν απάθειαν του Θεού. Επομένως η ιδέα του Μαρκίωνος, ότι ο Πατήρ συνέπαθεν εν τω Υιώ, είναι αδύνατος, καθ' όσον έν τοιούτον πάθος θα είχεν ως άμεσον συνέπειαν την κατάλυσιν της φύσει απαθούς ουσίας του Θεού. Παράβαλλε Orbe A., La muarta de Jasus an la aconomia Valentiniana, εν: Gragorianum 40 (1959), σελ. 499: «Die arsten christlichan Schriftstellar haben nicht immer dia ganeuar Terminologie im Bazug auf die paraonala Einheit in Christus getroffen. Ebanso wia Tertullian gaben euch die Alaxandrinar Clemans und Origanas dia personale Einhalt zu. Und von dieaer Übarzeugung har sprachen sie auch von Geburt, Leidan und Tod Chriati. Um Jedoch die Leldansunfahigkait das Wortas in seiner Menachwerdung und dem Leban auf Erden zu wahren, unterstrichen eie saine Tätigkait und saina Laidansunfähigkait gerade els Gott. Durch die mythischa Sprache dar Valantinianar hindurch bamerkt man ebanso das Benühan, dia Transzendenz der göttiichen Parson sla solcher zu wahren» (παρά K. Wölfl, μν. έργ., σελ. 247, σημ. 15).

727. Adv. Prax. 29. PL 2, 194. H εναγώνιος επί του σταυρού αναφώνησις του Ιησού (Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;) δεν προήρχετο εκ του Λόγου ή του Θεού, αλλ' εξεφωνήθη «ut impassibilem deum ostandarat, qui sic filium dereliquit, dum hominam sjus tradidit in martem» (Adv. Prax. 30. PL 2, 195).

728. De pat. 3. De carn. Christi 5. Adv. Marc., II, 27. PL 1, 1363. 2, 760. 317.

729. Da rasur. cern. 51. PL 2. 568.

730. Η ιδέα του «credo, quie absurdum ast» (Παράβαλλε R. Seebarg, μν. έργ., σελ. 419).

731. Παράβαλλε Κ. Adam, Dar Christua daa Gleubana. Düsseid. 19562, σελ. 253: «Tertullian bestimmta den Tod Jesu als satisfactio gegenüber der göttlichen Gerechtigkait». Άλλως φρονούσιν: οι J. Tixeront, Là theologia pntanicéanne, 9η εκδ., Paris 1924, σελ. 417 και ο G. Bardy (μν. έργ., σελ. 156).

732. Da fuga 12. PL 2, 114.

733. «Nihil enim peasus est qui non vere est passus; vera autem pati phantaama non potuit. Evereum est igitur totum dei opus» (Adv. Marc. III, S. PL 2, 332).

734. «Ob hoc igitur missum filium in similitudinem carnis pacceti, ut pacceti carmen simili substantia redimeret, id ast came» (Adv. Merc. V, 14. PL 2, 505). Κατά τον Orbe (μν. έργ., σελ. 640) η αρχή αυτή ήτο οικεία τόσον εις τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, όσον και εις τους Βελεντινιανούς.

735. «… quia nac mors noatra dissolvi possat nisi domine passione» (De bapt. 11. PL 1, 1321).

736. Adv. Marc. IV, 40. PL 2, 460.

737. «Sed et hic ratio defendit, quod deus imaginem at similitudimen suam a diabolo captam aemula oparationa recuperavit» (De cam. Christi, 17. PL 2, 782).

738. Εις το ερώτημα, κατά πόσον ο Τερτυλλιανός απεδέχθη την περί δικαιωμάτων του Σατανά θεωρίαν (ότι δηλαδή, ο Χριστός το αίμα αυτού έδωσεν ως λύτρον εις τον διάβολον), πρέπει να δοθή αρνητική απάντησις (Βλέπε J. Rivière, Tartullien et las droits du Démon, Εν RSR 6 (1926), σελ. 199-216). Ομοίως η ιδέα, η βραδύτερον απαντώσα εν τη αρχαία θεολογική γραμματεία (παρ' Αμβροσίω, Ωριγένει, Γρηγορίω Νύσσης κλ). καθ’ ην εχρησιμοποιήθη δόλος («pia fraus») υπό του Θεού εν τη σχετική μετά του διαβόλου διαπραγματεύσει, είναι όλως ξένη της θεολογικής σκέψεως του Τερτυλλιανού, ο οποίος εν προκειμένω μάλλον ακολουθεί εις τα ίχνη της αντιστοίχου διδασκαλίας του Ειρηναίου.

739. Adv. Marc. V, 9. PL 2, 492. «Quodsi aic in Christo vivificamur omnas, sicut mortificamur in Adam, quando in Adam corpore mortificemur, sic necesse est et in Christo corpore νivificemur. Ceterum similitudo non constat, si non in eadem substantia mortificationi in Adam νivificatio concurrat in Christo».

740. Da praascr. 13. PL 2, 26

741. Da Virg. Val. 1. PL 2, 889.

742. Adv. Prax. 2. PL 2, 157.

743. Παράβαλλε σχετικώς: Grillmeier A., Dar Gottessohn in Totanraich, εν ZKT, 71 (1949), σελ. 1-53, 184-203. Fischer A., Studien zum Todasgadanken in dar alten Kirche, Bd. I, Münchan 1954.

744. De anima 7. PL 2, 657.

745. De anima 55. PL 2, 742-743. Παράβαλλε Waszink. J. H., Tertulliani de Anima. Amsterdam 1947, σελ. 554.

746. Κατά τον Τερτυλλιανόν μόνον οι Μάρτυρες εξήλθον εκ του Άδου ευρισκόμενοι προ της κοινής αναστάσεως εν τω ουρανώ. Οι υπόλοιποι — Προφήται και Πατριάρχαι —παραμένουν εκεί μέχρι της κοινής αναστάσεως (βλέπε Κ. Wölfl, μν. έργ., σελ. 259).

747. Res. Mort. 48. PL 2, 864.

748. Da carn. Christi 12. PL 2, 776. Ο Τερτυλλιανός επί του σημείου της αναστάσεως, την οποίαν ηρνούντο αι αιρετικοί, θέτει σημαντικόν βάρος, διό και έγραψεν ειδικόν έργον: De Resurractiona Mortuorum (μεταξύ των ετών 208-212, ότε ευρίσκετο εις την Μοντανιστικήν αίρεσιν).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 9-8-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 9-8-2019.

ΕΠΑΝΩ