Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Δογματικά

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι // Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας // Ανακοινωθέν Ι. Μ. Πειραιώς για την καθιέρωση τιμής των Ογδόης (Η΄) και Ενάτης (Θ΄) Οικουμενικών Συνόδων // Η 8η Οικουμενική Σύνοδος και η Καταδίκη της Προσθήκης του «Filioque» // Περί της αναγνωρίσεως της εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ως Ενάτης (Θ΄) Οικουμενικής

Εισήγηση για την επίσημη αναγνώριση τής 8ης Οικουμενικής Συνόδου

Περί της αναγνωρίσεως της εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ως Ογδόης Οικουμενικής

Τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 6 ην Οκτωβρίου 2011

 

Πηγή: Βιβλιάριο Ι. Μ. Πειραιώς: "Ασματικαί Ακολουθίαι τής Αγίας Ογδόης (Η΄) Οικουμενικής Συνόδου". Πειραιεύς 2014.

 

Εισήγηση του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος την 6 ην Οκτωβρίου 2011 με θέμα: «Περί της αναγνωρίσεως της εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ως Ογδόης Οικουμενικής».

Οκτώβριος 2011.

Μακαριώτατε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Ιεράρχαι,

Θερμές ευχαριστίες απευθύνω στην Αγία και Ιερά Σύνοδο που μου ανέθεσε την διαπραγμάτευση αυτού του θέματος, που είναι σοβαρό και δεν έχω τήν αίσθηση ότι θα μπορέσω πλήρως να ανταποκριθώ στις προσδοκίες της, απλώς θα δώσω το έναυσμα για την περαιτέρω συζήτηση. Ελπίζω, όμως, ότι η σύνεση και οι γνώσεις των σεβαστών και αγαπητών αδελφών, ιδίως των ακαδημαϊκών Επισκόπων, θα συμπληρώσουν τα κενά τα οποία ενδεχομένως θα έχη αυτή η εισήγηση. Ευχαριστώ ακόμη γιατί η Ιερά Σύνοδος μου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ με ένα θέμα που από πολύκαιρό ήθελα να διερευνήσω περισσότερο και με το οποίο ασχολούμαι.

Θεωρώ σημαντικό το ότι για πρώτη φορά τίθεται ένα τέτοιο θέμα στις Συνεδριάσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και αυτό χαιρετίσθηκε με ιδιαίτερη θεολογική ικανοποίηση. Αυτό, Μακαριώτατε, προσμετράται στα θετικά έργα της αρχιεπισκοπείας σας. Το ανώτατο Σώμα τής Εκκλησίας είναι αρμόδιο για την συζήτηση τέτοιων σοβαρών ζητημάτων και με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η συνείδηση της Εκκλησίας.

 

1. Ο όρος Οικουμενικός

Πριν προχωρήσω στην εξέταση του όλου θέματος θα πρέπει να δοθούν μερικές επεξηγήσεις που είναι βοηθητικές για την πληρεστέρα κατανόησή του. Και κατ’ αρχάς πρέπει να δούμε την έννοια του όρου οικουμενικός.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι έχει σημειώσει ότι η αρχική έννοια του όρου οικουμενικός πιθανώς να σήμαινε αυτοκρατορικός12. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επεκτεινόταν σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο, όλη την τότε γνωστή οικουμένη, οπότε ό,τι ανταποκρινόταν στην Αυτοκρατορία λεγόταν οικουμενικό. Έτσι, ο όρος οικουμενικός δινόταν σε εκείνους που είχαν μια γενική αποστολή στην Αυτοκρατορία και έδιναν αναφορά στον Αυτοκράτορα, όπως ο Εισαγγελεύς, ο Έφορος κλπ. λέγονταν οικουμενικοί13. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Επίσκοπος της Νέας Ρώμης, της πόλεως που ήταν η έδρα της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και του Αυτοκράτορος, απέκτησε τον τίτλο του Οικουμενικού και κατ’ επέκταση και η γενική Σύνοδος, που ήταν πέρα από τις Tοπικές, λεγόταν Οικουμενική. Αυτό θα το δούμε καλύτερα στα όσα θα ακολουθήσουν στην επόμενη ενότητα.

 

2. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι

Από την αρχή της Εκκλησίας χρειάσθηκε οι Απόστολοι να επιλύσουν διάφορα ζητήματα, γι’ αυτό και συνήρχοντο σε συναντήσεις συνόδους, όπως είναι η πρώτη Αποστολική Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα το 48 μ.Χ.

Ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, αναφερόμενος στις Οικουμενικές Συνόδους, γράφει ότι αποτελούν την «υψίστην αυθεντίαν» στην Εκκλησία και ότι αυτές «συνεκαλούντο υπό των αυτοκρατόρων», κυρίως λόγω των δογματικών αφορμών και ερίδων και σ’ αυτές συμμετείχαν αντιπρόσωποι όλων των επί μέρους τοπικών Εκκλησιών14. Αυτό ακριβώς δείχνει ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι έχουν τρία κοινά σημεία.

Το πρώτον είναι ότι ασχολούνται με τον καθορισμό δογματικών θεμάτων, όπως το τριαδικό, το χριστολογικό και τα συναφή με αυτά δόγματα περί της τιμής των ιερών εικόνων15.

Το δεύτερον είναι ότι συγκαλούνταν από τους αυτοκράτορες. Έτσι, την Α’ Οικουμενική Σύνοδο συνεκάλεσε ο Μ. Κωνσταντίνος, την Β’ ο Μ. Θεοδόσιος, την Γ’ ο Θεοδόσιος ο μικρός, την Δ’ ο Μαρκιανός και η Πουλχερία, την Ε’ ο Ιουστινιανός ο Α’, την ΣΤ΄ ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, την Πενθέκτη ο Ιουστινιανός ο Β΄, και την Ζ’ ο Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄ με την Ειρήνη την Αθηναία. Επισημαίνεται δε ότι οι Αυτοκράτορες απέφευγαν να ασκούν δικαίωμα επεμβάσεως στις δογματι κές και λοιπές συζητήσεις των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι αποφαίνονταν εν Αγίω Πνεύματι16.

Το τρίτο ότι συμμετέχουν όλες οι Τοπικές Εκκλησίες.

Είναι πολύ σημαντική μια συζήτηση που έγινε μεταξύ του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και του Επισκόπου Καισαρείας Βιθυνίας Θεοδοσίου για θεολογικά θέματα, με αναφορά και στις Συνόδους. Ο Επίσκοπος Θεοδόσιος σε κάποια στιγμή, όταν ο άγιος Μάξιμος αναφέρθηκε σε ορθόδοξη Σύνοδο που έγινε στην Ρώμη, απάντησε ότι η Σύνοδος αυτή δεν έχει ισχύ «επειδή χωρίς κελεύσεως γέγονε βασιλέως». Τότε, ο άγιος Μάξιμος ανέλυσε το θέμα σχέσεως μεταξύ ορθής πίστεως και βασιλικών διαταγμάτων. Ανέφερε Συνόδους που συγκροτήθηκαν με διατάγματα βασιλέων και κατακρίθηκαν «δια την αθεΐαν των κυρωθέντων ασεβώς δογμάτων» και ερωτά: «Ποίος δε κανών διαγορεύει, μόνας εκείνας εγκρίνεσθαι συνόδους, τας κελεύσει βασιλέως αθροισθείσας, η όλως κελεύσει βασιλέως πάντας τας συνόδους αθροίζεσθαι;».

Δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να ορίζη το να αποδεχόμαστε ως Συνόδους μόνον εκείνες που συγκροτούνται με βασιλικά διατάγματα. Αντίθετα, ο Κανόνας όρισε να συγκροτήται Σύνοδος (δηλ. Τοπική) «δεύτερον κατά πάσαν επαρχίαν του έτους», «κελεύσεως βασιλικής μηδεμίαν μνήμην πεποιημένος», και αυτή η Τοπική Σύνοδος ασχολείται για την ασφάλεια «της σωτηριώδους ημών πίστεως και διορθώσει πάντων τω θείω της Εκκλησίας νόμω μη συναινούντων κεφαλαίων». Και συμπεραίνει ο άγιος Μάξιμος: «Εκείνας οίδεν αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν»17. Από το χωρίο αυτό του αγίου Μαξίμου φαίνεται σαφέστατα ότι οι Κανόνες της Εκκλησίας ορίζουν την σύγκληση των Τοπικών Συνόδων, οι οποίες ασχολούνται και αποφασίζουν για δογματικά ζητήματα, και όχι Συνόδους που συγκαλούνται με βασιλικά διατάγματα. Επίσης, φαίνεται καθαρά ότι εκείνο που αποδεικνύει μία Σύνοδο ως ορθόδοξη είναι τα ορθόδοξα δόγματα και όχι απλώς η σύγκληση με βασιλικά διατάγματα.

Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι στην μελέτη του «η αυθεντία των αρχαίων Συνόδων και η παράδοσις των Πατέρων» και μάλιστα στην ενότητα «αι σύνοδοι εις την αρχαίαν Εκκλησίαν» αναφέρεται στην ιστορία των Συνόδων γενικώς και ειδικότερα των Οικουμενικών Συνόδων. Ισχυρίζεται ότι στην αρχαία Εκκλησία δεν υπήρχε κάποια «συνοδική θεωρία» η μια περίτεχνος «θεολογία των Συνόδων» ούτε υπήρχαν μερικοί «καθωρισμένοι κανονισμοί», αλλά οι Σύνοδοι της Εκκλησίας στους πρώτους αιώνες «ήσαν περιστατικαί συγκεντρώσεις που συνήρχοντο δια ειδικούς λόγους, συνήθως επειγούσης φύσεως, δια να συζητήσουν ειδικά θέματα κοινού ενδιαφέροντος». Συνήθως, συνήρχοντο Επίσκοποι μιας περιοχής για να εκλέξουν και να χειροτονήσουν νέους Επισκόπους και αυτό ήταν το θεμέλιο για το «μελλοντικόν επαρχιακόν και μητροπολιτικόν σύστημα». Φαίνεται ότι οι Σύνοδοι εμφανίσθηκαν στην Μ. Ασία στα τέλη του 2ου αιώνος, αλλά και στην Βόρεια Αφρική εγκαθιδρύθηκε «κατά τον τρίτον αιώνα είδος συνοδικού συστήματος». Έτσι, στην αρχαία Εκκλησία οι σύνοδοι «ήσαν γεγονότα μάλλον, παρά θεσμός...»18

Οι Επίσκοποι συνήρχοντο κατά περιοχές σε Συνόδους για να εκλέξουν Επισκόπους και να αποφασίσουν για γενικότερα θέματα της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον 34ο Αποστολικό Κανόνα. Με την πάροδο του χρόνου για την καλύτερη διοργάνωση της Εκκλησίας υιοθετούσαν την διοικητική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε επαρχίες και εξαρχίες, προκειμένου να διασώσουν το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας, το οποίο λειτουργούσε με διαφόρους τρόπους από την ημέρα της Πεντηκοστής, όπως αποδεικνύεται και από την πρώτη Αποστολική Σύνοδο στα Ιεροσόλυμα, αλλά και με τον τρόπο τελέσεως της θείας Λειτουργίας και με αυτόν τον τρόπο συγκρότησαν την ενότητα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε το μητροπολτικό σύστημα και αργότερα το πατριαρχικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας. Αυτό έγινε με την έμπνευση του Παναγίου Πνεύματος από τους Πατέρας της Εκκλησίας.

Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανίσθηκε, τότε έγινε αντιληπτό ότι και η Πολιτεία και η Εκκλησία «είχαν κοινά όρια», οπότε η οικουμενικότητα της Πολιτείας κατέστησε έκδηλη και την οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνεκλήθη και η Μεγάλη Σύνοδος στην Νίκαια, που έγινε το πρότυπο όλων των άλλων Συνόδων. Οι Τοπικές Εκκλησίες έπρεπε να μάθουν να ζουν όχι «ως αυτοτελείς μονάδες», αλλά «ως τμήματα απεράντου πνευματικής κυβερνήσεως»19

Και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δεν θα ήταν υπερβολή, εάν ελέγετο ότι αι Σύνοδοι ουδέποτε εθεωρήθησαν ως κανονικός θεσμός, αλλά μάλλον ως κατά περίπτωσιν χαρισματικά γεγονότα».20 Η ίδια η Εκκλησία είναι μια συνέλευση που ποτέ δεν διακόπτεται και η Σύνοδος η «ο Συνοδικός θεσμός» «είναι de jure Divino» «όταν αποτελή αληθή εικόνα η φανέρωσιν της ιδίας της Εκκλησίας»21. Η Σύνοδος τελικά «δεν ευρίσκεται υπεράνω της Εκκλησίας», αλλά είναι η φανέρωση της Εκκλησίας και η «εκπροσώπησή» της. Γι’ αυτό πολλές φορές οι αποφάσεις των Συνόδων «εγένοντο δεκταί η απερρίπτοντο από τας Εκκλησίας όχι δια λόγους τυπικούς η "κανονικούς", η δε ετυμηγορία της Εκκλησίας υπήρξεν άκρως εκλεκτική»22.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης για το θέμα αυτό δίδασκε ότι η Οικουμενική Σύνοδος δεν ήταν ποτέ κανονικός θεσμός στην Εκκλησία, όπως ήταν οι Τοπικές Σύνοδοι, που καθορίζεται από τους ιερούς Κανόνας πότε να συγκαλούνται, αλλά ήταν αποτέλεσμα της αναγνωρίσεως της Εκκλησίας ως επίσημης θρησκείας του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι οι Αυτοκράτορες ήθελαν να πληροφορηθούν ποια είναι η άποψη της Εκκλησίας για ένα δογματικό θέμα και τότε οι αποφάσεις αυτές γίνονταν νόμοι του κράτους, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο23. 24. Οι αιρετικοί καταδικάζονταν από τις Τοπικές Συνόδους και οι αποφάσεις κοινοποιούνταν σε άλλες Τοπικές Εκκλησίες. Αυτό γινόταν στην αρχαία Εκκλησία. Όταν, όμως, ο Χριστιανισμός έγινε θρησκεία του Ρωμαϊκού Κράτους, τότε ο Αυτοκράτορας ήθελε να γνωρίζη την πίστη της Εκκλησίας και να την επικυρώνη με νόμο ώστε να υπάρχη η ενότητα στην Αυτοκρατορία25. Γι’ αυτό, οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων δεν είχαν σκοπό να αντικαταστήσουν τους κανόνες των Τοπικών Συνόδων.

Οι Τοπικές Σύνοδοι ει χαν κανόνες, δηλαδή υπήρχαν κανόνες των Τοπικών Συνόδων, κανόνες της λειτουργίας της Συνόδου η των διαφόρων Εκκλησιών της Συνόδου και ήταν μια ευκαιρία να τυποποιήσουν πλέον την κοινή πράξη της Εκκλησίας, να θεσπίσουν κανόνες Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι θα αναγνωρίζονταν από το Κράτος ως οι νόμοι της Εκκλησίας. Και αυτό γινόταν στην διατύπωση της πίστεως26. Τα μέλη των Οικουμενικών Συνόδων ομιλούσαν και ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των Τοπικών Εκκλησιών και όχι ως άτομα απομονωμένα27. Στην εποχή, όμως, που δεν υπάρχει Αυτοκράτορας για να συγκαλέση Οικουμενική Σύνοδο, μπορεί αυτό να το κάνη ο Οικουμενικός Πατριάρχης, χωρίς να θεωρήται Οικουμενική Σύνοδος. Γι’ αυτό η Σύνοδος που ετοιμάζεται να συγκληθή ονομάζεται Αγία και Μεγάλη Σύνοδος28.

Ο Επίσκοπος Αθανάσιος Γιέβτιτς, αναφερόμενος στο θέμα των Οικουμενικών Συνόδων, μεταξύ των άλλων, κάνει λόγο και για την γένεση και την δομή τους, αλλά και για την σημασία τους στην ζωή της Εκκλησίας. Έχοντας υπ’ όψη του τις γνώμες διαφόρων επιστημόνων ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι, επειδή έχουν μερικές εξωτερικές ομοιότητες με «συνέδρια της ρωμαϊκής Συγκλήτου», γι' αυτό και συνεκρότησαν ένα είδος «αυτοκρατορικού συμβουλίου» σε διάφορα θέματα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και θα μπορούσαν να ονομάζονται «βασιλικαί σύνοδοι» της «κρατικής» ή «κρατικοποιημένης Εκκλησίας» της κωνσταντινιδείου περιόδου, ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μερικές εξωτερικές ομοιότητες σε ορισμένες διαδικασίες και δικονομικούς τύπους που υπήρχαν στην Ρωμαϊκή Σύγκλητο, αλλά όμως «δεν πρέπει να συγχέεται το ουσιώδες και το επουσιώδες εν τω συνοδικώ συστήματι», γιατί εκείνο που χαρακτηρίζει τις Οικουμενικές Συνόδους είναι «η εκκλησιαστική βάσις», δηλαδή «η συνοδικότητα της Εκκλησίας» που προϋπήρχε στην λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας. Αυτό φαίνεται στην παράδοση του συνοδικού θεσμού που επικρατούσε στην αρχαία Εκκλησία, στην μετέπειτα οργάνωσή της, αλλά και την συγκρότηση των Τοπικών Συνόδων για την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων στην Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες. Αυτή η συνοδικότητα της Εκκλησίας που προϋπήρχε, υιοθέτησε και τον τρόπο συγκροτήσεως των Οικουμενικών Συνόδων. Άλλωστε, οι Αυτοκράτορες συγκαλούσαν τις Συνόδους κατόπιν υποδείξεων των Επισκόπων, όπως επίσης υπάρχουν Οικουμενικές Σύνοδοι στις οποίες δεν παρέστησαν ούτε οι αυτοκράτορες ούτε οι αντιπρόσωποί τους29.

Σημαντικά είναι τα όσα γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης για την διαφορά μεταξύ των Τοπικών και των Οικουμενικών Συνόδων και τον τρόπο συγκλήσεώς τους. Σημειώνει ότι τέσσερα είναι τα γνωρίσματα των Οικουμενικών Συνόδων, εκ των οποίων τα τρία είναι κοινά και στις Τοπικές Συνόδους, αλλά το ένα είναι «η ουσιώδης, η συστατική, και ιδιαιτάτη διαφορά απασών των οικουμενικών συνόδων».

Το πρώτο «ιδίωμα όλων των οικουμενικών» Συνόδων είναι «το να συναθροίζωνται δια προσταγών, ουχί του Πάπα, η του δείνος Πατριάρχου, αλλά δια προσταγών Βασιλικών».

Το δεύτερο ιδίωμα είναι «το να γίνεται ζήτησις περί πίστεως, και ακολούθως να εκτίθεται απόφασις, και όρος δογματικός εις κάθε μίαν από τας οικουμενικάς αλλά και τούτο εις τινας τοπικάς ηκολούθησεν».

Το τρίτο ιδίωμα είναι «το να ήναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ’ αυτών δόγματα και οι Κανόνες, ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα ταις θείαις Γραφαίς, ή και ταις προλαβούσαις Οικομενικαίς συνόδοις». Και στο σημείο αυτό ισχύει ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού:

«Τας γενομένας συνόδους, η ευσεβής πίστις κυροί, και πάλιν, η των δογμάτων ορθότης κρίνει τας συνόδους».

Και το τέταρτον ιδίωμα είναι «το να συμφωνήσουν και να αποδεχθούν τα παρά των Οικουμενικών συνόδων διορισθέντα, και κανονισθέντα άπαντες οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι και Αρχιερείς της Καθολικής Εκκλησίας, είτε δια των ιδίων τοποτηρητών, ή και τούτων απόντων, δια γραμμάτων αυτών».

Αυτή η συμφωνία των Πατριαρχών είναι ο συστατικός χαρακτήρας που τις καθιστά Οικουμενικές, αλλά και ο διακριτικός χαρακτήρας που διακρίνει την Οικουμενική Σύνοδο από την Τοπική30. Επίσης, υπάρχει και διαφορά μεταξύ των Χωρικών και των Τοπικών Συνόδων. Χωρική Σύνοδος είναι εκείνη την οποία συνιστά ο Επίσκοπος ή ο Μητροπολίτης η ο Πατριάρχης μόνον με τους Κληρικούς του, χωρίς τους Επισκόπους. Και Τοπική Σύνοδος είναι εκείνη που συνέρχεται ο Μητροπολίτης ή ο Πατριάρχης με τους Μητροπολίτες του ή με τους Επισκόπους και γενικώς όταν συνέρχωνται οι Επίσκοποι μιας επαρχίας για να εξετάσουν τα κοινά ζητήματα που άπτονται δογματικών και κανονικών υποθέσεων31.

Επομένως, οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν την υψίστη αυθεντία στην Εκκλησία και ενώ συγκαλούνται από τους Αυτοκράτορες, εν τούτοις είναι χαρισματικά γεγονότα, αφού στην πραγματικότητα το βάρος των Οικουμενικών Συνόδων προσδιορίζεται από το μεγάλο δογματικό θέμα με το οποίο ασχολούνται και από την παρουσία μεγάλων Πατέρων που είναι μέλη τους, η από την διδασκαλία των Πατέρων στην οποία στηρίζονται. Άλλωστε, οι Πατέρες της Εκκλησίας, που έφθασαν στην θέωση φωτίσθηκαν από το Άγιον Πνεύμα, γιατί βρίσκονταν σε μια πνευματική κατάσταση για να δεχθούν τον θείο φωτισμό32.

Όλα αυτά ελέχθησαν ώστε να γίνη κατανοητό ότι η Οικουμενική Σύνοδος έχει ως βάση τις Τοπικές Συνόδους, αφού στην Οικουμενική Σύνοδο συμμετέχουν ολόκληρες οι Τοπικές Σύνοδοι. Αυτό σημαίνει ότι και η παρούσα Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι Τοπική Σύνοδος και όχι μόνον μπορεί, αλλά και πρέπει να λάβη απόφαση για δογματικά ζητήματα και για το συγκεκριμένο θέμα, ότι δηλαδή η Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου (879-880) και επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά (1351) είναι η Η΄ και η Θ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι αντίστοιχα. Και αυτήν την απόφασή της θα την διαβιβάση στην Πανορθόδοξη Σύνοδο, για την συζήτηση απ' όλες τις Εκκλησίες και την απόφαση για το θέμα αυτό. Άλλωστε, και τα δύο βασικά θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι δύο Σύνοδοι του 879 - 880 και του 1351, ήτοι το filioque και το actus purus είναι θέματα τα οποία όλη η Ορθόδοξη Παράδοση, όπως εκφράσθηκε από τους θεοφόρους Πατέρας της Εκκλησίας, τα έχει θεωρήσει ως αιρέσεις. Έτσι, δεν πρόκειται για μία πρωτοτυπία το να αποδεχθούμε, ως Τοπική Εκκλησία, τις δύο Συνόδους ως Οικουμενικές και να προτείνουμε την αποδοχή τους ως τέτοιων απ' όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά είναι μέσα στο πλαίσιο εργασιών των Τοπικών Συνόδων.

Ύστερα από τα εισαγωγικά αυτά, τα οποία είναι κατατοπιστικά, θα προχωρήσω στην ανάλυση του θέματος ότι η Σύνοδος του έτους 879 - 880 έχει όλα τα χαρακτηριστικά τής Οικουμενικής Συνόδου και μπορεί να χαρακτηρισθή ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος.

 

3. Η Σύνοδος του έτους 879-880

Η Σύνοδος που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη το έτος 879880 και στην οποία προήδρευσε ο Μ. Φώτιος και παρέστησαν τριακόσιοι ογδόντα τρεις (383) Πατέρες από ανατολή και δύση, που εκπροσωπούσαν τα πέντε Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, μεταξύ των οποίων και της Παλαιάς Ρώμης, αποκατέστησε την ειρήνη και την ενότητα στην Εκκλησία, ύστερα από διάφορα δυσάρεστα γεγονότα που είχαν προηγηθή. Δεν είναι σκοπός της παρούσης εισηγήσεως να αναφερθή στα γεγονότα αυτά, όπως έγινε με άλλα κείμενά μου33. Το γεγονός είναι ότι η Σύνοδος αυτή έχει όλα τα στοιχεία να χαρακτηρισθή οικουμενική. Γι’ αυτό και έτσι χαρακτηρίσθηκε από πολλούς Πατέρας και διδασκάλους, όπως τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, τον Νείλο Θεσσαλονίκης, τον Νικόλαο Καβάσιλα, τον Νείλο Ρόδου, τον Μακάριο Αγκύρας, τον άγιο Συμεών τον Θεσσαλονίκης, τον άγιο Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό, τον Ιωσήφ Βρυέννιο, τον Γεννάδιο Σχολάριο, τον Δοσίθεο Ιεροσολύμων, τον Κωνσταντίνο Οικονόμου, κλπ., αλλά και από τους νεωτέρους, όπως τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, που έγραψε ότι η Σύνοδος αυτή φέρει «ου μόνον τα εξωτερικά, αλλά και πάντα τα εσωτερικά γνωρίσματα οικουμενικής Συνόδου» και ασχολήθηκε με σοβαρά δογματικά ζητήματα, όπως την προσθήκη του filioque και το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης34. Η Σύνοδος αυτή είναι και λέγεται Οικουμενική, γιατί συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα, παρέστησαν σε αυτήν εκπρόσωποι όλων των Πατριαρχείων, προήδρευσε ο Μ. Φώτιος και οι εκπρόσωποι του Πάπα Ρώμης, ασχολήθηκε με σοβαρά δογματικά και εκκλησιολογικά θέματα και οι αποφάσεις της συντονίζονται με την διδασκαλία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας, δηλαδή είναι σύμφωνες με την όλη παράδοση της Εκκλησίας.

Τα Πρακτικά της Συνόδου αυτής δημοσιεύθηκαν από τον Δοσίθεο Πατριάρχη Ιεροσολύμων στο βιβλίο του Τόμος Χαράς35, που εκδόθηκε στο Ρήμνιο της Ουγγροβλαχίας τον Σεπτέμβριο του έτους 1705, ενάμιση χρόνο προ του θανάτου του Δοσιθέου. Για την έκδοση των Πρακτικών της Η’ Οικουμενικής Συνόδου χρησιμοποιήθηκε το χειρόγραφο της Μονής των Ιβήρων του 16ου αιώνος36. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα Πρακτικά της Συνόδου αυτής διαπιστώνει ότι η ίδια η Σύνοδος αυτοανακηρύσσεται Οικουμενική και έτσι την τιτλοφορούν οι Βασιλείς, ο Μ. Φώτιος, οι λεγάτοι του Πάπα και τα μέλη της. Ο όρος «οικουμενική» αναφέρεται δεκάδες φορές στα Πρακτικά. Όλα τα μέλη της Συνόδου έχουν την συνείδηση ότι είναι συνέχεια της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου την οποία και επικυρώνουν ως Οικουμενική. Άρα, η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος επικυρώθηκε από την Σύνοδο αυτή την οποία μελετάμε και αυτό, μεταξύ των άλλων, δείχνει την σοβαρότητά της.

Για την σημαντική αυτή Σύνοδο εκπονήθηκε μια σημαντική διατριβή από τον πρεσβύτερο Φίλιππο Ζυμάρη με τίτλο: «Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880)», που είναι ακόμη ανέκδοτη37, και προτείνω να την εκδώση η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, για την σημαντικότητά της. Η διατριβή αυτή υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εγκρίθηκε από αυτό, εισηγητής δε ήταν ο Καθηγητής Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την διατριβή αυτή διαπιστώνει την μεγάλη σημασία της Συνόδου, που δίκαια έχει αποκληθή ως Η’ Οικουμενική.

Ο συγγραφεύς ξεκινά από την διαπίστωση ότι δυστυχώς στην Δύση η σημαντική αυτή Σύνοδος έχει περάσει είτε ως «ψευδοσύνοδος», είτε ότι δεν έκανε κάποιο σπουδαίο έργο, δηλαδή «δεν προέβη σε καμμιά δογματική απόφαση»38. Όμως, μελετώντας κανείς τα Πρακτικά της πείθεται «για την ύπαρξη στους πατέρες αυτής της Συνόδου μιας σαφούς εκκλησιολογικής συνειδήσεως»39. Ο σκοπός της εν λόγω διατριβής αποβλέπει στην εξακρίβωση «της εκκλησιολογικής σημασίας της Συνόδου του 879-880, η οποία ήτο σημαντική για την Εκκλησία και, τελικώς, όλον τον κόσμο σήμερα»40. Τελικά, αποδεικνύεται ότι «η Σύνοδος αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία έκθεση εκκλησιολογίας», γιατί όλα τα θέματα που συζητήθηκαν «έχουν ένα κοινό εκκλησιολογικό πλαίσιο, και οι αποφάσεις σχετικώς με τα θέματα αυτά προδίδουν σαφώς την συγκεκριμένη αυτή εκκλησιολογική συνείδηση, η οποία αποτελεί συνέχεια της συνειδήσεως των προηγουμένων Πατέρων της Εκκλησίας». Τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν στην Σύνοδο ήταν πέντε, ήτοι:

α) το πρωτείον του πάπα,

β) τα λειτουργήματα στην Εκκλησία και η μεταξύ τους σχέση,

γ) τα τοπικά έθιμα,

δ) η αθρόον χειροτονία, και

ε) το filioque.41.

Είναι επίσης σημαντική η ανάλυση που γίνεται για τις Συνόδους του έτους 869-870, που κατεδίκασε τον Ιερό Φώτιο, και του έτους 879-880, που μελετάμε, από τον Επίσκοπο Αβύδου Κύριλλο Κατερέλο, στην μελέτη του με τίτλο «Η Ρώμη και το Παπικό Πρωτείο επί Πατριαρχείας Ιγνατίου και Ι. Φωτίου (847-886), η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (869-870)»42. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να γίνη μια μικρή αναφορά σε δύο από τα θέματα αυτά για να φανή η σπουδαιότητα της Οικουμενικής αυτής Συνόδου.

 

A. Το πρωτείο του Πάπα

Το ένα θέμα είναι το πρωτείο του Πάπα. Η συζήτηση που έγινε στην Σύνοδο μεταξύ του Μ. Φωτίου, των Ανατολικών Επισκόπων αλλά και των εκπροσώπων του Πάπα έδειξε καθαρά ότι ο Πάπας έχει πρωτείο μέσα στην Εκκλησία, αλλά «με σαφή εκκλησιολογικά όρια», όπως προσδιορίζονται από τον 34ο Αποστολικό Κανόνα, δηλαδή είναι πρώτος μόνο κατά τα πρεσβεία «εντός και όχι υπεράνω της Εκκλησίας. Κατά την θεώρηση αυτή, ο κάθε αρχιερεύς, ο οποίος δεν τηρεί το πνεύμα του Αποστολικού Κανόνος, θέτει εαυτόν εκτός Εκκλησίας και καθαιρείται η αφορίζεται· οι πάπες δεν αποτελούν εξαίρεση»43.

Οι λεγάτοι του Πάπα υπεστήριζαν στην Σύνοδο την άποψη ότι μόνον ο α γιος Πέτρος και οι Πάπαι, που είναι διάδοχοί του, έχουν «την εξουσία του δεσμείν και λύειν, δηλαδή την ιερωσύνη. Ως εκ τούτου, ο Πάπας, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, είναι η μόνη πηγή της ιερωσύνης, και, επομένως, οποιαδήποτε εξουσία, που συμβαίνει να έχει ο Φώτιος, δεν προέρχεται από την ίδια την αρχιερωσύνη του αλλά από τον Πάπα»44.

 Μ. Φώτιος και οι Πατέρες της Συνόδου αυτής «υπεστήριζαν τα πρεσβεία τιμής ως αναγκαία εκκλησιολογική αρχή για την διατήρηση της ενότητος της ανά την οικουμένην Εκκλησίας, κατά τα πρεσβεία τιμής, όμως, η διατήρηση αυτή της ενότητος σαφώς δεν νοείται ως επιβολή από ένα πρώτον, ο οποίος βρίσκεται υπεράνω της Εκκλησίας ως αυθεντία. Η θέση αυτή σαφώς εκφράζεται σε μία επιστολή του Φωτίου, στην οποία τονίζει την Ορθόδοξη ερμηνεία του Ευαγγελικού χωρίου του Ματθ. 16:18-19· η ερμηνεία αυτή οδηγεί στην καίρια εκκλησιολογική αρχή ότι ο κάθε επίσκοπος είναι ισότιμος ως προς την αρχιερωσύνη του»45.

Ο Πάπας έχει το προνόμιο της τιμής και πρέπει να τηρή τους κανόνες της Εκκλησίας, και αυτό το προνόμιο πρέπει να γίνεται μέσα στο πνεύμα των ιερών Κανόνων46. Αυτό σημαίνει ότι ο Πάπας δεν έχει αρμοδιότητες σε άλλες εκκλησιαστικές περιφέρειες. Όταν ο Πάπας δεν τηρή τους κανόνες και θέτει τον εαυτό του υπεράνω της Εκκλησίας, τότε μπορεί να καθαιρεθή, όπως συνέβη με τον Πάπα Νικόλαο Α’, που καθαιρέθηκε, γιατί αναμείχθηκε στην Κωνσταντινούπολη και την Βουλγαρία47. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το πρωτείο του Πάπα, κατά τους δυτικούς, δεν τίθεται σε κανονική και εκκλησιολογική προοπτική, αλλά σε δογματική βάση, ότι η ιερωσύνη του Πάπα είναι η πηγή της ιερωσύνης όλων των άλλων Πατριαρχών και Επισκόπων. Εκεί ακριβώς βρίσκεται το θέμα και όχι στα πρεσβεία τιμής και της προεδρίας στην Σύνοδο. Αυτό δεν μπορούσε ποτέ, ούτε και τώρα μπορεί, να γίνη αποδεκτό από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Διαβάζοντας κανείς τα Πρακτικά και τις συζητήσεις που έγιναν κατά την έναρξη της Συνόδου διαπιστώνει ότι στην αρχή φαίνονται δύο τύποι εκκλησιολογίας, ο δυτικός, που θεωρούσε τον Πάπα ως κεφαλή όλης της Εκκλησίας και ο ανατολικός που αναφέρεται στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως, βάσει των ιερών κανόνων και της παραδόσεως της Εκκλησίας. Οι λεγάτοι, όπως φαίνεται, προσπάθησαν να επιβάλουν τον δυτικό τύπο εκκλησιολογίας, αλλά με την σοφία και τις έξυπνες παρεμβάσεις του Πατριάρχου Φωτίου και των άλλων μελών επικράτησε πλήρως η ανατολική εκκλησιολογία, που στηρίζεται στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως της Εκκλησίας και στην μη ανάμειξη άλλων εκκλησιαστικών διοικήσεων σε μια άλλη εκκλησιαστική διοίκηση.

Είναι χαρακτηριστικός ο πρώτος Κανόνας που συνέταξε η Σύνοδος αυτή κατά την πέμπτη πράξη της, που θεσπίζει την αυτονομία κάθε εκκλησιαστικής διοικήσεως σε θέματα τάξεως και πειθαρχίας. Σύμφωνα με τον κα νόνα αυτόν όποιος επίσκοπος, κληρικός η λαϊκός, που ανήκει στον Πάπα, τιμωρηθή από αυτόν πρέπει να υπόκειται στον ίδιο όρο τιμωρίας και από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και αντιστρόφως. Και καταλήγει ο κανών: «μηδέν των προσόντων πρεσβείων τω αγιωτάτω θρόνω (της) των Ρωμαίων Εκκλησίας μηδέ τω ταύτης προέδρω το σύνολον καινοτομουμένων μηδέ νυν μήτε εις το μετέπειτα»48. Αυτό σημαίνει ότι γίνεται αποδεκτό το συνοδικό σύστημα διοικήσεως και ότι το πρωτείο του Πάπα δεν ει ναι πρωτείο εξουσίας, αλλά πρωτείο τιμής, δηλαδή ο Πάπας δεν είναι κεφαλή όλης της Εκκλησίας, δεν είναι η πηγή της ιερωσύνης και, κατά συνέπεια, δεν έχει αρμοδιότητα στις άλλες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Κατά τον Ζωναρά: «Μη διαφέρεσθαι θέλοντες οι της συνόδου προς αλλήλους τον τε της Πρεσβυτέρας Ρώμης Πάπαν, και τον της νέας ταύτης της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην, αλλ’ ομονοείν αλλήλοις· έτι γαρ ήσαν ομόδοξοι και ομόθρονοι»49.

Ο Κανόνας αυτός έχει «καίρια εκκλησιολογική σημασία», αφού «επαναφέρει μία "ευχαριστιακή" θεώρηση της ανά την οικουμένην εκκλησιαστικής δομής». Η εκκλησιαστική σημασία του Κανόνα αυτού δεν βρίσκεται μόνον στο ότι τονίζεται το ισότιμο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως με την Παλαιά Ρώμη, «αλλά επειδή εννοείται κατ’ επέκταση και η ισοτιμία όλων των τοπικών Εκκλησιών ανά την οικουμένην». Αυτός ο κανόνας «αποτελούσε επανορθωτικό διάβημα κατά της πυραμιδικής δυτικής "παγκόσμιας" εκκλησιολογίας, η οποία εκφράσθηκε στην προηγούμενη Σύνοδο του 869-870 και κατά την οποία η μόνη αληθινή τοπική Εκκλησία με την ανωτέρω έννοια της καθολικότητος είναι η Εκκλησία της Ρώμης, η οποία ταυτίζεται με μία παγκόσμια Εκκλησία, και ο μόνος ουσιαστικός επίσκοπος είναι ο πάπας Ρώμης»50.

 

B. Το filioque

Το δεύτερο σημείο που απασχόλησε την σημαντική αυτή Σύνοδο που μελετάμε είναι το θέμα του filioque που εισήγαγαν οι Φράγκοι στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται ως υπόσταση από τον Πατέρα και τον Υιό. Οι Φράγκοι Ιεραπόστολοι είχαν εισαγάγει το filioque στην Βουλγαρία και γι’ αυτό ετέθη το θέμα στην Σύνοδο. Πρόκειται για την «ουσιοκρατική θεώρηση περί της Αγίας Τριάδος, η οποία έχει Νεοπλατωνικές ρίζες». Η ουσιοκρατία επομένως καταστρέφει την σωστή θεολογία της Αγίας Τριάδος διότι καταστρέφει την πηγή της θεότητος, η οποία είναι η μοναρχία του Πατρός»51.

Η συζήτηση για το σοβαρό αυτό ζήτημα έγινε κατά την έκτη συνεδρία και αποφασίσθηκε να απαγορευθή αυτή η κακοδοξία. Με πρόταση του παρισταμένου αυτοκράτορος Βασιλείου η Σύνοδος αποφάσισε να καταδικάση το filioque, δηλαδή την εισαγωγή στο Σύμβολο της Πίστεως από τους Φράγκους της αιρετικής διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, πράγμα το οποίο εισήγαγαν οι Φράγκοι και στην Βουλγαρία. Ο διάκονος και πρωτονοτάριος Πέτρος, κατ’ εντολή του Μ. Φωτίου, ανέγνωσε τον σχετικό όρο, που αναφέρεται στην διατήρηση του Συμβόλου της Πίστεως της Νικαίας, χωρίς την προσθήκη του filioque και την παντελή καθαίρεση των ιερωμένων που προσθέτουν και αφαιρούν στο Σύμβολο της πίστεως ρήματα νόθα, όπως και το ανάθεμα στους λαϊκούς που κάνουν αυτό το έργο. Συγκεκριμένα μετά τα εισαγωγικά ο όρος της Οικουμενικής αυτής Συνόδου διαλαμβάνει:

«Αποβαλλόμεθα μεν ους εξεκκλησίασαν, στέργομεν δε και αποδοχής αξίους έχομεν, ους οία δη ομοδόξους η και της ευσεβείας καθηγητάς τιμήν και σέβας όσιον οφειλομένους απέφηναν. Ούτω περί τούτων φρονούντές τε και ανακηρύττοντες, τον άνωθεν εκ Πατέρων μέχρις ημών κατεληλυθότα της ακραιφνεστάτης των Χριστιανών πίστεως όρον και διανοία και γλώσση στέργομέν τε και πάσι διαπρυσίω τη φωνή περιαγγέλλομεν, ουδέν αφαιρούντες, ουδέν προστιθέντες, ουδέν αμείβοντες, ουδέν κιβδηλεύοντες. Η μεν γαρ αφαίρεσις και η πρόσθεσις, μηδεμιάς υπό του πονηρού τεχνασμάτων ανακινουμένης αιρέσεως, κατάγνωσιν εισάγει των ακαταγνώστων και ύβριν των Πατέρων αναπολόγητον· το δε κιβδήλοις αμείβειν ρήμασιν όρους Πατέρων πολύ του προτέρου χαλεπώτερον. διο τον εξ αρχής της πίστεως όρον πόθω θείω και διανοίας ευθύτητι η αγία και οικουμενική αύτη Σύνοδος ενστερνιζομένη τε και θειάζουσα, και το της σωτηρίας στερέωμα εν αυτώ θεμελιούσά τε και ανεγείρουσα, ούτω φρονεί και κηρύσσειν πάσιν εκβοά»52. Στην συνέχεια διαβάστηκε το Σύμβολο της Πίστεως, χωρίς την προσθήκη της φράσεως «και εκ του Υιού εκπορευόμενον». Και αμέσως μετά ο όρος διαλαμβάνει:

«Ούτω φρονούμεν· εν ταύτη τη ομολογία της πίστεως εβαπτίσθημεν· δι’ αυτής πάσαν αίρεσιν θραυομένην τε και καταλυομένην ο της αληθείας λόγος απέδειξε. τους ούτω φρονούντας αδελφούς και Πατέρας και συγκλήρους της άνω πολιτείας επιγραφόμεθα. ει δε τις ετέραν έκθεσιν παρά τούτο δη το ιερόν σύμβολον, το άνωθεν εκ των μακαρίων και ιερών Πατέρων ημών μέχρις ημών διαφοιτήσαν, τολμήσειεν αναγράψασθαι και όρον πίστεως ονομάσαι, συλήσαί τε το αξίωμα της των θεσπεσίων εκείνων ανδρών ομολογίας και ταις ιδίαις ευρεσιολογίαις τούτο περιάψαι, κοινόν τε μάθημα τούτο προθείναι πιστοίς ή και τοις εξ αιρέσεώς τινος επιστρέφουσι, και ρήμασι νόθοις ή προσθήκαις ή αφαιρέσεσι την αρχαιότητα του ιερού τούτου και σεβασμίου όρου κατακιβδηλεύσαι αποθρασυνθείη, κατά την ήδη προ ημών εκφρωνηθείσαν ψήφον υπό των αγίων και οικουμενικών Συνόδων, ει μεν των ιερωμένων είη τις, παντελεί καθαιρέσει τούτον καθυποβάλλομεν, ει δε των λαϊκών, τω αναθέματι παραπέμπομεν»53.

Η αναφορά στους λαϊκούς παραπέμπει στον Καρλομάγνο που εισήγαγε το filioque και στους Κληρικούς - Επισκόπους της δικαιοδοσίας του Καρλομάγνου που εισήγαγαν το Σύμβολο της πίστεως με το filioque στην λατρεία, και το οποίο διέδωσαν και στην Βουλγαρία. Μετά την ανάγνωση αυτού του όρου όλος «ο παρών ιερός σύλλογος εξεβόησε· Πάντες ούτω φρονούμεν, ούτω πιστεύομεν, εν ταύτη τη ομολογία εβαπτίσθημέν τε και του ιερατικού βαθμού ηξιώμεθα. τους ετέρως δε παρά ταύτα φρονούντας ως εχθρούς Θεού και της αληθείας ηγούμεθα. ει τις παρά τούτο το ιερόν σύμβολον τολμήσει έτερον αναγράψασθαι ή προσθείναι ή υφελείν, και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος. το γαρ αφαιρείν ή προσθείναι ατελή την εις την αγίαν και ομοούσιον και αδιαίρετον Τριάδα μέχρι της σήμερον ανέκαθεν ομολογίαν δείκνυσιν· αποστολικής παραδόσεως και της των Πατέρων διδασκαλίας καταγινώσκει. ει τις τοίνυν εις τούτο απονοίας ελάσας τολμήσει, ως ανωτέρω λέλεκται, έτερον εκθέσθαι σύμβολον και όρον ονομάσαι, ή προσθήκην ή αφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της αγίας και οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω»54.

Ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων στις «σημειώσεις» του, μετά την παράθεση των Πρακτικών της Η’ Οικουμενικής Συνόδου, γράφει ότι στην Σύνοδο έγινε φανερό ότι και στην Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είχε εισέλθει ακόμη στο Σύμβολο της Πίστεως κάποια προσθήκη, αλλά εφευρέθηκε εκ των υστέρων. Και εάν οι πρεσβύτεροι του Πάπα Νικολάου εδίδασκαν στην Βουλγαρία την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού «εξ ιδίου αυτών φρονήματος, και ουκ από επιταγής του πάπα». Αυτό φαίνεται από το ότι ακόμη και στην Σύνοδο που συνέστησε ο Πάπας Αδριανός με την αίτησή του στον αυτοκράτορα, εναντίον του Φωτίου, δηλαδή στην Σύνοδο του 869-870, ετέθη όρος να είναι το σύμβολον ακαινοτόμητον, και δεν είπαν κάτι διαφορετικό οι τοποτηρητές τους, όπως άλλωστε το ίδιο έκαναν και «οι τοποτηρηταί του πάπα Ιωάννου εν τη παρούση Συνόδω»55.

Φυσικά, εδώ πρέπει να σημειωθή ότι την προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως την εισήγαγε ο Καρλομάγνος στην Σύνοδο του Άαχεν το 809, την επέβαλε στους επισκόπους της επικρατείας του, αλλά τότε αντέδρασε ο Πάπας Ρώμης. Αργότερα όμως το 1009, όταν έγινε Πάπας Ρώμης ο Σέργιος ο Δ΄ που ήταν φραγκόφιλος εισήγαγε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, και τότε διεγράφη από τα δίπτυχα και έτσι έχουμε το οριστικό σχίσμα, δηλαδή την απόσχιση της Εκκλησίας της Ρώμης, των φραγκολατίνων, από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Από όσα προηγήθηκαν φαίνεται ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Σύνοδος του 879-880 διασώζει όλα τα εξωτερικά και εσωτερικά στοιχεία της Οικουμενικής Συνόδου. Και αυτό γιατί συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα, όπως όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, προήδρευσε σε αυτήν μια μεγάλη πατερική φυσιογνωμία, ο Μ. Φώτιος, συμμετείχαν Επίσκοποι από όλες τις Εκκλησίες, ακόμη και οι λεγάτοι του Πάπα, και τα θέματα που αντιμετώπισε ήταν σοβαρά εκκλησιολογικά, δογματικά και κανονικά. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ερμηνευτές και θεολόγοι χαρακτηρίζουν την Σύνοδο αυτήν ως Η’ Οικουμενική, όπως προαναφέρθηκε.

 

4. Το filioque και το πρωτείο του Πάπα μετά την Σύνοδο του 879-880

Όπως είδαμε προηγουμένως η Σύνοδος του 879-880 ασχολήθηκε με δύο σοβαρά θέματα, εκτός των άλλων, ήτοι το filioque και το πρωτείο του Πάπα. Πρόκειται για δύο θέματα τα οποία απασχολούν και σήμερα την Εκκλησία μας στους θεολογικούς διαλόγους. Το πρωτείο του Πάπα είχε εκδηλωθή από τους προηγουμένους Πάπες, ενώ το filioque είχε εισαχθή από τους Φράγκους με την αντίδραση και του Πάπα Ρώμης έως το 1009, ενώ το έτος αυτό εισήχθη στην Εκκλησία της Ρώμης. Τα δύο αυτά σοβαρά θεολογικά ζητήματα είναι δόγματα των Λατίνων και για μας είναι αιρέσεις, οι οποίες συναντώνται και στον μεγάλο δογματικό θεολόγο του Παπισμού, τον Θωμά τον Ακινάτη. Για τον λόγο αυτό θα γίνη μια αναφορά στο τι λέγει ο Θωμάς ο Ακινάτης για τα δύο αυτά θέματα. Η διδασκαλία των Φραγκολατίνων για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και από τον Υιό (filioque ) συναντάται στα έργα του Θωμά του Ακινάτη. Για παράδειγμα, το διαβάζουμε στο έργο του Summa Theologica, όπου γίνεται η ανάπτυξη του θέματος με ένα στοχαστικό και περίπλοκο τρόπο που προκαλεί πραγματικά ίλιγγο. Στην τριακοστή έκτη (36) ερώτηση του πρώτου μέρους και μάλιστα στο δεύτερο (2) άρθρο με τίτλο «εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα εκ του Υιού;» ο Θωμάς Ακινάτης απαντά σε πέντε αντιρρήσεις που θέτει ο ίδιος.

Στην απάντησή του αρχίζει με την θέση ότι «πρέπει να πούμε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι εκ του Υιού». Στην συνέχεια χρησιμοποιεί πολύπλοκους συλλογισμούς που δεν μπορεί κανείς εύκολα να παρακολουθήση και να καταλάβη, έχοντας ως κεντρικό σημείο ότι «δεν μπορούμε να πούμε ότι τα θεία Πρόσωπα διακρίνονται το ένα από το άλλο κατά κάποια απόλυτη έννοια». Συνδέοντας δε τον Λόγο με την διάνοια και το Άγιον Πνεύμα με την αγάπη γράφει: «Ο Υιός εκπορεύεται με τον τρόπο της διάνοιας ως Λόγος και το Άγιον Πνεύμα με τον τρόπο της θελήσεως ως Αγάπη. Όμως η αγάπη υποχρεωτικά εκπορεύεται από τον λόγο. Διότι δεν αγαπάμε κάτι αν δεν το αντιληφθούμε ως διανοητική σύλληψη. Άρα και με αυτόν τον τρόπο γίνεται φανερό ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού». Σε άλλο σημείο της ίδιας ερώτησης αναφέρεται στο ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, έστω κι αν λέγεται ότι εκπορεύεται μόνον εκ του Πατρός: «Συνεπώς όταν λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, αν και προστίθεται ότι εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα, ο Υιός δεν θα εξαιρείτο εκ τούτου· διότι σε σχέση με την αρχή (principle) του Αγίου Πνεύματος, ο Πατήρ και ο Υιός δεν είναι αντίθετοι ο ένας στον άλλο, αλλά μόνο σε σχέση με το γεγονός ότι ο ένας είναι ο Πατήρ και ο άλλος ο Υιός».

Σε άλλο σημείο ο Θωμάς Ακινάτης προσπαθεί να δικαιολογήση γιατί ο Πάπας πρόσθεσε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, αν και δεν το έθεσαν οι Πατέρες σε αυτό στις Α’ και Β’ Οικουμενικές Συνόδους: «Σε κάθε .σύνοδο της Εκκλησίας γράφεται ένα σύμβολο της πίστεως για να απαντήση σε κάποιο κυρίαρχο σφάλμα που καταδικάστηκε στην σύνοδο εκεί νη την εποχή. Συνεπώς οι επόμενες σύνοδοι δεν περιγράφονται ως σύνοδοι που έφτιαξαν ένα νέο σύμβολο της πίστεως· αλλά αυτό που έμμεσα περιλαμβανόταν στο πρώτο σύμβολο εξηγήθηκε με κάποια προσθήκη που απευθυνόταν εναντίον των αναφυόμενων αιρέσεων». Και η σκέψη αυτή καταλήγει: «Συνεπώς, επειδή κατά την εποχή των αρχαίων συνόδων δεν είχε εμφανισθή το σφάλμα αυτών που λένε ότι το Άγιον Πνεύμα δεν εκπορεύεται από τον Υιό, δεν ήταν αναγκαίο να γίνη κάποια ρητή διακήρυξη σε αυτό το σημείο· ενώ, αργότερα, όταν εμφανίσθηκαν ορισμένα λάθη, σε μια άλλη σύνοδο (Σύνοδος της Ρώμης, υπό τον Πάπα Δαμάσκιο) που συνεκλήθη στην Δύση, το ζήτημα ορίστηκε ρητά από την αυθεντία του Ρωμαίου Ποντίφηκα, υπό την αρχή του οποίου είχαν επίσης συγκληθή και επικυρωθή οι αρχαίες σύνοδοι. Όπως και να είναι, η αλήθεια περιλαμβανόταν σιωπηρά στην πεποίθηση ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός».

Σε άλλη απάντηση ο Θωμάς Ακινάτης υποστηρίζει ότι η άποψη ότι το Άγιον Πνεύμα δεν εκπορεύεται και από τον Υιό εισήχθηκε από τους Νεστοριανούς, και αυτό επηρέασε και άλλους μεταγενέστερους, μεταξύ των οποίων και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, αν και μερικοί τον ερμηνεύουν ότι δεν αρνείται το filioque:

«Οι Νεστοριανοί ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν το σφάλμα ότι το Άγιον Πνεύμα δεν εκπορεύεται από τον Υιό, όπως φαίνεται από ένα Νεστοριανό σύμβολο της πίστεως που καταδικάστηκε στην σύνοδο της Εφέσου. Αυτό το λάθος το ασπάσθηκε ο Νεστοριανός Θεοδώριχος (sic) και διάφοροι άλλοι μετά από αυτόν, μεταξύ των οποίων και ο Δαμασκηνός. Συνεπώς σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να κρατήσουμε την γνώμη του. Αν και, έχει υποστηριχθή από ορισμένους ότι ενώ ο Δαμασκηνός δεν ομολογεί ότι το Άγιον Πνεύμα ήταν εκ του Υιού, αυτές οι λέξεις του δεν εκφράζουν και άρνηση περί τούτου» (σελ. 4, Φιλ.).

Στην τριακοστή έβδομη (37) ερώτηση του πρώτου μέρους ο Θωμάς Ακινάτης ασχολείται με το θέμα «περί του ονόματος του Αγίου Πνεύματος αγάπης» και περιλαμβάνει δύο άρθρα. Στο πρώτο άρθρο θέτει το ερώτημα: «Είναι η "Αγάπη" το κύριο όνομα του Αγίου Πνεύματος;». Και μεταξύ των άλλων γράφει: «το όνομα Αγάπη στον Θεό μπορεί να εκληφθή ουσιαστικά και προσωπικά. Αν εκληφθή προσωπικά είναι το κύριο όνομα του Αγίου Πνεύματος· όπως ο Λόγος είναι το κύριο όνομα του Υιού. Για να το δούμε αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι όπως αποδείχτηκε παραπάνω (Έρ.27, Απ. (2), 3,4,5), υπάρχουν δυο εκπορεύσεις στο Θεό, μια διανοητικώς, η οποία είναι η εκπόρευση του Λόγου, και άλλη μια βουλητικώς, η οποία είναι η εκπόρευση της Αγάπης· διότι στο μέτρο που η πρώτη είναι η πλέον γνωστή σε εμάς, έχουμε καταφέρει να αποδώσουμε κατάλληλα ονόματα για να εκφράσουμε τις διάφορες σκέψεις μας (considerations) σχετικά με αυτή την εκπόρευση, όχι όμως σχετικά με την εκπόρευση της βουλήσεως».

Χρησιμοποιώντας την εικόνα και την σχέση του εραστή με τον ερώμενο, κάνει πολύπλοκους συλλογισμούς για να καταλήξη: «Επομένως, στο βαθμό που η αγάπη σημαίνει μόνο τη σχέση του εραστή με το αγαπώμενο αντικείμενο, το "αγάπη" και το "αγαπάν" λέγονται για την ουσία, όπως το "κατανοώ" και το "κατανοείν"· αλλά, από την άλλη πλευρά, στο βαθμό που αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν την σχέση προς την αρχή της, αυτού που εκπορεύεται με τον τρόπο της αγάπης, και "αντιστρόφως", έτσι ώστε με το "αγάπη" εννοούμε την "αγάπη εκπορευόμενη", και με το "αγαπάν" εννοούμε το "spiration της εκπορευόμενης αγάπης", με αυτή την έννοια η "Αγάπη" είναι το όνομα του προσώπου και το "αγαπάν" είναι ένας θεωρητικός όρος, όπως το "ομιλείν" και το "γεννάν"».

Η βασική σκέψη του ότι το Άγιον Πνεύμα είναι δεσμός της αγάπης μεταξύ του Πατέρα και του Υιού διατυπώνεται ως εξής: «Το Άγιο Πνεύμα λέγεται ότι είναι ο δεσμός του Πατέρα και του Υιού, στο μέτρο που είναι Αγάπη, διότι, μια και ο Πατέρας αγαπά τον Εαυτό Σου και τον Υιό με μια Αγάπη, και, αντιστρόφως, εκφράζεται εν τω Αγίω Πνεύματι, ως Αγάπη, η σχέση του Πατρός προς τον Υιό, και, αντιστρόφως, όπως αυτή του εραστή προς την αγαπημένο. Όμως, από το γεγονός ότι ο Πατήρ και ο Υιός αγαπούν αμοιβαία ο ένας τον άλλο, έπεται αναγκαστικά ότι αυτή η αμοιβαία Αγάπη, το Άγιον Πνεύμα, εκπορεύεται και από τους δυο. Σε ό,τι αφορά την προέλευση, συνεπώς, το Άγιον Πνεύμα δεν είναι το μέσον, αλλά το τρίτο πρόσωπο της Τριάδος· ενώ σε ό,τι αφορά την προαναφερθείσα σχέση (το Άγιον Πνεύμα) είναι ο δεσμός μεταξύ των δυο προσώπων, καθώς εκπορεύεται και από τα δυο». Ο Θωμάς ο Ακινάτης, εκτός από το filioque ασχολείται και με το πρωτείο του Πάπα. Θέτει το πρωτείο του Πάπα στην παγκόσμια Εκκλησία σε δογματική βάση, που σημαίνει ότι δεν είναι ένα πρωτείο τιμής, αλλά πρωτείο εξουσίας, οπότε από ένα κανονικό θέμα γίνεται κατ’ εξοχήν δογματικό. Συγκεκριμένα ο Θωμάς ο Ακινάτης στο Contra errores Graecorum γράφει:

«Η πλάνη αυτών που αρνούνται το πρωτείο του Τοποτηρητού του Χριστού για την καθολική Εκκλησία, μοιάζει με την άρνηση της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος σε σχέση με τον Υιό. Πράγματι, είναι ο Ίδιος ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, εκείνος που αγιάζει την Εκκλησία Του και την σφραγίζει με το Άγιον Πνεύμα, όπως με ένα χάραγμα και με μια σφραγίδα. Παρόμοια ο Τοποτηρητής του Χριστού, με το πρωτείο του και με τις φροντίδες του, όπως ένας πιστός δούλος, διαφυλάσσει την καθολική Εκκλησία υποταγμένη στον Χριστό»56.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Olivier Clèment γράφει ότι «ο "φιλιογκβισμός" ο οποίος κάνει να μοιράζεται από τον Υιό το βασικό προνόμιο, που ανήκει μόνον στο πρόσωπο του Πατρός, θέτοντας το Πνεύμα, σχετικά με την ίδια την υποστατική του ύπαρξη, σε εξάρτηση από τον Υιό, χωρίς αμφιβολία συνετέλεσε στο να αυξήση το θεσμικό και εξουσιαστικό στοιχείο της ρωμαϊκής Εκκλησίας». Και ο π. Πλακίδας Deseille λέγει ότι ο Olivier Clèment με αυτήν την παρατήρησή του επανέλαβε αυτό που ισχυριζόταν ο Θωμάς ο Ακινάτης. Γιατί «είναι φανερό πως η ρωμαϊκή εκκλησιολογία διαφέρει από την ορθόδοξη και δεν είναι εκπληκτικό ότι και ο Θωμάς Ακινάτος επεσήμανε εδώ μια τριαδική ρίζα»57.

 

Συμπέρασμα

Το συμπέρασμα είναι ότι η Σύνοδος του 879 - 880 έχει όλες τις προϋποθέσεις να χαρακτηρισθή ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδος. Έτσι έχει περάσει στην συνείδηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκτός των άλλων γιατί προήδρευε ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Μέγας Φώτιος, συνεκλήθη από αυτοκράτορα, ήταν παρούσες όλες οι Εκκλησίες, ακόμη και η Εκκλησία της Ρώμης, καθώς επίσης ασχολήθηκε και με σοβαρά θεολογικά και εκκλησιολογικά ζητήματα και αυτή ανεγνώρισε την Σύνοδο του 787 ως Ζ΄ Οικουμενική.

Το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα είναι ότι οι Πάπες της Ρώμης δεν αριθμούν την Σύνοδο του 879-880 ως Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά στην θέση της αριθμούν την Σύνοδο του 869-870, η οποία κατεδίκασε τον Μέγα Φώτιο. Για δύο περίπου αιώνες η Σύνοδος του 869-70 παραμένει σε λήθη, αλλά μόλις τον ενδέκατο αιώνα πρώτος ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ (1073 -1085) κάνει μνεία αυτής της Συνόδου. Μάλιστα δε στο τέλος του ενδεκάτου αιώνος «αρχίζουν χρονογράφοι να μνημονεύουν την Σύνοδο»58. Εμείς δε οι σύγχρονοι Ορθόδοξοι σταματούμε την αρίθμηση των Οικουμενικών Συνόδων μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο και αυτήν την Σύνοδο δεν την συγκαταλέγουμε ακόμη μεταξύ των Οικουμενικών, αν και στην συνείδηση της Εκκλησίας είναι Οικουμενική, όπως προαναφέρθηκε. Θα το ανεχθούμε αυτό; Δεν πρέπει να εισηγηθούμε στην Πανορθόδοξη Σύνοδο την αναγνώριση της σημαντικής αυτής Συνόδου ως Η΄ Οικουμενικής, όπως το έκαναν πολλοί Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας.

Για τις ησυχαστικές Συνόδους του 14ου αιώνος, και κυρίως την Σύνοδο του 1351, η οποία έχει όντως τα χαρακτηριστικά Οικουμενικής Συνόδου, γιατί εκτός του ότι συγκλήθηκε από αυτοκράτορα και πρωταγωνίσθησε ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συγχρόνως αντιμετώπισε και κατεδίκασε στην ουσία την αιρετική κακοδοξία του actus purus και μπορεί να χαρακτηρισθή ως Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος θα εισηγηθή ο Σεβ. Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως και αγαπητός εν Χριστώ αδελφός κ. Ιερεμίας. Όπως έχω ήδη αναφέρει στην αρχή της εισηγήσεως, δεν μας εμποδίζει τίποτε ως Τοπική Εκκλησία να λάβουμε μία συγκεκριμένη απόφαση και να την προτείνουμε να συζητηθή στην Πανορθόδοξο Σύνοδο ή να ενταχθή στην θεματολογία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που πρόκειται να συγκληθή, αν, βέβαια, υπάρχη η δυνατότητα, λόγω του ότι το θεματολόγιο έχει καταρτισθή.

Προσπάθησα με συντομία να παρουσιάσω την σοβαρότητα του θεολογικού και εκκλησιαστικού αυτού θέματος και ευχαριστώ την Ιερά Σύνοδο που απεφάσισε να συζητήση το θέμα αυτό στην Ιεραρχία, καθώς επίσης την ευχαριστώ και πάλι για την τιμή που μου έκανε να αναθέση σε μένα την επεξεργασία του θέματος αυτού, παρά το ότι όλοι οι παρόντες αρχιερείς, έχουν γνώση αυτών των θεμάτων, ιδιαιτέρως αυτοί που ασχολούνται επιστημονικά και ομολογιακά με τα σοβαρά αυτά ζητήματα.–

 

Σημειώσεις


12. Γεωργίου Φλωρόφσκι, έργα 1, Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μετάφρασις Δημητρίου Τσάμη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 131.

13. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, βλ. εις Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Εμπειρική Δογματική, τόμ. Β΄, δεύτερη έκδοση, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), 2011 σελ. 446.

14. Ιωάννου Καρμίρη, τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α’, Εν Αθήναις 1960, σελ. 106.

15. Ένθ. ανωτ. σελ. 107.

16. Ένθ. ανωτ. σελ. 108.

17. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Δογματικά και αντιρρητικά, λειτουργιολογικά –Βίος Μαξίμου, Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1995, τόμ. 15Γ, σελ. 26 -28.

18. π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, ένθ. ανωτ. σελ. 128 -130.

19. Ένθ. ανωτ. σελ. 130 -131.

20. Ένθ. ανωτ. σελ. 132.

21. Ένθ. ανωτ. σελ. 133.

22. Ένθ. ανωτ. σελ. 133 -134.

23. Ιωάννου Ρωμανίδου Εκκλησιαστικαί Σύνοδοι και πολιτισμός, ανεγνώσθη εις την ΣΤ’ συνάντησιν της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων/Λουθηρανών την 31/5 –8/8/1991 στην Μόσχα και δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «θεολογία» του έτους 1995, τόμος ΞΣΤ’, τεύχος Δ’, σελ. 646 -680.

24. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, βλ. εις Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Εμπειρική Δογματική, τόμ. Β΄, δεύτερη έκδοση, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), 2011 σελ. 436 -437.

25. Ένθ. ανωτ. σελ. 439.

26. Ένθ. ανωτ. σελ. 441.

27. Ένθ. ανωτ. σελ. 443 -444.

28. Ένθ. ανωτ. σελ. 446.

29. Αθάνασιος Γιέβτιτς, Χριστός, Αρχή και τέλος, εκδ. Ιδρύματος Γουλανδρή - Χορν, Αθήναι 1983, σελ. 149 κ.εξ.

30. Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Παπαδημητρίου. Αθήνα 1970, σελ. 118 -119.

31.  Ένθ. ανωτ. σελ. 366367, σημείωση 2.

32. Ένθ. ανωτ. σελ. 120 -121.

33. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου: Ο Μ. Φώτιος και η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος, Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία.

34. Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά… ένθ. ανωτ. σελ. 262, και Επισκόπου Αβύδου Κυρίλλου Κατερέλου: Η Ρώμη και το Παπικό Πρωτείο επί Πατριαρχείας Ιγνατίου και Ι. Φωτίου (847 -886), η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (869 -870), Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 313 κ.εξ.

35. Δοσιθέου, Τόμος Χαράς, έκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1995.

36. βλ. εισαγωγή Κωνσταντίνου Σιαμάκη εις Δοσιθέου Τόμος Χαράς, ένθ. ανωτ. σελ. 11.

37. Πρεσβυτέρου Φιλίππου Ζυμάρη, Ιστορική, δογματική και κανονική σπουδαιότης της Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879 -880), Θεσσαλονίκη Μάρτιος 2000, ανέκδοτη.

38. Ένθ. ανωτ. σελ. 10 -11.

39. Ένθ. ανωτ. σελ. 10.

40. Ένθ. ανωτ. σελ. 15 -14.

41. Ένθ. ανωτ. σελ. 203.

42. Επισκόπου Αβύδου Κυρίλλου Κατερέλου, ένθ. ανωτ.

43. Ένθ. ανωτ. σελ. 78 -80.

44. Ένθ. ανωτ. σελ. 82 -83.

45. Ένθ. ανωτ. σελ. 81.

46. Ένθ. ανωτ. σελ. 83.

47. Ένθ. ανωτ. σελ. 204.

48. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, ένθ. ανωτ. σελ. 366 -367.

49. Ράλλη και Ποτλή, Σύνταγμα θείων και ιερών Κανόνων, τόμος Β΄, σελ. 706.

50. π. Φιλίππου Ζυμάρη, ένθ. ανωτ. σελ. 57 -58.

51. Ένθ. ανωτ. σελ. 207.

52. Δοσιθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 378.

53. Δοσιθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 379.

54. Δοσιθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 379 -380.

55. Δοσιθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 416.

56. Αρχιμ. Πλακίδα Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μετάφραση Αρχιμ. Συμεών Κούτσα, εκδ. Ακρίτας, Β’ ανατύπωση 1999, σελ. 106.

57. Ένθ. ανωτ. σελ. 105 -106.

58. Επισκόπου Αβύδου Κυρίλλου Κατερέλου, ένθ. ανωτ. σελ. 306.

Δημιουργία αρχείου: 22-7-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 29-7-2014.