Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Επιστήμη και Εκκλησία

Μπλαιζ Πασκάλ: Ένας επιστήμονας με πίστη // Λόγια επιστημόνων για τον Σχεδιασμό του Σύμπαντος // Χριστιανισμός και Επιστήμη

ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ DNA - ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΗ:

(Η ΗΘΙΚΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΨΗ)

 
Tου Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Με τις ραγδαίες εξελίξεις στο χώρο της ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ – Βιοτεχνολογίας αναδύεται σωρεία προβλημάτων, ώστε να διατυπώνεται και από ειδικούς του χώρου το δίλημμα: «ελπίδα ή προβλήματα για το μέλλον»; Οι νέοι ηθικοί προβληματισμοί προκαλούνται από τη συσσώρευση τεραστίων δυνάμεων και δυνατοτήτων στα χέρια μιάς ομάδος επιστημόνων, των «ειδικών» , αλλά και των χώρων, στους οποίους αναπτύσσεται η έρευνά τους, ως και των δυνάμεων εκείνων, που ενισχύουν παντοιοτρόπως την έρευνα, για να καρπωθούν ποικιλότροπα, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, τα πορίσματά της. Τα πρώτα εγκυστώματα αυτής της εξέλιξης μορφοποιούνται στο ίδιο το περιβάλλον της έρευνας, ογκώνεται δε ένα ηφαίστειο με απειλή αλυσιδωτών εκρήξεων, λόγω των αναφυομένων αθέμιτων ανταγωνισμών, λόγω φιλοδοξιών για διάκριση και υπεροχή, οπότε, όπου δεν υπάρχουν εσωτερικές αναστολές, εκεί είναι ικανός κανείς για όλα.

            Έχω προσκληθεί να μιλήσω για το πρόβλημα ως χριστιανός Ορθόδοξος, υπό την ιδιότητα του Κληρικού και ακαδημαϊκού θεολόγου, υποβάλλοντας την αποκωδικοποίηση του DNA και την κλωνοποίηση, όσο μπορώ εγώ τουλάχιστον να καταλάβω αυτά τα μεγέθη, στο φως της ορθόδοξης ηθικής προβληματικής και κυρίως της ορθόδοξης πνευματικότητας, με την οποία κάθε λόγος για ηθική στο χώρο της Ορθοδόξου Πίστεως πρέπει να τελεί σε αστασίαστη κοινωνία. Διότι είναι ανάγκη να λεχθεί εδώ, ότι αφ’ ενός μεν η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν είναι ένα θρήσκευμα ή κώδικας ηθικής συμπεριφοράς, αλλά τρόπος υπάρξεως στην πορεία της θέωσης, και αφ’ ετέρου η έννοια της ηθικής είναι σχετική, αφού κάθε φιλοσοφικοκοινωνικός χώρος έχει την ηθική του, που απορρέει από την κοσμοθεωρία και βιοθεωρία του. Ήδη οι σοφιστές έλεγαν «νόμω καλόν, νόμω κακόν». Υπάρχει, μάλιστα, και ένας μεγάλος κίνδυνος στο χώρο κάθε ηθικής, ότι οι ηθικοί κανόνες και παραδοχές διακρίνονται από μίαν ελαστικότητα και προσαρμοστικότητα στα κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα, μεταβαλλόμενες και διαφοροποιούμενες με την πάροδο του χρόνου. Δεν υπάρχει έτσι ενιαία ηθική, τόσο διαχρονικά, όσο και συγχρονικά. Αντίθετα, η ορθόδοξη θεολογία κινείται στα όρια ορισμένων σταθερών, που διακρατούν την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος και την παραμόνιμη κοινωνία  κτιστού και Ακτίστου, που είναι ο κύριος σκοπός της. Στην Ορθοδοξία, ως σταθερά πρακτική, ζει και κινείται ο πιστός στα όρια όχι μιάς δεοντολογίας, αλλά της οντολογίας της υπάρξεως. Στα υπαρξιακά δε προβλήματα του ανθρώπου μόνο η αγιοπατερική θεολογία μπορεί να απαντήσει υπεύθυνα. Χωρίς, λοιπόν, να αποβλέπω στην επιβολή κάποιων απόψεων, απαντώ ορθόδοξα στο πρόβλημα, που μου ετέθη, παρουσιάζοντας μια άλλη οπτική θεώρησή του μέσα από τον χώρο της εμπειρίας των Αγίων μας, των αυθεντικών εκφραστών του ελληνορθόδοξου Ήθους. Ποιες, λοιπόν, είναι οι αντιδράσεις ενός Ορθοδόξου μπροστά στην εξέλιξη της Γενετικής;

            Το πρωτογενές συναίσθημα από τη θέαση των κατακτήσεων της σύγχρονης Γενετικής, Βιοϊατρικής και Βιοτεχνολογίας είναι ο θαυμασμός για τον άνθρωπο και τις δυνάμεις, που διαθέτει. Όντως «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» (Σοφ. Αντιγ.)! Είναι δε βέβαιον, ότι η πρόοδος στην ανακάλυψη, η μάλλον αποκάλυψη, της λειτουργίας του ανθρώπου και του σύμπαντος συνεχώς θα αυξάνει και μάλιστα γεωμετρικά. Οπότε «και μείζω τούτων οψόμεθα» (Ιωάνν. 1,50)! Βέβαια, ο αιφνιδιασμός και θαυμασμός του χριστιανού δεν μεταβάλλεται και σε έκπληξη. Διότι είμαστε έτοιμοι για όλα αυτά. Εμείς γνωρίζουμε, ότι «ο Θεός εξεύρεν πάσαν οδόν επιστήμης» (Βαρούχ 3.36). Η γνώση του κτιστού, σε όλο το φάσμα του, είναι «κατ’ εξοχήν δημιουργική χρήση του ανθρωπίνου νου» (Αλβανίας Αναστάσιος) και συνιστά θεϊκή ευλογία, αν φυσικά ο άνθρωπος δεν την μεταβάλει σε κατάρα και μέσον αυτοκαταστροφής. Ποιος χριστιανός είναι δυνατόν να αποκρούσει ή να καταδικάσει την συντελούμενη επανάσταση στην έγκαιρη διάγνωση ενός τεράστιου φάσματος ασθενειών, στην πρόληψη ασθενειών, ίσως δε και στη θεραπεία νόσων, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο καρκίνος, ο διαβήτης, το πεπτικό έλκος, η υπέρταση, η ρευματική αρθρίτιδα, οι διαταραχές του νευρικού συστήματος, σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη, η ασθένεια του ALZHEIMER κ.α. Είναι δε ευνόητο, ότι η κατανόηση της φύσεως των ασθενειών «ανοίγει νέους ορίζοντες στον έλεγχό τους, μέσω προγεννητικής διάγνωσης και νέων μεθόδων προσυμπτωματικής θεραπείας πριν από την κλινική εκδήλωση της πάθησης» (π. Νικ. Χατζηνικολάου). Πρόκειται, συνεπώς, για μεγαλεπήβολες εξαγγελίες, στις οποίες η ανθρωπότητα στηρίζει πολλές ελπίδες.

            Απαιτείται, λοιπόν, σοβαρότητα σε κάθε έκφραση θεολογικής γνώμης. Διότι κάθε πρόχειρη τοποθέτηση ή συναγωγή συμπερασμάτων δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες. Σοβαρότητα όμως απαιτείται και από την πλευρά των Γενετιστών, διότι και ο χώρος του υπόκειται στον κίνδυνο της αυτογελοιοποίησης από διακηρύξεις, όπως εκείνη του Δρος Σηντ, ότι ο Γενετιστής θα υποκαταστήσει τον Θεό. Κάποιοι, εξ άλλου, βλέπουν την κλωνοποίηση ως «τέλος του θανάτου» ή «παραβίαση του αβάτου του θανάτου». Οι ηχηρές, αλλά στην ουσία οι υπερφύαλες αυτές μεγαλοστομίες μειώνουν την επιστήμη. Μείωση δε και αυτοαναίρεση των θετικών επιστημών είναι η μετατροπή τους σε μεταφυσική. Διότι η απαλλαγή από την θνητότητα δεν εντάσσεται στις δυνατότητες της επιστήμης, αφού το πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι, άλλωστε, η παράταση της βιολογικής ζωής αλλά η υπέρβαση του θανάτου καθ’ εαυτόν, η αιώνια νίκη επί του θανάτου.

            Σκοπός όμως της θεολογίας (πρέπει να) είναι η πραγματική υποβοήθηση της επιστήμης να μείνει πιστή στον προορισμό της, υπηρετική δηλαδή στον άνθρωπο και τις ανάγκες του, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να μεταβληθεί σε τύραννο του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας τον ως αντικείμενο και εξάρτημα κάποιας μηχανής. Διότι, όπως επισημαίνει ο ειδικός Βιοϊατρός – Τεχνολόγος του Harvard και του ΜΙΤ, π. Χατζηνικολάου: «Ως τώρα η ιατρική εργαζόταν υπέρ του ανθρώπου». Τώρα πλέον προχωράει η επιστήμη και απειλεί, πως μπορεί να εισαγάγει την μεταμόρφωση της φύσης του συγκεκριμένου ανθρώπου και την μορφοποίηση αυτού του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Μιλάμε για δυνατότητα αλλαγής του ανθρώπινου είδους. Η Ορθοδοξία καλεί στην κατ’ αληθεία ύπαρξη και στην αληθινή γνώση, που όταν είναι αληθινή δεν «φυσιοί» (Α’ Κορ. 8,1 = κάνει υπερφύαλο) τον επιστήμονα, αλλά τον καθιστά διάκονο και ευεργέτη του ανθρώπου εν επιγνώσει. Ο εκκλησιαστικός χώρος έχει τους επιστήμονες, και μάλιστα τους γιατρούς του (ευαγγελιστής Λουκάς, Μ. Βασίλειος, άγιοι Ανάργυροι, αγ. Αντύπας κ.λ.π.), που μας παρέδωσαν ένα καθοριστικό επιστημονικό «ήθος», προσδιοριζόμενο από την φιλανθρωπία ως αγάπη και θυσία για τον άνθρωπο, και ποτά ως αυτοπροβολή ή το συμφέρον. Έτσι, συνεχίσθηκε και ανανεώθηκε χριστιανικά η «ηθική» του Ιπποκράτους, που τη γέννησε  το γνήσιο ελληνικό επιστημονικό πνεύμα. Αυτά είναι και τα όρια συμπεριφοράς του σημερινού Έλληνα επιστήμονα σε ανακαλύψεις τεράστιας σημασίας, όπως αυτή της αποκάλυψης του γενετικού κώδικα  και της ερμηνείας του, που θέτει το πρόβλημα δικαιώματος επέμβασης στην ίδια τη φύση του ανθρώπου και αλλαγής της πορείας της. Πρόκειται για την τολμηρότερη ως σήμερα και δραστικότερη παρέμβαση στη δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης φύσης που εύκολα μπορεί να εξελιχθεί στην πράξη σε θλιβερή MANIPULATIO του ανθρώπου από τον (επιστήμονα) συνάνθρωπο. Έτσι, από την «εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο», που συνιστά ανατροπή της κοινωνικής ηθικής, εύκολα μπορούμε να μεταβούμε στην άσκηση εξουσίας πάνω στην ίδια τη φύση του ανθρώπου.

            Η ορθοδοξοπατερική ανθρωπολογία σαφώς θέτει τα όρια στη στάση του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο, κάθε άνθρωπο, χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Στον άνθρωπο ως Άνθρωπο. Η σημασία και αξία του ανθρώπου (κάθε άνθρωπου) φωτίζεται από το γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και της ενώσεως κτιστού και Ακτίστου στην ιστορία (Θεάνθρωπος). Έτσι καθορίζεται και η εν Χριστώ στοχοθεσία της ζωής και ύπαρξης του ανθρώπου: Από την εν Χριστώ αναγέννησή του (βάπτισμα) να φθάσει στην εν Χριστώ μεταμόρφωσή του (θέωση, ένωση του δηλαδή με το Άκτιστο, την άκτιστη ενέργεια της Τριαδικής Θεότητος). Γι’ αυτό ονομάζεται από τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης ο άνθρωπος «ζώον Θεούμενον» (που βαδίζει δηλαδή προς τη θέωση) και από τον Μ. Βασίλειο «θεός κεκελευσμένος» (=έχει μέσα του την θεία εντολή – εντελέχεια – να γίνει Θεός «κατά χάριν»). Ο άνθρωπος (κάθε άνθρωπος) εξ άλλου δημιουργήθηκε ως «πρόσωπο», φορέας δηλαδή ελευθερίας, αυτοδιάθεσης και ελεύθερης κοινωνίας με τον Θεόν του. Σ’αυτό δε έγκειται η ποιότητα του ανθρωπίνου όντος. Δεν είναι απλώς ένα άθροισμα σωματικού όντος. Δεν είναι απλώς ένα άθροισμα σωματικών και χαρακτηριολογικών δεδομένων, αλλά «δυνάμει» Θεός. Και μάλιστα ως ψυχοσωματική ύπαρξη, όχι μόνο κατά την ψυχή του. Χωρισμός ψυχής και σώματος, ως την πλήρη διάστασή τους, δεν μπορεί χριστιανικά να υπάρξει. Συνυπάρχουν. Και αυτός ο θάνατος είναι απλά άρση του συνδέσμου και της συλλειτουργίας της ψυχής με το σώμα.

            Η ίδια η σύσταση της φύσεως του ανθρώπου μαρτυρεί την υπεροχική αξία του. Κατά την Πίστη μας, που καταφάσκει και ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων, το ανθρώπινο έμβρυο είναι ολόκληρος άνθρωπος, από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως («εξ άκρας συλλήψεως» = Όρος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, 451 μ.Χ). Το έμβρυο φέρει «εν σμικρώ» όλες τις καταβολές της ανθρώπινης φύσης. Είναι τέλεια ψυχή και «δυνάμει» τέλειο σώμα. Τα σωματικά όργανα, μετά, αναπτύσσονται, δεν δημιουργούνται. Το μητρικό σώμα δεν δημιουργεί σε μια συνέχεια. Το παιδί γίνεται (διαφορά των όρων γέννηση και γένεση) στο οικοσύστημα του μητρικού σώματος. Το σώμα είναι, λοιπόν, καρπός της γενετήσιας λειτουργίας των γονέων, αλλά και δώρο του Θεού, βάσει της αρχικής δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου, οπότε οι γονείς γίνονται συνδημιουργοί του ανθρώπου. Το ανθρώπινο σώμα είναι και αυτό θεόπλαστον (Μ. Βασίλειος). Η υπεροχική αξία του ανθρώπου δεν έγκειται απλά στη φυσική τελειότητά του, αλλά κυρίως στον τρόπο δημιουργίας του (Γενέσ. 1,26 ε.ε). Μόνο ο άνθρωπος δημιουργείται με άμεση επέμβαση του Θεού (θεόπλαστος). Γι’ αυτό το ανθρώπινο σώμα έχει, όπως και η ψυχή, αιώνια αξία (υπεριστορική). Η ομολογία «προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» συνδέεται με την ανάσταση και μεταμόρφωση των σωμάτων σε πνευματικά. Αυτό ήταν το σκάνδαλο των Αθηναίων, που πλατωνικά υποτιμούσαν το σώμα, από το κήρυγμα του Απ. Παύλου (Πραξ. 17,32). Από εδώ, συνεπώς, προκύπτει ο απόλυτος σεβασμός του ανθρωπίνου σώματος (κάθε ανθρώπου). Λόγω δε της θεοπλασίας και της θεώσεως (και) του ανθρωπίνου σώματος ο Απ. Παύλος λέγει, «ουκ εστέ εαυτών, ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α’ Κορ. 6,20). Κανείς άνθρωπος δεν ανήκει στον εαυτό του. Συνεπώς χριστιανικά η διακήρυξη «δικό μου είναι το σώμα» δεν ισχύει – και διότι το σώμα είναι δημιούργημα του Θεού και διότι «εξαγοράσθηκε» με το Αίμα του Χριστού, που έχει άπειρη αξία. Η επιστήμη, λοιπόν, δεν δημιουργεί «εξ ουκ όντων» (από το μηδέν και εκ μη προϋπάρχουσας ύλης) και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα συγκρίσεως της επιστήμης ή των επιστημόνων με το Θεό ή το έργο Του (αυτό λεγόμενο, συνιστά διολίσθηση της επιστήμης σε ευτελή ερασιτεχνισμό). Η επιστήμη μπορεί μόνο να μεταπλάθει τα δεδομένα της δημιουργίας με ένα τεχνοκρατικό – μηχανικό τρόπο (γι’ αυτό μιλούμε για βιοτεχνολογία). Συνεπώς, η επιστήμη χειρίζεται ξένο έργο – δημιούργημα και, μάλιστα, ξένη ιδιοκτησία (του Θεού!) «Ουκ εσμέν εαυτών»!…

            Υπάρχουν, λοιπόν, όρια στη στάση της επιστήμης και εν προκειμένω της Βιογενετικής έναντι του ανθρώπου. Πρώτα από πλευράς οντολογίας. Η επιστήμη δεν δημιουργεί, χειρίζεται τα δεδομένα της δημιουργίας και τα αναπαράγει. Αυτό είναι θαυμαστό, όπως όμως εντυπωσιάζεται ο απλός άνθρωπος μπροστά στα επιτεύγματα ενός θαυματοποιού. Οι κατέχοντες τη μέθοδο της επιστήμης δεν θαυμάζουν, απλώς γνωρίζουν να εφαρμόζουν. Αν η επιστήμη μπορέσει να δημιουργήσει «εκ του μηδενός» και να φέρει από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, τότε θα εξισωθεί με την θεϊκή δημιουργία. Επειδή όμως η επέμβαση της Βιογενετικής γίνεται στον γενετικό κώδικα, στη φύση δηλαδή του ανθρώπου, δεν υπάρχει μόνο κίνδυνος αλλοίωσης της φυσικής τάξης που διέπει τον άνθρωπο, αλλά και δραστικού επηρεασμού σύνολης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Και αυτό είναι κάτι, που πρέπει να το προσέξει ιδιαίτερα η έρευνα. Πρέπει να μελετηθούν στην εξέλιξη της ψυχικής αναπτύξεώς τους οι άνθρωποι, που προκύπτουν από αυτή τη τεχνοκρατική διαδικασία και όχι κατά φυσικό τρόπο. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Frankestein, τόσο προφητική…

            Αυτά λέγονται όχι, βέβαια, για την απόρριψη της επιστήμης ή της ελευθερίας της, αλλά για αμφισβήτηση της απολυτότητας των επιλογών της και των δυνατοτήτων της. Εδώ ισχύει ο παύλειος λόγος: «Πάντα μοι έξεστιν, αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (Α’ Κορ. 6,12). Και αυτή η απολυτοποίηση συνδέεται με την αυτονόμηση της Φύσεως, που προσωποποιείται και συχνά θεοποιείται (πρβλ. τις φράσεις επιστημόνων: η φύση δημιουργεί, η φύση ενεργεί κ.λ.π). Η φύση όπως εδώ είναι απρόσωπο σύνολο κανόνων που διέπουν το σύμπαν. Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο αόρατος Νούς, που έθεσε αυτούς τους κανόνες – νόμους. Οι χριστιανοί δεν μιλούμε για Φύση, αλλά για Κτίση και κτιστό, δηλαδή δημιούργημα ( του Θεού ). Δημιουργεί η ενέργεια του Θεού, που υπάρχει μέσα στη Φύση – Κτίση. Και στο DNA, συνεπώς, υπάρχει η ζωοποιός ενέργεια του Θεού. Η ιατρική επιστήμη σε όλο το φάσμα της έχει βασική αποστολή να αποκαθιστά τη διαταραγμένη λειτουργία του ανθρωπίνου οργανισμού, διορθώνοντας την πορεία του, όταν απορυθμίζεται ή υπολειτουργεί. Αυτή η λειτουργία της επιστήμης είναι αποδεκτή θεολογικά και ευλογημένη.

Η ανατροπή των φυσικών δεδομένων όμως με διάθεση μάλιστα έπαρσης και «υβρέως», είναι ανατροπή και των φυσικών δεδομένων, της ισορροπίας της φύσεως, αλλά και αυτοαναίρεση της επιστήμης. «Παν το κατά φύσιν φίλον τη φύσει» λέγει ο αγιοπατερικός λόγος. Η Φύση, δηλαδή, αγαπά την τάξη, που την διέπει. Διαφορετικά, πληρώνεται πάντα η επιβαλλόμενη αταξία (πρβλ. το «μπάζωμα» των φυσικών διόδων των υδάτων και τις συνέπειές του).

            Την ηθική προβληματική στην ανάπτυξη της Γενετικής με όλους τους κλάδους της φωτίζει η εξέταση κάποιων επιδιώξεών της, που ανταποκρίνονται σε αιτήματα, φαινομενικά μεν ουσιώδη, αλλά που οδηγούν σε εκτροπές και προδίδουν κοινωνικές δυσλειτουργίες. Τέτοια είναι λ.χ.:

α) Η αναπαραγωγή ατόμων με μεγάλη ευφυΐα ή μεγάλη ομορφιά για την βελτίωση του είδους. Υποβόσκει όμως εδώ η ρατσιστική πρόταση για τη δημιουργία εκλεκτής φυλής (Ναζισμός).

β)  Η αναπαραγωγή υγιών ανθρώπων για την υπέρβαση των γενετικών νόσων.

Η χρήση της κλωνώσεως για θεραπευτικούς σκοπούς είναι πράγματι πολύ θελκτική, αλλά χριστιανικά δύσκολα αποδεκτή, όχι μόνο διότι συνιστά άρνηση του φυσικού τρόπου συλλήψεως, αλλά κυρίως, διότι η έπαρση συσκοτίζει την αλήθεια της πραγματικότητας. Όπως σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Πληγή τοις ευ φρονούσι μάθημα γίνεται και κρείσσων ευημερίας κακοπάθεια». Διότι η οποιαδήποτε «κακοπάθεια» ανάγει τον άνθρωπο στο Θεό και στη θεοκεντρική σχέση. Εκεί συνεπώς, που υπάρχει αυτή η συνείδηση της αιώνιας επέκτασης του ανθρωπίνου βίου η νόσος σχετικοποιείται. Δύο κλασικά παραδείγματα: ο Μ. Βασίλειος κατείχετο από πολλές αρρώστιες και ο Αδ. Κοραής ήταν μόνιμα ασθενικής κράσης. Ίσως με τη μέθοδο του κλωνισμού να επιτυγχάνουμε ένα υγιέστατο «Μ. Βασίλειο» και ένα δυναμικότατο «Κοραή». Το ερώτημα είναι, αν και σε περίπτωση που αναπαράγονταν τα ίδια πρόσωπα, θα προέκυπταν οι δύο αυτοί άνθρωποι, που λόγω ακριβώς του ψυχισμού τους μετέβαλαν την αδυναμία τους σε πηγή δημιουργίας. Διότι η δημιουργία τους είναι αδιανόητη χωρίς τη φυσική τους κατάσταση.

γ)  Απόκτηση τέκνου από άτεκνο ζευγάρι. Στο βάθος όμως κρύπτεται εγωισμός, που επιλέγει τον πιο ακραίο τρόπο της κλώνωσης, ενώ χριστιανικά υπάρχει η φιλάνθρωπη λύση της υιοθεσίας ή έστω μέριμνας για τόσα ορφανά απροστάτευτα. Το ίδιο εγωιστική και ρατσιστική είναι

δ) η απόκτηση τέκνου με κατ’ επιλογή γονότυπο κάποιας διάσημης προσωπικότητας, αγαπημένου προσώπου ή και του ίδιου του γονέα. Είναι η νοσηρή επιθυμία απόκτησης «πανομοιότυπου». Χριστιανικά όμως το παιδί είναι καρπός της ψυχοσωματικής ένωσης του ανθρώπινου ζεύγους, η ιδιοφυΐα δε, δεν είναι πάντα εχέγγυο θετικής προσφοράς στην ανθρωπότητα. Αφήνουμε ασχολίαστη την περίπτωση χρησιμοποιήσεως γενετικού υλικού από κάποιον νεκρό.

ε) Η δυνατότητα προγεννητικού ελέγχου του φύλου, πέρα από το ρατσισμό, οδηγεί και στην πληθυσμιακή ανισορροπία, διότι κατά κανόνα θα προτιμώνται τα άρρενα.

στ) Ο ελιστικός προκαθορισμός ταυτόσημων ανθρώπων για ειδικές αποστολές σε ειρηνικές ή πολεμικές περιόδους. Πρόκειται για δημιουργία βιολογικών ρομπότ με δυνατότητες «πολιτικής» χρήσεώς τους από τυραννικά και ανελεύθερα καθεστώτα. Εδώ έγκειται η απειλή για μαζικό πόλεμο των κλώνων στο μέλλον (πόλεμο πρακτόρων, μαφιόζων κ.λ.π.) Ο προγραμματισμός των ανθρώπων απορρίπτει εξ αρχής την παιδεία και αγωγή και αχρηστεύει την οικογένεια και την κοινωνία.

ζ) Δημιουργία εμβρυϊκών αντιγράφων κάθε ατόμου ως απόθεμα οργάνων για μεταμοσχεύσεις. Πρόκειται για κατανόηση και χρήση του ανθρώπου ως αποθήκης ανταλλακτικών με φρικτή παραθεώρηση της αλήθειας, ότι και ο δότης είναι ανθρώπινο ον!

Η μηχανιστική παραγωγή ανθρώπων έχει ως συνέπεια την πληθωριστική πτώση της ανθρώπινης αξίας. Θα είναι ένα είδος ζωανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της μετατροπής του ανθρώπου σε πειραματόζωο (πρβλ. τα σχετικά πειράματα των Ναζί). Αλλά και η πρόφαση…

…η) νίκης πάνω στη γήρανση και προσέγγισης της αθανασίας δείχνει τουλάχιστον αφέλεια, διότι δεν υπερβαίνεται ο ίδιος ο θάνατος, και δεν θα αποφευχθεί κάποτε ο πόλεμος των γενεών ή η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, του συνταξιοδοτικού κ.τ.ο. Συνεπώς όλα αυτά αποδεικνύονται τελικά ωραία προσχήματα για την οικονομική απομύζυση των αφελών, όχι όμως και σοβαρή εφαρμογή της επιστήμης.

            Δεν χρειάζονται, λοιπόν, οι ενδοιασμοί του θεολόγου, για να καταδειχθεί η ύπαρξη του ηθικού προβλήματος, εφ’ όσον η αγωνία εκφράζεται από τον ίδιο το χώρο της Γενετικής Μηχανικής και εντοπίζεται όχι τόσο στην πρόοδο της επιστήμης αλλά στη χρήση της. Ήδη μεταξύ 1974-1980 η Διεθνής Επιστημονική Κοινότητα θέσπισε κανόνες ασφαλείας, διότι η κλωνοποίηση θεωρήθηκε επικίνδυνη για το ανθρώπινο γένος. Ο καθηγητ. Θεοχ. Παπαριάς του Πανεπιστημίου Αθηνών έγραφε στην εφημ. «Ελ. Τύπος» της 9/3/1996: «Υπάρχει διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα για οποιαδήποτε ενέργεια αποτελεί παρέμβαση στην εξέλιξη των ζώων και των φυτών». Ο γνωστός γενετιστής καθ. Στ. Αλαχιώτης σε άρθρο του στην εφημ. «Το Βήμα» παρουσιάζει τις αρνητικές όψεις της επιστήμης του, χρησιμοποιώντας επανειλημμένα τη λέξη «απευκταίο». Οι διαπιστώσεις του δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές: «Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά τον κώδικα της Νυρεμβέργης, συνεχίζεται σε ένα άλλο επίπεδο πολύ πιο βασικό, πιο μαζικό, πιο επικίνδυνο, μέσα από την πιθανή κακή και ανεξέλεγκτη χρήση των ποικίλων γενετικών νεωτερισμών». Κατά τον ίδιο, «η αλήθεια είναι ότι η θεραπευτική κλωνοποίηση εκφράζει το ζητούμενο, που είναι η απάλυνση του ανθρώπινου πόνου, ενώ ή αναπαραγωγική το απευκταίον, που είναι ο εκφυλισμός του ανθρώπινου γονιδιώματος, αλλά και της προσωπικότητας …». Θέτει δε κριτικότατα ερωτήματα: «Μιλούμε, λοιπόν, για νέα θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας; Και τότε ποιός είναι ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος; … Μήπως μερικοί μας πουν ότι έπρεπε να ‘χουμε χειροκροτήσει τον ρομαντισμό και όχι την πρόοδο; Μήπως μας κατηγορήσουν ότι δημιουργούμε μία νέα κοινωνιολογία γονιδίων;». Όπως γράφει δε, «η απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη … πρέπει να είναι λογική.» Υπενθυμίζει δε ότι από το 1973 τέθηκαν τα θεμέλια της Βιοηθικής. Βέβαια δεν χάνει την αισιοδοξία του, γιατί – όπως γράφει - , με τον «απεγκλωβισμό από τα δεσμά του θετικισμού» η Γενετική αναπτύσσεται «σε μια περίοδο, που δεν ισχύει η πατερναλιστική ηθική της γνώσης» και «ο ανταγωνισμός τοποθετείται στα σωστά πλαίσια» ( Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος μας. Το «Βήμα της Κυριακής», 19/11/2000). Το αδύνατο, βέβαια, σημείο είναι, ότι το «σωστά» το κατανοεί κανείς, όπως θέλει.

            Περισσότερο όμως κριτικός, ως κληρικός σήμερα, είναι ο αρχιμ. π. Νικόλαος Χατζηνικολάου, Βιοϊατρικός Τεχνολόγος του HARVARD και MIT. Και αυτός μιλεί για κακή χρήση της Γενετικής: «Η επιστήμη και η κοινωνία δείχνουν να συστέλλονται μόνο στο φόβο των κινδύνων, που προκύπτουν από την κακή χρήση των ερευνητικών επιτευγμάτων της Γενετικής Μηχανικής. Με ελάχιστες εξαιρέσεις η φύση της γενετικής γνώσεως δεν συζητείται και τόσο σαν πρόβλημα. Γι’ αυτό και η ηθική των ημερών μας εμφανίζεται έντονα πρακτική και κοινωνική, συμβατική και συμφωνητική, συμβιβαστική και ελάχιστα φιλοσοφική […] Συνεπώς, τα περισσότερα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν από τις μεθόδους αυτές δεν έχουν τόσο να κάνουν με τη φύση της έρευνας, όσο με τη χρήση της … και η χρήση αυτή πρέπει να αποσκοπεί στο καλό των ατόμων, των κοινωνιών και των μελλοντικών γενεών». Κατά τον ίδιο, «ο άνθρωπος στις μέρες μας … ξέφυγε κι από το χώρο της φιλοσοφίας ή της θεολογίας. Έχασε την αίσθηση της ψυχής του ως πνεύματος. ΄Ηδη όλο του το είναι φαίνεται να συρρικνώνεται σε ένα κύτταρο. Γίνεται υπομόριο της βιολογίας. Μιάς βιολογίας όμως, που χάνει την αίσθηση του μυστηρίου και δανείζεται από τις φυσικές επιστήμες ότι σκληρότερο έχουν: τον μηχανικό και τεχνολογικό χαρακτήρα. Γενετική Μηχανική, Βιοτεχνολογία. Αναπαραγωγικές Τεχνολογίες. Το κύτταρο και η ζωή, το έμβρυο και η γέννηση πήραν πλέον μηχανικό χαρακτήρα».

Είναι δε γεγονός, ότι ο νομπελίστας της Ιατρικής για το DNA, Francis Crick, αποφαίνεται ανενδοίαστα: «Κανένα νεογέννητο δεν θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο, πριν περάσει από ορισμένα τεστ για τα γενετικά του χαρίσματα. Αν αποτύχει σ’ αυτά τα τεστ, χάνει το δικαίωμα για τη ζωή»! Το φάντασμα του Φρανκεστάϊν μάλλον μας καταδιώκει. Εύλογα έτσι συμπληρώνει ο π. Χανζηνικολάου: «Η Γενετική του μέλλοντος κινδυνεύει να υποκαταστήσει τον άνθρωπο. Αλλάζει τη μορφή του από σταθερή και ιερή σε μεταβαλλόμενη και προγραμματισμένη. Μεταμορφώνει το μέλλον του από άγνωστο σε μη αναστρέψιμο και από ελεγμένο σε μη ελεγχόμενο». Χάνεται όμως έτσι όλη η μαγεία και το μυστήριο του ανθρώπου και η ιδιαιτερότητα της ζωής. «Κοινή η τύχη και το μέλλον αόρατον», που έλεγε ο Ισοκράτης (Προς Δημόν.). Η Γενετική «στην επιδίωξή της να κυριαρχήσει στη ζωή θα έχει καταστρέψει μαζί με τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο άνθρωπος του ανθρώπου θα έχει εξαφανίσει τον άνθρωπο του Θεού»! Λόγια ενός ειδικού, που δείχνουν την δαιμονικότητα και το παράλογο όχι της επιστήμης, αλλά κάποιων επιστημόνων. Προσυπογράφω, έτσι, την κατακλείδα των σκέψεων του: «Η γενετική μηχανική είναι πολύ πιο … μηχανική απ’ όσο πρέπει. Γι’ αυτό κινδυνεύει να γίνει ελάχιστα γενετική. Μήπως αντί να ψάχνουμε και να προσπαθούμε να αλλάξουμε όλα αυτά τα άρρωστα γονίδια ήλθε η ώρα να αλλάξουμε το γονίδιο, που τόσο μας τρελαίνει;» [π. Νικόλαος Χατζηνικολάου, Γενετική Μηχανική: ελπίδα ή πρόβλημα για το μέλλον (εισήγηση σε στρογγυλή τράπεζα)]. Αλλά και ο κ. Τάσος Κουράκης, καθηγητής Ιατρικής του ΑΠΘ, στις 28 Ιανουαρίου 2001, δημοσίευσε άρθρο στην Καθημερινή, με τον όχι και τόσο ενθαρρυντικό τίτλο: «Θα έχουμε τραγωδίες από τη γενετική». Μεταξύ άλλων δε υποστηρίζει: «Το να ακολουθούμε με πολύ μεγάλο σεβασμό τη διαδικασία της φύσης είναι η σώφρων τακτική». Δικαιώνει, συνεπώς τον ορθόδοξο πατερικό λόγο.

            Παρόλα αυτά άλλοι προχωρούν ακάθεκτοι. Για να προβληματισθεί κανείς υπέρ του ανθρώπου, πρέπει να διαθέτει ηθικά αισθητήρια ευαίσθητα. Και φαίνεται, ότι δεν τα διαθέτουν όλοι. Στις 24/1/2001 διαβάζουμε στον Τύπο: «Άνοιξε στη Βρετανία ο ασκός του Αιόλου: Για ιατρικούς λόγους, αλλά …». Η βρετανική Βουλή των Λόρδων ενέκρινε το νομοσχέδιο, που επιτρέπει με ειδική άδεια τον κλωνισμό ανθρώπινων εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων για θεραπευτικούς σκοπούς και όχι για παραγωγικούς, όπως βεβαιώνουν. Ήδη όμως ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι παρατήρησαν, ότι «ο νόμος αυτός […] δεν δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή». Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο προέβαλε άρνηση στην κλωνοποίηση σε ψήφισμά του λόγω των δυνατοτήτων εκτροπής, απαντώντας στην πρόταση της βρετανικής Κυβέρνησης, με το σκεπτικό, ότι «η άμεση προστασία της αξιοπρέπειας και των ατομικών δικαιωμάτων έχει απόλυτη προτεραιότητα έναντι οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού συμφέροντος ή συμφέροντος τρίτου ατόμου». Ας ελπίσουμε, ότι η διακήρυξη αυτή θα έχει αντοχή και διάρκεια και δεν έγινε μόνο για τη συγκάλυψη του θορύβου και την άμβλυνση των εντυπώσεων. Εδώ ακριβώς τίθεται το θέμα της Ηθικής.

            Αν σκεφθούμε, ότι και ο αρχαίος Καιάδας εξέφραζε την ηθική μίας συγκροτημένης κοινωνίας, η αναζητούμενη στον χώρο της Βιογενετικής ηθική μπορεί να λειτουργήσει μόνο εκεί, που βιώνεται αστασίαστα ο σεβασμός του ανθρώπου από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, με αναγωγή στη σχέση ανθρώπου – Θεού. Τότε μόνο μπορεί να αυτοπεριορίζεται η ίδια η επιστήμη στα πρόσωπα των θεραπαινόντων της. Η ελευθερία της επιστήμης δεν δικαιώνει νομικές ή πολιτειακές παρεμβάσεις κάθε είδους στο έργο της. Χρειάζεται όμως εσωτερική παρέμβαση ως αυτοπεριορισμός. Και αυτό είναι το νόημα της Βιοηθικής. Αλλά εδώ φαίνεται η δύναμη του Ορθόδοξου Ήθους για τον αυτοέλεγχο της χρήσεως και των στόχων μίας επιστήμης τόσο δραστικής, όσο η Γενετική. Τα πράγματα δεν είναι, βέβαια, καθόλου απλά, κατά τον π. Χατζηνικολάου: «Ακόμα και με την ίδρυση κέντρων βιοϊατρικής ηθικής ή και συνδέσμου τέτοιων κέντρων, ο δρόμος θα είναι μακρύς, έως ότου καταλήξουν οι διάφορες επιστήμες, κατόπιν διεπιστημονικού διαλόγου, σε συγκεκριμένα συμπεράσματα και λύσεις κοινής αποδοχής». Η επιβολή τέτοιων απόψεων, έστω και αν στις επιτροπές μετέχουν κληρικοί και θεολόγοι, δεν είναι – κατά τον ίδιο – εύκολη. Προτείνει όμως κάτι ουσιαστικό: «Πιθανόν να είναι χρήσιμο, να εμφανισθούν (αυτές οι απόψεις) ως σύμβολα μίας «διαφορετικής πραγματικότητας», που έχουν ως ρόλο τους να προσφέρουν ένα προφητικό λόγο, εμπνεόμενο από αυτήν ακριβώς την «διαφορετική πραγματικότητα».

            Τι άλλο όμως σημαίνει αυτό από αυτοπεριορισμό και αυτοέλεγχο των ίδιων των επιστημόνων; Ο επιστήμονας είναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος και ενεργεί ανάλογα με το περιεχόμενο της συνειδήσεώς του, το φρόνημα του, όπως λέγεται στη θεολογική γλώσσα. Αυτό το φρόνημα εμπνέει σεβασμό στον άνθρωπο και τη κτίση. Διαφορετικά, χωρίς αυτοσυγκράτηση, ο επιστήμων όχι μόνο αποκτηνώνεται, αλλά γίνεται και επικίνδυνος για την κοινωνία. Χρειάζεται επιστημονικό Ήθος, που δεν το επιβάλλει η οποιαδήποτε εξωτερική ηθική, αλλά είναι καρπός της αγωγής του επιστήμονα. Άρα και εδώ αναδύεται το πρόβλημα της παιδείας, το περιεχόμενο και το ποιόν της.

Η διακρίβωση των ορίων της έρευνας είναι συνειδησιακή λειτουργία, λειτουργία του βάθους της ψυχής. Εδώ αλληλοσυμπληρώνονται ο Πλάτων («επιστήμη χωριζόμενη αρετής, πανουργία, ου σοφία») και ο Ντοστογιέφσκυ («χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται»). Δεν είναι δεοντολογία πια, αλλά οντολογία της υπάρξεως. Είναι «καρπός του Πνεύματος», γέννημα της σχέσης με το Θεό. Διότι μόνο τότε γίνεται συνείδηση, ότι «το απέχεσθαι από κακών, αυτό επιστήμη» (Ιώβ. 28,28)

 

Ηλεκτρονική Δακτυλογράφηση:  Β.Κ.

Δημιουργία αρχείου: 25-7-2007.

Τελευταία ενημέρωση: 5-11-2007.

ΕΠΑΝΩ