Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Κοινωνία - Πολιτική

 

Η Ρωμαίικη Δημοκρατία της Αχρίδος:

Η ΜΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΕΙΣ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΑΠΟ ΑΠΟΨΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΑΝΙΔΗ

Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων, κάτοχος μεταπτυχιακών διπλωμάτων στο Δημόσιο Δίκαιο και στην Φιλοσοφία του Δικαίου

 

 Συμφώνως προς το άρθρο 28 του Συντάγματος «1. Οι γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, ως και αι διεθνείς συμβάσεις από της επικυρώσεως αυτών δια νόμου και της κατά τους όρους εκάστης θέσεως αυτών εν ισχύει αποτελούν αναπόσπαστον μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, υπερισχύουν δε πάσης αντιθέτου διατάξεως νόμου. Η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου  και των διεθνών συμβάσεων έναντι αλλοδαπών τελεί πάντοτε υπό τον όρον της αμοιβαιότητος. 2. . . 3. Η Ελλάς προέρχεται ελευθέρως, δια νόμου ψηφιζομένου υπό της απολύτου πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, εις περιορισμούς εις την άσκησιν της εθνικής κυριαρχίας, εφ όσον τούτο υπαγορεύεται εκ σπουδαίου εθνικού συμφέροντος, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τας βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, γίνεται δε βάσει των αρχών της ισότητος και υπό τον όρον της αμοιβαιότητος».

 Η αναγνώρισις του κράτους των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία η με όνομα περιέχον τον όρο Μακεδονία, εκ μέρους της Ελλάδος συνιστά περιορισμόν εις την άσκησιν της εθνικής κυριαρχίας μας. Τούτο, διότι η εθνική κυριαρχία δεν αφορά μόνον εις ενέργειαν υλικών και νομικών πράξεων ασκήσεως εξουσίας, όπως ευρύτατα κρατεί εις όσους υπολαμβάνουν ότι το κράτος ταυτίζεται μόνον με την άσκησιν κρατικής εξουσίας και λησμονούν ότι το κράτος είναι η πολιτική έκφρασις της κοινωνίας και του λαού (η “έθνους”) εις την διαχρονική των συνέχεια και συνοχή.

Κατ αλήθειαν, η έννοια της εθνικής κυριαρχίας καλύπτει και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως επί όλων των αύλων αγαθών των συνδεομένων αποκλειστικώς προς το κράτος και τον λαό του η τους λαούς του, και την ιστορίαν των. Η χρήσις αυτών των αγαθών, όπως η χρήσις συμβόλων και ονομάτων του όλου λαού η μεγάλων τμημάτων του, ιστορικώς προσιδιαζόντων μόνον εις τον λαόν αυτόν η εις τμήματά του η εις γεωγραφικές περιοχές της χώρας, ανήκουν αποκλειστικώς εις το οικείον κράτος και τον λαόν του η τους λαούς του.

Σιωπηρά ανοχή της χρήσεως τοιούτων ονομάτων και συμβόλων υπό άλλων δεν σημαίνει και μείωσιν της εθνικής κυριαρχίας όταν η χρήσις αυτή υπό άλλων δεν γίνεται κατά τρόπον συνιστώντα άμεσον η έμμεσον αμφισβήτησιν της εθνικής κυριαρχίας του δικαιούχου κράτους. Δύναται μόνον να δώση λαβήν εις έγερσιν τυχόν αξιώσεών του βάσει του ιδιωτικού δικαίου.

Οταν όμως η χρήσις αυτή υπό άλλων γίνεται κατά τρόπον συνιστώντα αμφισβήτησιν της εθνικής κυριαρχίας του δικαιούχου κράτους, συντρέχουσα χρήσις τοιούτων αύλων αγαθών, μετ άλλων κρατών η/και μετά λαών άλλων κρατών, δικαιολογείται κατ εξαίρεσιν· ήτοι, μόνον εφ όσον και καθ ό μέτρον τα άλλα κράτη γωγραφικώς, η οι άλλοι λαοί ιστορικώς, πολιτιστικώς και εθνολογικώς, αντιστοίχως γειτνιάζουν γεωγραφικώς η μετέχουν ιστορικώς, πολιτιστικώς και εθνολογικώς, εις το κράτος και τον λαό ο οποίος έχει το κατά τα προαναφερθέντα κατ αρχήν αποκλειστικόν δικαίωμα χρήσεως των άνω ονομάτων και συμβόλων.

Τα ανωτέρω, είναι σχεδόν αδιάφορον το εάν γίνονται μέχρι τούδε αποδεκτά εις τον χώρον του διεθνούς δικαίου, η όχι, δεδομένου ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα το διεθνές δίκαιο δεν αντιμετώπισε περίπτωσιν τοιαύτην ως η του κράτους των Σκοπίων, τα οποία μετά μικράν σχετικώς περίοδον προπαγάνδας διεκδικούν ως ίδιον το συνδεδεμένον από πολλών αιώνων με τον Ελληνισμόν ιστορικόν όνομα της Μακεδονίας. Το μόνον όμοιο παράδειγμα, ίσως, είναι η περίπτωσις της ονομασίας της “Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους” και εν γένει η προσπάθεια φεουδαρχών να θεμελιώσουν την εξουσίαν τους επί μιας ψευδούς “διαδοχής” τους εις την  Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν, ώστε να παραμερίσουν την εν Δυτική Ευρώπη κυριαρχίαν της εν Βυζαντίω πλέον μόνον εδρευούσης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτά όμως συνέβησαν προ της εμφανίσεως του συγχρόνου διεθνούς δικαίου και εν πάση περιπτώσει δεν συνιστούν παραδείγματα προς μίμησιν επί του θέματος της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων. Δια τούτο, εις το διεθνές δίκαιο υπάρχει επί του θέματος αυτού αληθές κενόν δικαίου.

Μη τεθέντος δε εις το διεθνές δίκαιον τοιούτου θέματος, είναι παντελώς αποπροσανατολιστικόν το ότι εξομοιώθη η περίπτωσις της ονοματοδοσίας του κράτους των Σκοπίων, κατ αρχήν, προς αυτήν της επιλογής ονομασίας υπό νεοσυστάτου κράτους ελευθέρως η συμφώνως προς τις υποκειμενικές αντιλήψεις του λαού του. Εις την πραγματικότητα, επί του θέματος της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων τίθεται θέμα διεκδικήσεως, η ενδεχομένης παραχωρήσεως της χρήσεως τελικώς, ονόματος (Μακεδονίας) καλυπτομένου από την κυριαρχίαν ετέρου κράτους (της Ελλάδος).

Η “αναγνώρισις” λοιπόν του κράτους των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία η με όνομα περιέχον τον όρο Μακεδονία, εκ μέρους της Ελλάδος συνιστά παραχώρησιν της χρήσεως του όρου Μακεδονία εις άλλο ανεξάρτητο (πλέον) κράτος, διότι το όνομα αυτό χαρακτηρίζει σημαντικό τμήμα του Ελληνικού λαού ιστορικώς, πολιτιστικώς και εθνολογικώς και μέρος της Ελληνικής επικρατείας από γεωγραφικής απόψεως. Και τούτο, ήδη εδώ και τρεις περίπου χιλιετίες.

Από την άλλη πλευρά, τμήμα του λαού των Σκοπίων κατοικεί εις γεωγραφική περιοχή περιλαμβανομένη εις την γεωγραφική έννοια της Μακεδονίας, και συνδέεται με το όνομα αυτό κατά μετοχήν εις την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελληνικής Μακεδονίας. Πρόκειται δια τους “Σλαβομακεδόνες”, τους Βλάχους και τους Σέρβους του κράτους των Σκοπίων, ενώ υπάρχει εκεί μεγάλη Αλβανική μειονότης αλλά και Ελληνική μειονότης.

Επομένως, δεν θα συνιστά παραχώρηση της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία η τυχόν “αναγνώρισις” του κράτους αυτού από την Ελλάδα, με ονομασίαν εις την οποίαν η λέξις Μακεδονία (η παράγωγά της) θα συνοδεύεται από άλλες λέξεις εις τροπον ώστε να καθίσταται απολύτως σαφές ότι δεν πρόκειται για κράτος “της Μακεδονίας”, αλλά για κράτος παράπλευρο γεωγραφικώς της Ελληνικής Μακεδονίας, για κράτος με λαό ο οποίος ενδεχομένως εμπνέεται από τον Ελληνικό και ορθόδοξο χριστιανικό πολιτισμό της Μακεδονίας, αλλά που ήλθε στην περιοχή πολλούς αιώνες μετά την εμφάνιση στην περιοχή της Ελληνικής Μακεδονίας και των Ελλήνων Μακεδόνων - ως και λαό εν μέρει Αλβανικό.  Τοιαύτα ονόματα δεν είναι αδύνατον να ευρεθούν (π.χ. Σλαβοαλβανική Δημοκρατία της Μακεδονικής ενδοχώρας η της προς βορράν Μακεδονίας, η Δημοκρατία της Παρα-Μακεδονίας, η Δημοκρατία των Σλάβων και Αλβανών Μακεδόνων).

Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν, η Ελληνική Κυβέρνησις δεν έχει το δικαίωμα να προχωρήσει εις αποδοχήν ονομασίας περιεχούσης το όνομα Μακεδονία, αν δεν τηρήση την διαδικασίαν (151 βουλευτές) και τις προϋποθέσεις (ισότητα και αμοιβαιότητα) του ως άνω άρθρου 28 παρ. 3 του Συντάγματος.

Εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν, τίθεται το ζήτημα εις ποίες κατ αμοιβαιότητα παραχωρήσεις της ασκήσεως της εθνικής των κυριαρχίας προς την Ελλάδα θα προχωρήσουν τα Σκόπια, ώστε να τηρηθή η απαιτουμένη αμοιβαιότης δια την παραχώρησιν προς το εν λόγω κράτος των άνω δικαιωμάτων εκ της ασκήσεως εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος. Θα πρέπει οι παραχωρήσεις αυτές να είναι τοιαύτης φύσεως ώστε να ισοσταθμίζεται η κυρίως πολιτιστική και “πνευματική” αλλά κατά δεύτερον λόγον και οικονομική βλάβη την οποία θα υφίσταται η Ελλάδα από την χρήσιν της ονομασίας αυτής.

Τοιαύτες παραχωρήσεις θα ηδύναντο να είναι: Ουσιαστικές και εις το διηνεκές δεσμεύσεις των Σκοπίων εις το τομέα της εκπαιδεύσεως της νεολαίας τους, πολιτιστικές αναταλλαγές με έμφασιν εις την Ελληνική και ορθόδοξο χριστιανική παιδεία, και, κατά δεύτερον μόνον λόγον, δημιουργία προϋποθέσεων εκ μέρους των Σκοπίων δια την στενή και αμοιβαίως επωφελή οικονομική συνεργασία των δύο χωρών και των ιδιωτικών τους φορέων.

Ακόμη, λόγω του αμετακλήτου ουσιαστικώς της ως άνω “αναγνωρίσεως” των Σκοπίων με όνομασίαν περιλαμβάνουσαν (αμέσως η εμμέσως) παραχώρησιν της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία, θα πρέπει η αναγνώρισις αυτή να συμφωνηθή ότι θα γίνη μόνον μετά  (διετή τουλάχιστον) περίοδον επιτυχούς δοκιμαστικής εφαρμογής των συμφωνιών περί παραχωρήσεως των άνω κυριαρχικών δικαιωμάτων εκ μέρους της Σκοπιανής πλευράς, με δικαίωμα υπαναχωρήσεως της Ελληνικής πλευράς εις περίπτωσιν διαπιστώσεως μη εφαρμογής των συμφωνιών τούτων.

Είναι αδιάφορον δια την τήρησιν του άρθρου 28 παρ. 3 του Συντάγματος, το ότι ενδεχομένως από απόψεως διεθνούς δικαίου αρκεί δια την διεθνή δέσμευσιν της χώρας, κατ αρχήν, η τήρησις της ως άνω παραγράφου 1 του αυτού άρθρου. Ούτε δύναται να αποκρουσθή η υποχρέωσις εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος δια τον λόγον ότι εφαρμόζεται η παράγραφος 1 αυτού, διότι η μεν παρ. 1 αναφέρεται εις την εφαρμογήν του διεθνούς δικαίου εις την εσωτερικήν έννομον τάξιν, η δε παρ. 3 εις την ειδικωτέραν περίπτωσιν της διαδικασίας και των προϋποθέσεων δια την εφαρμογήν εις την εσωτερικήν έννομον τάξιν κανόνος του διεθνούς δικαίου (κανόνος διεθνούς συμβάσεως), περιέχοντος η συνεπαγομένου περιορισμούς εις την άσκησιν της εθνικής κυριαρχίας.

Το να προβή η Ελληνική πλευρά εις τον προαναφερθέντα περιορισμόν εις την άσκησιν της εθνικής κυριαρχίας, με τήρησιν του άρθρου 28 παρ. 3 του Συντάγματος, έχει παραδόξως έως σήμερα διαφύγει της προσοχής των πολιτικών κομμάτων (τουλάχιστον εις όσον βαθμόν είναι εις θέσιν ο γράφων να γνωρίζη εκ των εφημερίδων). Η τήρησις όμως του άρ. 28 παρ. 3 του Συντάγματος είναι από νομικής απόψεως απολύτως αναγκαία, άλλως η τυχόν συμφωνία δι αναγνώρισιν των Σκοπίων με όνομασίαν περιλαμβάνουσαν αμέσως η εμμέσως παραχώρησιν της χρήσεως του ονόματος Μακεδονία κατά τα ανωτέρω, θα έχει μόνον πολιτικόν χαρακτήρα, δεν θα δεσμεύει τα όργανα του Ελληνικού κράτους και θα θέσει θέμα σοβαρής ευθύνης, κυρίως πολιτικής, της Κυβερνήσεως δια την μη τήρησιν του Συντάγματος.

Αποψις του γράφοντος είναι ότι τα ανωτέρω προβαλλόμενα όπου, όποτε και όπως δεί, δύνανται να ενισχύσουν την διαπραγματευτικήν θέσιν της Ελλάδος, έστω και την τελευταίαν στιγμήν η και μετά την τυχόν σχετικήν συμφωνίαν, ιδίως εάν αυτή συναφθή και τεθή εν ισχύει άνευ της τηρήσεως της διαδικασίας και των ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρ. 28 παρ. 3 του Συντάγματος. Η “εκποίησις” έναντι πενιχρών η και σοβαρών ακόμη οικονομικών αναταλλαγμάτων, των αύλων δικαιωμάτων επί ονομάτων και συμβόλων, τα οποία δικαιώματα καλύπτονται από την έννοιαν της εθνικής κυριαρχίας της χώρας μας, δεν είναι κάτι το οποίον επιτρέπεται να γίνη παρά το Σύνταγμα και χωρίς τις ουσιαστικές εγγυήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Συντάγματος.

 Και εν τέλει, το ίσως και ουσιωδέστερον, μήπως θα πρέπει να τολμήσωμεν επί τέλους να προτείνωμε για το κρατίδιο των Σκοπίων, ένα όνομα εις το οποίον να περιλαμβάνεται η λέξις Ρωμανία, η, ακόμη καλλίτερα, η λέξις Ρωμαίϊκον; Αρκεί, να γίνη και Ρωμαίϊκον το εν λόγω κρατίδιον και να παύση να είναι ένα υβρίδιον. . . .Τότε, θα έχη και πιθανότητας επιβιώσεως. Ετσι θα καταργηθή συν τω χρόνω και ο ανθρωποκτόνος εθνικιστικός παροξυσμός, μεταξύ (ψευδο)Μακεδόνων και Αλβανών. Αφού και οι Αλβανοί, υπό τον Γεώργιον Καστριώτην η Σκεντέρμπεη, ως Ρωμηοί και ως χριστιανοί ορθόδοξοι, επολέμησαν τον Μωάμεθ τον Β και τους γενιτσάρους του.

Επομένως, ένα όνομα όπως “Ρωμαίϊκη Δημοκρατία της Αχρίδος”, κατά το πρότυπον της προταθείσης από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον λύσεως εις το αναφυέν εις τον αυτόν χώρον εκκλησιαστικόν ζήτημα, θα εταίριαζε θαυμάσια εις την περιοχήν των Σκοπίων.

Θα ήτο δυνατόν μάλιστα, υπό την επίδρασιν πολιτιστικών και μόνον φορέων, και φορέων άληθών ιστορικών μελετών, να επεκταθή η τάσις αυτή και να μετωνομασθούν τα υπάρχοντα κράτη, επί της ιδίας πολιτισμικής και ιστορικής βάσεως: Ρωμαίϊκη Δημοκρατία της Ελλάδος, Ρωμαίϊκη Δημοκρατία της Ρουμανίας, Ρωμαίϊκη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, Ρωμαίϊκη Δημοκρατία της Σερβίας, κ.ο.κ.

 Μακροπροθέσμως, η ιδέα της μιας Νέας Ρωμανίας, της ορθοδόξου χριστιανικής Ευρωπαϊκής Ρωμανίας, που θα περιλαμβάνη όλην την Ευρώπην και όσην από την Ασίαν μία Ορθόδοξος Ευρώπη εκπολιτίση-εκχριστιανίση, είναι περισσότερον θελκτική και ρεαλιστική πολιτικώς και οικονομικώς, καθ εαυτή, και από τας «μεγάλας εθνικάς ιδέας», και από τους ποικίλους, ουτοπικούς όσον και επικινδύνους, ιδεολογικούς διεθνισμούς, και από την “Ενωμένην Ευρώπην”, και από το αδιέξοδον πολιτικο-θρηκευτικόν όραμα του Μωάμεθ, και από τον υπερκατανωλωτικόν καπιταλισμόν, και από τον σιωνισμόν.

Αρκεί να αντισταθώμεν με τόλμην και φιλαλήθειαν, μέχρις εσχάτων, εναντίον της συγχρόνου βαρβαρότητος, εναντίον αυτού του «πολιτισμού του ψεύδους και της προπαγάνδας». Ας πράξωμεν ημείς τα καθ ημάς, και, τα αδύνατα παρ ανθρώποις, δυνατά τω Θεώ.

Δημιουργία αρχείου: 29-9-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 29-9-2008.

ΕΠΑΝΩ