ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ:
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω· ποιμένες μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα, οὐκ ἔρημον συρίζοντες μέλος, ἀλλ' οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον. Ἄγγελοι ᾄδουσιν,  ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς· τὸν ἄνω κάτω δι' οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν. Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο· ἀντὶ μὲν ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη, ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα. Καὶ μὴ ζήτει πῶς· ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις. Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ. Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν· ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός. Οὐδὲ γὰρ κατ' ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.

Πάντων οὖν σκιρτώντων, σκιρτῆσαι θέλω κἀγὼ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω· χορεύω δὲ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ' ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων. Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπὶς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλὸς, αὐτά μοι κιθάρα. ∆ιὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ' ἀγγέλων εἴπω· ∆όξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ· μετὰ δὲ ποιμένων, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία. Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀῤῥήτως ἐκ Πατρὸς, ἐκ παρθένου τίκτεται, ἀφράστως δι' ἐμέ. Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε· σήμερον δὲ πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη, ὡς ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπίσταται χάρις. Καὶ ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἀληθὴς, καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδὴς, καὶ ἀληθῶς Θεὸς ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη, καὶ ἀληθῶς ἄνθρωπος ὁ αὐτὸς ἐκ παρθένου ἐτέχθη. Ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς, κάτω μόνος ἐκ παρθένου μόνης Μονογενὴς ὁ αὐτός. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς ἄνω γεννήσεως ἀσεβὲς ἐννοῆσαι μητέρα· οὕτω βλάσφημόν ἐστιν ὑπολαβεῖν καὶ ἐπὶ τῆς κάτω γεννήσεως πατέρα. Ὁ Πατὴρ ἀῤῥεύστως ἐγέννησε, καὶ ἡ παρθένος ἀφθόρως ἔτεκεν· οὔτε γὰρ ὁ Θεὸς ῥεῦσιν ὑπέμεινε γεννήσας· θεοπρεπῶς γὰρ ἐγέννησεν· οὔτε ἡ παρθένος φθορὰν ὑπέμεινε τεκοῦσα· πνευματικῶς γὰρ ἔτεκεν.

Ὥσπερ τεχνίτης εὑρὼν ὕλην χρησιμωτάτην, κάλλιστον ἀπεργάζεται σκεῦος· οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς εὑρὼν τῆς παρθένου ἅγιον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν, ἔμψυχον ἑαυτῷ κατεκόσμησε ναὸν, ὃν ἐβουλήθη τρόπον πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ παρθένῳ, καὶ ἐνδυσάμενος αὐτὸν, σήμερον προῆλθεν, οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως. Οὐδὲ γὰρ ὕβριν ἔφερεν αὐτῷ, φορέσαι τὸ ἴδιον ἔργον· καὶ τὸ πλάσμα δὲ μεγίστην ἐκαρποῦτο δόξαν, ἔνδυμα τοῦ τεχνίτου γινόμενον. Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὴν πρώτην πλάσιν ἀδύνατον ἦν συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον, πρὶν ἢ τὸν πηλὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐλθεῖν· οὕτω καὶ τὸ φθαρὲν σκεῦος ἀδύνατον μεταποιηθῆναι, εἰ μὴ γέγονεν ἔνδυμα τοῦ ποιήσαντος. Ἀλλὰ τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ με τὸ θαῦμα. Ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀσώματος χερσὶν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται, ὁ τὰ τῆς ἁμαρτίας διασπῶν δεσμὰ σπαργάνοις ἐμπλέκεται, ἐπειδὴ τοῦτο θέλει. Θέλει γὰρ τὴν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμὴν, τὴν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν, τὸν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον. Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον· καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα, δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ· δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ. Ἀλλὰ τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω; Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει. Οὐκέτι λέγεται ὡς γενησόμενον, ἀλλὰ θαυμάζεται ὡς πεπραγμένον.

Μεταγραφή:

Μυστήριο παράξενο και παράδοξο βλέπω. Ποιμένες ακούγονται στα αυτιά μου, όχι επειδή παίζουν ένα υπαίθριο σκοπό, αλλά επειδή τραγουδούν ουράνιο ύμνο. Aγγελοι τραγουδούν, Αρχάγγελοι μέλπουν, υμνούν τα Χερουβίμ, δοξολογούν τα Σεραφίμ, οι πάντες γιορτάζουν επειδή βλέπουν τον Θεό πάνω στην γή και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Τον (Θεό πού είναι) άνω (τώρα να είναι) κάτω από οικονομία και τον (άνθρωπο που είναι) κάτω (τώρα να είναι) άνω από φιλανθρωπία. Σήμερα η Βηθλεέμ τον ουρανό εμιμήθηκε. Επειδή αντί για αστέρια αγγέλους που υμνούν δέχθηκε και αντί για τον ήλιο τον Ήλιο της Δικαιοσύνης απεριγράπτως εχώρεσε. Και μην αναζητάς πως. Επειδή όπου θέλει ο Θεός νικιέται η τάξη της φύσεως. Επειδή θέλησε, το κατόρθωσε, κατήλθε, έσωσε. Όλα (τα κτίσματα) συντρέχουν με τον Θεό (τον Κτίστη). Σήμερα ο Ων τίκτεται και ο Ων γίνεται αυτό που δεν ήταν. Γιατί ενώ είναι Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι Θεός. Επειδή δεν έγινε άνθρωπος με το να πάψει να είναι Θεός, αλλά ούτε πάλι με το να προκόψει από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά ενώ είναι ο (Θεός) Λόγος, έγινε σαρξ (δηλαδή και άνθρωπος) με απάθεια, χωρίς να μεταβληθεί η φύση Του (σημ: στο Ένα πρόσωπο του Χριστού αποδίδονται η Θεία και η ανθρώπινη φύση).

Επειδή λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, να σκιρτήσω θέλω κι εγώ, να χορεύσω επιθυμώ, να πανηγυρίσω θέλω. Αλλά χορεύω χωρίς να παίζω κιθάρα, χωρίς να κινώ κλαδιά κισσού, χωρίς να κρατώ αυλούς, χωρίς να ανάβω λαμπάδες, αλλά αντί για μουσικά όργανα κρατώντας τα σπάργανα του Χριστού. Γιατί αυτά είναι η ελπίδα μου, αυτά η ζωή μου, αυτά η σωτηρία μου, αυτά ο αυλός μου, αυτά η κιθάρα μου. Γι' αυτό κι έρχομαι κρατώντας αυτά, για να λάβω με την δύναμή τους ισχύ λόγων και να πω μαζί με τους Αγγέλους "Δόξα εν υψίστοις Θεώ" και μαζί με τους ποιμένες "κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία". Σήμερα αυτός, που γεννήθηκε αρρήτως εκ του Πατρός, αφράστως τίκτεται από Παρθένο για μένα. Αλλά τότε γεννήθηκε κατά φύσιν από τον Πατέρα πριν τους αιώνες, καθώς ο Πατέρας γνωρίζει. Ενώ πάλι σήμερα παρά φύσιν ετέχθη καθώς γνωρίζει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και η άνω γέννησή του αληθής και η κάτω γέννηση αψευδής, Και αληθινά Θεός εκ Θεού εγεννήθη και αληθινά άνθρωπος ο Ίδιος εκ Παρθένου ετέχθη. Άνω μόνος εκ μόνου Μονογενής, κάτω μόνος εκ Παρθένου μόνης Μονογενής ο Ίδιος. Επειδή όπως ακριβώς (είναι) ασεβές να εννοήσουμε μητέρα για την άνω γέννηση έτσι (είναι) βλάσφημο να υπονοήσομε πατέρα για την κάτω γέννηση. Ο Πατέρας γέννησε απαθώς χωρίς να μειωθεί η Θεία Του φύση και η Παρθένος αφθόρως έτεκε. Επειδή ούτε ο Πατέρας έπαθε κάποια μείωση όταν γέννησε, επειδή θεοπρεπως εγέννησε. Όυτε η Παρθένος έπαθε φθορά όταν έτεκε, επειδή πνευματικώς έτεκε.

Όπως ακριβώς ο τενχίτης όταν βρει χρησιμότατο υλικό κατασκευάζει ωραιότατο σκεύος έτσι κι ο Χριστός όταν βρήκε της Παρθένου άγιο το σώμα και την ψυχή, κατεκόσμησε για τον εαυτόν Του έμψυχο ναό, με τρόπο που θέλησε έπλασε άνθρωπο μέσα στην Παρθένο και αφού ντύθηκε αυτόν (σημ: από την σύλληψή Του ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος), σήμερα έρχεται, χωρίς να ντραπεί την ασχήμια της (ανθρώπινης) φύσεως. Επειδή δεν θεωρούσε ύβρη για τον εαυτόν Τον να φορέσει το δικό του έργο. Και το πλάσμα απέκτησε μεγίστη δόξα επειδή έγινε ένδυμα του Τεχνίτη. Επειδή όπως ακριβώς κατά την πρώτη δημιουργία ήταν αδύνατον να κατασκευάσει τον άνθρωπο πριν έλθει ο πηλός στα χέρια Του, έτσι και το φθαρμένο σκεύος ήταν αδύνατον να μεταποιηθεί εάν δεν γινόταν ένδυμα του Δημιουργού. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; Επειδή το θαύμα με εκπλήττει. Ο Παλαιός των ημερών Παιδί έγινε, Αυτός που κάθεται σε θρόνο υψηλό και ανυψωμένο τοποθετείται σε φάτνη, ο ανέγγιχτος, ο απλός κι ασύνθετος κι ασώματος με ανθρώπινα χέρια τυλίγεται, Αυτός που σπάει τα δεσμά της αμαρτίας με σπάργανα εμπλέκεται, επειδή αυτό θέλει. Επειδή θέλει την ατιμία να την κάνει τιμή, την αδοξία να την ντύσει με δόξα, την ύβρη να κάνει αρετή. Γι' αυτό και λαμβάνει το δικό μου σώμα για να χωρέσω εγώ τον δικό του Λόγο (σημ: με την Θεία Μετάληψη ο πιστός γίνεται ναός του Χριστού). Και επειδή έλαβε την δική μου σάρκα μου δίνει το δικό Του Πνεύμα. Έτσι ώστε δίνοντας και λαμβάνοντας να μου εμπορευθεί τον θησαυρό της ζωής. Μου λαμβάνει την σάρκα για να με αγιάσει. Μου δίνει το Πνεύμα για να με διασώσει. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω; "Να, η Παρθένος θα συλλάβει". Δεν λέγεται πια σαν κάτι που θα γίνει, αλλά θαυμάζεται σαν πεπραγμένο.