Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ενότητες: Παπισμός και Οικουμενισμός

1ο μέρος της εργασίας // Ο Παπισμός είναι ΑΙΡΕΣΗ // Τα πραγματικά αίτια του σχίσματος

Μέρος 2ο

«Oυ δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι»

Προσεγγίζοντας την  κατ’ οικονομία  πράξη της Εκκλησίας

 

Τι  σημαίνει «συνεύχεσθαι»;  Γιατί «ου δει συνεύχεσθαι»;

 

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος

 

 

Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών.

Το παρόν άρθρο αποτελεί το 2ο μέρος της έρευνας για τη συμπροσευχή.

(Δείτε το 1ο μέρος)

Στις προηγούμενες παραγράφους1 είδαμε ότι σύμφωνα με την κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας η συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, τα δε επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες για τους παραβάτες είναι πολύ βαριά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς.

 

Όμως «τα εκκλησιαστικά πράγματα θεωρούνται κατά δύο τρόπους, κατ’ ακρίβεια και κατ’ οικονομία, και όταν δεν μπορούν να γένουν τα κατά ακρίβειαν, γίνονται τα κατά οικονομίαν» τονίζει χαρακτηριστικά ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεοςi συγκεφαλαιώνοντας την μακραίωνη ποιμαντική παράδοση της Εκκλησίας μας.

 

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: μήπως κάποιες φορές «κατ’ οικονομία»ii επιτρέπεται η συμπροσευχή, χωρίς να έχουμε παράβαση των Ι. Κανόνων και χωρίς να επικρέμανται οι κανονικές συνέπειες;


 

1. Η Εκκλησιαστική Οικονομία και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της

Κατά τον καθηγητή του Κανονικού Δικαίου και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) «οικονομία είναι ή έστιν ότε εξ ανάγκης ή χάριν μείζονος ωφελείας τινων ή της καθ’ όλου Εκκλησίας αρμοδίως και υπό ορισμένας προϋποθέσεις επιτρεπομένη προσωρινή ή μόνιμος εκ της «ακριβείας» απόκλισις, εφ’ όσον ταυτοχρόνως παραμένει αλώβητος η ευσέβεια και η του δόγματος ακεραιότης» iii

Με άλλα λόγια η οικονομία είναι θεσμός του Κανονικού Δικαίου που «δεν αποσκοπεί εις την κατάλυσιν της κανονικής τάξεως και της εν γένει παραδόσεως της Εκκλησίας, αλλά εν εσχάτη αναλύσει εις την εμπέδωσιν αυτής»iv. Δεν είναι λοιπόν περιφρόνηση και αναίρεση της κανονικής τάξεως, καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσίαv, αλλά «καρπός της ποιμαντικής και θεραπευτικής διακονίας της Εκκλησίας». vi Η χρήση της μάλιστα δεν περιορίζεται στα όρια του Κανονικού Δικαίου, καθώς είναι ευρύτατη – από την Αποστολική ακόμα εποχή – για όλο το φάσμα της Εκκλησιαστικής ζωής (λατρεία, διοίκηση, ποιμαντική)vii. Τα όρια στην εφαρμογή της βρίσκονται σε θέματα «εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται»viii και κατά τον Αλεξανδρείας Ευλόγιο «ότε το δόγμα της ευσεβείας ουδέν παραβλάπτεται. ου συγχωρεί δε συγκατάβασις εις τα της Ορθοδόξου πίστεως. … (του δόγματος) γαρ ακράτου και ακαπηλεύτου μένοντος, η οικονομία περί των τε έξωθεν αυτού χώραν ευρίσκει συνίστασθαι»,ix.

Η εκκλησιαστική οικονομία πηγάζει από το πνεύμα της αγάπης και του ελέους του Θεού προς τον άνθρωπο και θεμελιώνεται στη θεία ενανθρώπηση και το όλο απολυτρωτικό έργο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. x Μάλιστα ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Άγ. Νικόλαος ο Μυστικός διευρύνει την οικονομία λέγοντας: «οικονομία εστί μίμησις της θείας φιλανθρωπίας»xi.

Παρά την ευρύτατη χρήση της όμως δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες για την εφαρμογή της,xii αλλά μόνο ένα πλαίσιο εντός του οποίου ο ασκών την οικονομία οφείλει να ενεργεί xiii. Αυτό ενέχει τον σοβαρότατο κίνδυνο να παρεκκλίνει κάποιος στην αυθαιρεσία και την παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως εξ απροσεξίας ή και σκοπιμότητος πολύ εύκολα με συνέπειες σοβαρές για την εκκλησιαστική ζωή. Επ’ αυτού σημειώνει ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος: «ουχί σπανίως οδηγεί εις κατακριτέας καταχρήσεις, πολλάς τη Εκκλησία προξενούσας ζημίας, ουδείς δύναται να αμφισβητήση, ουχί δε σπανίως η κατάχρησις αύτη γίνεται επί σκανδαλισμώ και συνεπώς εξεγέρσει της χριστιανικής κοινωνίας». xiv


 

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι για να εφαρμοσθεί η οικονομία μεταξύ άλλων:


 

1. Πρέπει να υπάρχει αδήριτος ανάγκη ώστε εκ της παραλείψεως της εφαρμογής της να απειλείται σοβαρή πνευματική ζημιά,xv ή να επιδιώκεται η επίτευξη ωφελείας για τα μέλη ή το σύνολο της Εκκλησίας που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί, καθότι «η Εκκλησία εφαρμόζουσα την οικονομίαν αποβλέπει εις την μείζονα πνευματικήν ωφέλειαν, ήτις δύναται να προέλθη εκ της εφαρμογής ταύτης»xvi

 

Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Κύριλλος Δ΄ σημειώνει: «οι πνευματικώς προϊστάμενοι μεταχειρίζονται εξ ανάγκης ενίοτε οικονομίαν και συγκατάβασιν, εν οις η ευσέβεια ου λυμαίνεται, δια να αποφύγωσι τα μεγαλύτερα κακά και τα επακολουθούντα και επηρτημένον τοις χριστιανοίς ψυχικόν όλεθρον και τούτο πάλιν να γίνηται με στοχασμόν ακριβή και όσον είναι αναγκαία και εύλογος οικονομία και συγκατάβασις, δια να μη γίνηται απλώς και ως έτυχε παράλυσις και ανατροπή εις τας εγγράφους νομικάς διατάξεις και κεκρατηκυίας εκκλησιαστικάς παραδόσεις και συνηθείας και ακολούθως πρόσκομμα ειπείν και απώλεια». xvii


 

2. Οι κατ’ οικονομία ενεργούντες οφείλουν να ενεργούν «εν πλήρει συναισθήσει, ότι τούτο απετέλει παρέκκλησιν από της «ακριβείας» xviii. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση της οικονομίας δεν δημιουργεί εθιμικό κανόνα δικαίου που να αναιρεί την κατ’ ακρίβεια πράξηxix. Κατά συνέπεια με την οικονομία δεν περιφρονείται, αλλά μάλλον κρατύνεται έτι πλέον η ισχύς των Ι. Κανόνων: «ο προβαίνων εις την εκκλησιαστικήν οικονομίαν πράττη τούτο διατηρών αμείωτον τον προς την καθεστηκυίαν εκκλησιαστικήν τάξιν σεβασμόν … Εντεύθεν εξηγείται η προσπάθεια των όντως κατ’ οικονομίαν ενεργούντων, όπως υπογραμμίσουν, ότι τα υπ’ αυτών λαμβανόμενα μέτρα δεν παραβλάπτουν το κύρος των Ι. Κανόνων και των Πατερικών Διατάξεων»xx

Όταν η οικονομία χορηγείται εγγράφως είναι σύνηθες να μνημονεύεται στο έγγραφο η κατ’ ακρίβεια πράξη και διδασκαλία της Εκκλησίας καθώς και οι λόγοι που επιβάλλουν την παρέκκλιση από αυτήxxi. Συνεπεία των ανωτέρω, ο ενεργών κατ’ οικονομίαν οφείλει να κατανοεί και να απονέμει το δέοντα σεβασμό στους θέλοντας την ακρίβεια. Οι επιζητούντες την ακρίβεια δεν νοείται να στιγματίζονται με ακραίους χαρακτηρισμούς εξ αυτού και μόνου του λόγου, αλλά αντιθέτως κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίοxxii «η Εκκλησία ως αληθής μητέρα «επαινεί σφόδρα (τους) μετά τοσαύτης ακριβείας θέλοντας ζειν» όπως σημειώνει ο Άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας xxiii.

Αντίθετα, όταν δεν πληρούται η ανωτέρω προϋπόθεση, αλλά «ει τις των δοκούντων τοις θεοφόροις Πατράσι σαλεύει τι, ουκ έστι τούτο οικονομία κλητέον, αλλά παράβασις και προδοσία δόγματος και περί το θείον ασέβεια» λέει κατηγορηματικά ο Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας. xxiv.


 

3. Για να θεωρείται η απόκλιση από την ακρίβεια ως εκκλησιαστική οικονομία θα πρέπει να «χορηγείται με μεγάλη περίσκεψη και σύνεση»xxv ώστε να μην δημιουργεί περισσότερα προβλήματα στο Σώμα της Εκκλησίας από όσων επιδιώκει τη θεραπεία. xxvi


 

4. Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητο, η συνείδηση της Εκκλησίας να αποδέχεται την απόκλιση από την ακρίβεια ως κατ’ οικονομία γενομένη. Διότι τελικός κριτής επί της γης όλων των αποφάσεων των εκκλησιαστικών οργάνων είναι «Η ΚΟΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ»xxvii – κλήρου και λαού. Κατά τον Μ. Βασίλειο «αι περί τας εκκλησίας οικονομίαι γίνονται μεν παρά των πεπιστευμένων την προστασίαν αυτών, βεβαιούνται δε παρά των λαών». xxviii Δεν πρέπει να μας διαφεύγει αυτό που τονίζει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ότι αυτή η συνείδηση της Εκκλησίας «και αυτής της οικουμενικής συνόδου ανωτέρα είναι»xxix, γι’ αυτό και χαρακτήρισε ως ληστρικές και άκυρες ακόμα και Συνόδους οι οποίες πληρούσαν όλα τα κριτήρια και είχαν συγκροτηθεί ως Οικουμενικές (βλ. Φερράρας-Φλωρεντίας). «Υπεράνω της υπό των νόμων και των ιερών κανόνων παρεχομένης αρμοδιότητος, υπάρχει η ηθική αρμοδιότης του συνόλου πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία είναι αδέκαστος … Διατάξεις αι οποίαι προβλέπουν περί «κατ’ οικονομίαν» ενεργειών της Εκκλησίας … δέον όπως αύται ευρίσκωνται εν αρμονία προς την καθολικήν της Εκκλησίας συνείδησιν, η οποία και εν προκειμένω, καθοδηγουμένη υπό του Αγίου Πνεύματος, αποτελεί το ύπατον επί της γης περί της «εκκλησιαστικής οικονομίας» κριτήριον». xxx Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου συγκεφαλαιώνουν την εκκλησιαστική παράδοση: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγομένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» xxxi


 

Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω το περιστατικό που συνέβη επί Πατριαρχίας του Κπόλεως Γερμανού Β΄ (1222-1240), όταν η Πατριαρχική Σύνοδος θέλησε να φανεί προς στιγμήν επιεικής και να επιτρέψει στη Κυπριακή Ιεραρχία «κατ’ οικονομίαν» να συμμορφωθεί με ορισμένους όρους που έθεσαν οι Λατίνοι κατακτητές. Μόλις έγινε γνωστή η απόφαση εξοργισμένα πλήθη κληρικών, μοναχών και λαϊκών εισόρμησαν στην αίθουσα της συνεδριαζούσης Συνόδου και αφού δήλωσαν ότι τη συμμόρφωση αυτή τη θεωρούν άρνηση της πίστεως απαίτησαν από τον Πατριάρχη την ανάκληση της αποφάσεως. Η Πατριαρχική Σύνοδος σεβομένη την συνείδηση του πιστού λαού ανακάλεσε την κατ’ οικονομία ληφθείσα απόφασή της!xxxii

 

Είναι λοιπόν απολύτως σαφές ότι όταν δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις έχουμε «νόθο»,xxxiii «άτοπον»xxxiv «κακή και επίπλαστο» οικονομία, «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα», κατά τον όσιο Θεόδωρο Στουδίτη. xxxv

 


 

2. Συμπροσευχή με αιρετικούς και εκκλησιαστική οικονομία

Έχει ήδη αναφερθεί ότι η οικονομία δεν περιορίζεται μόνο στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, αλλά, όπως σημειώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «το θέμα της οικονομίας δεν είναι απλώς θέμα πειθαρχίας και τάξεως του Κανονικού Δικαίου, αλλ’ έχει και μίαν θεολογικήν και δη εκκλησιαστικήν διάστασιν, ήτις ουδόλως είναι δυνατόν να παροραθή. Εντός των πλαισίων της εκκλησιολογικής ταύτης διαστάσεως της οικονομίας, επιδιώκεται η εφαρμογή αυτής εις τας σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τους εκτός αυτής ευρισκομένους Χριστιανούς»xxxvi.

Ασφαλώς στα πλαίσια της παρούσας εργασίας δεν είναι δυνατόν να εξετασθεί στην πληρότητά του το ερώτημα της εκκλησιαστικής οικονομίας στις διαχριστιανικές σχέσεις (πχ. αναγνώριση «μυστηρίων»xxxvii, intercommunion, εισδοχή αιρετικών, επανένωση στην μία Εκκλησία, διατύπωση δογμάτων), αλλά θα περιοριστούμε αυστηρά στο επιτρεπτό ή μη της συμπροσευχής με τους ετεροδόξους.

Μελετώντας τα σχετικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και των εγκρίτων κανονολόγων εύκολα διαβλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να εφαρμόσουν πολλαπλώς την οικονομία όταν κάποιος αιρετικός αρνηθεί την πλάνη και θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία,xxxviii ενώ αντίθετα είναι εξαιρετικά φειδωλοί έως και εντελώς αρνητικοί στη χρήση της οικονομίας για τη συμπροσευχή με αιρετικούς.

Μάλιστα είναι πολύ πιο αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση της μεταβάσεως των Ορθοδόξων σε Ναό αιρετικών για συμπροσευχή μαζί τους σε οποιαδήποτε περίπτωση και ανάγκη, ενώ ορισμένοι είναι κάπως ανεκτικοί και κατ’ οικονομία δέχονται τους αιρετικούς να παρίστανται στην Ορθόδοξη λατρεία. Πάντως ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η οποιαδήποτε συμμετοχή των αιρετικών στη λατρευτική πράξη. Η κατ’ οικονομίαν ανεκτική αυτή στάση των Ορθοδόξων ποιμένων έχει καθαρά ποιμαντική προοπτική: «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν»xxxix


 

Ας δούμε πιο αναλυτικά ορισμένες περιπτώσεις:

1.      Μήπως «η στενοχωρία του τόπου» επιτρέπει την κατ’ οικονομίαν συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! λέει ο Πατριάρχης Αντιοχείας και «των ιερών κανόνων διασημότατος εξηγητής»xl Θεόδωρος Βαλσαμών. Σε ερώτηση του Αλεξανδρείας Μάρκου εάν λόγω της «στενοχωρίας του τόπου», δηλ. της ελλείψεως επαρκούς αριθμού Ορθοδόξων Ναών και της πληθώρας των αιρετικών, «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών … εις την εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν;» ο Βαλσαμών αφού παραθέτει τους κανόνες ΞΔ΄ των Αγ. Αποστόλων και Στ΄, ΛΓ΄ και ΛΔ΄ της εν Λαοδικεία επισημαίνει: «Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς. Δια τοι τούτο και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία Ορθοδόξων ή αιρετικών, ή οπουδήποτε συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς … αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά των ρηθέντων κανόνων περίληψιν» και καταλήγει «η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της Ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα». xli

2.      Όταν δεν υπάρχει ορθόδοξος Ναός επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! απαντά ο Πατριάρχης Κπόλεως Αγ. Νικηφόρος ο Ομολογητής προτείνοντας μία διέξοδο στο πρόβλημα της μη υπάρξεως Ορθοδόξων Ναών: επιτρέπει, αν υπάρχει ανάγκη, να χρησιμοποιείται Ναός που έχει καθιερωθεί από αιρετικούς, αλλά θα πρέπει ο Ναός αυτός να αντιμετωπίζεται ως «κοινός οίκος»: «τας Εκκλησίας τας υπό των αιρετικών ενθρονισθείσας, παρακελευόμεθα ως εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην εισιέναι και ψάλλειν, πήξαντας εν μέσω Σταυρόν. εν δε τω θυσιαστηρίω, μήτε εισέρχεσθαι, μήτε θυμιάν, μήτε ευχήν επιτελείν, μήτε κανδήλαν ή λύχνον άπτειν»xlii. Προκύπτει αστασίαστα ότι και αυτός δεν συγχωρεί την συμπροσευχή με αιρετικούς, αλλά τη χρησιμοποίηση του Ναού τους ως απλού χώρου για την τέλεση Ορθοδόξου ακολουθίας. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται σήμερα στη διασπορά, όπου χρησιμοποιούνται χώροι λατρείας ετεροδόξων, αλλά με τη χρήση ιερού αντιμηνσίου για την τέλεση Ορθοδόξου Θ. Λειτουργίας, όπως θα χρησιμοποιείτο το αντιμήνσιο «εις κοινόν οίκον κατά ανάγκην».

3.      Μήπως «βίας επειγούσης» επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν η συμπροσευχή με αιρετικούς;

Όχι! ισχυρίζεται ο Νικηφόρος Γρηγοράς (ιδ΄αι. ). Στην ερώτηση του μαθητού του Αγαθαγγέλου «ει εξείη … των ετεροδόξων ενίοις συνεύχεσθαι και βίας επειγούσης» απαντά κατηγορηματικά: «Βέλτιον εν υπαίθροις και ερημίαις και όρεσι ακίβδηλον Θεώ προσάγειν τον ύμνον ή δυσσεβών κοινωνία χρωμένους χρυσώ κεκοσμημένοις και πλακών στιλπνότητι προσέχειν τεμένεσιν»,xliii δηλαδή καλύτερα στην ύπαιθρο, στις ερημιές και στα βουνά να προσφέρουμε γνήσια και ανόθευτη λατρεία στο Θεό, παρά έχοντας επικοινωνία με τους δυσεβείς αιρετικούς να πηγαίνουμε στους μεγαλοπρεπείς και χρυσοστόλιστους Ναούς τους!

4.      Ο Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος προτρέπει τους χριστιανούς που είναι «δυνατοί και θερμοί και σταθεροί στην Πίστη» και προσκαλούνται από αιρετικούς που τους σέβονται και τους ευλαβούνται, κατ’ οικονομία να διατηρούν επικοινωνία μαζί τους ακόμα και να συντρώγουν με απώτερο σκοπό να τους ωφελήσουνxliv. Δεν αναφέρει όμως τίποτα σχετικά με τη χρήση της οικονομίας στη συμπροσευχή με τους αιρετικούς.

5.      Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία Ορθοδόξων στους Ναούς αιρετικών και η συμμετοχή στη λατρεία τους;

                                i. Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας, απαγορεύεται η είσοδος σε Ναούς αιρετικών «προσεύξασθαι» ή «ευχής ή θεραπείας ένεκα» (κανών ΞΔ΄ Αγ. Αποστόλων και Θ΄ της εν Λαοδικεία). Κατά συνέπεια, όχι μόνο κατ’ οικονομίαν αλλά και κατ’ ακρίβεια δεν απαγορεύεται «η παρακολούθησις της λατρείας των ετεροδόξων εκ μέρους απλών μελών της Ορθοδόξου Εκκλησίας (η οποία) θα ηδύνατο να ερμηνευθή και ως πράξις φιλοφροσύνης»xlv ή για εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους.

                                ii. Ο Αγ. Νικηφόρος Ομολογητής αναφέρει ότι επιτρέπεται η είσοδος εις τα «κοιμητήρια αγίων», ήτοι εις τα Μαρτύρια, έστω και αν αυτά κατέχονται υπό αιρετικών, για την προσκύνηση των Ι. Λειψάνων και όχι για την συμπροσευχή με τους αιρετικούς, «ει μη τι αν εξ ανάγκης, κατά μόνον το ασπάσασθαι το του Αγίου λείψανον η είσοδος γένοιτο». xlvi

                                 iii. Ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος (μέλος της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας) λέει χαρακτηριστικά: «εγώ ότε εις ναόν εισέλθω Λατίνων, ου προσκυνώ τινά των εκείσε αγίων, επεί ουδέ γνωρίζω τινά. Τον Χριστόν ίσως μόνον γνωρίζω, αλλ’ ουκ οίδα πως περιγράφεται, αλλά ποιώ τον σταυρόν μου και προσκυνώ. Τον σταυρόν ουν, ον αυτός ποιώ, προσκυνώ και ουχ έτερον τι των εκείσε θεωρουμένων μοι». xlvii

6.      Σε ποιες όμως περιπτώσεις κατ’ οικονομίαν επιτρέπεται η παρουσία αιρετικών στην Ορθόδοξη λατρεία μας;

Επαναλαμβάνουμε ότι ενώ για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λατρεία των αιρετικών η κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι κατηγορηματικά αρνητική, εν τούτοις είναι πιο διαλλακτική στην κατ’ οικονομίαν είσοδο των αιρετικών σε Ορθοδόξους Ναούς:

         i.            Η κατ’ ακρίβεια πράξη, όπως προελέχθη, απαιτεί την συμμετοχή στη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας μας μόνο των μελών της και όχι των αβαπτίστων ή αιρετικών. Κατ’ οικονομίαν όμως έχει επιτραπεί αιρετικοί ή και μη Χριστιανοί να παρακολουθούν την Ορθόδοξη λατρεία – ακόμα και τη Θ. Λειτουργία – όταν υπάρχει εκ μέρους τους διάθεση γνωριμίας της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η παρακολούθηση της Θ. Λειτουργίας στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από την αντιπροσωπεία των ειδωλολατρών Ρώσων και ο εκχριστιανισμός στη συνέχεια ολοκλήρου του Ρωσικού λαού.

        ii.            Επίσης, ο Ι. Χρυσόστομος προσκαλεί τους αιρετικούς στο Ναό όπου ομιλούσε με την ελπίδα της επιστροφής τους στην αλήθεια της Εκκλησίας: «ενταύθα μοι τον αιρετικόν κάλει. Εάν τε παρή, εάν τε μη παρή. Εάν τε γαρ παρή παρά της ημετέρας φωνής παιδευέσθω. Εάν τε μη παρή, δια της υμετέρας ακροάσεως μανθανέτω». xlviii

        iii.            Διευρύνοντας την προαναφερθείσα πρόταση του Αγ. Νικηφόρου του Ομολογητού για την είσοδο σε Ναούς αιρετικών προς προσκύνηση των εκεί ευρισκομένων Ι. Λειψάνων, μπορούμε να δεχθούμε ότι επιτρέπεται και η είσοδος των ετεροδόξων σε Ορθοδόξους Ναούς προς προσκύνηση των Ι. Λειψάνων τα οποία φυλάσσουμε και τα σέβονται και αυτοί. Μία τυχόν απαγόρευση της εισόδου και προσκυνήσεως των Ι. Λειψάνων θα ήταν ασφαλώς μακριά από το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα. Και ασφαλώς όταν οι ετερόδοξοι «επιστρέφουν» στην Εκκλησία μας Ι. Λείψανα λόγοι φιλοξενίας καθώς και ευχαριστίας επιβάλλουν την κατ’ οικονομία παρουσία τους στις σχετικές εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, ασφαλώς χωρίς ενεργό λειτουργική συμμετοχή στην Ορθόδοξη λατρεία μας.

          iv.            Οι Πατριάρχες Κπόλεως Γεννάδιος Σχολάριοςxlix και Ιεροσολύμων Δοσίθεοςl και ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Δημήτριος Χωματιανόςli αναφερόμενοι σε όσους εκ των αιρετικών έρχονται με σεβασμό να παρακολουθήσουν την Ορθόδοξη λατρεία μας και ζητούν την ευλογία μας, προτείνουν να μην τους αποπέμπουμε, αλλά αντιθέτως να τους προσφέρουμε και αντίδωροlii και τον αγιασμό μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεννάδιος ενώ επιτρέπει στους Ορθοδόξους να δίδουν την ευλογία σε αιρετικούς, τους αποτρέπει όμως να ζητούν την ευλογία και τον αγιασμό των αιρετικών! «Αρκετόν ουν εστίν, ότι υμείς ου ζητείτε ουδέ αγιασμόν παρ’ αυτών, διότι εισίν ετερόδοξοι κεχωρισμένοι». Ο Αχρίδος Δημήτριος αισθάνεται την ανάγκη να αιτιολογήσει την πρότασή του αυτή λέγοντας ότι «η τοιαύτη συνήθεια δύναμιν έχει κατά μικρόν μεθελκύσαι αυτούς καθόλου προς τα καθ’ ημάς ιερά ήθη και δόγματα». liii

        v.            Μία άλλη περίπτωση όπου αιρετικοί επιτρέπεται κατ’ οικονομία να συμμετέχουν σε Ορθόδοξη Ακολουθία έχουμε στην κατ’ οικονομία τέλεση Εξοδίου Ακολουθίας και ταφής ετεροδόξου υπό Ορθοδόξου Ιερέως, όταν δεν υπάρχουν ποιμένες του δόγματος του κεκοιμημένου,liv καθώς και κατά την τέλεση του μυστηρίου του Γάμου, όταν το ένα μέλος τυγχάνει ετερόδοξο (μικτός Γάμος). lv

         vi.            Ασφαλώς σήμερα με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών όλο και συχνότερα και στις ενορίες παρατηρείται προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη λατρεία. Οι σκέψεις του αειμνήστου π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου αποτελούν την πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπιση από τους υπευθύνους ποιμένες: «αν … θελήση αιρετικός τις να εισέλθη, τότε βεβαίως δεν θα διακόψωμεν την λατρείαν, ούτε θα καλέσωμεν την Αστυνομίαν. Θα συνεχίσωμεν την λατρείαν και μετά το πέρας αυτής θα πλησιάσωμεν τον ετερόδοξον και μετ’ ευγενείας θα είπωμεν εις αυτόν τι λέγουσιν εν προκειμένω οι ιεροί κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα υποδείξωμεν ότι άλλοτε οφείλει να φέρηται προς αυτούς μετά σεβασμού. Ημείς ουδέποτε θα εισέλθωμεν εις ετερόδοξον Ναόν εν ώρα λατρείας, τηρούντες εν απολύτω ακριβεία τους ι. Κανόνας. Περί την είσοδον όμως ετεροδόξων ετεροδόξων εις τους ημετέρους Ναούς μικρά τις ελαστικότης, εν τω πνεύματι της εκκλησιαστικής οικονομίας, δεν βλάπτει»lvi.


 

3. Εξαιρέσεις από την κανονική παράδοση

Εξαίρεση στην ομόφωνη στάση των εκκλησιαστικών συγγραφέων σχετικά με την κατ’ ακρίβεια ή κατ’ οικονομία απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς αποτελούν οι κατά τα τέλη του ιβ΄ αι. κανονολόγοι Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος (Βουλγαρίας) Δημήτριος Χωματιανός ή Χωματηνός και ο Ιωάννης Κίτρου. Πιο συγκεκριμένα:

1. Κατά τον Δημήτριο Χωματιανόlvii:

α. είναι αποδεκτή η χειροτονία Ορθοδόξου κληρικού από αιρετικό Επίσκοπο: «αιρετικών … χειροτονίαι τοις Ορθοδόξοις δεκταί εισί, κατά την των Πατέρων παράδοσιν, Ορθοδόξων ή όντων ή γινομένων των υπ’ αυτών χειροτονουμένων» lviii!

β. δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα Ορθόδοξοι κληρικοί ή λαϊκοί να προσεύχονται σε Ναούς των Λατίνων και να απονέμουν τιμητική προσκύνηση στους Αγίους τους («εν οις (Λατίνων Ναοίς) ημέτεροι εισερχόμενοι εκ τε της ιερατικής μερίδος και της λαϊκής, προσευχάς τε ποιούνται προς τον Θεόν, και τοις εν αυτοίς τιμωμένοις αγίοις την σχετικήν προσκύνησιν και τιμήν απονέμουσιν . και πρόκριμα εντεύθεν ουδόλως υφίστανται, εφ’ οις δηλαδή υπό τους Λατίνους εισί ναοίς»lix

γ. η άποψη ότι δεν επιτρέπεται η μετάδοσις της Θ. Κοινωνίας σε Λατίνους (την οποία υποστηρίζει ο Βαλσαμών) δεν είναι αποδεκτή ως «οία πολύ εχούση το απηνές και ιταμόν και μη προσήκον μέμψει Λατινικών τύπων τε και εθών». lx

δ. δεν προτείνεται το Κοινό Ποτήριο διότι «αδύνατος εφ’ εκατέροις έσται η των οικείων εθών παράβασις,»lxi. Δηλαδή απλώς είναι θέμα διαφοράς εθίμων και τίποτα περισσότερο …


 
Αιτιολόγηση της στάσεως του Χωματιανού.

α. Ο Χωματιανός παρουσιάζεται ως αποδεχόμενος ότι μοναδική σοβαρή διαφορά με τους Λατίνους είναι «η εν τω της Πίστεως Συμβόλω καινοτομία, ην εποιήσαντο». Οι λοιπές διαφορές υπάγονται στα «έθη … (τα) εμπαγέντα ταις δυτικαίς Εκκλησίας . ων ουδέν διασπάν ημάς δύναται». lxii

β. Είναι προφανές λοιπόν ότι παρότι είναι ιδιαίτερα αυστηρός για την πλάνη του filioque, δεν θεωρεί τους Λατίνους αιρετικούς,lxiii διότι «πολλοί των ελλογίμων … φασίν, ου διεγνώσθησαν ταύτα συνοδικώς . και ουδ’ αυτοί, ως αιρεσιώται, απόβλητοι δημοσία γεγόνασιν . αλλά συνεσθίουσιν ημίν και συνεύχονται». Για τον Χωματιανό υπάρχουν απλώς κάποιες μη ουσιώδεις εθιμικές διαφορές που ορισμένοι τις δικαιολογούν «τω ακαμπεί του έθνουςlxiv φρονήματι» ή «το του έθνους ειδότες σκληρόν και αγέρωχον και βαρβάροις ως τα πολλά συναναχρωννύμενον ήθεσιν»lxv.

γ. Οι απόψεις αυτές του Χωματιανού αποτελούν το θεολογικό υπόβαθρο της επιεικούς και ανεκτικής στάσεώς του έναντι των Λατίνωνlxvi. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι δεν τις τεκμηριώνει στην κανονική και λοιπή εκκλησιαστική παράδοση, αλλά επικαλείται τις απόψεις κάποιων τους οποίους μάλιστα δεν κατονομάζει, ει μη μόνο τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίαςlxvii: «ένιοι μεν τοι φιλανθρωπότερον το πράγμα χρησάμενοι», «εν οις οι ημέτεροι εισερχόμενοι», «πολλοί των ελλογίμων», «φασίν … φασί». Ο ίδιος αποδέχεται μεν τις απόψεις των «ελλογίμων» και επί τη βάσει αυτών θεμελιώνει το συλλογισμό του, εν τούτοις όμως φαίνεται πως δεν αναπαύεται πλήρως. Γι’ αυτό και πολλές φορές προσφεύγει στην «εκκλησιαστική οικονομία» και θεωρεί αναγκαίο να αιτιολογήσει την άποψή του με πρόσθετη, αλλά τελικώς αντιφατική επιχειρηματολογία, διότι:

Ι. αφού οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί και τα έθη τους είναι αποδεκτά, για ποιο λόγο ο Επίσκοπος όταν προσκαλείται και πηγαίνει «ου προκρινεί τω Αρχιερεί, ως οικονομίαν πεπιστευμένω και μετερχομένω την πρέπουσαν οικονόμοις ψυχών»;

ΙΙ. αφού οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί τι νόημα έχει η τελευταία φράση με την οποία ολοκληρώνει τις σχετικές απαντήσεις του «προτιθέμενοι την οικονομίαν, προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς»;

Είναι προφανές ότι επικαλούμενος την οικονομία για να δικαιολογήσει την λατρευτική επικοινωνία με τους Λατίνους, ουσιαστικά αποδέχεται ότι οι Λατίνοι είναι αν όχι αιρετικοί, τουλάχιστον σχισματικοί, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε κανένα κανονικό πρόβλημα, που να χρήζει την δια της οικονομίας θεραπεία!

δ. Επί πλέον άξια σημειώσεως είναι και η παρατήρηση του Χωματιανού ότι «τινές των Λατίνων ευρίσκονται μη καθόλου διαφερόμενοι προς τα καθ’ ημάς έθη, τα τε δογματικά και τα εκκλησιαστικά, και εισίν, ως αν τις είπει, κατά τούτο επαμφοτερίζοντες»lxviii. Επίσης σημειώνει ότι οι Λατίνοι που προσέρχονται στην Θ. Λειτουργία των Ορθοδόξων και ζητούν «της ενζύμου μεταλαμβάνειν αγίας προσφοράς εξ ημών, δήλον ποιεί, ως, ει μη περιεφρόνουν τα άζυμα, και ως ου περί πολλού ποιούνται το στέργειν αυτοίς, ουκ αν προσήρχοντο τη παρ’ ημών γινομένη των θείων μυστηρίων ιερουργία». lxix Προφανώς κατά τον Χωματιανό στην εποχή του (τέλος ιβ΄ αι) δεν είχε υπάρξει πλήρης διακοπή της επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και δεν είχε παγιωθεί στη συνείδηση των Λατίνων η αίρεση και η πλήρης αποκοπή τους από το Σώμα της Καθολικής Εκκλησίας,lxx ή έστω υπήρχαν κάποιες βάσιμες ελπίδες επανενώσεως των διεστώτων. Σε αυτές λοιπόν τις περιπτώσεις των «επαμφοτεριζόντων» και όσων «περιεφρόνουν τα άζυμα», προτείνει ο Χωματιανός κατ’ οικονομίαν την μετάδοση Αντιδώρου και τη μετάβαση του Ορθοδόξου Αρχιερέως στις συνάξεις τους. Παρ’ όλα αυτά αισθάνεται ασφαλώς την ανάγκη να αιτιολογήσει την πρότασή του αυτή λέγοντας ότι «η τοιαύτη συνήθεια δύναμιν έχει κατά μικρόν μεθελκύσαι αυτούς καθόλου προς τα καθ’ ημάς ιερά ήθη και δόγματα»lxxi. Σκοπός δε αυτής της κατ’ οικονομίαν συμπεριφοράς, την οποίαν συνιστά και την οποίαν ακολουθούσαν «πολλοί των ελλογίμων», είναι αυτούς στους οποίους δεν είχε παγιωθεί η πλάνη και η αίρεση και ήσαν επαμφοτερίζοντες και διακείμενοι θετικά έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας «προτιθέμενοι την οικονομίαν προς το μη καταβαλείν, αλλά κερδήσαι ηρέμα και κατά μικρόν τους αδελφούς, υπέρ ων ο κοινός Σωτήρ και Δεσπότης ημών το εαυτού αίμα εξέχεεν». lxxii

Συνοψίζοντας για την στάση του Αχρίδος Δημητρίου Χωματιανού μπορούμε να πούμε ότι είναι πολύ επιεικής και ανεκτικός έναντι των Λατίνων, αφ’ ενός λόγω της γενικότερης επιείκειάς του «εν τη απονομή του δικαίου, δια τας έστιν ότε τολμηράς του ερμηνείας»lxxiii και αφ’ ετέρου λόγω της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που ζούσε, οπότε δεν υπήρχε πλήρης και τελεία η δογματική απόκλιση και εκκλησιαστική διακοπή της κοινωνίας της Λατινικής από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία lxxiv. Στόχος του ήταν στην κρίσιμη αυτή περίοδο να αποφύγει την περαιτέρω διάσταση και να προσελκύσει όσους δεν είχαν ακόμα αποσχισθεί πλήρως από τους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Το ποιμαντικό αυτό κίνητρο τον οδήγησε και σε ακραίες και αστήρικτες θεολογικά αντιλήψεις οι οποίες ουδέποτε απέκτησαν κανονικό κύρος στην Εκκλησία, ούτε ασφαλώς έτυχαν κάποιας, έστω και μικρής εφαρμογής στη ζωή της (περί της Θ. Κοινωνίαςlxxv, του εγκύρου της χειροτονίας Ορθοδόξων υπό αιρετικών επισκόπων, περί συμπροσευχής με αιρετικούς, ότι οι Λατίνοι δεν είναι αιρετικοί κοκ). lxxvi

2.      Ο Ιωάννης Κίτρουlxxvii σε ερώτηση του Κωνσταντίνου Καβάσιλα Αρχιεπισκόπου Δυρραχίου, αν επιτρέπεται να ενταφιάζονται Ορθόδοξοι σε Λατινικούς Ναούς και να ψάλλεται η νεκρώσιμος από κληρικούς Ορθοδόξους και Λατίνους μαζί, απαντά ότι «ουκ απάδον τοίνυν, ουδέ τη ευσεβεία οπωσούν λυμαινόμενον, το θάπτεσθαι Λατίνους εν Ρωμαϊκοίς Ναοίς και ψάλλεσθαι ομοθυμαδόν παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων ιερουργών νεκριμαία Λατίνων και Ρωμαίων», διότι «ούτε γαρ ο τόπος τους απελθόντας, παρά Θεώ ποιεί αποβλήτους. και η επ’ αυτοίς ψαλμωδίας των Λατίνων ουκ έστιν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών». lxxviii

Η ανωτέρω άποψη του Ιωάννου Κίτρου ελέγχεται ως ιδιαιτέρως προβληματική από κανονικής απόψεως διότι:

α.α. Ο Ιωάννης Κίτρου ασχολείται κυρίως με το ερώτημα αν έχει σημασία για την μετά θάνατον πορεία του ανθρώπου ο τόπος ταφής. Κατηγορηματικώς απαντά ότι αυτό είναι εντελώς αδιάφορο, διότι πολλών Μαρτύρων τα Ι. Λείψανα οι δήμιοί τους «εν τόποις βορβόρου μεστοίς εναπέρριψαν, αλλ’ η δεδομένη τοις αγίοις χάρις, εντεύθεν αλώβητος έμεινε» και αντιθέτως η ταφή πολλών ασεβών μέσα σε Ναούς δεν τους απαλλάσσει της αιωνίου κολάσεως.

β.α. Για το θέμα της τελέσεως εξοδίου ακολουθίας από Λατίνους σε κεκοιμημένους Ορθοδόξους απαντά πολύ επιπόλαια ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα πρόβλημα, διότι «η επ’ αυτοίς ψαλμωδία των Λατίνων ουκ έστιν εθνική, αλλ’ εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών»! Για ένα έγκριτο ερμηνευτή των κανονικών διατάξεων, καθώς και για την εκκλησιαστική τάξη είναι αρκετή μόνο αυτή η προϋπόθεση; Ποιος αιρετικός χρησιμοποιεί στη λατρεία του «εθνικές» προσευχές; Όλων των αιρετικών οι προσευχές «εκ των καθ’ ημάς θείων Γραφών» δεν είναι;

γ. Είναι άξιο παρατηρήσεως ότι ο Ιωάννης Κίτρου ενώ είναι ερμηνευτής κανόνων, τους αγνοεί πλήρως, δεν τον απασχολεί καθόλου, ούτε καν ως απλός προβληματισμός, ούτε καν αναφέρει, ότι οι κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν ρητώς τη συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς! Αναφέρεται σε κοινή ακολουθία «Ρωμαίων και Λατίνων» ως κάτι το εντελώς αυτονόητο και ανεπίληπτο!

δ. Στην αρχή της απαντήσεώς του σημειώνει ότι οι διαφορές μεταξύ ημών και των Λατίνων εντοπίζονται μόνο σε δύο σημεία: κυρίως στο filioque και λιγότερο στα άζυμα. Όλα τα λοιπά «κοινά τούτοις εισί και ημίν» («η της Γραφής ανάγνωσις, … και αι προσευχαί και αι μελωδίαι, και οι θείοι Ναοί, και αι προσκυνήσεις του τε τιμίου Σταυρού και των αγίων εικόνων»). Προφανώς δεν θεωρεί τους Λατίνους όχι μόνο ως αιρετικούς, αλλ’ ούτε καν ως σχισματικούς! Γι’ αυτό και η κανονική απαγόρευση «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» δεν τον αφορά και δεν τη σημειώνει στον προβληματισμό του!

ε. Σημειώνουμε με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο Ιωάννης Κίτρου δεν επικαλείται την κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας για να στηρίξει την απάντησή του αυτή, διότι δεν αισθάνεται ότι υπάρχει η κατ’ ακρίβεια απαγόρευση για την συμπροσευχή με τους Λατίνους!

Είναι πρόδηλο ότι οι ανωτέρω απόψεις του Ιωάννου Κίτρου δεν εδράζονται στην παράδοση της Εκκλησίας μας και στερούνται οιασδήποτε κανονικής τεκμηριώσεως. Γι’ αυτό και «δεν φαίνεται, ότι η πράξις αυτή επεκράτησε γενικότερον, ουδέ υπάρχει άλλοθεν πόθεν σχετική τις πληροφορία, η οποία επιβεβαιοί τα ανωτέρω, εκτός της υπό του ερωτήσαντος παρεχομένης, κατά την οποίαν εθάπτοντο «Ορθόδοξοι Ρωμαίοι εν Λατινικαίς Εκκλησίαις, ψαλλόμενοι παρά τε Ρωμαίων και Λατίνων εν ταυτώ». lxxix


 

3. Δυστυχώς αργότερα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και Ενετοκρατίας, διαπράχθηκαν σημαντικές εκτροπές από Ορθοδόξους ποιμένες . αναφέρονται μεταξύ άλλων: μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, αναγνώριση του παπικού πρωτείου, μεμονωμένα συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών, χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους ή σε προτεστάντες. Ακόμη και Μητροπολίτες ή μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους! Κατά δε τα μέσα του ιζ΄ αιώνος «τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»!lxxx Όπως αναφέρει ο οσιολ. Μοναχός Βασίλειος Γρηγοριάτης «οι τότε δυσχερείς περιστάσεις σε συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης καταδεικνύουν την άγνοια και την σύγχυση ορισμένων Ορθοδόξων ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, την αλλοίωση του εκκλησιαστικού φρονήματός τους και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους»lxxxi.


 

Ασφαλώς είναι αδιανόητο να ισχυριστεί κάποιος ότι οι ανωτέρω εκτροπές σε εποχές κρίσεως και παρακμής του γένους είναι άξιες μιμήσεως ή μπορεί να αποτελέσουν άλλοθι για μας σήμερα! Άλλωστε, όπως σημειώνει ο π. Βασίλειος Γρηγοριάτης, οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Μάξιμος ο Γραικός) έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την παπική προπαγάνδα, η οποία ωργίαζε με σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους». Ο όσιος Νικόδημος μάλιστα κατέκρινε τους «λατινόφρονες» της εποχής του ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος»,lxxxii όπως τους ωνόμαζε, και εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παραίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών. Άλλωστε δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι μεμονωμένες απόψεις ή και ενέργειες κάποιων Ορθοδόξων (ακόμα και κληρικών) δεν αποτελούν κριτήριο της Αλήθειας της Εκκλησίας, αλλά όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο π. Γ. Μεταλληνός «μόνο των αυθεντικώς ορθοδόξων, δηλ. των θεοπτών Αγίων, οι ενέργειες συνιστούν έκφραση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας»,lxxxiii ο δε Άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης προχωρεί έτι πλέον λέγοντας ότι ακόμα και αποφάσεις συνόδων είναι πιθανόν να μην εκφράζουν την αλήθεια της Εκκλησίας, διότι «Σύνοδοι τοίνυν ου το απλώς συνάγεσθαι ιεράρχας τε και ιερείς, καν πολλοί ώσιν … αλλά το εν ονόματι Κυρίου, εν τη ειρήνη και φυλακή των κανόνων. και το δεσμείν και λύειν ουχ ως έτυχεν, αλλ’ ως δοκεί τη αληθεία και τω κανόνι και γνώμονι της ακριβείας»lxxxiv

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι «όχι μόνον η συλλειτουργία και συνιερουργία αλλά και αυτή η είσοδος εις ετεροδόξους Ναούς, χάριν προσευχής απαγορεύεται «κατ’ ακρίβειαν». «Κατ’ οικονομίαν» δε, συμφώνως προς τας ανωτέρω παρατεθείσας κανονικάς διατάξεις, επιτρέπεται η εις ετεροδόξους ναούς «χάριν προσκυνήσεως των ιερών Λειψάνων» είσοδος, όχι όμως και το συνεύχεσθαι, πολλώ δε μάλλοντο συνιερουργείν ή συλλειτουργείν μετά των ετεροδόξων κληρικών». lxxxv Αντιθέτως ενώ για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στη λατρεία των αιρετικών η κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι κατηγορηματικά αρνητική, εν τούτοις είναι πιο διαλλακτική, όπως προαναφέρθηκε, στην κατ’ οικονομίαν παρουσία των αιρετικών στην Ορθόδοξη Λατρεία. Διότι κατά βάθος είναι η ίδια ποιμαντική της συγκαταβάσεως έναντι των αιρετικών που ακολουθούσαν πάντοτε οι Πατέρες της Εκκλησίας «επινεύσαντος και ενηχήσαντος του Πνεύματος του Θεού, επελεξάμεθα ηπίως και ειρηνικώς διαπράξασθαι μετά των μνημονευθέντων ανθρώπων (των Δονατιστών) … ίνα … ίσως ημών εν ημερότητι συναγόντων τους τα διάφορα φρονούντας, δώσει αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν προς το επιγνώναι την αλήθειαν, και ίνα ανασφήλωσιν οι εκ των του διαβόλου βρόχων αιχμαλωτισθέντες αυτώ εις το αυτού θέλημα» lxxxvi.


 

4. Εκκλησιαστική οικονομία ή «μεθοδία και οικονομία φαύλη» lxxxvii
 

Δυστυχώς όμως τις τελευταίες δεκαετίες όχι μόνο έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι περιπτώσεις συμπροσευχής με τους αιρετικούς, αλλά τείνουν να γίνουν κανόναςlxxxviii. Μάλιστα η ανάπτυξη μιας οικουμενιστικής «εκκλησιολογίας»lxxxix με την οποία γίνεται προσπάθεια «θεολογικής» αιτιολογήσεως της αντικανονικής αυτής πρακτικής, σε συνδυασμό με την πρόταξη στην εκκλησιαστική ζωή μεθόδων και πρακτικών από το χώρο των δημοσίων σχέσεων έχει οδηγήσει σε πρακτικές οι οποίες βαθιά πίκρα αφήνουν στο Λαό του Θεού. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα όσα έγιναν στην τελευταία επίσκεψη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, κατά την Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 30. 11. 2006. Δεν αναφέρομαι στις εκτός του Πατριαρχικού Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου συναντήσεις και εκδηλώσεις (συνομιλίες, κοινό ανακοινωθέν, χαιρετισμός από τον εξώστη κοκ), αλλά στα όσα πραγματοποιήθηκαν εντός του Ναού που ξεπερνούν τα όρια απλής συμπροσευχής με ετερόδοξο:


 

·         Η υποδοχή του Ποντίφικα με το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου».

Μπορεί, αλήθεια, ένας αιρετικός ηγέτης να προσφωνείται με προσλαλιά που έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το πρόσωπο του Κυρίου;

·         Η προσφώνηση ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης και η υπέρ αυτού δέησηxc.

Ασφαλώς στη συνάντηση ο ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θα προσφωνηθεί ως «Πάπας και Επίσκοπος Ρώμης», ιδιότητες τις οποίες, κατά θεολογική ακρίβεια, δεν μπορεί να έχει, αφού είναι αιρετικός. xci Έτσι και οι δύο τίτλοι «Πάπας Ρώμης» και «Επίσκοπος Ρώμης» χρησιμοποιούνται ως termini technici ή έστω ως προσλαλιά φιλοφροσύνης-αβροφροσύνης προς τον φιλοξενούμενο και κοινωνικός τρόπος εκφράσεως, χωρίς θεολογική και εκκλησιολογική σημασία. Με την ίδια έννοια χαρακτηρίζονται και οι ετερόδοξες κοινότητες ως «Εκκλησίες» . όχι κατά εκκλησιολογική ακρίβεια, διότι μία ήταν, είναι και θα είναι η Καθολική Εκκλησία xcii.

Υπάρχει στην παράδοση της Εκκλησίας μας παράλληλα με την ακρίβεια και η ευγένεια και η οικονομία: έτσι ο Άγ. Κύριλλος ενώ καταδικάζει με πολύ αυστηρές εκφράσεις το Νεστόριο για τις πλάνες του τον αποκαλεί «τίμιον»xciii, «τιμιώτατο»xciv, «ευλαβέστατον επίσκοπον»xcv, και τον προσφωνεί με τη φράση «η ση ευλάβεια»xcvi.

Είναι όμως εντελώς διάφορο η εν ώρα Ακολουθίας εντός του Πατριαρχικού Ναού ψαλμωδία ύμνων και μνημόνευση ενός αιρετικού ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης παράλληλα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως! Τα ανωτέρω μπορεί να χαρακτηριστούν ως αβροφροσύνη ή έχουμε έμμεση αναγνώριση της αιρέσεως ως εκκλησίας του Χριστού και του ηγέτου της ως κανονικού Αρχιερέως; Όμως μία τέτοια αντίληψη δεν είναι ξένη στην παράδοση των Πατέρων και δεν ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία;

  • Από την απλή συμπροσευχή στο συλλείτουργο.

Δυστυχώς όμως η συμπροσευχή στην Κωνσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε μία απλή δέηση, αλλά επεκτάθηκε και σε ατελή συλλειτουργία. Κατά την επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία της Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείουxcvii, παραχωρήθηκε στον Πάπα η εκφώνηση της Κυριακής Προσευχής,xcviii τον θυμιάτισαν ως κανονικό Επίσκοποxcix και κυρίως δέχθηκε από τον Πατριάρχη και ανταπέδωσε το λειτουργικό ασπασμόc προ της Αγίας Αναφοράς, πράξεις που μόνο σε συλλειτουργούντες Ιερείς και Αρχιερείς επιτρέπονται!


 

Ας μας επιτραπεί όμως να εκφράσουμε κάποια ερωτήματα:

  • Όταν ιερουργούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ένας κληρικός (Ιερέας, Επίσκοπος, ή ακόμα και προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας) δεν λειτουργεί, αλλά συμπροσεύχεται στο Ι. Βήμα, ο ιερουργών Οικουμενικός Πατριάρχης θα ανταλλάξει το λειτουργικό ασπασμό με αυτόν; Ασφαλώς όχι σύμφωνα με τις λειτουργικές διατάξεις, διότι λειτουργικός ασπασμός νοείται μόνο μεταξύ των συλλειτουργών! Πως τότε δίδεται ασπασμός με τον Πάπα; είναι συλλειτουργών τω Πατριάρχη ο Πάπας;

  • Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε το λειτουργικό ασπασμό – την ύψιστη στιγμή της φανερώσεως της ενότητος εν τη αληθεία και τη αγάπη – διαφορετικά από ότι έχει καθορίσει η λειτουργική μας παράδοσηci (πχ να τον υποβιβάζουμε σε πράξη κοινωνικής αβροφροσύνης και αναστροφής, στη σφαίρα του συναισθήματος ή της εκκλησιαστικής πολιτικής);

  • Ο λειτουργικός ασπασμός είναι αυτόνομη πράξη ή το προαπαιτούμενο ώστε «εν ομονοία ομολογήσωμεν» το Τριαδικό Δόγμα, τη Θεολογία όπως διατυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως; Όταν δεν υπάρχει η ομολογία κοινής πίστεως - αφού δεν υπάρχει κοινή Θεολογία - τι εξυπηρετεί ο λειτουργικός ασπασμός Ορθοδόξου Αρχιερέως και αιρετικού Ηγέτου;

  • Από πότε ένας αιρετικός μπορεί να προσεύχεται εν τη Λατρεία ως κανονικός Ορθόδοξος Χριστιανός;

  • Είναι δυνατόν ένας αιρετικός και μάλιστα ηγέτης αιρέσεως να εκπροσωπεί τον ορθόδοξο λαό εν τη Θ. Λατρεία απαγγέλλοντας την Κυριακή Προσευχή εξ ονόματος του πληρώματος της Εκκλησίας μας;

  • Για να απαγγείλουμε την Κυριακή προσευχή δεν πρέπει να υπάρχει η «ενότητα της πίστεως»; Υπάρχει τέτοια ενότητα με τον Πάπα;

  • Το «Πάτερ ημών» είναι η κύρια προσευχή προετοιμασίας του λαού για «τον επιούσιον άρτον» της Θ. Ευχαριστίαςcii. μπορεί να προσεύχεται μέσα στη Θ. Λειτουργία που τελούν Ορθόδοξοι «δος ημίν σήμερον» τούτον τον Άρτον κάποιος (ο Πάπας), στον οποίο απαγορεύεται ρητά η μετάδοση της Θ. Ευχαριστίας; Τι νόημα έχει μια τέτοια προσευχή;

  • Αφού ο Πάπας δεν παρίστατο απλώς, αλλά συμμετείχε ενεργώς στη Θ. Λειτουργία, γιατί τελικά δεν κοινώνησε; ίσως κάποιος απαντήσει ότι δεν επιτρέπεται από την τάξη της Εκκλησίας μας, αφού είναι ετερόδοξος! Γιατί, τα άλλα που έκανε επιτρέπονταν; Ποια κανονική διάταξη, ποιος Άγιος της Εκκλησίας μας επιτρέπει σε αιρετικό εν ώρα Θ. Λειτουργίας να λέει το Πάτερ ημών, να θυμιατίζεται ως λειτουργών, να ανταλλάσσει λειτουργικό ασπασμό κοκ και του απαγορεύει να κοινωνεί;

  • Πως συμβιβάζονται τα ανωτέρω με τη σαφή θέση του Οικουμενικού μας Πατριάρχου ότι «δεν είναι αποδεκτή η κοινωνία στα μυστήρια, πριν την επιτυχία πλήρους ενότητος στην πίστη … Ο βηματισμός προς την ενότητα μέσω της μυστηριακής κοινωνίας είναι ένα βήμα προς τα πίσω . . . Η μυστηριακή κοινωνία χωρίς την ενότητα της πίστεως ομοιάζει με τραπεζογραμμάτια χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό»ciii; Ή μήπως ως «κοινωνία στα μυστήρια» νοείται μόνο η στιγμή της Θ. Μεταλήψεως και όχι ολόκληρη η Θ. Λειτουργία των πιστών; Είναι επιτρεπτή θεολογικά τέτοια κατάτμηση της Θ. Λειτουργίας;

  • Τελικά, δεν επιβάλλεται να ερωτηθεί με όλο το σεβασμό μας ο Προεστώς εκείνης της Θ. Λειτουργίας σε ποια εκκλησιαστική διάταξη θεμελιώνεται η πρακτική να παραχωρείται σε ένα αιρετικό - κατά την ομόφωνη γνώμη Αγίων και Συνόδων - η δυνατότητα της ενεργούς συμμετοχής στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία, όταν όλη η Παράδοση της Εκκλησίας μας, όλοι οι Πατέρες, όλες οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι – χωρίς καμία εξαίρεση – είναι απολύτως κατηγορηματικοί και το απαγορεύουν ρητά επισείοντας μάλιστα αυστηρές κανονικές ποινές;

 

Μήπως όμως μπορεί να δικαιολογηθούν τα ανωτέρω ως κατ’ οικονομία γενόμενα; Μήπως κατ’ οικονομία επιτρέπεται το ατελές, έστω, συλλείτουργο Πάπα – Πατριάρχη; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΟΧΙ! Ποτέ, πουθενά και κανένας Άγιος δεν επιτρέπει σε κατεγνωσμένο αιρετικό και μάλιστα ηγέτη της αιρέσεως – εμμένοντα εν τη αιρέσει - να συμμετέχει ενεργά στη Θ. Λειτουργία!

Επίπλέον δε, ποια αδήριτος ανάγκη επέβαλε το «συλλείτουργο» με τον Ποντίφικα; «Ένεκα (ποίου) μείζονος κατορθώματος»civ το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με άλλο τρόπο περιφρονήθηκε η τάξη της Εκκλησίας; ποια επί τέλους ωφέλεια θα μπορούσε να προέλθει για την Εκκλησία που θα δικαιολογούσε την συμπροσευχή με τον Πάπα; Καμία λοιπόν προϋπόθεση εφαρμογής της οικονομίας δεν υφίσταται που να δικαιολογεί την ενεργό συμμετοχή του Ποντίφικα στην Ορθόδοξη Λατρεία!


 

Άλλωστε και ο ίδιος ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης είναι σαφής αναφερόμενος στην «ευχαριστηριακή κοινωνία» με ετεροδόξους: «Το όλον θέμα είναι κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικόν, θα ήτο δε σκόπιμον και επωφελές δια τον οικουμενικόν διάλογον να τονισθεί απεριφράστως … ότι η υπό τινών επιδιωκομένη ευχαριστηριακή κοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων και μη, υφισταμένου εισέτι του σχίσματος, δεν είναι δυνατόν ουδέ κατ’ οικονομίαν να γίνη δεκτή υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας». cv Και ασφαλώς η «ευχαριστηριακή κοινωνία» δεν άρχεται από το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και περατούται στο «σώσον ο Θεός τον λαόν σου»…


 

Συνεπώς δεν είναι υπερβολή να εφαρμόσουμε και στην περίπτωση της συμπροσευχής Πατριάρχη-Πάπα τα λόγια του Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα»,cvi ή προσαρμόζοντας στα σημερινά δεδομένα να επαναλάβουμε μαζί με τους Αγιορείτες μοναχούς: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν; Και πως δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα…; Και τι αν είη ταύτης της οικονομίας ζημειωδέστερον; Αύτη κοινωνία αυτών εστί πρόδηλος και εν ενί του παντός αγαθού έκπτωσις και ανατροπή. Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασιν . και ο ακοινωνήτοις κοινωνών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας. cvii


 

Την ανωτέρω ανησυχία δεν προκαλούν κάποιοι «πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτούντες ομάδας φανατικών υποστηρικτών των δήθεν «θεσμίων», δέσμιοι εν πολλοίς μιας θρησκευτικής απιστίας, ενός νεομανιχαϊστικού φονταμενταλισμού, μιας προβολικής μεταφυσικής ενοχής, ενός έργου ευκόλου δια να ζούν δίκην σεκτών οι μεταπράται της «καθαράς θρησκείας»cviii. (Τι θλιβερό να εκστομίζονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί από Ορθόδοξο Ιεράρχη ενώπιον του Πατριάρχου, των αντιπροσωπειών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και των ετεροδόξων στη Θρονική Εορτή του Πατριαρχείου συλλήβδην εναντίον όλων όσων πιστών διατηρούν κάποιες – μικρές ή μεγάλες – επιφυλάξεις για τους διαλόγους!). Αντιθέτως, θιασώτες των διαχριστιανικών διαλόγων και της οικουμενικής κινήσεως ανησυχούν και καταγγέλλουν τις πρακτικές αυτές ως στερούμενες οποιασδήποτε θεολογικής θεμελιώσεως που εν τέλει υπονομεύουν τον ίδιο το Θεολογικό Διάλογο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφέρεται σε ομιλία του την 10. 5. 1985 σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει σχετικά: «Πρωτίστως επεκράτησε μια υπερβάλλουσα φιλία προς την Ρώμη, η οποία εξεδηλώθη κατά τρόπους ανεύθυνους και μη ελεγχόμενους απολύτως θεολογικώς … Πολλοί ατυχώς ιεράρχες … σπεύδουν να ασπασθούν αλλήλους στην ιερώτερη στιγμή της Θείας Ευχαριστίας, όταν λέμε «αγαπήσωμεν αλλήλους» … Αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία εκφράζουμε την υψίστη και βαθυτάτη ενότητα μόνον των συλλειτουργούντων. Οι λειτουργοί δεν έχουν δικαίωμα να ασπασθούν μήτε τους ομοδόξους ιεράρχες και λοιπούς κληρικούς που βρίσκονται στο ιερό Βήμα. Και όμως υπάρχουν ορθόδοξοι ιεράρχες – δεν χρειάζεται να πω ονόματα – οι οποίοι καλοπροαίρετα, χωρίς όμως να έχουν συνείδηση του πόσο βαρειά θεολογική ευθύνη φέρουν την στιγμή εκείνη, ασπάζονται τους ετερόδοξους κληρικούς, ενώ δεν υπάρχει αντίκρισμα, είναι ανανταπόδοτο, γιατί δεν θα κοινωνήσουν από το κοινό ποτήριο. Γιατί, λοιπόν, τους ασπάζονται; … Ένα άλλο λάθος όχι ολιγώτερο τραγικό είναι ότι, στην προσπάθειά μας να είμαστε φιλόφρονες προς αλλήλους, πολλές φορές ορθόδοξοι ιεράρχαι ονομάζουν ατυχώς τον Πάπα «πρώτο επίσκοπον της Χριστιανωσύνης». Άλλο θεολογικό ψεύδος και αυτό. Ο Πάπας … σ’ ένα διηρημένο Χριστιανισμό, δεν είναι πρώτος μεταξύ ίσων, ούτε καν ίσος μεταξύ ίσων! Ο Πάπας θα πάει μετά τον τελευταίο Ορθόδοξο Επίσκοπο, εφ’ όσον είναι ο σημερινός εν σχίσματι και εν αιρέσει. Αυτά είναι τόσο αυτονόητα, που περιττεύει να τα πει κανείς … «Προκαθημένη της αγάπης» δεν μπορεί κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν να αποκληθεί η Ρωμαϊκή Έδρα ως έχει. Αυτά όταν λέγονται, είναι ανεύθυνα λόγια. Και δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … Με το να προσφωνούμε τον Πάπα ή την Ρώμη με πατερικούς, όπως είπα, τίτλους, μεστούς γνωστού περιεχομένου, κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο. Απλούστατα, είναι ένα ψεύδος να κάνουμε τέτοιες προσφωνήσεις, ένα ψεύδος θεολογικό». cix


 

5. Κατάργηση των ιερών Κανόνων!

Όταν τα «θεολογικά» επιχειρήματα αποδεικνύονται ανεπαρκή για να δικαιολογήσουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς τότε επιστρατεύεται η πλήρης άρνηση των ίδιων των κανόνων και της μέχρι τώρα εκκλησιαστικής πρακτικής ως δήθεν ξεπερασμένων και ανεφαρμόστων σήμερα.

Λησμονείται, δυστυχώς, ότι «οι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας “εν τη γηίνη αυτής όψει”, είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί, κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας, της απακαλυφθείσης παραδόσεώς της εις όλους τους τομείς της πρακτικής ζωής της χριστιανικής κοινωνίας»cx. Γι’ αυτό «η πιστότητα στην αποστολική Παράδοση, η ομολογία της πίστης, η ζωή και η δημιουργία, όλα προστατεύονται και διευθύνονται από τους κανόνες … Από τη στιγμή που το δόγμα χάνει την έννοια και τη σημασία του, φτάνουμε στην πλήρη περιφρόνηση των κανόνων. “Καταλάβαμε” ξαφνικά αυτό που οι Άγιοι Πατέρες δεν καταλάβαιναν: οι κανόνες δεν είναι παρά “ανθρώπινες επινοήσεις” και όχι η εφαρμογή στη ζωή των δογμάτων της εκκλησίας. “Οι σύνοδοι, οι κανόνες, όλα αυτά, είναι παραγεγραμμένα”. Το προνόμιο της Συνόδου “άρεσε στο Άγιο Πνεύμα και σε μας” - το διεκδικεί σήμερα ο καθένας από μας για τον εαυτό του»cxi κατά τον Λ. Ουσπένσκη . …


 

Α. Ο Μητροπολίτης Πισιδίας Μεθόδιος (Φούγιας – πρώην Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων) αναφέρει: «Υπεράνω των Κανόνων όμως είναι η διδάσκουσα και νομοθετούσα, επί τη βάσει της Αγίας Γραφής Εκκλησία»cxii. «Η χρήσις της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δεν εξαρτάται εκ των θεσπισθέντων, αλλά εκ του ιδιαιτέρου προνομίου της Εκκλησίας, ότι είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας … η Εκκλησία είναι ελευθέρα τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος, χωρούσα προς πραγματοποίησιν της αποστολής της προς τα έσω και προς τα έξω να παραβαίνει και αυτήν ταύτην την δογματικήν διδασκαλίαν ανεξαρτήτως των εν χρόνω συμβαινόντων εξαρτωμένη μόνον εκ του Αγίου Πνεύματος και ουχί εκ της ιστορίας. Η διδασκαλία αύτη δεν μορφώνει την συνείδησιν της Εκκλησίας, αλλ’ αποτελεί αυτήν ταύτην την συνείδησίν αυτής»cxiii. «Η Εκκλησία είναι δένδρον, το οποίον εξακολουθεί να αναπτύσσεται και επ’ ουδενί λόγω σταματά την ανάπτυξίν του. Δια τούτο νομίζω δεν είναι ορθόν να ερωτήσωμεν τι λέγουν επί εκάστου ζητήματος οι Πατέρες και να πράξωμεν και ημείς το αυτό»cxiv. «Η Εκκλησία δεν περιορίζεται μόνον εις εκείνα τα οποία διδασκόμεθα εκ του παρελθόντος και δεν πρέπει να υποτασσώμεθα δουλικώς εις αυτό. Το Consesus Patrum δεν σημαίνει ότι πρέπει ημείς να επαναλαμβάνωμεν ό,τι εκείνοι είπον ή έπραξαν πάντοτε. Διότι υπάρχουν απόψεις των Πατέρων επί σπουδαίων Θεολογικών θεμάτων, αι οποίαι σήμερον πρέπει να μεταβληθούν» cxv. «Προβάλλει επιτακτικόν το καθήκον των Ορθοδόξων Θεολόγων όπως εμβαθύνωσιν περισσότερον εις την φύσιν της Εκκλησίας, ως αύτη παρουσιάζεται σήμερον, και όχι ως είχεν επί της εποχής του Αγίου Κυπριανού … Οι στοχασμοί των εκκλησιαστικών ηγετών του παρελθόντος, όσον δήποτε και αν είναι επιτυχείς, δεν κείνται υπεράνω της Αγίας Γραφής» cxvi. «Επ’ αυτού ο αείμνηστος Ρώσος L. Zander γράφει: «Είναι αδύνατον να λύσωμεν τα προβλήματα των σχέσεων μετά των ετεροδόξων στηριζόμενοι εις Κανόνας, οι οποίοι αφορούν καταστάσεις και αιρέσεις, αι οποίαι έχουν εξαφανισθή από τον ορίζοντα» cxvii.

Παρά το ότι οι ανωτέρω σκέψεις είναι συγκεχυμένες, ανεπαρκείς, αρκετά αόριστες και επιδέχονται πολλές αναγνώσεις διερωτόμαστε: η διδασκαλία της Εκκλησίας μας δεν ταυτίζεται με τη Θ. Αποκάλυψη η οποία είναι ενιαία και εκφράζεται μέσα από την Αγία Γραφή, την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum), τους όρους και τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων; Είναι θεολογικά επιτρεπτό να διαχωρίζεται και πολύ περισσότερο να παρουσιάζεται ως αντιπαρατιθεμένη η Αγία Γραφή προς τους Κανόνες ή την Πατερική συνείδηση; Νοείται διάσταση της Εκκλησίας από την ίδια την έκφρασή της;


 

Β. Ο αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος Αρχοντώνης (νυν Οικουμενικός Πατριάρχης) αναφερόμενος στους κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς σημειώνει πολύ συνοπτικά στη διδακτορική του διατριβή «Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73: «Ομοίως δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να «αρδεύση» πολλάς κανονικάς διατάξεις προς «ζωογονίαν». Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου».


 

Επίσης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε άρθρο του με θέμα «The problem of Oikonomia today» στο περιοδικό Kanon 6(1983), της Εταιρείας για το Δίκαιο των Ανατολικών Εκκλησιών (Βιέννη Αυστρίας) μεταξύ άλλων αναφέρει: «α) όσον αφορά στην πρώτη αντίληψη, οι υποστηρικτές της ερμηνεύουν κατά γράμμα συγκεκριμένους ιερούς κανόνες, που αναφέρονται σε συνθήκες και αιρέσεις οι οποίες εξαφανίστηκαν από καιρό. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνεί» (Ιω. 3,8) και δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορία του παρελθόντος είναι επίσης παρόν και ανάμεσα στους ετεροδόξους». cxviii


 

Ας μας επιτραπούν κάποιες παρατηρήσεις. (Ασφαλώς ως εκ περισσού αναφέρεται, ότι η διαφορετική προσέγγιση ακόμα και πλήρης διαφωνία με ορισμένες επιλογές ή απόψεις δεν σημαίνει και έκπτωση στον ενδεδειγμένο σεβασμό μας στον Οικουμενικό Θρόνο, ιδιαιτέρως μάλιστα όταν πρόκειται για κριτική σε επιστημονικές εργασίες, όπως είναι η διδακτορική διατριβή ή το άρθρο σε επιστημονικό περιοδικό):

1. Είναι σαφές ότι στη διατριβή του Οικουμενικού Πατριάρχου δεν προτείνεται η παράβαση και περιφρόνηση των κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς. Προτείνεται απλώς η κατάργησή τους σε μελλοντική κωδικοποίηση του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας μας. Μάλιστα στην ανωτέρω εργασία μνημονεύεται ο Β΄ Κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου, ο οποίος ρητώς διακελεύει: «μηδενί εξείναι τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας … Ει δε τις αλώ κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος». Επ’ αυτού ο Οικουμενικός Πατριάρχης διευκρινίζει ρητώς: «είναι προφανές ότι αι απαγορεύσεις αύται αναφέρονται εις τα επί μέρους μέλη της Εκκλησίας»cxix - ανεξαρτήτως αν είναι λαϊκοί ή κληρικοί.

2. Σύμφωνα με την ανωτέρω εργασία, κανένας – ούτε τοπική Σύνοδος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας – δεν μπορεί να τροποποιήσει ή καταργήσει τους ιερούς κανόνες, διότι «η Εκκλησία εν οικουμενική συνόδω μόνον δύναται να τροποποιήση και καταργήση αρχαίους κανόνας». cxx Έτσι, επαναλαμβάνει, «τονίζομεν άπαξ έτι ότι οι ιεροί κανόνες των οικουμενικών συνόδων και οι υπ’ αυτών επικυρωθέντες των τοπικών συνόδων και των πατέρων δεν είναι αμετάβλητοι, αλλ’ αμετάκλητοι – τουλάχιστον de jureμέχρι τροποποιήσεως ή καταργήσεως αυτών υπό νεωτέρας οικουμενικής συνόδου»cxxi, αφού «το αξίωμα του τε Εκκλησιαστικού και του Δικαίου καθόλου ότι διάταξις τις είναι δυνατόν να τροποποιηθή ή καταργηθή μόνον υπό αρχής ίσης ή ανωτέρας της υφ’ ης αύτη εξεδόθη»cxxii και οι εν λόγω ι. Κανόνες έχουν επικυρωθεί από Οικουμενικές Συνόδους. Κατά συνέπεια, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ακολουθώντας την εκκλησιαστική παράδοση συμπεραίνει στην εργασία του ότι οι κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς εφ’ όσον δεν έχουν καταργηθεί από οικουμενική σύνοδο – αλλά και από καμία τοπική σύνοδο Αυτοκεφάλου Εκκλησίας – παραμένουν εν ισχύι και οφείλεται από όλους απόλυτος σεβασμός στην εφαρμογή τους.

3. Πέραν αυτού όμως και η προτεινόμενη στην ανωτέρω διατριβή τροποποίηση (ουσιαστικά κατάργησή τους διότι σημειώνεται ότι «δεν δύναται η Εκκλησίας να έχη διατάξεις») αιτιολογείται πλημμελώς, διότι δεν θεμελιώνεται σε κανένα εκκλησιολογικό ή κανονικό λόγο και επιχείρημα. Ο μοναδικός λόγος είναι ότι «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον»! Όμως:

α. Αν αυτή η αντίληψη επικρατήσει ευρύτερα στη ζωή της Εκκλησίας οδηγούμαστε σε κατάργηση της χριστιανικής ηθικής ή ακόμα και αυτοκατάργηση της ίδιας της Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία θα μετατραπεί έτσι σε άναλο άλας.

β. Δεν είναι δυνατόν η παράβαση της εκκλησιαστικής τάξεως να είναι ανεκτή και να δημιουργεί μάλιστα κανόνα δικαίου, διότι σύμφωνα με τον Ζ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «ουδέ των παρανόμως και ατάκτως παρυφισταμένων, το πρόκριμα των κανονικώς υφισταμένων αποφέρεσθαι δύναται» και «το παρά κανόνας ουχ έλκεται προς υπόδειγμα» κατά τον Βαλσαμώνα,cxxiii ενώ κατά τον Ζωναρά: «τα γαρ παρανόμως γινόμενα ουκ έσονται εις βλάβην και ανατροπήν των πραττομένων κανονικώς». cxxiv Άλλωστε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας επισημαίνει το σοβαρότατο κίνδυνο για «τους επιμόνως αθετούντας» τους Ι. Κανόνας: «εν τη κανονική τάξει «κακόν προηγούμενον ουχ έλκεται εις υπόδειγμα» προς υποστήριξιν μεταγενεστέρων πράξεων, διότι οι Ιεροί Κανόνες «εκδικούνται», θάττον ή βράδιον, τους επιμόνως αθετούντας αυτούς»cxxv.

γ. Τονίζεται στην ανωτέρω εργασία ότι η Εκκλησία στην εποχή μας «δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών (των ετεροδόξων) δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι», γι’ αυτό και «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον» οι σχετικοί κανόνες. Όμως όχι μόνο «σήμερον», αλλά πάντοτε η Εκκλησία προσευχόταν και προσεύχεται «υπέρ της των πάντων ενώσεως» και πάντοτε στην ιστορία τηςcxxvi συνδιαλεγόταν με σχισματικούς και αιρετικούς ακόμα και ετεροθρήσκους, με πολλούς από τους οποίους εκπληρώθηκε η προσευχή της «δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι». Και όμως πάντοτε απαγορευόταν η συμπροσευχή και η απαγόρευση πάντοτε ετηρείτο με σεβασμό! Γιατί «σήμερον» «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν» οι κανόνες της Εκκλησίας μας;

δ. Το ότι είναι εφικτό αλλά και επιβάλλεται να συνδυάζονται διαχριστιανικές σχέσεις και σεβασμός στην εκκλησιαστική παράδοση ας ακούσουμε τον έμπειρο στους Θεολογικούς διαλόγους πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου π. Θεόδωρο Ζήση, ο οποίος προτείνει την μόνη αποδεκτή από την εκκλησιαστική τάξη συμπεριφορά: «Υπάρχει και άλλος τρόπος διαλόγου και προσεγγίσεως των ετεροδόξων, χωρίς συμφυρμούς, συμπροσευχές και συλλείτουργα. Η κατ’ οικονομίαν απλή σωματική παρουσία, χωρίς καμία προσευχητική ή λειτουργική συμμετοχή … Ακόμη και κατά τη έναρξη των θεολογικών συζητήσεων σε κοινή συνδιάσκεψη (στη Φερράρα), προσευχήθηκαν ξεχωριστά οι Λατίνοι και ξεχωριστά οι Ορθόδοξοιcxxvii, τακτική που τηρείται μέχρι σήμερα σε μερικούς από τους θεολογικούς διαλόγους»cxxviii.

ε. Ας μη ξεχνούμε, επίσης, ότι μέχρι πολύ πρόσφατα διεξαγόταν θεολογικός διάλογος με τις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Και όμως ποτέ δεν τέθηκε θέμα συμπροσευχής μαζί τους, διότι οι εκκλησίες αυτές σέβονται την εκκλησιαστική τάξη επ’ αυτού του σημείου! Η συμμόρφωση των συμμετεχόντων στο θεολογικό αυτό διάλογο με την κανονική παράδοση σε τίποτα δεν παρεμπόδισε τον διάλογο αυτό να προχωρήσει. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην εφαρμοσθεί και αυτή η πρακτική στις επαφές με τους Ρωμαιοκαθολικούς ή τους Προτεστάντες;

στ. Στο ίδιο πνεύμα της προτάσεως του π. Θεοδ. Ζήση είναι και η προαναφερθείσα από 31 Ιανουαρίου 1952 Εγκύκλιος της υπό τον Πατριάρχη Αθηναγόρα Πατριαρχικής Συνόδου προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου αποτρέπει τους εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που συμμετέχουν σε θεολογικούς διαλόγους από τις συμπροσευχές, «ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων». cxxix

ζ. Κατά την Ζ΄ Γενική Συνέλευσιν (του ΠΣΕ) εν Καμπέρα (1991) και κατά την Κεντρικήν Επιτροπήν εν Γενεύη (1992) «οι Ορθόδοξοι σύνεδροι σθεναρώς αντέστησαν εις την ιδέαν της μυστηριακής διακοινωνίας μετά των ετεροδόξων». cxxx

η. Επίσης στη συνάντηση των κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1998, που συνεκλήθη υπό του Οικουμ. Πατριαρχείου κατόπιν αιτήματος της Εκκλησίας της Σερβίας με σκοπό να αξιολογηθούν τα νεώτερα δεδομένα στις σχέσεις Ορθοδοξίας και Οικουμενικής Κινήσεως, οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών μεταξύ άλλων επεσήμαναν ότι στην προσεχή Η΄ Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ εν Χαράρε τον Δεκέμβριο 1998 «3β. Οι Ορθόδοξοι σύνεδροι δεν θα συμμετάσχουν εις οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς, διαρκούσης της Συνελεύσεως». cxxxi

θ. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι η Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών τον Αύγουστο 2002 δέχθηκε ότι «για κάποιες Εκκλησίες η προσευχή με άλλους Χριστιανούς εκτός της δικής τους παραδόσεως είναι όχι μόνο προβληματική αλλά θεωρείται και αδύνατη»cxxxii και «οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να υπολογίζουν τους ιερούς κανόνες, που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως απαγορευτικοί μιας τέτοιας προσευχής». cxxxiii Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ακόμα και οι Προτεστάντες της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ συμμερίζονται, κατανοούν και σέβονται την κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία πολλάκις εμείς οι Ορθόδοξοι εμμέσως ή αμέσως περιφρονούμε …

ι. Συνεπώς, όπως πάντοτε, έτσι και «σήμερον» είναι απολύτως εφικτό και οφείλουμε όλοι να προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά και την εκκλησιαστική μας διακονία στους κανόνες της Εκκλησίας. Το αντίστροφο θα είναι καταστροφικό και για μας και για τη διακονία μας…

4. Στην ανωτέρω διδακτορική εργασία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου αναφέρεται χωρίς να διευκρινίζεται ότι πρέπει να καταργηθούν οι κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς διότι «περισσοτέρα αγάπη πρέπει να «αρδεύση» πολλάς κανονικάς διατάξεις προς «ζωογονίαν». Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον». Να υπονοείται ότι εμείς σήμερα μπορούμε να αναδειχθούμε πιο φιλεύσπλαχνοι και άνθρωποι περισσοτέρας αγάπης από τους Αγίους που συνέταξαν, επικύρωσαν και μέσα στους αιώνες εφάρμοσαν τους κανόνες της Εκκλησίας μας; ή μήπως οι Άγιοι κινούμενοι από αφιλάδελφο πνεύμα ή και μίσος συνέτασσαν και εφάρμοζαν τους ιερούς κανόνες; Δεν διευκρινίζεται!

5. Επίσης προτείνεται η τροποποίηση των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις με ετεροθρήσκους! Υπονοείται μήπως ότι πρέπει να καταργηθούν και οι απαγορεύσεις συμπροσευχής και με ετεροθρήσκους; Είναι όμως δυνατόν να υπάρχει συμπροσευχή και συμμετοχή Ορθοδόξου κληρικού σε λατρευτική εκδήλωση σαμάνων, ανιμιστών, ινδουιστών ή οποιουδήποτε άλλου θρησκεύματος; Δεν διευκρινίζεται!

6. Στο άρθρο στο περιοδικό «Kanon» ο Οικουμενικός Πατριάρχης σημειώνοντας ότι οι Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς «αναφέρονται σε συνθήκες και αιρέσεις οι οποίες εξαφανίστηκαν από καιρό. Σήμερα υπάρχει μία εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί», υπονοεί σαφώς ότι δεν μπορεί σήμερα να εφαρμοσθούν οι Ι. Κανόνες.

Ερώτηση:

Ασφαλώς δεν υπάρχουν σήμερα οι ίδιες ιστορικές συνθήκες που υπήρχαν όταν συνετάγησαν οι σχετικοί κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς . μήπως όμως αυτό είναι επαρκής λόγος να μην εφαρμόζουμε μόνο τους συγκεκριμένους Ι. Κανόνες; Εφαρμόζοντας με συνέπεια αυτή τη λογική δεν οδηγούμαστε σε εκκλησιολογικό αδιέξοδο; διότι τι πρέπει να γίνει με τους άλλους Ι. Κανόνες της ίδιας περιόδου πχ. τους αναφερόμενους στο θεσμό της Πενταρχίας των Πατριαρχών και σε θέματα δικαιοδοσιών των Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών κοκ; μήπως πρέπει να μην εφαρμόζονται και αυτοί, διότι σήμερα δεν υφίστανται οι ίδιες συνθήκες; αλίμονό μας τότε! cxxxiv


 

Επίσης, πως μπορεί να εξηγηθεί ότι οι μεν αποφάσεις μίας Τοπικής Συνόδου (π. χ. Συνοδικός Τόμος του 1850 (περί της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος) και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 «περί της διοικήσεως των Ι. Μητροπόλεων των Νέων Χωρών») να χαρακτηρίζονται ως κείμενα «ιερώτατα και τιμιώτατα καταστατικά»cxxxv, μη επιδεχόμενα οιασδήποτε συζητήσεως για την τροποποίησή τους και ο αθετών αυτά να υφίσταται σοβαρότατες κυρώσεις, οι δε δεκαέξι Ι. Κανόνες των Δ΄, Στ΄ και Ζ΄ Οικουμενικών Συνόδων, και των Τοπικών Συνόδων Λαοδικείας και Αντιοχείας, του Αγ. Τιμοθέου (επικυρωμένοι από Οικουμενικές Συνόδους) να παραβιάζονται, να περιφρονούνται και να ζητείται η κατάργησή τους χωρίς κανένα θεολογικό επιχείρημα; ή μήπως η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 έχει πιο αυξημένη ισχύ από ότι οι κανόνες τριών Οικουμενικών Συνόδων;


 

Ο Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος αναφερόμενος στην κανονική θέση του Οικουμενικού Θρόνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία σημειώνει για τους Ι. Κανόνες: «οι ιεροί κανόνες … υπάρχουν ακριβώς εδώ όχι για να τροποποιηθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις των εποχών και τα συμφέροντα της στιγμής, αλλά για να αντανακλούν την αδιάκοπη συνέχεια της διηνεκούς εκκλησιαστικής Παραδόσεως». cxxxvi


 

Εκτός αυτού, αν και η σημερινή «εκκλησιαστική πραγματικότητα γύρω μας» είναι διαφορετική – άλλωστε κάθε εποχή είναι διαφορετική – εν τούτοις στην περίοδο των Οικουμενικών Συνόδων δεν είχαν παρουσιαστεί ανάλογες περιπτώσεις αιρέσεων και σχισμάτων; Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Πατέρες να απαγορεύσουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς!

7. Τέλος, το ανωτέρω άρθρο αναφερόμενο στην μη εφαρμογή των Ι. Κανόνων σημειώνει ότι «το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνεί» και δεν περιορίζεται μόνο στην ιστορία του παρελθόντος είναι επίσης παρόν και ανάμεσα στους ετεροδόξους».

Ερώτηση:

Το ότι «το Άγιο Πνεύμα … «όπου θέλει πνεί» δεν ίσχυε πάντοτε; δεν το γνώριζαν αυτό οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων οι οποίοι συνέταξαν και εφάρμοσαν το «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι»; και αν ακόμα θεωρήσουμε ως μη ελεγχόμενη θεολογικώςcxxxvii την ασαφή διατύπωση ότι το Άγιο Πνεύμα «είναι παρόν ανάμεσα στους ετεροδόξους» του σήμερα, γιατί δεν ήταν παρόν κατά τον ίδιο τρόπο και στους ετεροδόξους του χθες; Και αφού ήταν παρόν και στους παλαιούς ετεροδόξους, αιρετικούς και σχισματικούς γιατί οι Οικουμενικές Σύνοδοι απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αυτούς; Και αν καλώς οι Σύνοδοι απαγόρευσαν την συμπροσευχή με ετεροδόξους που «έχουν» το Άγιο Πνεύμα, μπορούμε εμείς σήμερα να ενεργούμε αντίθετα με τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων;


 

Θα ήθελα να ολοκληρώσω την παράγραφο αυτή με μία Εγκύκλιο Επιστολή, που προέρχεται από Επισκόπουςcxxxviii που διακονούσαν όχι παλαιά αλλά «σήμερον», όχι σε μία Ορθόδοξη χώρα, αλλά στην πολυφυλετική και πολυπολιτισμική Αμερική, στην οποία οι Ορθόδοξοι είναι μειονότητα. Οι Επίσκοποι αυτοί, επόμενοι τοις πατράσιν ημών, διακηρύττουν ότι η περιφρόνηση ή η απόπειρα καταργήσεως των Ι. Κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς έχει ουσιαστικές δογματικές - εκκλησιολογικές παρενέργειες στην ίδια την ουσία της Εκκλησίας μας.

Η πολύ σημαντική Εγκύκλιος Επιστολή της Αγίας Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερικήcxxxix, για την ενότητα των χριστιανών και τον οικουμενισμό έχει ως αντικείμενο «να διατυπώσει εκ νέου τη θέση που είχε πάντοτε η Ορθόδοξη Εκκλησία, θέση που δυστυχώς ακόμη και μερικοί από τους Ορθοδόξους αδελφούς μας αγνόησαν η λησμόνησαν». Η σύνοδος αναφέρει: «Προσφιλέστατοι και αγαπημένοι αδελφοί και αδελφές, έχουμε καθήκον ως επίσκοποι της Εκκλησίας και φύλακες της αποστολικής πίστεως να ομολογήσουμε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού. . . Αυτή η θεμελιώδης αντίληψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας . . . πρόσφερε τη βάση για την ορθόδοξη συμμετοχή στην οικουμενική κίνηση». Στη συνέχεια η Εγκύκλιος δηλώνει: «Απορρίπτουμε κατηγορηματικά τη χρήση της ευχαριστιακής κοινωνίας και της μυστηριακής διακοινωνίας θεωρούμενης ως μέσου για την πραγματοποίηση της χριστιανικής ενότητας. Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη τα μυστήρια και η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, πιο ειδικά η θεία Ευχαριστία, δεν μπορούν να χωριστούν από το ίδιο το είναι της Εκκλησίας, που η ύπαρξη τους έχει ως σκοπό να εκφράσει. Τα μυστήρια δεν είναι σύμβολα ψυχολογικής ευσέβειας. Είναι εκφράσεις της ουσίας της Εκκλησίας ως βασιλείας Θεού πάνω στη γη. Έξω από την ενότητα της πίστεως στη μοναδική Εκκλησία του Χριστού που είναι αδιαίρετη, δεν είναι δυνατό να έχουμε μυστηριακή κοινωνία, ούτε και λειτουργική συμπροσευχή». Και προσθέτει: «Μια επίσημη λειτουργική προσευχή που περιλαμβάνει την ενεργητική συμμετοχή μελών του κλήρου και λαϊκών διαφόρων ομολογιών είναι αντίθετη στους κανόνες της ορθόδοξης Εκκλησίας. Τέτοιες λειτουργικές προσευχές συντείνουν στη δημιουργία σύγχυσης, γίνονται πηγές σκανδάλων και βοηθούν να προβάλλεται μια εσφαλμένη εικόνα της χριστιανικής πίστεως και της φύσεως της ενότητας που ο Θεός έδωσε στους ανθρώπους μέσα στην Εκκλησία Του. . . Ακολουθώντας την ορθόδοξη πίστη μια τέτοια λειτουργική προσευχή είναι επίσης μια εσφαλμένη παράσταση των ανθρώπων μπροστά στο ουράνιο θυσιαστήριο του Θεού» cxl.

 

6. Συμπεράσματα


Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή εργασία συμπερασματικά βλέπουμε ότι η κανονική παράδοση της Εκκλησίας μας είναι πάγια, σαφής, κατηγορηματική, χωρίς καμία επιφύλαξη: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι»! Ούτε κατ’ οικονομία μπορεί να γίνει ανεκτή τέτοια προσευχή. Τυχόν περιφρόνηση των κανόνων επισύρει τα σοβαρότερα των επιτιμίων: αφορισμός για τους λαϊκούς, καθαίρεση για τους κληρικούς. Η αυστηρότητα αυτή έχει θεολογική-εκκλησιολογική θεμελίωση και ποιμαντική προοπτική. Πηγάζει από την ίδια την αυτοσυνειδησία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας μας, που δεν μπορεί να ανεχθεί την εξίσωση της Αλήθειας με την αναίρεσή της, αλλά και κινείται από αγάπη προς «τους εγγύς και τους μακράν» κηρύττοντας την Αλήθεια, αλλά και εφιστώντας την προσοχή στις όποιες παραχαράξεις και διαστρεβλώσεις της.


Δυστυχώς σήμερα, στην εποχή της θεσμοθετημένης σύγχυσης και της απολυτοποίησης του σχετικισμού πολλοί θα ήθελαν την άμβλυνση της Ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας και την επί ίσοις όροις συν-παράστασή της με την αίρεση και την πλάνη. Το γνήσιο κήρυγμα της Εκκλησίας του Χριστού θέλουν να το συκοφαντούν ως φανατικό, φονταμενταλιστικό και ως εκτός τόπου και χρόνου εγωιστική αυταρέσκεια!


Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει να πορεύεται το δύσκολο αυτό δρόμο της μαρτυρίας της με τα μάτια στραμμένα στο σύγχρονο κόσμο, αλλά βασισμένη στην παράδοση και την εμπειρία της. Αυτή η εμπειρία είναι καταγεγραμμένη στην Αγ. Γραφή, στη ζωή των Αγίων Της, στη διδασκαλία των Πατέρων, στους Όρους και τους Κανόνες των Συνόδων Της.


Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας σήμερα καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν δικαιούται να σιωπά. Οφείλει να δίνει τη μαρτυρία της «άπαξ παραδοθείσης πίστεως τοις Αγίοις» και στις σύγχρονες απαιτήσεις της διαχριστιανικής επικοινωνίας και συνεργασίαςcxli. Αυτή όμως η συνεργασία δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται στον σεβασμό μας στην κανονική παράδοσή της. Θα πρέπει να καθορίζουμε την εν γένει ποιμαντική μας διακονία στο Σώμα του Χριστού με κριτήριο τι επιτάσσει η κανονική τάξη της Εκκλησίας μας, διότι οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι ανθρώπινα επινοήματα, αλλά καρποί του Αγίου Πνεύματος. «Μόνον δια της πιστής και ανιδιοτελούς τηρήσεως των ιερών κανόνων η Εκκλησία κυβερνάται θεανθρωπίνως και ουχί ανθρωπίνως. Παν ό,τι δεν οικοδομείται επί του θεμελίου των ιερών κανόνων, θεμελιούται επί της άμμου και, όσον περίτεχνον και αν είναι, θάττον ή βραδύτερον θα καταρρεύση και θα κονιορτοποιηθή. Πάσα διευθέτησιν εκκλησιαστικών πραγμάτων, εξ οσονδήποτε καλής διαθέσεως και αν ορμάται, εφ’ όσον παρακάμπτει τους ιερούς κανόνας, είναι αδύνατον να επισύρη την ευλογίαν του Ουρανού», τονίζει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος cxlii.


Και το έργο της καταλλαγής στο διαχριστιανικό κόσμο έχει πρωτίστως ανάγκη από την ευλογία του Ουρανού. Δεν είναι κατόρθωμα διπλωματικού συμβιβασμού και αμοιβαίων υποχωρήσεων στη διατύπωση κοινά αποδεκτών αλλά αμφίσημων όρων και κειμένων που παρουσιάζουν μια επίπλαστη και επιφανειακή ενότητα. Είναι ζήτημα ουσιαστικής, πραγματικής, αληθινής κοινωνίας που μόνο με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι κατορθωτή.


Για αυτή την ενότητα εν Χριστώ, δηλ. εν τη Αληθεία και τη Αγάπη, δέεται η Εκκλησία, ώστε κατά το δυνατόν να λαμβάνει χώρα και εν τη ιστορία η αποκαλυπτική όραση που δεν είναι τίποτα άλλο από την ενώπιον του επουρανίου Θυσιαστηρίου συμπροσευχή ολοκλήρου της σεσωσμένης δημιουργίας: «ιδού όχλος πολύς, ον αριθμήσαι αυτόν ουδείς εδύνατο, εκ παντός έθνους και φυλών και λαών και γλωσσών, εστώτας ενώπιον του θρόνου και ενώπιον του αρνίου, περιβεβλημένους στολάς λευκάς, και φοίνικες εν ταις χερσίν αυτών· και κράζουσι φωνή μεγάλη λέγοντες· η σωτηρία τω Θεω ημών τω καθημένω επί του θρόνου και τω αρνίω. και πάντες οι άγγελοι ειστήκεισαν κύκλω του θρόνου και των πρεσβυτέρων και των τεσσάρων ζώων, και έπεσαν ενώπιον του θρόνου επί τα πρόσωπα αυτών και προσεκύνησαν τω Θεω λέγοντες· αμήν· η ευλογία και η δόξα και η σοφία και η ευχαριστία και η τιμή και η δύναμις και η ισχύς τω Θεω ημών εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν … ναι! έρχου, Κύριε Ιησού»
cxliii.


 

Σημειώσεις


Αναγκαία διευκρίνιση:

Ο συντάκτης της παρούσης εργασίας καταθέτει τη μικρή του συμβολή με την ελπίδα και την ευχή ο Θεός, που χρησιμοποίησε την άλογη όνο για να στείλει το μήνυμά Του στον Βαλαάμ μπορεί χορηγώντας τη Χάρη Του, να θεραπεύσει τις αστοχίες, να αναπληρώσει τις ελλείψεις και να αξιοποιήσει και την ταπεινή αυτή προσπάθεια προς δόξαν του αγίου Ονόματός Του. Το κέρδος από την εργασία αυτή θα είναι μέγιστο αν αποτελέσει ένα μικρό έναυσμα για περισσότερη μελέτη και εντρύφηση στην παράδοσή μας, αν συμβάλει έστω και λίγο στον υγιή προβληματισμό και τη φιλόθεη ανησυχία, μακριά από φανατισμούς και ακρότητες με σεβασμό στην προσωπικότητα και τη διακονία του κάθε μέλους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.

 

Πάτρα 15. 3. 2008

Ο πονήσας

1 βλ. www. oodegr. com/oode/papismos/synefxesthe1. htm, www. alopsis. gr/alopsis/symprose. htm, εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ (1701/7. 9. 07, 1702/14. 9. 07, 1703/21. 9. 07, 1704/28. 9. 07 και 1705/5. 10. 07).

iΗ παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών, επί τη συμπληρώσει 15ετίας από της κοιμήσεώς του.

 Δοσιθέου Ιεροσολύμων προς Μιχαήλ Βελιγραδίου, εν Κ. Δελικάνη, Τα εν τοις κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα, (στο εξής: Δελικάνη, Έγγραφα) τόμος Γ΄ εν Κωνσταντινουπόλει, (φωτοαναστατική επανέκδοση 1999), σ. 684

ii «Οι ιεροί κανόνες σπανίως χρησιμοποιούν τον όρο «οικονομία» και προτιμούν τους όρους «φιλανθρωπία», και «επιείκεια» (Καν. Ε΄, ΙΑ΄, ΙΒ΄ της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και Λ΄ της εν Χαλκηδόνι). Ο όρος «οικονομία» απαντά εις τους κανόνας ΚΘ΄, Λ΄, ΛΖ΄, ΡΒ΄ της Πενθέκτης εν τη εννοία της συγκαταβάσεως και της διευθετήσεως. Αλλαχού ο όρος «οικονομία» (καν. Β΄ της Β΄ Οικουμ. Συνόδου) δέον να ερμηνευθή δια του όρου «χειροτονία» (Π. Μπρατσιώτου, Π. Τρεμπέλα, Κ. Μουρατίδου, Α. Θεοδώρου, Ν. Μπρατσιώτου, Η Εκκλησιαστική Οικονομία Υπόμνημα εις την Ι. Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1972, σ. 14 υποσ. 20) (στο εξής: Καθηγητών, Υπόμνημα)

iii Ιερωνύμου Κοτσώνη, Προβλήματα της «Εκκλησιαστικής Οικονομίας», Εν Αθήναις 1957, σ. 209 (στο εξής: Κοτσώνη, Προβλήματα)

iv Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. ii.

v Π. Μπούμη, Η Εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 353

vi Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», ερμηνεία και εφαρμογή του Ζ΄ κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου από τους Κολλυβάδες και τον Κων/νο Οικονόμο, Αθήνα 19962, σ. 44.

vii Κατά τον Πατριάρχη Κπόλεως Καλλίνικο Β΄ «είωθεν η της Εκκλησίας ιερά κρίσις εις τα πολλά συγκαταβαίνειν οικονομικώς εν τισι των μικροτέρων, ίνα μη τοις μείζοσι και κυριωτέραν προξενήσει ζημίαν και ολέθριον κίνδυνον», εν Μ. Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, τ. Β΄, Κωνσταντινούπολις 1888, σ. 396.

viii Κυρίλλου Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως, Τω Αντιοχείας, εν Δελικάνη Έγγραφα, τ. Β΄, σ. 178.

ix PG 103, 953-956. Αναλυτικότερα βλ. Κοτσώνη, Προβλήματα, σ. 168, 172 και Α. Αλιβιζάτου, Η Οικονομία κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1949, σ. 12 και 58, (στο εξής: Αλιβιζάτου, Οικονομία), Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 19-24, Μεθόδιος Φούγια, Μητρ. Πισιδίας, Εκκλησιαστική Οικονομία και Χριστολογική Ορολογία, Αθήνα 1998, σ. 57-59, (στο εξής: Φούγιας, Οικονομία), B. Archondonis, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 42-43, (στο εξής: Bartholomeos, Oikonomia)

x Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, εν Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Chambesy Γενεύης 1973, σ. 136, (στο εξής: Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία)

xi PG 111, 213

xii Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 43, Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον Α΄ Αθήναι 1989, σ. 65-66, του αυτού, Οικονομία, ΘΗΕ τ. 9, στ. 679, του αυτού, Νομοκανονικαί απαντήσεις σε ερωτήματα Εξωτερικής Ιεραποστολής, Αθήνα 1999, σ. 31-32, Α. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, τ. Α΄ Αθήναι 1952, σ. 105, Δ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί ενασχολήσεις, Αθήναι 1943, σ. 63-71.

xiii Η Εκκλησία «επί είκοσι τώρα αιώνας, ουδέποτε καθόρισεν επισήμως και εν συνόδω δι’ ειδικού κειμένου, κανονικού ή άλλου, τα κατά την οικονομίαν ακριβώς και λεπτομερώς» (Β. Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Επίσκεψις, τευχ. 50/14. 3. 1972, σ. 13). Η Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις (Ρόδος 1961) είχε συμπεριλάβει το θέμα της εκκλησιαστικής οικονομίας στον καταρτισθέντα κατάλογο (πρώτο στο κεφ. VII (Θεολογικά θέματα), η Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ 1968) ανέθεσε στην Εκκλησία της Ρουμανίας τη μελέτη και η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (16-18 Ιουλίου 1971) κατέληξε στην εισήγηση «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» (Γραμματεία Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 16-28 Ιουλίου 1971, Chambesy Γενεύης 1973, σ. 115-149) στην οποία ασκήθηκε σοβαρή κριτική που οδήγησε στη συνέχεια σε απόσυρση του θέματος (Bartholomeos, Oikonomia, σ. 39-41). Εμπεριστατωμένη κριτική στο κείμενο της Προπαρασκευαστικής Επιτροπής έγινε υπό των Καθηγητών Π. Μπρατσιώτου, Π. Τρεμπέλα, Κ. Μουρατίδου, Α. Θεοδώρου και Ν. Μπρατσιώτου με το από 5 Ιουνίου 1972 υπόμνημά τους στην Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος (κυκλοφόρησε και αυτοτελώς). Στους ανωτέρω απάντησε ο Μεθόδιος Φούγιας, (Μητροπ. Αξώμης) με σειρά άρθρων του στο περιοδικό «Εκκλησιαστικός Φάρος» που αναδημοσιεύθηκαν στο Μ. Φούγιας, Μητροπ. Πισιδίας, Εκκλησιαστική Οικονομία και Χριστολογική Ορολογία, Αθήνα 1998. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών με τον καθηγητή Παν. Τρεμπέλα εις Ορθόδοξον Τύπον (15. 2. 1974, 1. 4. 1974).

xiv Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 57, πρβλ. Μ. Φαράντου, Το θέμα του διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των ετεροδόξων και ιδία μετά των Παλαιοκαθολικών, Θεσσαλονίκη, 1971, σ. 13.

xv Κων. Μουρατίδου, Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας κατά την διδασκαλίαν του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αθήναι 19772, σ. 171, Κοτσώνη, Προβλήματα, σ. 64. Κατά τον Δημ. Χωματιανό «γίνεσθαι, ουχί από ραθυμίας και καταφρονήσεως, αλλά υπό μόνης ανάγκης» (αυτόθι σ. 102). Επίσης πολλοί κανόνες μνημονεύουν την εξ ανάγκης χρησιμοποίηση της οικονομίας (ενδεικτικά ΞΘ΄ Αγ. Αποστόλων, Β΄ της Α΄ Οικουμ. Συνόδου («επειδή πολλά ήτοι υπό της ανάγκης, ή άλλως επειγομένων των ανθρώπων, εγένετο παρά τον κανόνα τον εκκλησιαστικόν»), ΙΒ΄ της εν Νεοκαισαρία).

xvi Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 62, πρβλ. Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1953, σ. 972-973. Στην εισήγηση της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τονίζεται ότι η οικονομία στην Ορθοδοξία εφαρμόζεται «εν μέτρω … εν οις δει, και όταν δει και οσάκις δει», Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία, σ. 143.

xvii Κυρίλλου Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως Τω Αντιοχείας, εν Δελικάνη, Έγγραφα, τ. Β΄, σ. 178.

xviii Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957, σ. 160-161, (στο εξής Κοτσώνη, intercommunio).

xix S. Troianos, Der Begriff der Oikonomia im byzantinischen Recht (Unter Beruecksictigung der gegenwaertigen griechischen Kanonistik), εν 17η Ετήσια Θεολογική Συνάντηση Πανεπιστημίου Αγ. Τύχωνος, Μόσχα 2007, τ. 1 (ρωσ. ) σ. 139-146.

xx Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 105. Κατά τον Κων/νο Οικονόμο «έχει και η οικονομία τους ιδίους όρους και τα μέτρα των πραγμάτων και τους καιρούς, ατάραχον εις το διηνεκές και αστασίαστον και ολόκληρον την Εκκλησίαν διατηρούσα, μήποτε λίαν οικονομούσα παρανομήση, και τας προς καιρόν ενδόσεις αυτής αι συγκαταβάσεις ως κυρίας παραστήση και ισοσθενείς της αφ’ ης συγκατέβη ακριβείας των θείων νόμων» εν Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 115 (υποσ. 326).

xxi Π. Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον, Α΄ Αθήναι 1989, σ. 68, του ιδίου, Η εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 355.

xxii Bartholomeos, Oikonomia, σ. 46-47

xxiii PG 77, 320.

xxiv Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών Κανόνων, Αθήνησιν, 1855, (στο εξής: Ρ-Π, Σύνταγμα), Δ΄ σ. 398.

xxv Π. Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον, Α΄, σ. 62.

xxvi Είναι απαραίτητο «όχι μόνο εις την διακρίβωσιν των προθέσεων του λαμβάνοντος το κατ’ οικονομίαν μέτρον … αλλά και εις την εκτίμησιν των αποτελεσμάτων τα οποία τούτο δύναται να επιφέρη εις την καθόλου εκκλησιαστικήν ζωήν. Εάν δηλαδή, … η πράξις του δε αύτη δεν επιφέρει γενικήν της εκκλησιαστικής τάξεως παράλυσιν και ανατροπήν, τότε αύτη είναι οικονομία» (Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 104-105), πρβλ. Π. Μπούμη, Η εκκλησιαστική «Οικονομία» κατά το Κανονικόν Δίκαιον, Εκκλησία τ. 48(1971), σ. 354

xxvii Β. Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Ανάλεκτα Βλατάδων 6, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 98, (στο εξής: Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση), Δ. Μπαλάνου, Το πρόβλημα της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, 3(1936/37), σ. 135

xxviii PG 32, 860.

xxix Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 98, πρβλ. ανωνύμου, Ο Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας επί της Οικουμενικής Κινήσεως και των Θεολογικών Διαλόγων, ΣΩΤΗΡ, Αθήναι 20073, σ. 45

xxx Κοτσώνη, Οικονομία, σ. 113, 130.

xxxi Προσφώνησις προς την αντιπροσωπείαν της Εκκλησίας της Ρώμης (Φανάριον, 30. 11. 1984), εις Επίσκεψις, τευχ. 326/1. 12. 1984, πρβλ. «σε τελευταία ανάλυση το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει το αναφαίρετο κανονικό δικαίωμα να «διακρίνη» και να κρίνη την αποδοχή ή την απόρριψη των οποιωνδήποτε αποφάσεων που βρίσκονται έξω από τα πλάισια της ορθοδόξου παραδόσεως», Δ. Παπανδρέου, Μητρ. Ελβετίας, Ποιμαντική των διαλόγων, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Α. Π. Θ. , 28(1985), σ. 424.

xxxii Κοτσώνη, intercommunio, σ. 75.

xxxiii Ειρήνη Τσαγρή, Νομική φύσις της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, Εφημερίς Ελλήνων Νομικών, τ. 39(1972), σ. 878.

xxxiv Νικολάου Μυστικού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Τω τα πάντα αγιωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης, PG 111, 212

xxxv PG 99, 984, αναλυτικότερα βλ. Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 40

xxxvi Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Η οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Επίσκεψις, τευχ. 50/14. 3. 1972, σ. 14, πρβλ. «Η Οικονομία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», εν Διορθόδοξη Επιτροπή, Οικονομία, σ. 136, Φούγιας, Οικονομία , σ. 38 και Bartholomeos, Oikonomia, σ. 40-41

xxxvii Κατά τον π. Γ. Φλωρόφσκυ δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής της οικονομίας, βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του ζώντος Χριστού, Μία Ορθόδοξη ερμηνεία της Εκκλησίας, μτφρ. Ι. Παπαδοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 129-148.

xxxviii «οικονομίας ένεκα, μη ακριβολογούμενοι σφόδρα περί τους μεταγιγνώσκοντας» Αγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας, Επιστολή 37η προς Μάξιμον διάκονον Αντιοχείας, (PG 77,321), ενώ κατά τον Ε΄ Κανόνα της εν Αγκύρα Συνόδου «τους δε επισκόπους εξουσίαν έχειν τον τρόπον της επιστροφής δοκιμάσαντας φιλανθρωπεύεσθαι, ή πλείονα προστιθέναι χρόνον», αναλυτικότερα βλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Γ΄, Αθήναι 1961, σ. 48 κ. εξ, Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 113, Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 31-32, Διορθόδοξη Επιτροπή, σ. 138 κ. εξ. , Φούγιας, Οικονομία, σ. 58.

xxxix Δημητρίου Χωματιανού, εν Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄σ. 436

xl κατά τον Κωνσταντίνο Οικονόμο, εν Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 80.

xli Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 459-460.

xlii Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431α. Ο Άγ. Νικηφόρος αιτιολογεί την άποψη ότι ο ναός των αιρετικών είναι «κοινός οίκος» λέγοντας: «ου χρη το καθόλου εις τας τοιαύτας εκκλησίας εισιέναι … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσιν, απέστη ο έφορος των εκείσε άγγελος, κατά την φωνήν του Μ. Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει Ναός. Και ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων» (Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431δ).

xliii Κοτσώνη, intercommunio, σ. 89-90

xliv Λόγος ΛΑ΄ «προς ποιμένα» , παρ. ξε΄.

xlv Κοτσώνη, intercommunio, σ. 255.

xlvi Απόκρισις ε΄, Ρ- Π, Σύνταγμα, Δ΄, σ. 431ε.

xlvii π. Θ. Ζήση, Για τη συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα ποια σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα; Θεοδρομία, 6,2 (2004) σ. 175.

xlviii Ομιλία εις τον ιερομάρτυρα Φωκά, PG 50, 702.

xlix Γενναδίου Σχολαρίου, Άπαντα, έκδ. D. Sideridis-M. Jugie-L. Petit, τ. 5, σ. 201-202, πρβλ, Μητρ. Προϊλάβου Καλλινίκου, «Πως δει δέχεσθαι τους εξ αιρέσεων προσερχομένους», Θεολογία, τ. 9(1931), σ. 242-243

l Δελικάνη, Έγγραφα, τ. Γ΄, σ. 684.

li Αναλυτικότερα περί του Χωματιανού βλ. κατωτέρω.

lii Υπενθυμίζουμε την δια του Αντιδώρου επίσκεψη της Χάριτος του Θεού στον Αγ. Νεομάρτυρα Αχμέτ, εν Συναξαριστής Νεομαρτύρων, Θεσσαλονίκη 19892, σ. 509

liii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 435.

liv βλ. υπ’ αριθμ. 1621/343/15. 3. 1891 Eγκύκλιος της Ι. Συνόδου, εν Σ. Γιαννοπούλου, Συλλογή Eγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερoν, Εν Αθήναις 1901, σελ. 574-575. Για τη σχετική ακολουθία βλ. Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 199914, σ. 276. Αναλυτικότερα η εξέλιξη της εκκλησιαστικής πράξεως στο θέμα της ταφής ετεροδόξων βλ. Κοτσώνη, intercommunio, σ. 242-247.

lv Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β΄, εν Αθήναις 1953, σ. 1003, Β΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, εν Δ. Παπανδρέου, Προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, Αθήναι 1990, σ. 37

lvi Ε. Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, Α΄, Εν Αθήναις 1986, σ. 215

lvii Ρ-Π, Σύνταγμα, τ. Ε΄ σ. 430-436, PG 119, 948-960, Περί του Δημητρίου Χωματιανού βλ. L. Stiernon, Δημήτριος Χωματιανός, Θ. Η. Ε. τ. 12, στ. 1064-1066, Ν. Τωμαδάκη, Δημ. Χωματιανός, Επετηρίς Εταιρίας Βυζαντινών Σπουδών, τ. 27(1957), σ. 57-62, του αυτού, Βυζαντινή Γραμματολογία (1204-1453), τευχ. Α΄, Εν Αθήναις 1957, σ. 74-79, Α. Χριστοφιλοπούλου, Δημήτριος Χωματιανός, Θεολογία, τ. 20(1949), σ. 742, Π. Μάτση, Νομικά ζητήματα εκ των έργων του Δημητρίου Χωματιανού, Αθήναι 1961, σσ. 85, Ε. -Κ. Κατερέλος, Η κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των επαρχιών του Δεσποτάτου της Ηπείρου κατά την περίοδο 1204-1235, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 47-53, 90-92.

lviii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 433-434

lix Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 435.

lx Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 435.

lxi Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 433.

lxii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 433.

lxiii Αναίρεση της λανθασμένης αυτής παραδοχής βλ. στη σχετική σύντομη εργασία μου: «Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Απάντηση σε άρθρο του κ. Παν. Ανδριόπουλου» στο διαδίκτυο: www. alopsis. gr/modules. phpname=News&file=article&sid=592 & www. oodegr. com/oode/papismos/airesi1. htm και εις εφημερίδα Αλλαγή Πατρών 3. 5. 07, εφημερίδα Ημέρα Πατρών 22, 24. 5. 07, περιοδικό Παρακαταθήκη τ. 53/ Μάρτ-Απρ. 2007, σελ. 4-7, τ. 54/Μάϊ-Ιούν. 2007, σ. 8-11. Επίσης, στην έκδοση: Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πληθώρας (άνω των 40) Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας που κατήγγειλαν τις αιρετικές παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη αρνούμενοι την ένωση με αιρετικούς (Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου, Οι Άγιοι του Αγίου Όρους, 2008, σ. 217-229). Περιεκτική είναι και η εργασία του Θεολόγου Π. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε Οικουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες, Υπόμνημα-ερώτημα στην επί των Νομοκανονικών Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, Αίγιο 2007.

lxiv Δεν είναι της παρούσης η διευκρίνιση αν εννοεί τους Λατίνους ή τους Βουλγάρους (Κοτσώνη, intercommunio, σ. 265-266, Δ. Ξαναλάτου, Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Θεολογία 16(1938), σ. 232-239 και Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 86.

lxv Ρ- Π, Σύνταγμα, Ε΄ σ. 431.

lxvi L. Stiernon, Δημήτριος Χωματιανός, Θ. Η. Ε. τ. 12, στ. 1065.

lxvii Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας είναι ανένδοτος έναντι οιασδήποτε, έστω και της παραμικράς, υποχωρήσεως έναντι των Λατίνων ως προς το δόγμα, είναι όμως πολύ συγκαταβατικός έναντι των λατινικών εθών και εθίμων: «ου τοίνυν ούτε περί των αζύμων, ούτε περί των νηστειών αντισκληρυνθησώμεθα τω ακαμπτεί του έθνους φρονήματι», λέγει χαρακτηριστικά. (Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 432). Ασφαλώς πουθενά δεν διατηρεί την παραμικρή επιφύλαξη ότι οι αποκλίσεις στην πίστη των Λατίνων συνιστούν αίρεση.

lxviii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 434

lxix Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 436.

lxx «το σχίσμα δεν συνετελέσθη επί Κηρουλαρίου … η διαφορά των αρχών έφερε κατά μικρόν εις τον χωρισμόν των δύο Εκκλησιών, ον συνεπλήρωσεν η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των σταυροφόρων» (Αγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος, Αθήναι 20002, τ. Β΄ σ. 84 και 97).

lxxi Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 434-435.

lxxii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 436.

lxxiii Π. Μάτση, Νομικά ζητήματα εκ των έργων του Δημητρίου Χωματιανού, Αθήναι 1961, σ. 10

lxxiv Λέει χαρακτηριστικά αναφερόμενος στο βάπτισμα των Λατίνων ο Κων/νος Οικονόμος: «μερικόν υπήρχε το κακόν. Ουδ’ είχεν εγκολποθείσα και νομοθετήσασα τούτο κεκηρυγμένως η Δυτική Εκκλησία», εις Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 81-83, βλ και σ. 109-110, πρβλ. Δ. Στανιλόαε Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 41.

lxxv Αναλυτικά για το θέμα της θ. Ευχαριστίας, βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion. Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των Ετεροδόξων εξ επόψεως Ορθοδόξου, Βιβλική και Εκκλησιλογική Μελέτη, Αθήναι 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.

lxxvi βλ. Κοτσώνη, intercommunio, σ. 202, 205, Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, τ. Β΄ σ. 1000-1004.

lxxvii Σχετικά με το αν ανήκουν στον Ιω. Κίτρου οι σε αυτόν αποδιδόμενοι κανόνες ή είναι του Δημ. Χωματιανού βλ. Αν. Χριστοφιλόπουλου εν Θεολογία 20(1949), σ. 742, Π. Μάτση, Νομικά ζητήματα εκ των έργων του Δημητρίου Χωματιανού, Αθήναι 1961, σ. 12, 14, Α. Παύλωφ, Περί του τινι προσήκουσιν αι κανονικαί αποκρίσεις ας αποδίδουσι Ιωάννη τω Κίτρους επισκόπω, Βυζαντινά Χρονικά, 1(1894) (ρωσ. ), σ. 493-502 και Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 84.

lxxviii Ρ-Π, Σύνταγμα, Ε΄, σ. 403-404, PG 119, 961

lxxix Κοτσώνη, intercommunio, σ. 242-247.

lxxx www. oodegr. com/oode/orthod/paleoimerologites/ekklis_lathi1. htm και www. oodegr. com/oode/orthod/paleoime rologites /antipater1. htm με θέμα: «Οι εκκλησιαστικές κακοδοξίες του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού» και «Αντιπατερική η στάση του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού». βλ. και St. Ransiman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, τ. Β΄, Αθήναι 1979, σ. 426-441, T. Ware, Eustratios Argenti, Oxford 1964, σ. 16-31, Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 98-99, Κοτσώνη, intercommunio, σ. 107-111, Χρ. Παπαδοπούλου, Σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων κατά τον ιστ΄ αιώνα, Θεολογία 3(1925), σ. 89-112

lxxxi βλ. www. oodegr. com/oode/orthod/paleoimerologites/ekklis_lathi1. htm και www. oodegr. com/oode/orthod/paleoime rologites /antipater1. htm με θέμα: «Οι εκκλησιαστικές κακοδοξίες του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιστιμού» και «Αντιπατερική η στάση του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιστιμού».

lxxxii Αγαπίου Ιερομονάχου και Νικοδήμου Μοναχού, Πηδάλιον…, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 56 (σημείωση στον ΜΣΤ΄ Αποστολικόν)

lxxxiii Γ. Μεταλληνού, «Ομολογώ εν Βάπτισμα», σ. 98-99.

lxxxiv PG 99, 985.

lxxxv Κοτσώνη, intercommunio, σ. 191

lxxxvi Κανών ΞΕ΄ της εν Καρθαγένη Συνόδου.

lxxxvii Θ. Βαλσαμώνος, ερμηνεία εις τον ΙΕ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, εν Ρ-Π, Σύνταγμα, τ. Β΄ σ. 146.

lxxxviii Η Κεντρική Επιτροπή του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών μάλιστα έχει εκδώσει ένα «πλαίσιο οδηγιών για την κοινή προσευχή στις συναντήσεις του ΠΣΕ» ως παράρτημα στην «τελική έκθεση της Μόνιμης Επιτροπής για την Ορθόδοξη συμμετοχή στο ΠΣΕ» (Geneva 26. 8-3. 9. 2002), εν www2. wcc-coe. org/ccdocuments. nsf/ index/gen-5-en. html #Anchor--SECTIO-15275. Στα κείμενα αυτά γίνεται διάκριση μεταξύ «ομολογιακής κοινής προσευχής» κατά την οποία η κάθε ομολογία τελεί ακολουθία κατά το τυπικό της και προσκαλεί τους άλλους να ενταχθούν στο πνεύμα της δικής της προσευχής και «διομολογιακής κοινής προσευχής», όπου δεν έχουμε μία λατρευτική παράδοση αλλά συρραφή στοιχείων από διαφορετικές λειτουργικές παραδόσεις στις οποίες συμμετέχουν όλοι ανεξαρτήτως ομολογιακής τοποθετήσεως. Είναι απολύτως σαφές ότι όχι μόνο αυτές οι διαφοροποιήσεις είναι εντελώς ξένες για την εκκλησιαστική μας παράδοση, αλλά και το όλο πνεύμα των ανωτέρω κειμένων δεν θυμίζει τίποτα από ορθόδοξη θεολογία. …

lxxxix Λόγου χάριν η θεωρία των κλάδων (Churchbranch Theory), της vestigia Ecclesia του Τετραπλεύρου του Lambeth, της αρχής της περιεκτικότητος (comprehensiveness), περί των αυλών του Κυρίου, «περί του φωτός και της χαράς του οίκου του Κυρίου» βλ. εν Φούγιας, Οικονομία, σ. 27-28, 88-89, 91-92 και Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 8,

xc http://papalvisit. ecupatriarchate. org/media/pope_arrival_2006. phpf=windows&p=2

xci Η θεολογική ακρίβεια έχει εκφραστεί με σαφήνεια στην υπό τον Αλέξιο Στουδίτη Σύνοδο του 1030: «Από γε του νυν και εν αγίω προς τας απανταχού Εκκλησίας διαταττόμεθα Πνεύματι, ώστε τους λαχόντας Εκκλησιών προεστάναι θεοφιλεστάτους Αρχιερείς αγρύπνως τας επιβαλλούσας αυτοίς ενορίας περισκοπείν και πάση δυνάμει τους αρχηγούς των αιρέσεων ως λύκους θρασύς αποκρούεσθαι, ους τη κακοδοξία … των λοιπών αιρεσιαρχών ανενδότως εμμένοντας ούτε τω του επισκόπου καλείσθαι ονόματι ανεχόμεθα, ούτε τινά αιρεσιάρχην πρώτον τούτοις επιφημίζεσθαι ή χειροτονείν εξείναι ή άλλο τι ιερατικών αναξίων διενεργείν», εν Κοτσώνη, intercommunio, σ. 201.

xcii Σύμφωνα με τον Α΄ Κανόνα της εν Καρχηδόνι Συνόδου «παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου εκκλησία ουκ έστιν … ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε εκκλησίαν». Ο δομινικανός θεολόγος Υ. Congar ερμηνεύοντας την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία αναφέρει: «Η χριστιανική αρχαιότητα αρνήθηκε πάντοτε να δώσει το όνομα της Εκκλησίας στα σώματα που είχαν αποσπαστεί από τη μοναδική ορατή Εκκλησία, η οποία ήταν η «καθολική» Εκκλησία, δηλαδή η αληθινή και ορθόδοξη. Τους ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να υπάρξει Εκκλησία χωρίς τις ιδιότητες της Εκκλησίας, τις όποιες απέδωσε το σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως: μία, αγία, καθολική και αποστολική. Γι’ αυτό ονόμαζαν τις αποκομμένες από την ενότητα κοινότητες με διάφορα ονόματα, αποκλείοντας το όνομα της Εκκλησίας, εκτός κι αν το χρησιμοποιούσαν με την εμπειρική έννοια του της συναθροίσεως. . . » (Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, Αθήνα 19932, σ. 134). Κατά τον S. L. Greenslade, σύμφωνα με την ομόφωνη διδασκαλία των Πατέρων, που στηρίζεται στην Καινή Διαθήκη, η Εκκλησία όχι μόνο «όφειλε να είναι μία, αλλά είναι μία και δεν μπορεί να είναι παρά μία. Η ενότητα αυτή ήταν (γι’ αυτούς) μία ιδιότητα της ορατής Εκκλησίας και η ορατή Εκκλησία γινόταν κατανοητή ως μία και μόνη οργανική οικοδομή, μια κοινωνία. Σύμφωνα μ’ αυτούς (τους Πατέρες), οι διαιρέσεις, οι διακοπές κοινωνίας, δεν καλύπτονταν ούτε κυριαρχούνταν από μια πνευματική και αόρατη ενότητα, και διάφορες ονομασίες δεν μπορούσαν να σχηματίσουν μια μόνο Εκκλησία. Δεν υπήρχε παρά μια ορατή Εκκλησία σε μια και μόνο κοινωνία. Τα αποκομμένα σώματα από αυτή την κοινωνία ήταν έξω από την Εκκλησία» εις Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, Αθήνα 19932, σ. 140-141.

xciii PG 77, 132

xciv PG 77, 133

xcv PG 77, 81, 96, 97, 106, 104, 124, 126

xcvi PG 77, 106

xcvii http://papalvisit. ecupatriarchate. org/media/divine_liturgy_2006. phpf=windows&p=2

xcviii αυτόθι, χρονική ένδειξη: 1:47:30

xcix αυτόθι, χρονική ένδειξη: 0:36:44

c αυτόθι, χρονική ένδειξη: 1:24:55

ci Ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει σχετικά: «Μη υπολάβης το φίλημα εκείνο σύνηθες είναι τοις επ’ αγοράς γινομένοις υπό των κοινών φίλων. Ουκ έστιν τοίνυν τοιούτον το φίλημα» PG 33, 1112. «Ανάμεσα στους ευχαριστιακούς συμβολισμούς, το ιδιαίτερο σημάδι της συμφιλίωσης πριν από τη μετάληψη της θείας Ευχαριστίας και δείγμα σωστών αδελφικών σχέσεων είναι η τελετουργία του ασπασμού της ειρήνης, η οποία ανάγεται ως τα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ασπασμός δεν ήταν καθόλου συμβολικός ή εικονικός, αλλά η ζωντανή έκφραση, η ιερή πράξη της ίδιας της αγάπης» εν Σ. Τσομπανίδης, Λειτουργία μετά τη Λειτουργία: Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στην κοινή Χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 180-181.

cii Γ. Παρασκευοπούλου, Ερμηνευτική επιστασία επί της Θ. Λειτουργίας, Πάτρα 20052, σ. 441, Π. Ευδοκίμωφ, Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Μ. Παπαζάχου-Δ. Τζέρπος, Αθήνα 19822, σ. 187

ciii Bartholomeos, Oikonomia, σ. 48

civ Κατά τον Αγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας, PG 77, 320.

cv Επίσκεψις, τευχ. 50/14. 3. 1972, σ. 7-8 και Bartholomeos, Oikonomia, σ. 48

cvi Θεοδώρου Στουδίτου PG 99, 984, αναλυτικότερα βλ. Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 40.

cvii Επιστολή Αγιορειτών Μοναχών προς Μιχαήλ τον Παλαιολόγον αναφορικά με την ένωση του 1439, εν Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 19-20.

cviii Ομιλία του Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Θεοκλήτου εν τω Πανσέπτω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου επί τη Θρονική Εορτή (30/11/2007), εν www. ec-patr. org/docdisplay. php Lang=gr&id=843&tla=gr.

cix Στυλιανού (Χαρκιανάκη), Αρχιεπ. Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986/89), σ. 22-24.

cx Vl. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Σ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 19732, σ. 206

cxi Λ. Ουσπένσκυ, Η Θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Σ. Μαρίνης, Αθήνα 1998, σ. 660, 666 πρβλ. Π. Ευδοκίμωφ, Η Ορθοδοξία, μτφρ. Α. Μουρτζόπουλος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 252.

cxii Φούγιας, Οικονομία, σ. 39

cxiii Φούγιας, Οικονομία, σ. 62-63

cxiv Φούγιας, Οικονομία, σ. 64

cxv Φούγιας, Οικονομία, σ. 65

cxvi Φούγιας, Οικονομία, σ. 69

cxvii Φούγιας, Οικονομία, σ. 84

cxviii Bartholomeos, Oikonomia, σ. 46

cxix Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 20

cxx Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 64.

cxxi Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 31

cxxii Βαρθολομαίου, Κωδικοποίηση, σ. 93

cxxiii σημείωση στον ΙΘ΄κανόνα της εν Σαρδική, εν Ράλλη-Ποτλή Γ΄ σ. 279

cxxiv σημείωση στον Ζ΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας, εν Ράλλη-Ποτλή Β΄ σ. 674.

cxxv το υπ’ αριθμ. 923/7. 6. 2004 Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Μακ. Πατριάρχην Μόσχας και πάσης Ρωσσίας, εν www. ec-patr. org/docdisplay. phplang =gr&id=33&tla=gr.

cxxvi Bartholomeos, Oikonomia, σ. 45

cxxvii Ν. Βασιλειάδη, Ο Αγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, Αθήναι 19833, σ. 74.

cxxviii π. Θ. Ζήση, Για τη συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα ποια σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα; Θεοδρομία, 6,2(2004), σ. 174-175, πρβλ. Στυλιανού (Χαρκιανάκη), Αρχιεπ. Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986/89), σ. 22-24.

cxxix Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών (31 Ιανουαρίου 1952), εν Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ. 962-963

cxxx Στ. Αβραμίδη, Οι αξιώσεις (desiderata) της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, (δακτυλογραφημένο κείμενο) σ. 11

cxxxi Στ. Αβραμίδη, Οι αξιώσεις (desiderata) της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, (δακτυλογραφημένο κείμενο) σ. 10, 12.

cxxxii World Council of Churches, Central Committee, Geneva 26. 8-3. 9. 2002, Final Report of Special Commission on Orthodox participation in the WCC, section B par. 43, εν www2. wcc-coe. org/ccdocuments. nsf/index/gen-5-en. html

cxxxiii World Council of Churches, Central Committee, Geneva 26. 8-3. 9. 2002, Final Report of Special Commission on Orthodox participation in the WCC, Appendix A par. 8, εν www2. wcc-coe. org/ccdocuments. nsf/index/gen-5-en. html #Anchor--SECTIO-15275 και Στ. Αβραμίδη, Οι αξιώσεις (desiderata) της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, (δακτυλογραφημένο κείμενο) σ. 17-18.

cxxxiv «Η κανονική τάξις της Ορθοδόξου Εκκλησίας ερείδεται αφ ενός μεν επί των Ιερών Κανόνων των τε Οικουμενικών και των Τοπικών Συνόδων, αφ ετέρου δε επί της καθιερωμένης μακραίωνος εκκλησιαστικής πράξεως … οι Ιεροί Κανόνες 3 της Β, 9, 17 και 28 της Δ, 36 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, ως και πάντες οι αναφερόμενοι εις το Πατριαρχικόν σύστημα εκκλησιαστικής διοικήσεως ιεροί κανόνες, αποτελούν όχι μόνον οργανικόν και αναπαλλοτρίωτον στοιχείον της Ορθοδόξου κανονικής τάξεως, αλλά και αναμφίλεκτον κριτήριον δια την εύρυθμον λειτουργίαν των διορθοδόξων σχέσεων εις πάσαν εποχήν. Το δια της μακραίωνος εκκλησιαστικής πράξεως καθιερωμένον κύρος της ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως, πηγάζον εκ της θεμελιώδους αρχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί της φύσεως της Τοπικής Εκκλησίας, δεν υπόκειται βεβαίως εις αυθαιρέτους ή περιστασιακάς παρερμηνείας, κατά τα εκάστοτε συμφέροντα τη μια ή τη άλλη κατά τόπον Εκκλησία» (το υπ’ αριθμ. 923/7. 6. 2004 Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Μακ. Πατριάρχην Μόσχας και πάσης Ρωσσίας), εν www. ec-patr. org/docdisplay. phplang =gr&id=33&tla=gr.

cxxxv Εν το υπ’ αριθμ 1073/1. 12. 2003 σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνων και πάσης Ελλάδος κ. κ. Χριστόδουλον, περί του θέματος των Ι. Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Βορείω Ελλάδι και Ανατολικώ Αιγαίω, εν www. ec-patr. org/docdisplay. phplang=gr&id =20&tla=gr

cxxxvi Περιοδικό Εκκλησιαστική Παρέμβαση, Ναύπακτος, τ. 138/Δεκέμβριος 2007 βλ. και www. parembasis. gr/2007/07 12 21. htm

cxxxvii Χριστοφόρου Λεοντοπόλεως, Η εν ταις χειροτονίαις Αποστολική Διαδοχή, Εκκλησία, τ. 11(1934), σ. 280 (υποσ. 1)

cxxxviii Tην Εγκύκλιο υπογράφουν οι: Ειρηναίος, Αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης, Ιωάννης, Αρχιεπίσκοπος Σικάγου και Μινεαπόλεως, Σίλβεστρος, Αρχιεπίσκοπος Μόντρεαλ και Καναδά, Βαλέριος, Αρχιεπίσκοπος Ντιντρόι και Μίτσιγκαν, Κυπριανός, Αρχιεπίσκοπος Φιλαδελφείας και Πενσυλβανίας, Θεοδόσιος, Επίσκοπος Πίτσμπουργκ και Δυτ. Βιργινίας, Δημήτριος, Επίσκοπος Χάρντφορντ και Νέας Αγγλίας, Ιωάσαφ, Επίσκοπος Έντμοντον, Jose, Επίσκοπος Μεξικού και Herman, Επίσκοπος Wilkes-Barre (νυν Αρχιεπίσκοπος) (Irenikon 46(1973), σ. 299.

cxxxix Πρόκειται για την Orthodox Church in America (OCA-πρώην Metropolia) η οποία δια του Αρχιεπισκόπου της Herman (πρώην Επισκόπου Wilkes-Barre) συμμετέχει στην Επιτροπή Μονίμων Ορθοδόξων Κανονικών Επισκόπων εν Αμερική (SCOBA), υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής (βλ. www. scoba. us/jurisdictions. html).

cxl Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, Αθήνα 19932, σ. 123.

cxli Τονίζει χαρακτηριστικά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι: «Θεωρώ την συμμετοχή όχι μόνο ως επιτρεπομένη και δυνατή για τους Ορθοδόξους, αλλά ακόμη και ως άμεσο καθήκον που απορρέει από την ίδια την ουσία της ορθοδόξου συνειδήσεως και την υποχρέωση που ανήκει στην αληθινή Εκκλησία να καταθέτει αδιάκοπα τη μαρτυρία της παντού … Βλέπω την Ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική κίνηση υπό το πρίσμα της ιεραποστολικής δράσεως. Η Ορθόδοξη Εκκλησίας καλείται ειδικά σε συμμετοχή ακριβώς στην οικουμενική ανταλλαγή ιδεών, επειδή αναγνωρίζει τον εαυτό της ως τον φύλακα της αποστολικής πίστεως και της παραδόσεως στην καθολικότητά και την πληρότητά της, και ότι είναι, μ’ αυτήν την έννοια, η αληθινή Εκκλησία … Η Ορθοδοξία είναι η καθολική αλήθεια, η αλήθεια για όλο τον κόσμο, για πάντα και για όλους τους λαούς» εις Πλακίδας Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, Αθήνα 19932, σ. 121-122.

cxlii Ε. Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, Α΄, Εν Αθήναις 1986, σ. 231.

cxliii Αποκ. 7, 9-12. 22, 20.

Δημιουργία αρχείου: 7-4-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 7-4-2008.

ΕΠΑΝΩ