Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία και Δόγματα

Μέρος 1ο: Κεφάλαιο 36ο // Περιεχόμενα // Μέρος 1ο: Κεφάλαιο 38ο

 

 

Πατερική Θεολογία

Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)

Καθηγητού Πανεπιστημίου

 

Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

37. Περί της Αγίας Τριάδος - Ποιος είναι ο Θεός

Από την εμπειρία της θεώσεως αποκαλύπτονται ωρισμένες διαφοροποιήσεις. Πώς γνωρίζομε π.χ. ότι υπάρχει διάκρισις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος; Πώς γνωρίζομε ότι υπάρχουν τρία Φώτα, τα οποία είναι ένα Φως;

Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν αρχίζουν από την Αγία Γραφή για να θεολογήσουν. Αλλά, για να κατανοήσουν της Αγία Γραφή, ξεκινάνε από την ίδια την εμπειρία τους, της θεώσεως. Γι’ αυτό θα βρούμε ότι στην επιχειρηματολογία των Πατέρων, όταν καταφέρωνται συγκεκριμένα εναντίον των αιρετικών, δεν επικαλούνται μόνο την Αγία Γραφή, αλλά επικαλούνται και την ιδική τους προσωπική εμπειρία της θεώσεως. Από την ιδική τους εμπειρία ξέρουν λοιπόν πολύ καλά ότι ο Θεός είναι Φως. Αλλά ο Θεός δεν είναι μόνο Φως. Ο Θεός είναι και Σκότος! Όχι Σκότος βέβαια όπως το κτιστό σκότος, που είναι η απουσία του φωτός (το κτιστό σκότος δεν έχει ιδική του υπόστασι), αφού δεν υπάρχει, όπως είπαμε, καμμία ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Από που λοιπόν ξέρουν οι Πατέρες αυτό το πράγμα, ότι ο Θεός είναι Φως αλλά είναι και Σκότος;

Ξέρουν βέβαια από την Αγία Γραφή, από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και από όλην την Εβραϊκή παράδοσι ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Αλλά αυτό το ξέρουν και από την ιδική τους εμπειρία. Οι ίδιοι ιδόντες τον Θεόν γνωρίζουν τον Θεόν και κατανοούν όσα έγραψαν οι Προφήτες και οι προ αυτών Άγιοι της Εκκλησίας γι’ αυτό το θέμα. Επίσης έχοντας διαβάσει τους Προφήτες, όταν δουν τον Θεόν, αμέσως αναγνωρίζουν, πληροφορούνται ότι εκείνο που βλέπουν είναι το ίδιο με εκείνο που προσεγγιστικά περιγράφουν οι Προφήτες.

Οι Προφήτες, όταν μιλούσαν για τις αποκαλύψεις του Θεού σ’ αυτούς, ανέφεραν ότι στην εμπειρία τους απεκαλύπτετο ένας Άγγελος του Θεού, τον οποίο ωνόμαζαν Γιαχβέ, Κύριο της δόξης, Μεγάλης βουλής Άγγελο, κλπ.

Αυτός ο Άγγελος, ο οποίος στην Παλαιά Διαθήκη ονομάζεται Θεός και Γιαχβέ, πάντοτε υπήρχε στις αποκαλύψεις του Θεού προς τους Προφήτες. Ουδέποτε στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλύπτεται ο Θεός, χωρίς να αποκαλύπτεται μέσω αυτού του Αγγέλου, δηλαδή μέσω του Γιαχβέ. Αυτό σημαίνει ότι ήδη στην Παλαιά Διαθήκη έχομε σαφώς αναφορά στα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Αυτά είναι ο Άγγελος (ο Υιός) και ο Θεός (ο Πατήρ).

Αυτή είναι η θεμελιώδης διδασκαλία όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, Δύσεως και Ανατολής, Λατινοφώνων και Ελληνοφώνων με μόνη εξαίρεσι τον Αυγουστίνο. Όλοι οι Λατινόφωνοι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Τερτυλιανός, ο Κυπριανός Καρχηδόνος, ο Νοβατιανός, ο Ιλαρίων κλπ., δηλαδή όλοι όσοι έχουν γράψει περί του δόγματος της Αγίας Τριάδος στην Δύσι στην Λατινική γλώσσα, όλοι ακολουθούν την ίδια παράδοσι με μοναδική εξαίρεση τον Αυγουστίνο80.

Από την προσωπική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας τι γνωρίζομε περί Αγίας Τριάδος;

Γνωρίζομε ότι η Αγία Τριάς των Πατέρων είναι Φως, Φως, Φως, εν Φως. Ταυτοχρόνως, τρία Φώτα και ένα Φως είναι ο Θεός. Λέμε εις το Σύμβολον της Πίστεως: «Πιστεύω εις ένα Θεόν… και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν… Φως εκ Φωτός…» κλπ. Οπότε ο Λόγος είναι Φως εκ Φωτός, Θεός εκ Θεού. Αυτή η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος δεν είναι απλώς διδασκαλία της Αγίας Γραφής, αλλά είναι και διδασκαλία που βγαίνει από την εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία γίνεται επιβεβαίωσις της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής περί της Αγίας Τριάδος. Και συμπίπτει η διδασκαλία της Αγίας Γραφής με την προσωπική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας.

Οι Πατέρες, ευρισκόμενοι μέσα στο Φως, βλέπουν μέσω του Φωτός το Φως. Έτσι ο άγιος Πατήρ, ο οποιοσδήποτε, μέσω του Φωτός, το οποίο τον καταυγάζει κατά την εμπειρία της θεώσεως, βλέπει το Φως. Δηλαδή, μέσω του Λόγου βλέπει τον Πατέρα μέσα στο Φως εν Πνεύματι Αγίω. Ευρισκόμενος μέσα στο Φως του Αγίου Πνεύματος, μέσω του Φωτός (τού Χριστού), βλέπει το Φως (τον Πατέρα). Αυτή η γνωσιολογική εμπειρία, η οποία επαναλαμβάνεται στην ζωή της Εκκλησίας σε κάθε εποχή και γενεά, δίνει την γνώσι και την επιβεβαίωσι, ότι υπάρχουν τρία Φώτα, τα οποία είναι ένα Φως. Από τα τρία αυτά Φώτα, το ένα πηγάζει από την υπέρ τον ήλιον δεδοξασμένη ανθρωπίνη φύσι του Χριστού. Αυτός είναι ο Θεός. Και αυτά είναι τα όρια, τα σύνορα, της ανθρωπίνης γνώσεως.

Όταν όμως μιλούμε για το δόγμα της Αγίας Τριάδος, χρησιμοποιούμε νοήματα και λέξεις. Τα νοήματα όμως είναι όλα παρμένα από την ανθρώπινη εμπειρία. Μιλούμε δηλαδή για πράγματα, τα οποία είναι κτίσματα. Αλλά, όταν π.χ. λέμε φως, δεν μπορούμε να έχωμε στο μυαλό μας νοήματα ή εικόνα του ακτίστου Φωτός. Γιατί; Διότι, εφ’ όσον δεν έχωμε την εμπειρία του ακτίστου Φωτός, όταν λέμε φως, έρχεται στο νου μας η εικόνα του κτιστού φωτός του ηλίου και όχι κάποια εικόνα του ακτίστου Φωτός.

Όταν εμείς λέμε άκτιστο Φως, τι εννοούμε; Εννοούμε ένα Φως, που δεν είναι κτίσμα. Λέγοντας όμως την λέξι φως, έστω και αν μιλάμε για το άκτιστο Φως, αυτόματα στην φαντασία μας σχηματίζεται η εικόνα του κτιστού φωτός, γιατί αυτήν έχει αποθηκευμένη η μνήμη μας. Η σκέψις μας τότε πάει είτε στην εικόνα του ηλιακού φωτός είτε σε εικόνα του ηλεκτρικού φωτός είτε σε εικόνα του φωτός της φωτιάς κλπ.

Μετά σκεπτόμαστε και το σκότος, από το οποίο το διαφοροποιούμε, και λέμε ότι το άκτιστο Φως δεν είναι σκότος, αλλά είναι φως και το συσχετίζομε πάλι με το μέσον, με το κτιστό δηλαδή φως, μέσω του οποίου βλέπομε. Έτσι με όλα αυτά δημιουργούμε μία φαντασία περί του ακτίστου Φωτός, η οποία δεν έχει καμμία σχέσι με την αλήθεια περί του ακτίστου Φωτός. Εμείς τελικά μένομε πάντα εγκλωβισμένοι στην γνώσι και εμπειρία μας περί του κτιστού φωτός.

Όταν συναντώνται δύο Προφήτες της Καινής Διαθήκης π.χ. της εποχής του αποστόλου Παύλου ή δύο σημερινοί άγιοι, που έχουν δει και οι δύο το άκτιστο Φως και έχουν κοινή εμπειρία, τότε αυτοί οι δύο μπορούν να μιλούν για το άκτιστο Φως και να κατανοούν ο ένας τον άλλον σε ό,τι λένε. Διότι μιλούν την ίδια γλώσσα.

Εμείς όμως μιλώντας για το άκτιστο Φως, δεν μιλάμε από ιδική μας ή για ιδική μας εμπειρία, αλλά για εμπειρίες άλλων, που είδαν το άκτιστο Φως.

Το ίδιο συμβαίνει μεταξύ πχ. δύο αστρονόμων, που έχουν δει μέσα από το τηλεσκόπιο ένα αόρατο για τα δικά μας μάτια άστρο. Μιλάνε και αυτοί για κοινή εμπειρία, άρα στην ίδια γλώσσα. Όταν όμως εμείς διαβάζωμε στα βιβλία τους για αυτό το άστρο, χωρίς να έχωμε εικόνες του, είναι το ίδιο πράγμα; Άλλο είναι να έχη κανείς προσωπική εμπειρία για κάτι και να μιλάη γι’ αυτό και άλλο απλώς να έχη διαβάσει γι’ αυτό.

Οπότε σύμφωνα με αυτά η Αγία Γραφή τι είναι; Σε τι διαφέρει από ένα βιβλίο Αστρονομίας; Αστρονόμος είναι εκείνος που βλέπει, παρατηρεί και μελετά τα άστρα και όχι εκείνος που απλώς διαβάζει μόνο γι’ αυτά. Λοιπόν, αν μόνο διαβάζω την Αγία Γραφή, αν διαβάζω επίσης τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ακόμη και βιβλία περί Ορθοδόξου Θεολογίας, σημαίνει ότι είμαι θεολόγος; Ποιος είναι εκείνος, που κατανοεί πλήρως την Αγία Γραφή, καθώς και τα συγγράμματα των Πατέρων; Εκείνος που απλώς τα διαβάζει ή εκείνος που ήδη έχει προσωπική εμπειρία για όσα περιγράφονται, αναφέρονται ή αναλύονται στα συγγράμματα αυτά; Εκείνος που έχει και εμπειρία φυσικά εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι οι Πατέρες λένε για εκείνον, που απλώς διαβάζει την Αγία Γραφή ή τα συγγράμματά τους και μετά μιλάει για όσα διάβασε, ότι είναι απλώς θεολογών. Είναι όμως θεολόγος κατά κυριολεξίαν; Όχι, βέβαια.

 

Σημειώσεις


80. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» τ. Α’, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σσ. 339 ε.

 


Μέρος 1ο: Κεφάλαιο 36ο // Περιεχόμενα // Μέρος 1ο: Κεφάλαιο 38ο


Δημιουργία αρχείου: 7-5-2013.

Τελευταία ενημέρωση: 7-5-2013.

Πάνω