Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Παπισμός και Οικουμενισμός

Περί Παπισμού και Οικουμενισμού. Επιστολές σεβ. Μητρ. Πειραιώς Σεραφείμ // Είχε ο Πέτρος μεγαλύτερη εξουσία από τους άλλους Αποστόλους;

Άρσις Αναθέματος

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β΄(+)

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

Πηγή: http://www.arhioil.com/orthodoxia/arsis_ana8ematos.html

 

Θρίαμβον εξήγγειλαν εκατέρωθεν δύο Εκκλησίαι του Χριστού. Εδόξασαν Αυτόν, ότι ειρήνη ευαγγελίζεται και τα διεστώτα συνάπτονται, ότι εν κόπω μεν και μόχθω τον παρελθόντα χρόνον ήνοιξαν οι αρχηγοί των ούτοι παράθυρον, δι’ ου εισεχώρησεν η συνδιαλλαγή και η ενότης, αλλ’ επ’ εσχάτων ήνοιξαν πλέον διάπλατα την ευρύχωρον «πύλην», δι’  ης οι εισερχόμενοι εντάσσονται εις την μάνδραν του Κυρίου την εν Ρώμη και σώζονται εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Και ούτοι μεν ταύτα ονειροπολούσιν. Ο επιβλέπων όμως επί την Εκκλησίαν Του, ην περιεποιήσατο δια του τιμίου Αυτού αίματος Κύριος, ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς, ότι εντάλματα και κατασκευάσματα άνθρώπων απεργάζονται και ανεμώλια κρίνουσι και δυσφημίζουσι τας πράξεις αυτών.

Αίρουν αι δύο του Κυρίου Εκκλησίαι, Ρώμης και Κων/πόλεως, τα γνωστά αναθέματα. Ο κόσμος κατεπλάγη δια την τόλμην και αι επί τούτω ναρκισσευόμεναι Εκκλησίαι ασπάζονται αλλήλας και τον έπαινον του πληρώματος αυτών επικαλούνται και προσδοκώσιν. Αλλ’ ο κατοικών εν ουρανοίς Κύριος εκγαλέσεται αυτούς και εκμυκτηριεί αυτούς.

Και όντως μυκτηρισμού και γέλωτος άξια και των ηθοποιών του θεάτρου τα τεχνάσματα. Εξαλείφονται, ως να είναι γεγραμμένα δια κιμωλίας επί πίνακος, αμφότερα τα φρικτά αναθέματα. Τελεταί και πανηγύρεις διοργανούνται, ίνα διατυμπανισθή ανά τον κόσμον ο μέγας και πρωτοφανής άθλος αμφοτέρων των Εκκησιών, αίτινες απετόλμησαν θρασέως την επίψογον πράξιν, την οποίαν αιώνες προσεπεκύρωσαν. Και ότι τ’ ανωτέρω γράφοντες, την αλήθειαν λέγομεν και προς συνέτισιν των ανιέρως ενεργησάντων επειγόμεθα, ο λόγος θέλει δείξει.

Ως διασταυρούμενα ξίφη ορμητικών ξιφομάχων, οι γνωστοί δύο αναθεματισμοί εκρατούντο υπέρ τας κεφαλάς αμφοτέρων των Εκκλησιών. Ουδετέρα τούτων ετόλμα να θίξη αυτούς. Η μεν Ρωμαιοκαθολική, ως ένοχος του πραξικοπήματος εσιώπα, η δε Ορθόδοξος Εκκλησία την απάντησιν αυτής εν τοις αδύτοις εφύλασσεν, ίνα μη το πλήρωμα αυτής επί πλέον λυπήται και σκανδαλίζηται. Αλλ’ ιδού προϊστάμενος Εκκλησίας Θεού ζώντος, στύλου και εδραιώματος της αληθείας, πρώτος ορμά και παρασσύρει τον κυρίως ένοχον της εσχάτης ταύτης βλασφημίας, ίνα απαλλάξη αυτόν της θανασίμου αμαρτίας του φρικτού αφορισμού εναντίον της ασπίλου νύμφης, της Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Ως δικολάβος, δυστυχώς, αναλαμβάνει το έργον τούτο και εξάγγελος δήθεν αγάπης εν Χριστώ, παρασύρει την Εκκλησίαν του εις πράξιν άθεσμον και αντικανονικήν. Ανασύρει ο Ρωμαιοκαθολικισμός εκ των θησαυρών αυτού το επαίσχυντον έγγραφον του γνωστού αφορισμού και μετά ψαλμωδιών και λειτουργιών αφανίζει αυτό. Και ούτω πράττων «δοκεί λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ». Αλλ’ ο δρασσόμενος όμως τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών Κύριος, ο γινώσκων «τους διαλογισμούς των σοφών, ότι εισί μάταιοι, ίνα μηδείς καυχάται εν ανθρώποις» (Α΄Κορινθ. 3, 19 και εξής), τον θρίαμβον αυτών εις αισχύνην μετατρέπει και την γυμνότητα αυτών εν τη ομολογία της πίστεως αποκαλύπτει.

Διότι τι απεκάλυψεν εις τον κόσμον δια της πράξεώς του ταύτης ο Ρωμαικαθολικισμός; Απεκάλυψεν εαυτόν ψευδόμενον επί αιώνας εναντίον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βλάσφημον εναντίον αυτής, γονυπετούντα, λογοδοτούντα ενώπιον αυτής και ζητούντα, τρόπον τινά, έλεος επί τω τολμήματι, υγραίνει τον σπόγγον και απαλείφει τους φρικτούς, αλλά γεννήματι εχιδνών, αφορισμούς και αναθέματα κατά της ασπίλου ημών Εκκλησίας και ομολογεί ανά τον πιστόν και άπιστον κόσμον, ότι λάμπει και ασκίαστος είναι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο ορίζων. Ευρίσκει τώρα κενόν το κατ’ αυτής οπλοστάσιον και υποκλίνεται δουλικώς και ομολογεί, ότι δια την Εκκησίαν την Ορθόδοξον «ο Χριστός χθες και σήμερον είναι ο αυτός και εις τους αιώνας», μη αλλοιωθείς το παράπαν και διατελών εσαεί δι’ αυτήν ως το όνομα το υπέρ παν όνομα, εν τω οποίω «παν γόνυ κάμψει, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται, ότι Κύριος Ιησούς εις τους αιώνας» (Φιλιππησ. 2, 10).

Αδελφοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επί αιώνας ήδη υφίστασθε και έτι και νυν υφίστασθε, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, διωγμούς μέχρις αίματος παρ’ ομοθρήσκων, δυτυχώς, αντιχριστιανικώς φθονούντων, δια την εν Χριστώ παρρησίαν ημών των Ορθοδόξων, την παρρησίαν, ην προς Αυτόν έχομεν ως αμοιβήν της καλής ημών Ορθοδόξου ομολογίας, δια την οποίαν εδιώχθημεν και διωκόμεθα μέχρις αίματος, παρ’ εκείνων όσοι, τυπτόμενοι την συνείδησιν, ότι εξέβαλον και εκβάλλουσι το όνομα ημών ως πονηρόν έμπροσθεν των ανθρώπων, πάση σατανική μηχανή τον αφανισμόν ημών ευχαρίστως επεζήτησαν ανά τους αιώνας.

Αλλ’ ας επανέλθωμεν. Ταύτα κατεσκευάσθησαν κατ’ αυτούς, αδόκιμον νουν έχοντας και μη συναισθανθέντας, ότι τον όλεθρον αυτών δια της πράξεως αυτών, της άρσεως δηλαδή του αφορισμού, απεργάζονται. Άράγε όμως ομολογούσι την θεήλατον συμφοράν των; Αλλά διατί να αμφιβάλλωμεν περί τούτου; Ήδη εκαθαρίσθη δια της Ορθοδοξίας ημών ο θρησκευτικός ορίζων. Δεν είναι πλέον δια την Χριστιανικήν Δύσιν τα θεόρρητα Πατερικά ημών συγγράμματα graeca sunt non leguntur, αλλ’ αντικείμενον ευσεβούς και εμβριθούς μελέτης. «Ουκ άξια, γράφει ο Απόστολος, τα παθήματα του νυν καιρού (αλλά και του παρελθόντος) προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι» (Ρωμ. η΄ 18). Δια την πολλήν ταύτην άθλησιν, ην υπεμείναμεν και ίσως υπομένομεν έτι δια τας άλλας αμαρτίας ημών, προσδοκώμεν και αναμένομεν παραψυχήν, αρκεί εμπράκτως να αποδείξωμεν και ενεργώς την Ορθόδοξον ημών πίστιν.

Και τώρα έχομεν παν δικαίωμα να υποβάλωμεν ερωτήσεις τινάς προς τους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα τολμήσουν άράγε εις το εξής να αποκαλούν ημάς σχισματικούς η αιρετικούς; Θα εξακολουθούν άράγε να αποστέλλουν προς ημάς, δια προπαγάνδαν, τους εσχάτως μάλιστα δια της Βατικανείου Συνόδου αναδιοργανωθέντας ιεραποστόλυος των; Θα έχουν το θράσος να εγείρουν Εκκλησίας και φιλανθρωπικά ιδρύματα εις την χώραν μας, έχοντα αποκλειστικόν σκοπόν την δωροδοκίαν δια της φιλανθρωπίας προς σαγήνευσιν Ορθοδόξων; Θα τολμούν εις το εξής, εφ’ όσον αναγνωρίζουν ήδη δι’ επισημοτάτης πράξεως, ότι έχομεν αναμφισβήτητον το Ορθόδοξον φρόνημα, να μας στέλλουν, δήθεν ιερείς, μετεμφιεσμένους ως υποκριτάς εν θεάτρω με στολάς Ορθοδόξων ιερέων, οι οποίοι να τελούν λειτουργίας, εν αις να μνημονεύηται ο Πάπας; Θα επιχειρήσουν και πάλι να υποστηρίζουν τα περίφημα κινήματά των προς διάλογον, προς ένωσιν η ενότητα; Θα εξακολουθήσουν κατέχοντες εξ αρπαγής προγονικούς θησαυρούς μας, εκ των οποίων εσχάτως εν είδει ελεημοσύνης μας παρεχώρησαν μερικούς; Και θα εποφθαλμιούν την κατοχήν και αυτής της Αγίας Σοφίας και του εν Εφέσω Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και των επτά Εκκλησιών της Αποκαλύψεως; Θα εξακολουθήσουν διαβάλλοντες το έθνος ημών προς τον πεπολιτισμένον κόσμον ως αμαθή, θρησκόληπτον και φανατικόν; Θα θελήσουν, επί τέλους, να μας αναγνωρίσουν ως δούλους του Θεού, συμμορφούμενοι με την εντολήν του ιδιαιτέρως παρ’ αυτών τιμωμένου Αποστόλου Παύλου, του μετ’ αγανακτήσεως ερωτώντος αυτούς, «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει η πίπτει. Σταθήσεται δε· δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν» (Ρωμ. ιδ΄ 4).

Αλλά, δια να συντομεύσωμεν τον λόγον, θα ερωτήσωμεν αυτούς έτι, αφού μας ανεγνώρισαν Ορθοδόξους (καίτοι δεν είχομεν και ανάγκην τοιαύτης αναγνωρίσεως), διατί έρχονται προς ημάς, ως λέγει ο Κύριος, εν ενδύμασι προβάτων, έσωθεν δε εισι λύκοι άρπαγες, ενεδρεύοντες τα γνήσια του Κυρίου ποίμνια; Αλλ’ έστι δίκης οφθαλμός, ως έλεγον οι πορόγονοί μας. Κλίνομεν το γόνυ και εξοομολογούμενοι ως αμαρτωλοί και ημείς, δοξολογούμεν τον Κύριον δια την εν ταις ημέραις ημών γενομένην υπέρ ημών θαυμασίαν αλλοίωσιν της δεξιάς Του, ότι τας καθ’ ημών παγίδας του εχθρού συνέτριψεν ανεπανορθώτως και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν, «ουκ αφήσας την ράβδον των αμαρτωλών επί τον κλήρον των δικαίων», κατά τον ψαλμωδόν.

Ήδη ανοίγομεν τας αγκάλς ημών και δεχόμεθα τους τελεσιδίκως κρίναντας εχθρούς ημών ως Ορθοδόξους και καλούντες αυτούς, λέγομεν «επεφάνη ήδη και πάλιν η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδαν και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2, 11 και εξής).

***

Εν επιλόγω δέον όμως να σημειωθή, ότι η πράξις της άρσεως του αφορισμού εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου ουδεμίαν ισχύν έχει δια την Οικουμενικήν ορθόδοξον Εκκλησίαν. Ο αφορισμός της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ως αιρετικής τυγχάνει πράξις πανορθόδοξος, ως επικυρωθείσα κατά τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, και επομένως ούτος μόνον δια Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται να αρθή.

Δημιουργία αρχείου: 10-10-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 10-10-2008.

ΕΠΑΝΩ