Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογικά θέματα και Πεντηκοστιανισμός

Αντιτριαδικοί Πεντηκοστιανοί * Η αναζήτηση τής πρόταξης "ουσίας" ή "προσώπου" στην ύπαρξη * Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν την Εκκλησία σε Τριαδικές διατυπώσεις * Το "ότι", το "τι" και το "πώς" τού Θεού * Ο άσαρκος Λόγος * Τρόπος ύπαρξης τού Τριαδικού Θεού

Μία Θεότητα και μία ανθρώπινη φύση

Η διαφορά Θεϊκής και ανθρώπινης φύσης ως προς τα πρόσωπα

Τertilianos

 

Αντιτριαδικοί «χριστιανοί» έχοντας αλλοιώσει το περιεχόμενο της πίστεως, προσπαθούν να πείσουν με ανυπόστατα επιχειρήματα και διάφορες αυθαιρεσίες τα κίβδηλα δόγματά τους. Τα επιχειρήματα τους, ενίοτε κωμικά, άλλοτε όμως εύλογα, για ανθρώπους ειδικά που είναι αυτοεξόριστοι από την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, πρέπει κατά καιρούς να αναιρούνται για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι καλοπροαίρετοι και οι εραστές της αλήθειας αργά ή γρήγορα θα βρούνε το δρόμο τους. Πάντα όμως θα υφίσταται και μια ομάδα που θα αντιστέκεται, όπως και η ιστορία επιβεβαιώνει την ύπαρξη πλήθους τέτοιων ομάδων, που ο χρόνος σταδιακά τους οδηγεί στην αφάνεια. Στους σύγχρονους λοιπόν αντιτριαδικούς η παρούσα δημοσίευση ασκεί κριτική σε ένα άρθρο τους σε αυτό το σύνδεσμο: σε αυτό το σύνδεσμο.

 

 

Κατείχαν οι Εβραίοι την απόλυτη αλήθεια γύρω από το Μονοθεϊσμό;

Ο άνθρωπος στην αρχή είχε σαφή γνώση περί του Θεού. Αυτό υποδηλώνεται με τη κατοικία του στο παράδεισο, την άμεση επαφή με τον Θεό, αλλά και με τα χαρίσματα της αρχέγονου δικαιοσύνης, όπως είναι η απαλλαγή από θλίψη, πόνο, αθωότητα, ακακία κ.ο.κ. Αργότερα όμως αυτό χάνεται και έτσι η γνώση περί του Θεού ήταν άλλη πριν τη πτώση, άλλη γνώση μετά τη πτώση του, άλλη υπήρχε γενικά στον κόσμο πριν από τους πατριάρχες και άλλη δόθηκε σε αυτούς. Αυτή η επισήμανση τονίζεται και τεκμηριώνεται από πλήθος ερευνητών και ερμηνευτών.

Υπό αυτό το πρίσμα «η περί του Θεού διδασκαλία (δηλ. η Θεολογία Παλαιάς Διαθήκης) δόθηκε στον άνθρωπο προοδευτικά μέχρι να του δοθεί η τέλεια περί του Θεού διδασκαλία στην Καινή Διαθήκη. Μάλιστα, όπως παρατηρούν οι άγιοι Πατέρες, η περί Θεού διδασκαλία δινόταν στον άνθρωπο ανάλογα με το πνευματικό επίπεδό του. Όσο δηλαδή, ανορθωνόταν από την πεσμένη στην αμαρτία κατάστασή του ο άνθρωπος, τόσο και πλουσιότερη και υψηλότερη περί Θεού διδασκαλία τού δινόταν. Δε δόθηκε, για παράδειγμα, από την αρχή στον μεταπτωτικό άνθρωπο η διδασκαλία της Αγίας Τριάδος, γιατί σ' αυτή την μεταπτωτική κατάσταση που βρισκόταν θα έπεφτε στην ειδωλολατρία, αν διδασκόταν ότι υπάρχουν τρία Πρόσωπα του ενός Θεού»(1). 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει τη γνώση περί Θεού στο μεταπτωτικό άνθρωπο και στη βαθμιαία παράδοση της διδασκαλίας περί Θεού, αποτελεί ο Δεκάλογος. «Η πρώτη εντολή του ενός Θεού σκόπευε να διακρίνει τον Ισραήλ από τους γείτονες της Εγγύς Ανατολής, που πιστεύουν ένα πλήθος ουρανίων θεοτήτων. Σ' αυτήν όμως την εντολή, λέει το Jerom. Bibl.Comm., βλέπουμε τον πρακτικό μονοθεϊσμό που θα αποκορυφωθεί αργότερα στον θεωρητικό μονοθεϊσμό των προφητών. Ένας στίχος στον Έξ. 15.11 «τις όμοιός σοι εν θεοίς, Κύριε;» δηλώνει σαφώς ότι οι πρώτοι Ισραηλίτες δεν είχαν μάθει ακόμη τον θεωρητικό μονοθεϊσμό και θα παρεδέχοντο και άλλους θεούς. Ο πρακτικός μονοθεϊσμός της εντολής μας εδώ είναι ότι οι Ισραηλίτες προτρέπονται να λατρεύσουν μόνο τον Γιαχβέ».(2)

Στα ίδια πλαίσια βλέπουμε στη νέα διήγηση για τη κλήση του Μωυσή (Έξ. 6. 2-13), ο Θεός να αποκαλύπτεται με το όνομά Του («Γιαχβέ»), το όποιο όμως δεν είχε αποκαλύψει στους Πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ. Μια απορία όμως γεννιέται εδώ. Το όνομα «Γιαχβέ» έχει αποκαλυφθεί τόσο στον Αβραάμ όσο και στον Ιακώβ. Πώς λοιπόν αποκαλύπτεται τώρα στον Μωυσή και ήταν άγνωστο στους Πατριάρχες; «Εντεύθεν φαίνεται ότι νέα αποκάλυψη στο Μωυσή δεν ήταν το όνομα Γιαχβέ, αλλά το μυστήριο που περιέχεται στο Όνομα των τεσσάρων γραμμάτων·  αυτό το μυστήριο ξεδιπλώθηκε εν μέρει στον Μωυσή, αλλά πρόκειται περισσότερο να δηλωθεί δια του Ιησού Χριστού στο Ευαγγέλιό Του»(3).  Καταλυτικός ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου και συνάμα διαχρονικός στο πέρασμα των αιώνων:  «Προέλαβεν την Καινήν η Παλαιά, και ηρμήνευσε την Παλαιάν η Καινή. Και πολλάκις είπον, ότι δύο διαθήκαι και δυο παιδίσκαι και δύο αδελφαί τον ένα Δεσπότη δορυφορούσι. Κύριος παρά προφήταις καταγγέλεται· Χριστός εν καινή κηρύσσεται·  ού καινά τα καινά·  προέλαβε γαρ τα παλαιά·  ουκ εσβέσθη τα παλαιά·  ηρμηνεύθη γαρ εν τη Καινή»(4). 

Τέλος, δεν πρέπει να αγνοούμε τη παραβολή των κακών γεωργών που περιγράφεται στους συνοπτικούς, παραβολή η οποία έχει επισημανθεί από τους ερμηνευτές,  ως βραχεία σύνοψη όλης της ισραηλιτικής ιστορίας. Ο Υιός που φονεύεται από τους γεωργούς τεκμηριώνει τα προαναφερόμενα πώς, οι Ισραηλίτες  δεν είχαν σαφή γνώση γύρω από το μυστήριο του Θεού και γι' αυτό δεν δέχθηκαν τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα και Θεό τους. Η έκπτωσις των Ιουδαίων οφείλει να προβληματίσει τον αρθρογράφο, να «δουλέψει» πάνω σε αυτό,  αποκτώντας μια καθολική όραση στα πράγματα, γύρω από την ιστορία της Θείας Οικονομίας.

 

Είς Θεός;

Ο αντιτριαδιστής στη συνέχεια του άρθρου του επιστρατεύει διάφορα χωρία για να πείσει εμάς τους πλανεμένους πως ο Θεός είναι ένας και όχι τρεις, όπως πιστεύουμε εμείς. Το όνομα όμως του ενός Θεού δεν είναι δηλωτικόν προσώπου αλλά σημαντικόν ουσίας(5). Δεν διαιρείται η ουσία για να έχουμε τρεις κατά τα πρόσωπα, ούτε το όνομα που δηλώνει την ουσία, ώστε να υπάρχουν τρεις θεοί. Υπό την ίδια έννοια τρεις άνθρωποι δεν συνιστούν τρεις «ανθρωπότητες», ούτε τρεις αστυνομικοί δεν συνιστούν τρεις «αστυνομίες».

Ο αείμνηστος καθηγητής και δογματολόγος  Νικόλαος Ματσούκας, γράφει τα εξής: «Ένα και μοναδικό αίτιο, το πρόσωπο του Θεού Πατέρα, β) ταυτότητα ουσίας και ενέργειας (τα τρία πρόσωπα είναι ομοούσια), και γ) διάκριση των τριών προσώπων. Τούτη η διάκριση δεν σημαίνει διαίρεση κατά τα δεδομένα της κτιστής πραγματικότητας· στη θεολογική γλώσσα λέγεται ετερότητα: άλλος ο Πατέρας, άλλος ο Υιός και άλλος το Άγιο Πνεύμα. Έτσι το μοναδικό αίτιο, η ταυτότητα ουσίας και ενέργειας, και η ετερότητα των προσώπων περιγράφουν την τρισυπόστατη μονάδα.

Ο τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί ένα είναι το αίτιο, μια η ουσία  και μια η ενέργεια· και είναι τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό, ή πρόβλημα κατά το Γρηγόριο Θεολόγο.

Οι τρεις αυτές ιδιότητες λέγονται υποστατικές (ή υποστατικά προσόντα), και είναι μεταξύ τους αμεταβίβαστες και ακοινώνητες· κάθε ιδιαίτερο προσόν ανήκει στην ιδιαίτερη υπόσταση, και υπάρχει μονάχα η ετερότητα των υποστάσεων. Ο Πατέρας είναι αγέννητος και όχι γέννημα μήτε πρόβλημα· ο Υιός είναι γέννημα και όχι αγέννητος μήτε πρόβλημα· και το Άγιο Πνεύμα είναι πρόβλημα και όχι αγέννητο μήτε γέννημα. Οι τρεις υποστάσεις όμως, ως ομοούσιες, συναΐδιες και άκτιστες, κοινωνούν κατά την ταυτότητα ή την κοινότητα της μίας ουσίας και της μιας ενέργειας.

Ως προς τη σχέση της Αγίας Τριάδας προς τη δημιουργία, δηλαδή την κτίση και την ιστορία, τα πρόσωπα διακρίνονται ως προς την ιδιαιτερότητα των έργων που επιτελούν στην ιστορία της οικονομίας, και έχουν κοινή βούληση και ενέργεια. Ο Πατέρας πάντοτε είναι η προκαταρκτική αιτία, ο Υιός φανερώνει και πραγματώνει το έργο της οικονομίας, και το Άγιο Πνεύμα τελειώνει τούτο το έργο. Κοινή βούληση και ενέργεια έχουν και τα τρία πρόσωπα»(6).

 

Αναλογία μεταξύ κτιστού και Άκτιστου;

Διαβάζοντας ακόμα παρακάτω, βλέπουμε τη προσπάθεια του αντιτριαδιστή μέσα από ανθρώπινα παραδείγματα και εικόνες να αποδώσει με τρόπο λεπτής ειρωνείας τη μομφή του κατά της Αγίας Τριάδος. Παραλληλίζει τη κτίση με τον Άκτιστο Θεό και νομίζει πως δείχνει με αυτό το τρόπο το ανυπόστατο του δικού μας δόγματος.  

Αν το ανθρώπινο γένος αποτελείται από πολλά άτομα, αυτό αποδεικνύει το ίδιο και για τη θεότητα;

Αν ορίζεται μια θεότητα με τρία πρόσωπα, γιατί στην μία ανθρωπότητα να μην υπάρχουν τρία άτομα;

Και αν τρεις άνθρωποι που μοιράζονται την ίδια φύση είναι συγχρόνως τρεις, τότε γιατί τα τρία θεία όντα να μην είναι και τρεις θεοί;

Αυτά είναι πάνω κάτω τα επιχειρήματα τους με τρόπο συνοπτικό. Μέρος βέβαια αυτού έχει απαντηθεί στη προηγούμενη ενότητα.        

Θα πρέπει όμως να τονιστεί πως ο Θεός δεν δημιούργησε τα πάντα από την ουσία του αλλά μέσω της βουλητικής ενέργειας έκτισε τα πάντα ετερούσια σε σχέση με αυτόν τον ίδιο.

Ομοούσια, ομοφυή και ομογενή είναι όσα ανήκουν στο ίδιο είδος και στην ίδια ουσία. Το ανθρώπινο γένος αποκλείει τη φυσική συγγένεια σε τούτη τη σχέση και δέχεται την ετερότητα και συγχρόνως την ετερουσιότητα του δημιουργήματος σε αναφορά προς το δημιουργό. Άλλωστε το γένος διαιρείται σε είδη, ενώ το πρώτο, ως γένος γενικότατο, το οποίο δεν είναι και είδος, περιέχει με υπερούσιο τρόπο την άκτιστη θεότητα.

Η διάκριση κτιστού-ακτίστου πρέπει να επισημαίνεται, να ερευνάται, προς αποφυγή παρερμηνειών.  Τα όποια παραδείγματα χρησιμοποιούνται, οι διάφορες εικόνες, καταχρηστικά και μόνο γίνονται και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποδώσουν το βάθος και τη πραγματικότητα στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Ο Γρηγόριος Νύσσης γράφει τα εξής:

«Ο όρος άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται πάντοτε εις τα ίδια άτομα ήτοι πρόσωπα· διότι ενώ αποθνήσκουν τα προηγούμενα, λαμβάνουν άλλα αντ' αυτών σύστασιν, και πάλιν, ενώ μερικά μένουν πολλάκις τα ίδια, έρχονται εις ύπαρξιν άλλα, ούτως ώστε ο όρος της φύσεως, ήτοι του ανθρώπου, να ανταποκρίνονται άλλοτε μεν εις αυτά άλλοτε δε εις εκείνα και άλλοτε μεν εις περισσότερα άλλοτε δε εις ολιγότερα πρόσωπα. Δι' αυτήν λοιπόν την αιτίαν της προσθήκης και της αφαιρέσεως, της αποβιώσεως και της γεννήσεως των ατόμων, εις τα οποία ανταποκρίνεται ο όρος άνθρωπος, αναγκαζόμεθα να λέγωμεν ανθρώπους και πολλούς και ολίγους, καθόσον με την μεταβολήν και αλλοίωσιν των προσώπων αποβάλλεται η κοινή συνήθεια, παρά τον λόγον της ουσίας, ώστε μαζί με τα πρόσωπα να συναριθμώμεν τρόπον τινά και ουσίας.

Επί της Αγίας Τριάδος δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε τοιούτον·  διότι πρέπει να λέγωνται τα ίδια πρόσωπα, και όχι άλλα και άλλα, υπάρχοντα πάντοτε κατά τον ίδιον τρόπον και ωσαύτως και μη δεχόμεθα καμμίαν προσθήκην οδηγούσαν εις τετράδα ή μείωσιν οδηγούσαν εις δυάδα. Διότι ούτε γεννάται ή εκπορεύεται από τον Πατέρα ή από ένα εκ των προσώπων άλλο πρόσωπον, ώστε η κάποτε τριάς να γίνει τετράς, ούτε αποθνήσκει ποτέ εν από τα τρία αυτά πρόσωπα, έστω και ωσάν εις ροπήν οφθαλμού, ώστε η τριάς να γίνει δυάς και κατά διάνοιας. Αφού δε καμμία προσθήκη και μείωσις, τροπή και αλλοίωσις δεν γίνεται εις τα τρία πρόσωπα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, τίποτα δεν παρασύρει την διάνοιαν μας να λέγει διπλά τα τρία πρόσωπα και τρεις Θεούς.

Εκτός τούτου τα πρόσωπα του ανθρώπου δεν έχουν όλα την ύπαρξιν απ' ευθείας από το ίδιον πρόσωπον, αλλά άλλα μεν προέρχονται από τούτο, άλλα δε από εκείνο, ώστε μαζί με τα αιτιατά να είναι πολλά και τα αίτια. Επί της Αγίας Τριάδος όμως δεν συμβαίνει το ίδιον·  διότι έν και το αυτό είναι το πρόσωπον του Πατρός από το οποίον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το Άγιον Πνεύμα. Δια τούτο λοιπόν εγκύρως και με παρρησίαν λέγομεν ένα Θεόν τον ένα αίτιον μαζί με τα αιτιατά αυτού, επειδή συνυπάρχει με αυτά.

Πράγματι τα πρόσωπα της θεότητας δεν χωρίζονται αλλήλων ούτε κατά χρόνον, ούτε κατά τόπον ούτε κατά θέλησιν ούτε κατά αρμοδιότητα ούτε κατ' ενέργειαν ούτε κατά πάθος, κατά τίποτα από όσα παρατηρούνται εις τον άνθρωπον· διακρίνονται μόνον κατά το ότι ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι Υιός και ο Υιός είναι Υιός και όχι Πατήρ, ομοίως και το Άγιον Πνεύμα ούτε Πατήρ ούτε Υιός.

Δια τούτο καμμία ανάγκη δεν μας υποχρεώνει να είπωμεν τρεις θεούς τα τρία πρόσωπα, όπως εις την περίπτωσιν μας λέγομεν πολλούς ανθρώπους τα πολλά πρόσωπα δια τας μνημονευθείσας αιτίας.

Ότι δεν λέγομεν τα πολλά πρόσωπα του ανθρώπου πολλούς ανθρώπους διά τας μνημονευθείσας αιτίας και όχι κατά λογικήν ανάγκην, θα ηδύνατο να γίνει φανερόν από το εξής: Το καθ' αυτό ίδιον δεν δύναται να είναι και έν και πολλά·  είναι δε ο Πέτρος και ο Παύλος και ο Βαρνάβας κατά την ουσίαν του ανθρώπου είς άνθρωπος·  άρα κατά το αυτό, δηλαδή κατά την ουσίαν του ανθρώπου, δεν δύνανται να είναι πολλοί. Επομένως καταχρηστικώς λέγονται πολλοί άνθρωποι και όχι κυριολεκτικώς·  το δε λεγόμενον καταχρηστικώς δεν είναι άξιον ούτε ικανόν να εξαλείψει δια τους ορθοφρονούντας το κυριολεκτικώς ον και λεγόμενον»(7). 

Καταθέτοντας τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς πως αναλογία δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ της κτίσης και του Ακτίστου. Ο Θεός είναι τέλειος, ο άνθρωπος όχι. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αυξάνεται ως είδος ενώ η Θεότητα ούτε αυξάνεται ούτε και μειώνεται. Τα ερωτήματα που θέτει ο αντιτριαδιστής κρίνονται άτοπα και αθεολόγητα.

«Η γαρ αγνοούντας διδάξομεν, ή κακουργούσιν ουκ επιτρέψομεν» (Μέγας Βασίλειος).

 

Σημειώσεις


1. Εγχειρίδιο βιβλικής Θεολογίας και Ιστορίας της Π.Δ., Ελένης Παπακώστα-Χριστινάκη, εκδόσεις ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ.

2. Έξοδος, ερμηνεία Π.Δ., Β'Μέρος, σελ. 452-453, επιστημονικός ερμηνευτικός σχολιασμός, Γόρτυνος Ιερεμία, εκδόσεις Αποστολική Διακονία.

3. Έξοδος, ερμηνεία Π.Δ., Β'Μέρος, σελ. 354, επιστημονικός ερμηνευτικός σχολιασμός, Γόρτυνος Ιερεμία, εκδόσεις Αποστολική Διακονία.

4. Migne PG, τομ.50, στ. 796.

5. Γρ. Νύσσης έργα, ΕΠΕ 1, σελ. 137. 

6. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ, Νικολάου Ματσούκα, εκδόσεις ΠΟΥΡΑΝΑΡΑ. 

7.  Γρ. Νύσσης έργα, ΕΠΕ 1, σελ. 145-147. 

Δημιουργία αρχείου: 12-2-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-2-2019.

ΕΠΑΝΩ