Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Αρχαίοι Συγγραφείς και Ορθοδοξία - Μοναχισμός

Η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά έως σήμερα // Πώς στράφηκε ο Λούθηρος κατά του Μοναχισμού // Η ουσία του Μοναστικού Ιδεώδους στις αρχές του 4ου αιώνα // Ο Άγιος Αντώνιος και η αναχωρητική ζωή // Οι Πνευματικές Ομιλίες // Ευάγριος ο Ποντικός και ο Μοναχισμός

Ιστορία του Μοναχισμού

Ο Διάδοχος Φωτικής

του Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Επίτιμου καθηγητού της Ιστορίας της Ανατολικής Εκκλησίας του Πανεπιστημίου του Harvard

 

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες". (Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 318 - 328).

(Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers. © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6).

 

Ο μακάριος Διάδοχος, Επίσκοπος Φωτικής στην αρχαία Ήπειρο, διακρίνεται ανάμεσα στους ασκητικούς συγγραφείς. Το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν είναι ότι ήταν Επίσκοπος στα μέσα του πέμπτου αιώνα. Η υπογραφή του βρίσκεται σε μια επιστολή προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα, που εστάλη από τους επισκόπους της Ηπείρου μετά το φόνο του Προτερίου Αλεξανδρείας από τους Μονοφυσίτες το 457. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν τον μνημονεύουν. Ο Άγ. Φώτιος δεν λέγει τίποτε για τη ζωή του αλλά αναφέρεται στην «έξοχη» προσφώνησή του και τον μνημονεύει ως έναν από τους αντιπάλους των Μονοφυσιτών στα χρόνια της Συνόδου της Χαλκηδόνος το 451 (Bibl. Cod. 231).

Τα έργα του Διαδόχου γνώρισαν μεγάλη κυκλοφορία -υπάρχουν πολυάριθμα αντίγραφα κωδίκων που συχνά αναφέρονται από άλλους, και περικοπές από αυτά βρίσκονται σε ανθολογίες και florilegiae. Το πιο σπουδαίο του έργο είναι το Capita centum de perfectione spirituali (Εκατό Κεφάλαια Περί Πνευματικής Τελειώσεως). Αυτό είναι ένα συνοπτικό και συναφές εγχειρίδιο της μοναστικής ζωής. Σ' αυτό το έργο εκτίθεται πολύ έντονα ένα πολεμικό θέμα η αναίρεση του Μεσσαλιανισμού. Ο Διάδοχος μας βοηθά να καταλάβουμε τις εσωτερικές δυσκολίες και τους εσωτερικούς κινδύνους στη μοναστική ζωή, στη ζωή και τη «δοκιμασία» της προσευχής, ιδιαίτερα στα κεφάλαια 76 έως 80.

Ο Διάδοχος ορίζει την ασκητική «δοκιμασία» ως την οδό της αγάπης. Η πίστη είναι μια απαθής ιδέα ή έννοια για τον Θεό. Η ελπίδα είναι η «πρόοδος του νου εν αγάπη προς εκείνο που ελπίζουμε». Και η αγάπη «ενώνει την ψυχή με τις τελειότητες του Θεού, βιώνοντας τον Αόρατο μ' ένα είδος νοητικής αισθήσεως».

Η προς τον Θεό αγάπη είναι πρώτ' απ’ όλα ένα είδος αυταπαρνήσεως και ταπεινώσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού, ένα είδος λησμοσύνης του εαυτού του, μη αγάπης του εαυτού του για χάρη του Θεού. Και το σπουδαιότερο, είναι ένα είδος διαρκούς αυτοεγκαταλείψεως για την αγάπη του Θεού. Ο αληθινός ασκητής επιθυμεί συνεχώς να δοξαστεί ο Θεός μέσα του, αλλά αυτός ο ίδιος θα ήθελε εκείνη την ώρα να παραμείνει, τρόπον τινά, ως «μη υπάρχων». Δεν γνωρίζει και δεν αισθάνεται καμιά αληθινή αξία μέσα του.

Μπορεί κανείς, όμως, να υψωθεί σ’ αυτήν την αγάπη μόνο βαθμιαία. Η ανύψωση αρχίζει με το φόβο του Θεού. Αυτός είναι φόβος που καθαρίζει την ψυχή, και είναι φόβος του ωφελεί τους μη τελείους. Η αγάπη ανάβει ξαφνικά στην πορεία της καθάρσεως, και διώχνει το φόβο. Ο φόβος του Θεού είναι η χώρα του «πυρός της απάθειας», και γι’ αυτό μόνο εκείνοι που έχουν αρχίσει την καθαρτική «δοκιμασία» έχουν γνήσιο φόβο. Πρέπει κανείς να ερωτευθεί τον ίδιο το φόβο, μέσω της απαρνήσεως όλων των καθημερινών φροντίδων, και μέσω της σιωπής και της μεγάλης ελευθερίας από τη μέριμνα.

Η αγάπη επίσης είναι ψυχολογικά αδύνατη πριν από την κάθαρση. Τότε, η ψυχή είναι ακόμα διχασμένη, διχασμένη από τις τύψεις της συνειδήσεως, και απέχει από του να θεωρεί τις εξωγήινες ευλογίες. Μόνο μέσα σε μια κεκαθαρμένη ψυχή μπορεί να αποκατασταθεί εκείνη η ολότητα μέσα στην οποία έρχεται η αγάπη. Μόνο μέσα σε γαλήνη ή ελευθερία από μέριμνες μπορεί ο νους να αισθανθεί τη Θεϊκή καλωσύνη και να φλεγεί από αγάπη για τη δόξα και τη δοξολογία του Θεού.

Η αληθινή αγάπη δίδεται από το Άγιο Πνεύμα, με τη δύναμη του οποίου η ψυχή καθαίρεται, ηρεμεί, και βρίσκει ανάπαυση - όμως, όχι χωρίς την ελευθερία του ανθρώπου. Αυτή δεν είναι «φυσική αγάπη», αλλά ένα πνευματικό δώρο. Δεν είναι μια απλή κίνηση της ψυχής ή της θελήσεως.

Είναι αλήθεια ότι ακόμα και μέσα στην ίδια την ψυχή, όσο αυτή προσεγγίζει στην αυτοσυνειδησία, υπάρχει μια κάποια αγάπη για ειρήνη, και μια έλξη προς το Θεό της ειρήνης. Αυτή η έλξη, όμως, δεν μπορεί να είναι διαρκής και σταθερή, εξαιτίας της πενίας της ψυχής. Δεν είναι αρκετή για να ερωτευθεί την απάθεια. Τα «φυσικά σπέρματα» της ψυχής δεν μπορούν να αποδώσουν πνευματικό καρπό. Μια κάποια «Θεϊκή πράξη» η Θεϊκή «ενέργεια» πρέπει ακόμα να φλογίσει μέσα στην ψυχή. Η πνευματική αγάπη είναι «ένα είδος συνεχούς ανάμματος της ψυχής και προσκολλήσεώς της στον Θεό με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος».

Στην πνευματική αγάπη επιτυγχάνεται αυτόματα μία ανώτερη κατάσταση. Αυτός που κατέχεται από τέτοια τέλεια αγάπη βρίσκεται ήδη υπεράνω της πίστεως, γιατί κατέχει ήδη μέσα στην καρδιά του αυτό που η πίστη ζητά και τιμά. Είναι ήδη πλήρως με τον Θεό, γιατί αυτός είναι πλήρως εν τη αγάπη.

Ο άνθρωπος δημιουργείται κατ’ εικόνα Θεού. Αυτή η εικόνα του δίδεται, και βρίσκεται στο λογικό του και στην απόλυτη δύναμή του. Αλλά η «εικόνα» πρέπει να συμμορφωθεί στο τέλος με την «ομοίωσιν», και αυτό επιτυγχάνεται εν ελευθερία και με την αφοσίωση του εαυτού του στην αγάπη. Η ομοίωση προς τον Θεό πραγματώνεται μέσα στη δοκιμασία, και πραγματώνεται με την επίδραση της χάριτος, αλλά όχι χωρίς την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί η σφραγίδα δεν μπορεί να τυπωθεί πάνω σε μη μαλακωμένο κερί. Η οδός της «δοκιμασίας», ιδιαίτερα στην αρχή, είναι τρομακτική και δύσκολη. Είναι μια οδός ανάμεσα σε πειρασμούς, η οδός του αγώνα. Γενικά, είναι αδύνατο να εξαλείψεις τους πειρασμούς.

Η απάθεια δεν βρίσκεται στο ότι δεν υφίστασαι επιθέσεις από δαίμονες ή λογισμούς αλλά στο ότι παραμένεις αδιαπέραστος, ανίκητος. Εν τούτοις, η τέλεια απάθεια δεν μπορεί να επιτευχθεί σ’ αυτήν τη θνητή ζωή, εκτός ίσως από τους μάρτυρες. Η πληρότητα της θα αποκαλυφθεί όταν «το θνητό καταποθεί από τη ζωή» («ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» Β΄ Κορινθίους 5:4), όταν η ψυχή δεν θα γνωρίζει πια τη χρονική εικόνα της ζωής εδώ στη γη.

Η σπουδαιότερη πλευρά της «δοκιμασίας» είναι η υπακοή. Αυτή είναι η θύρα και η είσοδος της αγάπης», γιατί αυτή είναι το αποτελεσματικό αντίδοτο κατά της υπερηφάνειας και της μη υποταγής, το ακριβώς αντίθετο της ανυπακοής. Ύστερα χρειάζεται κανείς την εγκράτεια (στις τροφές), ακριβώς ως μέθοδο θεραπείας του σώματος και μετριάσεως των ορμών του. Το όριο ή το τέρμα της εγκράτειας είναι το να φθάσει κανείς σ' ένα σημείο που να μην βλέπει την απατηλή ζωή με άλλα λόγια, η συνήθης «ενοίκηση μέσα στην καρδιά του» η «ενδημία εν τη καρδία». Αυτό είναι το «πνευματικό έργο» ή η «πνευματική αγάπη της σοφίας», η προσοχή και η νηφαλιότητα του νου. Εδώ η αθυμία, εκείνη η «ασθένεια που κάνει κάποιον οκνηρό», ενεδρεύει για την ψυχή. Το μόνο πράγμα που τη θεραπεύει είναι η μνήμη του Θεού, που θερμαίνει την ψυχή, καθώς και η έντονη προσευχή.

Ο μακάριος Διάδοχος λέγει πολλά για την προσευχή, πρωτίστως για την Κυριακή Προσευχή. Αυτή δεν είναι μόνο μια επίκληση του ονόματος του Ιησού αλλά ένα είδος «συνεχούς εργασίας», μια συνεχής ανάμνηση του Θεού. Είναι θεωρία του Αγίου και ενδόξου ονόματος του Ιησού μέσα στα βάθη της καρδίας. Με τη δύναμη της συνεχούς αναμνήσεως, αυτό ριζώνει εκεί, και αφήνει το «σημείο» του πάνω στην ψυχή σαν το αποτύπωμα από μια σφραγίδα.

Για να συμβεί αυτό, η ψυχή πρέπει να έχει καθαρθεί και να είναι ήρεμη -δεν μπορεί να υπάρχει συνεχής μνήμη μέσα σε μια ταραγμένη και οργισμένη ψυχή. «Και αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα, το οποίο μέσω της μνήμης του νου ενοικεί επί πολύ μέσα στη θερμότητα της καρδίας, παράγει μέσα μας την ικανότητα να αγαπούμε τέλεια την καλοσύνη του, και τότε δεν υπάρχουν πια εμπόδια σ' αυτό. Γιατί αυτό είναι εκείνος ο πολύτιμος μαργαρίτης που πρέπει κανείς να αποκτήσει πουλώντας όλα όσα έχει, και όταν τον βρει έχει ανέκφραστη και συνεχή χαρά. Είναι σαν να έχει η ψυχή συλληφθεί από το Θεϊκό φως και το Θεϊκό πυρ. Αυτό είναι το έργο του Πνεύματος. Η ίδια η χάρη αγωνίζεται μέσα στην ψυχή και αναφωνεί μαζί της: «Ω, Κύριε Ιησού! Και κανένας δεν μπορεί να καλέσει Κύριο τον Ιησού παρά μόνο με το Άγιο Πνεύμα» —«και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησουν, ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α' Κορινθίους 12:3).

Ο μακάριος Διάδοχος διακρίνει ανάμεσα στη θεολογία και τη γνώση. Η θεολογία είναι μια κατώτερη και προγενέστερη φάση του πνευματικού έργου και της πνευματικής ζωής. Είναι μελέτη και σοφία, η κατανόηση του λόγου του Θεού. Αλλά πρώτ' απ’ όλα είναι δώρο Θεού, «ο πρώτος καρπός της χάριτος». «Στην αρχή η χάρη συνήθως φωτίζει την ψυχή με το φως της πολύ αισθητά, και καθ’ όλη την πνευματική «δοκιμασία» συχνά τελεί τα μυστήρια της κατά τρόπο ακατανόητο μέσα στη θεολογούσα ψυχή για να μας βάλλει με χαρά στην οδό της θεωρίας του Θεού». Αυτός είναι ο φωτισμός της ψυχής, ο φωτισμός της και η διαφώτισή της από «το πυρ της μεταβολής». Και μ' αυτόν ο άνθρωπος γίνεται σαν τους Αγίους αγγέλους, οι οποίοι πάντοτε παραμένουν μέσα στην ακτινοβολία του Θεού (βλέπε Ψευδο-Διονύσιο).

Εν τούτοις, η θεολογία δεν είναι μόνο ένα δώρο. Από τον άνθρωπο ζητείται μια «δοκιμή» η μελέτη των Γραφών. Η φωτίζουσα χάρη εργάζεται διαμέσου των Γραφών. Αυτή δεν είναι μια προσπάθεια σκέψεως —η ενέργεια της αγάπης είναι το πιο σπουδαίο πράγμα απ’ όλα. Η αγάπη δελεάζει κάποιον να ευφραίνεται μέσα στη δόξα του Θεού. Και η σοφία είναι ένα δώρο λέξεων, ένα δώρο για να μιλάς για τον Θεό και να δοξάζεις τον Θεό με δύναμη και ισχύ, το δώρο του «πνευματικού λόγου». Αυτό είναι το δώρο της πνευματικής διδασκαλίας, και αυτό είναι ένα ειδικό δώρο —ένα κατώτερο δώρο, γιατί στα ανώτερα στάδια όλα γίνονται σιωπηλά, και πρέπει κανείς να μην ξαναγυρίζει πίσω στο λόγο όταν έχει εισέλθει στο βασίλειο της σιωπής. «Γιατί η βιωμένη γνώση ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό χωρίς να σπρώχνει την ψυχή προς τις λέξεις. Γι’ αυτό πολλοί από τους φιλοσοφούντες είναι σε απομόνωση αν και έχουν ολοφάνερα φωτιστεί με τη γνώση, δεν προσεγγίζουν στις Θεϊκές λέξεις».

Υπάρχει κάποιος κίνδυνος στη φιλοσοφία. Αυτή είναι περισσότερο μια ευρεία οδός «λόγω του εύρους και του απεριορίστου της θεωρίας του Θεού». Αυτή είναι κάπως ευκολώτερη από τη στενή οδό της προσευχής. Γι’ αυτό είναι ωφέλιμο να περιορίζει κανείς τον εαυτό του και να τον ωθεί βίαια στην προσευχή και την ψαλμωδία. Αυτό μετριάζει το νου και προφυλάσσει από το ρεμβασμό και την πολυλογία.

Οπωσδήποτε, η προσευχή είναι ανώτερη από όλα, «ανώτερη από κάθε πλάτος». Η «γνώσις» είναι προσευχή, ευλαβής εμπειρία, σιωπή, και απαλλαγή από τη μέριμνα. Αυτό είναι ολική απελευθέρωση από τα πάθη. Όσο η ψυχή προοδεύει πνευματικά, τόσο περισσότερο γίνεται σιωπηλή, και προσεύχεται και ψάλλει μόνο μέσα στην καρδιά, όχι με ακουόμενα λόγια.

Πρέπει να σημειώσουμε ιδιαίτερα το δώρο των δακρύων, «τα αδιάλειπτα δάκρυα». Υπάρχουν δάκρυα λύπης, τα «δάκρυα της εξομολόγησης», και ανώτερες μορφές δακρύων. Υπάρχουν τα δάκρυα της τρυφερότητας και της χαράς, τα «πνευματικά δάκρυα» που δεν προκαλούν πόνο και δίνουν χαρά τα «δάκρυα του νου», τα δάκρυα μιας φλεγόμενης καρδιάς, όταν οι ίδιες οι σκέψεις κάποιου γίνονται σαν δάκρυα από μεγάλη συγκίνηση και χαρά. Και ύστερα από το πνευματικό κλάμα έρχεται η χαρά και η αγάπη της σιωπής.

Η οδός της πνευματικής «δοκιμασίας» είναι η οδός του πειρασμού. Δεν θα έπρεπε, όμως, να νομίσει κανείς πως αυτό σημαίνει ότι η ψυχή διχάζεται μεταξύ του καλού και του κακού, και ότι κατά κάποιο τρόπο η «χάρις» και η «αμαρτία» συνυπάρχουν μέσα της. Αυτό το δέχονταν οι Μεσσαλιανοί. Το λάθος τους ήταν η ανακριβής και περιορισμένη κατανόηση της βαπτισματικής αναγεννήσεως. Γιατί κατά το βάπτισμα ο Σατανάς διώχνεται από την ψυχή, και μέσα της μπαίνει η χάρη. Δαιμονικοί πειρασμοί εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα γίνονται δυνατώτεροι, αλλά αυτοί σκοτεινιάζουν την ψυχή, τρόπον τινά, απέξω.

Η ψυχή δεν είναι κάποια «κοινή κατοικία» για τον Θεό και το διάβολο, και δεν μπορεί να είναι. Αυτό είναι αδύνατο λόγω της απλότητας της ψυχής. Κατά το βάπτισμα η χάρη εγκαθίσταται στα πιο εσωτερικά καταλύματα του νου, «και που μπορεί το πρόσωπο του διαβόλου να βρει χώρο για να μείνει;» Οι πειρασμοί τώρα χτυπούν διαμέσου του σώματος — «τα πονηρά πνεύματα εισχωρούν μέσα στα σωματικά αισθήματα και καλύπτονται εκεί, επηρεάζοντας τις ψυχές που είναι ακόμα νηπιώδεις διαμέσου της εύκολης ενδοτικότητας της σάρκας».

Η διττότητα της επιθυμίας παραμένει, και μέσα σ’ αυτήν βρίσκεται η δυνατότητα για μια πτώση. Κατά την πρώτη πτώση ο νους του ανθρώπου κατά κάποιο τρόπο «διολίσθησε» μέσα σε μια διττότητα γνώσεως δηλαδή, μιας γνώσεως του καλού και του κακού. Και η ανθρώπινη μνήμη χωρίστηκε σε μια ορισμένη διπλή τάση εξαιτίας της ανυπακοής του Αδάμ, και έτσι ο άνθρωπος ανακαλεί στη μνήμη πάντα το κακό όπως και το καλό. Εδώ χτυπούν οι δαίμονες, καθώς προσπαθούν να αποσπάσουν και να διασπάσουν τη «μνήμη του νου» με διάφορα είδη ρεμβασμού. Αλλά δεν τους επιτρέπεται να διεισδύσουν βαθιά μέσα στην ψυχή, «όσο κατοικεί μέσα μας το Άγιο Πνεύμα».

Ο αγώνας διεξάγεται στην περιοχή της βουλήσεως.

«Η φύση του καλού είναι ισχυρότερη από την εμπειρία του κακού, γιατί το καλό υφίσταται, και το κακό δεν υφίσταται, παρά μόνο όταν διαπραχθεί». Με αλλά λόγια, το καλό είναι μια «φύσις» -και το κακό είναι μόνο μια «κατάσταση» («έξις»), και μάλιστα μια κατάσταση της βουλήσεως.

Ο Διάδοχος διορθώνει το ψυχολογικό λάθος των αντιπάλων του —αυτοί εκλαμβάνουν το διχασμό της βουλήσεως ως διττότητα υποστάσεων. Το κακό κατακτά έναν πιστό μόνο στο βαθμό της πνευματικής του οπισθοδρομήσεως, όταν «δεν έχουν ακόμα φωτιστεί από το φως της Αγίας χάριτος όλα τα μέλη της καρδιάς». Είναι αλήθεια ότι η καρδιά μας μπορεί να γεννά κακές σκέψεις από μόνη της στο βαθμό που αυτή θυμάται το «μη καλόν». Όμως, αυτό είναι πολύ συχνότερα δαιμονική επίθεση, και απλώς φαίνεται σε μας ότι αυτές έρχονται από την ίδια την καρδιά, γιατί τις αφομοιώνουμε και γινόμαστε ένα μαζί τους. Ακόμα, πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των πειρασμών είναι ασκήσεις που ανέχεται ο Θεός γιατί ισχυροποιούν τη βούληση και μας υπενθυμίζουν την αδυναμία μας -αυτή είναι μια «εκπαιδευτική ανεκτικότητα». Ο Σατανάς κρύβεται μέσα στην ψυχή μόνο πριν από το βάπτισμα, αλλά τότε η χάρη ενεργεί ακόμα απέξω, προσελκύοντας την ψυχή και ακόμα διαθέτοντας μόνο την ψυχή προς το καλό.

Εδώ η συζήτηση είναι κυρίως για την ψυχολογία της αμαρτίας — πώς να εννοήσει κανείς τη δύναμη που έχουν οι πειρασμοί πάνω στους Χριστιανούς; Τι σημαίνει η δυνατότητα αποπλανήσεως και πτώσεως; Η βαπτισματική χάρη φέρνει καρπό μόνο με την πνευματική «δοκιμασία» και εν ελευθερία. Αλλά η οδός της αμαρτίας είναι απέξω, διαμέσου της κλίσεως της βουλήσεως.

Ο Διάδοχος δεν αναφέρεται ονομαστικά στους αντιπάλους του. Μνημονεύονται οι αιρετικοί Μεσσαλιανοί ή Ευχίτες μόνο στις επιγραφές των κεφαλαίων, και αυτές οι επιγραφές είναι μεταγενέστερες. Μπορούμε να σκεφθούμε ότι ο Διάδοχος είχε κατά νουν τις απόψεις του συγγραφέα των Πνευματικών Ομιλιών -και ακόμα εκείνα τα συμπεράσματα που «ορισμένοι αδελφοί» μπορούσαν να βγάλουν «με την ακραία απλότητα τους» (βλέπε Επιφάνιον Κύπρου).

Εν τούτοις, εδώ η συζήτηση δεν είναι για τα γεγονότα της ασκητικής εμπειρίας αλλά μόνο για την ερμηνεία τους. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι ο Διάδοχος απορρίπτει μ' έναν απότομο τρόπο όλα τα αισθητά οράματα πυρίμορφες εικόνες και φωνές είναι απάτες του εχθρού. Με το υλικό μας σώμα δεν μας επιτρέπεται να δούμε αισθητά ούτε τον Κύριο ούτε ό,τιδήποτε ουράνιο. Δέχεται ότι μπορεί να υπάρχουν όνειρα εκ Θεού. Αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση είναι καλύτερα να μην τα δεχόμαστε και να μην πιστεύουμε κανένα όραμα, από φόβο μήπως κάνουμε λάθος διακρίσεις λόγω της αδυναμίας της ψυχής. Πρέπει κανείς να ζητά αόρατες και ανεπαίσθητες επιβεβαιώσεις και εδώ υπάρχει μια νέα διαφωνία με το συγγραφέα των Πνευματικών ομιλιών.

Το έργο του εκατό Κεφάλαια Περί της Πνευματικής Τελειώσεως (Capta centum deperfectione spiritual!) ήταν πολύ δημοφιλές στις γενιές που ακολούθησαν. Περικοπές του αναφέρονται από τον Άγ. Μάξιμο τον ομολογητή, τον Άγ. Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, τον ερανιστή της Doctrina Patrum (Διδασκαλίας των Πατέρων), τον Θαλάσσιο, και τον Άγ. Φώτιο. Ο Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, ο Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, και ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς ενεπνεύσθησαν από το έργο. «Έχει σωστά παρατηρηθεί ότι ο Διάδοχος, με τη συσχέτιση αυτών των διαφόρων θεμάτων της άμορφης ωραιότητας του Θεού, που αυτοπεριορίζεται για να κοινωνήσει μαζί μας ενώ παραμένει καθεαυτήν απεριόριστη, και της ενώσεως του σώματος με το θείο δράμα, παρουσιάζεται ως ένας από τους σαφέστερους προδρόμους του Παλαμισμού. Είναι επίσης ο πρόδρομος του ησυχασμού, τον οποίον ο Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς ήθελε απλώς να δικαιώσει με την ασκητική του πρακτική και το μυστικό προσανατολισμό του… Ο Διάδοχος ονομάζει την προσευχή της καρδίας μνήμη ή ανάμνηση του Κυρίου. Την επικεντρώνει καθαρά πάνω στην συνεχή επίκληση του ονόματος του Ιησού, και αναμένει από αυτήν την πρακτική να κερδίσει τη θέα του εσωτερικού φωτός».

Το έργο του Διαδόχου δημοσιεύτηκε στη Ρωσσική Φιλοκαλία, σ' ένα Ελληνικό πνευματικό ανθολόγιο του δέκατου ογδόου αιώνα, και επέδρασε στη Ρωσσική γραμματεία.

Άλλα έργα που αποδίδονται στο Διάδοχο είναι ακόμα αμφιβαλλόμενα. Μια ομιλία Περί της Αναλήψεως δημοσιεύθηκε το 1840 από τον Καρδινάλιο Mai. Το ύφος της έχει πολλά κοινά με τα εκατό Κεφάλαια Περί της Πνευματικής Τελειώσεως. Η ομιλία υπερασπίζεται τις δυο φύσεις στο Χριστό και τελειώνει με μια Χριστολογική δήλωση που είναι σφοδρή αποκήρυξη του Μονοφυσιτισμού. Στο έργο, ως τέλος της Ενσαρκώσεως θεωρείται η θέωση του ανθρώπου.

Και τα ένδεκα χειρόγραφα ενός έργου, με τον τίτλο Όρασις, αποδίδουν το έργο στο Διάδοχο. Αυτό είναι ένας διάλογος ενός ονείρου, ενός ονείρου στο οποίο ο συγγραφέας διαλέγεται με τον Άγ. Ιωάννη το Βαπτιστή. Τα θέματα για τα οποία συζητούν -με τη μορφή ερωταποκρίσεως- είναι ασκητικά: η ουσία της θεωρίας, η φύση των Θείων εμφανίσεων, και η φύση του μακαρίου οράματος. Πολλά θυμίζουν τον Ψευδοδιονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ιδιαίτερα το τμήμα που ασχολείται με την αγγελολογία. Η «θέα» της δόξης του Θεού περιγράφεται ωραία: «Εκείνοι που πρόκειται να κριθούν άξιοί της βρίσκονται διαρκώς μέσα στο φως, πάντα χαρούμενοι, εν δόξη, εν τη αγάπη του Θεού, αλλά ανίκανοι να συλλάβουν από τι συνίσταται η φύση του φωτός του Θεού που τους φωτίζει. Κατά τον ίδιο τρόπο, πράγματι, που ο Θεός περιορίζει τον εαυτό του όπως αυτός θέλει ενώ παραμένει απεριόριστος, έτσι και επιτρέπει να τον δούμε ενώ παραμένει αόρατος. Και τι μπορούμε να δούμε με την ενέργεια του Θεού; Μια άμορφη ωραιότητα που γνωρίζεται μόνο εν δόξη». Υπάρχει η διαρκής σκέψη ότι, αν και μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως το ουράνιο δράμα μόνο μετά τη μεταμόρφωση του σώματος, αυτό εν τούτοις αντανακλάται πάνω στο σώμα όταν το προσεγγίζουμε εδώ στη γη εν «γνώσει». «Η ίδια η ενέργεια της πνευματικής μας γνώσεως μας διδάσκει ότι υπάρχει μια φυσική αίσθηση της ψυχής, που αργότερα διαιρείται σε δυο ενέργειες συνεπεία της ανυπακοής του Αδάμ. Αλλά μια άλλη αίσθηση είναι απλή εκείνη που μας έρχεται από το Άγιο Πνεύμα, την οποία κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει παρά μόνο εκείνοι οι οποίοι εκούσια αποσπώνται από τις ανέσεις αυτής της ζωής με την ελπίδα των μελλοντικών ευλογιών, εκείνοι που με την εγκράτεια εξαλείφουν την όρεξη των σωματικών αισθήσεων. Μόνο σ' αυτούς ο νους κινείται με όλο το σθένος του λόγω της αποσπάσεώς του, και μπορεί να αισθανθεί τη Θεϊκή καλωσύνη κατά ένα απερίγραπτο τρόπο, και ύστερα να μεταδώσει τη δική του χαρά στο δικό του σώμα, κατά το βαθμό της προόδου του, αγαλλόμενος ακατάπαυστα κατά την ομολογία του γεμάτος αγάπη: 'Εν αυτώ', λέγει ο Ψαλμός, 'η καρδία μου ήλπισε, και η σάρκα μου ήνθισε πάλι, και θα εξομολογηθώ σ' αυτόν με όλη μου τη θέληση'. Γιατί η χαρά που έρχεται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι μια αλάνθαστη υπόμνηση της άφθαρτης ζωής».

Ένα έργο γνωστό ως «Κατήχησις» μπορούσε ίσως να είναι έργο όχι του Διαδόχου αλλά του Αγ. Σεμεών του Νέου Θεολόγου (πέθανε το 1022). Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα μεταξύ της «Οράσεως» και της «Κατηχήσεως» και γι’ αυτό θα μπορούσαν και τα δύο να είναι του αυτού συγγραφέα. Η «Κατήχησις» στην Ελληνική αρχική της μορφή έγινε γνωστή μόλις από το 1952. Αυτή θα μπορούσε επίσης να είναι έργο του Διαδόχου.

Δημιουργία αρχείου: 2-11-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 2-11-2012.

ΕΠΑΝΩ