Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Σωτηριολογικά

Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως εικόνα τού Χριστού. Απόσπασμα τού 6ου λόγου: Περί τής εν Χριστώ ζωής Λόγοι Επτά * Η οδός τής Σωτηρίας * Πορεία απελευθέρωσης * Το αυτεξούσιο τού ανθρώπου και η Χάρη τού Θεού στο πλαίσιο τής σωτηρίας * Η λογική τής απελευθέρωσης * Ο υπαρξιακός χαρακτήρας της ελευθερίας

Η ελευθερία κατά τον Νικόλαο Καβάσιλα

Η εν Χριστώ πορεία απελευθέρωσης

Βασιλείου Π. Στογιάννου

Καθηγητή Πανεπιστημίου

 

Πηγή: "Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου προς τιμήν τού... οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα τού και χαμαετού". 17 - 20 Ιουνίου 1982. Θεσσαλονίκη 1984. Σελίδες 188-202.

 

Η Β΄ Κυριακή των Νηστειών είναι αφιερωμένη, όπως ξέρουμε, στη μνήμη «του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης του Παλαμά», Παναγιώτατε δέσποτα, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί αδελφοί.

Αποτελεί συνέχεια του εορτασμού της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος Γρηγόριος αγωνίστηκε και εβίωσε, κήρυξε και έδωσε με το προσωπικό του παράδειγμα τη μαρτυρία για την ορθή πίστη της Εκκλησίας του Χριστού. Ως γνήσιος διάδοχος του Απ. Παύλου έκανε την Αποστολική Εκκλησία της Θεσσαλονίκης προμαχώνα της πίστεως κατά της αιρέσεως και συγχρόνως διδασκαλείο της Ορθόδοξης παραδόσεως. Χρησιμοποίησε μ’ επιτυχία το ξύδι της αντιρρητικής και το λάδι της ειρηνικής διδαχής, για να διατηρήσει υγιές το φρόνημα, την πίστη και την αγάπη του λαού του Θεού.

Σ’ αυτό τον αγώνα του συμπαραστάθηκε στον Άγιο Γρηγόριο πλειάδα φίλων και μαθητών, που, καθένας με το χάρισμά του, πολέμησαν για τον κοινό σκοπό: τη σωτηρία των πιστών. Ορισμένοι διέπρεψαν στον αντιαιρετικό αγώνα, για να ξεσκεπάσουν τις έντεχνα στημένες παγίδες του εχθρού, κι έτσι απέτρεψαν την παρέκκλιση των απλουστέρων από τη μόνη βέβαιη πορεία. Άλλοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη μεθοδική προβολή της Ορθόδοξης διδασκαλίας, σαν απαραίτητη πνευματική τροφή των πιστών, για να μπορέσουν ν' ανδρωθούν στην πίστη.

Θα ‘ταν ανεπίτρεπτο ιστορικά και θεολογικά λάθος να αναχθεί μια μόνη οδός σε ορθή και να υποτιμηθεί η άλλη· τα χαρίσματα του παναγίου Πνεύματος είναι ποικίλα και είναι αναγκαία η λειτουργία όλων για την οικοδομή του σώματος του Χριστού. Έτσι αντιρρητική και κατήχηση, αγώνας προς τα έξω και εσωτερική οικοδομή συνδυάζονται και ορθοτομούν το λόγο της αλήθειας και της αγάπης του Χριστού. Αυτό έγινε και την εποχή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όταν οι μαθητές και συναγωνιστές του πολέμησαν «έκαστος εφ' ώ ετάχθη» από τον Παράκλητο, που «συγκροτεί όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας». Ανάμεσα σ' αυτούς που τάχθηκαν από τον Θεό να διακονήσουν το λαό του με την ήρεμη, ειρηνική και συστηματική προσφορά του λόγου της πίστεως είναι και ο τιμώμενος αυτό το έτος Νικόλαος Καβάσιλας, μαθητής και φίλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Άνδρας με Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα και μεγάλη παιδεία, έμπειρος των πνευματικών αγώνων και γνώστης των προβληματισμών της εποχής του, ζυμωμένος στην πατερική παράδοση και με έξοχη κατάρτιση στη σύγχρονή του φιλοσοφία, αποδύθηκε μ' επιτυχία σ’ ένα δύσκολο αγώνα: να εκθέσει συνοπτικά την πείρα της Εκκλησίας από τη μέχρι τότε πορεία της, για να' χουν οι πιστοί ένα πνευματικό εγχειρίδιο, που θα τους ωφελούσε αποτελεσματικά στην πνευματική τους ανάπλαση. Καρπός αυτής της προσπάθειας, επιτομή μιας αγίας ζωής και μιας Ορθόδοξης παρουσίας είναι το λαμπρό έργο του «Περί της εν Χριστώ ζωής», που κατά τον πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο «κόσμος εστί τη του Χριστού Εκκλησία».

Το έργο αυτό του Νικολάου Καβάσιλα συνοψίζει και επανερμηνεύει τη Χριστιανική εμπειρία κατά την ιστορική πορεία της στον κόσμο. Θεμελιωμένο στους λόγους των Προφητών, του Χριστού και των Αποστόλων, όπως ερμηνεύτηκαν και βιώθηκαν από τους αγίους και πατέρες της Εκκλησίας, το έργο του Καβάσιλα για την εν Χριστώ ζωή δεν αποτελεί συλλογή χωρίων ή λόγια πραγματεία, αλλά επανερμηνεία με τη γλώσσα της εποχής. Προορισμένο για το σύγχρονό του κόσμο, προσφέρει ολόκληρο και ανόθευτο το βιβλικό ευαγγέλιο, συνεχίζει με συνέπεια και πιστότητα την πατερική παράδοση και μιλά με την ειλικρίνεια της γνήσιας Χριστιανικής εμπειρίας στον άνθρωπο του καιρού του -αλλά και του δικού μας.

Στο κέντρο του όλου έργου βρίσκεται η ανάπλαση του ανθρώπου από τον Θεό με την ελευθεροποιό του ενέργεια εν Χριστώ και η ζωογόνηση του αναγεννημένου ανθρώπου από το Άγιο Πνεύμα. Πολύ όμορφα περιγράφει αυτή την απελευθέρωση και ανάπλαση του ανθρώπου σε μια νέα ζωή σ’ όλο το έργο του ο Νικόλαος Καβάσιλας, συνοψίζοντας τη σωτηριολογία της παραδόσεως και συγχρόνως μιλώντας μια γλώσσα κατανοητή από κάθε άνθρωπο. Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα: «Μια φιλανθρωπία το γένος  έσωσεν η Τριάς, αλλ’ όμως των υποστάσεων εκάστη των μακαρίων ιδίαν τινά λέγεται συντέλειαν εισενέγκαι. Ο μεν γαρ Πατήρ διήλλακται, ο δε Υιός διήλλαξε, το δε Πνεύμα το Άγιον φίλοις ήδη καταστάσιν δώρον εγένετο. Και ο μεν έλυσεν, ο δε το λύτρον ην ω λελύμεθα, το δε Πνεύμα ελευθερία· "ου γαρ το Πνεύμα Κυρίου, εκεί ελευθερία", Παύλου φωνή. Και ο μεν ανέπλασε, τω δε ανεπλάσθημεν, το δε Πνεύμα εστι το ζωοποιούν» (2,19).

Η τριπλή τριαδολογική αναφορά μάς δίνει σε μια τριπλή προοπτική την αφετηρία, την πορεία και το τέλος της σωτηριολογίας. Αφετηρία είναι ο Θεός Πατέρας που συμφιλιώνεται με τον άνθρωπο, τον απελευθερώνει, τον αναπλάσσει. Κορύφωση της Θείας οικονομίας είναι το έργο του ενσαρκωθέντος Υιού που συμφιλιώνει τον άνθρωπο, τον απελευθερώνει και τον αναπλάσσει με την «πρόσληψη του φυράματος». Τελειωτής είναι ο Παράκλητος, δωρεά στους φίλους πια του Θεού ανθρώπους, ελευθερία και ζωή.

Η διήκουσα έννοια είναι, όπως εύκολα φαίνεται, η ελευθερία, ως απελευθέρωση και καταλλαγή από τη μια πλευρά και ως δωρεά ελευθερίας και ζωής από την άλλη. Στην ανάλυση αυτής της κεντρικής για το όλο έργο «Περί της εν Χριστώ ζωής» εννοίας θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

***

Η αναφορά στο απολυτρωτικό έργο του Θεού εν Χριστώ, στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τη δουλεία στη φθορά και την αμαρτία τονίζεται με έμφαση από τον Καβάσιλα. Σε πολλά σημεία του έργου του αναφέρεται στην «αισχύνη» της δουλείας που κυριάρχησε στο ανθρώπινο γένος μέχρι την ενσάρκωση του Λόγου. Κληρονομιά από την πτώση του Αδάμ και προσωπική ενοχή συγκεντρώνονται, για να επιβάλουν στον άνθρωπο μια δυσβάστακτη τυραννία. Με πολλή ακριβολογία περιγράφει την κατάσταση αυτή του αλύτρωτου ανθρώπου, τον κατήφορο που τον απομακρύνει από τη ζωή, ο συγγραφέας μας:

«Διπλή είναι η αμαρτία και προχωρεί με δυο τρόπους: ο ένας πραγματοποιείται με αμαρτωλές ενέργειες, ο άλλος συνίσταται στην αμαρτωλή έξη· η ίδια η ενέργεια δεν είναι πάντα παρούσα ούτε παραμένει, αλλά σαν το βέλος που τραυματίζει και φεύγει, μα αφήνει σημάδι το τραύμα στους λαβωμένους, έτσι κι αυτή αφήνει σαν σημάδια την κακία και τη ντροπή και την υποχρέωση της τιμωρίας. Όσο για την έξη που προκαλούν οι αμαρτωλές ενέργειες, εγκαθίσταται στην ψυχή σαν νόσημα που προξένησε καταστρεπτική δίαιτα, είναι μόνιμη και δένει με ακατάλυτα δεσμά το φρόνημα· προξενεί τα φοβερότερα δεινά κι οδηγεί όσους κυρίεψε στις πιο πονηρές ενέργειες· αυτές που την προκάλεσαν τις ξαναγεννά και κλείνει τον κύκλο γεννώντας τους γεννήτορές της (2, 23).

Έτσι δεν είχε τέλος η αμαρτία, αφού η έξη γεννούσε τις αμαρτίες, ενώ η προσθήκη των αμαρτιών τη μεγάλωνε. Έτσι, καθώς τα δυο κακά βοηθούσαν το 'να τ' άλλο και προχωρούσαν, η αμαρτία έζησε, αλλά εγώ απέθανα, μια και το κακό δεν άρχισε χτες ή προχτές, αλλ' αφότου άρχισε η ύπαρξή μας» (2,24).

Η ανάλυση του Καβάσιλα, πατερική ασκητική στην προέλευσή της, αποτελεί μια σύγχρονη επιτομή των απόψεων των βιβλικών ερμηνευτών. Η διάκριση ανάμεσα στην αμαρτία ως τη βασική απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό και τις αμαρτίες ως εκδηλώματα και συγχρόνως τροφοδότες της αμαρτίας, είναι μια διάχυτη σ' όλη την Αγία Γραφή διδασκαλία, που υπογραμμίζεται ιδιαίτερα από τον απ. Παύλο. Η αρχική νόσος επιδεινώνεται και εδραιώνεται από την καταστροφική δίαιτα και γεννά με τη σειρά της ένα πλήθος από δευτερεύουσες ασθένειες που την επιτείνουν. Αυτός ο φαύλος κύκλος της αμαρτίας κυριαρχεί τυραννικά στο ανθρώπινο γένος και σημαδεύει από την ώρα της γεννήσεώς του τον άνθρωπο με την κακία, την αισχύνη και το πλέγμα ενοχής.

Η υποδούλωση του φρονήματος τού ανθρώπου αποτελεί το πρώτο καίριο πλήγμα, από το οποίο αρχίζει το κακό, που εξικνείται μετά σ' όλη την ψυχοσωματική οντότητά του. Αυτό είναι η ανθρώπινη εμπειρία «αφότου ο Αδάμ εμπιστεύτηκε τη ζωή του στον πονηρό, περιφρόνησε τον αγαθό Κύριό του και διαστράφηκε η βούλησή του, μ' αποτέλεσμα να χάσει η ψυχή την αρχική της υγεία και ευεξία· από τότε και το σώμα βάδισε τον ίδιο δρόμο με την ψυχή, διαστράφηκε και ταίριαζε μαζί της, σαν εργαλείο στα χέρια ενός τεχνίτη» (2,24).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η υπόμνηση της αρχικής διαστροφής του Αδάμ, που αποτελεί παράβαση της πρώτης εντολής· άρνηση της πίστεως — εμπιστοσύνης— στο ζωοδότη Θεό και εκούσια παράδοση στον πονηρό. Αυτή είναι η αμαρτία που επιφέρει τη διαστροφή του φρονήματος, απ' όπου πηγάζουν οι ψυχοσωματικές παραβάσεις, οι αμαρτωλές πράξεις.

Ψυχοσωματική κληρονομιά του Αδάμ στους απογόνους του είναι η «πονηρία»: «… Επόμενο ήταν η ψυχή καθενός ανθρώπου να κληρονομήσει την κακία του πρώτου Αδάμ, η οποία από την ψυχή του μεταδόθηκε στο σώμα, από το σώμα του στα σώματα των απογόνων του κι από τα σώματα αυτών στις ψυχές τους. Αυτό, λοιπόν, είναι ο παλαιός άνθρωπος, που σαν σπέρμα κακίας πήραμε μαζί με τη φύτρα μας από τους προγόνους μας, κι έτσι δεν είδαμε ούτε μια μέρα χωρίς αμαρτία ούτε αναπνεύσαμε ελεύθεροι από κακία» (2,25).

Γεννημένος με το βάρος αυτής της αμαρτωλότητας ο άνθρωπος επισώρευε κάθε φορά νέα δεινά με τις προσωπικές του αμαρτίες, σαν να ‘χε αποδυθεί σε αγώνα δρόμου με σκοπό να ξεπεράσει σε κακία όλους τους προηγουμένους. Δεν μένει, λοιπόν, ούτε το κακό στάσιμο. Αλλά προχωρεί στο χειρότερο, σαν νόσημα που επιδεινώνεται, όπως λέει με την προσφιλή του ιατρική ορολογία, ο Νικόλαος Καβάσιλας (2,25. 26). «Ίσως γι' αυτό ακριβώς κι ήταν αδύνατο να μπορέσει το ανθρώπινο γένος να θεραπευτεί από μόνο του, γιατί δεν είχε την παραμικρή γεύση ελευθερίας ως τότε· ούτε, μη έχοντας πείρα, μπορούσε και να την ποθήσει, να την επιδιώξει και να επαναστατήσει κατά του τυράννου» (2,26). Έτσι έμενε υπόδουλος ο άνθρωπος στα φοβερά δεσμά της ένοχής, της φθοράς και του θανάτου (βλέπε 2,28).

Δε χρειάζεται ανάλυση στο σημείο αυτό ο λόγος του μεγάλου θεολόγου της Θεσσαλονίκης: βιβλικός στη σκέψη πατερικός στην έκφραση είναι σαφής στην έκθεση της Χριστιανικής Ορθόδοξης πίστης και επίκαιρος όχι μόνο για την εποχή του, αλλά και για τη δική μας. Η περιεκτική στη συντομία της ανάλυση του μεταπτωτικού προ Χριστού ανθρώπου δεν αφήνει περιθώρια για συμπληρώσεις -απεναντίας δίνει αφορμή για εμβάθυνση. Το πλέγμα ενοχής του φυσικού ανθρώπου, η υποταγή του στη φθορά με τις ανθρωπολογικές και οικολογικές προεκτάσεις της, το σύνδρομο του θανάτου που απορρέει και συγχρόνως τροφοδοτεί την ειδωλολατρεία του ως απελπισμένη προσπάθεια διαφυγής, όλα αυτά αποτελούν διαπιστώσεις όχι μόνο των πιστών, αλλά και των απίστων της εποχής μας. Το τραγικό υπαρξιακό κενό του ανθρώπου μακριά από τον Θεό, το μόνο θεμέλιο και λόγο της ζωής, παρουσιάζεται στην «εν Χριστώ ζωή» κατά τρόπο ανάγλυφο και πειστικό, σ’ όλη του την έκταση.

Ένα μεγάλο δεσμωτήριο ήταν ο προ Χριστού κόσμος, μας λέει σε μιαν άλλη συνάφεια ο Καβάσιλας. Δίκαιοι και άδικοι, καλοί και πονηροί είχαν αντικειμενικά τα ίδια ανελεύθερα δεσμά, μόνο που διέφεραν οι «δίκαιοι και φίλοι του Θεού» στην υποκειμενική αντιμετώπιση της καταστάσεως. «Οι δίκαιοι διέφεραν από τους πονηρούς στο εξής σημείο: κι οι δυο βρίσκονταν στην ίδια φυλακή και υπέμεναν την ίδια τυραννία, αλλά οι μεν δίκαιοι δυσανασχετούσαν για τον εξανδραποδισμό και τη δουλεία, εύχονταν την καταστροφή της φυλακής και τη λύση των δεσμών τους και λαχταρούσαν να δουν τους δεσμώτες να πατούν την κεφαλή του τυράννου, ενώ οι πονηροί δεν νόμιζαν πως ήταν φοβερή η κατάσταση και χαίρονταν που ήταν δούλοι» (2,29). Αυτή η εθελοδουλεία, που φτάνει στην εξύμνηση της τυραννίας και την υποστήριξη του τυράννου (βλέπε 2, 29), Αποτελεί φυσικά την έσχατη κατάπτωση του ανθρώπου, γιατί έχει χάσει πια κάθε επαφή με το, μακρυνό έστω, πνευματικό φως. Πρόκειται για πώρωση της καρδιάς και εθελοτύφλωση του νου, που δεν έλειψε ούτε κατά την ενσάρκωση, γιατί και τότε «υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι, που όχι μόνο δε δέχτηκαν τον ήλιο ο οποίος ανέτειλε γι' αυτούς, αλλά κι επιχείρησαν, όσο μπορούσαν, να τον σβήσουν» (1,19).

Αυτή η καθολική υποταγή του ανθρώπου στην αμαρτία φαίνεται κυρίως στην εξουσία του θανάτου, από την οποία δεν υπήρχε εξαίρεση για κανένα, πριν από την ελευθεροποιό ενέργεια του Θεού εν Χριστώ. Η μόνη διάκριση που υπήρχε ήταν ανάμεσα «στους ασθενείς που αγνοούν την ασθένειά τους και δε δέχονται τα φάρμακα» και «σ' όσους αναζητούν με κάθε τρόπο θεραπεία και βλέπουν μ' ευχαρίστηση το γιατρό». Αυτούς τους τελευταίους ο Θεός τους ονόμασε «δίκαιους και φίλους, γιατί έκαναν ό,τι μπορούσαν και έδειξαν όλη τη δυνατή υπακοή στο θείο θέλημα -αυτό τους έκανε άξιους να ελευθερωθούν όταν φάνηκε αυτός που μπορούσε να τους ελευθερώσει αλλά δεν τους ελευθέρωσε φυσικά η πράξη τους» (1,20).

Η αδυναμία των ευσεβών να πετύχουν τη λύτρωση φαίνεται στο γεγονός πως μετά το θάνατό τους «τους δεχόταν ο Άδης». Ο δρόμος για τον ουρανό άνοιξε από τον ίδιο τον Θεό, όταν ενσαρκώθηκε ο Υιός. Γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος για «δικαίωση» πριν από τη σταυρική θυσία του Χριστού. «Όπου γαρ άφεσιν αμαρτιών και δίκης απαλλαγήν ουκ ην ευρείν προ του σταυρού τι χρη περί δικαιοσύνης νομίζειν; (… ) Το γε μην δια του θανάτου του Χριστού την έχθραν καταλυθήναι και το μεσότοιχον εκ μέσου γενέσθαι και ειρήνην και δικαιοσύνην επί των του Σωτήρος ημερών ανατείλαι και πάντα ταύτα, τίνα αν έτι χώραν έχοι, ει φίλοι Θεού και δίκαιοι προ της θυσίας ήσαν εκείνης;» (1,20).

Συνοψίζοντας την εικόνα του μακάριου Νικολάου Καβάσιλα για τον προ Χριστού άνθρωπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι κύρια χαρακτηριστικά της είναι:

α) η καθολικότητα της δουλείας στη φθορά και το θάνατο και

β) η αδυναμία του ανθρώπου ν’ απελευθερωθεί μόνος του από τα δεσμά του.

Η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό δεν ήταν φιλία αλλά έχθρα, που είχε ως αποτέλεσμα τη δουλεία και την επιβολή ενός νόμου που ταιριάζει σε δούλους της αμαρτίας, ανίκανους να λύσουν από μόνοι τα δεσμά της. Ο άνθρωπος φαίνεται μόνος και αδύναμος να σηκώσει ψηλά το κεφάλι, καταπιεσμένος από το πλέγμα ενοχής, αλλοτριωμένος από την πηγή της ζωής, υποταγμένος στη φθορά και την αμαρτία, υπόδουλος στο κλίμα θανάτου που διαπιστώνει μέσα του και γύρω του. Δε μάς είναι τελείως ξένη η εικόνα αυτή του μεταπτωτικού ανθρώπου πριν από την ενσάρκωση, ούτε χρειαζόμαστε ιστορική αναδρομή για να την επαληθεύσουμε, γιατί τη συναντούμε και σήμερα…

***

Τριπλό τείχος χωρίζει, όπως είδαμε, τους ανθρώπους από τον Θεό: η φύση, η αμαρτία, ο θάνατος, εμπόδια που αδυνατούσε να ξεπεράσει η ανθρωπότητα. Εκεί όμως που αδυνατεί ο άνθρωπος, μπαίνει στην ιστορία του βοηθός ο Θεός ελευθερωτής με το έργο του Χριστού: «Μας οδήγησε σε πραγματική συνάντηση και άμεση κοινωνία με τον Θεό ο Σωτήρας Χριστός με το έργο του, βγάζοντας από τη μέση όλα τα εμπόδια: το πρώτο μετέχοντας στην ανθρωπότητα, το δεύτερο πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό και το τρίτο τείχος το έδιωξε τελείως καταργώντας την τυραννική εξουσία του θανάτου με την ανάσταση» (3,5).

Μέγιστο δείγμα «της του Θεού περί το γένος αγαθότητος και φιλανθρωπίας» (1,15) η φροντίδα του για την απελευθέρωση του ανθρώπου αποδεικνύει και διατρανώνει «το μέγεθος άπαν της θείας αγαθότητος» (1,16). Με τη σωτηριώδη οικονομία εν Χριστώ ο Θεός «δε μετέδωσε απλώς κάποιο αγαθό στην ανθρώπινη φύση, κρατώντας τα περισσότερα για τον εαυτό του, αλλά εναπέθεσε σ' αυτή όλο το πλήρωμα της θεότητας, όλο τον πλούτο της φύσεώς του» (1,17). Έτσι, όταν επικρατούσε η αμαρτία κι ο άνθρωπος ως δούλος της δεν μπορούσε να τη νικήσει, ο ένσαρκος Λόγος «αναλαμβάνει προσωπικά τον αγώνα για τους ανθρώπους ως άνθρωπος και ο άνθρωπος νικά την αμαρτία, αφού ο Χριστός ως Θεός ήταν απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία» (1,23). Έδωσε την αποφασιστική μάχη από «άρρητη φιλανθρωπία», χωρίς εμείς τότε, πριν πεθάνει, να ’χουμε καμιά κοινωνία μαζί του, «γιατί αυτός ήταν Υιός και μάλιστα αγαπητός, ενώ εμείς ήμαστε ακάθαρτοι, δούλοι και εχθροί ως προς το φρόνημα· όταν όμως πέθανε και δόθηκαν τα λύτρα και καταστράφηκε η φυλακή του διαβόλου, αποκτήσαμε την ελευθερία και την υιοθεσία» (1,32).

Από την άφατη αγάπη του Θεού ξεκινά κι από την ένσαρκη παρουσία της αγάπης του επιτελείται, λοιπόν, η απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους. Ο Καβάσιλας δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει αυτή τη βασική αλήθεια, που συνοψίζει άλλωστε το μήνυμα του Χριστιανικού ευαγγελίου προς τον άνθρωπο. Φυσικά δε μιλά ποτέ αφηρημένα για την αγάπη του Θεού, αλλά πάντα σε άμεση σύνδεση με τη φανέρωσή της στην απολυτρωτική παρουσία του Χριστού στον κόσμο.

«Ας δούμε από την αρχή το θέμα. Για να σώσει το γένος μας δεν έστειλε άγγελο, αλλά ήρθε ο ίδιος. Έπρεπε να μάθουν οι άνθρωποι το σκοπό της ελεύσεώς Του· δεν έμεινε στον τόπο του στέλνοντας άλλους να καλέσουν κοντά του το ακροατήριο, αλλά αναζήτησε μόνος του, αυτούς που θ’ άκουγαν τους λόγους Του. Κι ευαγγελιζόμενος τα μέγιστα αγαθά, πήγαινε και χτυπούσε ο ίδιος την πόρτα όσων είχαν ανάγκη ευεργεσίας… Κι όταν έπρεπε να απελευθερωθούν οι δέσμιοι του Άδη, δεν ανέθεσε το έργο τούτο σε αγγέλους ή αρχαγγέλλους, αλλά κατέβηκε ο ίδιος στο δεσμωτήριο και τους ελευθέρωσε καταβάλλοντας σαν λύτρα το αίμα του, γιατί ήταν εύλογο ν’ απαιτηθούν λύτρα και να μη δοθεί δωρεάν η ελευθερία. Μ’ αυτό τον τρόπο, από τότε ως τα έσχατα, απελευθερώνει κι απαλλάσσει τους ανθρώπους από την ενοχή και ξεπλένει τις ψυχές από την ακαθαρσία» (4,44 έ. ).

Η απελευθέρωση του ανθρώπου από τη δουλεία του θανάτου βρίσκεται, όπως είναι εύλογο, στο επίκεντρο του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και συνδέεται άμεσα με το σταυρικό θάνατό του από τον Καβάσιλα, που ακολουθεί και στο σημείο αυτό την Ορθόδοξη παράδοση, από την πρώτη Εκκλησία ως τις μέρες του, στα πλαίσια πάντοτε της θεολογίας της ενσαρκώσεως. Τονίζοντας, ανάλογα με τις κατηχητικές ανάγκες της συγκεκριμένης συνάφειας, κάθε φορά και μιαν άλλη πλευρά αυτής της απελευθερώσεως, υπογραμμίζει πάντα τη δωρεάν παροχή της ελευθερίας εν Χριστώ και τις ποικίλες διαστάσεις της (βλέπε λ.χ. 1,23).

Το πρώτο αποτέλεσμα του λυτρωτικού έργου του Χριστού είναι η συνέχιση της ζωής του ανθρώπου στην αιωνιότητα, η αθανασία και η αφθαρσία που παρέχει η ανάσταση. «Εδώ έχουμε κάτι το αξιοθαύμαστο. Γιατί όχι μόνο οι βαπτισμένοι, αλλά κι όσοι δεν προπαρασκευάστηκαν για την αθάνατη ζωή με τη δύναμη των μυστηρίων, μ’ ένα λόγο όλοι οι άνθρωποι θα αποκτήσουν αγέραστα σώματα και θ’ αναστηθούν άφθαρτοι»  (2,33).

Στο ερώτημα πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς τη συμμετοχή του ανθρώπου, η απάντηση του Καβάσιλα είναι μονοσήμαντη και κατηγορηματική: «Η ανάσταση είναι επανόρθωση της φύσεως. Και τέτοια πράγματα ο Θεός τα χορηγεί δωρεάν. Όπως δηλαδή πλάσσει ανθρώπους χωρίς να το θέλουν, έτσι και τους αναπλάσσει χωρίς να συμβάλλουν οι ίδιοι» (2,34). Αυτή η δωρεά -δείγμα της άφατης φιλανθρωπίας του Θεού δεν αίρει φυσικά την αναγκαιότητα συμμετοχής της ανθρώπινης βουλήσεως για την ομοίωση με το Χριστό. Γιατί μόνο όποιος ποθεί κάτι το χαίρεται όταν έρθει, ενώ οποίος δεν το θέλει είναι αδύνατο να χαρεί με την παρουσία του. Ή για να το πούμε αλλιώς με τα ίδια τα λόγια του ιερού συγγραφέα: «Δεν πρέπει, λοιπόν, ν' απορούμε πως όλοι θα ζήσουν αθάνατοι, αλλά δε θα μετάσχουν όλοι στη μακαριότητα· γιατί όλοι απολαμβάνουν εξίσου την πρόνοια του Θεού για την ανθρώπινη φύση, τα δώρα όμως που επιβραβεύουν τη βούληση είναι μόνο για όσους δείχνουν ευσέβεια στον Θεό» (2,34). Το συμπέρασμα από τη συνέπεια αυτή του λυτρωτικού θανάτου του Χριστού είναι και πάλι η αναφορά στην αγάπη του Θεού, ο οποίος «μας ευεργετεί και χωρίς να το θέλουμε και 'βιάζεται φιλανθρώπως', όταν, χωρίς να το κατορθώνουμε επιχειρούμε ν' απορρίψουμε την ευεργεσία του» (2,35). Για να το πούμε σε σύγχρονη γλώσσα, η πρωταρχική ελευθερία, η απαλλαγή από τα δεσμά του θανάτου, αποτελεί μιαν υπαρκτική, οντολογική θα λέγαμε, αλλαγή στην ανθρώπινη φύση, καθολική για όλο το ανθρώπινο γένος, που απορρέει από την ανάπλαση της ανθρώπινης φύσης που επιτέλεσε με την πρόσληψή της ο Λόγος.

Ένα δεύτερο γνώρισμα της εν Χριστώ ελευθερίας είναι η αλλαγή της ίδιας της ανθρώπινης θελήσεως, απόρροια κι αυτή της μεταβολής των αντικειμενικών δεδομένων, της σχέσης του Θεού με τον άνθρωπο που εγκαινίασε ο Χριστός. «Ξέρουμε πως μόνος ο Κύριος απελευθέρωσε τη φύση μας από τη φθορά και το φρόνημά μας από την αμαρτία· αυτό το έκανε με το να γίνει πρωτότοκος από τους νεκρούς και να εισέλθει πρόδρομός μας στα Άγια των Αγίων· έτσι εξάλειψε την αμαρτία, μας συμφιλίωσε με τον Θεό γκρεμίζοντας το μεσότοιχο, κι αγίασε για χάρη μας τον εαυτό του, για ν' αγιαστούμε κι εμείς αληθινά» (2,37). Αυτή η βασική αλλαγή σημαίνει επανασύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό και έχει σαν άμεση ανθρωπολογική συνέπεια να έχει πια πρόσβαση στην αληθινή ελευθερία ο άνθρωπος: Τώρα πια η θέλησή του έχει τη δυνατότητα να επιλέγει το αγαθό, μπορεί να φροντίζει για το ορθό ήθος, για την κάθαρση της ψυχής, μπορεί ν' αγαπά τον Θεό και να επιζητεί το γέρας της μακαριότητας κοντά του (2,36). Μετά τη λυτρωτική ενέργεια του Θεού εν Χριστώ, όσοι μετέχουν στη θέλησή του, μπορούν να βρουν το δρόμο προς τον Θεό, γιατί έχουν ήδη το εφόδιο της φύσης του· «αυτό το 'χουν ως άνθρωποι, το άλλο το αποκτούν με την αγάπη τους για την επιφάνειά του και το πάθος του και με την υπακοή στα προστάγματά του». Αυτό σημαίνει πως έχουν την ίδια θέληση μ' εκείνον. «Αφού έχουν την ίδια φύση με το Χριστό ως άνθρωπο, τίποτε πια δεν τους εμποδίζει ν' αποκτήσουν και τήν άλλη ελευθερία και ν’ αναστηθούν» (2,37). Συμπερασματικά, «η ανάσταση είναι δώρο κοινό σ' όλους τους ανθρώπους, ενώ η άφεση των αμαρτιών, τα ουράνια στεφάνια κι η βασιλεία προσφέρονται σ' όσους φρόντισαν να συνεισφέρουν την απαραίτητη προσωπική τους συμβολή, δηλαδή σ' όσους φροντίζουν να προετοιμαστούν από εδώ κιόλας για τη ζωή εκείνη και το Νυμφίο» (2,38).

Αυτές οι βασικές ανθρωπολογικές αλλαγές, που συνιστούν την εν Χριστώ χαριζόμενη ελευθερία, αποκαλύπτουν και κάνουν πραγματικότητα τον αληθινό και τέλειο άνθρωπο, όπως λέει επιγραμματικά ο μεγάλος Θεσσαλονικέας θεολόγος, «τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων πρώτος και μόνος έδειξεν ο Σωτήρ» (6,58). Αυτό σημαίνει μια συνεπή χριστοκεντρική θεώρηση της ανθρώπινης ιστορίας με επίκεντρο όχι πια τον Αδάμ, αλλά το Χριστό, όχι τη δουλεία στη φθορά και το θάνατο, αλλά την ελευθερία και τη νέα ζωή. Αρχέτυπο της δημιουργίας μας ήταν ο Χριστός και για χάρη αυτού του νέου αληθινού ανθρώπου κατασκευάστηκε η ανθρώπινη φύση, ο νους κι η επιθυμία του ανθρώπου: «προικιστήκαμε με λογικό, για να γνωρίσουμε το Χριστό· μ' επιθυμία, για να τρέχουμε προς εκείνον αποκτήσαμε μνημονικό, για να έχουμε μέσα μας εκείνον, γιατί κι όταν δημιουργηθήκαμε αυτός ήταν το αρχέτυπο» (6,58). Βλέπουμε καθαρά τις χριστοκεντρικές συνέπειες και στην ανθρωπολογία· φυσικά αυτό για τον Καβάσιλα δεν είναι θεωρία, αλλά βίωμα που διατρέχει όλη τη διδασκαλία του. Αντιλαμβάνεται κανείς πως ο τίτλος του έργου του δεν είναι τυχαίος: η εν Χριστώ ζωή είναι η αληθινή και πραγματική ζωή του ανθρώπου που αναγεννήθηκε και ζει ελεύθερος, όπως τον προόρισε ο Θεός απεξαρχής. Έτσι ελευθερία και ανάπλαση, αγιασμός και αθανασία απολήγουν στην αφετηρία τους, τον Κύριο Ιησού.

Με την απελευθέρωση και την ανάπλαση από το Χριστό αρχίζει η αληθινή ζωή του ανθρώπου. Με τη θέλησή του απαλλαγμένη από τα δεσμό της ποικιλώνυμης δουλείας μπορεί πια ν' αποφασίσει ν' ακολουθήσει το δρόμο προς τη θέωση, την αδιάσπαστη κοινωνία με τον Θεό. Γεννημένος σ' ένα νέο κόσμο πρέπει να 'χει την ανάλογη «ζωή και διαγωγή και φιλοσοφία» (4,41). Αυτό που κυρίως όμως απαιτείται είναι ένα νέο φρόνημα, θεμέλιο αληθινής αρετής. Ούτε η αρετή ούτε τα έργα των δούλων μπορούν να αρκέσουν για την είσοδο στη βασιλεία. Ο κληρονόμος δεν είναι δούλος, αλλά γιος. Γι' αυτό μόνον όσοι απαλλαγούν από κάθε δουλεία και μείνουν πραγματικά ελεύθεροι, μπορούν να μετάσχουν στην κληρονομία.

Κι εδώ όμως ο άνθρωπος δεν προχωρεί μόνος, αλλά έχει τη συμπαράσταση του Υιού, που «ελευθερώνει τους δούλους και τους κάνει γιους Θεού, γιατί, όντας Υιός ο ίδιος κι απαλλαγμένος από κάθε αμαρτία, κάνει κοινά σ’ αυτούς το σώμα και το αίμα του κι ό,τι έχει δικό του. Έτσι μας ανέπλασε, μας ελευθέρωσε και μας εθέωσε, αναμιγνύοντας μ’ εμάς τον εαυτό του, τον υγιή κι ελεύθερο κι αληθινό Θεό» (4,42).

Το τρίπτυχο, αποκατάσταση της αληθινής φύσεως, ελευθερία και θέωση, συνδέονται και πάλι με τη δωρεά του Χριστού και με την κοινωνία αυτού μαζί μας (κι όχι αντίστροφα). Πρόκειται για την αφετηρία της ζωής, την πορεία της και το τέλος της εδώ, που έχουν πάντα χριστολογική αναφορά και σύνδεση. Ο λόγος του Παύλου για το Χριστό που είναι «τα πάντα εν πάσι» (Κολοσσαείς 3, 11) βρίσκει στον Καβάσιλα τον άξιο ερμηνευτή του. Συνεχόμενος από τη δραστική αυτή παρουσία του Χριστού στη ζωή του ο Καβάσιλας την εκφράζει με ανυπέρβλητη πληρότητα, μιλώντας, όπως κάνει άλλωστε πάντα, με τη γλώσσα της μυστηριακής εμπειρίας της Εκκλησίας:

«Ο Σωτήρας συνυπάρχει μ’ όσους ζουν σε κοινωνία μαζί του σ’ όλες τις πτυχές της ζωής τους· τους παρέχει ό,τι χρειάζονται και είναι γι' αυτούς τα πάντα, χωρίς ν’ αφήνει ν’ αποβλέψουν σε κάτι άλλο ούτε ν’ αναζητήσουν κάτι από αλλού. Αυτός αποτελεί για τους αγίους όλα όσα χρειάζονται· τους γεννά, τους αυξάνει και τους τρέφει, είναι το φως και η πνοή τους· τους δίνει τον πνευματικό οφθαλμό για να τον δουν, τους φωτίζει για να τον βλέπουν και τους δίνει τη δυνατότητα να τον δουν. Είναι συγχρόνως διατροφέας και τροφή, δηλαδή αυτός παρέχει τον άρτο της ζωής κι ο ίδιος είναι η τροφή που παρέχει· είναι η ζωή για όσους ζουν, το μύρο που αναπνέουν, το ιμάτιο για όσους θέλουν να ντυθούν. Είναι ακόμα εκείνος που μας δίνει τη δυνατότητα να βαδίζουμε, αυτός είναι η οδός που βαδίζουμε, κι είναι επίσης το κατάλυμα της οδού και το πέρας της» (1,8).

Η μυστηριακή αναφορά είναι έκδηλη στο κείμενο αυτό, εμπειρία του συγγραφέα που είναι άλλωστε διάχυτη σ’ όλο το έργο του. Παρότι βρίσκεται όμως στην καρδιά της θεολογίας του η μυστηριακή μετοχή στην ελευθερία και τη νέα ζωή, το περιορισμένο του χρόνου δεν επιτρέπει να την αναπτύξουμε περαιτέρω άλλωστε μια άλλη ομιλία έχει ως αντικείμενο τη μυσταγωγική θεολογία του Νικολάου Καβάσιλα.

Δωρεά του Θεού είναι, λοιπόν, όλη η εν Χριστώ ζωή, χάρη αγιαστική που μεταδίδει στον πιστό τα αποτελέσματα της εν Χριστώ απολυτρώσεως και τον εισάγει στη νέα ζωή της εν Πνεύματι ελευθερίας. Κοντά στο θεϊκό δώρο όμως απαιτείται και ο ανθρώπινος ζήλος, ο δικός μας αγώνας, απαραίτητος βέβαια, αλλά χωρίς ν’ αποτελεί μια νέα φαρισαϊκή δικαιοσύνη. «Εμείς συνεισφέρουμε τόσο όσο για να κρατήσουμε τη χάρη και να μην προδώσουμε το θησαυρό, ούτε να σβήσουμε την αναμμένη ήδη λαμπάδα· εννοώ να μην αφήσουμε να ξαναμπεί κάτι αντίθετο με τη ζωή, κάτι απ’ όσα γεννούν το θάνατο· όλη δηλαδή η ανθρώπινη αγαθότητα κι αρετή αποσκοπεί σε τούτο, να μη στρέψουμε μόνοι εναντίον μας το ξίφος, να μην αποφύγουμε την ευτυχία και να μην πετάξουμε από το κεφάλι μας τα στεφάνια -γιατί την ίδια την ουσία της ζωής τη φυτεύει μ’ έναν άφατο τρόπο στις ψυχές μας ο ίδιος ο Χριστός που είναι κοντά μας» (1,11). Έτσι η πορεία του πιστού γίνεται συμπόρευση με το Χριστό, ο αγώνας του γίνεται αγώνας Χριστού κι η ελευθερία που του χαρίστηκε σημαίνει σε τελευταία ανάλυση αδιάπτωτη κοινωνία και ομοίωση με το Χριστό. Μόνον έτσι αποκτά κι η προσωπική ευσέβεια περιεχόμενο, όταν απορρέει από άνθρωπο ενωμένο με το Χριστό.

«Πράγματι, όπως όταν μπολιαστεί ήμερο κλαδί σ' αγριελιά, την κάνει όμοια με την ήμερη ελιά και ο καρπός της δεν είναι πια άγριος, το ίδιο γίνεται και με την ανθρώπινη δικαιοσύνη: μόνη της δεν οδηγεί πουθενά· όταν όμως ενωθούμε με το Χριστό και κοινωνούμε στη σάρκα και το αίμα του, τότε αμέσως πετυχαίνει τα μέγιστα αγαθά, την άφεση των αμαρτιών και την κληρονομιά της βασιλείας, που αποτελούν καρπό της δικαιοσύνης του Χριστού» (4,12). Έτσι «η δικαιοσύνη μας γίνεται Χριστοειδής δικαιοσύνη» (4,12), συμπεραίνει συνοψίζοντας την εμπειρία της Εκκλησίας ο Καβάσιλας. Δεν πρόκειται για «θεολογία του γραφείου», αλλά για προσωπική εμπειρία της αγάπης του Χριστού για μας, όπως λέει αλλού: Πρέπει να αναλογιζόμαστε πάντα «ποιοι ήμαστε πριν μυηθούμε και ποιοι γινήκαμε με τη μύηση, ποια δουλεία υπομέναμε πριν και σε ποια ελευθερία και βασιλεία ζούμε τώρα, ποια αγαθά μας έχουν ήδη χορηγηθεί και ποια μας προσμένουν και πάνω απ' όλα ποιος μας τα χορήγησε όλα τούτα, ποιο κάλλος και ποια αγαθότητα έχει, πώς αγάπησε το γένος μας και πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του» (6,6).

Η Αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο τον μεταβάλλει με τη χάρη των μυστηρίων κι αυτόν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κυριαρχήσει μέσα του η αγάπη για το Χριστό. Έτσι ο αναγεννημένος πιστός εναποθέτει την ελευθερία του στον Κύριο και ζει όλο και εντονότερα την αγάπη του, μ’ αποτέλεσμα να είναι όλος αγάπη για το Χριστό που πρώτος τον αγάπησε. Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, η ανθρώπινη συνεισφορά στη σωτηρία είναι «το διασώσαι την αγάπην», λέει σε μια κορύφωση της θεολογίας του ο συγγραφέας μας. «Δε φτάνει ν’ αγαπήσεις μόνο και ν' αποδεχτείς το βίωμα τούτο, αλλά πρέπει και να το συντηρήσεις, να βάζεις ξύλα στη φωτιά για να τη διατηρήσεις. Η παραμονή στην αγάπη, στην οποία βρίσκεται όλη η μακαριότητα, σημαίνει παραμονή κοντά στον Θεό, και παραμονή σημαίνει να τον κατέχεις· όπως λέει ο απόστολος, «οποίος μένει στην αγάπη μένει στον Θεό κι ο Θεός είναι σ' αυτόν» (7,38). Αγάπη για τον Θεό είναι η κοινωνία με τον Θεό, χαρά για την ένωση με το Χριστό, «απόρρητον έρωτα προς τον Θεόν και επ' αυτώ χαρά» (7,63).

***

Εδώ θα σταματήσουμε την περιδιάβαση στο έργο του Νικολάου Καβάσιλα, Παναγιώτατε Δέσποτα.

Αυτό δε σημαίνει φυσικά πως δόθηκε μια ολοκληρωμένη έκθεση των απόψεών του· απλώς αναφέρθηκαν μερικές σκέψεις, ακούστηκαν ορισμένα αποσπάσματα, καταβλήθηκε προσπάθεια να μεταφερθεί κάτι από τη ρωμαλέα θεολογία του. Είδαμε σποραδικά κι αποσπασματικά ορισμένα τμήματα της πορείας της εν Χριστώ ζωής: την προ Χριστού δουλεία, την μέσω του Χριστού απελευθέρωση, την εν Χριστώ ελευθερία σε μια νέα ζωή κοινωνίας μαζί του, την αγάπη που διακατέχει τον αναγεννημένο πιστό.

Όλο το δρόμο μπορεί να τον μελετήσει κανείς μόνος του, μ’ οδηγό έναν άνδρα που μιλά από την εμπειρία του, το μέγα θεολόγο Νικόλαο Καβάσιλα -στην εμπειρία του μπορεί να βασιστεί οποίος θέλει να κατανοήσει με τη δική του προσωπική εμπειρία το μυστήριο της ελευθερίας και της αναπλάσεως στη νέα ζωή.

Αφετηρία και τέλος του δρόμου δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που λέει στην κατακλείδα του έργου του ο ιερός συγγραφέας μας: «Τι ουν δικαιότερον αν της αγάπης καλοίτο ζωή; χωρίς δε τούτων, ο πάντων περιηρημένων μόνον περιλειφθέν τους ζώντας αποθανείν ουκ εφ, τούτό εστιν η ζωή· τοιούτον δε η αγάπη. Πάντων γαρ των άλλων επί του μέλλοντος αιώνος καταργουμένων, ή φησι Παύλος, η αγάπη μένουσα μόνη προς τον βίον εκείνον αρκεί εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (7,67).

Δημιουργία αρχείου: 25-11-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-11-2017.

ΕΠΑΝΩ