Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Χριστιανική Δογματική

Προηγούμενο. // Περιεχόμενα // Επόμενο

Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής

Ορισμός, Πηγές, Περιεχόμενο και Μέθοδος τής Δογματικής, Γνώση, Πίστη, Θεολογία, Χριστολογία και Εκκλησιολογία

Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

Γ΄ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

IΙ. Βασικές αρχές της Πατερικής διδασκαλίας

5. Υπαρξιακή ερμηνεία

 

 

Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν θα κάνουμε μερικές παρατηρήσεις ως προς τη σημασία που έχουν όλα αυτά, όχι για μας τους θεολόγους που μιλάμε μια δική μας «εσωτερική» γλώσσα, αλλά για κάθε άνθρωπο. Τι νόημα έχει όλο αυτό το δόγμα περί Θεού; Αλλάζει η ύπαρξή μας εάν ο Θεός δεν ήταν έτσι κι ήταν αλλιώς; Κι όλες αυτές οι λεπτομέρειες τι νόημα έχουν;

Ας πάρουμε πρώτα το ερώτημα εάν εκφράζει η ουσία την ενότητα του Θεού ή όχι. Εάν ακολουθήσουμε με άλλα λόγια την θεολογία του Αυγουστίνου πού μπορεί να οδηγηθούμε; (μιλώ γενικά για την ύπαρξή μας). Όταν ένας έφηβος ρωτάει «ποιος με ρώτησε όταν με έφερε στον κόσμο;» υψώνει την ελευθερία του πάνω από την ύπαρξή του. Δεν δέχεται ως δεδομένη, ως αναγκαστική την ύπαρξή του. Θα ήθελε να τον είχαν ρωτήσει. Δεν τον ρώτησαν. Συνεπώς την ύπαρξή του την βλέπει σαν δεσμευτική της ελευθερίας του. Και πράγματι, δεν υπάρχουν μεγαλύτερα δεσμά από την ίδια την ύπαρξη. Μη σας φανεί παράξενο αυτό. Έχουμε συνηθίσει στην ηθική έννοια της ελευθερίας. Νομίζουμε ότι είμαστε ευτυχείς αν μπορούμε να διαλέξουμε μεταξύ δύο, τριών κομμάτων και να ψηφίσουμε κι αυτό το λέμε ελευθερία στο πολιτικό επίπεδο ή στο ηθικό επίπεδο ελευθερία λέμε το να μπορώ να λέω «ναι» ή «όχι». Αλλά μεγαλύτερη πρόκληση για την ελευθερία είναι ότι δεν μπορώ να πω «όχι» στην ύπαρξή μου. Και εάν θελήσω να πω «όχι» στην ύπαρξή μου, παύω να υπάρχω και έτσι αίρεται και η ελευθερία μου. Αυτοαναιρείται η ελευθερία μου. Αλλά αυτό πού οφείλεται; Στο ότι το πρόσωπό μου δεν προηγείται της ουσίας μου. Ότι η ουσία μου προηγείται του προσώπου μου. Εάν αυτό το μεταφέρετε στον Θεό και δημιουργήσετε μια θεολογία στην οποία η ουσία προπορεύεται του προσώπου του Θεού, τότε έχετε το πιο ανελεύθερο ον οντολογικά. Τότε ο Θεός είναι κι αυτός δέσμιος της υπάρξεώς Του. Μη σας φανεί παράξενο που μας απασχολεί κάτι τέτοιο. Πρέπει να μας απασχολεί, διότι αν ο Θεός δεν είναι ελεύθερος στο να υπάρχει, τότε τι μπορεί να περιμένουμε εμείς; Γιατί εμείς αναζητούμε την ελευθερία αυτήν; Ή είναι κάτι ανεπίτρεπτο; Δεν είναι ανεπίτρεπτο. Είναι μέσα στην έννοια της ελευθερίας. Γι’ αυτό και το εκφράζουμε εμείς με τη δημιουργία νέων ταυτοτήτων (όπως είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο), τις οποίες εμείς ελεύθερα διαλέγουμε. Και είναι σημαντικό το ότι ακριβώς τη στιγμή που ο έφηβος ρωτάει: «ποιος με ρώτησε πριν γεννηθώ;» εκείνη τη στιγμή περνάει από την κρίση της εγκαταλείψεως των δεδομένων ταυτοτήτων που είναι η οικογένειά του, και της τάσεώς του να δημιουργήσει τη δική του ταυτότητα, τις δικές του ταυτότητες βάσει ελευθέρων σχέσεων, τις οποίες αυτός θέλει να καθορίσει. Οι οποίες είναι καθορισμένες από τη φύση και δοσμένες από την οικογένεια. Η ελευθερία, συνεπώς, ως προς την ταυτότητα, το να ταυτίζουμε κάτι, το να υπάρχει κάτι για μας, είναι βασικό στοιχείο του ότι είμαστε πλασμένοι από τον Θεό ελεύθεροι κι ότι είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού και επομένως εάν ο Θεός ο Ίδιος δεν είναι ελεύθερος απ’ αυτή την άποψη, τότε δεν μπορούμε κι εμείς να ελπίζουμε και να περιμένουμε ότι θα γίνουμε, ότι θα είμαστε ελεύθεροι, οπότε η ελευθερία είναι κάτι εντελώς ανεδαφικό.

Θα πρέπει να γνωρίζουμε εάν ο Θεός τον οποίον πιστεύουμε, και του οποίου εικόνες θέλουμε να είμαστε, είναι δέσμιος της υπάρξεώς Του ή όχι. Εάν υπάρχει διότι πρέπει να υπάρχει, διότι υπάρχει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αυτό το πολύ σοβαρό θέμα, κρύβεται πίσω από την προτεραιότητα του προσώπου.

Εάν αυτό που κάνει τον Θεό να υπάρχει δεν είναι η ουσία Του, αλλά είναι το Πρόσωπο του Πατρός, τότε έχουμε οπωσδήποτε ελευθερία. Ο Θεός δεν υπάρχει διότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Υπάρχει, θα πει: «είναι», υποστασιάζεται ελεύθερα. Ένα πρόσωπο είναι αυτό που τον υποστασιάζει. Όπως εγώ ελεύθερα λέω σε κάποιον: «Για εμένα δεν υπάρχεις». Αυτό το πράγμα: Το να μπορείς να λες «υπάρχεις» ή «δεν υπάρχεις», για εμάς είναι παράδοξο. Εάν έχετε διαβάσει «Θέατρο του Παραλόγου» θα δείτε εκεί πόσο έντονος είναι ο προβληματισμός αυτός. Θα δείτε εκεί αυτή την τάση, να αγνοείς και να λες ότι για εμένα δεν υπάρχει αυτός, τον αγνοώ. Είναι το παράλογο, φυσικά, αλλά τόσο βασικό στοιχείο της υπάρξεως. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Σε μας είναι παράλογο, διότι προηγείται πάντοτε η ύπαρξη ως ουσία, ως αναγκαστική πραγματικότητα. Και το πρόσωπο έρχεται μετά, επειδή αντιδρά σ’ αυτή την αναγκαστικότητα, και θέλει να δημιουργήσει ελεύθερα τις δικές του ταυτότητες. Αγνοεί την αντικειμενική ουσία και πραγματικότητα και δημιουργεί ένα παράλογο. Διότι δεν μπορεί. Αυτό το παράλογο είναι η λογική της Τριαδικής Θεολογίας. Η λογική πλέον το παράλογο! Διότι εκεί δεν είναι παράλογο. Είναι ο λόγος κατά τον οποίον υπάρχει ο Θεός. Ο λόγος του Είναι του Θεού. Διότι δεν προπορεύεται, δεν καθορίζει η ουσία την ύπαρξη. Εάν κακοδοξήσουμε ως προς τον Θεό, στο σημείο αυτό, και πούμε ότι η ουσία προπορεύεται, τότε αμέσως, όλες αυτές οι υπαρξιακές συνέπειες εμφανίζονται. Και ο Θεός; Ή εισάγουμε πλέον το παράλογο στον Θεό ή αγνοούμε τον προβληματισμό τον προσωπικό, και τον προβληματισμό της ελευθερίας που δημιουργεί το παράλογο σε μας. Και βέβαια μέχρις ενός σημείου μπορεί να γίνει αυτό, και ζούμε, εν πολλοίς, τον παραμερισμό αυτού του παραλόγου. Αλλά δεν είναι δυνατόν νομίζω, εκτός εάν στερήσουμε την ελευθερία από τον άνθρωπο εντελώς, να του αφαιρέσουμε αυτήν την διαμαρτυρία εναντίον του δεδομένου, του αναγκαστικού δεδομένου της υπάρξεώς του, που σημαίνει προτεραιότητα, όπως είπα, της ουσίας έναντι του προσώπου.

Λοιπόν, εάν ο Θεός υπάρχει διότι υπάρχει ο Πατήρ και όχι διότι υπάρχει η ουσία, τότε έχουμε κι εμείς την ελπίδα, ότι αυτό το παράλογο που ζητούμε, μπορεί να είναι στην πραγματικότητα λογικό, να γίνει λογικό. Η λογική της Θεολογίας επομένως, είναι αντιστροφή ή άρνηση αυτού του παραλόγου. Αυτή η απόλυτη ελευθερία του Θεού, εκφράζεται με το συγκεκριμένο τρόπο της Τριαδικής σχέσεως, και εδώ έχουμε μία άλλη υπαρξιακή συνέπεια, η οποία είναι συνέχεια του προηγουμένου. Επειδή η ύπαρξη σε μας είναι δεδομένη, και άρα αναγκαστική, η ελευθερία μας ασκείται με αυτό τον διπλό τόπο. Είτε με την αποδοχή της υπάρξεώς μας ελεύθερα, είτε με την άρνηση της υπάρξεώς μας. Να μην μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξή μου, να αυτοκτονήσω. Όπως ο Ντοστογιέφσκυ το αναλύει στους «Δαιμονισμένους». Κι έτσι αποδεικνύεις την ελευθερία σου πλήρως. Τότε μόνο αποδεικνύεις την ελευθερία πλήρως, όταν αρνηθείς την ύπαρξή σου.

Λοιπόν για μας υπάρχει η δυνατότητα ν’ ασκήσουμε την ελευθερία, υπάρχει ο πειρασμός, εν πάση περιπτώσει, ν’ ασκήσουμε την ελευθερία μας αρνητικά, διότι μας είναι δεδομένη η ύπαρξη από κάποιον άλλον, και συνεπώς αντιδρούμε σ’ αυτή την ύπαρξη. Στην περίπτωση του Θεού, πώς μπορεί ο Θεός να είναι ελεύθερος; Πώς μπορεί ο Θεός να ασκήσει την ελευθερία Του εάν δεν έχει δεδομένη την ύπαρξή Του; Ένα μόνο τρόπο έχει να την ασκήσει: Καταφατικά, θετικά. Η ελευθερία στο Θεό είναι μονόδρομος, είναι πάντοτε κατάφαση. Δεν μπορεί ο Θεός να πει «όχι». Σε τι να πει «όχι»; Η ελευθερία Του είναι μόνο καταφατική, γι’ αυτό η ελευθερία του Θεού εκφράζεται με την Τριαδική Του ύπαρξη. Η ελευθερία του Πατρός εκφράζεται με το να λέει «ναι» στον Υιό, ο Υιός να λέει «ναι» στον Πατέρα. Το «ναι – ναι» που λέει ο Παύλος, ότι ο Χριστός μας έφερε το «ναι» (Β΄ Κορινθίους 1/α΄ 19). Το όχι δεν μπορείς να το πεις μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας, η οποία δεν προκαλείται από το δεδομένο της υπάρξεως, δεν είναι δεδομένη από έξω. Και δεν μπορεί στον Θεό τίποτα να δοθεί έξωθεν. Μα και ο ίδιος ο Εαυτός Του, η ίδια η ύπαρξή Του, δεν είναι αποτέλεσμα της ουσίας Του. Συνεπώς δεν είναι καν υποχρεωτική η ύπαρξή Του. Αλλιώς δεν θα ήταν ελεύθερος. Εμείς, εάν μας στερήσουν την δυνατότητα να λέμε «όχι», παύουμε να είμαστε ελεύθεροι. Διότι για εμάς, επειδή είναι δεδομένη η ύπαρξη, πρέπει να έχουμε την δυνατότητα να λέμε «όχι» σε οτιδήποτε μας δοθεί έξωθεν. Αλλά στον Θεό, δεν υπάρχει δυνατότητα εκλογής, δεν ασκείται η ελευθερία από τον Θεό ως εκλογή. Ασκείται θετικά και μόνο ως Αγάπη, με την έννοια την καταφατική. Τώρα αυτό αν το μεταφέρετε στην ανθρώπινη ύπαρξη, όπως αυτή πραγματώνεται πλέον κατ’ εικόνα του Θεού, ή όπως αυτή μας φανερώθηκε στον Χριστό, ή όπως αυτή εσχατολογικά θα πραγματοποιηθεί στην κατάσταση της θεώσεως, θα δείτε ότι και εκεί η ελευθερία, - και το αναπτύσσει ο άγιος Μάξιμος αυτό πολύ, - η ελευθερία είναι μονόδρομος. Μόνο θετική. Δεν είναι η ελευθερία το ναι και το ου. Είναι μόνο το ναι. Το σχετικό χωρίο είναι πολύ αποκαλυπτικό στην Β΄ προς Κορινθίους. Όπως λέει ο Παύλος εκεί, «Ιησούς Χριστός ο εν υμίν δι’ ημών κηρυχθείς, ούκ εγένετο ναι και ου, αλλά ναι εν αυτώ γέγονε» (Β΄ Κορινθίους 1/α΄ 19).  Το «ναι» του Θεού και το «ναι» του Χριστού είναι η ελευθερία πλέον, της καταφάσεως. Από το Τριαδικό δόγμα πηγάζει, φωτίζεται μάλλον, και αυτή η πλευρά της υπάρξεως που λέγεται ελευθερία. Και πώς φωτίζεται; Με ποιο συμπέρασμα; Το συμπέρασμα είναι ότι ένας τρόπος μόνο υπάρχει για να ασκηθεί η ελευθερία, για να δείξεις ότι είσαι ελεύθερος, και αυτός είναι η Αγάπη. Η θετική δηλαδή, η κατάφαση ως προς ένα άλλο ον, άλλο εκτός του εαυτού σου. Ελεύθερα να πεις ότι αναγνωρίζω ότι αυτό υπάρχει για μένα και ότι γίνεται μέρος της υπάρξεώς μου.

Έτσι υπάρχει η Τριάς. Ο Πατήρ ελεύθερα καταφάσκει ότι θέλει να έχει Υιόν, και έχει Υιόν ελεύθερα. Ασκεί την ελευθερία Του ο Θεός όταν γεννά τον Υιόν ο Πατήρ και όταν εκπορεύει το Πνεύμα. Και την ασκεί υπό μία και μόνο μορφή: Ως αγάπη, ως καταφατική ενέργεια, και όχι ως αρνητική. Η αρνητική ελευθερία Του θα ήταν να μπορούσε να πει ότι δεν υπάρχει ο ίδιος, ν’ αρνηθεί τον εαυτό Του. Αλλά αυτό θα το έλεγε μόνο εάν η ουσία προπορευόταν, και καθόριζε την ύπαρξή Του.

Έτσι λοιπόν δημιουργείται ένας τρόπος υπάρξεως και για τον άνθρωπο που συνίσταται στο να εκφράζουμε, να πραγματοποιούμε την ελευθερία μας θετικά, ως αγάπη, και όχι αρνητικά. Αυτή είναι «η ομοίωσις Θεώ». Η εικόνα του Θεού πραγματοποιείται, ολοκληρώνεται, ακριβώς σε αυτό το αυτεξούσιο, του ανθρώπου, το οποίο έχει μεν την δυνατότητα να λέει όχι, αλλά όταν λέει ναι, τότε ασκεί την ελευθερία θεοπρεπώς. Έτσι φθάνει κανείς και σ’ αυτούς τους μεγάλους θεογνώστες και ανθρωπογνώστες συγχρόνως, που είναι οι μοναχοί, οι οποίοι ξεκινούν, στηρίζουν όλη την ύπαρξη, επάνω στο κόψιμο του ιδίου θελήματος, και στο «ναι» προς τον άλλον, προς τον γέροντα.

Όλα αυτά είναι αποκαλυπτικά της Τριαδικής Θεολογίας από την πλευρά της βιώσεως, για την οποία μιλήσαμε στα πρώτα μαθήματα. Βλέπετε ότι ο Θεός πλέον για τον οποίον εμείς οι θεολόγοι μιλούμε δογματικά και δυσκολευόμαστε να βγάλουμε νόημα απ’ όλα αυτά, είναι μια πολύ απλή εμπειρία για έναν άγιο. Αυτός ίσως να μη μπορεί να τα διατυπώσει έτσι όλα, με αυτό τον τρόπο που τα λέμε εμείς. Αλλά εάν προσέξετε αυτά που σας είπα τώρα, που ανέλυσα τις υπαρξιακές συνέπειες του Τριαδικού δόγματος, θα δείτε αμέσως, ότι αυτά ένας άγιος, τα καταλαβαίνει αμέσως, τα ζει.

Προηγούμενο. // Περιεχόμενα // Επόμενο

Τα αρχεία αυτά, έχουν γραφεί από σημειώσεις τών παραδόσεων μαθημάτων τού καθηγητού Ι. Δ. Ζηζιούλα (σημερινού Μητροπολίτου Περγάμου και προέδρου τής Ακαδημίας Αθηνών) στο Τμήμα Ποιμαντικής τής Θεολογικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κατά το ακαδημαϊκό έτος 1984 - 85.

Το κείμενο στα Αγγλικά

Δημιουργία αρχείου: 6-3-2003.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-11-2018.

ΕΠΑΝΩ