Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Βιβλία, Ιστορικά θέματα, Αθεϊσμός και Βιογραφικά

Ο πράκτορας του Ναπολέοντα Κοραής κατά της Ρωμιοσύνης // Σκοτεινός "διαφωτισμός" τού Κοραή // Η εσφαλμένη αντιμετώπιση τής παράδοσης από τον "προοδευτισμό" // Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και η Επανάσταση του 1821 // Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία // Διαφωτισμός και Φραγκομασονία // Σκέψεις και απαντήσεις με αφορμή το κείμενο της «Ελληνικής Νομαρχίας» του Ανωνύμου

Βιβλιοπαρουσίαση τού Papyrus 52 στο πόνημα:

Κοραής και Γρηγόριος Ε΄. Κοινωνικές Συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)

 

Τού Γιώργου Καραμπελιά

 

Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2009.

 

Ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Κοραής και Γρηγόριος Ε΄. Κοινωνικές Συγκρούσεις και Διαφωτισμός στην Προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)» (Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2009), δόθηκε πρόσφατα[1] στο αναγνωστικό κοινό από τον φιλόπονο συγγραφέα Γιώργο Καραμπελιά, ως ενδιάμεσος σταθμός και ως πρόγευση ενός εκτεταμένου έργου με τίτλο «Αναγέννηση του νεώτερου ελληνισμού, 1700-1922» το οποίο, όπως προαναγγέλλει ο συγγραφέας, θα επικεντρώνεται στην «ιστορία των ιδεών στην προεπαναστατική Ελλάδα» ως «συνέχεια της μελέτης, 'Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού'»[2].

Όποιος διάβασε το προηγούμενο έργο του κου Καραμπελιά με τίτλο «1204. Η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού» (Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006) θα κατάλαβε οπωσδήποτε ότι ο συγγραφέας αποφάσισε όχι απλά να γράψει ένα δοκίμιο, αλλά να συμβάλει στη μελέτη των ιδεών του νεώτερου ελληνισμού. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν η τεράστια βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε και η επίπονη τεκμηρίωση των απόψεων που διατύπωσε, καταρρίπτοντας ιδεοληψίες και αγκυλώσεις και δημιουργώντας προβληματισμούς για θέματα που σχετίζονται με το Βυζάντιο[3] και ίσως κάποιοι τα θεωρούν δεδομένα, χωρίς όμως να είναι. Ρεαλιστικά προτείνει την αποδοχή των γεγονότων του παρελθόντος χωρίς ανεδαφικές τάσεις επιστροφής σε ένα αυτούσιο «ένδοξο Βυζάντιο» αλλά και χωρίς τα «ψευδο-διαφωτιστικά αντιβυζαντινά μυθεύματα» των άκριτων υποστηρικτών «του δυτικού Διαφωτισμού, που παρουσιάζουν το Βυζάντιο ως το βασίλειο του σκοταδισμού και της ‘οπισθοδρόμησης’»[4]. Ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί είναι να αποτελέσει το παρελθόν «πηγή ταυτότητας και έμπνευσης»[5] για την πορεία προς το μέλλον.

Ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο του συγγραφέα για το «1204» σχετίζεται απόλυτα με το νέο βιβλίο «Κοραής και Γρηγόριος Ε΄» είναι προφανής: ο ψευδο-διαφωτισμός στη χώρα μας έχει ως κοινή συνισταμένη των προσπαθειών του τον πόλεμο με κάθε μέσο ενάντια στην Ορθόδοξη πίστη, τον κλήρο, την ύπαρξη και μόνο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και αυτός ο πόλεμος προφανώς αφορά όλη την περίοδο από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι και την Τουρκοκρατία, οπότε και μας ελευθέρωσαν, υποτίθεται, «τα ευρωπαϊκά φώτα»!

Μ’ αυτές τις γνωστές αγκυλώσεις και παρερμηνείες της νεώτερης ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας ασχολείται ο κος Καραμπελιάς και στο νέο βιβλίο του, στο οποίο πνέει η ίδια αύρα της αγάπης για την τίμια και επίπονη έρευνα.

Το «Κοραής και Γρηγόριος Ε΄» είναι ένα μικρού σχήματος βιβλίο, διακοσίων περίπου σελίδων, το οποίο αποτελεί «αυτοτελή μελέτη» η οποία «αφορά στη Σμύρνη και στις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κοινότητας, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα»[6].

Ασφαλώς, το θέμα αυτό δεν επιλέχθηκε τυχαία, αφού η Σμύρνη σύμφωνα με τον συγγραφέα «αποτελεί μια παραδειγματική απεικόνιση ενός μεγάλου μέρους των προβλημάτων του προεπαναστατικού ελληνισμού» τα οποία σχετίζονται με τον «Ελληνικό Διαφωτισμό» και τις σχέσεις του «με τις ανώτερες τάξεις, την Εκκλησία και τα λαϊκά στρώματα» αλλά και τις σχέσεις «του δίπολου Εκκλησία και Διαφωτισμός της προεπαναστατικής Ελλάδας» [7].

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο συγγραφέας ασχολείται με μια σύντομη αλλά περιεκτική ανάλυση της «ημιαποικιακής» Σμύρνης ως προς την δημογραφική της ανάπτυξη, την οικονομική δραστηριότητα, την ταξική της διαστρωμάτωση, την κοινωνική δομή και ιεραρχία, με τους βασικούς πόλους αντίθεσης που περιείχε.

Στη συνέχεια, παρουσιάζει τις εξής περιπτώσεις συγκρούσεων στη Σμύρνη: το 1788 και το1818-19, ανάμεσα στη μεγαλοαστική εμπορική τάξη της Σμύρνης, τους λεγόμενους ‘άρχοντες’, και τη συμμαχία των λεγομένων εσναφίων με τον ‘όχλο’, καθώς και των ‘σχολικών’ γεγονότων του 1809-1810.

Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι ένας ικανός συγγραφέας που γνωρίζει πώς να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη: στα δύο αυτά κεφάλαια συγκρούσεων που πραγματεύεται, παρουσιάζει πρώτα τις πηγές, κατόπιν εκθέτει τις αντιπροσωπευτικότερες απόψεις των εκπροσώπων της «διαφωτιστικής» ιστοριογραφίας και τις ερμηνείες τους επάνω στις πηγές, και κατόπιν με μια πραγματική ομοβροντία στοιχείων αποκαλύπτει την, ακραία σε κάποιες περιπτώσεις, στρεβλότητα των ερμηνειών αυτών, οι οποίες συχνά απέχουν τόσο πολύ από την κοινή λογική που δείχνουν προαποφασισμένες με βάση το μοντέλο της «διαφωτιστικής» ιστοριογραφίας!

Προσπάθεια, λοιπόν, του συγγραφέα είναι να ερευνηθούν εκ νέου τα σχήματα που οι Έλληνες μαρξιστές ιστορικοί και διανοούμενοι επέβαλαν ως ερμηνευτικά της ελληνικής προεπαναστατικής υποτιθέμενης πραγματικότητας: «λαϊκές δυνάμεις + εθνική αστική τάξη + κλεφταρματωλοί + διαφωτιστές λόγιοι απέναντι στο μέτωπο: Εκκλησία + κοτζαμπάσηδες + μεγαλέμποροι + συντηρητικοί (εκκλησιαστικοί) διανοούμενοι»[8].

Μάλιστα, στην ερμηνευτική αυτή ματιά, «στη μεταπολιτευτική περίοδο, και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, αμβλύνεται η διάσταση των ταξικών αντιθέσεων και το σχήμα τείνει να επικεντρωθεί σχεδόν σε μία και αποκλειστική αντίθεση, στην αντίθεση ‘Διαφωτισμός’ και ‘Εκκλησία’, ‘πρόοδος’ και ‘σκοταδισμός’»[9].

Γιατί όμως το κάνουν αυτό οι ψευδο-διαφωτιστές; Γιατί τόση εμμονή με το ιστορικό αυτό σχήμα;

 Είναι πολύ ενδιαφέρουσα και περιεκτική η άποψη του Γιώργου Καραμπελιά που διατυπώνεται για τα γεγονότα της Σμύρνης, αφορά όμως και ευρύτερα την ιστοριογραφία:

«Οι περισσότεροι μαρξιστές ιστορικοί, τυφλωμένοι από τον αντικληρικαλισμό τους και την πίστη τους στην «πρόοδο», αδυνατούν να κατανοήσουν αυτούς τους πραγματικούς συσχετισμούς και έτσι καταλήγουν στη συγκεκριμένη περίπτωση των κοινωνικών συγκρούσεων της Σμύρνης, και ιδιαίτερα εκείνης του 1819, να ταυτίζονται, ακόμα και άθελα τους, με το στρατόπεδο των μεγαλεμπόρων, που καθόλου παράδοξα ήταν ταυτόσημο με εκείνο των ‘διαφωτιστών’. Και επειδή, τόσο το 1788 όσο και το 1819, τα ταξικά στρατόπεδα είναι αδιαμφισβήτητα, από τη μια πλευρά ο ‘όχλος’, για τον Ανώνυμο του 1788 ή οι κατά Κοραή ‘καμηλιέρηδες’, και από την άλλη οι μεγαλέμποροι, οι ‘άρχοντες’ -οι ιστορικοί μας υποχρεώνονται να εφεύρουν τον από μηχανής θεό, που θα λύσει το δίλημμα. Και αυτός είναι η ‘αντιδραστική Εκκλησία’, η οποία υποκινεί υπογείως και χρησιμοποιεί τον όχλο εναντίον της ‘προόδου’! Έτσι, η ταξική σύγκρουση αίρεται και μετατρέπεται σε μια σύγκρουση μεταξύ της ‘προόδου’ και της ‘οπισθοδρόμησης’»[10].

Μέσα σ’ αυτές τις ιδεοληψίες συναντούμε χωρίς αιδώ και την «ανοικτή υποστήριξη των ελίτ ως φορέων της προόδου και… περιφρόνηση των λαϊκών στρωμάτων ως σκοταδιστικών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του '21» [11]!

Και πένες όπως του Βασίλη Κρεμμυδά «και, μάλιστα, σε έκδοση της Βουλής των Ελλήνων για την Ιστορία του Σπυρίδωνος Τρικούπη»[12], δεν διστάζουν να γράψουν εξωφρενικούς «διαφωτιστικούς» ύμνους ότι δήθεν η ελληνική «εθνική συνείδηση ήταν ανύπαρκτη ή στα σπάργανα. Μέχρι το μήνυμα της Γαλλικής επανάστασης να απορροφηθεί ως συνείδηση απελευθέρωσης»[13]!

Και επιλέγουν να «ξεχνούν» οι άνθρωποι αυτοί ότι, όπως σημειώνει ο Νίκος Σβορώνος, είναι λάθος «η θεωρία ότι η έννοια του έθνους γεννήθηκε από την αστική τάξη· η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Όχι με την έννοια του ΕΘΝΟΥΣ, που την έχουν διαμορφώσει πολύ πιο πριν οι διάφοροι λαοί…»[14].

Επιλέγουν να «ξεχνούν» μια σειρά σπουδαίων ιστορικών οι οποίοι αναγνωρίζουν πως:

«μετά, τουλάχιστον, το 1204, το ελληνικό έθνος παλεύει για την επιβίωση και την επιβεβαίωση του συνεπώς, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση, που το χαρακτηρίζει από την εποχή της ελληνιστικής έως τη μεσο-βυζαντινή περίοδο, και, πλέον, η οικουμενική ορθόδοξη συνείδηση συνδυάζεται με την ανοικτή διεκδίκηση της ελληνικότητας, είτε αυτή αποκαλείται ρωμιοσύνη, είτε ελληνικότητα, είτε ‘γραικοσύνη’. Στο εξής, η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες πιο έντονη και ανοικτή εθνική διάσταση. Όσοι Έλληνες εξισλαμίζονταν, χάνονταν οριστικά για τον ελληνισμό, ακόμα -τις περισσότερες φορές- και όσοι λατινοφρονούσαν» [15].

Στο βιβλίο του απορεί ο Γιώργος Καραμπελιάς πώς είναι δυνατόν κάποιοι σημερινοί ιστορικοί να «καταφέρνουν» να αποσυνδέσουν τα γεγονότα της προεπαναστατικής περιόδου του ελληνισμού από την ορθόδοξη πίστη όταν οι πηγές δεν επιδέχονται παρερμηνείας:

«…σε συνθήκες δουλείας… η οργάνωση του θρησκευτικού γεγονότος ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή, ακόμα και την παραγωγή -η σπορά, ο θερισμός, ακόμα και τα ταξίδια των μαστοροσυντεχνιών- συναρτώνται με θρησκευτικά γεγονότα και εορτές. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα ‘πολιτικά’ γεγονότα: από τις εκλογές των συντεχνιών, που πραγματοποιούνται την ημέρα της εορτής του προστάτη Αγίου της συντεχνίας, μέχρι την ίδρυση της... «Φιλικής Εταιρείας», συμβολικά την ημέρα του Σταυρού του 1814, ενώ η έναρξη της Επανάστασης του '21 θα συνδυαστεί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου... στο '21, ο σταυρός της ελληνικής σημαίας θα αποτελεί ταυτόχρονα το εθνικό και όχι απλώς θρησκευτικό σύμβολο των Ελλήνων» [16] ενώ στο «τελικό επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, του Μαΐου του 1827, στο άρθρο 6: Έλληνες είναι α. Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν. β. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν»[17]!

Πως είναι δυνατόν να υποβαθμίσει κάποιος αυτή την πραγματικότητα; Γι’ αυτό ο Γιώργος Καραμπελιάς μπροστά στο μέγεθος του βιασμού των πηγών αναφωνεί:

«Ιστορική διαστρέβλωση τέτοιων διαστάσεων σπανίως έχει επιχειρηθεί - και μάλιστα σε βιβλίο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων» [18]!

Είναι προφανές ότι ως εργαλείο για την διαστρέβλωση αυτή χρησιμοποιείται και η λεγόμενη αντικληρικαλική φιλολογία, δηλ. κείμενα όπως «Ο Ανώνυμος του 1789» (κατά των μυστηρίων), ο «Ρωσσαγγλογάλος» (περ. 1805), η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), «οι Στοχασμοί του Κρίτωνος» (1819) κ.α. Σύμφωνα με τον συγγραφέα:

«Στην πραγματικότητα, η καθ' αυτό αντικληρικαλική φιλολογία στην προεπαναστατική Ελλάδα καταλαμβάνει ελάχιστη έκταση στο σύνολο των γραπτών κειμένων και μαρτυριών που διαθέτουμε: Πρόκειται κυρίως για ανώνυμα κείμενα, όπως ο Λίβελλος -κάποτε και έμμετρα- ή Ελληνική Νομαρχία, κάποιες επιστολές και ορισμένα κείμενα του Κοραή - ο οποίος όμως σε πολλά άλλα κείμενα του, όπως είδαμε, υποστηρίζει ευθέως την Ορθοδοξία και τον παιδευτικό της ρόλο. Τα κείμενα των λογίων που υπερασπίζονται την Ορθοδοξία και την Εκκλησία είναι κυριολεκτικά αναρίθμητα, αλλά η επιλεκτική χρήση των αντικληρικαλικών κειμένων από εκείνους τους σύγχρονους ιστορικούς και διανοουμένους που -καθόλου τυχαία- υποτιμούν την εθνική διάσταση των προβλημάτων του σύγχρονου ελληνισμού, έχει οδηγήσει σε μια κυριολεκτικά ΣΚΑΝΔΑΛΩΔΗ ΥΠΕΡΤΙΜΗΣΗ αυτών των κειμένων και του ειδικού βάρους τους στην πορεία του ‘φωτισμού του γένους’»[19].

Τελικά θα καταφέρουν με το …ζόρι να περιγράψουν όχι την πραγματικότητα, αλλά μια σύγκρουση μεταξύ «προόδου» και «οπισθοδρόμησης», όπου φυσικά ο «διαφωτισμός» υποτίθεται ότι είναι η «πρόοδος» και η Εκκλησία η «οπισθοδρόμηση»…

Μα πως θα μπορούσαν άλλωστε να γράψουν ότι η αντίθεση δεν ήταν άλλη από μια διαμάχη ανάμεσα στην ελίτ (λόγιοι του Διαφωτισμού, άρχοντες, πλούσιοι) και στον λαό! Σίγουρα, δύσκολα γράφεις τέτοια πράγματα όταν δήθεν ομνύεις στην πρόοδο του λαού:

«Η πραγματικότητα υποδεικνύει ένα σχήμα ταξικών συμμαχιών και συναφειών πολύ διαφορετικό από το συνήθως προτεινόμενο: Οι κορυφές του διαφωτισμού αποτελούν (ή μεταβάλλονται σε) οργανικό μέρος των ανώτερων ελίτ του ελληνισμού, ενώ, αντίθετα, στο «λαϊκό στρατόπεδο» βρίσκονται τα φτωχότερα στρώματα των «δασκάλων», μαζί με τον κατώτερο κλήρο, την αγροτιά, τις συντεχνίες και τους «κατεστραμμένους εμποροϋπαλλήλους», όπως χαρακτήριζε ο Καποδίστριας τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας»[20].

Και αν θυμηθούμε τον Ανώνυμο της «Ελληνικής Νομαρχίας» όπου μας λέει πως «οι άνθρωποι διαφέρουσι εν πρώτοις αναμεταξύ των κατά φυσικόν τρόπον» και η ίδια η φύση σε κάποιους «εχάρισε μερικώς περισσότερον πνεύμα, και άλλους τινών ολιγότερον»(!) κατανοούμε τη θέση των «διαφωτισμένων»: έβλεπαν με συγκατάβαση τους «πτωχούς στο πνεύμα» ανθρώπους του «όχλου», και συχνά επηρεασμένοι από το προτεσταντικό πνεύμα, τους έβλεπαν επιπλέον και δεισιδαίμονες, μιλώντας γι’ αυτούς με ειρωνεία επειδή τιμούσαν τους αγίους, τις εικόνες αλλά και τους νεοσφαγμένους από τους Οθωμανούς μάρτυρες της πίστεως, τους Νεομάρτυρες…

Αλλά επειδή καμία εξουσία (σήμερα το βλέπουμε καθαρά), δεν τολμά να αμφισβητήσει ευθέως τον λαό γιατί αυτός έχει ουσιαστικά την δύναμη για τις ανατροπές, οι «διαφωτισμένοι» σύγχρονοι ιστορικοί ανακάλυψαν τον γενικό όρο «Εκκλησία» ως τον μεγάλο εχθρό! Και φυσικά, αν και ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός γιατί εκείνοι άντε το πολύ να εννοούν κάποια πρόσωπα του «ανώτερου κλήρου», όμως λέγοντας τον συνέχεια δημιουργούνται συνειρμοί που μπερδεύουν πολλούς, κυρίως εκείνους που δεν βιώνουν από κοντά το περιεχόμενο του όρου «Εκκλησία».

Γιατί στην Ορθοδοξία, και το σημερινό βίωμα ακόμη, δείχνει ότι ποτέ δεν γενικεύεται από τους πιστούς η όποια παθογόνος συμπεριφορά ακόμη και ενός ιεράρχη. Ίσως επειδή γνωρίζουμε πως είναι «άλλο η Εκκλησία κι άλλο η Ιεραρχία. Η Ιεραρχία είναι 'εν τη Εκκλησία'»[21], είναι μέρος της και όχι το σύνολο. Γι’ αυτό, αναγνωρίζουμε τα ανθρώπινα πάθη ως αιτία κάθε πράξης αντίθετης προς την Ορθόδοξη πίστη, αν και ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε ότι κάθε παραβίαση των ιερών κανόνων από πρόσωπα του κλήρου, δίνει λαβές για γενικεύσεις και ισοπεδωτικές επιθέσεις από τους «διαφωτισμένους».

Το ιδεολόγημά όμως των «διαφωτιστών» αποκαλύπτεται πλήρως από την εμπεριστατωμένη μελέτη του Γιώργου Καραμπελιά. Με πλήθος στοιχείων (που μας κάνουν να αναμένουμε με αγωνία την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας του για την παρουσίαση της ιστορίας των ιδεών στον νεώτερο ελληνικό χώρο) εμποδίζει την μετατροπή της ημέρας σε νύχτα. Γκρεμίζει τα καλουπωμένα σχήματα της ιστοριογραφίας και παρουσιάζει την πολυπλοκότητα που κρύβουν:

«Η ταύτιση της παιδείας και των ‘μορφωμένων’ με την πρόοδο, κατ' εξοχήν στην Ελλάδα, -όπου το αίτημα της παιδείας λειτουργούσε και θεωρούνταν ως το αποφασιστικό όχημα της κοινωνικής ανόδου-οδήγησε σε μια στρεβλή αντίληψη των ταξικών στρατοπέδων, ιδιαίτερα για την περίοδο που προετοίμασε την Επανάσταση του '21. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, οι ‘λόγιοι’, και κυρίως εκείνοι του δημοτικιστικού στρατοπέδου ή, έστω, οι κοραϊστές, εμφανίζονται στενά συνδεδεμένοι με τα λαϊκά στρώματα της πόλης και κυρίως του χωριού, καθώς και με τους κλέφτες και τους αρματωλούς, εναντίον των κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών, της Εκκλησίας κ.λπ. Στην πραγματικότητα, όμως, τα λαϊκά στρώματα ήταν πιο κοντά στους ‘καλόγερους’, τα θρησκευτικά αναγνώσματα (που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδόμενων κειμένων), τις λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες και τις προφητείες, εμπνέονται από τους νεομάρτυρες και την κλεφτουριά και παλεύουν ‘για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία’. Συχνά, αναγνωρίζουν και σέβονται τους λογίους, τους ‘φιλοσόφους’, αλλά δεν τους θεωρούν δικούς τους. Και το ίδιο συμβαίνει από την αντίπερα όχθη. Λόγιοι δυσπιστούν απέναντι στη λαϊκή δεισιδαιμονία, τις προλήψεις, την πίστη στα θαύματα και τις περιφερόμενες κάρες και οστά των αγίων και μολονότι μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με συγκεκριμένους ιεράρχες, Φαναριώτες, ή μεγαλέμπορους, ωστόσο μέσα σ' αυτό το ‘περιβάλλον’ ζουν, αυτών τα παιδιά εκπαιδεύουν, αυτοί χρηματοδοτούν ή εποπτεύουν τα σχολεία τους, χρηματοδοτούν τις εκδόσεις τους ή γράφονται συνδρομητές σε αυτές. Γι' αυτό και το Φανάρι, οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, το Πατριαρχείο και οι μεγαλέμποροι, αποτελούν τους ‘προστάτες’ των λογίων, όπως ακριβώς, τηρουμένων των αναλογιών, συμβαίνει και στη Γαλλία, ή με τον μεγάλο Φρειδερίκο στην Πρωσία και την Αικατερίνη στη Ρωσία, πριν τη Γαλλική Επανάσταση» [22].

Κλείνοντας την παρουσίαση αυτή, πρέπει να πούμε ειλικρινά ότι το βιβλίο αυτό, πιστεύουμε, δεν πρέπει να λείπει από κανέναν που ασχολείται ή ενδιαφέρεται για την πολύ σημαντική «πάλη ιδεών» που ξεκίνησε εξαιτίας της άκριτης μεταφύτευσης των δυτικών απόψεων του διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο. Γιατί δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί και να αναγνωρίσει κάποιος ότι είναι όντως άκριτη η εισαγωγή επιχειρημάτων από τη Δύση: τα δυτικά επιχειρήματα ήταν ακραία και εκκωφαντικά γιατί αφορούσαν τον δυτικό χριστιανισμό ο οποίος είχε μερίδιο ευθύνης στο όποιο αντικληρικό περιεχόμενο φαινομένων, όπως η Μεταρρύθμιση, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός[23]. Όμως, «ο ανατολικός χριστιανισμός δε γνώρισε φαινόμενα» ανάλογα[24]! Αυτή η κατάφορη παραβίαση της κοινής λογικής, ενδιαφέρει άραγε κανέναν; Σε τι εξυπηρετούν επιχειρηματολογίες Δυτικής προέλευσης εφαρμοσμένες στην Ανατολή, όπου ουδέποτε είχαμε αντικληρικαλικά κινήματα;

Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι ο ιδανικός συγγραφέας ενός τέτοιου βιβλίου. Το έντονα αγωνιστικό παρελθόν του δείχνει σε όλους ότι η ιστορική αλήθεια είναι ακριβώς προϊόν αγώνα και όχι συμβιβασμού με την ιδεολογία που μας βολεύει επειδή για κάποιον ιστορικό λόγο έχει την ταμπέλα που μας αρέσει (βλέπε «πρόοδος»…). Ο τίμιος ερευνητής, δεν θα πρέπει απλά να αποδεχτεί την ταμπέλα αυτή, αλλά να έχει το θάρρος να ερευνήσει αν είναι αληθινή, ή είναι προϊόν ψευδεπιγραφίας…

 


Σημειώσεις


[1]Η υπογραφή του Προλόγου αναφέρει «Μάιος 2009».

[2]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 7.

[3]Καραμπελιάς Γιώργος, «1204 η Διαμόρφωση του Nεώτερου Eλληνισμού», Eναλλακτικές Eκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 31, υποσημ. #15: Ο συγγραφέας δεν επιδιώκει να αντιτάξει έναν διαφορετικό ορισμό-ονομασία για την Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή το Μεσαιωνικό ελληνικό κράτος, ή την Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής ή την Ρωμανία. Αναγνωρίζει ότι ο όρος «Βυζάντιο» επικρατεί πλέον στη διεθνή ιστοριογραφία και προτείνει να μην παρασύρονται οι «θαυμαστές του μεσαιωνικού ελληνισμού σε άγονες διαμάχες ονοματοθεσίας» αλλά να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα «μέσα από τη θετική ανασημασιοδότηση του Βυζαντίου».

[4]Καραμπελιάς, «1204…» ό.π., σελ. 11.

[5]Καραμπελιάς, «1204…» ό.π., σελ. 12.

[6]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 7.

[7]Ό.π.

[8]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 9.

[9]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 10.

[10]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 160.

[11]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 161.

[12]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 161.

[13]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 163-164.

[14]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 166 (τα κεφαλαία γράμματα δική μας επιλογή).

[15]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 164.

[16]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 164.

[17]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 169.

[18]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 167.

[19]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 102-103.

[20]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 148.

[21]π. Γεώργιος Μεταλληνός, ομιλία δημοσιευμένη στο «Ορθοδοξία και Μαρξισμός», 2η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 1984, σελ. 60.

[22]Στο εν λόγω βιβλίο, σελ. 158.

[23]Μπέγζος Μάριος, «Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας», Γρηγόρης, Αθήνα 2004, σελ. 32.

[24]Μπέγζος, «Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία…», ό.π.

Τελευταία ενημέρωση: 15-7-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 15-7-2009.

ΕΠΑΝΩ