Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ψηφιακά βιβλία

Βιβλία περί Παγανισμού

Φιλόσοφοι

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ιουλιανός o Παραβάτης:

Παραβάτης του Χριστιανισμού, Παραβάτης του Ελληνισμού

 

© Ιωάννης Κ. Τσέντος

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.

Η Απαγόρευση της Ελληνικής Παιδείας


Στο πλαίσιο της πολιτικής του για πλήρη εκρίζωση του χριστιανισμού, ο Ιουλιανός προέβη σε μία αληθινά εξωφρενική κίνηση, η οποία θα δυσκολευόμασταν να πιστεύσουμε ότι έγινε ποτέ, εάν δεν την γνωρίζαμε από πολλές και ασφαλείς πηγές, και δεν σώζονταν ακόμη και τα σχετικά κείμενα του ιδίου του Ιουλιανού. Στην προσπάθεια του να πολεμήσει με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο τον χριστιανισμό, ο δήθεν ελληνολάτρης Ιουλιανός έφθασε μέχρι του σημείου… να απαγορεύσει στους χριστιανούς την ελληνική παιδεία!

 

1. Το διάταγμα της 17ης Ιουνίου 362 για την εκπαίδευση

Η πρώτη κίνηση προς την κατεύθυνση της απαγόρευσης της ελληνικής παιδείας έγινε το καλοκαίρι του 362. Πιο συγκεκριμένα, στις 17 Ιουνίου του 362, πιθανότατα λίγο πριν από την άφιξη του στην Αντιόχεια, ο Ιουλιανός εξέδωσε ένα ασυνήθιστο νομοθετικό διάταγμα σχετικά με την εκπαίδευση, το οποίο κατά τον Joseph Bidez, αν και φαινομενικά ανώδυνο, ήταν μία πραγματική κήρυξη πολέμου ενάντια στον χριστιανισμό. [344]

Στο διάταγμα αυτό ορίζονταν τα εξής: Οι διδάσκαλοι πρέπει να ξεχωρίζουν πρώτ' απ’ όλα στην ηθικότητα, και κατόπιν στη μόρφωση· βεβαίως, ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να είναι παρών σε κάθε πόλη, ώστε να ελέγχει ο ίδιος την ακεραιότητα των διδασκάλων γι’ αυτό, όσοι επιθυμούν να αναλάβουν διδακτικά καθήκοντα δεν θα είναι ελεύθεροι να το κάνουν ανεξέλεγκτα, αλλά οφείλουν πρώτα να υποβάλλουν αίτηση στο τοπικό συμβούλιο, το οποίο θα εξετάζει την αίτησή τους, και αν την εγκρίνει, θα εκδίδει την απόφαση διορισμού τους· κατόπιν, αυτή η απόφαση διορισμού θα υποβάλλεται στον ίδιο τον αυτοκράτορα για έγκριση, ώστε οι διδάσκαλοι να αναλαμβάνουν τα διδακτικά τους καθήκοντα στις επιμέρους επαρχίες με κάποιο ανώτερο κύρος, έχοντας τρόπον τινά τη σύσταση του ιδίου του αυτοκράτορα. [345] Αυτό ήταν εν ολίγοις το κείμενο του νομοθετικού διατάγματος του Ιουλιανού, ή τουλάχιστον το μέρος του διατάγματος που έχει φθάσει στα χέρια μας. .

Οπωσδήποτε, υπάρχουν κάποια σημεία του διατάγματος που κεντρίζουν αμέσως την προσοχή μας. Αυτά είναι η ιδιαίτερη έμφαση στην «ηθικότητα» που πρέπει να διακρίνει τους υποψήφιους για την ανάληψη μιας διδακτικής θέσης, η κρίση των υποψηφίων από τα τοπικά συμβούλια, καθώς επίσης και η υποχρέωση των τοπικών συμβουλίων να αποστέλλουν προς έγκριση στον αυτοκράτορα τις αποφάσεις διορισμού διδασκάλων. Αυτά είναι τα κεντρικά σημεία του διατάγματος. Όπως σχολιάζει ο Glanville Downey, με το διάταγμα του Ιουλιανού η έγκριση και ο διορισμός των διδασκάλων γινόταν αρμοδιότητα της κεντρικής κυβέρνησης. [346]

Αν όμως διαβάσουμε προσεκτικά το διάταγμα, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό ασφαλώς δεν διακρίνεται για τη σαφήνεια του. Όταν λοιπόν το αυτοκρατορικό έγγραφο θα έφθασε στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, καταμεσίς το καλοκαίρι του 362, οπωσδήποτε θα προκάλεσε μία σειρά από εντελώς εύλογες απορίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του. Η πρώτη και κύρια απορία αφορά την «ηθικότητα» του διδασκάλου, στην οποία δίδεται τόση έμφαση: με ποια ακριβώς κριτήρια θα μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιος τον «ηθικό» από τον «μη ηθικό» διδάσκαλο; Πέρα απ’ αυτή τη βασική ασάφεια, υπάρχει και μία ολόκληρη σειρά επιμέρους θεμάτων που έχρηζαν περαιτέρω διευκρινίσεων: Πρώτ' απ’ όλα, ο νόμος αφορούσε μόνο τους νεοδιοριζόμενους διδασκάλους, ή θα είχε και αναδρομική ισχύ; έπειτα, αφορούσε μόνον τους διδασκάλους που διορίζονταν και πληρώνονταν από το κράτος, ή και τους ιδιωτικούς διδασκάλους επίσης; Και σε ποιους ακριβώς διδασκάλους αναφερόταν; στους διδασκάλους της φιλοσοφίας, της ρητορικής, του δικαίου, της ιατρικής, ή σε όλους γενικά; Και το σημαντικότερο, η αποστολή των αποφάσεων διορισμού στον αυτοκράτορα προς έγκριση θα ήταν μία τυπική και μόνο διαδικασία, ή θα φρόντιζε ο ίδιος ο αυτοκράτορας να σχηματίσει ιδία κρίση για την «ηθικότητα» των υποψηφίων, πράγμα το οποίο θα του επέτρεπε ακόμη και να απορρίψει τις εισηγήσεις των τοπικών συμβουλίων; Όλα αυτά τα σημεία έχρηζαν βεβαίως περαιτέρω διευκρινίσεων. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να διευκρινισθεί με ποια κριτήρια θα έπρεπε να ξεχωρίζει κανείς ποιος ήταν κατάλληλος και ποιος ακατάλληλος για διδάσκαλος.

 

2. Η εγκύκλιος του Ιουλιανού για την εκπαίδευση. Η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας από χριστιανούς

Για καλή μας τύχη, έχουμε στα χέρια μας το έγγραφο του Ιουλιανού στο οποίο απαντώνται όλα τα παραπάνω ερωτήματα και δίδονται όλες οι απαραίτητες διευκρινίσεις. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για συνοδευτική εγκύκλιο που απεστάλη ευθύς εξ αρχής μαζί με το έγγραφο, ή αν πρόκειται για διευκρινιστική εγκύκλιο που απεστάλη αργότερα, για να λύσει τις απορίες που είχαν δημιουργηθεί σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του διατάγματος. Το γεγονός είναι ότι, πέρα από κάποιες γενικολογίες στην αρχή, σε αυτό εκτίθεται πλέον ξεκάθαρα η βούληση του αυτοκράτορα.

Στην αρχή του εγγραφου αυτού, ο Ιουλιανός αναφέρεται γενικά στην παιδεία. Ορθή παιδεία, γράφει, δεν είναι ο καλοδουλεμένος λόγος, αλλά η καλλιεργημένη ψυχή και η ικανότητα να διακρίνει κανείς σωστά ανάμεσα στο καλό και το κακό· αν λοιπόν κάποιος άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει τους μαθητές του, αυτός είναι όχι μόνο κακός άνθρωπος, αλλά και κακός διδάσκαλος και παιδαγωγός· και αν η διαφορά ανάμεσα σε αυτά που πιστεύει και αυτά που λέει κάποιος αφορά μικρά και δευτερεύοντα πράγματα, τότε το κακό θα μπορούσε να είναι κάπως ανεκτό· αν όμως άλλα πιστεύει και άλλα διδάσκει κανείς σχετικά με τα πιο σημαντικά πράγματα, τότε αυτό που κάνει μοιάζει με αυτό που κάνουν οι έμποροι, και μάλιστα όχι οι καλοί έμποροι, αλλά οι κακοί και παμπόνηροι, οι οποίοι εκθειάζουν πράγματα τα οποία οι ίδιοι δεν έχουν σε καμία εκτίμηση, προσπαθώντας να εξαπατήσουν τους ανθρώπους και να τους παρασύρουν να αγοράσουν το εμπόρευμα τους. [347]

Σχετικά με το ερώτημα περί του ποιους διδασκάλους αφορούσε το αρχικό διάταγμα, ο Ιουλιανός διευκρινίζει ότι όλοι γενικά, οτιδήποτε και αν λένε ότι διδάσκουν, πρέπει να είναι ακέραιοι άνθρωποι και να μη διδάσκουν πράγματα αντίθετα προς αυτά που πιστεύουν πολύ περισσότερο όμως ισχύει αυτό για όσους προσφέρουν παιδεία στους νέους, δηλαδή όσους ερμηνεύουν τα έργα των αρχαίων και τους ρήτορες και τους γραμματικούς και ακόμη περισσότερο τους σοφιστές, οι οποίοι άλλωστε επαγγέλλονται ότι δεν είναι μόνο διδάσκαλοι λέξεων, αλλά και ηθών αυτή η ευγενής επαγγελία θα ήταν βεβαίως ακόμη πιο επαινετή, γράφει ο Ιουλιανός, αν ήταν συν τοις άλλοις και αληθινή, και δεν αποδεικνυόταν κανείς ότι άλλα πιστεύει στην πράξη και άλλα διδάσκει στους μαθητές του. [348] Μέχρις αυτού του σημείου, τα όσα λέει ο Ιουλιανός θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά απ’ όλους, καθώς μοιάζουν να είναι μία απλή απαίτηση για συνέπεια λόγων και έργων αλλά δεν είναι ακόμη σαφές «πού το πάει» ο Παραβάτης αυτοκράτορας.

Στη συνέχεια όμως ο Ιουλιανός αποκαλύπτει ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις του. Στον Όμηρο, γράφει, τον Ησίοδο, τον Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ισοκράτη και τον Λυσία, πάνω απ’ όλα τ' άλλα έρχεται η τιμή προς τους θεούς· επομένως, είναι άτοπο όποιος ερμηνεύει τα έργα τους να περιφρονεί τους θεούς που αυτοί τιμούν. [349] Μόλις τώρα, όπως βλέπουμε, γίνονται φανερές οι πραγματικές προθέσεις του Παραβάτη αυτοκράτορα: Επειδή ο καλός διδάσκαλος δεν πρέπει άλλα να πιστεύει και άλλα να διδάσκει στους μαθητές του, όπως είδαμε να λέει δια μακρών, γι’ αυτό… όσοι διδάσκουν τα έργα των αρχαίων και δεν πιστεύουν στους θεούς για τους οποίους γίνεται λόγος σε αυτά είναι ακατάλληλοι για διδάσκαλοι! Εντελώς υποκριτικά και χαιρέκακα, ο Ιουλιανός λέει στη συνέχεια ότι δεν ζητεί από τους διδασκάλους να αλλάξουν αυτά στα οποία πιστεύουν απλώς, τους δίδει το δικαίωμα να επιλέξουν ανάμεσα στα εξής δύο: είτε να μη διδάσκουν αυτά που δεν θεωρούν σπουδαία και αληθινά, είτε, αν θέλουν να τα διδάσκουν, να τα διδάσκουν πρώτα στην πράξη, ασπαζόμενοι και οι ίδιοι τα όσα γράφονται σε αυτά. Και επειδή οι διδάσκαλοι ζουν από τον μισθό που παίρνουν από τα μαθήματα τους, γι’ αυτό όσοι διδάσκουν κάτι, χωρίς να πιστεύουν ότι αυτό είναι αληθινό, πρακτικά ομολογούν ότι είναι αισχροκερδέστατοι και ότι υπομένουν τα πάντα για λίγες δραχμές. [350]

Τέλος, ο Ιουλιανός φθάνει και στους χριστιανούς, οι οποίοι άλλωστε είναι και ο πραγματικός στόχος του διατάγματος του. Παλαιότερα, γράφει, ο φόβος που ήταν διάχυτος παντού έκανε συγγνωστό το να κρύβει κανείς την πίστη του στους αληθινούς θεούς· τώρα όμως, που «οι θεοί μας έδωσαν την ελευθερία», είναι άτοπο να διδάσκει κανείς πράγματα που δεν του φαίνονται σωστά. Αν λοιπόν οι χριστιανοί θεωρούν σοφούς τους αρχαίους συγγραφείς των οποίων τα έργα διδάσκουν, τότε οφείλουν πρώτ' απ’ όλα να μιμηθούν την ευσέβεια τους προς τους θεούς· αν όμως θεωρούν ότι αυτοί έχουν πλανηθεί στις αντιλήψεις τους για τον Θεό, τότε «να πάνε στις Εκκλησίες των Γαλιλαίων, να ερμηνεύουν τον Ματθαίο και τον Λουκά». [351]

Με λίγα λόγια, λοιπόν, οι χριστιανοί απαγορευόταν στο εξής να διδάσκουν την ελληνική παιδεία. Επρόκειτο για ένα μεθοδικά σχεδιασμένο κτύπημα κατά του χριστιανισμού, η απόφαση για το οποίο εμφανιζόταν ως στηριζόμενη σε έναν απλό συλλογισμό: αφού παντού στην αρχαία ελληνική γραμματεία εξυμνούνταν οι αρχαίοι θεοί, φρονούσε ο Ιουλιανός, όποιος τη δίδασκε έπρεπε να πιστεύει σε αυτούς· διότι, αν τη δίδασκε χωρίς να πιστεύει στους θεούς που εξυμνούνταν σε αυτήν, θα ήταν υποκριτής του χειρίστου είδους, και κατά συνέπειαν ακατάλληλος για την αγωγή των νέων. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Robert Browning, ένας χριστιανός διδάσκαλος ετίθετο αντιμέτωπος με το δίλημμα είτε να παραιτηθεί από τη χριστιανική του πίστη είτε να παραιτηθεί από τη δουλειά του. [352]

 

3. Η δόλια μεθόδευση του Ιουλιανού. Αξιολόγηση

Αν προσέξουμε την απαγόρευση αυτή, θα διαπιστώσουμε ότι αποτελεί φυσική προέκταση και λογική συνέχεια της εν γένει πολιτικής του Ιουλιανού για την πλήρη αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας. Η πλήρης αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας θα ολοκληρωνόταν, όταν οι χριστιανοί απομακρύνονταν από όλες τις καίριες θέσεις. Έτσι, ο Ιουλιανός είχε φροντίσει πρώτ' απ’ όλα να απομακρύνει δια νόμου τους χριστιανούς από τον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας, υποστηρίζοντας ότι ένας άνθρωπος που θα εμποδιζόταν από τα θρησκευτικά του πιστεύω να επιβάλει τη θανατική ποινή, όποτε αυτό χρειαζόταν, δεν ήταν κατάλληλος για τη θέση του έπαρχου, του πολιτικού δηλαδή διοικητή μιας επαρχίας της αυτοκρατορίας. Κατόπιν, ο Ιουλιανός είχε φροντίσει να απομακρύνει δια νόμου τους χριστιανούς από το στράτευμα, υποστηρίζοντας ότι το «ου φονεύσεις» και οι άλλες αρχές του χριστιανισμού θα εμπόδιζαν ένα χριστιανό να αφαιρέσει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, πράγμα το οποίο ένας στρατιώτης ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να κάνει. Έχοντας λοιπόν ήδη απομακρύνει με αυτές τις μεθοδεύσεις τους χριστιανούς από τον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας και από το στράτευμα, ο Ιουλιανός προχώρησε με το διάταγμα του που συζητούμε εδώ στη δια νόμου απομάκρυνση των χριστιανών και από την εκπαίδευση. Είναι λοιπόν φανερό ότι η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας από χριστιανούς διδασκάλους αποτελεί, όπως είπαμε, φυσική προέκταση και λογική συνέχεια της εν γένει πολιτικής του Ιουλιανού για την πλήρη αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας.

Ο χώρος της εκπαίδευσης ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος για τα σχέδια του Ιουλιανού περί αποκατάστασης της «πάτριας θρησκείας», ίσως μάλιστα ακόμη πιο κρίσιμος και από τον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας και από το στράτευμα. Ο Henri Irenée Marrou παρατηρεί ότι τα σχολεία, τα οποία ήσαν μέχρι τότε ανοικτά στα παιδιά των χριστιανών, γίνονταν με αυτόν τον νόμο όργανο για την αποκατάσταση του παγανισμού. [353] Εξάλλου, όπως εξηγεί ο Παναγιώτης Χρήστου, ο χριστιανισμός είχε ήδη νικήσει την ειδωλολατρία στο πεδίο της θρησκείας, και η ειδωλολατρία πίστευσε ότι μπορούσε να βρει ένα τελευταίο καταφύγιο στο σχολείο, όπου ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αμυνθεί αποτελεσματικά, διότι με την κατάκτηση των νέων θα δικαιούταν να υπολογίζει στο μέλλον. Το κακό γι’ αυτήν ήταν ότι στο σχολείο είχαν ήδη εισέλθει ως διδάσκαλοι οι χριστιανοί, με συνέπεια η ειδωλολατρία να μη μπορεί να νιώθει σίγουρη ούτε καν σε αυτό το τελευταίο καταφύγιο της· αυτήν ακριβώς την κατάσταση προσπάθησε να αντιμετωπίσει ο Ιουλιανός, απαγορεύοντας σε χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν την ελληνική παιδεία. [354]

Οπωσδήποτε, μπορεί κανείς να ωραιοποιήσει την απαγόρευση του Ιουλιανού, εξαίροντας για παράδειγμα τη θρησκευτικότητα του Ιουλιανού και λέγοντας γι’ αυτόν αυτό που είπε και ο Λιβάνιος, ότι δηλαδή ο Ιουλιανός «θεωρούσε αδελφά μεταξύ τους την παιδεία και τα ιερά των θεών»[355] ομοίως, ωραιοποίηση είναι σε τελική ανάλυση και η προσπάθεια του ιδίου του Ιουλιανού να δικαιολογήσει την απαγόρευση, εμφανίζοντας την ως φυσική προέκταση της απαίτησης για συνέπεια ανάμεσα στους λόγους και τις πράξεις των διδασκάλων. Όσο όμως και αν μπορεί κανείς να ωραιοποιήσει την απαγόρευση του Ιουλιανού, ωστόσο η βαθύτατη ανοησία και η διαστροφή της αλήθειας δεν κρύβονται ούτε ακόμη και κάτω από τις πιο επιδέξιες ωραιοποιήσεις. Όπως παρατηρεί ο Giuseppe Ricciotti, σήμερα όλοι γνωρίζουν πως υπάρχουν μελετητές που κατέχουν πολύ καλά τα ιερά βιβλία και την πολιτισμική κληρονομιά των αρχαίων Περσών, Ινδών, μουσουλμάνων και άλλων, χωρίς να πιστεύουν στις θρησκείες τους·[356] κατά τον Ιουλιανό, αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτο. Για να το πούμε με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια, το πόσο εξωφρενική ήταν αυτή η απαγόρευση του Ιουλιανού καθίσταται φανερό ευθύς αμέσως, αν αναλογισθούμε ότι σύμφωνα με το σκεπτικό της ακόμη και σήμερα κανείς δεν θα έπρεπε να διδάσκει τον Όμηρο και τους άλλους αρχαίους ποιητές, φιλοσόφους και ρήτορες, αν δεν πίστευε στους θεούς του Ολύμπου…

Η απαγόρευση μάλιστα ήταν τόσο εξόφθαλμα εξωφρενική, ώστε αποδοκιμάσθηκε ακόμη και από πολλούς από τους εθνικούς και οπαδούς της πολιτικής του Ιουλιανού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο σύγχρονος του Ιουλιανού και θαυμαστής του εθνικός ιστορικός Αμμιανός χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο διάταγμα του αυτοκράτορα «πράξη απηνή, που θα όφειλε να ταφεί σε αιώνια σιωπή». [357] Το παράδοξο είναι ότι, ενώ ακόμη και οι σύγχρονοι του Ιουλιανού εθνικοί διέκριναν πόσο παράλογη ήταν η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας από χριστιανούς διδασκάλους, σήμερα βρίσκονται κάποιοι με τόσο αντιχριστιανικό φανατισμό και τέτοια τύφλωση, ώστε να συνηγορούν υπέρ της εξωφρενικής αντίληψης του Ιουλιανού ότι στον ελληνισμό θρησκεία και παιδεία είναι ένα και το αυτό, και κατά συνέπειαν η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν ορθή! Η Πολύμνια Αθανασιάδη-Fowden, για παράδειγμα, θεωρεί ότι η ελληνική παιδεία είναι ένα όλον, και ότι ο Ιουλιανός σωστά θεωρούσε πως δεν είναι θεμιτό να λογοκρίνει κανείς από αυτή την παιδεία την πίστη στους θεούς· άρα, συμπεραίνει, ο Ιουλιανός είχε δίκιο να απαγορεύσει στους χριστιανούς τη διδασκαλία της ελληνικής παιδείας![358] Ο Ιουλιανός, κατ' αυτήν, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να διακηρύξει την ενότητα του ελληνισμού ως θρησκευτικού και πολιτιστικού φαινομένου,[359] ενώ οι χριστιανοί προσπαθούσαν να… «κλέψουν από τους Έλληνες τον πολιτισμό τους»! [360] Νομίζουμε ότι, αν άνθρωποι με τέτοιες αντιλήψεις θελήσουν να φανούν συνεπείς στη λογική τους, το μόνο που θα έπρεπε να περιμένουμε είναι να βγουν και να απαιτήσουν μία δήλωση πίστεως στους θεούς του Ολύμπου απ’ όλους τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν κείμενα των αρχαίων συγγραφέων στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας!

 

4. Η προσπάθεια για ριζική αποκοπή των χριστιανών από την ελληνική παιδεία: από την απαγόρευση της διδασκαλίας στην απαγόρευση της εκμάθησης

Ο Joseph Bidez βλέπει τον νόμο του Ιουλιανού για την εκπαίδευση ως μία από τις πρώτες εκδηλώσεις των θεοκρατικών τάσεων, τις οποίες ο αυτοκράτορας θα εκδήλωνε στο εξής όλο και πιο συχνά. [361] Τόσος ήταν ο φανατισμός και τέτοιο το αντιχριστιανικό μένος του Ιουλιανού, ώστε πολύ γρήγορα τα σχέδια του για πλήρη αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας άρχισαν να προωθούνται χωρίς κανένα πλέον πρόσχημα. Είναι μάλιστα πολύ πιθανόν —χωρίς, όπως θα δούμε, να είναι απολύτως βέβαιο— ότι ο παραλογισμός του Παραβάτη αυτοκράτορα δεν σταμάτησε στην απαγόρευση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από χριστιανούς διδασκάλους. Πράγματι, φαίνεται ότι πολύ γρήγορα η απαγόρευση του Ιουλιανού επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο, αποκτώντας και μία δεύτερη διάσταση, ακόμη πιο απίστευτη από την πρώτη: Πολύ γρήγορα, δηλαδή, δεν απαγορευόταν στους χριστιανούς απλώς να διδάσκουν, αλλά και να διδάσκονται την ελληνική παιδεία!

Η δεύτερη αυτή, πραγματικά απίστευτη διάσταση της απαγόρευσης του Ιουλιανού μνημονεύεται ρητώς σε πολλές από τις πηγές μας. Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, για παράδειγμα, γράφει ότι ο Ιουλιανός «πρόσταζε δια νόμου να μη μετέχουν οι χριστιανοί στην εκπαίδευση, για να μην ακονίζουν τη γλώσσα τους και απαντούν με ετοιμότητα στους ασκημένους στη διαλεκτική Έλληνες». [362] Ο Σωζομενός σημειώνει για τον Ιουλιανό ότι «δεν επέτρεπε ούτε στα παιδιά των χριστιανών να διδάσκονται τους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς, ούτε να φοιτούν στους διδασκάλους αυτών των μαθημάτων»,[363] και ότι, πιστεύοντας ότι οι χριστιανοί αντλούσαν την πειθώ τους από εκεί, «δεν επέτρεπε στους χριστιανούς να ασκούνται στα μαθήματα των Ελλήνων». [364] Ο Θεοδώρητος γράφει ότι ο Ιουλιανός «απαγόρευσε στους παίδες των Γαλιλαίων (γιατί έτσι ονόμαζε τους πιστούς του Σωτήρα μας) να σπουδάζουν τους ποιητικούς και ρητορικούς και φιλοσοφικούς λόγους», μη ανεχόμενος να βλέπει την ειδωλολατρική θρησκεία να πολεμάται με βέλη παρμένα από το δικό της οπλοστάσιο. [365] Ο Αυγουστίνος ερωτά: «Και ο Ιουλιανός, ο οποίος απαγόρευσε στους χριστιανούς να διδάσκουν και να μελετούν τις ελευθέριες σπουδές, δεν έδιωξε την Εκκλησία;» [366] Σύμφωνα με τον Φιλοστόργιο και το Μαρτύρων του Αγίου Αρτεμίου, ο Αρτέμιος φέρεται να ερέθισε τον Ιουλιανό με την παιδεία και τη μόρφωση του, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Παραβάτη αυτοκράτορα: «Βλέπετε, άνδρες Ρωμαίοι και Έλληνες, αυτόν εδώ τον εγκληματία και αλιτήριο, πόση βλακεία σχεδίασε ενάντια στη θρησκεία μας από τα Ελληνικά μαθήματα; Μα τον προσφιλέστατο μου Ήλιο τον χρυσαυγή και παγκόσμιο, δεν θα ανεχθώ πλέον το αθεώτατο γένος των χριστιανών να εκπαιδεύεται στα Ελληνικά μαθήματα». [367] Η πληροφορία περί απαγόρευσης της εκμάθησης της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς αναπαράγεται εξάλλου στους μεταγενέστερους Βυζαντινούς ιστορικούς και χρονογράφους. Ο Ιωάννης ο Αντιοχεύς, για παράδειγμα, γράφει ότι ο Ιουλιανός «απαγόρευσε στους χριστιανούς να μεταλαμβάνουν της ελληνικής παιδείας». [368] Ο Ιωάννης Ζωναράς γράφει ότι ο Ιουλιανός «τόσο πολύ εξοργίσθηκε με τους χριστιανούς, ώστε να τους απαγορεύσει να μετέχουν στα Ελληνικά μαθήματα, λέγοντας ότι δεν έπρεπε, από τη στιγμή που τα ονόμαζαν μύθους και τα διέβαλλαν, να απολαμβάνουν την ωφέλεια που προκύπτει από αυτά και να οπλίζονται με αυτά εναντίον τους»[369]

Παρ' όλες αυτές τις ρητές μαρτυρίες, πολλοί σύγχρονοι μελετητές δυσκολεύονται να πιστεύσουν ότι η απαγόρευση του Ιουλιανού μπορεί να είχε και αυτή τη δεύτερη διάσταση, την ακόμη πιο απίστευτη και από την πρώτη. Βασικά, πολλοί δυσκολεύονται να πιστεύσουν ότι ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς ακόμη και να έρχονται σε επαφή με την ελληνική παιδεία, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτό φαίνεται πραγματικά απίστευτο. Αλλά, θα παρατηρήσει κανείς, ο Ιουλιανός έχει κάνει και άλλα πράγματα που φαίνονται απίστευτα. Δεν υπάρχει μάλιστα αμφιβολία ότι θα δυσπιστούσαμε εξίσου και για το πρώτο σκέλος της απαγόρευσης του Ιουλιανού, αν δεν σώζονταν τα ίδια τα κείμενα του που την πιστοποιούν πέραν πάσης αμφιβολίας. Εν τούτοις, επειδή το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι χρήσιμο να επισκοπήσουμε εν πάση συντομία τα επιχειρήματα που επικαλούνται όσοι αμφισβητούν την ακρίβεια όλων των παραπάνω μαρτυριών περί απαγόρευσης της εκμάθησης της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς.

Ένα βασικό επιχείρημα είναι ότι, τουλάχιστον στη συνοδευτική ή διευκρινιστική εγκύκλιο που αναλύει το διάταγμα του Ιουνίου του 362, που είδαμε παραπάνω, δηλώνεται ρητώς ότι η απαγόρευση αφορά μόνο τους διδασκάλους, και όχι τους νέους που θα επιθυμούσαν να έλθουν σε επαφή με την ελληνική παιδεία. [370] Αυτό αποδεικνύει ότι το δεύτερο και επίμαχο σκέλος της απαγόρευσης δεν επιβλήθηκε ρητώς ευθύς εξ αρχής- τίποτε δεν αποκλείει όμως, όπως θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, το δεύτερο αυτό σκέλος της απαγόρευσης να επιβλήθηκε αργότερα, ως συνέχεια και φυσική προέκταση του πρώτου.

Ωστόσο, ενώ σώζονται τα κείμενα του Ιουλιανού που πιστοποιούν την εκ μέρους του απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας από χριστιανούς διδασκάλους, εν τούτοις δεν σώζεται κανένα διάταγμα ή κείμενο του που να μας επιτρέπει να συναγάγουμε ότι η απαγόρευση επεκτάθηκε και στην εκμάθηση της ελληνικής παιδείας από τους χριστιανούς. Βεβαίως, αυτό δεν λέει τίποτε· διότι κανείς δεν ισχυρίζεται ότι έχουμε στα χέρια μας όλα τα διατάγματα και κείμενα του Ιουλιανού, και τίποτε δεν αποκλείει το συγκεκριμένο διάταγμα να εξεδόθη πράγματι, αλλά απλούστατα να μην έχει φθάσει στα χέρια μας.

Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η απαγόρευση της εκμάθησης, και όχι μόνο της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας μνημονεύεται μόνο από μεταγενεστέρους ιστορικούς και συγγραφείς, και όχι από τους συγχρόνους του Ιουλιανού. Σύμφωνα με τον Robert Browning, η ιστορία περί απαγόρευσης της εκμάθησης της ελληνικής παιδείας απαντά σε μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς ιστορικούς και οφείλεται σε σύγχυση, την οποία δεν κάνει ο σύγχρονος του Ιουλιανού Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος κατά τ' άλλα επικρίνει δριμύτατα τον νόμο του Ιουλιανού άρα, συμπεραίνει, η ιστορία αυτή είναι μάλλον προϊόν μεταγενέστερης παρανόησης ή παραποίησης, παρά κατηγορία που απευθύνθηκε κατά του Ιουλιανού από τους συγχρόνους του. [371] Χρειάζεται όμως να γίνει εδώ μία διευκρίνηση σχετικά με την πραγματικά καθοριστική μαρτυρία του Γρηγορίου του Θεολόγου: Ο Γρηγόριος δεν αναφέρεται μεν ρητώς στην απαγόρευση της εκμάθησης της ελληνικής παιδείας, αλλά τίποτε δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι αγνοεί την ύπαρξη τέτοιας απαγόρευσης· η γενική μάλιστα δήλωση του Γρηγορίου, ότι ο Ιουλιανός «μας απήλασε από την παιδεία ως κλέπτες ξένου καλού»[372] μπορεί κάλλιστα να καλύπτει εξίσου και την απαγόρευση διδασκαλίας και την απαγόρευση εκμάθησης της ελληνικής παιδείας· άρα, δεν δικαιούμαστε να πούμε ότι ο Γρηγόριος αγνοεί την ύπαρξη της επίμαχης απαγόρευσης.

Ένα σημείο που δεν έχει προσεχθεί, μολονότι έχει καθοριστική σημασία για το θέμα μας, είναι ότι στη συνοδευτική διευκρινιστική εγκύκλιο του Ιουλιανού βρίσκουμε το εξής ειρωνικό σχόλιο:

«Εσείς οι χριστιανοί νομοθετείτε την αποχή από τα ειδωλόθυτα- θέλω λοιπόν εγώ και οι ακοές σας, όπως θα λέγατε εσείς, και η γλώσσα σας να αναγεννηθούν» [373]

Προφανώς, ο Ιουλιανός εννοεί ειρωνικά ότι οι ακοές και η γλώσσα των χριστιανών θα «αναγεννηθούν», αφού οι χριστιανοί θα στερηθούν την «επικίνδυνη» επαφή με την ελληνική παιδεία.

Αυτό καθ' αυτό, το συγκεκριμένο κείμενο του Ιουλιανού δεν κάνει ρητώς λόγο για απαγόρευση της εκμάθησης της ελληνικής παιδείας· αποκτά όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν παραβληθεί προς ένα άλλο, παράλληλο κείμενο από το Κατά Γαλιλαίων έργο του Παραβάτη αυτοκράτορα: Σε αυτό, ο Ιουλιανός ερωτά ειρωνικά τους χριστιανούς για ποιο λόγο καταναλώνουν («παρεσθίουσι») τα μαθήματα των Ελλήνων, αν τους είναι αρκετή η ανάγνωση των Γραφών τους, τη στιγμή που θα ήταν καλύτερο και συμφερώτερο γι’ αυτούς να εμποδίζουν τους ανθρώπους από την κατανάλωση των ελληνικών μαθημάτων παρά από την κατανάλωση των ειδωλοθύτων και ο Ιουλιανός καταλήγει ως εξής: «Καλύτερο λοιπόν είναι να εμποδίζετε τους ανθρώπους από τα μαθήματα, όχι από τα ειδωλόθυτα». [374] Εδώ, πλέον, ο Ιουλιανός αναφέρεται εντελώς φανερά στην εκμάθηση της ελληνικής παιδείας, και όχι απλώς στη διδασκαλία της. Έτσι, μολονότι πράγματι δεν σώζεται κάποιο διάταγμα του Ιουλιανού που ορίζει ρητώς ότι απαγορεύεται στους χριστιανούς να μελετούν την ελληνική παιδεία, εν τούτοις το παραπάνω κείμενο μας δίδει το σκεπτικό που θα μπορούσε να στηρίξει μία τέτοια απαγόρευση, και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς ειρωνικό τρόπο με τον οποίο ο Ιουλιανός είχε επιβάλει και τις προηγούμενες απαγορεύσεις του που προωθούσαν την αποχριστιανοποίηση της αυτοκρατορίας, δηλαδή περίπου ως εξής:

«Εσείς οι χριστιανοί λέτε ότι κωλύεσθε να διατάξετε την αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου; — Πολύ ωραία, σας απαγορεύω να γίνεσθε έπαρχοι, διότι ένας έπαρχος είναι συχνά υποχρεωμένος να επιβάλει τη θανατική ποινή για κάποια σοβαρά παραπτώματα. / Λέτε ότι το «ου φονεύσεις» δεν σας επιτρέπει να αφαιρέσετε μία ανθρώπινη ζωή; — Πολύ ωραία, σας απαγορεύω να μετέχετε στο στράτευμα, γιατί ένας στρατιώτης είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να σκοτώσει. / Λέτε ότι η ελληνική παιδεία είναι επικίνδυνη και οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια; — Πολύ ωραία, όπως ακριβώς θεωρείτε απαγορευμένο το να τρώτε τα ειδωλόθυτα, έτσι και εγώ σας απαγορεύω να σπουδάζετε την ελληνική παιδεία, ώστε να γλιτώνετε τους κινδύνους που λέτε ότι κρύβονται σε αυτήν».

Έτσι, μολονότι δεν σώζεται κάποιο διάταγμα του Ιουλιανού που να ορίζει ρητώς ότι οι χριστιανοί απαγορεύεται να διδάσκονται την ελληνική παιδεία, εν τούτοις δεν είναι καθόλου παράδοξο να υπήρξε μία τέτοια απαγόρευση, η οποία άλλωστε, όπως είδαμε, φαίνεται να έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης πολιτικής του Ιουλιανού. Επομένως, δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να δυσπιστήσουμε προς τη μαρτυρία ότι ο Ιουλιανός απαγόρευσε πράγματι στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία.

Αποδείξαμε λοιπόν ότι θα ήταν απολύτως λογικό να δεχθούμε πως ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία. Αν όμως θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, αυτό δεν σημαίνει ότι αποδείξαμε κιόλας πως ο Ιουλιανός εξέδωσε πράγματι μία τέτοια απαγόρευση. Αφ' ης στιγμής δεν σώζονται τα σχετικά κείμενα του ιδίου του Ιουλιανού, μπορεί πάντα να αμφισβητηθεί ότι ο Ιουλιανός εξέδωσε πράγματι μία τέτοια απαγόρευση (όσο και αν θα ήταν λογικό να το κάνει), και οι σχετικές μαρτυρίες των χριστιανών ιστορικών μπορούν πάντα να θεωρηθούν είτε ως κακόβουλες είτε ως προϊόντα σύγχυσης.

Όσο όμως και αν αμφισβητείται το αν ο Ιουλιανός απαγόρευσε πράγματι ρητώς στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία, υπάρχει κάτι που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση: ότι μετά την απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας από χριστιανούς διδασκάλους, οι χριστιανοί θα έβρισκαν πολύ δύσκολο να στείλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν την ελληνική παιδεία. Από αυτή την άποψη, ο Nigel Wilson χαρακτηρίζει τον νόμο του Ιουλιανού «έξυπνο κτύπημα» κατά του χριστιανισμού, αφού στο εξής οι χριστιανοί γονείς θα έβλεπαν τα παιδιά τους να διδάσκονται από άπιστους ή να παίρνουν πολύ λίγη εκπαίδευση. [375] Κατά τον Α. Η. Μ. Jones, υπήρχε ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός χριστιανών γονέων που θεωρούσαν τη ρητορική παιδεία ως απαραίτητη για τα παιδιά τους, αλλά φοβούνταν ότι υπό το καθεστώς του Ιουλιανού τα σχολεία θα γίνονταν ενεργώς παγανιστικά. [376] Όπως σχολιάζει ο Lorenz Bartenstein (ο οποίος βλέπει στον νόμο του Ιουλιανού την εγκατάλειψη από τον αυτοκράτορα της οδού της ανεκτικότητας έναντι του χριστιανισμού[377]), αν οι χριστιανοί γονείς έστελναν τα παιδιά τους στα σχολεία των εθνικών διδασκάλων, διέτρεχαν τον κίνδυνο να τα αποξενώσουν από τον χριστιανισμό· αν πάλι δεν τα έστελναν, τότε τους στερούσαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία κλασική παιδεία, δηλαδή την απαραίτητη προϋπόθεση για μία σημαντική θέση στο κράτος και την κοινωνία. [378] Ο Robert Browning παρατηρεί συναφώς ότι ένας άνθρωπος που στερείτο κλασικής παιδείας δεν είχε κύρος και επιρροή στην κοινωνία· έτσι, οι χριστιανοί γονείς που ανήκαν στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: είτε δηλαδή έπρεπε να αρνηθούν στα παιδιά τους την εκπαίδευση που ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη με την κοινωνική τους θέση και να τα κάνουν να φαντάζουν σαν «ξένα σώματα» μέσα στον κύκλο τους, είτε να τα εκθέσουν ακριβώς κατά την περίοδο της διαμόρφωσης της προσωπικότητας τους στην επίδραση διδασκάλων που θα επείγονταν να πολεμήσουν τον χριστιανισμό. [379]

Είναι χρήσιμο να επιμείνουμε σε αυτή την τελευταία παρατήρηση, ότι δηλαδή στο εξής οι διδάσκαλοι θα επείγονταν να κτυπήσουν τον χριστιανισμό: αφ' ης στιγμής η πίστη στους αρχαίους θεούς αναγόταν σε απαραίτητη προϋπόθεση, για να είναι κανείς διδάσκαλος της ελληνικής παιδείας, εξυπακούεται ότι όποιος ήθελε να διδάσκει την ελληνική παιδεία θα έπρεπε να αποδεικνύει ότι είχε τις απαραίτητες προϋποθέσεις γι’ αυτό, διακηρύσσοντας την πίστη του στους αρχαίους θεούς! Πρακτικά, δηλαδή, τα σχολεία μεταβάλλονταν αυτομάτως σε χώρο άσκησης της ειδωλολατρικής προπαγάνδας, και είναι βέβαιον ότι ένας χριστιανός γονέας δεν θα ένιωθε άνετα να στείλει τα παιδιά του σε έναν τέτοιο χώρο. Έτσι, ο Vasiliev παρατηρεί ότι είναι πιθανόν να μην εκδόθηκε δεύτερο διάταγμα, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι το πρώτο, που απαγόρευε στους χριστιανούς να διδάσκουν την ελληνική παιδεία, εμμέσως τους εμπόδιζε και να τη μελετούν. [380] Όπερ σημαίνει ότι, αν δεν εκδόθηκε δεύτερο διάταγμα του Ιουλιανού που απαγόρευε ρητώς στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία, δεν εκδόθηκε για τον απλούστατο λόγο ότι δεν χρειαζόταν!

Κατόπιν όλων των παραπάνω, νομίζουμε ότι μπορούμε να λέμε μετά βεβαιότητος ότι ο Παραβάτης αυτοκράτορας δεν απαγόρευσε στους χριστιανούς μόνο να διδάσκουν, αλλά και να διδάσκονται την ελληνική παιδεία· διότι, ακόμη και αν ο ίδιος δεν απαγόρευσε ποτέ ρητώς στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία, ωστόσο η ίδια η πραγματικότητα, όπως αυτός την είχε διαμορφώσει επιδέξια, ήταν απαγορευτική για κάτι τέτοιο. Ο Joseph Bidez σχολιάζει ότι οι χριστιανοί ιστορικοί είδαν τον νόμο του Ιουλιανού ως νόμο που απαγόρευε στους χριστιανούς να μελετάνε τα Ελληνικά μαθήματα, κρίνοντας τον νόμο εκ του αποτελέσματος. [381] Ο Giuseppe Ricciotti παρατηρεί ότι ο νόμος του Ιουλιανού εμπόδιζε τη φοίτηση χριστιανών μαθητών στα σχολεία της ειδωλολατρίας in re, ακόμη και αν δεν την εμπόδιζε in iure. [382] Έτσι, τελικά, οι χριστιανοί ιστορικοί έχουν σε κάθε περίπτωση δίκιο να λένε ότι ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς να διδάσκονται την ελληνική παιδεία· διότι, ακόμη και αν δεν το απαγόρευσε αυτό τοις ρήμασιν, όμως το απαγόρευσε τοις πράγμασιν.

Αποκόπτοντας λοιπόν κάθε γέφυρα επικοινωνίας των χριστιανών με την ελληνική παιδεία, ο Ιουλιανός προσδοκούσε να αποκομίσει μεγάλα οφέλη. Προφανώς, ο Παραβάτης αυτοκράτορας είχε αντιληφθεί τη δύναμη που προσέδιδε στον χριστιανισμό η γόνιμη σύνθεση του με την ελληνική παιδεία, και πράγματι αγανακτούσε βλέποντας τους χριστιανούς να στηρίζουν την πίστη τους, την οποία αυτός χλεύαζε ως ανόητη, με επιχειρήματα αντλημένα από την ελληνική παιδεία. Έτσι, απαγορεύοντας στους χριστιανούς κάθε επαφή με την ελληνική παιδεία, ο Ιουλιανός επεδίωκε να επιτύχει μέσα σε μία και μόνον γενεά να μην υπάρχει σε ολόκληρη την αυτοκρατορία ούτε ένας μορφωμένος άνθρωπος που να ασπάζεται τη χριστιανική πίστη· κατόπιν, όπως πίστευε, ο χριστιανισμός θα ήταν εύκολο να ηττηθεί. Μέσα σε μία γενιά, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Glen Bowersock, η πεπαιδευμένη ελίτ της αυτοκρατορίας θα ήταν παγανιστική. [383] Έτσι, όπως γράφει ήδη ο Edward Gibbon, ο Ιουλιανός είχε λόγους να αναμένει ότι μέσα σε διάστημα λίγων ετών η Εκκλησία θα επέστρεφε στην πρωτύτερη απλότητα της, και ότι τους θεολόγους, οι οποίοι κατείχαν ένα επαρκές μερίδιο από τη μόρφωση της εποχής, θα διαδεχόταν μία γενιά τυφλωμένων και αμόρφωτων φανατικών, οι οποίοι δεν θα ήσαν σε θέση ούτε να υπερασπισθούν την αλήθεια των δικών τους άρχων ούτε να ξεσκεπάσουν τις διάφορες ανοησίες του παγανισμού. [384]

 

5. Η αντίδραση των χριστιανών

Αφού είδαμε παραπάνω αναλυτικά την απαγόρευση της ελληνικής παιδείας που επέβαλε ο Ιουλιανός στους χριστιανούς, καθώς επίσης και τις βαθύτερες επιδιώξεις που κρύβονταν πίσω από αυτή την απαγόρευση, είναι καιρός πλέον να δούμε πώς αντέδρασαν οι χριστιανοί στις παράδοξες μεθοδεύσεις του Παραβάτη αυτοκράτορα. Δίχως άλλο, ο Ιουλιανός πίστευε ότι μπορούσε να χειρισθεί κάθε πιθανή αντίδραση εκ μέρους των χριστιανών αν δηλαδή κάποιοι χριστιανοί διαμαρτύρονταν για τον αποκλεισμό τους από την ελληνική παιδεία, πίστευε ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να αντιμετωπίσει τις διαμαρτυρίες τους, επικαλούμενος απλούστατα ότι πολλοί χριστιανοί έβλεπαν την ελληνική παιδεία ως κάτι το επικίνδυνο, και άρα υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να «προφυλάσσει» τους χριστιανούς από την επαφή τους με κάτι που οι ίδιοι έβλεπαν ως επικίνδυνο. Φαίνεται όμως ότι η αντίδραση των χριστιανών ξεπέρασε τις προσδοκίες του Ιουλιανού και ανέτρεψε τα σχέδια του.

Πρώτ' απ’ όλα, όταν ο Ιουλιανός επέβαλε με το διάταγμα του που είδαμε παραπάνω την παραίτηση από τις θέσεις τους όλων των χριστιανών διδασκάλων που δίδασκαν την ελληνική παιδεία, εξαίρεσε ρητώς τον Προαιρέσιο, τον περίφημο χριστιανό σοφιστή και ρήτορα πλάι στον οποίο είχε φοιτήσει και ο ίδιος κατά την παραμονή του στην Αθήνα, και τον οποίο από τότε εκτιμούσε και σεβόταν βαθύτατα. Ο Προαιρέσιος ήταν ένας διδάσκαλος με επιβλητικό παράστημα και ακόμη πιο επιβλητική παιδεία, ο οποίος τύγχανε της καθολικής αποδοχής όλων των συγχρόνων του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ένας φανατικός εθνικός σαν τον Ευνάπιο χαρακτηρίζει κατ' επανάληψη τον Προαιρέσιο «θειότατο»[385] και μαρτυρεί ρητώς για τη μεγάλη τιμή με την οποία τον περιέβαλλε ο Ιουλιανός. [386] Λίγο μάλιστα μετά την άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιουλιανός σε μία σωζόμενη επιστολή του είχε προτείνει στον Προαιρέσιο να συγγράψει επί τη βάσει στοιχείων που θα του απέστελλε μία ευνοϊκή προς το πρόσωπο του εξιστόρηση της ανόδου του στον θρόνο[387] (εξυπακούεται ότι, αν ο Ιουλιανός είχε επιτύχει να πείσει τον χριστιανό Προαιρέσιο να συγγράψει ένα τέτοιο έργο, αυτό θα είχε ανεκτίμητη «προπαγανδιστική» αξία για τον Παραβάτη αυτοκράτορα[388]). Εξαιρώντας λοιπόν από τη διαταγή του για παραίτηση των χριστιανών διδασκάλων τον Προαιρέσιο, ο Ιουλιανός έδιδε στην απόφαση του μία επίφαση αντικειμενικότητας, προσδοκώντας ίσως και να διχάσει το στρατόπεδο των χριστιανών. Η ελπίδα του όμως να διχάσει τους χριστιανούς έπεσε στο κενό, καθώς ο Προαιρέσιος αρνήθηκε να δεχθεί την εξαίρεση του, και παραιτήθηκε και αυτός από τη θέση του. Ο Ιουλιανός πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι είχε απέναντι του ένα αρραγές μέτωπο. Όπως γράφει ο Robert Browning, το διάταγμα του Ιουλιανού προκάλεσε μεγάλο συναγερμό και αντίδραση στις χριστιανικές κοινότητες, πολύ περισσότερο από τις μεμονωμένες περιπτώσεις λυντσαρίσματος, οι οποίες απλώς έδιδαν στην Εκκλησία μερικούς ακόμη μάρτυρες. [389]

Προκειμένου να σχηματίσουμε μία ιδέα περί του πόσο η αντίδραση των χριστιανών στο διάταγμα του Ιουλιανού ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αρκεί να δούμε τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι δύο Απολινάριοι, πατέρας και υιός, στα σχέδια και τις μεθοδεύσεις του Ιουλιανού. Ο Ιουλιανός φιλοδοξούσε να στερήσει πλήρως τους χριστιανούς από την άσκηση στον ελληνικό λόγο, η οποία θα τους επέτρεπε να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τη χριστιανική πίστη και να πολεμήσουν με πειστικά επιχειρήματα τον παγανισμό·[390] με αυτό ακριβώς το σκεπτικό, όπως είδαμε, ο Ιουλιανός καλούσε τους χριστιανούς «να πάνε στις Εκκλησίες των Γαλιλαίων, να ερμηνεύουν τον Ματθαίο και τον Λουκά»[391] Ο Ιουλιανός δεν φανταζόταν ασφαλώς αυτό που έκαναν αντιδρώντας στο διάταγμα του οι δύο Απολινάριοι, οι οποίοι ήκμαζαν τότε στη Συρία, εξ ων ο μεν πατέρας Απολινάριος είχε διατελέσει διδάσκαλος της γραμματικής στη Βυρηττό της Φοινίκης, ενώ ο υιός και συνώνυμος του Απολινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας και κατόπιν αρχηγέτης μιας από τις γνωστές χριστολογικές αιρέσεις της εποχής, είχε προς τούτοις και μεγάλη φιλοσοφική παιδεία, και ήταν επίσης προικισμένος και με εξαίρετο ποιητικό τάλαντο, μέχρι του σημείου οι άνδρες στα καπηλειά και στη δουλειά και οι γυναίκες στον αργαλειό να τραγουδούν δικά του μέλη. [392]

Πιο συγκεκριμένα, όταν εξεδόθη το διάταγμα του Ιουλιανού, οι δύο Απολινάριοι βρήκαν έναν παράδοξο τρόπο να εμποδίσουν την αποκοπή των χριστιανών από την άσκηση στον ελληνικό λόγο. Ο πατέρας Απολινάριος, όπως μας πληροφορεί ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, συνέγραψε μία γραμματική «χριστιανικώ τύπω», και επιπλέον διασκεύασε τα αποδιδόμενα στον Μωυσή βιβλία, και γενικά όλα τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, πότε χρησιμοποιώντας το δακτυλικό εξάμετρο, το μέτρο δηλαδή της επικής ποίησης, πότε δραματοποιώντας τα επεισόδια κατά τα πρότυπα της τραγωδίας, και γενικά χρησιμοποιώντας κάθε μέτρο και ρυθμό, «ώστε να μη μείνει κανένας τρόπος της ελληνικής γλώσσας ανήκουστος στους χριστιανούς». [393] Ο υιός του Απολινάριος, πάλι, έγραψε τα ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων και τις επιστολές του Παύλου με τη μορφή διαλόγων κατά τα πρότυπα των διαλόγων του Πλάτωνος·[394] επιπλέον, σε μία προσπάθεια να δώσει στη χριστιανική εκπαίδευση ένα ανάλογο του απαγορευμένου πλέον για τους χριστιανούς Όμηρου, διασκεύασε σε έπος την εβραϊκή ιστορία μέχρι τη βασιλεία του Σαούλ, χωρίζοντας τη σε είκοσι τέσσερις ραψωδίες, όσα και τα γράμματα του Ελληνικού αλφαβήτου (όπως δηλαδή και τα ομηρικά έπη)·[395] επίσης, έγραψε και κωμωδίες με πρότυπα τις κωμωδίες του Μενάνδρου, τραγωδίες με πρότυπα τις τραγωδίες του Ευριπίδου και λυρικά ποιήματα με πρότυπα τις ωδές του Πινδάρου. [396] Έτσι, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, οι χριστιανοί βρέθηκαν να έχουν στη διάθεση τους μία καθαρά χριστιανική λόγια γραμματεία, η οποία θα τους επέτρεπε να ασκούνται στον ελληνικό λόγο εξίσου με τους ειδωλολάτρες συγχρόνους τους, οι οποίοι, κατόπιν του εξωφρενικού διατάγματος του Ιουλιανού, είχαν το αποκλειστικό προνόμιο της επαφής με τα αθάνατα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι Απολινάριοι έδωσαν μία απροσδόκητη λύση στην «ασφυξία» που είχε προκαλέσει στους χριστιανούς η βίαιη αποκοπή τους από την ελληνική παιδεία. Χάρη όμως στον γρήγορο θάνατο του Ιουλιανού, η λύση αυτή αποδείχθηκε λύση προσωρινή, και πολύ σύντομα όλα τα έργα τους στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω έπαυσαν να χρησιμοποιούνται και χάθηκαν, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε πλέον κανένας λόγος να υπάρχουν.

Η προσπάθεια αυτή των δύο Απολιναρίων να δώσουν στον χριστιανισμό μία αμιγώς χριστιανική λόγια γραμματεία εφάμιλλη της αρχαίας ελληνικής, και μάλιστα μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, φαντάζει ένα αληθινά τιτάνιο και μεγαλειώδες εγχείρημα. Και οφείλω να ομολογήσω ότι παλαιότερα, όταν διάβαζα τις σχετικές αναφορές στα έργα του Σωκράτους του Σχολαστικού και του Σωζομενού, απορούσα πώς είναι δυνατόν ένα τόσο τιτάνιο και μεγαλειώδες εγχείρημα να σκεπάσθηκε από τη λήθη, χωρίς να αφήσει πίσω του το παραμικρό ίχνος της ύπαρξης του. Η απάντηση είναι απλή: Το τιτάνιο και μεγαλειώδες εγχείρημα των Απολιναρίων σκεπάσθηκε από τη λήθη, γιατί ξεπεράσθηκε από κάτι ακόμη πιο τιτάνιο και μεγαλειώδες: την πραγματική και ουσιαστική σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού, την οποία κατόρθωσαν οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.

Πραγματικά, αυτό που προσπάθησαν να επιτύχουν οι δύο Απολινάριοι είναι πολύ πτωχό και ασήμαντο μπροστά σε αυτό που έγινε τελικά, και του οποίου εμείς σήμερα είμαστε οι κληρονόμοι. Οι Απολινάριοι προσπάθησαν απλώς να πλαισιώσουν το χριστιανικό πνεύμα με την ελληνική μορφή, ρίχνοντας το χριστιανικό μήνυμα μέσα στα καλούπια τον Ελληνικού λόγου και μιμούμενοι τα πρότυπα των σπουδαίων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας· κατά ταύτα, η σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού που προσπάθησαν να προωθήσουν οι Απολινάριοι ήταν μία σύνθεση επιφανειακή και επιπόλαιη. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αντίθετα, δεν έμειναν στην επιφάνεια, αλλά προχώρησαν σε έναν ουσιαστικό διάλογο με τον ελληνικό πολιτισμό, αποδεικνύοντας τελικά πως ό,τι το ευγενές και υψηλό είχε αναδείξει η ελληνική αρχαιότητα έβρισκε την πλήρωση και την ολοκλήρωση του στον χριστιανισμό· έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας προώθησαν μία εις βάθος και ουσιαστική σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού, αποδεικνύοντας ότι ο νέος, Ελληνο-χριστιανικός πολιτισμός, που αυτοί οικοδόμησαν, ήταν ο πραγματικός κληρονόμος και συνεχιστής του αρχαίου μεγαλείου.

Η απάντηση που έδωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας στις μεθοδεύσεις του Παραβάτη αυτοκράτορα βρίσκεται έξοχα αποτυπωμένη σε δύο λόγους του Γρηγορίου του Θεολόγου, οι οποίοι είναι γνωστοί ως Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικοί. Σε αυτούς, ο Γρηγόριος μέμφεται τον Παραβάτη αυτοκράτορα για πλείστα όσα πράγματα, άλλα επιμένει ιδιαίτερα στο θέμα της απαγόρευσης της ελληνικής παιδείας, και εξηγεί ο ίδιος τον λόγο:

«Άλλα ας ξαναφέρουμε τη συζήτηση στην παιδεία. Γιατί δεν μπορώ να μην επανέρχομαι ξανά και ξανά σε αυτό το θέμα, και πρέπει να προσπαθήσω να την υπερασπισθώ όσο μπορώ. Διότι ενώ είναι πολλά και φοβερά τα πράγματα για τα οποία εκείνος [ενν. Ο Ιουλιανός] αξίζει να μισείται δικαίως, πουθενά αλλού δεν φαίνεται να διέπραξε μεγαλύτερο ατόπημα απ’ ό,τι σε αυτό το σημείο». [397]

Τα λόγια αυτά μας δίδουν μία απτή ένδειξη του βάθους στο οποίο είχαν ήδη προχωρήσει οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τη γόνιμη σύνθεση της χριστιανικής πίστεως με την ελληνική παιδεία. Πράγματι, η σύνθεση αυτή είχε προχωρήσει σε τέτοιο βάθος, ώστε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος εδώ φθάνει μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζει την προσπάθεια του Ιουλιανού να στερήσει τους χριστιανούς από την ελληνική παιδεία ως το μεγαλύτερο από τα ατοπήματα του· αρκεί να αναλογισθεί κανείς το πλήθος και το μέγεθος των ατοπημάτων του Ιουλιανού, για να καταλάβει τη βαρύτητα αυτών των λόγων. Και δεν είναι μόνον ο Γρηγόριος, αφού, όπως γράφει ο Robert Browning, όλη γενικά η εχθρική προς τον Ιουλιανό παράδοση της χριστιανικής ιστοριογραφίας θεωρεί την απαγόρευση της ελληνικής παιδείας ως το μεγαλύτερο από τα εγκλήματα του Παραβάτη αυτοκράτορα. [398]

Επιτιθέμενος κατά της απαγόρευσης της ελληνικής παιδείας που επέβαλε ο Ιουλιανός στους χριστιανούς, ο Γρηγόριος απευθύνει στον Παραβάτη αυτοκράτορα το εξής καθοριστικό ερώτημα:

«Πώς εννοείς και πώς αντιλαμβάνεσαι τον ελληνισμό, στον οποίο ανήκει η παιδεία;». [399]

Κατ' ουσίαν, ο Γρηγόριος ελέγχει και επικρίνει εδώ την περί του ελληνισμού αντίληψη του Ιουλιανού. Διότι ο ελληνισμός, όπως επισημαίνει ο Γρηγόριος, προβαίνοντας σε μία σημασιολογική ανάλυση που ο Jean Bouffartigue αξιολογεί ως «έξοχη»,[400] μπορούσε να ιδωθεί με περισσότερους από έναν, διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους. Ούτε ο Ιουλιανός ούτε ο Γρηγόριος έβλεπαν τον ελληνισμό ως θέμα καταγωγής· πρακτικά, κανείς δεν τον έβλεπε έτσι από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά εξυπακούεται ότι ο Ιουλιανός δεν μπορούσε κιόλας να τον βλέπει έτσι, αφ' ης στιγμής ο ίδιος δεν ήταν Έλληνας στην καταγωγή. Ο «ελληνισμός», όπως τον αντιλαμβανόταν ο Ιουλιανός, ήταν οι θεοί και τα είδωλα, οι θυσίες στους βωμούς, οι μαντείες και οι μαγικές τελετές· και η ελληνική παιδεία ανήκε κατ' αυτόν σε όσους προσέρχονταν στα ιερά και θυσίαζαν στα είδωλα, και ιδιαίτερα στους μυημένους στα μυστήρια και στις απόκρυφες επιστήμες. Αντίθετα, ο ελληνισμός που είχαν αγκαλιάσει οι χριστιανοί σαν τον Γρηγόριο, και ο οποίος είχε γίνει μέρος του νέου, ελληνο-χριστιανικού πολιτισμού, ήταν ο λαμπρός πολιτισμός της ελληνικής παιδείας, στον οποίο αναγνωρίζει μέχρι σήμερα την οφειλή της ολόκληρη η ανθρωπότητα· και αυτός ο ελληνισμός ανήκε κατά τον Γρηγόριο σε όλους όσοι τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν, σε όλους εκείνους που έστρεφαν με θαυμασμό το βλέμμα τους στα κατορθώματα του ελληνικού πνεύματος και έκαναν τις κατακτήσεις του οδηγό στη ζωή τους. Είναι φανερό ότι άλλον «ελληνισμό» είχαν κατά νουν ο Ιουλιανός και οι περί αυτόν, και άλλον ο Γρηγόριος και οι χριστιανοί. [401] Και το ερώτημα βεβαίως είναι το εξής: Ποιος εκ των δύο αντιλαμβανόταν σωστά και ποιος διέστρεφε τον ελληνισμό; ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ή ο εξυμνούμενος ως «ελληνολάτρης» Ιουλιανός; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει να τοποθετηθούμε όλοι ξεκάθαρα. Και αν μεν οι αρχαιολάτρες και υμνητές του Ιουλιανού τιμούν αυτόν τον «ελληνισμό» του Παραβάτη αυτοκράτορα, ας το δηλώσουν. Αλλά εμείς δηλώνουμε με παρρησία ότι ο δικός μας ελληνισμός, ο ελληνισμός που είναι μέχρι σήμερα φωτεινός οδηγός για όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα, είναι ο ελληνισμός που έχει κατά νουν ο Γρηγόριος, ενώ ο ψευδώνυμος «ελληνισμός» του Ιουλιανού, το συνονθύλευμα αυτό της δεισιδαιμονίας, του σκοταδισμού και του αποκρυφισμού, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον ελληνικό μας πολιτισμό.

Στους λόγους του κατά του Ιουλιανού, ο Γρηγόριος αφήνει να ξεχειλίσει η αγανάκτηση του ενάντια στην εξωφρενική προσπάθεια του Ιουλιανού να αποβάλει τους χριστιανούς από την ελληνική παιδεία, αντιμετωπίζοντας τους «σαν κλέπτες ξένον καλόν». [402] Η κίνηση αυτή του Ιουλιανού είναι αποδοκιμαστέα, διότι ο Παραβάτης αυτοκράτορας «παρανόμησε απέναντι στην παιδεία», και προσπάθησε να σφετερισθεί αυτό που είναι κοινό κτήμα όλων των λογικών όντων και να το στερήσει από τους χριστιανούς, «σκεπτόμενος παραλογώτατα για τους λόγους της παιδείας, αυτός που νόμιζε ότι ήταν ο λογιότερος απ’ όλους». [403]

Ο Γρηγόριος δεν περιορίζεται να εκφράζει την αγανάκτηση του, αλλά και καλεί και όλους τους άλλους λάτρεις της παιδείας να αγανακτήσουν μαζί με αυτόν διότι ο ίδιος, όπως λέει, για όλα τα άλλα αδιαφορεί, για τον πλούτο, την ευγενική καταγωγή, τη δόξα και την εξουσία, και θηρεύει την παιδεία και μόνον, χωρίς να υπολογίζει τους κόπους που απαιτεί αυτή η παιδεία. [404] Και δεν πρόκειται για σχήμα λόγου· ο ίδιος ο Γρηγόριος, πράγματι, σε όλη του τη ζωή δεν έπαυσε να κυνηγάει την παιδεία, όπου μπορούσε να τη βρει: στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, στην παλαιά πρωτεύουσα του πολιτισμού, την Αθήνα. Και όταν ο Παραβάτης αυτοκράτορας προσπάθησε να του στερήσει αυτό που σε όλη του τη ζωή τιμούσε και επεδίωκε, ένιωσε να τον πλημμυρίζει μία αγανάκτηση γνήσια και πηγαία, η οποία απέχει πολύ από το να προορίζεται μόνο για εσωτερική κατανάλωση, όπως θέλει να την εμφανίσει η Πολύμνια Αθανασιάδη - Fowden. [405]

Το αποκορύφωμα της συνηγορίας του Γρηγορίου υπέρ της παιδείας έρχεται αμέσως μετά, δίδοντας μας και μία επιτομή της απάντησης των χριστιανών στην προσπάθεια του Ιουλιανού να τους στερήσει από την ελληνική παιδεία. Πιο συγκεκριμένα, ο Γρηγόριος γράφει τα εξής υπέροχα:

«Γιατί δική μου είναι η δύναμη της παιδείας, και όσων αγαπώ· αυτήν ασπάσθηκα και ασπάζομαι ως πρώτη μετά το πρώτο — εννοώ τα θεία και τις πέραν των ορατών ελπίδες». [406]

Όταν διαβάζουμε αυτή την εκπληκτική συνηγορία του Γρηγορίου υπέρ της ελληνικής παιδείας, δεν μπορούμε να αποφύγουμε να διερωτηθούμε το εξής: Ποιος εκ των δύο είναι ο πραγματικός εραστής της ελληνικής παιδείας; ο εξυμνούμενος ως ελληνολάτρης Ιουλιανός, ο οποίος απαγόρευσε στους χριστιανούς την ελληνική παιδεία; ή ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος στηλιτεύει αυτή την απαγόρευση ως το μεγαλύτερο από τα ατοπήματα του Ιουλιανού και δηλώνει ότι ο ίδιος τιμά και ασπάζεται την παιδεία ως πρώτη μετά το πρώτον, τα θεία;

Τα αρρωστημένα σχέδια του Ιουλιανού δεν τελεσφόρησαν. Όταν ο δήθεν ελληνολάτρης αυτοκράτορας φονεύθηκε στην Περσία, η προσπάθεια του να επιβάλει την απαγόρευση της ελληνικής παιδείας ανεστάλη, και τα αγαθά της ελληνικής παιδείας έμειναν κτήμα όλων, όπως και αρμόζει να είναι. Ο διάδοχος του Ιουλιανού Ιοβιανός εξυμνήθηκε ακόμη και από έναν εθνικό φιλόσοφο σαν τον Θεμίστιο ως ο αυτοκράτορας που «επανέφερε στα ανάκτορα την εξόριστη φιλοσοφία». [407] Τέλος, έξι μήνες μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, οι αυτοκράτορες Ουαλεντινιανός και Ουάλης εξέδωσαν νέο διάταγμα για την εκπαίδευση,[408] το οποίο κατήργησε πλέον και νομοθετικά το διάταγμα του Ιουλιανού.

Όπως σχολιάζει πολύ εύστοχα ο Α. Η. Μ. Jones, η οργισμένη φωνή διαμαρτυρίας που προκάλεσε ο νόμος του Ιουλιανού κατά των χριστιανών διδασκάλων δείχνει πόσο βαθιά είχε εισδύσει ο χριστιανισμός μεταξύ των μορφωμένων τάξεων περί τα μέσα του τετάρτου αιώνα, ιδιαίτερα στο ανατολικό ήμισυ της αυτοκρατορίας. [409] Το θέμα όμως είναι ευρύτερο, και δεν αφορά μόνο τις ανώτερες τάξεις· το θέμα είναι ότι την εποχή του Ιουλιανού είχε ήδη συντελεσθεί η θαυμαστή σύνθεση της χριστιανικής πίστεως με την ελληνική παιδεία, η οποία αποτέλεσε τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Και ο Ιουλιανός θέλησε να πλήξει τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, κόβοντας βίαια κάθε γέφυρα επικοινωνίας της χριστιανικής πίστεως με το ελληνικό πνεύμα. Αυτή ήταν η επιλογή του… ελληνολάτρη αυτοκράτορα…

Βεβαίως, ο Ιουλιανός πέτυχε εν τέλει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επεδίωκε. Αντί δηλαδή να κλονίσει και να ματαιώσει τη σύνθεση χριστιανισμού και ελληνισμού, έκανε να εκλείψει και η τελευταία επιφύλαξη που μπορούσε να υπάρξει γι’ αυτή μεταξύ των χριστιανών διότι οι χριστιανοί, στερούμενοι βίαια την επικοινωνία τους με την ελληνική παιδεία κατόπιν της αποφάσεως του… ελληνολάτρη αυτοκράτορα, μπόρεσαν να εκτιμήσουν ακόμη βαθύτερα και να αγαπήσουν ακόμη περισσότερο τα αγαθά του ελληνικού πολιτισμού· έτσι, η σύνθεση χριστιανικής πίστεως και ελληνικής παιδείας όχι μόνο δεν ματαιώθηκε, αλλά τουναντίον παγιώθηκε έτι περαιτέρω.

Η προσπάθεια του Ιουλιανού να απαγορεύσει στους χριστιανούς την ελληνική παιδεία είναι βεβαίως «πράξη που θα όφειλε να ταφεί σε αιώνια σιωπή», όπως είδαμε να γράφει γι’ αυτήν ο εθνικός ιστορικός Αμμιανός. [410] Αλλά ίσως αυτό ισχύει μάλλον για όσους θα επιθυμούσαν να ωραιοποιήσουν τα πράγματα, να κρύψουν την πραγματικότητα και να εμφανίσουν ως πρότυπο τον Παραβάτη αυτοκράτορα. Όσοι αντιθέτως επιθυμούν να δουν και να πουν τα πράγματα όπως είναι, πρέπει απεναντίας και να γνωρίζουν οι ίδιοι καλά και να δείχνουν στους άλλους καθαρά τόσο την ανοησία της απαγόρευσης του Ιουλιανού όσο και το μεγαλείο της αντίδρασης των χριστιανών. Η αγανάκτηση που ένιωσε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος για την εξωφρενική απαγόρευση του Ιουλιανού δεν είναι παρά η ίδια αγανάκτηση που θα ένιωθε και σήμερα κάθε γνήσιος εραστής του ελληνικού πνεύματος, αν κάποιος ισχυριζόταν ότι ο ελληνικός πολιτισμός ανήκει μόνο σε όσους λατρεύουν είδωλα, πιστεύουν στους αστρολόγους, επισκέπτονται τις χαρτορίχτρες και συμμετέχουν σε μαγικές τελετές· διότι κατ' ουσίαν αυτό ακριβώς είπε ο Παραβάτης αυτοκράτορας, και αυτός ήταν ο ψευδώνυμος «ελληνισμός» του εξυμνούμενου ως… ελληνολάτρη Ιουλιανού. Είναι φανερό ότι η ήττα του Ιουλιανού δεν ήταν μόνο νίκη του χριστιανισμού, αλλά και νίκη του ελληνισμού.

 

Σημειώσεις


[344] Joseph Bidez, La νie de l'empereur Julien, σελ. 263.

[345] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus Μ. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 741, XIII, 3,5.1-6 (362 Iun. 17): "IDEM A. Magistros studiorum doctoresque excellere oportet moribus primum, deinde facundia. Sed quia singulis civitatibus adesse ipse non possum, iubeo, quisque docere vult, non repente nec temere prosiliat ad hoc munus, sed iudicio ordinis probatus decretum curialium mereatur optimorum conspirante consensu. || Hoc enim decretum ad me tractandum referetur, ut altiore quodam honore nostro iudicio studiis civitatum accedant. DAT. XV KAL. IUL., ACC IIII ΚAL. Augustas Spoletio Mamertino Et nevitta Conss".

[346] Glanville Downey, "The emperor Julian and the schools", The Classical Journal 53.3 (1957), σελ. 100.

[347] Ιουλιανού, Επιστολή ΞΑ' c, ed. J. Bidez, 1-14: «Παιδείαν ορθήν είναι νομίζομεν ου την εν τοις ρήμασιν και τη γλώττη πολυτελή ευρυθμίαν, αλλά διάθεσιν υγιή νουν εχούσης διανοίας, και αληθείς δόξας υπέρ τε αγαθών και κακών, καλών τε και αισχρών· όστις ουν έτερα μεν φρονεί, διδάσκει δε έτερα τους πλησιάζοντας, αυτός απολελείσθαι δοκεί τοσούτω παιδείας, όσω και του χρηστός ανήρ είναι. Και ει μεν επί σμικροίς είη το δάφορον της γνώμης προς την γλώτταν, κακόν μεν, οιστόν δε αμωσγέπως γίνεται· ει δε εν τοις μεγίστοις άλλα μεν φρονοίη τις, επ' εναντίον δε ών φρονεί διδάσκοι, πως ου τούτο εκείνο καπήλων εστίν, ούτι χρηστών, αλλά παμπόνηρων βίος ανθρώπων, οί μάλιστα επαινούσιν όσα μάλιστα φαύλα νομίζουσιν, εξαπατώντες και δελεάζοντες τοις επαίνοις εις ούς μετατιθέναι τα σφέτερα εθέλουσιν, οίμαι, κακά;».

[348] Ιουλιανού, ό.π., 15-28: «Πάντας μεν ουν χρην και τους οτιούν διδάσκειν επαγγελλομένους είναι τον τρόπον επιεικείς και μη μαχόμενα οίς δημοσία μεταχειρίζονται τα εν τη ψυχή φέρειν δοξάσματα, πολύ δε πλέον απάντων οίμαι δειν είναι τοιούτους όσοι επί λόγοις τοις νέοις συγγίγνονται, των παλαιών εξηγηταί γιγνόμενοι συγγραμμάτων, είτε ρήτορες, είτε γραμματικοί, και έτι πλέον οι σοφισταί· βούλονται γαρ προς τοις άλλοις ου λέξεων μόνον, ηθών δε είναι διδάσκαλοι, και το κατά σφας είναί φασι την πολιτικήν φιλοσοφίαν. Ει μεν ουν αληθές ή μη, τούτο αφείσθω νυν· επαινών δε αυτούς ούτως επαγγελμάτων καλών ορεγομένους, επαινέσαιμι άν έτι πλέον, ει μη ψεύδοιντο, μηδ' εξελέγχοιεν αυτούς έτερα μεν φρονούντας, διδάσκοντας δε τους πλησιάζοντας έτερα».

[349] Ιουλιανού, ό.π., 28-33: «Τι ουν; Ομήρω μέντοι και Ησιόδω και Δημοσθένει [μέντοι] και Ηροδότω και Θουκυδίδη και Ισοκράτει και Λυσία θεοί πάσης ηγούνται παιδείας· ουχ οι μεν Έρμου σφας ιερούς, οι δε Μουσών ενόμιζον; Άτοπον μεν οίμαι τους εξηγουμένους τα τούτων ατιμάζειν τους υπ' αυτών τιμηθέντας θεούς».

[350] Ιουλιανού, ό.π., 33-42: «Ου μην επειδή τούτο άτοπον οίμαι, φημί δειν αυτούς μεταθεμένους τοις νέοις συνείναι· δίδωμι δε αίρεσιν μη διδάσκειν ά μη νομίζουσι σπουδαία, βουλομένους <δε> διδάσκειν έργω πρώτον, και πείθειν τους μαθητάς ως ούτε Όμηρος ούτε Ησίοδος ούτε τούτων ους εξήγηνται *** και κατεγνωκότες ασέβειαν άνοιάν τε και πλάνην εις τους θεούς. Επεί δ' εξ ων εκείνοι γεγράφασι παρατρέφονται μισθαρνούντες, είναι ομολογούσιν αισχροκερδέστατοι και δραχμών ολίγων ένεκα πάντα υπομένειν».

[351] Ιουλιανού, ό.π., 43-53: «Έως μεν ουν τούτου πολλά ήν τα αίτια του μη φοιτάν εις τα ιερά, και ο πανταχόθεν επικρεμάμενος φόβος εδίδου συγγνώμην αποκρύπτεσθαι τας αληθεστάτας περί των θεών δόξας· επειδή δε ημίν οι θεοί την ελευθερίαν έδοσαν, άτοπον είναι μοι φαίνεται διδάσκειν εκείνα τους ανθρώπους, όσα μη νομίζουσιν εύ έχειν. Αλλ' ει μεν οίονται σοφούς ών εισιν εξηγηταί και ών ώσπερ προφήται κάθηνται, ζηλούτωσαν αυτών πρώτον την εις τους θεούς ευσέβειαν· ει δε εις τους τιμιωτάτους υπολαμβάνουσιν πεπλανήσθαι, βαδιζόντων εις τας των Γαλιλαίων εκκλησίας, εξηγησόμενοι Ματθαίον και Λουκάν... ... ...».

[352] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 171.

[353] Henri Irenée Marrou, A history of education in antiquity, transl. George Lamb, The New American Library, New York 1964, σελ. 431.

[354] Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ο Μέγας Βασίλειος. Βίος και πολιτεία, συγγράμματα, θεολογική σκέψις, σελ. 238 (= Παναγιώτου Κ. Χρήστου, «Ο Μέγας Βασίλειος και η ελληνική παιδεία», εν Βασιλείας. Εόρτιος τόμος επί τη συμπληρώσει 1600 ετών από του θανάτου του Μ. Βασιλείου, σελ. 58-59).

[355] Λιβανίου, Επιτάφιος επί Ιουλιανώ (Λόγος ΙΗ'), ed. R. Foerster, 157.1 -2: «Ο δε νομίζων αδελφά λόγους τε και θεών ιερά [… ]».

[356] Giuseppe Ricciotti, Julian the Apostate, σελ. 195.

[357] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 10, 7: "Illud autem erat inclemens, obruendum perenni silentio, quod arcebat docere magistros rhetoricos et Grammaticos, ritus Christiani cultores".

[358] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 121 κ.ε.

[359] Polymnia Athanassiadi-Fowden, "The idea of Hellenism", Φιλοσοφία 7 (1977), σελ. 347 κ.ε., 358.

[360] Polymnia Athanassiadi-Fowden, ό.π., σελ. 353.

[361] Joseph Bidez, La νie de l'empereur Julien, σελ. 265.

[362] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 12. 19-21: «Νόμω εκέλευε Χριστιανούς παιδεύσεως μη μετέχειν· ίνα μη, φησίν, ακονώμενοι την γλώτταν ετοίμως προς τους διαλεκτικούς των Ελλήνων απαντώσιν».

[363] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε' 18,1. 4-2. 1: «Ου μην ουδέ τους αυτών παίδας ξυνεχώρει εκδιδάσκεσθαι τους παρ' Έλλησι ποιητάς και συγγραφέας ουδέ τοις τούτων διδασκάλοις φοιτάν».

[364] Σωζομενού, ό.π., Ε' 18, 3.1-3: «Εντεύθεν ουν μόνον δημιουργείσθαι το πείθον οιόμενος ου συνεχώρει τοις Χριστιανοίς εν τοις των Ελλήνων ασκείσθαι μαθήμασιν».

[365] Θεοδωρήτου Κύρρου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. L. Parmentier και F. Scheidweiler, 185.9-13: «Και πρώτον μεν απηγόρευσε των Γαλιλαίων τους παίδας (ούτω γαρ του σωτήρος ημών τους θιασώτας ωνόμαζε) ποιητικών και ρητορικών και φιλοσόφων μεταλαγχάνειν λόγων. Τοις οικείοις γαρ, φησί, πτεροίς κατά την παροιμίαν βαλλόμεθα· εκ γαρ των ημετέρων συγγραμμάτων καθοπλιζόμενοι τον καθ' ημών αναδέχονται πόλεμον».

[366] Augustini, De civitate Dei, XVIII, 52: "Deinde quid respondent etiam de Iuliano, quem non numerant in decern? An ipsenon est ecclesiam persecutus, qui Christianos liberales litteras docere ac discere vetuit?".

[367] Μαρτύρων Αγίου Αρτεμίου, λα', PG 96,1280.22.34 (= Φιλοστοργίου, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. F. Winkelmann post J. Bidez, Ζ' 4b. 4-11): «Ταύτα του μάρτυρος φιλοσοφήσαντος, ο παράνομος και Αποστάτης έφη Ιουλιανός· Οράτε, άνδρες Ρωμαίοι και Έλληνες, τουτονί τον παλαμναίον και αλιτήριον, πόσον εκ των Ελληνικών μαθημάτων κατά της ημετέρας θρησκείας εσχεδίασε ύθλον; Μα τον εμοί προσφιλέστατον Ήλιον τον χρυσαυγή και παγκόσμιον, ουκέτι ανέξομαι τοις Ελλήνων μαθήμασι το Χριστιανών αθεώτατον εκπαιδεύεσθαι γένος. Ιδού γαρ της ιεράς των λόγων παιδείας και ούτος ο κύων μεταλαβών, καν ουκ επ’ ευθείας και ομαλού, αλλ' όμως πολλήν τινα και ατερπή περί την ιστορίαν μωρολογίαν κατέχεεν των ιερών εκείνων και φιλοσόφων ανδρών».

[368] Ιωάννου Αντιοχέως, Ιστορία χρονική, ed. K. Muller, απ. 179.10-12: «Και ποτε Χριστιανούς εκώλυσεν Ελληνικής παιδείας μεταλαμβάνειν».

[369] Ιωάννου Ζωναρά, Επιτομή ιστοριών, ed. Th. Büttner-Wobst, 61.13-17: «Ούτω γαρ εξεμάνη κατά χριστιανών ως και κωλύειν αυτούς μαθημάτων μετέχειν Ελληνικών, μη δειν λέγων μύθους αυτά ονομάζοντάς τε και διαβάλλοντας της εξ αυτών ωφελείας απολαύειν και δι’ αυτών οπλίζεσθαι κατ’ αυτών».

[370] Ιουλιανού, Επιστολή ΞA', ed. J. Bidez, 58-66: «Τοις μεν καθηγεμόσι και διδασκάλοις ουτωσί κοινός κείται νόμος· ο βουλόμενος δε των νέων φοιτάν ουκ αποκέκλεισται. Ουδέ γαρ <εικός> ουδέ εύλογον αγνοούντας έτι τους παίδας εφ’ ότι τρέπωνται, της βέλτιστης αποκλείειν οδού, φόβω του και άκοντας άξειν επί τα πάτρια· καίτοι δίκαιον ήν, ώσπερ τους φρενιτίζοντας, ούτω και τούτους άκοντας ιάσθαι, πλην αλλά συγγνώμην υπάρχειν άπασι της τοιαύτης νόσου· και γαρ, οίμαι, διδάσκειν, αλλ' ουχί κολάζειν χρη τους ανόητους».

[371] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 172.

[372] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος (Λόγος Δ'), ed. J.-Ρ. Migne, PG 35, 536.10-12: «Και δια τούτο, ως αλλοτρίου καλού φώρας, των λόγων ημάς απήλασεν».

[373] Ιουλιανού, Επιστολή ΞA' c, ed. J. Bidez, 54-56: «Ιερείων υμείς απέχεσθαι νομοθετείτε· βούλομαι υμών εγώ και τας ακοάς, ως αν υμείς είποιτε, και την γλώτταν εξαναγεννηθήναι».

[374] Ιουλιανού, Κατά Γαλιλαίων, ed. C. G. Neumann, 204.12-205.7: «Του χάριν υμείς των παρ' Έλλησι παρεσθίετε μαθημάτων, είπερ αυτάρκης υμίν εστίν η των υμετέρων γραφών ανάγνωσις; Καίτοι κρείττον εκείνων είργειν τους ανθρώπους ή της των ιεροθύτων εδωδής. Εκ μεν γαρ εκείνης, καθά και ο Παύλος λέγει, βλάπτεται μεν ουδέν ο προσφερόμενος, η δε συνείδησις του βλέποντος αδελφού σκανδαλισθείη άν καθ’ υμάς, ώ σοφώτατοι, φάναι. Διά δε των μαθημάτων τούτων απέστη της αθεότητος παν ό,τι περ παρ' υμίν η φύσις ήνεγκε γενναίον. Ότω ουν υπήρξεν ευφυΐας καν μικρόν μόριον, τούτω τάχιστα συνέβη της παρ’ υμίν αθεότητος αποστήναι. Βέλτιον ουν είργειν μαθημάτων, ουχ ιερείων τους ανθρώπους».

[375] Nigel G. Wilson, Scholars of Byzantium, σελ. 10 (= Nigel G. Wilson, Οι λόγιοι στο Βυζάντιο, σελ. 26).

[376] Α. Η. Μ. Jones, "The social background of the struggle between paganism and Christianity", εν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, Clarendon Press, Oxford 1963, σελ. 31.

[377] Lorenz Bartenstein, Zur Beurteilung des Kaisers Julianus, σελ. 53.

[378] Lorenz Bartenstein, ό.π., σελ. 22-23.

[379] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 172-173.

[380] Alexander A. Vasiliev, History of the Byzantine empire, 324-1453, σελ. 74.

[381] Joseph Bidez, La νie de l'empereur Julien, σελ. 264.

[382] Giuseppe Ricciotti, Julian the Apostate, σελ. 200.

[383] Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 84.

[384] Edward Gibbon, The history of the decline and fall of the Roman empire, vol. II, σελ. 462.

[385] Ευναπίου, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, ed. J. Giangrande, Θ' 1, 3.2 και I' 2, 1.1.

[386] Ευναπίου, ό.π., I' 3, 8.1-3: «Αλλ’όμως Ιουλιανός επί τον Προαιρέσιον επέκλινε την ψυχήν, και προς εκείνον αυτώ τα ώτα ανειστήκει, και το μέγεθος κατεδείμανε της φύσεως».

[387] Ιουλιανού, Επιστολή ΛA '. Προαιρεσίω σοφιστή, ed. J. Bidez, 9-13.

[388] Βλ. συναφώς Glen W. Bowersock, Julian the Apostate, σελ. 64.

[389] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 174.

[390] Όπως σχολιάζει ο W. Η. C. Frend (The rise of Christianity, σελ. 604-605), ο Ιουλιανός προσδοκούσε ότι, αν κατόρθωνε να περιορίσει τη Χριστιανική εκπαίδευση στη σχετικά απλοϊκή γλώσσα της Βίβλου, Θα μπορούσε τελικά να απομακρύνει από αυτήν τους μορφωμένους κατοίκους των επαρχιών.

[391] Ιουλιανού, Επιστολή ΞA' c, ed. J. Bidez, 51-53: «βαδιζόντων εις τας των Γαλιλαίων εκκλησίας, εξηγησόμενοι Ματθαίον και Λουκάν».

[392] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ϛ΄ 25, 5.1-6: «Προς γαρ τη άλλη παιδεύσει και ποιητικός ων και παντοδαπών μέτρων ειδήμων και τοις εντεύθεν ηδύσμασι τους πολλούς έπειθεν αυτώ προσέχειν· άνδρες γαρ παρά τους πότους και εν έργοις και γυναίκες παρά τους ιστούς τα αυτού μέλη έψαλλον. Σπουδής γαρ και ανέσεως και εορτών και των άλλων προς τον έκαστου καιρόν ειδύλλια αυτώ πεπόνητο, πάντα εις ευλογίαν Θεού τείνοντα».

[393] Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. W. Bright, Γ' 16.8-15: «Ο μεν γαρ ευθύς γραμματικός άτε, την τέχνην γραμματικήν Χριστιανικώ τύπω συνέταττε· τα τε Μωυσέως βιβλία δια του ηρωικού λεγομένου μέτρου, μετέβαλε, και όσα κατά την παλαιάν διαθήκην εν ιστορίας τύπω συγγέγραπται. Και τούτο μεν τω δακτυλικώ μέτρω συνέταττε, τούτο δε και τω της τραγωδίας τύπω δραματικώς εξειργάζετο· και παντί μέτρω ρυθμικώ εχρήτο, όπως αν μηδείς τρόπος της Ελληνικής γλώττης τοις Χριστιανοίς ανήκοος ή».

[394] Σωκράτους Σχολαστικού, ό.π., Γ' 16.15-17: «Ο δε νεώτερος Απολινάριος, εύ προς το λέγειν παρεσκευασμένος, τα ευαγγέλια και τα αποστολικά δόγματα εν τύπω διαλόγων εξέθετο, καθά και Πλάτων παρ’ Έλλησιν».

[395] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, ed. J. Bidez και G. C. Hansen, Ε' 18,3.3-4. 1: «Ηνίκα δη Απολινάριος ούτος εις καιρόν τη πολυμάθεια και τη φύσει χρησάμενος, αντί μεν της Ομήρου ποιήσεως εν έπεσιν ηρώοις την Εβραϊκήν αρχαιολογίαν συνεγράψατο μέχρι της Σαούλ βασιλείας και εις εικοσιτέσσαρα μέρη την πάσαν πραγματείαν διείλεν, εκάστω τόμω προσηγορίαν θέμενος ομώνυμον τοις παρ' Έλλησι στοιχείοις κατά τον τούτων αριθμόν και τάξιν». Ίσως να πρόκειται για το ίδιο έργο που ο Σωκράτης ο Σχολαστικός αποδίδει στον πατέρα Απολινάριο.

[396] Σωζομενού, ό.π., Ε' 18,4.1-3: «Επραγματεύσατο δε και τοις Μενάνδρου δράμασιν εικασμένας κωμωδίας, και την Ευριπίδου τραγωδίαν και την Πινδάρου λύραν εμιμήσατο».

[397] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος (Λόγος Δ'), ed. J.-Ρ. Migne, PG 35, 633.45-636.5: «Αλλ' ανακτέον μοι πάλιν τον λόγον επί τους λόγους· ου γαρ φέρω μη τούτο πολλάκις ανακυκλείν, και πειρατέον συνηγορήσαι τούτοις εις δύναμιν· πολλών γαρ και δεινών όντων, εφ’ οις εκείνος μισείσθαι δίκαιος, ουκ εστίν ο τι μάλλον ή τούτο παρανομήσας φαίνεται». Οι «λόγοι», για τους οποίους μιλάει εδώ ο Γρηγόριος, είναι η παιδεία.

[398] Robert Browning, The emperor Julian, σελ. 169.

[399] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος (Λόγος Δ'), ed. J.-P. Migne, PG 35, 637.29-30: «Τίνος γαρ του Ελληνίζειν εισίν οι λόγοι, και του πως λεγομένου και νοουμένου;».

[400] Jean Bouffartigue, L'empereur Julien et la culture de son temps, σελ. 658.

[401] Ο Glen W. Bowersock σχολιάζει ότι ο Γρηγόριος αρνήθηκε να δεχθεί τον μετασχηματισμό του ελληνικού πολιτισμού, που αγαπούσε σε μία θρησκεία την οποία δεν μπορούσε να ανεχθεί (Julian the Apostate, σελ. 5).

[402] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικός πρώτος (Λόγος Δ'), ed. J.-Ρ. Migne, PG 35, 536.10-12: «Και δια τούτο, ως αλλοτρίου καλού φώρας, των λόγων ημάς απήλασεν».

[403] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ό.π., PG 35, 533.45-536.4: «Αλλά κακείνω πρέπουσα δίκη, λόγω κολάζεσθαι υπέρ της εις λόγους παρανομίας· ων κοινών όντων λογικοίς άπασιν, ως ιδίων αυτού, Χριστιανοίς εφθόνησεν, αλογώτατα περί λόγων διανοηθείς, ο πάντων, ως ώετο, λογιώτατος».

[404] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ό.π., PG 35, 636.5-12: «Και μοι συναγανακτείτω πας όστις λόγοις χαίρων, και τη μοίρα ταύτη προσκείμενος, ων είναι και αυτός ουκ αρνήσομαι. Τα μεν γαρ άλλα παρήκα τοις βουλομένοις, πλούτον, ευγένειαν, εύκλειαν, δυναστείαν, ά της κάτω περιφοράς εστί και ονειρώδους τέρψεως· του λόγου δε περιέχομαι μόνου· και ου μέμφομαι χερσαίοις τε πόνοις και θαλασσίοις, οί τούτους μοι συνεπόρισαν».

[405] Polymnia Athanassiadi-Fowden, Julian and Hellenism. An intellectual biography, σελ. 10 και σημ. 31.

[406] Γρηγορίου Ναζιανζηνού, ό.π., PG 35, 636.12-16: «Εμοί γουν είη, και όστις εμοί φίλος, το των λόγων κράτος· ό πρώτον μετά το πρώτον ησπασάμην τε και ασπάζομαι, τα θεία λέγω, και τας έξω των ορωμένων ελπίδας».

[407] Θεμίστιου, Υπατικός εις τον αυτοκράτορα Ιοβιανόν, ed. Η. Schenkl και G. Downey, 63c4-d1: «Εμοί δε, ω βασιλεύ, και μάλλον έτι φροντιστέον εστί και μη λίαν ενδεές αντεισενεγκείν σοι το χαριστήριον, ότι φιλοσοφίαν ου πάνυ παρά τοις πολλοίς ευπραγούσαν κατά τον παρόντα χρόνον επανάγεις αύθις εις τα βασίλεια, και παρίσταται συν ευδοκιμωτέρω τω σχήματι, και ποιείς ουχ ήττον έντιμον την των λόγων ηγεμονίαν της των στρατοπέδων αρχής».

[408] Codex Theodosianus, eds Theodor Mommsen και Paulus M. Meyer, Weidmann, Berlin 1905, vol. I.2, σελ. 742, XIII, 3,6.1-3 (364 Ian. 11): "Impp. Val(Entini)Anus Et Valens Aa. Ad Mamertinum P(Raefectum) P(Raetori)O. Si qui erudiendis adulescentibus νita pariter et facundia idoneus erit, vel novum instituat auditorium vel repetat intermissum. Dat. III Is. IAN. Divo Ioviano Et Varroniano Conss.".

[409] Α. Η. Μ. Jones, "The social background of the struggle between paganism and Christianity", εν Arnaldo Momigliano (ed.), The conflict between paganism and Christianity in the fourth century, σελ. 30-31.

[410] Ammiani Marcellini, Rerum gestarum libri qui supersunt, ed. John C. Rolfe, XXII, 10, 7: "Illud autem erat inclemens, obruendum perenni silentio, quod arcebat docere magistros rhetoricos et grammaticos, ritus Christiani cultores".


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 19-12-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 19-12-2009.

Πάνω