Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ορθοδοξία

 

Συνοδικότητα και παρεπόμενα

Ι. Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ

Kαθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
 
Πηγή: Το ΒΗΜΑ, 30/03/2008, Σελ.: A46

 

   Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για τη συνοδικότητα. Πράγματι, Εκκλησία και συνοδικότητα αποτελούν έννοιες αλληλένδετες. Διότι η Εκκλησία, στο σύνολό της, ζει συνοδικώς, με συνοδοιπορία του κλήρου και του λαού, με συνοδοιπορία και συναπόφαση των Επισκόπων της. Και όπως έχει ορθώς παρατηρηθεί «η συνοδικότητα προϋπάρχει και συνυπάρχει με τη λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας, είναι στοιχείο πρωταρχικό και ουσιαστικό της δομής της».

    Προ δεκαετίας, στις 9 Μαΐου 1998, εντός του Καθεδρικού Ναού των Αθηνών, είχαν ακουσθεί, μεταξύ πολλών άλλων, και οι εξής λόγοι:

«Η αναβάθμιση κατά ταύτα του ρόλου της Ιεραρχίας μέσα στο όλο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας προβάλλει σαν επιτακτική προτεραιότητα... Το συνοδικό σύστημα διοικήσεως δεν προσφέρει μόνο δυνατότητες αξιοποίησης όλων των δυνάμεων, ούτε απλώς εξασφαλίζει τις δημοκρατικές δομές επί των οποίων εδράζεται το πολίτευμα της Εκκλησίας, αλλ' αποτρέπει και από κάθε είδος ηγεμονισμού και κυριαρχίας του ενός επί των άλλων... Πολλοί Ιεράρχες και λοιποί κληρικοί όλων των βαθμών και λαϊκοί, ενεργά μέλη της Εκκλησίας, αισθάνονται απωθημένοι στο περιθώριο των εκκλησιαστικών και κοινωνικών εξελίξεων... Κηρύσσω από τη θέση αυτή πανστρατιά σύναξης των ικανών, των χαρισματικών και των αξίων...».

    Προ ολίγων δε εβδομάδων, στις 16 Φεβρουαρίου 2008, στον ίδιο ακριβώς χώρο και με ανάλογη αφορμή, για το ίδιο θέμα ελέχθησαν και τα ακόλουθα:

«... Ο Αρχιεπίσκοπος ως Πρόεδρος έχει καθήκον να διασφαλίζει τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος και ως πρώτος μεταξύ ίσων να είναι ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του... ώστε αυτό το συνοδικό πνεύμα να διαποτίζει κάθε πτυχή του εκκλησιαστικού βίου και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν όλες οι δομές της εκκλησιαστικής πραγματικότητας... Ομως αυτό, εκ της φύσεώς του, διασώζεται μόνο με κοινή προσπάθεια και συναντίληψη. Παρακαλώ λοιπόν εκ μέσης καρδίας ο καθένας μας να συμβάλλει υπεύθυνα και με συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης στην ουσιαστική και έμπρακτη λειτουργία του συνοδικού μας συστήματος».

    Πρόκειται, όπως ίσως έγινε ήδη αντιληπτό, για δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τους ενθρονιστήριους λόγους του μακαριστού Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου και του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, των δύο δηλ. Αρχιεπισκόπων που εκλέχθηκαν μετά τη μεταπολίτευση από το σώμα της Ιεραρχίας.

    Από τα χωρία που παρατέθηκαν προκύπτει ότι και οι δύο Προκαθήμενοι εκθειάζουν το συνοδικό σύστημα, εμμέσως, όμως, πλην σαφώς, και οι δύο, με διαφορετικό ασφαλώς ύφος ο καθένας, εκφράζουν επιφυλάξεις για το εύρος και την ποιότητα του συνοδικού συστήματος επί των ημερών των προκατόχων τους...

    Είναι προφανές, αλλά και αίτημα των καιρών, ότι προϋπόθεση της συνοδικότητας είναι η αποκατάσταση στην πράξη της ισοτιμίας των συνοδικών Μητροπολιτών. Τούτο μόνο μπορεί να οδηγήσει σε σύνθεση απόψεων, σε αρμονία και τελικώς στην ενότητα του σώματος της Εκκλησίας.

    Είναι, όμως, εξίσου προφανές ότι τούτο έχει να κάνει όχι μόνο με την προσωπικότητα του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου ως Προέδρου της Συνόδου, αλλά κυρίως με την παρρησία, την ακεραιότητα και γενικώς το ήθος των συνοδικών μελών, των Μητροπολιτών δηλ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η αξιοποίηση των Ιεραρχών δεν λύνεται με τον πολλαπλασιασμό των Συνοδικών Επιτροπών, ούτε με τη διαίρεση του σώματος των Επισκόπων σε αλληλοϋποβλεπόμενες ομάδες.

    Κοινή διαπίστωση αποτελεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει επέλθει στρέβλωση του επισκοποσυνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας με τη μεταβολή του σε αρχιεπισκοποκεντρικό. Τούτο εκδηλώνεται κυρίως με την εκλογή στους μητροπολιτικούς θώκους των εκλεκτών του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, με παντελή παραγνώριση, αν όχι περιφρόνηση, του αισθήματος και του φρονήματος του πληρώματος της Εκκλησίας, του κλήρου και του λαού του Θεού. Με τον τρόπο αυτόν κλονίζονται τα θεμέλια της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και του συνοδικού συστήματος και η εκλογή των Αρχιερέων καταντά τελικώς εμπαιγμός του Αγίου Πνεύματος...

    Πρώτο μέλημα, λοιπόν, της νέας εκκλησιαστικής διοικήσεως πρέπει να αποτελέσει να καταστούν οι Ιεράρχες ελεύθεροι να αναδείξουν νέους Επισκόπους, πραγματικά «αγίους», γνήσιους διαδόχους των Αποστόλων και των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι επείγουσα ανάγκη να εκλεγούν οι άριστοι, ώστε να στελεχωθεί Ιεραρχία ικανή να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των καιρών. Η ψήφος κάθε Αρχιερέα πρέπει να σημαίνει εκδήλωση της προσωπικής του υπευθυνότητας και να τελεί σε συμφωνία μόνο με τους Ιερούς Κανόνες και τη μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση.

    Ας ελπίζουμε, λοιπόν, ότι ήρθε η ώρα να γίνουν ρηξικέλευθες τομές. Οι οποίες πρέπει ασφαλώς να ξεκινήσουν με την τροποποίηση των διαδικασιών της εκλογής των Επισκόπων, οι οποίοι, όλως αντικανονικώς, με πράξη της Πολιτείας από το 1928, έχουν ονομασθεί ανεξαιρέτως Μητροπολίτες.

    Το έργο που αναδέχεται ο νέος Αρχιεπίσκοπος είναι εξαιρετικώς δυσχερές και λεπτό. Και τούτο διότι η Σύνοδος δεν μπορεί ασφαλώς να αποτελεί λόχο που να στοιχίζεται υπό τα παραγγέλματα του εκάστοτε Προέδρου της, ούτε όμως μπορεί να παραλύει τη διοίκηση της Εκκλησίας και να φαλκιδεύει πρωτοβουλίες του Αρχιεπισκόπου και Προέδρου της. Τον οποίο, για τέτοιες προφανώς περιπτώσεις, ο Καταστατικός Χάρτης έχει εξοπλίσει με την προνομία να συγκαλεί ο ίδιος, άνευ ετέρου, εκτάκτως την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, το σύνολο δηλ. των εν ενεργεία Μητροπολιτών, για τη λήψη των τελικών αποφάσεων...
 

Το ΒΗΜΑ, 30/03/2008 , Σελ.: A46
Κωδικός άρθρου: B15322A463
ID: 293703

Δημιουργία αρχείου: 19-4-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 19-4-2008.

ΕΠΑΝΩ