Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως χάρισμα * Οι Ορθόδοξες προϋποθέσεις των Συνόδων * Ο Συνοδικός Θεσμός * Χαρακτηριστικά Οικουμενικών Συνόδων * Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι: Σε τι διαφέρουν και πώς καθιερώθηκαν; * Το λειτουργικό επίπεδο τής Αποκάλυψης

Η συμπόρευση Συνοδικότητας και Ιεραρχικότητας στην Εκκλησία

Το πολίτευμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Νο 274. Μάιος 2019.

Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr

 

Με αφορμή το θέμα τής Ουκρανίας γίνονται συζητήσεις για το λεγόμενο πρωτείο μέσα στην Εκκλησία, άλλοι το αρνούνται και άλλοι το παρερμηνεύουν. Οι Ρωμαιοκαθολικοί συνήθως ερμηνεύουν το πρωτείο μέσα από την ουσιοκρατία και μερικοί σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι το ερμηνεύουν μέσα από τον περσοναλισμό.

 

Με το παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθώ με το θέμα αυτό για να δώσω τις θεολογικές διαστάσεις τού προβλήματος, αλλά θα τονίσω ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία περισσότερο κάνουμε λόγο για το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμά της. Θα τονισθούν μερικές απόψεις που και παλαιότερα έχω τονίσει από άλλη αφορμή.

 

1. Συνοδικότητα και ιεραρχικότητα

Το συνοδικό πολίτευμα τής Εκκλησίας συνδέεται με το ιεραρχικό, και στην πραγματικότητα η συνοδικότητα συντονίζεται με την ιεραρχικότητα. Αυτό, άλλωστε, με άλλη προοπτική, συμβαίνει και στις πολιτείες και στα δημοκρατικά πολιτεύματα, αφού υπάρχει συνάθροιση τού λαού, αλλά, συγχρόνως, υπάρχει και ιεράρχηση τών διακονιών-εξουσιών, δηλαδή δεν έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα και καθήκοντα.

 Η λέξη σύνοδος αποτελείται από δύο λέξεις το συν και την οδό, και δηλώνει την συμπόρευση. Μέσα σε αυτήν  την προοπτική πρέπει να δούμε την φράση ότι η θεία Λειτουργία είναι «σύνοδος ουρανού και γης», δηλαδή σύναξη και συμπόρευση.

 Έπειτα, η λέξη ιεραρχία δηλώνει τον άρχοντα τών τελετών, τον Επίσκοπο, τον Ιεράρχη, αλλά και την ιεράρχηση τών χαρισμάτων και διακονιών. Έτσι, η Σύνοδος δεν αποκλείει την Ιεραρχία και η Ιεραρχία δεν αποκλείει την Σύνοδο. Τον όρο αυτό –Ιεραρχία– τον συναντούμε στα έργα τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου με τίτλο Ουράνια και εκκλησιαστική Ιεραρχία, στα οποία διακρίνονται οι εννέα χοροί τών αγγέλων, που χωρίζονται σε τρεις τριάδες και  οι  οποίες συνδέονται με την επίγεια εκκλησιαστική Ιεραρχία, ως προς τις τελετές (Βάπτισμα, Σύναξη και Μύρο), ως προς τις τρεις φάσεις ανόδου προς τον Θεό (κάθαρση, φωτισμός, τελείωση), ως προς τους τρεις ιερατικούς βαθμούς (ιεράρχης, ιερεύς, λειτουργός) και ως προς τις τρεις τάξεις τών λαϊκών (κατηχούμενοι-ακοινώνητοι, πιστοί και θεραπευτές-μοναχοί). Αυτήν την πραγματικότητα δηλώνει και η φράση «λειτουργία τού συνοδικού πολιτεύματος».

 Έχει παρατηρηθή (Αλέξανδρος Σμέμαν) ότι το πολίτευμα τής Εκκλησίας θεωρείται ως «ιεραρχικώς συνοδικόν» ή «συνοδικώς ιεραρχικόν». Η ιεραρχική αρχή δεν  είναι αντίθετη προς την συνοδική, αφού η συνοδική αρχή θεμελιώνεται δια τής ιεραρχικής αρχής. Όταν απουσιάζη το ένα, δεν μπορεί να υπάρχη και το άλλο, οπότε σε τέτοια περίπτωση δεν υφίσταται πραγματική έκφραση τής Εκκλησίας.

Αυτή η ερμηνευτική επεξήγηση τών όρων είναι πολύ χρήσιμη για όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, σχετικά με την λειτουργία τού συνοδικού και ιεραρχικού πολιτεύματος στην Εκκλησία τής Ελλάδος.

 

2. Η θεία Λειτουργία, πρότυπο ιεραρχικής συνοδικότητας τής Εκκλησίας

 Όπως είναι γνωστόν, η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού  και κοινωνία θεώσεως, που σημαίνει ότι όσοι είναι μέλη τής Εκκλησίας είναι μέλη τού Σώματος τού Χριστού και πορεύονται προς την θέωση. Δεν πρόκειται για μια στάσιμη κατάσταση, αλλά για μία συνεχή κίνηση, μια διαρκή πορεία, την οποία ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής θα αποκαλέση «στάσιν αεικίνητον» και «κίνησιν στάσιμον»: «στάσιν αεικίνητον λαβούσα την απέραντον τών θείων απόλαυσιν, και κίνησιν στάσιμον την επ’ αυτοίς ακόρεστον όρεξιν». Η Εκκλησία δεν είναι κατεστημένος θεσμός, αλλά μια στρατεία εν Χριστώ, μια πορεία προς την  μέθεξη τής Βασιλείας τού Θεού, η οποία Βασιλεία και βιώνεται από το παρόν και θα έλθη στο μέλλον στην  πληρότητά της.

Κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής είναι η θεία Ευχαριστία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο τρόπος τελέσεως τής θείας Ευχαριστίας εικονίζει το τι ακριβώς είναι η Εκκλησία, αλλά και δείχνει ποιος είναι ο απώτερος σκοπός της.

Στην Μυσταγωγία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού διαφαίνεται ποιος είναι ο χαρακτήρας και ο σκοπός τής Εκκλησίας και τής θείας Ευχαριστίας. Πάντως, η εκκλησιολογία δεν μπορεί να εξετάζεται ανεξάρτητα από  την ευχαριστιολογία.

 Η θεία Ευχαριστία είναι πράγματι η «Σύνοδος ουρανού και γης». Το χωρίο τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου είναι πολύ χαρακτηριστικό:

 «Ω τών τού Χριστού δωρημάτων! Άνω στρατιαί δοξολογούσιν αγγέλων· κάτω εν εκκλησίαις χοροστατούντες άνθρωποι την αυτήν εκείνοις εκμιμούνται δοξολογίαν. Άνω τα Σεραφίμ τον τρισάγιον ύμνον αναβοά· κάτω τον αυτόν η τών ανθρώπων αναπέμπει πληθύς· κοινή τών επουρανίων και τών επιγείων συγκροτείται πανήγυρις· μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία. Ταύτην γαρ η άφραστος τού Δεσπότου συγκατάβασις εκρότησε, ταύτην το Πνεύμα συνέπλεξε το άγιον, ταύτης η αρμονία τών φθόγγων τη πατρική ευδοκία συνηρμόσθη· άνωθεν έχει την τών μελών ευρυθμίαν, και υπό τής Τριάδος, καθάπερ υπό πλήκτρου τινός κινουμένη, το τερπνόν και μακάριον ενηχεί μέλος, το αγγελικόν άσμα, την άληκτον συμφωνίαν. Τούτο τής ενταύθα σπουδής το πέρας, ούτος ο τής συνελεύσεως ημών καρπός».

 Το κεντρικό σημείο αυτού τού Χρυσοστομικού χωρίου είναι το «μία ευχαριστία, εν αγαλλίαμα, μία ευφρόσυνος χοροστασία» αγγέλων και ανθρώπων, κεκοιμημένων και ζώντων.

Η ιεραρχικότητα τών χαρισμάτων και τών διακονιών αυτών που μετέχουν στην θεία Λειτουργία διακρίνεται σε πολλούς βαθμούς. Είναι οι κατηχούμενοι, οι φωτιζόμενοι  και  οι φωτισθέντες πιστοί· οι λαϊκοί διαφόρων πνευματικών καταστάσεων, ήτοι καθαιρόμενοι, φωτιζόμενοι και θεούμενοι· οι Κληρικοί διαφόρων βαθμών, ήτοι Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι· και  οι διαφοροτρόπως υπηρετούντες στην θεία Λειτουργία, ήτοι υποδιάκονοι, αναγνώστες, ψάλτες, βοηθητικό προσωπικό. Όλοι μετέχουν στο Μυστήριο τής θείας Λειτουργίας, αλλά διαφοροτρόπως, οπότε υφίσταται συνοδικότητα και ιεραρχικότητα.  Οι λαϊκοί συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία προσευχόμενοι και κοινωνούντες τού Σώματος και  τού Αίματος τού Χριστού· οι ιεροψάλτες ψάλλουν εξ ονόματος τού λαού· οι Διάκονοι απευθύνουν τις δεήσεις στον Θεό υπέρ τού λαού· οι Πρεσβύτεροι προσφέρουν την αναίμακτη μυσταγωγία, με την άδεια τών Επισκόπων τους,  και  οι Επίσκοποι είναι οι προεστώτες τής ευχαριστιακής συνάξεως.

Καίτοι οι παρευρισκόμενοι στην θεία Λειτουργία μετέχουν τού μεγάλου Μυστηρίου, οι Κληρικοί πλαισιώνουν το Θυσιαστήριο και προσεύχονται, όμως, ο Προεστώς τής θείας Ευχαριστίας προσφέρει την αναίμακτη θυσία, αυτός απευθύνει την ευχή τής αγίας Αναφοράς,  που είναι προσευχή στον Πατέρα να αποστείλη το Άγιον Πνεύμα και να μεταβάλη τον άρτο και οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Έτσι, γίνεται συλλείτουργο, αλλά διακρίνονται ιδιαίτερες κατηγορίες πνευματικών χαρισμάτων και διακονιών. Ακόμη και τότε που συλλειτουργούν Κληρικοί τού ιδίου βαθμού, ο πρώτος από τους λειτουργούς προσφέρει την αναίμακτη θυσία και  οι άλλοι μετέχουν τού Μυστηρίου. Η τέλεση τού Μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας προϋποθέτει προεξάρχοντα. Οπότε, η συνοδικότητα λειτουργεί σε συνδυασμό με την ιεραρχικότητα.

 Αυτή η διάκριση τών χαρισματικών διακονιών στην  θεία Λειτουργία φαίνεται και στο βιβλίο τής Αποκαλύψεως τού Ιωάννου, στο οποίο παρουσιάζεται το όραμα τής ουράνιας Εκκλησίας και τής ουράνιας θείας Λειτουργίας που είδε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης και βεβαίως,  όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, συνδέεται με την επίγεια θεία Λειτουργία.

 Στο όραμα αυτό τής ουράνιας θείας Λειτουργίας βλέπουμε τον «όμοιον υιώ ανθρώπου...», ευρισκόμενο μεταξύ τών επτά λυχνιών (Απ. α΄, 12 κ.εξ. )· τον επί τού θρόνου καθήμενο, και τους εικοσιτέσσερις Πρεσβυτέρους καθημένους σε θρόνους «κυκλόθεν τού θρόνου»· τα τέσσερα ζώα εν μέσω τού θρόνου, και την λατρεία που προσφέρουν στον καθήμενο επί τού θρόνου οι εικοσιτέσσερις Πρεσβύτεροι και τα λειτουργικά ζώα (Απ. δ΄, 1 κ.εξ. )· «το αρνίον το εστηκός ως εσφαγμένον» «εν μέσω τού θρόνου και τών τεσσάρων ζώων και εν μέσω τών πρεσβυτέρων» και την λατρεία τους στο ως εσφαγμένο αρνίο (Απ. ε΄, 6 κ.εξ. )· το Θυσιαστήριο και «υποκάτω τού θυσιαστηρίου τας ψυχάς τών εσφαγμένων δια τον λόγον τού Θεού» (Απ. στ΄, 9 κ.εξ. )· «τον όχλον πολύ» «εστώτες ενώπιον τού θρόνου και ενώπιον τού αρνίου» (Απ. ζ΄, 9κ. εξ. )· τον λιβανωτό και τον καπνό τών θυμιαμάτων (Απ. η΄, 3 κ.εξ. )· το άσμα τών λελυτρωμένων (Απ. ιδ΄, 1κ. εξ. )· τον ύμνον αλληλούια (Απ. ιθ΄ κ. εξ. )· το «δείπνον τού γάμου τού αρνίου» (Απ. ιθ΄, 9 κ.εξ. )· τον καινό ουρανό και την καινή γη και την αγία πόλη Ιερουσαλήμ (Απ. κα΄, 1 κ.εξ. ).

Όλη αυτή η αποκαλυπτική εμπειρία είναι και ουράνια Λειτουργία και πρότυπο τής επίγειας θείας Λειτουργίας, μεταξύ δε αυτών υπάρχει μια πνευματική όσμωση. Αλλά τόσο οι ευχές όσο και η διάταξη τής θείας Λειτουργίας δείχνουν μια συνοδική και ιεραρχική πορεία και ανάβαση προς το ύψος τού όρους Σινά, τού Γολγοθά και  τού  καινού μνημείου τής  Αναστάσεως.

 Η θεία Λειτουργία όχι μόνον εικονίζει, αλλά και εκφράζει την Θαβώρια εμπειρία και μετέχει αυτής. Στο όρος Θαβώρ, στο μέσον βρισκόταν ο Χριστός μέσα στο άκτιστο Φως, το οποίο προχεόταν έσωθεν, αφού και το Σώμα τού Χριστού είναι πηγή τού ακτίστου Φωτός· οι Προφήτες παρευρίσκονταν ένθεν και ένθεν τού Χριστού συνομιλούντες μαζί Του· και  οι τρεις Μαθητές έπεσαν πρηνείς, γιατί, ενώ ζητούσαν την κατασκευή κτιστών σκηνών για τον Χριστό, τον Μωϋσή και τον Ηλία, βρέθηκαν οι ίδιοι κάτω από την άκτιστη σκηνή, την νεφέλη την φωτεινή, την παρουσία τού Αγίου Πνεύματος. Όλες αυτές οι πνευματικές καταστάσεις θυμίζουν τέλεση θείας Λειτουργίας.

 Επίσης, με αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία τού Ευαγγελιστού Ιωάννου δημιουργήθηκε και ο επίγειος κτιστός Ναός, όπως άλλωστε το βλέπουμε και στην περίπτωση τού Μωϋσή, ο οποίος με βάση την αχειροποίητη και άκτιστη σκηνή, που είδε στο όρος Σινά, κατασκεύασε την κτιστή σκηνή τού Μαρτυρίου και αργότερα κατασκευάσθηκε ο Ναός τού Σολομώντος, αλλά και ο χριστιανικός Ναός, με την διαίρεσή του, σε νάρθηκα, κυρίως Ναό και άγια τών Αγίων, ήτοι Ιερό Βήμα.

 Επομένως, στην θεία Λειτουργία, στον τρόπο τελέσεώς της, αλλά και στον χώρο που τελείται βλέπουμε την συνοδική και ιεραρχική δομή τού εκκλησιαστικού πολιτεύματος.

 

3. Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα σε όλα τα επίπεδα τής εκκλησιαστικής ζωής

Η θεία Λειτουργία και με τον τρόπο που τελείται, αλλά και με το «πνεύμα» της αποτέλεσε ανέκαθεν το πρότυπο τής βιώσεως όλης τής εκκλησιαστικής ζωής. Άλλωστε, η θεία Λειτουργία δεν είναι ένα αποκεκομμένο τμήμα τής εκκλησιαστικής ζωής, αλλά το κέντρο, ο πυρήνας και η βάση τής συγκροτήσεως όλης τής Εκκλησίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αγιογράφος, που παριστάνει τις Συνεδριάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, έχει ως βάση την εικόνα τής Πεντηκοστής, όπου οι Μαθητές έλαβαν το Άγιον Πνεύμα, αλλά και ο τύπος αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται συλλείτουργο σε κάθε θεία Ευχαριστία, όταν υπάρχη Σύνθρονο. Θεία Ευχαριστία, μυστήριο Πεντηκοστής και Συνεδριάσεις τών Συνόδων συνδέονται μεταξύ τους, τηρουμένων τών αναλογιών.

 Με αυτήν την προοπτική και η όλη διοίκηση και ποιμαντική διακονία τής Εκκλησίας πρέπει να λειτουργή, κατά το πρότυπο τής θείας Ευχαριστίας, ήτοι συνοδικώς και ιεραρχικώς, και να είναι προέκτασή της. Άλλωστε,  δεν νοείται διάσπαση μεταξύ μυστηριακής και διοικητικής ζωής τής Εκκλησίας. Το συνοδικό πολίτευμα τής Εκκλησίας στο λεγόμενο διοικητικό και ποιμαντικό της επίπεδο, τηρουμένων τών αναλογιών, πρέπει να λειτουργή με τον τρόπο  που τελείται η θεία Λειτουργία. Η συνοδική δομή τής Εκκλησίας και η συνοδική διαχείριση τών εκκλησιαστικών πραγμάτων αποτελεί το μυστήριο τής Εκκλησίας και αναλύεται με πολύ ωραίο τρόπο βάσει τών ιερών Κανόνων από τον Αρχιμ. Γεώργιο Καψάνη, Ηγούμενο τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, σε μια σημαντική μελέτη του.

 Η συγκρότηση τής πνευματικής ζωής λειτουργεί με την θεολογική έννοια τής συνέργειας, αφού ο Θεός είναι  ο ενεργών και ο άνθρωπος ο συνεργών. Ο Χριστός ποιεί την θέωση, ενώ ο άνθρωπος πάσχει την θέωση, δηλαδή μετέχει τής θεώσεως. Και αυτό γίνεται κατά διαφόρους βαθμούς.

Η συνοδικότητα και η ιεραρχικότητα πρέπει να λειτουργούν στις σχέσεις μεταξύ τών Επισκόπων και στις Συνεδριάσεις στην Ιεραρχία, ως βίωση και προέκταση τής θείας Λειτουργίας. Η Σύνοδος τών Επισκόπων είναι μια συλλειτουργία, προέκταση τής θείας Λειτουργίας και  τής προσευχής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αρχίζουμε τις Συνεδριάσεις τής Ιεραρχίας με την εκζήτηση τού Παρακλήτου και τελειώνουμε τις εργασίες της με το «Δι’ ευχών τών Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς».

Και στις συνάξεις αυτές υπάρχει ο Προεστώς, ο οποίος όχι μόνον παρίσταται και επιβλέπει τον τρόπο λειτουργίας τής πορείας τής Συνόδου (Ιεραρχία-Διαρκής), αλλά συνιστά την ιερουργία της, όπως γίνεται και στην τέλεση τής θείας Λειτουργίας, καθώς επίσης και υπάρχουν και συνδιοικούντες-συλλειτουργούντες. Αυτό επιτάσσει ο λδ΄ Αποστολικός Κανόνας για την λειτουργία τού Μητροπολιτικού συστήματος, ότι «τον εν αυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν περιττόν άνευ τής εκείνου γνώμης» στα συνοδικά ζητήματα, όχι όμως σε εκείνα που αναφέρονται στις επί μέρους επαρχίες. Αλλά και ο πρώτος-πρόεδρος «μηδέ εκείνος άνευ τής πάντων γνώμης ποιείτω τι». Με αυτές τις προϋποθέσεις «ομόνοια έσται, και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν αγίω Πνεύματι· ο Πατήρ, και ο Υιος, και το άγιον Πνεύμα».

Αυτό το συνοδικό πολίτευμα πρέπει να λειτουργή στην  διοίκηση τών κατά τόπους Ιερών Μητροπόλεων τής Εκκλησίας, στις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και λαϊκών, αφού και αυτοί οι λαϊκοί δεν είναι τα «παθητικά» μέλη τής Εκκλησίας, αλλά τα «χαρισματούχα» που έχουν την δυνατότητα μεθέξεως τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού και την ευλογία να ποιμαίνωνται προς την  δική τους προσωπική σωτηρία.

Ο Επίσκοπος είναι προεστώς τής ευχαριστιακής Συνάξεως, αλλά και προεστώς τής όλης κανονικής συγκροτήσεως τής Επισκοπής και Μητροπόλεως, αφού η διοίκηση τής Εκκλησίας γίνεται μέσα στα πλαίσια τής ποιμαντικής διακονίας και αυτή η ποιμαντική είναι έκφραση τής ευχαριστιακής ατμόσφαιρας και συνάρτηση τής μετοχής όλων τών μελών τής Εκκλησίας στο Μυστήριο τής  θείας Λειτουργίας. Με αυτήν την έννοια κάνουμε λόγο για το επισκοποκεντρικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, το οποίο, όμως, δεν είναι ανεξάρτητο από το συνοδικό και ιεραρχικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ιεροί Κανόνες αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο μετέχουμε στην  θεία Λειτουργία. Επίσης, και η διάταξη τού Συνθρόνου προϋποθέτει ότι οι Πρεσβύτεροι ίστανται πιο κάτω από τον θρόνο τού Επισκόπου, αλλ’ όχι, όμως, στο επίπεδο τών λαϊκών, διότι υφίσταται ιεράρχηση τών χαρισμάτων.

 Η συνοδική και ιεραρχική δομή τού εκκλησιαστικού πολιτεύματος, ως προέκταση τής θείας Λειτουργίας πρέπει να λειτουργή και μεταξύ Πρεσβυτέρων και λαϊκών στις Ενορίες τους, αλλά και μεταξύ Ηγουμένων και μοναχών στις Ιερές Μονές. Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα λειτουργεί σε όλες τις πλευρές τής εκκλησιαστικής ζωής, δεν πρέπει να το αναμένουμε μόνον στις Συνόδους τής Ιεραρχίας, αλλά πρέπει να λειτουργή και στις άλλες εκφράσεις τής εκκλησιαστικής ζωής. Δεν είναι δυνατόν να παρατηρούνται παρατάξεις και παρασυναγωγές στην εκκλησιαστική ζωή. «Η Εκκλησία θεωρείται ως μία συνεχής σύνοδος», αφού αυτό δηλώνει και η λέξη Εκκλησία.

Βασική αρχή τής εκκλησιαστικής ζωής είναι ότι, όποιος γνωρίζει να λειτουργή συνοδικώς και ιεραρχικώς ως Πρεσβύτερος στην Ενορία του και ως Μητροπολίτης στην Μητρόπολή του, μπορεί να λειτουργήση με κανονικό και συνοδικό τρόπο και στις άλλες λειτουργίες τής εκκλησιαστικής ζωής και στις Συνόδους τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας. Οι εκκλησιολογικές ασθένειες ξεκινούν από τον τρόπο που συγκροτείται η Ενορία και η Μητρόπολη και εκδηλώνονται και στα ανώτερα εκκλησιαστικά επίπεδα. Άλλωστε, η καρκινογένεση αρχίζει από το κύτταρο και επεκτείνεται σε όλο το σώμα. Όποιος δεν μπορεί να ενεργή συνοδικά στην Ενορία και την Μητρόπολή του, δεν μπορεί να λειτουργήση συνοδικά και εκκλησιαστικά και στις Συνεδριάσεις τών Επισκόπων.

Ύστερα από όλα αυτά φαίνεται ότι το πολίτευμα τής Εκκλησίας είναι συνοδικό που λειτουργεί ιεραρχικώς και ιεραρχικό που λειτουργεί συνοδικώς. Ούτε η συνοδικότητα καταργεί την ιεραρχικότητα ούτε η ιεραρχικότητα καταργεί την συνοδικότητα.

Αυτό συμβαίνει και στον τρόπο λειτουργίας όλων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως ακριβώς ισχύει και στις πανορθόδοξες Λειτουργίες. Υπάρχει σαφώς ένας Πρώτος, που έχει καθήκον για την καλή λειτουργία τού Σώματος τής Εκκλησίας. Οι αυτοκεφαλίες δεν είναι, όπως έχω τονίσει σε άλλο κείμενό μου, αυτοκεφαλαρχίες. Άλλωστε, κεφαλή τής Εκλησίας είναι ο Χριστός και δεν μπορεί να εννοηθή ακόμη με απόλυτη σημασία και ο όρος «αυτοκεφαλία», αλλά περισσότερο αυτός ο όρος αποδίδει την αυτοδιοίκηση μερικών περιοχών και όχι την πλήρη ανεξαρτησία τους.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει πρώτος, που συνυπάρχει με τους άλλους προκαθημένους ιεραρχικώς. Κατ' ουσίαν όλοι οι Επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους, επειδή έχουν την ίδια αρχιερωσύνη τού Χριστού, αλλά κατά το κανονικό σύστημα τής εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν είναι όλοι ισότιμοι και αυτό νοείται ανάλογα με την διοικητική και ευχαριστιακή θέση τους μέσα στην Εκκλησία. Αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλου κειμένου μου.–

Δημιουργία αρχείου: 12-6-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-6-2019.

ΕΠΑΝΩ