Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αθεϊσμός και Πατέρες

Γιατί ο Θεός δεν επεμβαίνει στη δυστυχία τού κόσμου; // Αργά βαδίζει ο Χριστός // Αφιλοσόφητος Αθεϊσμός // Επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία(ς) // Φτιάχνει τέλειος Θεός έναν ατελή κόσμο; // "Επί γης ειρήνη". Για ποιους;

Η μυωπική αγανάκτηση για τα κακά τού κόσμου

"Αν συμπάσχουμε και θα συνδοξασθούμε"

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Θα συνεχίσω περαιτέρω. Δεν είναι απλούν έργον να περιγράψω τας δοθείσας εις εμέ πνευματικάς εμπειρίας και καταστάσεις.

Έζων ως δεδιχασμένος άνθρωπος, τεθείς επί του μεθορίου δύο κόσμων: του κόσμου τούτου, του ορατού, του «εν τω πονηρώ κειμένου» (πρβλ. Α’ Ιωάν. 5,19), και του άλλου, του αοράτου, του νοερού, του ουρανίου. Λέγων ότι «ετέθην επί του μεθορίου δύο κόσμων», θέλω να δείξω ότι το τελούμενον υπερέβαινεν εμέ: Την πρωτοβουλίαν δεν είχον εγώ, αλλ’ ο Ζων Θεός, εις τας χείρας του Οποίου ενέπεσον (βλ. Εβρ. 10,31). Το πνεύμα μου, καίτοι έπασχεν, είλκετο εν τούτοις προς θαυμασμόν του Θεού.

Η πείρα έδειξεν εις εμέ πόσον αδρανής είναι η φύσις ημών εν τη αμαρτία. Και τοιαύται εισέτι προσευχαί καθώς ανέφερον ανωτέρω, δεν θεραπεύουν παρευθύς την πεπτωκυίαν ημών φύσιν. Υπό την αδιακόπως αυξάνουσαν πίεσιν των εξωτερικών γεγονότων του αιώνος ημών, άτινα συνεχώς ελάμβανον πλέον απειλητικόν χαρακτήρα, πάλιν και πάλιν επέστρεφον εις την πάλην μετά του Θεού. Νυν κατανοώ ότι, καίτοι επιφανειακώς η ζωή μου έρρεεν άνευ ορατών υπό των ανθρώπων παραβάσεων, εν τω βάθει εν τούτοις – πνευματικώς – ήμην, και είμαι σκότος.

Ουχί άπαξ η προσευχή μου (εάν είναι δυνατόν να ονομάσω ούτως εκείνο, όπερ συνέβαινε μετ’ εμού εν τη πραγματικότητι) έφθανε μέχρις ανεπιτρέπτου τόλμης. Βλέπων συνεχώς τον βασιλεύοντα εν όλω τω κόσμω εφιάλτην της καταδυναστείας των κυρίων και αρχόντων της γης επί των «ιδίων αυτών αδελφών» (βλ. Ματθ. 23,8), εν πικρία καρδίας έλεγον:

«Εάν Συ έπλασας παν ό,τι υπάρχει, εάν άνευ Σου ουδέν δύναται γενέσθα (βλ. Ιωάν. 1,3), τότε πάντες οι αποτρόπαιοι ούτοι εγκληματίαι – ικανοί να εκχέουν το αίμα εκατομμυρίων και εκατομμυρίων ανθρώπων εις όλην την οικουμένην χάριν ολίγων ημερών διεστραμμένης ικανοποιήσεως, να άρχουν επί των πτωχών και πασχόντων – δεν είναι ένοχοι εις κρίσιν ουδέ υπεύθυνοι … Συ, ως Δημιουργός του παντός, είσαι ο μόνος ένοχος της αμέτρου θλίψεως της γης …».

Ο πειρασμός ούτος ήτο βαρύς: Ιστάμην επί του χείλους της απογνώσεως· κακής απογνώσεως: Δεν έβλεπον διέξοδον. Και πάλιν επεσκέφθη εμέ ο Κύριος: Η ειρήνη Αυτού ήγγισε την καρδίαν μου και η σκέψις μου έλαβεν άλλην στροφήν: Ο Πατήρ εξαπέστειλε τον Υιόν Αυτού, ίνα σωθή ο κόσμος· αλλά και Αυτόν απέκτειναν. Ανέστη όμως Ούτος ως Νικητής του θανάτου, και ως Βασιλεύς της αιωνιότητος «κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι» (Ψαλμ. 9,9).

Λοιπόν, τί να είπωμεν; Το πρόβλημα του καλού και του κακού δεν λύεται εν τοις ορίοις της γης. Οι πορευθέντες επί σφαγήν ως άρνες, «μη ανθιστάμενοι τω πονηρώ» (πρβλ. Ματθ. 5,39), θα ομοιωθούν προς τον Υιόν του Πατρός (βλ. Ησ. 53,7) και θα συναναστηθούν μετ’ Αυτού εν αλήκτω δόξη (Κολ. 3,4).

Ουαί εμοί, ότι εκ δευτέρου επάλαιψα μετά του Θεού εν τη ιδία προοπτική. Αλλ’ άπασα η περαιτέρω ζωή μου είχεν ανάγκην κατηγορηματικής επιλύσεως του προβλήματος, όπερ απέβη έπειτα βασικόν δι’ όλον τον Χριστιανισμόν: Πώς να αντιδρά τις εις τους διωγμούς εκ μέρους των αρχόντων του κόσμου τούτου; Ο Κύριος έδωκεν εις εμέ την χάριν να σκέπτωμαι καθώς Αυτός ο Ίδιος σκέπτεται: Ο Απόστολος Πέτρος αντέδρασεν εν τω κήπω της Γεθσημανή «κατ’ άνθρωπον» (βλ. Ματθ. 16,22-23). Αλλ’ ο Χριστός είπε προς αυτόν: «Βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το Ποτήριον ό δέδωκέ Μοι ο Πατήρ ου μη πίω αυτό;» (Ιωάν. 18,10-11).

Τοιαύτη υπήρξεν η οδός της αμέσου καθοδηγήσεως μου Άνωθεν δια της προσευχής. Ούτως απεκαλύφθη εις εμέ το νόημα των λόγων της προς Εφεσίους Επιστολής (βλ. κεφ. 3) περί του πλάτους και του μήκους και του βάθους και του ύψους της περί ημών Βουλής του Θεού. Η επίγειος ημών ζωή δεν είναι κατ’ ουσίαν πλείον τι, ει μη βραχεία στιγμή, δοθείσα εις ημάς υπό του Αγαθού Πατρός, ίνα διεισδύσωμεν εις την υπερέχουσαν την διάνοιαν κενωτικήν αγάπην του Χριστού. Εκτός της οδού ταύτης ουδείς θα δυνηθή να «πληρωθή εις πάν το πλήρωμα του Θεού». Ενταύθα κρεμάμεθα επί σταυρού, έστω και εισέτι αοράτου. Αλλά μόνον δια του τρόπου τούτου δυνάμεθα να κατανοήσωμεν το μεγαλείον του ανθρώπου και την ανεξιχνίαστον άβυσσον του Θείου Όντος. Είναι αδύνατον να εκφράσωμεν δια της γνώσεως ημών τον δια της σταυρικής οδού εις ημάς υπό του Θεού αποστελλόμενον πλούτον.

Δημιουργία αρχείου: 1-4-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 1-4-2016.

ΕΠΑΝΩ