Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογία, Επιστήμη και Φιλοσοφία

Θεολογία και φιλοσοφία * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Ορθόδοξη πίστη και Φυσικές επιστήμες * Χριστιανισμός και Επιστήμη * Πίστη και Επιστήμη στην Ορθόδοξη Γνωσιολογία * Η Σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης Θεολογίας

Φιλοσοφία, Επιστήμη, Θεολογία

Οι διακριτοί τους ρόλοι στην Ορθόδοξη Ανατολή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

 

Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος 319. Φεβρουάριος 2023.

Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr

 

Το θέμα τής σχέσεως μεταξύ φιλοσοφίας, επιστήμης και θεολογίας είναι ανεξάντλητο και σχετίζεται με διάφορες χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, στην αρχαία Ελλάδα ταυτίζονταν αυτές οι τρεις πραγματικότητες, δηλαδή η φιλοσοφία, η επιστήμη και η θεολογία, και κατά διαστήματα χωρίζονταν μεταξύ τους.

 

Θα προσδιορισθεί με συντομία το ζήτημα αυτό γιατί αφορά όχι μόνον την σχέση μεταξύ τους, αλλά και την σχέση μεταξύ τών ανθρώπων που ασχολούνται με τα πεδία αυτά.

Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτιζαν την φιλοσοφία και την επιστήμη ως καθολική έννοια που εμπεριέκλειε τις επί μέρους επιστήμες. Ο Πλάτων με τον όρο φιλοσοφία εννοούσε την νόηση, την επιστήμη, την επιθυμία, την σοφία και την θεοφιλία. Κατά τον Αριστοτέλη φιλοσοφία είναι η εξέταση και εν συνεχεία γνώση τών όντων καθ’ εαυτά. Προέβη, μάλιστα, στην διάκριση τής καθολικής εννοίας τής φιλοσοφίας, σε μαθηματική, φυσική και θεολογική. Έτσι, ο Αριστοτέλης θεώρησε την φιλοσοφία ως «τέχνην τεχνών και επιστήμην επιστημών», και ταξινομώντας τις επί μέρους επιστήμες γράφει ότι η επιστήμη χωρίζεται σε πρακτική, ποιητική, θεωρητική, η δε θεωρητική υποδιαιρείται σε μαθηματική, φυσική και θεολογική (Κωνσταντίνου Νιάρχου, Αρχαία ελληνική φιλοσοφία, τόμος Α΄, Αθήναι 2008, σελ. 17 και εξής).

Αυτό που παρατηρείται στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, διαφοροποιείται στην Εβραϊκή θεολογία, όπως το βλέπουμε στην Παλαιά Διαθήκη, όπου είναι γεμάτη από Θεοφάνειες, αφού ο Θεός φανερωνόταν στους Προφήτες, τους Προπάτορες και εκείνοι ομιλούσαν για την δόξα Του. Ο Θεός κατά τους Προφήτας δεν είναι ανώτατο ον, το οποίο περικλείει τις ιδέες τών πραγμάτων, αλλά ο Προσωπικός Θεός, ο Κύριος τής Δόξης.

Αργότερα, με την ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού, ο άσαρκος Λόγος φανερώθηκε εν σαρκί και οι άνθρωποι κατάλαβαν ότι ο Θεός δεν είναι ένα ανώτατο απρόσωπο ον, αλλά ο Κύριος τής Δόξης, είναι ο Λόγος που έγινε άνθρωπος που προσέλαβε σάρκα και εσκήνωσεν εν ημίν. Και ομολογεί ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν. και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω. α΄, 14).

Όπως ήταν φυσικό, ο Χριστιανισμός που επεκτάθηκε στον Ελληνικό κόσμο όπου κυριαρχούσαν οι απόψεις τής κλασσικής μεταφυσικής και τού νεοπλατωνισμού, ήλθε σε ισχυρή σύγκρουση με την τότε υπάρχουσα πραγματικότητα. Τα δύο ρεύματα τής φιλοσοφίας και τής θεολογίας συγκρούστηκαν δυνατά, από την άποψη ότι οι φιλοσοφούντες θεολόγοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν το Τριαδικό δόγμα με την λογική και έπεσαν σε αιρέσεις. Τότε οι Πατέρες τού 4ου αιώνος εξέφρασαν την αποκαλυπτική εμπειρία τών Προφητών, τών Αποστόλων και την δική τους, χρησιμοποιώντας μερικούς όρους τής Ελληνικής φιλοσοφίας, δίδοντας νέο νόημα σε αυτούς.

Έτσι, με τις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων ξεκαθαρίσθηκε ότι άλλο είναι η εμπειρική θεολογία τής Εκκλησίας, άλλο είναι η φιλοσοφία, που συνδέεται με την φαντασία και τον στοχασμό, και άλλο είναι η επιστήμη που διερευνά την κτιστή πραγματικότητα.

Όμως, στην Δύση από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα ταυτίσθηκαν πάλι η φιλοσοφία, η επιστήμη και η θεολογία, με την λεγόμενη σχολαστική θεολογία. Εναντίον αυτής τής ταυτίσεως θεολογίας, φιλοσοφίας και επιστήμης αντέδρασαν οι επιστήμονες κατά τους νεωτέρους χρόνους. Με τα πειράματα και την παρατήρηση απέρριψαν το κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής, αφού διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει σταθερότητα στην κτίση, όπως θα γινόταν αν όλα τα όντα είναι αντίγραφα τών ιδεών ή κινούνται από το πρώτο κινούν ακίνητον. Έτσι, αναπτύχθηκαν διάφορα ρεύματα μεταξύ τών επιστημόνων, όπως είναι οι άθεοι που δεν ενδιαφέρονταν για τον Θεό, οι δεϊστές που πίστευαν στην ύπαρξη ενός ανώτατου όντος που κυβερνά τον κόσμο, και οι αγνωστικιστές που αναφέρονται σε έναν άγνωστο Θεό.

Όμως, οι Τρεις Ιεράρχες που έζησαν τον 4ο αιώνα μ.Χ., στο ενδιάμεσο, μεταξύ τών φιλοσοφούντων θεολόγων και τών σχολαστικών θεολόγων, γνώριζαν όλα τα φιλοσοφικά και επιστημονικά ρεύματα τής εποχής τους. Μάλιστα οι δύο από αυτούς, ήτοι ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σπούδασαν στην Αθήνα την φιλοσοφία συνδυασμένη με τις επιστήμες τής εποχής εκείνης, ενώ ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος άκουσε τα μαθήματα τού φιλοσόφου Λιβανίου, ο οποίος ακολουθούσε τους σοφιστές.

Καίτοι γνώριζαν τόσο την φιλοσοφία όσο και τις επιστήμες τής εποχής τους, εν τούτοις τις αποσυνέδεσαν από την θεολογία. Έκαναν την διάκριση ότι άλλο είναι η ανθρώπινη γνώση και η φιλοσοφική ενατένιση τού θείου όντος και άλλο είναι η θεολογία. Οι πρώτες, δηλαδή φιλοσοφία και επιστήμη κινούνται με κέντρο την λογική και την φαντασία, ενώ η θεολογία είναι αποκάλυψη τού Θεού στον άνθρωπο και θέωση τού ανθρώπου δια τής καθάρσεως, τού φωτισμού και τής θεώσεως. Με άλλα λόγια αποσυνέδεσαν την θεολογία από την φιλοσοφία και την επιστήμη.

Γίνεται κατανοητό ότι οι Πατέρες τού 4ου αιώνος, όπως το βλέπουμε στους Τρεις Ιεράρχες, έκαναν μια μεγάλη επανάσταση στην εποχή τους, με θετική εξέλιξη, αντίθετα από ό,τι έκαναν οι επιστήμονες τού 18ου αιώνα, που κατέληξαν στην αθεΐα. Δηλαδή, οι Τρεις Ιεράρχες αποσυνέδεσαν δημιουργικά την εμπειρική θεολογία από την φιλοσοφία και την επιστήμη, οπότε η πορεία τους γίνεται παράλληλη για το καλό τού ανθρώπου, χωρίς να υπάρξουν συγκρούσεις, ενώ οι επιστήμονες τον 18ο αιώνα αποσυνέδεσαν την επιστήμη από την φιλοσοφία και την θεολογία, την λεγομένη δυτική μεταφυσική, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλη σύγκρουση μεταξύ θεολογίας, επιστήμης και φιλοσοφίας.

Αυτό μάς δείχνει πώς πρέπει και εμείς να εργαζόμαστε στην σύγχρονη εποχή, για να βοηθήσουμε τον άνθρωπο που υποφέρει από σωματικό, ψυχικό και πνευματικό πόνο. Η θεολογία συνεργάζεται με την επιστήμη για το καλό τού ανθρώπου. Η θεολογία δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να γνωρίσει τον Θεό, ενώ η επιστήμη ασχολείται με τα σωματικά και βιολογικά προβλήματα τού ανθρώπου. Έτσι, δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις.

Επομένως, αντί να ταυτίζονται η φιλοσοφία, η επιστήμη και η θεολογία, θα πρέπει να ασχολούνται ανεξάρτητα η κάθε μια με το αντικείμενό της. Νομίζω ότι σε αυτό το θέμα βλέπω την επικαιρότητα τού έργου τών Τριών Ιεραρχών, οι οποίοι τον 4ο αιώνα εργάσθηκαν θετικά και αποτελεσματικά, αντίθετα με την αρνητική σύγκρουση που έγινε τον 18ο αιώνα στην Δύση, που σκόρπισε την αθεΐα, τον αγνωστικισμό και το δεϊσμό.

Όλη αυτή η συζήτηση που γίνεται στην Δύση μεταξύ φιλοσοφίας, θεολογίας και επιστήμης, στην δική μας παράδοση έχει τελειώσει και τα πράγματα έχουν ξεκαθαρισθεί. Η Ορθόδοξη θεολογία ασχολείται με τον άνθρωπο, για το πώς να καθαρισθεί, να φωτισθεί και να θεωθεί, η φιλοσοφία διερευνά με φιλοσοφικό τρόπο το ανώτατο ον και η επιστήμη ασχολείται με τα κτιστά όντα.

Δημιουργία αρχείου: 1-4-2023.

Τελευταία μορφοποίηση: 1-4-2023.

ΕΠΑΝΩ