Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: δ' // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: στ'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ:  ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ


 Κεφάλαιο Γ΄: Αντικανονική η απόσχισις των Γ.Ο.Χ. από την Εκκλησία της Ελλάδος το 1924

ε΄. Δεν δημιουργούν λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας οι αθετήσεις των εκκλησιαστικών παραδόσεων και κανονικών διατάξεων, που δεν πλήττουν ευθέως την Ορθόδοξο πίστη

Οι άγιοι Πατέρες λοιπόν τόσο δια της διδασκαλίας τους όσο και δια του παραδείγματός τους μας διδάσκουν ακριβώς τα αντίθετα, από όσα μας διδάσκει ο π. Θεοδώρητος, και συγκεκριμένα ότι δεν δημιουργούν λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας όλες ανεξαιρέτως οι αθετήσεις των εκκλησιαστικών παραδόσεων και μάλιστα των κανονικών διατάξεων:

 

1. Ο άγιος Φώτιος, παρά το ότι σεβόταν τον δογματικό όρο της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου κατά των αθετούντων τις εκκλησιαστικές παραδόσεις και είχε επιτρέψει δια του ιε΄ κανόνος της ΑΒ΄ Συνόδου του την διακοπή της κοινωνίας, με όσους κηρύττουν αιρετικές διδασκαλίες ή αθετούν παραδόσεις, που έχουν άμεση σχέσι με την Ορθόδοξο πίστι, ανεχόταν αρκετά έθιμα της Ρώμης παρά «την αντίφασή τους προς την καθιερωμένη παράδοση και κανονική τάξη»128.

Αποδεχόμενος ο Άγιος το βασικό αξίωμα των αγίων Συνόδων και Πατέρων της Εκκλησίας περί εκκλησιαστικής Οικονομίας που προαναφέραμε, υποστήριζε ότι «αι Εκκλησίαι του Χριστού υποχρεωτικώς οφείλουσι τηρείν κυρίως τας αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, ενώ κατά τα άλλα, ως εν τοις εθίμοις και ετέραις διατάξεσι δύναται να υπάρχη διαφορά άνευ βλάβης της ενότητος της πίστεως»129.

Συγκεκριμένα ο Άγιος υποστήριζε, ότι οφείλουμε οπωσδήποτε να τηρούμε «προ γε των άλλων τα περί πίστεως, ένθα και το παρεγκλίναι μικρόν, αμαρτείν εστιν αμαρτίαν την προς θάνατον... Και τα μεν οικουμενικαίς και κοιναίς τυπωθέντα ψήφοις, πάσι προσήκει φυλάττεσθαι»130. Αντιθέτως, στην εξωτερική, λειτουργική ζωή και λατρεία, στα ήθη και έθιμα, καθώς και στις διοικητικές μορφές και σχήματα της Εκκλησίας, «εν οις -δηλαδή- ουκ έστι πίστις το αθετούμενον, ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος έκπτωσις»131, είναι ανεκτές και επιτρεπτές ορισμένες κατά τόπους επουσιώδεις παραλλαγές και διαφοροποιήσεις.

Ο άγιος Φώτιος λοιπόν ανεχόταν τα παράνομα, λατινικά έθιμα, εφόσον φυσικά δεν τα επέβαλλαν και στην Εκκλησία του, χωρίς να θεωρή ότι η αθέτησις από την Εκκλησία της Ρώμης ορισμένων εκκλησιαστικών παραδόσεων και κανονικών διατάξεων αποτελούσε εύλογη αιτία για διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί της. Συγκεκριμένα ο Άγιος ανεχόταν την αντιπαραδοσιακή κατάλυσι αρτυσίμων τροφών κατά την πρώτη εβδομάδα της μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς επίσης και την νηστεία των Σαββάτων, η οποία αντέκειτο στον ξδ΄ αποστολικό και τον νε΄ κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Ο Άγιος ανεχόταν επίσης την παράνομη κατά τα μανιχαϊκά πρότυπα «λατινικήν γενικήν καταναγκαστικήν αγαμία του Κλήρου»132, η οποία ήταν αντίθετη της «αποστολικής ακριβείας και τάξεως»133, αλλά και των κανονικών διατάξεων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.

Αντίθετη προς τις ιερές παραδόσεις θα πρέπει επίσης να θεωρηθή η αντίληψις των Λατίνων, ότι μόνο οι επίσκοποι έχουν το δικαίωμα να τελούν το μυστήριο του χρίσματος «το των πρεσβυτέρων χρίσμα, άχρηστον είναι, και εις μάτην επιτελείσθαι, τερατευόμενοι»134.

Ο άγιος Φώτιος αναγκάσθηκε να διακόψη την κοινωνία με την Ρώμη το 867, επειδή προσπάθησε να επιβάλη την κακοδοξία του filioque και τα παράνομα έθιμά της στην νεοσύστατη, Βουλγαρική Εκκλησία, η οποία ανήκε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως.

Η αποκατάστασις των σχέσεων των δύο Εκκλησιών επιτεύχθηκε κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο (879), καθώς οι αντιπρόσωποι του πάπα ανέγνωσαν μαζί με όλους τους επισκόπους το Σύμβολο της πίστεως χωρίς το filioque135. Εάν ο μέγας Φώτιος αποδεχόταν τις αντιπαραδοσιακές απόψεις του π. Θεοδωρήτου, θα έπρεπε προ της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας να απαιτήση από την Εκκλησία της Ρώμης να παύση τις αθετήσεις των ανωτέρω εκκλησιαστικών παραδόσεων και κανονικών διατάξεων, τις οποίες άλλωστε ο ίδιος ο Άγιος είχε καταδικάσει δριμύτατα κατά την περασμένη δεκαετία136.

 

2. Έως το 1054 δε, έτος κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε το οριστικό σχίσμα με την Ρώμη, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ανέχονταν επιπλέον την τεράστια, ηθική διαφθορά του Παπισμού («εποχή της πορνοκρατίας, καθ ην οι πάπαι... πολλαχώς εκηλίδωσαν και κατερρύπωσαν τον παπικόν θρόνον επί ημίσειαν εκατονταετηρίδα»137, αλλά και τις νέες αθετήσεις εκκλησιαστικών παραδόσεων, που οι Λατίνοι είχαν διαπράξει από την εποχή του αγίου Φωτίου και έπειτα. Σε σχετική επιστολή του Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλαρίου αναφέρονται συγκεκριμένα «το περί αζύμων αυτοίς επικρεμάμενον έγκλημα, και το τα πνικτά τούτους εσθίειν και το ξυράσθαι... Και δύο αδελφάς δύο λαμβάνουσι... Και το θείον βάπτισμα επιτελούντες, τους βαπτιζομένους βαπτίζουσιν εις μίαν κατάδυσιν»138.

Είναι χαρακτηριστικές οι απόψεις του Πέτρου Αντιοχείας σε απάντησί του προς τον Κηρουλάριο: «Έγωγε... ει την εν τω αγίω Συμβόλω προσθήκην διορθώσαιντο ου δεν αν έτερον επεζήτουν»· άλλωστε κατά τον συνετό πατριάρχη, «ένθα μη Θεός η πίστις το κινδυνευόμενον, (καλόν εστίν) νεύειν αεί προς το ειρηνικόν και φιλάδελφον»139. Τόσο λοιπόν η διδασκαλία όσο και η πράξις των Εκκλησιών της Ανατολής έως το 1054 φανερώνουν, ότι οι επ' Εκκλησίας αθετήσεις των παραδόσεων και κανονικών διατάξεων είναι μεν θλιβερές και απευκταίες, δεν πρέπει όμως να θεωρούνται ως επαρκής λόγος για διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας και αποκήρυξι των υπευθύνων.

 

3. Καθώς διηγείται ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, δεν ήταν ολίγες οι κανονικές διατάξεις και παραδόσεις, οι οποίες είχαν κατά την εποχή του σε πολύ μεγάλο βαθμό αμεληθή και καταφρονηθή. Ο Άγιος θρηνούσε π.χ. για τις αθετήσεις του στ΄ κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που απαγόρευε «να χειροτονούνται απολύτως και αορίστως οι κληρικοί»140, του ιδ΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου που καθώριζε τα όρια ηλικίας των χειροτονουμένων ιερέων και διακόνων141, του ιθ΄ της αυτής που αναφερόταν στα διδακτικά καθήκοντα των κληρικών142, του κα΄ της αυτής σχετικά με την παπαλήθρα των κληρικών143, του ξθ΄ της αυτής που απαγόρευε την είσοδο των λαϊκών στο άγιο βήμα144 και του κβ΄ της αυτής που απαγόρευε την σιμωνία.

Ειδικότερα για το τελευταίο παράπτωμα ο Άγιος υποστήριζε, ότι στην εποχή του «χειροτονούνται οι περισσότεροι με αργύρια»145, προσέθετε δε και τα εξής χαρακτηριστικά: «Ανάγνωθι και στέναξον, αδελφέ, επί τη αθετήσει των τοιούτων και τηλικούτων Κανόνων, επειδή την σήμερον τέτοιας λογής ενεργείται η Σιμωνία, ωσάν να ήτο μία αρετή, και όχι θεοστυγής αίρεσις, καθώς την ονομάζει ο αγιώτατος Γεννάδιος. Ανίσως, κατά τας περιλήψεις, των ιερών Κανόνων, ζητήση τινάς τα εκκλησιαστικά πράγματα της ενεστώσης καταστάσεως, βέβαια απορεί, και δεν ευρίσκει παραμικράν ομοίωσιν της προτέρας καταστάσεως»146.

Ο άγιος Νικόδημος και οι υπόλοιποι άγιοι Κολλυβάδες της εποχής του αγωνίσθηκαν μεν κατά των αθετήσεων των ιερών παραδόσεων και των κανονικών διατάξεων, δεν διέκοψαν όμως την εκκλησιαστική κοινωνία με τους εκκλησιαστικώς προϊσταμένους τους, ούτε ίδρυσαν κάποια Εκκλησία Γ.Ο.Χ. Ο ιερός Νικόδημος μάλιστα συνιστούσε στους πιστούς να αποφεύγουν με όλη τους την δύναμι τα σχίσματα και τις διαιρέσεις: «Εάν δε τις εξ αυτών (των επισκόπων), πράττη παράλογόν τι ημάς εμποδίζει από του να κάμνωμεν κανέν έργον θεάρεστον, ημείς, ας μη παύσωμεν παρακαλούντες και δεόμενοι, έως ου να τον καταπείσωμεν εις το να γίνη εκείνο το θέλημα του Θεού... Δια να λείπουν μακράν από ημάς τα σκάνδαλα, αι ταραχαί, τα σχίσματα, αι διαιρέσεις· διότι αυτά είναι αφανιστικά των ψυχών μας»147.

 

4. Τα έτη 1833-1834 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος πιεζομένη από την τότε κυβέρνησι αποφάσισε την διάλυσι και κατάργησι τετρακοσίων περίπου ιερών Μονών. Σε μία για παράδειγμα από τις αναμφισβήτητα «ωμές και απάνθρωπες»148 αποφάσεις της η Ιερά Σύνοδος ώριζε τα εξής χαρακτηριστικά: «Όσαι μεν των αυτών (των μοναζουσών) ευρεθώσιν έχουσαι ηλικίαν κατωτέραν των τεσσαράκοντα ετών, να υποχρεωθώσι το ν απέλθωσιν ακατακρίτως εις τα ίδια»149. Πράγματι, οι πτωχοί και ανήμποροι μοναχοί και μοναχές «διεσκορπήσθησαν εξοικισθέντες άπαντες», οι Μονές υπέστησαν εντυπωσιακές βεβηλώσεις από τους κατά τόπους Νομάρχες και Επάρχους, ενώ τα «κινητά αυτών κτήματα επωλήθησαν ευθύς, τα δ' ακίνητα εμισθώθησαν»150.

Επιπλέον η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος «εδικαίωσεν εκπεφασμένως συγχωρήσασα» και ορισμένες «υπό των ιερών κανόνων κεκωλυμένας γαμικάς συζυγίας... Ούτως άπαξ αρθέντος του ιερού των κανόνων φραγμού, συνεισέρρευσαν και πλείονες παρ όσας εδικαίωσεν η Σύνοδος αθεμιτογαμίας»151. Τέλος η Σύνοδος επέτρεψε για πρώτη φορά επίσημα την τέλεσι μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, πράγματα δηλαδή «παράνομα και εναντία των ιερών Κανόνων»152 (ιδ΄ της Δ΄, οβ΄ της ΣΤ΄, ι΄, λα΄ της εν Λαοδικεία και κθ΄ της εν Καρθαγένη).

Το ίδιο έπραξε λίγα έτη αργότερα (1850153 - 1878154) και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, είναι δε γεγονός ότι οι αποφάσεις περί της κατ' οικονομίας τελέσεως των μικτών γάμων ισχύουν μέχρι και σήμερα.

Οι ανωτέρω σημαντικές αθετήσεις τόσο «του Μοναχικού βίου» όσο και «των Κανονικών Διατάξεων και Παραδόσεων της Εκκλησίας»155 δεν ωδήγησαν τους Ορθοδόξους εκείνης της εποχής και ιδίως τον «ζηλωτήν της Ορθοδόξου πίστεως ημών, αοίδιμον Κων/νον Οικονόμου τον εξ Οικονόμων»156 να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους επισκόπους τους. Προφανώς οι σοφοί Πατέρες του ιθ΄ αιώνος (όπως άλλωστε και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας) θεωρούσαν εσφαλμένες τις σημερινές ζηλωτικές απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται ή μάλλον επιβάλλεται η απόσχισις δια «πάσαν αθέτησιν υπό του επισκόπου του Μοναχικού βίου» ή «των Κανονικών Διατάξεων και Παραδόσεων της Εκκλησίας».

Αντιθέτως, επαναλαμβάνουμε για μία ακόμη φορά, σύμφωνα με την Ορθόδοξο διδασκαλία, μόνο αθετήσεις των παραδόσεων που πλήττουν ευθέως την Ορθόδοξο πίστι, μπορούν να θεωρηθούν ως επαρκής λόγος για διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Τέτοιες είναι αναμφίβολα οι αθετήσεις των εκκλησιαστικών παραδόσεων που διέπραξαν οι Εικονομάχοι (άρνησις εξεικονίσεως και προσκυνήσεως του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, άρνησις προσκυνήσεως και αποδόσεως τιμής στον τίμιο Σταυρό και τα άγια λείψανα), καθώς και οποιεσδήποτε άλλες, που κατά παρόμοιο τρόπο πλήττουν την ευσέβεια.

Ως επαρκής λόγος διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας θα μπορούσε π.χ. να χαρακτηρισθή η αθέτησις της εκκλησιαστικής παραδόσεως, σύμφωνα με την οποία μόνο οι άνδρες είναι δυνατόν να λαμβάνουν το χάρισμα της ιερωσύνης. Πράγματι, η χειροτονία των γυναικών (πολύ περισσότερο των ομοφυλοφίλων) κατά τα προτεσταντικά πρότυπα «είναι νεωτερισμός ουδαμού της Ιεράς Παραδόσεως ευρίσκων έρεισμα». Η συγκεκριμένη πράξις «δεν αποτελεί μόνον κανονικόν θέμα απλής εκκλησιαστικής πειθαρχίας, αλλ' αναφέρεται εις αυτήν ταύτην την βάσιν της Χριστιανικής πίστεως»157.

Θα θέλαμε τέλος να επισημάνουμε, ότι οι επ' Εκκλησίας αθετήσεις των παραδόσεων και των κανονικών διατάξεων που προαναφέραμε, αποτελούν ένα μικρό δείγμα, των όσων έχουν συμβή στην Ιστορία της Εκκλησίας. Πολυποίκιλοι, πολιτικοί, εθνικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί λόγοι, αλλά και λόγοι εκκλησιαστικής Οικονομίας έχουν οδηγήσει κατά καιρούς μεμονωμένους επισκόπους ή ακόμη και μεμονωμένες Τοπικές Εκκλησίες σε παρέκκλισι από την Παράδοσι και την κανονική ακρίβεια και τάξι, δηλαδή σε αθέτησι, καταφρόνησι ή παραμερισμό συγκεκριμένων εκκλησιαστικών παραδόσεων η κανονικών διατάξεων.

Παρά ταύτα οι πράξεις αυτές, οι οποίες φυσικά δεν έθιγαν ευθέως την Ορθόδοξο πίστι, κρίθηκαν ανεκτές από το σώμα της Εκκλησίας και δεν απετέλεσαν εύλογη αιτία για αποκήρυξι των υπευθύνων από το ποίμνιό τους.

Άλλωστε, στην Εκκλησία υπάρχουν «παραδόσεις και παραδόσεις· παραδόσεις ιεραί, θείαι, αμετάβλητοι, αμετακίνητοι, άθικτοι και παραδόσεις τοπικαί, τυπικαί ουδεμίαν προς τας πρώτας σχέσιν έχουσαι, μεταβληταί, ρευσταί, αδιάφοροι, άσχετοι προς την πίστιν, εις ουδένα υποκείμεναι Κανόνα, ουδέ κολάζουσαι τους παραβάτας και αθετητάς»158.

 

Σημειώσεις:


128. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος β΄, σελ. 113.

129. Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 110, 3, σελ. 52.

130. Μεγάλου Φωτίου, Επιστολή β΄, βιβλίο α΄, P.G.102, 604CD.

131. Ένθ ανωτ. P.G.102, 605C.

132. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία..., τόμος α΄, σελ. 319.

133. ΙΓ΄ κανών ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, P.G.137, 560B.

134. Μεγάλου Φωτίου, Επιστολή ιγ΄, βιβλίο α΄, κεφ. Στ΄, P.G.102, 725A.

135. Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 112, 1, σελ. 62.

136. Ένθ ανωτ. Κεφ. Δ΄-λγ΄, P.G.102, 724A-736B.

137. Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. § 136, 1, σελ. 156.

138. Ιω. Καρμίρη, ένθ ανωτ. σελ. 341-342.

139. Κεφ. ΚΒ΄, ιδ΄, P.G.120, 796-816.

140. Πηδάλιον, σελ. 190.

141. Ένθ ανωτ. σελ. 231-232.

142. Ένθ ανωτ. σημείωσις α΄, σελ. 235.

143. Ένθ ανωτ. σημείωσις α΄, σελ. 237 και σημείωσις α΄, σελ. 299.

144. Ένθ ανωτ. σημείωσις α΄, σελ. 281.

145. Ένθ ανωτ. σημείωσις στ΄, σελ. 696.

146. Ένθ ανωτ. σελ. 238.

147. Περί της συνεχούς Μεταλήψεως..., σελ. 117.

148. Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος β΄, σελ. 251.

149. Ένθ ανωτ. σελ. 255.

150. Ένθ ανωτ. σελ. 267-268.

151. Ένθ ανωτ. σελ. 248-249, 251.

152. Ένθ ανωτ. σελ. 246.

153. Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 26, σελ. 230.

154. Ι. Κοτσώνη, Προβλήματα της «εκκλησιαστικής οικονομίας», § 11, σελ. 27.

155. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Όταν οι φύλακες προδίδουν, εν Περιοδικώ Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 117, σελ. 22.

156. το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, σελ. 105.

157. Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Θεολογικοί Διάλογοι..., σελ. 155-156.

158. Σωφρονίου Ευστρατιάδου, το εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 23.


 
ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: δ' // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 1 - Κεφάλαιο Γ: στ'

Δημιουργία αρχείου: 1-10-2012.

Τελευταία ενημέρωση: 25-10-2012.

Πάνω