Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: β΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: δ'
 
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ
ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ

Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:

ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ


Κεφάλαιο Β΄: Αβάσιμες οι κατηγορίες των Γ.Ο.Χ. ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή τις θεωρίες του αιρετικού Οικουμενισμού της Δύσεως

γ΄. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχουν απαρνηθή την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία

Είναι αναμφίβολο ότι οι ανωτέρω διακηρύξεις των Ορθοδόξων που συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνησι κάθε άλλο παρά Ορθόδοξες είναι. Παρά ταύτα πιστεύουμε, ότι δεν αποτελούν σε καμμία περίπτωσι επίσημη διακήρυξι αιρέσεως, καθώς δεν υιοθετήθηκαν ποτέ ως ακριβές φρόνημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παρέμειναν σποραδικές και άνευ συνοδικών εγκρίσεων απόψεις μεμονωμένων θεολόγων.

Ουδέποτε δηλαδή κάποια Τοπική Ορθόδοξος Εκκλησία διεκήρυξε επίσημα ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από την Ορθόδοξο Εκκλησία ή ότι οι ετερόδοξες Εκκλησίες, όπως π.χ. η παπική η η μονοφυσιτική, ανήκουν στο σώμα της Καθολικής Εκκλησίας, έχουν αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη, ιερά Μυστήρια και αποτελούν ισότιμες με την Ορθόδοξο Εκκλησία οδούς σωτηρίας. Όσο και αν ερευνήση κανείς, είναι αδύνατο να ανακαλύψη τέτοιου είδους επίσημες διακηρύξεις.

Η Εκκλησία της Γεωργίας μάλιστα το 1999 σε σχετική συνοδική της απόφασι διεκήρυξε τελείως αντίθετες απόψεις χαρακτηρίζοντας την θεωρία περί «υπάρξεως της Ζωοπαρόχου Χάριτος πέρα των κανονικών ορίων της Εκκλησίας»84 ως αιρετική.

Την άποψί μας αυτή παραδέχονται άλλωστε και αρκετοί Γ.Ο.Χ., οι οποίοι υποστηρίζουν τα εξής: «Πρωτίστως δεν είναι ορθόν, αλλ' ούτε και δίκαιον, να χαρακτηρίζεται και θεωρήται μία Τοπική Εκκλησία συνολικώς ως οικουμενιστική, επειδή ένας αριθμός, ενίοτε μάλιστα μικρός, κληρικών της είναι όντως Οικουμενισταί: αυτοί βεβαίως δεν ταυτίζονται με την τοπικήν Εκκλησίαν. Αι Τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σήμερον είναι κατά βάθος αντι-οικουμενιστικαί· η αδράνεια της σιωπώσης πλειοψηφίας δεν σημαίνει οπωσδήποτε συμφωνίαν και επιδοκιμασίαν των οικουμενιστικών πράξεων και διδασκαλιών. Δεν θα πρέπει να λησμονήται, ότι καμμία Τοπική Εκκλησία δεν εκήρυξε συνοδικώς το κύριον δόγμα του Οικουμενισμού ως πιστευτέαν και αναγκαίαν δια την σωτηρίαν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· αλλ ούτε και πανορθοδόξως διεκηρύχθη ποτέ τούτο»85. Μετά από αυτή την ομολογία «τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματ. κστ΄, 65).

Όπως μάλιστα θα δείξουμε κατωτέρω, (όταν δηλαδή θα αναφερθούμε στην αντίδρασι των αγίων Πατέρων σε παρόμοιες καταστάσεις), υπήρχαν και κατά το παρελθόν ορισμένοι Ορθόδοξοι κληρικοί, οι οποίοι διεκήρυτταν -και μάλιστα έμπρακτα- απόψεις εφάμιλλες σε κακοδοξία με τις σημερινές, οικουμενιστικές. Ακόμη δηλαδή και μητροπολίται εξωμολογούντο στους παπικούς, καπουτσίνους ιερομονάχους ή ανέθεταν σ' αυτούς να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο κλήρο και λαό εκφράζοντας έτσι την αντίθεσί τους προς την εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Παρά ταύτα οι άγιοι Πατέρες δεν θεώρησαν εξ αιτίας των μεμονωμένων αυτών ατόμων ολόκληρη την Ορθόδοξο Εκκλησία αιρετική ούτε διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Απλά προσπάθησαν με κάθε τρόπο να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τα λάθη τους και να τα διορθώσουν.

Την ανωτέρω άποψί μας ότι οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ συνοδικών εγκρίσεων κακόδοξες διακηρύξεις και ενέργειες μεμονωμένων Ορθοδόξων δεν συνιστούν επίσημη διακήρυξι αιρέσεως και συνεπώς δεν αποτελεί λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους αποδέχονται ακόμη και οι πλέον ακραιφνείς Γ.Ο.Χ., οι οποίοι υποστηρίζουν τα εξής: «Εν όσω η πανάθεσμος προσθήκη, (του filioque) υπό τινων, σποράδην, εδώ και εκεί, κατά μέρος εψιθυρίζετο, έξω του θρόνου της Ρώμης, τότε οι Ανατολικοί, επειδή ήτο η κεφαλή της Ρώμης υγιαίνουσα και καθαρά, δεν εκινήθησαν παντάπασι»86. Η επί αιώνας δηλαδή σποραδική διακήρυξις της αιρέσεως του filioque από λατίνους θεολόγους ή ακόμη και από Τοπικές Λατινικές Συνόδους87 δεν απετέλεσαν για τους Ανατολικούς επαρκή λόγο για να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Δύσι.

Απόλυτα σύμφωνος με την άποψί μας περί διαφοράς μεταξύ επίσημης κηρύξεως αιρέσεως και σποραδικής είναι και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Σύμφωνα με δικούς του λόγους, ο Άγιος ζήτησε από τους Λατίνους κατά την Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) «εκβληθήναι την προσθήκην εκ του αγίου συμβόλου... ης εκβληθείσης συναπόλοιτο αν και η δόξα (η κακοδοξία του filioque), και ούτως καλόν αν ην ει ενούμεθα μετά τούτου του τρόπου· ει δε και υπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην την δόξαν, τούτο ουδέν αν ην προς το καθόλου πλήρωμα της Εκκλησίας· μη κηρυττούσης γαρ αυτής αυτήν δια του συμβόλου, εσβέννυτο αν κατά μικρόν και από της πάντων διανοίας, ή και μετ' ολίγου κόπου η Εκκλησία κατήργει αν αυτήν»88.

Την εμμονή του στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία διεκήρυξε και ο Οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος ως κεφαλή της πρώτης τη τάξει Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σε Επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Δια της Επιστολής του αυτής ο πατριάρχης απαντούσε ταυτόχρονα και στις διάφορες εναντίον του κατηγορίες των Γ.Ο.Χ. περί αποδοχής των οικουμενιστικών κακοδοξιών89 και βλασφημίας κατά των αγίων Πατέρων90.

Ο πατριάρχης υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι το σώμα του Χριστού «είναι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία»91, η οποία «είναι κάτοχος της απολύτου εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι αληθείας»92. Ο πατριάρχης καταδίκασε επίσης την Ουνία, το πρωτείο του πάπα, τις ποικίλες εκτροπές των Παπικών και τα νέα δόγματά τους προτρέποντάς τους να μετανοήσουν και να αλλάξουν τακτική: «Και ούτω να ενωθήτε - ορθοδόξως φρονούντες και βιούντες- με την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δια να αποκατασταθή η ενότης υμών με την Μίαν Εκκλησίαν, από της οποίας οι προπάτορες υμών απέσπασαν υμάς»93. Τέλος ο πατριάρχης ωμολόγησε ότι «η μεταξύ ημών (δηλαδή των ρωμαιοκαθολικών και των ορθοδόξων) απόκλισις διαρκώς μεγενθύνεται και ότι το τέρμα, εις το οποίον οδηγούν οι δρόμοι ημών προοιωνίζεται διαφορετικόν»94.

Ευχή κάθε πιστού είναι οι Ορθόδοξες αυτές αλήθειες να ομολογούνται με παρρησία και σαφήνεια από κάθε Ορθόδοξο επίσκοπο παραμεριζομένης κάθε είδους διπλωματικής διγλωσσίας. Άλλωστε, συμφωνούμε απολύτως με την άποψι, ότι δεν είναι σωστό να «μεταβάλλωμεν τον πνευματικόν χώρον της Εκκλησίας, χώρον απλότητος, παρρησίας, ευθύτητος και ειλικρινείας, εις χώρον κοσμικών φιλοφρονήσεων και διπλωματικών ευγενών αποκρύψεων, δια να διατηρηθή απλώς κλίμα ψευδούς ειρήνης και συμφιλιώσεως εις βάρος των αληθειών της πίστεως»95.

 

Σημειώσεις:


84. Περιοδικό Ορθόδοξος Ενημέρωσις, τεύχος 32, σελ. 134.

85. Περιοδικό Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχος 1, 2000, σελ. 21.

86. Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου..., σελ. 62.

87. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 22, σελ. 343-344, 353-354.

88. Sylvestre Syropoylos, ένθ ανωτ. Τμήμα η΄, κεφ. λστ΄, σελ. 422-424.

89. Περιοδικό Άγιος Αγαθάγγελος, τεύχος 169, σελ. 2-3.

90. Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Περιοδικό Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 106, σελ. 11.

91. Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, φύλλο 1332, σελ. 5.

92. Ένθ ανωτ. φύλλο 1333, σελ. 1.

93. Ένθ ανωτ. φύλλο 1334, σελ. 1.

94. Ένθ ανωτ. φύλλο 1331, σελ. 1.

95. Θ. Ζήση, Ουνία - Νεώτερες εξελίξεις, σελ. 47.

 


 
ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: β΄ // Περιεχόμενα // ΜΕΡΟΣ 3 - Κεφάλαιο Β: δ'

Δημιουργία αρχείου: 24-10-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 30-10-2013.

Πάνω