Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά και Κοινωνικά

Η κτίση εκ του μηδενός, η αρχή και το τέλος της * Ο άνθρωπος και το περιβάλλον: Ορθόδοξη Θεολογική προσέγγιση * Όνομα και πρόσωπο στην Εκκλησία και σε αιρέσεις

Κοινωνία και Ετερότητα

Η Ορθόδοξη μαρτυρία στην εποχή τής παγκοσμιοποίησης

 Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης

Ομ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

 

Μετάφραση: Σταύρος Φωτεινός

 

 

Η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Δυτική Ευρώπη αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ενδείξεις της θείας πρόνοιας στην εποχή μας, μία ιστορική πραγματικότητα που πρόκειται να επηρεάσει την ζωή της Χριστιανικής Εκκλησίας και γενικά την ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Άγνωστες και ανεξερεύνητες είναι οι βουλές του Κυρίου! Μέσα από τις αναταραχές της ανθρώπινης ιστορίας προβάλλουν νέες πραγματικότητες, τις οποίες ο Θεός χρησιμοποιεί ως μέσα για την ευλογία του κόσμου του. Τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ρωσία το 1917 οδήγησαν σε μία μετανάστευση των πιο σημαντικών θεολόγων και ηγετών της Εκκλησίας στην Δυτική Ευρώπη, οι οποίοι έκαναν την Ορθοδοξία όχι μόνο γνωστή εκεί αλλά και βαθύτατα σεβαστή. Επίσης, οι καταστροφές που έπληξαν τον ελληνικό λαό, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και αμέσως μετά, προκάλεσαν μία χωρίς προηγούμενο αύξηση του αριθμού των Ορθοδόξων στην Δυτική Ευρώπη. Σήμερα, η Ορθοδοξία έχει μία εντυπωσιακή παρουσία στην Δυτική Ευρώπη, γεγονός που συνεπάγεται τεράστιες ευθύνες. Και τούτο γιατί αυτή η ευλογία δεν είναι μόνο για το καλό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά για το καλό όλης της ανθρωπότητας, για το καλό ολοκλήρου του κόσμου.

 

Α. Ορθοδοξία και Δύση

Τι μπορεί η Ορθοδοξία της Δυτικής Ευρώπης να συνεισφέρει στον κόσμο σήμερα; Για μερικούς η Αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ευρώπη έγκειται στον προσηλυτισμό όσο το δυνατό περισσοτέρων Χριστιανών της Δύσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο πρόκειται πραγματικά για μία πολύ περιορισμένη και στενή στοχοθεσία. Η Αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ευρώπη είναι πολύ ευρύτερη και, στην πραγματικότητα, πολύ πιο ουσιαστική. Ακόμη, η Αποστολή αυτή είναι δυσδιάστατη. Από την μία, οφείλει να είναι μάρτυρας των ξεχωριστών ηθών που η Ορθόδοξη παράδοση φέρνει μαζί της ενάντια στα ήθη και τις αξίες της Δυτικής Χριστιανοσύνης και κουλτούρας. Από την άλλη, πρέπει να ερμηνεύσει στους Ορθοδόξους Χριστιανούς τον τρόπο σκέψης που θα αποκαλούσαμε δυτικό. Μόνο οι Ορθόδοξοι της Δυτικής Ευρώπης μπορούν να επιτελέσουν αυτή την λειτουργία. Μπορούν να είναι αυθεντικοί ερμηνευτές και γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στην ιστορική Ορθοδοξία και στο δυτικό πολιτισμό, με έναν τρόπο που κανείς άλλος Ορθόδοξος δεν είναι σε θέση να το πράξει.

Η σημασία αυτής της αποστολής είναι αυταπόδεικτη. Ο κόσμος σήμερα κυριαρχείται από τη δυτική κουλτούρα. Η πολιτική και οικονομική ανωτερότητα των χωρών της Δύσης τις έχει καταστήσει πρότυπα για τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να μετατραπεί σε μία εξωτική θρησκεία, που προσφέρει καταφύγιο σε όσους αναζητούν μυστικιστικές και άλλες αλλόκοτες εμπειρίες ανάλογες με εκείνες που προσφέρουν διάφορες ανατολικές θρησκείες και λατρείες. Πρέπει να αντισταθούμε απέναντι σε αυτή τον αντίληψη για την αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί δεν είναι αυτή που η μεγάλη περίοδος των Πατέρων της Εκκλησίας έχει κληροδοτήσει στον Εκκλησία μας. Οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί Πατέρες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατέφυγαν στον έρημο, έθεταν τους εαυτούς τους υπό τις προκλήσεις της κουλτούρας της εποχής τους. Αντί να κηρύττουν μία εξωτική θρησκεία αγωνίστηκαν να αλλάξουν τον ελληνορωμαϊκή κουλτούρα του καιρού τους. Και πέτυχαν σε αξιοσημείωτο βαθμό το σκοπό τους. Η Ορθοδοξία της Δύσης, περισσότερο από κάθε άλλο τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καλείται να πραγματοποιήσει τον ανάλογο σκοπό στις μέρες μας: να συσχετίσει τον Παράδοση με τα προβλήματα του ·σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, τα οποία με ταχύ ρυθμό γίνονται προβλήματα της ανθρωπότητας στον παγκόσμια διάστασή της. Είναι ακριβώς αυτό το γεγονός που καθιστά την Ορθοδοξία της Δύσης εξαιρετικά σημαντική σήμερα, κάτι που τουλάχιστον το Πατριαρχείο το οποίο αντιπροσωπεύω — το Οικουμενικό Πατριαρχείο — επισημαίνει και εκτιμά βαθύτατα.

 

Β. Κοινωνία και ετερότητα στην πτωτική ύπαρξη

Ας ασχοληθώ τώρα με το κύριο θέμα του άρθρου μου υπό το φως αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων.

Κοινωνία και ετερότητα: πώς μπορούν αυτές οι λέξεις να συμβιβαστούν; Δεν είναι αλήθεια ότι εξ ορισμού ο άλλος είναι ο εχθρός μου και η προπατορική μου αμαρτία, (για να χρησιμοποιήσουμε λόγια κάποιου Γάλλου φιλόσοφου της εποχής μας); Η δυτική κουλτούρα μας φαίνεται να ενισχύει αυτή τον άποψη με ποικίλους τρόπους. Ο ατομικισμός είναι παρών στα ίδια τα θεμέλια αυτής της κουλτούρας. Από τον πέμπτο κιόλας αιώνα, που Ο Βοήθιος έκανε τη διάκριση ανάμεσα στο πρόσωπο και το άτομο (πρόσωπο είναι μία αυτόνομη ύπαρξη με λογική φύση), και που ο άγιος Αυγουστίνος, περίπου τον ίδια εποχή, έδωσε έμφαση στη σημασία της συναίσθησης και της αυτοσυνειδησίας για τον κατανόηση της προσωπικότητας, η δυτική σκέψη ποτέ δεν έπαψε να οικοδομεί τον εαυτό της και τον κουλτούρα της πάνω σε αυτή τη βάση. Η ευτυχία του ατόμου αποτελεί, ακόμη, μέρος του αμερικάνικου συντάγματος, παράλληλα με τα δικαιώματα του ατόμου τα οποία προστατεύονται από χάρτες και διεθνή έγγραφα. Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι στην κοινωνία μας η προστασία από τον άλλο είναι μία θεμελιώδης ανάγκη. Νιώθουμε ότι απειλούμαστε όλο και περισσότερο από τον παρουσία του άλλου. Είμαστε αναγκασμένοι και μάλιστα ενθαρρυνόμαστε να θεωρούμε τον άλλο ως εχθρό πριν μπορέσουμε να τον αντιμετωπίσουμε ως φίλο μας. Η κοινωνία με τον άλλο δεν είναι αυθόρμητη· στηρίζεται πάνω σε φραγμούς που μας προστατεύουν από τους κινδύνους που υπονοούνται από τον παρουσία του. Αποδεχόμαστε τον άλλο μόνο όταν δεν αποτελεί απειλή για το ζωτικό μας χώρο η μόνο όταν συμβάλλει στον ατομική μας ευτυχία.

Αναμφίβολα, το γεγονός αυτό είναι συνέπεια αυτού που στη γλώσσα της θεολογίας αποκαλούμε «πτώση του ανθρώπου». Υπάρχει μία παθολογία μέσα στα ίδια τα θεμέλια της ύπαρξής μας, η οποία κληρονομείται με τη γέννησή μας, και είναι ο φόβος του άλλου.

Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα της απόρριψής του Άλλου, του Δημιουργού μας, από τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ —και πριν από αυτόν από τις δαιμονικές δυνάμεις που επαναστάτησαν ενάντια στον Θεό. Η ουσία της αμαρτίας είναι ο φόβος για τον Άλλο, που είναι μέρος αυτής της απόρριψης. Από τη στιγμή που η βεβαίωση του εαυτού συνειδητοποιείται μέσω της απόρριψης και της μη αποδοχής του Άλλου —και αυτό είναι που ο Αδάμ ελεύθερα επέλεξε να κάνει— είναι απόλυτα φυσικό και αναπόφευκτο για τον Άλλο να γίνει εχθρός και απειλή. Η συμφιλίωση με τον Θεό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμφιλίωση με τον οποιοδήποτε άλλο.

Το γεγονός ότι ο φόβος για τον άλλο ενυπάρχει παθολογικά στην ύπαρξή μας έχει ως συνέχεια το φόβο όχι μόνο για το άλλο αλλά για όλα τα άλλα. Πρόκειται, νομίζω, για ένα λεπτό σημείο το οποίο απαιτεί σοβαρή θεώρηση. Και αυτό γιατί καταδεικνύει ποσό βαθύς και πόσο ευρέως διαδεδομένος είναι ο φόβος για τον άλλο: δεν φοβόμαστε απλώς κάποιον συγκεκριμένο άλλο ή άλλους, αλλά, ακόμα κι αν αποδεχτούμε κάποιους, τους αποδεχόμαστε υπό τον προϋπόθεση ότι μοιάζουν κατά κάποιο τρόπο με μας τους ίδιους. Το ριζικά άλλο είναι ανάθεμα. Η διαφορά η ίδια είναι απειλή. Το ότι το γεγονός αυτό είναι οικουμενικό και παθολογικό φαίνεται από το ότι ακόμα και αν η διαφορά δεν αποτελεί ουσιαστική απειλή για μας, τον απορρίπτουμε απλώς επειδή δεν μας αρέσει. Για παράδειγμα, ακόμα κι αν ένας νέγρος δεν μας απειλεί με κανένα τρόπο, τον απορρίπτουμε εξαιτίας μιας απλής διαφοράς. Αυτό αποτελεί ένα άκρατο παράδειγμα, για τις ακρότητες με τις οποίες όλοι σήμερα τείνουμε να συμφωνήσουμε. Αλλά υπάρχουν τόσα πολλά λεπτά παραδείγματα που δείχνουν πως ο φόβος για τον άλλο είναι στην πραγματικότητα ο φόβος για το διαφορετικό· όλοι θέλουμε, κατά κάποιο τρόπο, να αποδώσουμε στον άλλο το μοντέλο του δικού μας εαυτού, γεγονός που δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένος στην ύπαρξή μας είναι ο φόβος για τον άλλο.

Όταν ο φόβος για τον άλλο φαίνεται να είναι ο φόβος για το ξένο φτάνουμε στο σημείο να προσδιορίζουμε τη διαφορά με τη διαίρεση. Αυτό κάνει πιο πολύπλοκη και αφανίζει την ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά σε ανησυχητικό βαθμό. Οι ηθικές συνέπειες σ’ αυτή την περίπτωση είναι σοβαρές. Διαιρούμε τις ζωές μας και τα ανθρώπινα όντα με βάση τις διαφορές. Οργανώνουμε καταστάσεις, συλλόγους, αδελφότητες, ακόμα και Εκκλησίες με βάση τη διαφορά. Όταν η διαφορά γίνεται διαίρεση, η κοινωνία δεν είναι τίποτα παρά μία διευθέτηση για ειρηνική συνύπαρξη. Διαρκεί όσο διαρκούν τα αμοιβαία ενδιαφέροντα, και εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε σύγκρουση και αντιπαράθεση από τη στιγμή που αυτά τα ενδιαφέροντα παύουν να υφίστανται. Οι κοινωνίες μας και η όλη κατάσταση στον κόσμο το μαρτυρούν αυτό πλήρως στις μέρες μας.

Τώρα, αν αυτή η σύγχυση ανάμεσα στη διαφορά και τη διαίρεση αποτελούσε απλώς ένα ηθικό πρόβλημα, η ηθική θα αρκούσε για να το επιλύσει. Όμως δεν είναι έτσι. Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής αναγνωρίζει σε αυτό όχι μόνο οικουμενικές αλλά ακόμα και κοσμικές διαστάσεις. Ολόκληρος ο κόσμος διαιρείται με βάση τις διαφορές, και είναι διαφορετικός στα μέρη του με βάση τις διαιρέσεις του. Αυτό καθιστά το πρόβλημα της κοινωνίας και του άλλου ένα ζήτημα που οργανικά συνδέεται με το πρόβλημα του θανάτου.

Ο θάνατος υπάρχει επειδή η κοινωνία και το άλλο δεν μπορούν να συμπέσουν στη δημιουργία. Διαφορετικά όντα γίνονται απόμακρα όντα: επειδή η διαφορά γίνεται διαίρεση, η διάκριση γίνεται απόσταση. Ο άγιος Μάξιμος χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους για να εκφράσει αυτή την οικουμενική και κοσμική κατάσταση. Η διαφορά πρέπει να διατηρηθεί γιατί είναι καλή. Η διαίρεσις είναι μία διαστροφή της διαφοράς, και είναι κακή. Το ίδιο ισχύει και για τη διάσταση η οποία παραπέμπει στη διάσπαση (αποσύνθεση) και κατ' επέκταση στο θάνατο. Όλα αυτά είναι αληθινά, όπως έχει ήδη παρατηρήσει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, στο διάστημα (διάστημα, με την έννοια της απόστασης του χρόνου και του διαστήματος) που χαρακτηρίζει τη δημιουργία. Η ηθική συνδέεται με τη δημιουργία από το μηδέν, και είναι γι’ αυτό που η απόρριψη του Άλλου, του Θεού — και του «άλλου» με όλες τις έννοιες — λογαριάζεται ηθικά.

Μετατρέποντας τη διαφορά σε διαίρεση, μέσω της απόρριψης του άλλου, πεθαίνουμε. Η κόλαση, ο αιώνιος θάνατος, δεν είναι τίποτε άλλο παρά απομόνωση από τον άλλο — σύμφωνα με τους Πατέρες της ερήμου. Δεν μπορούμε να επιλύσουμε αυτό το πρόβλημα μέσω της ηθικής. Χρειαζόμαστε μία αναγέννηση. Αυτό μας οδηγεί στην εκκλησιολογία.

 

Γ. Κοινωνία και ετερότητα στην εκκλησιαστική ύπαρξη

Πώς αυτή η σχέση ανάμεσα στον κοινωνία και το άλλο συνειδητοποιείται μέσα στον Εκκλησία; Ποια είναι η θέση του άλλου στην εκκλησιαστική κοινωνία; Αυτή είναι μία ερώτηση προς την οποία πρέπει τώρα να στραφούμε.

Η Εκκλησία είναι μία κοινότητα που ζει μέσα στον ιστορία, και κατά συνέπεια μέσα στην πτωτική κατάσταση της ύπαρξης. Όλες οι παρατηρήσεις μας, που αφορούν τη δυσκολία αποκατάστασης της κοινωνίας με το άλλο στον πολιτισμό μας, μπορούν να εφαρμοστούν και στη ζωή της Εκκλησίας. Η αμαρτία ως φόβος και απόρριψη του άλλου είναι μία πραγματικότητα που βιώνεται και μέσα στον Εκκλησία. Η Εκκλησία αποτελείται από αμαρτωλούς, και μοιράζεται πλήρως την οντολογική και κοσμική διάσταση της αμαρτίας που είναι ο θάνατος, ο τεμαχισμός της κοινωνίας και η τελική διάσταση (διαχωρισμός και αποσύνθεση) των όντων. Και ακόμη, επιμένουμε ότι η Εκκλησία είναι στον ουσία της αγία και αναμάρτητη. Σε αυτό το σημείο εμείς οι Ορθόδοξοι διαφέρουμε από τους άλλους Χριστιανούς, ιδιαίτερα τους Προτεστάντες. Τι μας λέει αυτό για το θέμα της κοινωνίας και του άλλου;

Το πρώτο πράγμα που υποδηλώνεται από αυτή τη θέση της Ορθοδοξίας είναι ότι η ουσία της Χριστιανικής ύπαρξης μέσα στον Εκκλησία είναι η μετάνοια. Με το να απορρίπτουμε και να φοβόμαστε τον άλλο, ο άλλος μας προκαλεί να μετανοήσουμε. Ακόμα και η ύπαρξη του πόνου και του θανάτου στο φυσικό κόσμο, που δεν προκαλείται από κάποιο από μας μεμονωμένα, έπρεπε να μας οδηγήσει στη μετάνοια. Γιατί όλοι μας μοιραζόμαστε την πτώση του Αδάμ, και πρέπει όλοι να νιώθουμε πίκρα που αποτύχαμε να φέρουμε τη δημιουργία σε κοινωνία με τον Θεό και να υπερβούμε το θάνατο. Η αγιότητα μέσα στον Εκκλησία διέρχεται μέσα από την ειλικρινή και βαθιά μετάνοια. Όλοι οι Άγιοι θρηνούν, γιατί νιώθουν κατά κάποιο τρόπο προσωπικά υπεύθυνοι για την πτώση του Αδάμ και για τις επιπτώσεις της στον αθώα δημιουργία.

Το δεύτερο συμπέρασμα, που προκύπτει από τον Ορθόδοξη θέση και το οποίο αφορά τον αγιότητα της Εκκλησίας, είναι ότι η μετάνοια μπορεί να είναι αληθινή και γνήσια μόνο αν η Εκκλησία και τα μέλη της έχουν συνειδητοποιήσει την αληθινή φύση της Εκκλησίας. Χρειαζόμαστε ένα μοντέλο με το οποίο να μετρούμε την ύπαρξή μας. Και όσο υψηλότερο είναι το μοντέλο τόσο πιο βαθιά είναι η μετάνοια. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο χρειαζόμαστε μία μαξιμαλιστική εκκλησιολογία και μία μαξιμαλιστική ανθρωπολογία —ακόμα και κοσμολογία— που να απορρέουν από αυτό το γεγονός. Η Ορθόδοξη εκκλησιολογία, δίνοντας έμφαση στον αγιότητα της Εκκλησίας, δεν πρέπει και πράγματι δεν οδηγεί στο θρίαμβο, αλλά σε μία βαθιά αίσθηση συμπόνιας και μετάνοιας.

Ποιο είναι το μοντέλο μιας τέτοιας μαξιμαλιστικής εκκλησιολογίας για σκοπούς κατανόησης και πραγματικής βίωσης της κοινωνίας με τον Άλλο; Πότε και από πού μπορούμε να δεχτούμε καθοδήγηση και φώτιση ώστε να βιώνουμε την κοινωνία με τον Άλλο και τους άλλους μέσα στον Εκκλησία; Ας προσπαθήσουμε μαζί να επισημάνουμε τις πηγές τέτοιας καθοδήγησης και φώτισης με τη βοήθεια κάποιων θεμελιωδών αρχών της Ορθόδοξης θεολογίας.

 

1. Η πίστη μας στον τριαδικό Θεό

Το πρότυπο του τριαδικού Θεού είναι το μοναδικό για τη σωστή σχέση ανάμεσα στον κοινωνία και στο άλλο, είτε για τον Εκκλησία είτε για τον άνθρωπο. Αν η Εκκλησία θέλει να είναι πιστή στον πραγματικό της εαυτό, πρέπει να επιχειρήσει να απεικονίσει την κοινωνία και το άλλο που ενυπάρχει στον τριαδικό Θεό. Το ίδιο ισχύει και για τον άνθρωπο ως εικόνα Θεού. Η σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και το άλλο στον Θεό είναι το πρότυπο τόσο για την εκκλησιολογία όσο και για την ανθρωπολογία. Τι μπορούμε να μάθουμε για την κοινωνία και το άλλο από το δόγμα της Τριαδικότητας του Θεού;

Το πρώτο πράγμα που προκύπτει από τη μελέτη του δόγματος της Αγίας Τριάδας είναι ότι το άλλο είναι συστατικό της ενότητας και όχι συνέπεια που απορρέει από αυτή. Ο Θεός δεν είναι πρώτα ένα και μετά τρεις, αλλά ταυτόχρονα Ένας και Τρεις. Η μοναδικότητα ή η ενότητά του δεν προστατεύεται από τον ενότητα της ουσίας, όπως ο ιερός Αυγουστίνος και άλλοι δυτικοί θεολόγοι υποστήριξαν, αλλά από τη μοναρχία του Πατέρα, που είναι ο Ίδιος ένα μέλος της Τριάδας. Εκφράζεται, επίσης, μέσω της αδιάσπαστης κοινωνίας η οποία υπάρχει ανάμεσα στα τρία Πρόσωπα, η οποία σημαίνει ότι το άλλο δεν αποτελεί απειλή για την ενότητα, αλλά μία εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της.

Δεύτερο, η μελέτη της Αγίας Τριάδας αποκαλύπτει ότι το άλλο είναι απόλυτο. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι απολύτως διαφορετικά (διαφορά, όπου κανένα από αυτά δεν συγχέεται με τα άλλα δυο).

Τρίτο και σημαντικότερο, το άλλο δεν είναι ηθικό ή ψυχολογικό αλλά οντολογικό. Δεν μπορούμε να πούμε τι είναι κάθε Πρόσωπο· μπορούμε μόνο να πούμε ποιο είναι. Κάθε Πρόσωπο στον Αγία Τριάδα είναι διαφορετικό όχι με τον τρόπο της διαφοράς στον ποιότητα αλλά με τον τρόπο της απλής επιβεβαίωσης αυτού που είναι.

Ως αποτέλεσμα, τελικά, το άλλο είναι ασύλληπτο έξω από τη σχέση. Ο Πατέρας, ο Υιός και το Πνεύμα είναι όλα ονόματα που υποδηλώνουν σχέση. Κανένα Πρόσωπο δεν είναι διαφορετικό, εκτός αν σχετίζεται. Η κοινωνία δεν απειλεί το Άλλο, το γεννά.

 

2. Η πίστη μας στον Χριστό

Δεν μπορούμε να είμαστε εικόνα Θεού, ούτε στο εκκλησιολογικό ούτε στο ανθρωπολογικό επίπεδο, παρά μόνο αν ενσωματωθούμε στη μοναδική και μόνη αυθεντική εικόνα του Πατέρα, που είναι ο Υιός του Θεού ενσαρκωμένος. Αυτό συνεπάγεται τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα μας:

α) Η κοινωνία με τον άλλο προϋποθέτει τον εμπειρία του σταυρού. Μόνο αν θυσιάσουμε τη δική μας θέληση και την υποβάλουμε στη θέληση του άλλου, επαναλαμβάνοντας αυτό που ο Κύριός μας έκαμε στη Γεθσημανή σε σχέση με τη θέλησή του Πατέρα του, μπορούμε να αν παραστήσουμε μέσα στον ιστορία σωστά την κοινωνία και το άλλο που βλέπουμε στον τριαδικό Θεό. Από τότε που ο Υιός του Θεού, κινήθηκε για να συναντήσει το άλλο, τη δημιουργία του —αδειάζοντας τον εαυτό του δια μέσου της κένωσης της ενσάρκωσης— ο κενωτικός τρόπος είναι ο μόνος που αρμόζει στον Χριστιανό στον κοινωνία του με τον άλλο, είτε αυτός είναι ο Θεός είτε ο γείτονας.

β) Σ’ αυτή τον κενωτική προσέγγιση του άλλου, η κοινωνία δεν καθορίζεται με κανένα τρόπο από τις αρετές τις οποίες εκείνος ίσως να κατέχει ή να μην κατέχει. Αποδεχόμενος τον αμαρτωλό, ο Χριστός εφάρμοσε στην κοινωνία το τριαδικό πρότυπο, όπως το έχουμε περιγράψει παραπάνω: ο άλλος δεν πρέπει να προσδιορίζεται με βάση τις αρετές του αλλά από το γεγονός και μόνο ότι είναι εκείνος. Δεν μπορούμε να κάνουμε διακρίσεις ανάμεσα σε αυτούς που δεν είναι άξιοι και σε αυτούς που είναι άξιοι της αποδοχής μας. Αυτό απαιτεί το χριστό λογικό πρότυπο της κοινωνίας με τον άλλο.

 

3. Η πίστη μας στο Άγιο Πνεύμα

Το Άγιο Πνεύμα σχετίζεται, ανάμεσα σ' άλλα, με τον κοινωνία (Β΄ Κορ. 13:13) και την είσοδο των τελευταίων ημερών στην ιστορία (βλέπε Πράξεις 2:17-18), που είναι η εσχατολογία. Όταν το Άγιο πνεύμα πνέει δεν δημιουργεί καλούς Χριστιανούς ως άτομα, ανεξάρτητους αγίους, αλλά ένα γεγονός κοινωνίας, που μεταμορφώνει όλα όσα αγγίζει το Πνεύμα σε όντα και σε σχέση. Ο άλλος γίνεται στον περίπτωση αυτή ένα οντολογικό τμήμα της ταυτότητας κάποιου. Το Πνεύμα εκεί όπου πνέει, εξαλείφει την ατομικότητα και μετατρέπει τα όντα σε πρόσωπα.

Η εσχατολογική διάσταση, από τον άλλη, της παρουσίας και δραστηριότητας του Πνεύματος, επηρεάζει βαθιά την ταυτότητα του άλλου: δεν είναι με βάση το παρελθόν ή το παρόν κάποιου που πρέπει να τον αναγνωρίσουμε και να τον αποδεχτούμε, αλλά με βάση το μέλλον του. Και αφού το μέλλον βρίσκεται στα χέρια του Χριστού, η προσέγγισή μας προς τον άλλο πρέπει να μην περιέχει το στοιχείο της κριτικής. Κάθε άλλος είναι μέσα στο Πνεύμα ένας εν δυνάμει άγιος, έστω κι αν φαίνεται να ήταν ή εξακολουθεί να είναι αμαρτωλός.

 

4. Η πίστη μας στον Εκκλησία

Όλες οι παρατηρήσεις στις οποίες έχουμε προβεί αναφορικά με τον πίστη στον Αγία Τριάδα, στον Χριστό και στο Άγιο Πνεύμα, παίρνουν συγκεκριμένη μορφή μέσα στην Εκκλησία. Είναι μέσα στην Εκκλησία που η κοινωνία με το άλλο αντανακλά πλήρως τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και το άλλο, στην Αγία Τριάδα, στον Χριστό και στο Πνεύμα. Ας ασχοληθούμε με μερικές συγκεκριμένες μορφές εκκλησιαστικής κοινωνίας οι οποίες αντανακλούν την πιο πάνω σχέση.

Βάπτισμα: Αυτό το μυστήριο συνδέεται με τη συγχώρεση. Κάθε πρόσωπο που βαπτίζεται, με το να δέχεται τη συγχώρεση παύει να αναγνωρίζεται από το παρελθόν του και γίνεται πολίτης της μέλλουσας πόλης, που είναι η Βασιλεία του Θεού. Όσα έχουμε αναφέρει για τη συγχώρεση βρίσκουν συγκεκριμένη εφαρμογή μέσα στον Εκκλησία μέσω του Βαπτίσματος.

Ευχαριστία: Πρόκειται για την καρδιά της Εκκλησίας, όπου η κοινωνία και το άλλο έχουν συνειδητοποιηθεί. Αν η ευχαριστία δεν τελείται με τον ορθό τρόπο, τότε η Εκκλησία παύει να είναι η Εκκλησία.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Εκκλησία έδωσε στην ευχαριστία το όνομα κοινωνία. Και αυτό γιατί στην ευχαριστία συναντούμε όλες τις διαστάσεις της κοινωνίας: ο Θεός κοινωνεί τον εαυτό του σε μας, ερχόμαστε σε κοινωνία μαζί του, οι συμμετέχοντες στο μυστήριο έρχονται σε κοινωνία μεταξύ τους και η δημιουργία ως όλο έρχεται μέσω του ανθρώπου σε κοινωνία με τον Θεό. Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα στον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο φέρνει τις τελευταίες μέρες μέσα στην ιστορία και προσφέρει στον κόσμο μία πρόγευση της Βασιλείας του Θεού.

Ωστόσο, η ευχαριστία δεν βεβαιώνει και δεν καθαγιάζει μόνο τον κοινωνία· καθαγιάζει και το άλλο. Είναι ένας χώρος στον οποίο η διαφορά παύει να προκαλεί τη διαίρεση και γίνεται καλή. Η διαφορά δεν οδηγεί στη διαίρεση και η ενότητα ή η κοινωνία δεν καταστρέφουν, αλλά επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητα και το άλλο μέσα στην ευχαριστία. Όταν δεν συμβαίνει αυτό. Η ευχαριστία έχει διαστραφεί — ακόμη, μπορεί να ακυρωθεί, έστω και αν όλες οι άλλες προϋποθέσεις για μία έγκυρη ευχαριστία ισχύουν και ικανοποιούνται. Έτσι, οποιαδήποτε ευχαριστία η οποία αποκλείει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτούς που ανήκουν σε διαφορετική φυλή ή φύλο ή ηλικία, ή επάγγελμα, είναι μία λανθασμένη ευχαριστία. Η ευχαριστία που τελείται ειδικά για παιδιά ή νέους ή μαύρους ή άσπρους ή μαθητές είναι λανθασμένη. Η ευχαριστία πρέπει να τα περιλαμβάνει όλα αυτά, γιατί έτσι η διαφορότητα ενός φυσικού ή κοινοτικού είδους μπορεί να ξεπεραστεί. Η Εκκλησία στην οποία η ευχαριστία δεν τελείται με αυτό τον περιεκτικό τρόπο κινδυνεύει να χάσει τον καθολικό της χαρακτήρα.

Δεν υπάρχουν όρια για το άλλο στην ευχαριστιακή κοινωνία; Ευχαριστία δεν είναι κατά κάποιο τρόπο μία κοινότητα κλειστή; Δεν υπάρχει αποκλεισμός από την ευχαριστιακή κοινωνία; Οι πιο πάνω ερωτήσεις απαιτείται να απαντηθούν. Υπάρχει, πραγματικά, αποκλεισμός από τον κοινωνία στον ευχαριστία, και οι θύρες της κλείνουν σε κάποιο σημείο της Λειτουργίας. Πώς όμως μπορούμε καταλάβουμε τον αποκλεισμό του άλλου;

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι ότι η ευχαριστιακή κοινωνία μόνο ένα είδος αποκλεισμού επιτρέπει. Πρόκειται για τον αποκλεισμό του αποκλεισμού, όλων όσων, δηλαδή, εμπεριέχουν τον άρνηση και τη διαίρεση. Τέτοια είναι τα πράγματα, που κυρίως με μια πράξη πίστης —όχι απλώς αποτυγχάνοντας να εφαρμόσουν τον αληθινή πίστη —οδηγούν σε ένα είδος κοινωνίας που διαστρέφει τον τριαδική, τη χριστολογική, την πνευματολογική και την εκκλησιολογική πίστη, όπως την έχουμε περιγράψει νωρίτερα. Η αίρεση, σε σχέση με αυτά τα θέματα, περιλαμβάνει μία πίστη που έχει διαστραφεί, γεγονός που έχει αναπόφευκτες πρακτικές συνέπειες αναφορικά με την κοινωνία και το άλλο. Αν, για παράδειγμα, κάποιος αρνηθεί την τριαδική υπόσταση του Θεού, τότε αναπόφευκτα αρνείται τις υπαρξιακές της συνέπειες σε σχέση με την κοινωνία και το άλλο. Το ίδιο ισχύει για τη χριστολογία, την πνευματολογία και την εκκλησιολογία: αιρετικές απόψεις γι’ αυτά τα ζητήματα απαιτούν διαφορετικές υπαρξιακές στάσεις απέναντι στο άλλο. Το σχίσμα είναι επίσης μία πράξη αποκλεισμού. Από τη στιγμή που επέρχεται το σχίσμα, δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι βρισκόμαστε σε κοινωνία με τον άλλο ενώ αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Πρόκειται για την περίπτωση με το γνωστό θέμα της διεπικοινωνίας. Διαφωνώντας, με την εφαρμογή της δεν κηρύττουμε την αποκλειστικότητα και τον αποκλεισμό του άλλου· απλώς αναγνωρίζουμε ότι ενός τέτοιος αποκλεισμός πραγματικά υπάρχει, και μέχρι τα αίτιά του να απομακρυνθούν, η κοινωνία με τον άλλο υποφέρει.

Κλήρος: Ίσως να μην υπάρχει καμιά περιοχή της εκκλησιαστικής ζωής όπου η κοινωνία και το άλλο συνυπάρχουν τόσο βαθιά όπως στην περίπτωση του κλήρου της Εκκλησίας. Το λειτούργημα αυτό περιλαμβάνει χαρίσματα του Πνεύματος, και τα χαρίσματα περιλαμβάνουν την ποικιλία. Μη πάντες Απόστολοι; μη πάντες Προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; (… ) μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων; (Α' Κορ. 12, 29-30). Τέτοια ερωτήματα, τα οποία υποβάλλονται από τον Απόστολο Παύλο, δέχονται τον ωμή αρνητική του απάντηση. Το Σώμα του Χριστού αποτελείται από πολλά μέλη, και αυτά τα μέλη αντιπροσωπεύουν διαφορετικά δώρα και υπηρεσίες. Κανένα μέλος δεν μπορεί να πει στο άλλο «χρείαν σου ουκ έχω» (Α' Κορ. 12:21). Υπάρχει μία απόλυτη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα μέλη και λειτουργήματα της Εκκλησίας: κανένα λειτούργημα δεν μπορεί να απομακρυνθεί και να θεωρηθεί ξεχωριστά από το άλλο. Το άλλο αποτελεί την ουσία του λειτουργήματος.

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, πρέπει να προσθέσουμε ότι το άλλο είναι αποδεκτό μόνο όταν οδηγεί στην κοινωνία και την ενότητα — όχι όταν οδηγεί στη διαίρεση. Όταν η διαφορά γίνεται διαίρεσις — για να ξαναχρησιμοποιήσουμε τον ορολογία του Αγίου Μαξίμου του ομολογητή — συναντώμαστε αμέσως με τον πτωτική κατάσταση της ύπαρξης. Για να το αποφύγει αυτό, η Εκκλησία χρειάζεται ένα λειτουργό ενότητας, κάποιον που θα είναι ο ίδιος αναγκαίος για τους άλλους, και ακόμη θα είναι ικανός να προστατεύσει τη διαφορά από το να μην εκπέσει σε διαίρεση. Αυτό είναι το λειτούργημα του Επισκόπου.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς Επίσκοπο. Και δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι σε μία Εκκλησία μόνο ένας Επίσκοπος μπορεί να υπάρχει (Όγδοος Κανόνας της Νίκαιας). Μια Εκκλησία χωρίς Επίσκοπο κινδυνεύει να επιστρέψει στη διαφορά, να υποπέσει στη διαίρεση. Και περισσότεροι από ένας Επίσκοποι σε μία Εκκλησία οδηγούν σε μία διαφορά που έχει γίνει διαιρετικός παράγοντας. Η παρούσα κατάσταση της Ορθόδοξης διασποράς είναι ένα δυστυχές, επικίνδυνο και μη αποδεκτό φαινόμενο. Επιτρέπει σε εθνικές και πολιτιστικές διαφορές να αποτελέσουν το έδαφος για την εκκλησιολογική κοινωνία που είναι επικεντρωμένη σε διαφορετικούς Επισκόπους. Ένας Επίσκοπος ο οποίος δεν υπερβαίνει τις εθνικές και πολιτιστικές διαφορές, γίνεται υπηρέτης της διαίρεσης και όχι της ενότητας. Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο οι Ορθόδοξοι πρέπει να αναλογιστούν σοβαρά, προκειμένου να αποφευχθεί η διαστροφή της ίδιας της φύσης της Εκκλησίας.

 

Δ. Κοινωνία και ετερότητα στην προσωπική ύπαρξη

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις οδηγούν σε σημαντικές ανθρωπολογικές συνέπειες. Η θεολογία και η ζωή της Εκκλησίας αποδέχονται μία συγκεκριμένη αντίληψη για τον άνθρωπο. Αυτή η αντίληψη περικλείεται σε μία μόνο λέξη: πρόσωπο. Ο ορός αυτός, εξαγιασμένος μέσω της χρήσης του σε σχέση με τον ίδια τον ύπαρξη του Θεού και του Χριστού, είναι τόσο πλούσιος σε συμπεράσματα για το θέμα μας, γεγονός που καθιστά την ανάλυσή του αδύνατη στα πλαίσια της σύντομης αυτής εργασίας.

Αρχικά, το πρόσωπο είναι άλλο στην κοινωνία και κοινωνία στο άλλο. Το πρόσωπο είναι μία ταυτότητα η οποία αναβλύζει μέσα από τη σχέση (σχέσις στην ορολογία των Ελλήνων Πατέρων). Πρόκειται για ένα Εγώ που υπάρχει από τη στιγμή που σχετίζεται με το Συ, το οποίο επιβεβαιώνει τον ύπαρξη και την ετερότητά του. Αν απομονώσουμε το Εγώ από το Συ, χάνουμε όχι μόνο τη διαφορετικότητά του αλλά και την ύπαρξή του· δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Αυτό είναι που διακρίνει το πρόσωπο από το άτομο. Η Ορθόδοξη αντίληψη της Αγίας Τριάδας είναι ο μοναδικός τρόπος να φτάσουμε σε αυτή τον αντίληψη αναφορικά με την προσωπικότητα. Ο Πατέρας δεν μπορεί να συλληφθεί έστω και για μία στιγμή χωρίς τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, και το ίδιο ισχύει για τα άλλα δύο πρόσωπα στη σχέση τους με τον Πατέρα και μεταξύ τους. Ταυτόχρονα, καθένα από αυτά τα πρόσωπα είναι εντελώς μοναδικό και τα υποστατικά ή προσωπικά τους ιδιώματα είναι εξ ολοκλήρου αμετάδοτα από το ένα πρόσωπο στο άλλο.

Δεύτερο, το πρόσωπο, τόσο από ανθρωπολογικής όσο και από θεολογικής σημασίας, δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τον ελευθερία. Πρόκειται για την ελευθερία του να είναι άλλος. Διστάζω να πω διαφορετικός αντί άλλος, και αυτό γιατί το διαφορετικός μπορεί να θεωρηθεί σε σχέση με τις αρετές (έξυπνος, όμορφος, άγιος) οι οποίες δεν είναι όλα όσα είναι ένα πρόσωπο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στον Θεό όλες αυτές οι αρετές είναι κοινές και στα τρία πρόσωπα. Το πρόσωπο δεν υποδηλώνει μόνο την ελευθερία να έχεις διάφορες αρετές αλλά κυρίως την ελευθερία απλώς να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό σημαίνει ότι ένα πρόσωπο δεν υπόκειται σε νόρμες και στερεότυπα· δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με κανένα τρόπο· η μοναδικότητά του είναι απόλυτη. Κατά συνέπεια, μόνο το πρόσωπο είναι ελεύθερο με την πραγματική έννοια.

Ωστόσο, επειδή έχουμε ήδη παρατηρήσει ότι ένα πρόσωπο δεν είναι πρόσωπο, αν αυτή η ελευθερία δεν είναι ελευθερία από τον άλλο, αλλά ελευθερία για τον άλλο. Η ελευθερία στην περίπτωση αυτή ταυτίζεται με τον αγάπη. Ο Θεός είναι αγάπη επειδή είναι Τριάδα. Μπορούμε να αγαπούμε μόνο αν είμαστε πρόσωπα, δηλαδή όταν επιτρέπουμε στον άλλο να είναι πραγματικά άλλος, και ταυτόχρονα να βρίσκεται σε κοινωνία με μας. Αν αγαπούμε τον άλλο, παρ’ όλες τις διαφορές του από εμάς, αλλά ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από μας —ή, καλύτερα, άλλος από τον εαυτό μας— ζούμε την ελευθερία ως αγάπη και την αγάπη ως ελευθερία.

Τρίτο, το πρόσωπο υπάρχει δημιουργικά. Αυτό ισχύει για το ανθρώπινο πρόσωπο και είναι συνέπεια της κατανόησης της ελευθερίας ως αγάπης και της αγάπης ως ελευθερίας. Η ελευθερία δεν είναι ελευθερία «από», αλλά ελευθερία «για» κάτι άλλο πέραν του εαυτού μας. Αυτό κάνει το πρόσωπο εκστατικό, δηλαδή, να εξέρχεται πέρα από τα σύνορα του εαυτού. Ωστόσο, αυτή η έκσταση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως μία κίνηση προς το άγνωστο και το άπειρο· πρόκειται για μία κίνηση που περιλαμβάνει επιβεβαίωση του άλλου.

Αυτή η πορεία του προσώπου προς την επιβεβαίωση του άλλου είναι τόσο ισχυρή ώστε δεν περιορίζεται από τον άλλο που ήδη υπάρχει, αλλά επιθυμεί να επιβεβαιώσει ένα άλλο, το οποίο είναι απόλυτα ελεύθερη δωρεά του προσώπου. Όπως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο ως απόλυτα ελεύθερη δωρεά, έτσι το πρόσωπο θέλει να δημιουργήσει το δικό του άλλο. Αυτό είναι που συμβαίνει στην τέχνη, και είναι μόνο το πρόσωπο που μπορεί να είναι καλλιτέχνης με την πραγματική έννοια, με άλλα λόγια ένας δημιουργός που αναδεικνύει μία εντελώς άλλη ταυτότητα ως πράξη ελευθερίας και κοινωνίας. Το να ζεις, λοιπόν, μέσα στην Εκκλησία σε κοινωνία με τον άλλο σημαίνει τη δημιουργία ενός πολιτισμού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε υπήρξε πολιτιστικά δημιουργική.

 

Ε. Το Πρόβλημα της Οικολογίας

Αυτό με οδηγεί σε ένα σημείο το οποίο ίσως θεωρηθεί ότι λίγη σχέση έχει με το θέμα μας. Και όμως είναι πολύ σχετικό και αδικαιολόγητα απουσιάζει από τους συλλογισμούς μας αναφορικά με την κοινωνία και το άλλο. Αναφέρομαι στο οικολογικό πρόβλημα. Τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας;

Σε συντομία, το οικολογικό πρόβλημα το οποίο γίνεται τόσο απειλητικό για τη δημιουργία του Θεού οφείλεται σε μία κρίση ανάμεσα στον άνθρωπο και το άλλο της υπόλοιπης δημιουργίας. Ο άνθρωπος δεν σέβεται το άλλο που δεν είναι ανθρώπινο· τείνει να το αφομοιώνει στον εαυτό του. Αυτή είναι η αιτία του οικολογικού προβλήματος.

Η τραγικότητα του ζητήματος έγκειται στο γεγονός ότι Ο άνθρωπος, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να διορθώσει τον κατάσταση, μπορεί εύκολα να υποπέσει σε μία ειδωλολατρική εναλλακτική λύση: να αφομοιωθεί από τη φύση. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Η Ορθοδοξία ιδιαίτερα, καλείται να προσφέρει την ορθή Χριστιανική απάντηση στο πρόβλημα μέσα από την παράδοσή της. Η φύση είναι το άλλο το οποίο ο άνθρωπος καλείται να φέρει σε κοινωνία με τον εαυτό του, επιβεβαιώνοντάς το ως «καλό λίαν» μέσω προσωπικής δημιουργικότητας. Αυτό είναι που συμβαίνει στην ευχαριστία, κατά την οποία τα φυσικά συστατικά του ψωμιού και του κρασιού επιβεβαιώνονται τόσο ώστε αποκτούν προσωπικές ιδιότητες (το Σώμα και το Αίμα του Χριστού) μέσα στο γεγονός της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος. Με παρόμοιο τρόπο, με ένα ευχαριστιακό τρόπο, όλες οι μορφές του πραγματικού πολιτισμού και της τέχνης είναι τρόποι χειρισμού της φύσης ως άλλο σε κοινωνία, και αυτά είναι τα μόνα υγιή αντίδοτα στην οικολογική ασθένεια.

 

ΣΤ. Ο σπόρος και το φυτό

Αυτές είναι ορισμένες σκέψεις αναφορικά με ένα ευρύτατο θέμα. Προσφέρονται ταπεινά από κάποιον ο οποίος αγωνίζεται να συλλάβει την υπαρξιακή σημασία της Ορθόδοξής μας θεολογίας και πίστης. Ζούμε σε μία εποχή όπου η κοινωνία με το άλλο γίνεται εξαιρετικά δύσκολη όχι μόνο έξω αλλά συχνά και μέσα στην Εκκλησία. Η Ορθοδοξία έχει το ορθό όραμα της κοινωνίας και της ετερότητας μέσα στην πίστη, στην ευχαριστιακή και εκκλησιολογική της ύπαρξη. Αυτό πρέπει να μαρτυρήσει η Ορθοδοξία στην ομίχλη του δυτικού πολιτισμού. Ωστόσο, προκειμένου να είναι ένας επιτυχημένος μάρτυρας, πρέπει η Ορθοδοξία να αγωνιστεί να εφαρμόσει αυτό το όραμα στον τρόπο ύπαρξής της. Μεμονωμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ίσως αποτύχουν να το πράξουν, αλλά η Εκκλησία ως σύνολο δεν πρέπει να αποτύχει. Να γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να προσέξει το δικό της τρόπο ύπαρξης. Όταν ο άλλος απορρίπτεται με βάση φυσικές, φυλικές, φυλετικές, κοινωνικές, εθνικές ή ακόμα ηθικές διαφορές, η Ορθόδοξη μαρτυρία καταστρέφεται.

Θα τελειώσω επαναλαμβάνοντας όσα ανέφερα στην αρχή αυτής της εργασίας. Η Ορθοδοξία είναι παρούσα στην Δυτική Ευρώπη όχι για να προσηλυτίσει ή να εντυπωσιάσει και να γοητεύσει με την εξωτική της εμφάνιση. Είναι εκεί ως ένας σπόρος και ένα φυτό που πρόκειται να φυτευτεί στο χώμα του δυτικού πολιτισμού ως ένα ακέραιο και οργανικό μέρος του, για να βοηθήσει την Δυτική Ευρώπη να αποκτήσει και να ζήσει την κοινωνία με τον άλλο με ένα προσωπικό τρόπο, με βάση το τριαδικό, το χριστολογικό και το ευχαριστιακό όραμα της ύπαρξης. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσω μιας αργής προόδου, μιας κενωτικής παρουσίας και μιας γνήσιας ολοκλήρωσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε στενή και δημιουργική συνεργασία και αληθινό διάλογο με τη δυτική Χριστιανοσύνη και πολιτισμό.

Είθε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο οποίος άδειασε τον εαυτό Του από την αιώνια δόξα προκειμένου να εμφυτεύσει στην πτωτική μας ύπαρξη τον δικό Του τρόπο ύπαρξης, να ευλογήσει, να ενδυναμώσει και να καθοδηγήσει με το Άγιο Πνεύμα την Ορθόδοξη Εκκλησία της Δυτικής Ευρώπης στην ζωή και την μαρτυρία —προς δόξα του Θεού Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Δημιουργία αρχείου: 28-2-2009.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-10-2018.

ΕΠΑΝΩ