Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Ασυνήθιστα

 

Δελτίο Τύπου περί του λειψάνου του Ιερομονάχου π. Βησσαρίωνος

Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου

Συντάκτης Κειμένου: Δρογκίδης Χρήστος

Πηγή: Πρακτορείο Εκκλησιαστικών ειδήσεων Άθως Νιους http://news.athos.gr/gr

Με ένα θαύμα ο Ζωντανός Θεός μας, όχι μόνο μας έδειξε το θέλημά του για το επίμαχο νομοσχέδιο περί της καύσης των νεκρών, αλλά αναστάτωσε μέχρι παραληρήματος τους δήθεν "ορθολογιστές" του μηδενισμού, σε σημείο που να αρνούνται με φανατισμό ακόμα και τα πορίσματα των ιατροδικαστών! Τέλος, το έριξαν στη λασπολογία, προσπαθώντας να πιαστούν από το ότι κάποιοι άνθρωποι έβγαζαν το ψωμί τους πουλώντας πράγματα έξω από την Ιερά Μονή... Για όλα αυτά όμως, θα μιλήσουμε σε άλλα άρθρα μας. Εδώ αναδημοσιεύουμε από το Άθως Νιους, το δελτίο τύπου της Ιεράς Συνόδου, που βάζει πολλά πράγματα στη θέση τους.

Συνήλθε σήμερα Τρίτη 4.4.2006, στην δεύτερη Συνεδρία Της για το μήνα Απρίλιο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος της 149ης Συνοδικής Περιόδου, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου.

Κατά την σημερινή Συνεδρία:
Α. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ομοφώνως ανακοινώνει υπευθύνως προς τον θρησκευόμενο Ελληνικό Λαό τα εξής περί του φαινομένου του μετά από 15 χρόνια αδιαφθόρου ευρεθέντος λειψάνου του Ιερομονάχου π. Βησσαρίωνος. 

1. Ο τρόπος της Αναγνωρίσεως κάποιου ως Αγίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ανάγκη να αποτελεί πάντοτε αδιάκοπη και αδιάσπαστη συνέχεια της Παραδόσεως της Αποστολικής μας Εκκλησίας.

2. Η Αναγνώριση των Αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία οφείλει ως εκ τούτου να γίνεται απαράλλακτα, όπως και στην αρχαία Εκκλησία, δηλαδή χωρίς εκ των προτέρων πρωτοβουλία και επίσημη επέμβαση της Εκκλησιαστικής Αρχής, αλλ’ απλώς δια της βοής και της συνειδήσεως του Πληρώματος ολόκληρης της Εκκλησίας, δηλαδή των Κληρικών, των Μοναχών και των Λαϊκών.

3. Ο Κλήρος, προϊστατο ανέκαθεν ιερατικώς των Εορταστικών Εκδηλώσεων για τη Μνήμη των Αναγνωριζομένων Αγίων και μετά καθόριζε τις λεπτομέρειες επί του Εορτολογίου. Κατέκρινε και επισήμως με Κανονικές Διατάξεις όσους δεν συμμετείχαν στις πανδήμως αποδιδόμενες τιμές προς τους Μάρτυρες, γι’ αυτό και ο Κ΄ Κανών της εν Γάγγρα Συνόδου ρητώς αναφέρει: «Ει τις αιτιώτο υπερηφάνω διαθέσει κεχρημμένος και βδελυσσόμενος τας Συνάξεις των Μαρτύρων ή τας εν αυταίς γενομένας Λειτουργίας και τας Μνήμας αυτών ανάθεμα έστω». Δηλαδή αν κάποιος συμπεριφερόταν με υπερηφάνεια και κατηγορούσε τις συνάξεις των Μαρτύρων ή τις Λειτουργίες και τα Μνημόσυνα που γίνονταν γι’ αυτούς, αναθεματιζόταν.

4. Η τυχόν κατ’ αρχήν και από αποκλειστική πρωτοβουλία της Διοικούσης Εκκλησιαστικής Αρχής ανακήρυξη κάποιου προσώπου ως Αγίου, και η από Αυτήν προερχόμενη Εντολή για απονομή σε αυτό τιμής και δόξας Μάρτυρος ή Αγίου ή Οσίου χωρίς τη σύμπραξη της συνειδήσεως του Πληρώματος της Εκκλησίας, δεν γινόταν αποδεκτή από αυτό και η Εκκλησιαστική Αρχή, έστω και αν αυτή αντιπροσωπευόταν υπό ισχυρή Προσωπικότητα, υποχρεωνόταν να υποταχθεί στην αρνητική Απόφαση ολοκλήρου της Εκκλησίας. Έτσι συνέβη, σύμφωνα με την μαρτυρία του Εκκλησιαστικού Ιστορικού Σωκράτη, όταν ο Άγιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, αποκάλεσε Μάρτυρα τον Αμμώνιο, ο οποίος σε μια συμπλοκή λιθοβόλησε τον Έπαρχο της Αλεξάνδρειας Ορέστη, και γι’ αυτό πέθανε με βασανιστήρια, «θαυμάσιον απεκάλεσε και Μάρτυρα χρηματίζειν εκέλευσεν, εγκωμιάζων αυτού επ’ Εκκλησίαις το φρόνημα, ως αγώνα υπέρ της ευσεβείας ανερχομένου, αλλ’ οι σωφρονούντες, καίπερ χριστιανοί όντες, ουκ απεδέχοντο την περί τούτου Κυρίλλου σπουδήν. Ηπίσταντο γαρ προπετείας δίκην δεδωκέναι τον Αμμώνιον ου μην ανάγκη αρνήσεως Χριστού εναποθανείν τοις βασάνοις. Διο και Κύριλλος κατά βραχύ το ησυχάζειν λήθην του γινομένου ειργάσατο» (Σωκρ. Εκκλ. Ιστορία ζ΄, ιδ΄, PG 67,765,768). Δηλαδή ο Άγιος Κύριλλος χαρακτήρισε τον Αμμώνιο εκλεκτό Μάρτυρα και εγκωμίασε το φρόνημά του προς την Εκκλησία ως αγώνα υπέρ της ευσεβείας αλλά οι σωφρονούντες, αν και ήσαν χριστιανοί, δεν δέχτηκαν την βιασύνη αυτή του Αγίου Κυρίλλου. Γιατί πίστευαν ότι με βιασύνη τίμησε τον Αμμώνιο που πέθανε με βασανιστήρια χωρίς όμως να υπάρξει ανάγκη να αρνηθεί το Χριστό. Γι’ αυτό και ο Άγιος Κύριλλος φρόντισε να ξεχαστεί βαθμιαία το γεγονός.

5. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Χριστιανοί, σύμφωνα προς τις πολλές ιστορικές μαρτυρίες τις οποίες έχουμε, συγκεντρώνονταν ομαδικά στους τάφους των Μαρτύρων και τα Μαυσωλεία που κατασκευάζονταν πάνω σε αυτούς. Πάνω στους τάφους των Μαρτύρων και Αγίων όχι μόνο τελούσαν την αναίμακτη Λατρεία, όχι μόνο διάβαζαν τους Βίους και τα τυχόν Θαύματα αυτών, αλλά και προέβαιναν σε διάφορες εκδηλώσεις ευλαβείας προς τα Ιερά Λείψανα αυτών, είτε σε όσα βρίσκονταν μέσα στους Τάφους, είτε σε όσα με περισσότερη λαμπρότητα ήσαν τοποθετημένα σε πολυτελείς και βαρύτιμες μάλιστα λάρνακες.

6. Βεβαίως σε ορισμένους απλοϊκώτερους επικράτησε, και επικρατεί ως σήμερα, στην πράξη κατάχρηση και υποκατάσταση των αληθινών θρησκευτικών στοιχείων, με τα οποία νοθεύεται και αυτός ο μονοθεϊστικός ακόμη χαρακτήρας του Χριστιανισμού. Οι καταχρήσεις αυτές μάλιστα συνοδεύονταν συχνά, και ως σήμερα δυστυχώς και από οχλαγωγικές εκδηλώσεις και εμπορικές συναλλαγές και άλλες συμφεροντολογικές καταχρήσεις. Αλλά όλα αυτά δεν δικαιολογούν την παράλειψη της οφειλόμενης τιμής προς τους Ήρωες της Πίστεως, που παρέχουν μάλιστα σπουδαία ευκαιρία για παράλληλη Κατήχηση του Λαού του Θεού, που μερικές φορές δεν είναι ενήμερος, και παράλληλα αποτελεί επισήμανση της Εκκλησίας ότι δεν ανέχεται τέτοιες καταχρήσεις, δεδομένου ότι κάθε άλλη πράξη αναφορικά με Αναγνώριση των Αγίων θα ήταν άσχετη και ξένη προς την αδιάσπαστη Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

7. Από όλα τα ανωτέρω σαφώς φαίνεται ότι η Αναγνώριση των Αγίων γινόταν ανέκαθεν, από τους αρχαίους χρόνους, με πάνδημες και αυθόρμητες εκδηλώσεις του Λαού του Θεού, δηλαδή με εκτίμηση του Μαρτυρίου, της Αγιότητας ή της Οσιότητάς τους, χωρίς η αναγνώριση αυτή να εξαρτάται από την εκ των προτέρων πρωτοβουλία της Διοικούσης Εκκλησιαστικής Αρχής, και χωρίς να αναμένεται επίσημη επικύρωσή της. Σύσσωμος η Εκκλησία, δηλαδή Κληρικοί, Μοναχοί και Λαϊκοί, χωρίς ειδικό Τελετουργικό, το οποίο άλλωστε δεν υφίσταται και στα Λειτουργικά βιβλία, αναγνώριζαν την Αγιότητα των τιμωμένων και η πάνδημη αυτή αναγνώριση αποτελούσε ως ένα σημείο την επικύρωση και την καθιερωτική Πράξη της Ανακηρύξεως των Μαρτύρων ή Αγίων ή Οσίων στην Εκκλησία.

8. Κατά ταύτα η αναγνώριση των Αγίων γινόταν, γίνεται και οφείλει να γίνεται, συμφώνως προς την αδιάκοπη παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό της συνειδήσεως του Πληρώματος της Εκκλησίας. Η Εκκλησιαστική Αρχή δύναται, και πρέπον είναι, με ειδική Πράξη της να καθορίζει κάποιες λεπτομέρειες που συνεπακολουθούν της Αναγνωρίσεως του Αγίου, ιδίως λειτουργικής φύσεως, όπως ο καθορισμός της ημέρας της Μνήμης αυτού κ.λπ. Όμως πρέπει να γίνει πλήρως κατανοητό ότι η Διοικούσα, η Ποιμαίνουσα Εκκλησία, δεν κάνει ούτε κατασκευάζει Αγίους, αλλ’ απλώς αναγνωρίζει την υπάρχουσα και αφ’ εαυτής υφισταμένη κατάσταση της Αγιότητος σε ορισμένα Πρόσωπα. Κάθε απόπειρα της Διοικούσης ή Ποιμαινούσης Εκκλησίας να ανακηρύξει Αγίους έχει επηρεαστεί από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία αγιοποιεί και δεν αναγνωρίζει την υφισταμένη αγιότητα ορισμένων Προσώπων. Οι Ακολουθίες των Αγίων ουδέποτε κρίνονταν από τη Διοικούσα Εκκλησία, γι’ αυτό ως σήμερα το μόνο για το οποίο αποφαίνεται κάθε φορά είναι ότι η Ακολουθία δεν περιέχει δογματικές πλάνες και τίποτα περισσότερο.

9. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί, ότι εάν επρόκειτο να εκτεθούν συστηματικά όχι οι όροι ή οι προϋποθέσεις, αλλά οι λόγοι για τους οποίους αναγνωρίζεται κάποιος ως Άγιος, θα αναφέραμε τους εξής:

α) Το Βάπτισμα.

β) Το Μαρτύριο υπέρ της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως (το Βάπτισμα του Αίματος).

γ) Η Αγιότητα του Βίου.

δ) Οι εξέχουσες υπηρεσίες προς την Χριστιανική Εκκλησία.

ε) Η δια των Αγίων επιτέλεση Θαυμάτων από το Θεό, αν και πολλοί Άγιοι δεν έχουν να παρουσιάσουν Θαύματα. Άλλωστε προς όσους υποστηρίζουν ότι μέτρο της Αγιότητος είναι τα θαύματα, δύναται κάλλιστα να προβληθεί το Γραφικόν λόγιον, «Ιωάννης μεν σημείον εποίησεν ουδέν» (Ιωάν. 10, 41).

στ) Η διατήρηση μερικές φορές αδιαφθόρου του σώματος των Αγίων. Αλλά και αυτό δεν είναι πάντοτε δείγμα Αγιότητος. Γι’ αυτό και πάρα πολλών Αγίων δεν υφίστανται τα Τίμια Λείψανα, χωρίς αυτό να εμποδίζει την Αναγνώρισή τους. Άλλων Αγίων υπάρχουν μόνο τμήματα των Λειψάνων τους, και άλλων δεν υφίστανται καν ούτε τμήματα των Λειψάνων τους. Αυτό δεν εμποδίζει και πάλι την Αναγνώρισή τους.

ζ) Ο χρόνος ο οποίος απαιτείται για την Αναγνώριση κάποιου ως Αγίου είναι συγκεκριμένος, εφ’ όσον οι Μάρτυρες της Πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας αναγνωρίζονταν συνήθως αμέσως μετά τον θάνατό τους. Και αυτό δε συνέβαινε μόνο κατά την Πρωτοχριστιανική εποχή, αλλά και αργότερα κατά τον ίδιο τρόπο αναγνωρίζονταν. Έτσι ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης (450-457) τιμήθηκε αμέσως μετά το θάνατό του. Η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου άρχισε να τιμάται αμέσως μετά τον θάνατό της, που συνέβη κατά το 10ο αιώνα. Ο Άγιος Αρσένιος ο Κερκύρας κατά τον 10ο αιώνα αναγνωρίσθηκε αμέσως μετά το θάνατό του. Ο Άγιος Φώτιος οκτώ ημέρες μετά τον θάνατό του. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αμέσως μετά τον θάνατό του. Η Νεομάρτυς Αργυρή (1721) αμέσως μετά τον θάνατό της.

10. Από όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η Εκκλησία έχει τα δικά της κριτήρια προς αναγνώριση της αγιότητος ενός χριστιανού ανθρώπου και δεν επηρεάζεται από κοσμικά ή αντιχριστιανικά κριτήρια απιστίας ή αθεϊας. Αυτοί που χρησιμοποιούν τα κοσμικά κριτήρια αύριο θα μιλούν και θα επιζητούν την χημική ανάλυση του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου! Σε θέματα πίστεως τα πνευματικά και εκκλησιαστικά κριτήρια πρέπει να έχουν αποκλειστικότητα.

11. Η Ιερά Σύνοδος με βάση τα ανωτέρω εξέτασε και το θέμα, το οποίο, χωρίς εκκλησιαστική πρωτοβουλία και ευθύνη, απασχολεί την κοινή γνώμη σ’ ολόκληρη την Ελληνική Επικράτεια: την ανακομιδή του λειψάνου του μακαριστού Ιερομονάχου Βησσαρίωνος, της ιστορικής Ιεράς Μονής Αγάθωνος της Ιεράς Μητροπόλεως Φθιώτιδος.

Η Εκκλησία απ’ αρχής αντιμετώπισε το ζήτημα μετά της επιβαλλομένης σοβαρότητος, υπευθυνότητος και συνεπείας, ώστε ορισμένα αρνητικά σχόλια εις βάρος Της να είναι όχι μόνο άδικα αλλά και συκοφαντικά.

Παρά ταύτα και για την αποσόβηση περαιτέρω βεβηλώσεως της μνήμης του αειμνήστου ιερομονάχου από ανεύθυνους σχολιασμούς και ορατές ασχημίες, αλλά και για υπεύθυνη ενημέρωση των πιστών, οι οποίοι αθρόως συρρέουν για την προσκύνηση της σορού του Ιερομονάχου Βησσαρίωνος, η Ιερά Σύνοδος, αφού συνεζήτησε σήμερα διεξοδικά το ζήτημα αυτό και άκουσε και την σχετική με αυτό τοποθέτηση του οικείου Ποιμενάρχου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου, επιθυμεί να ενημερώσει τον πιστό λαό υπεύθυνα ότι:

α΄ Αποδίδει τον προσήκοντα σεβασμό στην μνήμη και το λείψανο του Ιερομονάχου Βησσαρίωνος, όπως άλλωστε πράττει και στην περίπτωση κάθε αδελφού μας που έχει κοιμηθεί.

β΄ Γίνεται δέκτης σωρείας υπευθύνων, εξ όλων των πλευρών, μαρτυριών από ανθρώπους οι οποίοι τον εγνώρισαν για την ταπεινή, ηθική, σεμνή και φιλάνθρωπη προσωπικότητά του.

γ΄ Μετά διακρίσεως πολλής παρατηρεί το φαινόμενο και αποφεύγει να προβεί στην εξαγωγή εσπευσμένων συμπερασμάτων ή να αποδεχθεί υπερβολικές, από κάθε πλευρά, εκδηλώσεις, θεωρεί, όμως, ότι το φαινόμενο αυτό συνιστά «σημείον» του ουρανού, δηλαδή μήνυμα προς τον λαό μας και την εποχή μας.

δ. Θα προσεύχεται και θα αναμένει την ομολογία και αποδοχή, ενδεχομένως, της αγιότητος του Γέροντα, από όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, όπως Εκείνη κατά την ιερή παράδοσή Της διαχρονικά τηρεί.

ε. Εκτιμά ως σοβαρή και νηφάλια την αντιμετώπιση του όλου θέματος από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικόλαο, του οποίου η ποιμαντική στάση δεν έδωσε αφορμή για αρνητικά σχόλια.

στ. Συγχαίρει τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικόλαο για την δήλωσή του ενώπιόν της ότι τα χρήματα, που συγκεντρώνονται από εκούσιες προσφορές πιστών, θα διατεθούν για την σύσταση κοινωφελούς ιδρύματος επ’ ονόματι «Γέροντος Βησσαρίωνος» με σκοπό την βοήθεια απόρων οικογενειών, χορήγηση υποτροφιών και βοήθεια προς άτομα με ειδικές ανάγκες, προς αϊδιον μνήμη του μακαριστού Γέροντος, πασίγνωστου για την φιλανθρωπική του δραστηριότητα και

ζ. Αποφασίζει, προκειμένου να προασπίσει το άσπιλο κύρος της Εκκλησίας και την μνήμη του σεβαστού Γέροντα, να ζητήσει από τον οικείο Ιεράρχη να εποπτεύσει ώστε το αδιάφθορο σκήνωμα του π. Βησσαρίωνος να μη τύχει της οιασδήποτε ασεβούς εκμεταλλεύσεως από στοιχεία ξένα προς την ιερότητα του φαινομένου και με πίστη και προσευχή να αναμένει την φανέρωση του θελήματος του Θεού, όποτε και αν Εκείνος το επιτρέψει και με τους τρόπους που Εκείνος κρίνει.

Εκ του Γραφείου Τύπου της Ιεράς Συνόδου

Δημιουργία αρχείου: 13-4-2006.

Τελευταία ενημέρωση: 13-4-2006.

ΕΠΑΝΩ