Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Φιλοσοφία, Ελληνικότητα, Ισραήλ, Εκκλησία και Φιλόσοφοι

 

Η σύγκραση Ιουδαϊσμού, Ελληνισμού και Χριστιανισμού

ως μοναδικό και ανεπανάληπτο κριτήριο αυθεντικής ερμηνείας του νοήματος της Ιστορίας

 

Μιχαήλ Γ. Χούλη

θεολόγου καθηγητή

 

Αποτελεί βασική θέση της χριστιανικής κοσμοθεωρίας η πίστη ότι το νόημα της ιστορίας είναι ... μεταϊστορικό.  Η ιστορία βαδίζει συνεχώς προς τα έσχατα, υπάρχει για να ξεπερασθεί, όμως όχι παράλογα και συμπτωματικά, αλλά μεταμορφωμένη σε Βασιλεία του Θεού (ο όρος με την θεολογική του έννοια και όχι με την τρέχουσα πολιτική). Η καθημερινή αλήθεια των πραγμάτων του κόσμου, το νόημα κάθε στιγμής, είναι ως εκ τούτου εσχατολογικό, αλλά ταυτόχρονα, και ιστορικά παρόν στο χρόνο ως αγιασμός και θέωση της κτίσεως, δια της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής. Άλλωστε, και κάθε άνθρωπος που γεννιέται στον κόσμο είναι πρόσωπο πάντα εν δυνάμει και πορεύεται εν εξελίξει στην προσωπική του ολοκλήρωση και τελειοποίηση, μόνο καθόσον φροντίζει και μεριμνά, με την ταπείνωση, την άσκηση και την αγάπη, ώστε να ενωθεί αγιοπνευματικά και εκκλησιοκεντρικά με την άκτιστη Χάρη του Τριαδικού Θεού.

Αφού ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα (ύλη), και ο σκοπός της ύλης είναι ο Λόγος. Ο σκοπός του ανθρώπου είναι η θέωσή του. Το Τέλος της Δημιουργίας είναι ο Δημιουργός της. Η ιστορία έχει λοιπόν νόημα και δεν είναι μια απλή συνένωση τυχαίων γεγονότων. Αυτή την αλήθεια περί του εσχατολογικού νοήματος κάθε στιγμής του χρόνου, του σκοπού και του ποιοτικού Τέλους της ιστορίας, σηματοδοτεί και καταδεικνύει πλέον περίφημα και ανεπανάληπτα μέσα στον κόσμο η αλληλοπεριχώρηση τριών κορυφαίων μεγεθών, του ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ, του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και του ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ, άνευ της συμβολής των οποίων δεν θα μπορούσε ποτέ να ερμηνευθεί τόσο αυθεντικά ο κόσμος και η ιστορία. Τη μοναδική αυτή συνάφεια στην ιστορία θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε στο παρόν άρθρο, έστω και περιορισμένα.  

 Καταρχήν, η ιστορία μάς διδάσκει ότι πράγματι υπήρξε πόλεμος μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων σε πολλά μέτωπα: Θρησκευτικό, φιλοσοφικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό, υλικό. Πέρα όμως από τις μακρόχρονες διενέξεις, αλλά και ένεκα αυτών, πραγματοποιήθηκε μια βαθιά διείσδυση και αλληλοπεριχώρησή τους, που οι επιφανειακοί μελετητές της ιστορίας, όπως φαίνεται μέσα από τα αντιχριστιανικά δωδεκαθεϊστικά περιοδικά που κυκλοφορούν ευρέως σήμερα, δεν κατανοούν. Η ελληνική παιδεία και κουλτούρα εισέδυσε στον Ιουδαϊσμό των ελληνιστικών χρόνων σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, επισημαίνει ο Σεβ. Περγάμου Ιωάννης, στοιχεία από την πολύ κατατοπιστική εργασία του οποίου θα παραθέσουμε στη συνέχεια (ΣΤ’ τόμος Εκδοτικής Αθηνών), καθώς και από την εξαίρετη μελέτη του καθηγητή Αθανασίου Ι. Δεληκωστοπούλου “Ελληνικός Στοχασμός και Χριστιανική Διανόηση” (εκδόσεις Αποστολικής  Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος).

 

Η εισφορά του Ελληνισμού εν περιλήψει προέκυψε:

1. Από τους Πτολεμαίους και Σελευκίδες, διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα με την θρησκευτική ελευθερία που επέτρεψαν και την ανοχή που εφάρμοζαν, και από τους Έλληνες αποίκους που εγκατέστησε ο μέγας στρατηλάτης στην Παλαιστίνη (ήδη από τον 3ο π.Χ. αιώνα).  2. Με την πρόσληψη μισθοφόρων Ιουδαίων στο στρατό του Αλεξάνδρου. Άλλωστε, με την τεράστια εμπειρία και πλουτισμό σε νέες παραστάσεις και ιδέες που απέκτησαν, ένεκα της πολεμικής ατμόσφαιρας και των συνεχών κατακτήσεων, επηρέασαν όλη την μετέπειτα αποκαλυπτική φιλολογία, το περιεχόμενο των παπύρων του Κουμράν στη Νεκρά Θάλασσα και την επανάσταση των Μακκαβαίων.  3. Οι Πτολεμαίοι ακόμη επηρέασαν και στον τρόπο διοικήσεως του Ναού των Ιεροσολύμων, αλλά και στη φορολογία («τελώνες»), όπως μαρτυρείται και στα χρόνια του Χριστού, από τις εμπορικές σχέσεις στη Γάζα και την Τύρο.

Μερικά ενδεικτικά στοιχεία: α) Το Ταλμούδ περιέχει 3000 λέξεις ελληνικές και τα ¾ των ονομάτων των εξελληνισμένων Ιουδαίων είναι ελληνικά,   β) ήδη από το 175 π.Χ. είχε ανεγερθεί από τον αρχιερέα Ιάσονα στα Ιεροσόλυμα σχολείο για εκμάθηση του Ομήρου και τον 1ο π.Χ. αιώνα ο Γαμαλιήλ είχε 500 μαθητές της ελληνικής φιλοσοφίας, γ) ελληνικής αρχιτεκτονικής ήταν και η κατασκευή του ναού των Ιεροσολύμων, δ) οι ελληνιστές Ιουδαίοι ταύτιζαν τον Θεό τους με το Δία του ελληνικού πανθέου, ε)  «Η Σοφία του Ben Siva», έργο ευρέως διαδεδομένο την εποχή εκείνη, περιέχει ρήσεις από τον Αίσωπο, τον Θέογνι και τον Ευριπίδη, στ) τα βιβλία ‘Ιουδίθ’ και ‘Τωβίτ’ της Παλαιάς Διαθήκης έχουν επηρεαστεί από το ερωτικό ελληνικό μοτίβο, ζ) Η «Σοφία Σολομώντος» έχει επηρεασθεί πολύ από τον «λόγο» των Στωϊκών ως ενδιάμεσο μεταξύ Θεού και κόσμου, αλλά και η ιδέα της αθανασίας της ψυχής έχει εκεί πλατωνικές επιδράσεις, η) Στα βιβλία «Α’ Ενώχ» και «Ιωβηλαία» (150 π.Χ.) διαβλέπουμε ελληνικά φιλοσοφικά δάνεια, θ) Στο βιβλίο του Δανιήλ υφέρπει η τάση για συστηματοποίηση της ιστορίας, που είναι ελληνική συνήθεια. Ακόμη για πρώτη φορά παρατηρείται συνδυασμός του «Είναι» και του «Γίγνεσθαι», της οντολογίας με την ιστορία, στον «Κανόνα της Κοινότητος» των Εσσαίων της Νεκράς Θάλασσας, συνδυασμός που θα διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στη δημιουργία αργότερα του ‘Χριστιανικού Ελληνισμού’, ι) Στην Αποκαλυπτική Γραμματεία του Ιουδαϊσμού, όροι όπως ‘μυστήριον’, ‘γνώσις’, ‘αποκάλυψις’ κ.λπ. έχουν το ίδιο περιεχόμενο με αντίστοιχους ελληνιστικούς, κ) Επικράτησε η διγλωσσία (αραμαϊκή-ελληνική) στους Ιουδαίους, και μαθητές και απόστολοι του Χριστού (Ιωάννης Μάρκος, Σίλας, Ιούδας Βαρσαββάς, Ανδρέας, Φίλιππος, Παύλος κ.α.), αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς μιλούσαν ελληνικά, λ) Μέσω της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα (Ο’) οι Ιουδαίοι διάβαζαν την ελληνική Παλαιά Διαθήκη, που είχε ως αποτέλεσμα να μεταλλαχθεί η βασική έννοια πολλών λέξεων της εβραϊκής επί το ελληνικότερον, μ) Ο Ελληνισμός συμβάλλει θετικά αφενός με την έννοια της παγκοσμιότητας της ιστορίας, που θα επιτρέψει την ιεραποστολή στα έθνη, και αφετέρου αντικαθιστώντας την οντολογία του παλαιοδιαθηκικού Νόμου με την οντολογία ενός προσώπου, του Ιησού Χριστού, ο οποίος γίνεται σημείο αναφοράς παρελθόντος και μέλλοντος.

Παρεμβάλλουμε ως σημαντική την επαρκώς τεκμηριωμένη επιστημονικά άποψη του Joseph Yahuda, ικανότατου σύγχρονου Ίουδαίου λόγιου, ο οποίος σε μελέτη του 686 σελίδων ισχυρίζεται ότι “ακόμη και τα εβραϊκά έχουν ελληνική καταγωγή και ότι οι Άραβες ήταν Χεττίτες (σκυθικής καταγωγής), αμφότεροι δε συγγενείς των Ελλήνων. Ακόμη, το πιο σπουδαίο, κατά τον Yehuda, είναι ότι οι πολιτισμοί των Ιουδαίων, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων – οι στύλοι του σύγχρονου πολιτισμού- έχουν κοινή ελληνική καταγωγή”. Αναφέρει δε συγκεκριμένα ότι «οι Εβραίοι της Βίβλου είναι καμουφλαρισμένοι Έλληνες» [Μεθοδίου Γ. Φούγια, ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ, εκδ. β’, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ –Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθ. 1995, σελ. 37].

Οι Ελληνιστές Ιουδαιοχριστιανοί ήσαν αυτοί στη συνέχεια που αρχικά συνέδεσαν στην πρώτη Εκκλησία των Ιεροσολύμων τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό και ελευθέρωσαν τον τελευταίο από τις αποπνικτικές αγκάλες του Ιουδαϊσμού. Μετά το μεγάλο διωγμό τους μάλιστα και την καταφυγή τους στην Αντιόχεια δημιουργούνται οι πρώτες μεικτές ομάδες Ελλήνων – Ιουδαίων μέσα στην Εκκλησία. Οι ελληνιστές Ιουδαίοι ακόμη προέβησαν στην καθιέρωση της ελληνικής έννοιας του Θεού ως «Κυρίου», λέξη στην οποία μεταφράζουν τις εβραϊκές λέξεις «Marana», “adhonai” και “yhwh” (Γιαχβέ). Πολύ σημαντικό είναι επίσης πως δίδουν ενεστωτική οντολογική έννοια στο πρόσωπο του Χριστού ως του Μεσσίου Ιησού που κάθεται «εν δεξιά του Πατρός» και όχι απλώς του κριτού της ιστορίας, που πολύ σύντομα αναμενόταν να έλθει ως ο αποκαλυπτικός «υιός του ανθρώπου», έννοια της αρχαϊκής Χριστολογίας των πρώτων Ιουδαϊκών Κοινοτήτων.

Σπερματική αποκάλυψη διαβλέπει κανείς και στην εξέλιξη των εννοιών του «λόγου» και της «σοφίας». Στον ελληνιστικό κόσμο αποκτούν ιδιαίτερη υπόσταση, στον Φίλωνα, εξελληνισμένο Ιουδαίο φιλόσοφο, την έννοια δεύτερου Θεού, της “εικόνος του Θεού”, για να ολοκληρωθεί στο Χριστιανισμό η αποκάλυψη του «Λόγου» ως Υιού του Θεού και δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος και να οδηγηθεί έτσι η πρώτη Εκκλησία στο δόγμα της Ενσάρκωσης και μάλιστα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου.

 

Με την αρχική σύνδεση Χριστιανισμού-Ελληνισμού πραγματοποιούνται λεπτές διακρίσεις στην ελληνική οντολογία, για να γίνει δυνατή η κατανόηση και αλληλοπεριχώρηση των δύο αυτών μεγεθών:

Α) Ο Χριστός ορίζεται με τρόπο οντολογικό ως «εικών του Θεού του αοράτου», ως «απαύγασμα της δόξης» του Πατρός και «χαρακτήρας της υποστάσεως αυτού», ενώ τους Ιουδαιοχριστιανούς δεν ενδιέφερε αρχικά το τι είναι οντολογικά ο Χριστός, ή πού είναι, αλλά εθεωρείτο Θεός γιατί ως Δανιήλιος «υιός ανθρώπου» θα ερχόταν στα έσχατα, στο τέλος της ιστορίας να κρίνει ζώντες και νεκρούς. 

Β) Συνδέεται ο Χριστός με την αρχή του κόσμου, όχι μόνο με το τέλος του. Είναι «πρωτότοκος πάσης κτίσεως … ότι εν αυτώ εκτίσθη τα πάντα …. Τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται»  (Κολ. 1,15-16). Είναι μάλιστα η δύναμη που συνέχει και συγκροτεί σε ενότητα τον κόσμο: «Τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε» (Κολ. 1,17). ΄Ετσι ερμηνεύεται ελληνικά ο κόσμος μέσα από το Χριστό, που είναι η μόνη αλήθεια του κόσμου, η όντως αποκάλυψη του Θεού.

Γ) Η ελληνική κοσμολογία μετατρέπεται σε χριστιανική κτισιολογία. Η ουσία του κόσμου που για τον Ελληνισμό βρίσκεται στην αέναη ύπαρξη και αρμονία του, αποκτά τώρα αρχή δημιουργίας ιστορική. Από την άλλη, η ανάσταση του Χριστού προσλαμβάνει ελληνικές διαστάσεις: Δεν σώζει μόνο τον άνθρωπο ιστορικά, αλλά και την κτίση από την φθορά και το θάνατο. Η ανάσταση του Χριστού εξάλλου είναι ο ζωοποιός κρίκος της μετάλλαξης αυτού που είναι ή υπήρχε στην αρχή, σε αυτό που καλείται να γίνει η κτίση και ο άνθρωπος, μέσω και πάλι του Ιησού Χριστού: Νέα ζωή, με κεφαλή το Χριστό και μέλη τους πιστούς. Ο Χριστός είναι η αρχή του κόσμου, όπως θα είναι και το τέλος του. Η εκκλησιαστική κοινότητα ζει από τώρα τα έσχατα, στο παρόν γεύεται τη μορφή των εσχάτων, της ανακαίνισης του κόσμου και του ανθρώπου, δια Ιησού Χριστού.

 

Σημαντικοί συντελεστές της συνάφειας Ιουδαϊσμού, Ελληνισμού και Χριστιανισμού:

Ο Φίλωνας αντλεί από τους Πυθαγόρειους, τον Αριστοτέλη, τους Σκεπτικιστές και τους Στωϊκούς και δημιουργεί ένα δεσμό μεταξύ Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού. Συνδέει επίσης Ιουδαϊσμό και Χριστιανισμό. Έχει επιδράσει στον Ιουστίνο και στους μεγάλους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, Ωριγένη και Κλήμεντα, καθώς και στον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων. Το σημαντικό είναι στη θεολογία του ότι μεταφράζει την Παλαιά Διαθήκη με τους όρους της ελληνικής φιλοσοφίας. Οι όροι «πνεύμα», «απόρροια», «υετοί», «σπέρματα», «λόγος» είναι ισοδύναμοι, γιατί όλοι αυτοί εξυπονοούν γι’ αυτόν ελληνική φιλοσοφία, μας ενημερώνει ο Μητροπολίτης Μεθόδιος Φούγιας (μνημονευθέν έργο του, σελ. 143-144).

Οι Έλληνιστές ακολούθως –ιδιαίτερα συνέβαλε σ’ αυτό και ο απ. Παύλος-  διασπούν το Μωσαϊκό Νόμο με το “ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην..” και ανοίγουν την θύρα του Χριστιανισμού στους εθνικούς, αναλαμβάνοντας την ηγεσία της Εκκλησίας από το 70 μ.Χ. και εξής. Ο Παύλος, εβραίος στην σκέψη και καταγωγή, αλλά γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας και ζωής, δεν αρνείται τον Ελληνισμό, αλλά του δίνει διαφορετική ερμηνεία σε σημαντικές  του έννοιες, όπως π.χ. στο θέμα της συνείδησης, της αγάπης, του σώματος κ.λπ. Δεν είναι πιστεύουμε τυχαίο ότι το σύστημα φιλοσοφίας του μεγάλου φιλοσόφου στην Ταρσό (γενέτειρα του Παύλου και σπουδαίο κέντρο ελληνικού πολιτισμού) Αθηνόδωρου “περί ηθικής συνείδησης” απαντάται και στις επιστολές του Παύλου. Ο απόστολος των εθνών παντρεύει Ελληνισμό και Χριστιανισμό, όταν ορίζει την συνείδηση όχι σαν αυτό που είναι  ο άνθρωπος στην ουσία του μόνο (άποψη ελληνική), αλλά και σαν αυτό που γίνεται σε σχέση με το Θεό και τους άλλους (άποψη Βιβλική). Μεταφέρει εξάλλου τη γνωσιολογία από τη σκέψη στο χώρο της αγάπης, αλλά και στην αγάπη από πράξη και συναίσθημα προσδίδει γνωσιολογική έννοια. Το σώμα μάλιστα, ή η σάρκα, δεν εκφράζει στον Παύλο μόνο την βιολογικότητα του ανθρώπου, αλλά γίνεται σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος, συνδοξάζεται με το πνεύμα, ανάγεται στην αιώνια ζωή και στη σωτηρία του ανθρώπου.

Δεν επηρεάζεται εντούτοις από τη φιλοσοφία ο κορυφαίος απόστολος, αντιθέτως χρησιμοποιεί τις ελληνικές έννοιες προς το σκοπό του κηρύγματός του και τις στρέφει επί το χριστιανικότερον. Οδηγεί την ελληνική σοφία στο Χριστό, που είναι η όντως αλήθεια, και αρνείται το απόλυτο της ανθρώπινης γνώσεως, την θέση ότι η γνώση είναι από μόνη της το άκρο αγαθό και η σωτηρία του κόσμου. Στην Αθήνα ακόμη επιλέγει γνωστά χωρία εθνικών συγγραφέων για να προσεγγίσει τους Αθηναίους. Οι φράσεις του για το Θεό πως «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» προέρχονται από τον Επιμενίδη, ενώ το «του γαρ και γένος εσμέν» είναι του Αράτου ή του Κλεάνθους. Στον περίφημο «Ύμνο της αγάπης» του υπεισέρχονται πλατωνικά δάνεια (Πρωταγόρας, Πολιτεία κ.α.). Τους δίδει παρόλα αυτά χριστιανικό περιεχόμενο.  

Ο σκοπός της χριστιανικής φιλοσοφούσας διανόησης ήταν η σύνθεση Ελληνισμού – Χριστιανισμού  επί τη αποδείξει  των αληθειών της χριστιανικής αποκάλυψης. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύθηκαν σπουδαίοι Απολογητές του Χριστιανισμού με σπουδές στα εθνικά κέντρα της εποχής και απόφοιτοι φιλοσοφικών σχολών. Οι απολογητές αντλούν τα επιχειρήματά τους από τη Στωική φιλοσοφία, τους Επικούρειους, το Νεοπλατωνισμό και τους Κυνικούς. Βγαίνουν δε σε διάλογο με τον εθνικό κόσμο υπερασπιζόμενοι τη νέα θρησκεία με τη βοήθεια των Ελλήνων φιλοσόφων, των οποίων όχι ολίγες αντιλήψεις αναγνωρίζουν ότι  προέρχονται με τη μεσολάβηση του Πνεύματος Θεού από το χώρο της όντως αλήθειας.

Τέτοιας εμβέλειας χριστιανός φιλόσοφος ήταν και ο Ιουστίνος, ο Φιλόσοφος και Μάρτυς. Αυτός ολοκλήρωσε τέσσερις τέτοιες σχολές, ήτοι τη Στωική, την Περιπατητική, την Πυθαγορική και την Πλατωνική.  Αναγνωρίζει ως «ουχ αλλότρια» τα διδάγματα του Πλάτωνος με εκείνα του Χριστού, αν και όχι σε όλη τους την έκταση. Αλλά και οι υπόλοιποι ποιητές και συγγραφείς αντλώντας σποραδικά από το Θείο Λόγο, συγγενικά με τις ευαγγελικές αλήθειες ομίλησαν. Ο Σωκράτης και ο Ηράκλειτος για τον Ιουστίνο είναι χριστιανοί, έστω κι αν εθεωρήθησαν άθεοι, ενώ ο Θεός είναι πράγματι καί διακοσμητής καί αρχιτέκτονας του κόσμου, σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Τίμαιος). Το ιδιαίτερο λοιπόν με τον Ιουστίνο είναι ότι γι’ αυτόν η φιλοσοφία είναι μεν χριστιανική, όσο βέβαια συμφωνεί με την αποκάλυψη του Θεού, η δε όντως και αληθής φιλοσοφία είναι ο Χριστιανισμός. Ο Ιουστίνος συνδέει Ελληνισμό και Χριστιανισμό μέσω του «Λόγου», την ουσία του οποίου αναζητούσαν οι φιλόσοφοι και αποκαλύφθηκε πλήρως στο Χριστιανισμό. Η έννοια του ‘λόγου’ είχε αναπτυχθεί από τους στωικούς και είχε ενταχθεί στην Π.Δ. από τον Φίλωνα. Σήμαινε την αρχή που συγκροτεί και συνέχει σε αρμονία τον κόσμο. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ο Λόγος, που ονομάζεται Θεός, «σαρξ εγένετο». Είναι ο Χριστός Ιησούς. Και αυτός είναι πίσω και μέσα σε όλα, εκείνος τα οδηγεί στην ύπαρξη και τα ζωοποιεί.

Αλλά και ο Αθηναγόρας, ο Αθηναίος φιλόσοφος, προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού από τη λογική, τη δημιουργία εκ Θεού από τον Πλάτωνα και το ενιαίο του Θεού από τη φιλοσοφούσα σκέψη. Όσον αφορά στην ανάσταση εκ των νεκρών αντλεί τις αποδείξεις του από εξωχριστιανικές πηγές και φιλοσοφικές απόψεις και όχι από την Αγία Γραφή. Ο δε Θεόφιλος Αντιοχείας αναγνωρίζει τον Πλάτωνα ως τον πλέον σοφό φιλόσοφο του αρχαίου κόσμου.

  Ο Κλήμης Ρώμης, στη συνέχεια, επιφανής αποστολικός Πατέρας, χρησιμοποιεί στην θεολογία του στωικές έννοιες (αρμονία, τάξη του κόσμου κ.λπ.) και δανείζεται επιχειρήματα από το Σοφοκλή και τον Ευριπίδη. Βαπτίζει όμως την ελληνική σκέψη σε βιβλικές κατηγορίες και δεν εξελληνίζει τον Χριστιανισμό.

Η συμβολή κατόπιν του Ιγνατίου Αντιοχείας στη σύνδεση Ελληνισμού-Χριστιανισμού είναι μεγάλη. Μέχρι τότε για τους Έλληνες ύπαρξη και Είναι ταυτίζονταν με την αλήθεια. Ένα αντικείμενο, ή ένα άψυχο ή έμψυχο ον εθεωρείτο αληθινό εφόσον υπήρχε. Η ζωή δεν εθεωρείτο οντολογική κατηγορία της υπάρξεως αλλά προσετίθετο εκ των υστέρων στο είναι, ως ποιότητα. Επομένως για να είναι κάτι δεν ήταν απαραίτητο να ζει. Ο άγιος Ιγνάτιος ναι μεν ορίζει την αλήθεια ταυτόσημη με το “αεί και όντως είναι”, αλλά εισάγει την σκέψη ότι εκείνο που δίνει αλήθεια και ύπαρξη είναι η ΖΩΗ, που βρίσκεται όχι στη φύση των όντων, αλλά προηγείται του κόσμου και είναι αιτία των όντων. Αυτό ακριβώς φανερώνεται και στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, για το Χριστό, που ήταν η ζωή των ανθρώπων και το αληθινό φως, αλλά ο κόσμος δεν τον κατενόησε. Τέλος η πραγματική ζωή προσφέρεται στον κόσμο δια του ‘φαρμάκου της αθανασίας’, της θείας Ευχαριστίας, που ως σύναξη και Κοινωνία γύρω από τον επίσκοπο μεταβάλλει τα στοιχεία του κόσμου σε ζωή.

Σημαντικότατη τομή στη σχέση Ελληνισμού – Χριστιανισμού πραγματοποιεί και ο Ειρηναίος Λουγδούνου, Πατέρας του 2ου μ.Χ. αιώνα: α) όπως και ο Ιουστίνος θεωρεί τον Ένσαρκο Λόγο, τον Ιησού Χριστό, ως την ολοκληρωμένη αποκάλυψη του Θεού, που ξεκίνησε σπερματικά από τους Έλληνες φιλοσόφους να εισάγεται στην οικουμένη. Μόνο όμως μέσα από την προσωπική κοινωνία με το Χριστό μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τη ζωή και όχι ιδεολογικά, όπως στους αρχαίους Έλληνες. Η αληθινή γι’ αυτό γνώση του Θεού είναι η Θεία Ευχαριστία, που χαρίζει αφθαρσία. β) Η αλήθεια δεν πηγάζει πλέον από το παρελθόν ως ‘Πλατωνική ανάμνηση’ αλλά από το μέλλον, απ’ τον ερχόμενο Κύριο της Δόξης. γ) Ο Χριστός «ανακεφαλαιώνει» τα πάντα στον εαυτόν του, ιδέα που ως πηγή έχει την ελληνική γραμματεία και τον Παύλο. Εκείνος είναι ο τέλειος άνθρωπος και όχι ο Αδάμ. Ο πρώτος άνθρωπος πλάσθηκε με σκοπό να τελειοποιηθεί καθ’ οδόν και η πλήρης τελειοποίησή του είναι ο Χριστός. Ο σκοπός του ανθρώπου είναι το γνήσιο αρχέτυπό του, ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος που οδηγεί τον άνθρωπο τόσο στην αρχή του (ιδέα ελληνική), όσο και στην ολοκλήρωσή του, που είναι και πάλι ο ίδιος ο Υιός του Θεού (ιδέα βιβλική). Το τέλος καθορίζει δηλαδή την ουσία των όντων και του ανθρώπου και όχι η αρχή τους (Ιω. Ζηζιούλα, όπου ανωτέρω και Αθ. Ι. Δεληκωστοπούλου «Ελληνικός Στοχασμός και Χριστιανική Διανόηση», Απ. Διακονία, εκδ. Α’, 1993).

Η Αλεξανδρινή Σχολή, στη συνέχεια, επιδιώκει να συγχωνεύσει με την χριστιανική πίστη τα άξια λόγου στοιχεία της ελληνικής φιλοσοφίας, προσπαθώντας να γνωρίσει στους εθνικούς τη χριστιανική διδασκαλία. Οι επιφανέστεροι εκπρόσωποί της υπήρξαν ο Κλήμης και ο Ωριγένης. Για τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ο Χριστιανισμός είναι η ανώτερη φιλοσοφία, ενώ το έδαφος προπαρασκευάζει ο Μωσαϊκός Νόμος και η ελληνική φιλοσοφία. Προτρέπει τους χριστιανούς να ασχολούνται με τη φιλοσοφία, η οποία εδόθη ως θεία δωρεά και ως παιδαγωγός στους Έλληνες, για να εύρουν το δρόμο του Θεού (Στρωματείς). Παραλληλίζει τα δόγματα του Πλάτωνα με εκείνα του Χριστού, δεχόμενος κοινά σημεία όπως η αθανασία της ψυχής, η τιμωρία των αμαρτωλών, η αιώνια ζωή και η ύπαρξη δημιουργού Θεού. Ονομάζει μάλιστα τον Πλάτωνα θεοφοβούμενο, φίλον της αληθείας και άριστο φιλόσοφο.   

Ο μαθητής του Κλήμεντα Ωριγένης υπήρξε η μεγαλύτερη φιλοσοφική διάνοια της αρχαίας Εκκλησίας και ένα από τα τρία σπουδαιότερα φιλοσοφικά μεγέθη της Εκκλησίας, μαζί με τον Γρηγόριο Νύσσης και τον Αυγουστίνο. Επηρεάσθηκε από τον Πλατωνισμό, τον οποίον εμπολιάζει στον Χριστιανισμό, και από τους Νεοπλατωνικούς. Προσπαθεί να ερμηνεύσει τη χριστιανική διδασκαλία με ελληνικούς φιλοσοφικούς όρους και ως εκ τούτου, λόγω άλλωστε της μη αναπτυγμένης στην εποχή του και καταγεγραμμένης ορθόδοξης θεολογικής παράδοσης, έγινε πρόξενος πολλών αιρέσεων, πράγμα που βλέπει κανείς και στην πρώτη συστηματοποιημένη απ’ αυτόν σύνοψη δογματικής διδασκαλίας, το γνωστό έργο του «Περί Αρχών».

Δεν θα πλατειάσουμε περισσότερο στο θέμα, λέγοντας μόνο ότι η πραγματική και ουσιώδης σύγκραση Ελληνισμού – Χριστιανισμού επετεύχθη αρμονικά με το έργο των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας: Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Γρηγορίου Νύσσης και Κυρίλλου Αλεξανδρείας [Αθ. Ι. Δεληκωστοπούλου, όπου ανωτέρω].

Απλουστευτική, τέλος, αλλά πολύ κατανοητή εξήγηση της σχέσης Χριστιανισμού-Ελληνισμού προσφέρει και ο π. Φιλόθεος Φάρος, στην εργασία του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία», απ’ όπου σταχυολογούμε τα παρακάτω, κλείνοντας τη μικρή ενημερωτική μελέτη μας:

«Για τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του ήταν όντως απαραίτητη η “σάρκα” των δύο κόσμων, του ισραηλιτικού και του ελληνικού. Ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους είχε κάνει ένα διαφορετικό μεν αλλά καίριο βήμα, που όμως παρέμενε ατελέσφορο χωρίς τη συμβολή του άλλου. Κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να προχωρήση από μόνος του. Ο συνδυασμός τους στο Ευαγγέλιο ήταν απαραίτητος. Με το Ευαγγέλιο εδόθη η δυνατότητα στον καθένα απ’ αυτούς τους δύο κόσμους να ξεπεράση το αδιέξοδό του χάρη στη γόνιμη συμπαρουσία των δυνατοτήτων του άλλου. Το Ισραήλ ζούσε την αγιότητα του θεϊκού. Ο Θεός για το Ισραήλ είναι όλως άλλος. Ζη μαζί μας αλλά δεν ανήκει σ’ αυτό τον κόσμο που δίνει στον άνθρωπο τη σάρκα. Είναι δημιουργός αδημιούργητος. Το Ισραήλ φέρνει μια πραγματική μεταφυσική. Αυτή όμως η θέση εμποδίζει τον άνθρωπο να βρει την πληρότητα εδώ κάτω, μέσα στον κόσμο. Πάντα ο Θεός είναι άλλος. Έτσι όμως μπορεί ο άνθρωπος να έχη μια κάποια γεύση ελευθερίας, γιατί επί τέλους μπορεί να υπάρχει κάτι διαφορετικό από τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αυτή είναι η συμβολή του Ισραήλ. Αλλά ο κόσμος –και μαζί του και ο άνθρωπος- παραμένουν παροδικά δημιουργήματα. Η ελευθερία δεν του ανήκει, δεν τον αγγίζει ουσιαστικά. Αυτό είναι το αδιέξοδο του ισραηλιτικού κόσμου.      

Αντίθετα ο Ελληνισμός δεν μπορεί να ξεπεράση τον κόσμο. Ο Θεός είναι ένα μέρος του κόσμου και υπακούει κι αυτός στους κοσμικούς νόμους. Όμως αυτός ο εγκλωβισμός του στον κόσμο τον αναγκάζει να αναζητήση την ελευθερία του στον κόσμο και τον άνθρωπο. Μπορεί να μην ξέρει πώς θα το επιτύχη, αλλά έχει μια αφάνταστη επιμονή στην επιδίωξη του στόχου του. Κάτι θεϊκό, γεμάτο ανταύγειες ελευθερίας, παίζεται στην πάλη του ανθρώπου με τα όριά του. Η πηγή όμως από την οποία εκπηγάζουν αυτές οι ανταύγειες ελευθερίας δεν είναι ορατή.

Ο Χριστός συνδέει αυτούς τους δύο κόσμους. Το θεϊκό, το πλήρες, το εντελώς ελεύθερο, υπάρχει μέσα σ’ έναν άνθρωπο. Μέσω του Χριστού ο Ελληνισμός ελευθερώνει το Ισραήλ από την καθήλωσή του στο υπερβατικό που ήταν αδιέξοδο για τον άνθρωπο. Το Ισραήλ ελευθερώνει τον Ελληνισμό από την σκλαβιά του στη μοίρα μέσω του Χριστού, που κάνει μέτρο πάντων τον δοξασμένο άνθρωπο, τον ελεύθερο πλέον άνθρωπο, που έχει εντός του τον Άλλο και τη βασιλεία Του χάρις στο Χριστό. Και ο κόσμος δεν είναι πλέον απλώς το καλό λίαν δημιούργημα, ούτε το κλειστό αρμονικό κόσμημα που περιέχει τα πάντα, αλλά είναι ένας κόσμος ανοιχτής δημιουργικής αρμονίας, λόγω της εντός του ελεύθερης αγάπης. Είναι το υλικό της σάρκας του Θεανθρώπου. Το μεγαλείο του Ελληνισμού είναι ότι δημιούργησε τον πολιτισμό που κατά το ήμισυ τουλάχιστον απετέλεσε τη σάρκα που προσέλαβε ο Θεός και όχι κάποιες θλιβερές εθνικές κυριαρχίες» (η έντονη υπογράμμιση δική μας) {π. Φιλόθεος Φάρος, «Η Εκκλησία ως Σκάνδαλο και ως Σωτηρία», εκδόσεις Αρμός, 2002, σελ. 67,68}.    

 

Οι αγνοούντες επομένως τις σημαντικότατες αυτές εξελίξεις και αλληλοπεριχωρήσεις Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού και Ελληνισμού στη ροή της ιστορίας, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν αυθεντικά τη σύγχρονη πραγματικότητα και είναι δυστυχώς βαθιά νυχτωμένοι απέναντι στη σημερινή Ιουδαϊκή,  Χριστιανική και Ελληνική θεολογία και φιλοσοφία.

 

Περισσότερες πληροφορίες, στο βιβλίο της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου: “ΕΛΛΗΝΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΟΛΥΘΕΪΣΜΟΣ Ή ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ;” Μιχαήλ Γ. Χούλη (Ερμούπολη Σύρου, Δεκέμβριος 2003), απ' όπου αντλήθηκε, τροποποιημένο εν μέρει, το παρόν άρθρο.

Δημιουργία αρχείου: 4-8-2007.

Τελευταία ενημέρωση: 4-8-2007.

ΕΠΑΝΩ