Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι // Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας // Ανακοινωθέν Ι. Μ. Πειραιώς για την καθιέρωση τιμής των Ογδόης (Η΄) και Ενάτης (Θ΄) Οικουμενικών Συνόδων // Η 8η Οικουμενική Σύνοδος και η Καταδίκη της Προσθήκης του «Filioque» // Περί της αναγνωρίσεως της εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ως Ενάτης (Θ΄) Οικουμενικής

Οικουμενικές και άλλες Μεγάλες Σύνοδοι από τον 9ο αιώνα

Επισημάνσεις που έγιναν λίγο πριν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τού 2016

Tου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Αναδημοσίευση (τής 11ης Ιουνίου) από: http://www.amen.gr

 

Πλησιάζει ο χρόνος που θα συνέλθη στην Κρήτη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος τών Ορθοδόξων Εκκλησιών για να συζητήση πάνω στα έξι κείμενα που έχουν προετοιμασθή στις Προσυνοδικές Συνδιασκέψεις, καθώς επίσης να δώση ένα μήνυμα ενότητας μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Αυτόν τον καιρό έχουν γραφή πολλά κείμενα από ειδικούς και μη, από αρμοδίους και μη, πάνω στο μεγάλο αυτό γεγονός. Δυστυχώς, όπως έχω σημειώσει και σε άλλο κείμενό μου, σε μερικές εκδηλώσεις βλέπουμε ότι αναμειγνύεται η θεολογία με την πολιτική, ή μάλλον καλύτερα, διάφοροι εκκλησιαστικοί παράγοντες εμπλέκονται εν γνώσει ή εν αγνοία τους στις επιδιώξεις τών πολιτικών, καθώς επίσης και οι πολιτικοί χρησιμοποιούν διαφόρους εκκλησιαστικούς παράγοντες, προκειμένου να περάσουν τα σχέδιά τους μέσα από την Εκκλησία.

Βέβαια, η Σύνοδος τού 1872 στην Κωνσταντινούπολη κατεδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση, αλλά δυστυχώς ο εθνοφυλετισμός χρησιμοποιεί ως όχημα την Ορθόδοξη Εκκλησία με ποικίλα αποτέλεσματα.

Στις ημέρες μας το μεγαλύτερο μέρος τής συζητήσεως γίνεται για το κατά πόσον θα συμμετάσχουν στην Σύνοδο όλες οι δεκατέσσερεις Ορθόδοξες Εκκλησίες, τι συνέπειες θα προκληθούν από την απουσία μερικών Εκκλησιών και όχι τόσο για το περιεχόμενο τών κειμένων και τών διορθώσεων που πρέπει να γίνουν.

Με απόφαση τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος θα είμαι μέλος τής Αγίας και Μεγάλης αυτής Συνόδου και με διακατέχει υψηλό αίσθημα ευθύνης έναντι τής Ορθοδόξου Παραδόσεως και τής ιδίας τής ιστορίας. Με απασχολεί σοβαρώς το θέμα τών αποφάσεων που θα λάβη η Σύνοδος αυτή και κυρίως και προ παντός για τα όσα θα επακολουθήσουν.

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι οι Σύνοδοι τελικά ενεκρίθησαν από την θεολογική συνείδηση τής Εκκλησίας. Όπως ο σωματικός οργανισμός τού ανθρώπου κρατά τα στοιχεία τών τροφών που χρειάζεται και αποβάλλει τα μη χρειαζούμενα στοιχεία, το ίδιο γίνεται και με τον Θεανθρώπινο οργανισμό τής Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία με την πάροδο τού χρόνου επικυρώνει την αλήθεια ενός γεγονότος ή την απορρίπτει.

Ως μέλος τής Αγίας και Ιεράς Συνόδου θα ήθελα να εκφράσω έναν λόγο, πριν την έναρξη τής Συνόδου. Δεν θα αναφερθώ εδώ για τους λόγους που με οδήγησαν στο να αποδεχθώ αυτήν την πρόταση τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος να συμμετάσχω στην Σύνοδο, πράγμα που θα το κάνω αργότερα, αλλά θα διατυπώσω μερικές σκέψεις μου.

Η αυτοσυνειδησία τής Συνόδου

Με λύπη παρακολουθώ μερικές από τις απόψεις που διατυπώνονται ότι, δηλαδή, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι η μοναδική Σύνοδος που γίνεται κατά την διαρρεύσασα δεύτερη χιλιετία τού Χριστιανισμού. Άλλοι ισχυρίζονται ότι είναι η πρώτη Μεγάλη Σύνοδος μετά το «Σχίσμα» που έγινε το 1054, ενώ η ακοινωνησία τής Εκκλησίας τής Παλαιάς Ρώμης έγινε το 1009 με την εισαγωγή τού Filioque, άλλοι λένε ότι θα συνέλθη η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος μετά από 1200 ή 1300 χρόνια, δηλαδή από το έτος 787 που συνήλθε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος, και άλλοι τολμούν να πουν και μάλιστα επισήμως ότι θα είναι η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος!

Η βάση αυτής τής νοοτροπίας είναι ότι δήθεν η Ορθόδοξη Εκκλησία από το έτος 787 μέχρι σήμερα παραμένει σε πνευματική ύπνωση, σε ένα πνευματικό αλτσχάϊμερ, ότι όλο αυτό το διάστημα ήταν μια «νεκρή», «υπνώτουσα», «μουσειακή» Εκκλησία.

Μια τέτοια αντίληψη όχι μόνον αποτελεί ύβρη στους αγίους Πατέρες τής Εκκλησίας που εμφανίσθηκαν και δίδαξαν κατά την διάρκεια τής δεύτερης χιλιετίας, αλλά είναι και υπονόμευση τής ίδιας τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία είναι διαρκής Σύνοδος και είναι το αληθινό και ζωντανό Σώμα τού Χριστού.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι κατά βάση ασχολήθηκαν με δογματικούς όρους και διοικητικούς και ποιμαντικούς Κανόνες, όπως το βλέπουμε στα Πρακτικά τους. Ενώ όταν διαβάσουμε τα κείμενα που βρίσκονται προς επεξεργασία και τελική έγκριση από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, δεν μπορούμε να διακρίνουμε ποιοί είναι οι όροι και ποιοί είναι οι Κανόνες. Εάν θεωρηθή ότι οι επί μέρους παράγραφοι τού κειμένου θεωρούνται ως Κανόνες, τότε απαιτείται διεξοδική συζήτηση για το εάν αυτοί οι «κανόνες» συντονίζονται στην κανονική παράδοση τής Εκκλησίας ή ανατρέπουν την βάση και την καρδιά τού κανονικού δικαίου τής Εκκλησίας.

Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι εάν θεωρηθή, κακώς κατά την γνώμη μου, ότι αυτή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι συνέχεια τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τότε κακοποιείται σε μεγάλο βαθμό η ορθόδοξη αλήθεια. Γιατί στο διάστημα αυτό συνήλθαν Μεγάλες και Οικουμενικές Σύνοδοι και άλλες λαμπρές Σύνοδοι τών Πατριαρχών τής Ανατολής, δηλαδή όλης τής τότε Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίες επελήφθησαν σοβαρών θεμάτων και αντιμετώπισαν μεγάλα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα.

Διάβασα ότι μερικοί για να υποστηρίξουν τις απόψεις που παρουσιάζονται στα κείμενα που τίθενται προς τελική ψήφιση από τους Προκαθημένους τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, χρησιμοποίησαν απόψεις τού αειμνήστου δογματικού θεολόγου Ιωάννη Καρμίρη. Καλό θα είναι να μελετήση κανείς τους δύο τόμους τών βιβλίων «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», για να δη τον παλμό και την ζωντάνια τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μέχρι τον 19ο αιώνα. Εκεί θα διαπιστώση ότι μέχρι τον 19ο αιώνα υπάρχει κατά βάση μια ενιαία γλώσσα στα εκκλησιαστικά κείμενα και ότι από τις αρχές τού 20ού αιώνα άρχισε η διαφοροποίηση.

Θα ήθελα να μνημονεύσω μερικές σημαντικές Συνόδους μετά την Ζ΄   Οικουμενική Σύνοδο, οι οποίες δυστυχώς παραθεωρούνται.

Η Σύνοδος τών ετών 879-80 επί Μεγάλου Φωτίου είναι μια μεγάλη Οικουμενική Σύνοδος, η οποία συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα και ήταν παρόντες και οι εκπρόσωποι τού Ορθοδόξου τότε Πάπα και όλοι αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της. Η Σύνοδος αυτή συζήτησε για τους δύο τύπους εκκλησιολογίας, ανατολικής και δυτικής, και κυριάρχησε η ανατολική εκκλησιολογία, επίσης αποφάνθηκε για το πρωτείον τού Πάπα και την αίρεση τού Filioque.

Οι Σύνοδοι τού έτους 1341-1368, ιδιαιτέρως η Σύνοδος τού έτους 1351, συνεκλήθη από τον Αυτοκράτορα με την παρουσία τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά, η οποία απεφάνθη για το ότι η ενέργεια τού Θεού είναι άκτιστη, το Φως τού Χριστού που έλαμψε στο Θαβώρ ήταν άκτιστο και κατεδίκασε την αίρεση τού Βαρλαάμ και τού Ακινδύνου ότι ταυτίζεται η άκτιστη ουσία με την άκτιστη ενέργεια, το γνωστό actus purus, και ότι δήθεν ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο με κτιστές ενέργειες. Έτσι, στην πραγματικότητα η Σύνοδος τού 1351 κατεδίκασε την σχολαστική θεολογία, που εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα στον «Ρωμαιοκαθολικισμό».

Η Σύνοδος τού έτους 1484, στην οποία συμμετείχαν οι Πατριάρχες: Κωνσταντινουπόλεως Συμεών, Αλεξανδρείας Γρηγόριος, Αντιοχείας Δωρόθεος και Ιεροσολύμων Ιωακείμ, εχαρακτήρισε τον εαυτό της ως Οικουμενική, ακύρωσε την ενωτική Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας και εξέδωσε ακολουθία, την οποία συνέταξε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Συμεών, για τους επιστρέφοντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία «εκ τών λατινικών αιρέσεων». Και ναι μεν η Σύνοδος αυτή καθιέρωσε να γίνεται η επιστροφή τών Λατίνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία δια λιβέλλου και Χρίσματος, επειδή επικρατούσε τότε ο καθιερωμένος «τύπος τού Βαπτίσματος», αλλά σαφέστατα στην Ακολουθία που συνετάγη για την επιστροφή τών Λατίνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται λόγος για την αίρεση τών Λατίνων, για τα «αίσχιστα και αλλότρια δόγματα τών Λατίνων», να αποστρέφεται αυτός που επέστρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία «τελείως και τας συνάξεις τών Λατίνων εν ταις αυτών Εκκλησίαις» (προφανώς εννοεί τους Ναούς) και να αναθεματίση όσους τόλμησαν να προσθέσουν το Filioque.

Στην Ακολουθία αυτή γίνεται λόγος για Λατίνους και για αλλότρια δόγματα, μεταξύ τών οποίων είναι το γνωστό Filioque, δηλαδή η εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος εκ τού Πατρός και εκ τού Υιού, και η αίρεση τού actus purus, ότι ταυτίζεται η άκτιστη ενέργεια με την άκτιστη ουσία στον Θεό και, επομένως, ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με κτιστές ενέργειες.

Η Σύνοδος τού έτους 1590, που χαρακτήρισε τον εαυτό της «Οικουμενική Σύνοδο», και η συνέχειά της που είναι η Σύνοδος τού έτους 1593, που χαρακτηρίσθηκε ως «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» είναι σημαντικές. Και οι δύο Σύνοδοι είναι Σύνοδοι τών Πατριαρχών τής Ανατολής, αποφάσισαν να συναινέσουν στην ανακήρυξη τής Εκκλησίας τής Μόσχας σε Πατριαρχική αξία και τιμή που είχε δοθή υπό τού Οικουμενικού Πατριάρχου το 1589 με σχετικό Πατριαρχικό Χρυσόβουλο ή Τόμο.

Η Συνοδική απόφαση τών τριών Πατριαρχών τού έτους 1756 ήτοι τού Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου, τού Αλεξανδρείας Ματθαίου και τού Ιεροσολύμων Παρθενίου, αναφέρεται στον αναβαπτισμό τών Δυτικών που προσέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Και ναι μεν η απόφαση αυτή δεν επικράτησε για πολύ χρονικό διάστημα, διότι η Εκκλησία στην πράξη επανήλθε στην απόφαση τής Συνόδου τού 1484, αλλά όμως δεν καταργήθηκε ποτέ με άλλη Συνοδική απόφαση.

Είναι γνωστόν ότι το θέμα «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» που αναφερόταν στην αποδοχή τών αιρετικών και σχισματικών, υπήρχε στην θεματολογία τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όπως φαίνεται στην Προπαρασκευαστική Επιτροπή που συνήλθε το 1971 στην Γενεύη. Τελικά όμως εξέπεσε από την ημερήσια διάταξη τής Συνόδου και δεν δόθηκε η δυνατότητα να αποφανθή επισήμως επί τού θέματος αυτού η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος. Το ερώτημα λοιπόν είναι: Γιατί δεν ετέθη το θέμα αυτό στην θεματολογία τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για να συζητηθή με θεολογικά επιχειρήματα το έγκυρο και υποστατό ή μη έγκυρο και μη υποστατό τού Βαπτίσματος τών αιρετικών και έρχεται τώρα να αντιμετωπισθή με τρόπο έμμεσο;

Η Συνοδική απόφαση τών Πατριαρχών τής Ανατολής τού έτους 1848, η οποία υπογράφεται από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων με τις Συνόδους τους, χαρακτηρίζει τον «Παπισμόν» αίρεση και τον παραβάλλει με τον Αρειανισμό και αναιρεί τις βασικές λατινικές ετεροδιδασκαλίες, όπως το Filioque, το πρωτείον και το αλάθητον τού Πάπα, καθώς επίσης και άλλες κακοδοξίες που σχετίζονται με το βάπτισμα και τα μυστήρια.

Η Σύνοδος τού έτους 1872 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατεδίκασε τον φυλετισμό στην εκκλησιαστική ζωή «τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη τού Χριστού Εκκλησία». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη». Είναι σημαντικό ότι στον επίλογο τού συνοδικού όρου υπάρχει μια προσευχή στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για να διατηρή την Εκκλησία «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω τών αποστόλων και τών προφητών».

Ανέφερα μερικές Συνόδους «Οικουμενικές», «Άγιες και Μεγάλες» –υπάρχουν και άλλες– από όσες έγιναν από την Ζ΄   Οικουμενική Σύνοδο μέχρι τον 19ο αιώνα και έγιναν αποδεκτές από την συνείδηση τής Εκκλησίας. Μάλιστα οι αποφάσεις τής Μεγάλης Συνόδου τού 1351 επί αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά περιελήφθησαν στο «Συνοδικό τής Ορθοδοξίας», το οποίο διαβάζεται κατά την Α΄  Κυριακή τών Νηστειών και εισήχθησαν στα τροπάρια τής λατρείας. Το γεγονός αυτό συνιστά την μεγαλύτερη απόδειξη ότι η Σύνοδος τού 1351 έγινε αποδεκτή από την συνείδηση και τις αποφάσεις τής ίδιας τής Εκκλησίας είναι Οικουμενική.

Εδώ πρέπει να αναφερθούν και οι πολύ σημαντικές τρεις απαντήσεις τού Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄  (1576, 1578, 1581) προς τους Λουθηρανούς Θεολόγους τού Πανεπιστημίου τής Τυβίγγης. Πρόκειται για αξιόλογες απαντήσεις που έστειλε ο Πατριάρχης Ιερεμίας συνεργαζόμενος με Ορθοδόξους Κληρικούς και λαϊκούς, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνεται και ο Ναυπάκτου και Άρτης Δαμασκηνός ο Στουδίτης, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ τών αγίων.

Στις σπουδαίες αυτές απαντητικές επιστολές αφ' ενός μεν εκτίθεται η ορθόδοξη πίστη, αφ' ετέρου δε αναιρούνται οι κακοδοξίες τών Διαμαρτυρομένων. Στις απαντήσεις αυτές  διατυπώνεται η Ορθόδοξη πίστη βάσει τών Πατέρων και διδασκάλων τής Εκκλησίας, χωρίς να γίνεται προσφυγή στην διδασκαλία τής Σχολαστικής θεολογίας. Αντιμετωπίζονται πολλά θέματα, επί τών οποίων επήλθε διαφωνία με τους Λουθηρανούς θεολόγους, ήτοι για την Ιερά Παράδοση, την Χριστολογία, το Filioque, το αυτεξούσιο, τον προορισμό, την δικαίωση, τον αριθμό τών μυστηρίων και τον τρόπο τελέσεώς τους, το αλάθητο τής Εκκλησίας και τών Οικουμενικών Συνόδων, την λατρεία, την επίκληση τών αγίων, τις εικόνες και τα λείψανά τους, τις νηστείες και διάφορες εκκλησιαστικές παραδόσεις.

Οι απαντητικές αυτές επιστολές θεωρούνται σημαντικά κείμενα, μνημονεύονται στα Πρακτικά τής Τοπικής Συνόδου που έγινε το 1672 στα Ιεροσόλυμα επί Δοσιθέου, και κατατάχθηκαν μεταξύ τών συμβολικών βιβλίων τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.

Ύστερα από όλα αυτά διερωτώμαι για το πώς είναι δυνατόν όλες αυτές οι σημαντικές Σύνοδοι να τεθούν στο περιθώριο, προς χάριν τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που πρόκειται να συνέλθη στην Κρήτη; Πώς είναι δυνατόν να ισχυρίζωνται μερικοί ότι η επικείμενη Σύνοδος είναι η μοναδική Σύνοδος τής δεύτερης χιλιετίας; Πώς είναι δυνατόν και επιτρεπτόν να «ποδοπατήται» όλη η Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση 1.200 χρόνων; Ποιοί έδωσαν αυτήν την γραμμή σε δημοσιογράφους να κάνουν λόγο για την Σύνοδο τής χιλιετίας; Από πού το γνωρίζουν αυτό μερικοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι μάλιστα δεν ασχολούνται ιδιαιτέρως με το εκκλησιαστικό ρεπορτάζ;

Το ερώτημα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ αναγκαίο τουλάχιστον στο Μήνυμα που θα αποφασισθή να εκδοθή από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, να αναφερθούν αυτές και άλλες Σύνοδοι και να φανή η συνεχής ενέργεια τού Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Δεν μπορούμε να παίζουμε με τα εκκλησιαστικά και δογματικά ζητήματα και την όλη εκκλησιαστική παράδοση.

Επομένως, όταν λέγεται ότι η επικείμενη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος θα είναι η Σύνοδος που συνέρχεται μετά από 1200 χρόνια, είναι παραπλάνηση, και στην πραγματικότητα παράκαμψη και παραθεώρηση όλων αυτών τών Μεγάλων Συνόδων, και τελικά καταλήγει σε «προδοσία» τής Ορθοδόξου πίστεως. Πιθανόν επιδιώκεται να δημιουργήση μια νέα εκκλησιολογία.

Αν δεν υπάρχη ένας τέτοιος σκοπός, θα πρέπει οπωσδήποτε στο Μήνυμα τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου να γίνη μνεία όλων τών Αγίων, Μεγάλων Συνόδων τής δεύτερης χιλιετίας. Διαφορετικά θα επιβεβαιωθή αυτή η υποψία.

Δημιουργία αρχείου: 18-7-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 18-7-2016.

ΕΠΑΝΩ