Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Κατάλογος ψηφιακών βιβλίων

Επιστροφή στην ενότητα: Ιστορικά θέματα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων μετά την απόβαση του Ελληνικού Στόλου στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΔΡΙΤΣΑ

Α. Ε. Μ.: 3012

ΙΟΥΝΙΟΣ 1999

Ηλεκτρονική παραγωγή: www.ierosolymitissa.org

Περιεχόμενα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

AMEΡΟΣ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ  ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ  ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1919

2. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

3. ΤΑ «ΠΡΟΝΟΜΙΑ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Β’ ΜΕΡΟΣ-  ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΝ ΜΑΙΟ ΤΟΥ 1919

ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - Μαρτυρίες προσφύγων της Μ. Ασίας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η  ΕΞΟΔΟΣ

ΙΩΝΙΑ

ΑΙΟΛΙΔΑ

ΚΑΡΙΑ

ΜΥΣΙΑ

ΒΙΘΥΝΙΑ

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΑ ΡΟΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΑΓΚΑΘΙΑ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Στην εργασία αυτή, βασισμένη κατά κύριο λόγο σε μαρτυρίες προσφύγων, ερευνάται η σχέση των Τούρκων και των Ελλήνων της Μ. Ασίας, μετά την απόβαση του ελληνικού στόλου στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Για να γίνει κατανοητή η πορεία των σχέσεών τους μετά την ημερομηνία αυτή, στην εργασία παρουσιάζεται η σχέση των δύο λαών και πριν την αποβίβαση. Έτσι χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο παρουσιάζει τις σχέσεις τους και τον τρόπο ζωής τους πριν την απόβαση και το δεύτερο παρουσιάζει την κοινή πορεία τους μετά απ’ αυτή, έως τη μικρασιατική καταστροφή, το 1922.

            Στο δεύτερο μέρος, εκτός από την πορεία των Ελλήνων και των Τούρκων, γίνεται λόγος για τα αίτια που αλλοίωσαν ή όχι τις σχέσεις τους αρκετά διεξοδικά, βασισμένα στις μαρτυρίες των προσφύγων και τη σχετική βιβλιογραφία.

            Επίσης, στο τέλος υπάρχει παράρτημα με απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα μαρτυριών προσφύγων, αναφορικά με το θέμα.

            Το υλικό προήλθε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών καθώς και από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω για την πολύτιμη βοήθειά του τον Jose Rodnguez, ιστορικό ερευνητή.

            Οι περιοχές που επιλέχθηκαν γι’ αυτή τη μελέτη είναι οι περιοχές των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας. Αναλυτικότερα περιλαμβάνονται οι εξής περιφέρειες: Σμύρνης, Ερυθραίας, Κόλντερε, Χατζηλερί, Ερίκιοϊ, Χορόσκιοι, Περγάμων, Αϊδινίου, Νατλίου, Σωκίων, Αδραμωττίου, Μπαλούκεσερ, Κερμαστής, Κγεϊβέ – Ορτάκιοϊ, Πανόρμου και Κωνσταντινουπόλεως.

            Προτού ξεκινήσουν τα δύο κύρια μέρη της εργασίας, προηγείται μια σύντομη ιστορική αναδρομή του μικρασιατικού χώρου, σχετική κυρίως με το πολιτικό κλίμα της Τουρκίας, το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν οι δύο λαοί, Έλληνες και Τούρκοι, ώστε να είναι πιο κατανοητά τα επόμενα κεφάλαια, τα οποία ασχολούνται με τις σχέσεις των δύο αυτών λαών, αποκλείοντας (στο μέτρο του δυνατού) τις πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις τους.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

            Το 1922 συνιστά ένα εθνικό ορόσημο τόσο στην ελληνική όσο και στην τουρκική ιστορία. Η νεώτερη ελληνική ιστορία έχει χωριστεί ουσιαστικά σε δύο περιόδους, πριν και μετά τη χρονολογία αυτή. Γεγονός που ακόμα συζητείται και ερευνάται στις μέρες μας, συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη βιβλιογραφία από κάθε άλλο θέμα στην Ελλάδα. Αποτελεί εθνική ήττα και το άδοξο τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η οποία αποτελούσε πολιτική επιδίωξη και συναισθηματικό δράμα για γενιές Ελλήνων. Κι όπως αναφέρει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος στον Ε. Βενιζέλο (στις 7/9/22) «… ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το ελληνικό κράτος και σύσσωμο το ελληνικό Έθνος έπεσαν […] σε μια βαθιά χαράδρα από την οποία καμία δύναμη δεν θα είναι ικανή να τους ανασύρει και να τους σώσει».

            Από την άλλη μεριά (την απέναντι πλευρά του Αιγαίου), οι Τούρκοι θεωρούν ότι το 1922 αποτελεί την ημερομηνία – ορόσημο της εθνικής τους ολοκλήρωσης και απελευθέρωσης. Αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πολιτικής δεκαετιών, προσεκτικών βηματισμών, η μικρασιατική καταστροφή είναι η «μέρα που το «εθνικό έδαφος εξαγνίστηκε, ο Άλλος (ο Έλληνας) εκδιώχθηκε από την αιώνια πατρίδα» (Τ. Artunkal, “La figure du grec dans les manuels scolaires tures” στο S. Vaner (επιμ.), “Le different greco ture, Paris 1988, σελ. 225).

            Το 1922, λοιπόν, συνιστά ένα εθνικό ορόσημο τόσο στην ελληνική όσο και στη τουρκική ιστορία, ένα ορόσημο σε μια διαδικασία νομιμοποίησης, ακόμα και αναδρομικής, της εθνικής αντιπαλότητας.1

            Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας, εγκατεστημένος εκεί από δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια, ήταν πάντα στοιχείο που διακρίνονταν για την σε μεγάλο βαθμό δραστηριότητά του. Η δεινότητά του στο εμπόριο ήταν φημισμένη, όπως και η πολιτιστική του ανάπτυξη. Η περιοχή της Μ. Ασίας και ιδίως τα δυτικά της παράλια εποφθαλμούνταν από πολλούς κατά τη διάρκεια της ιστορίας της (Φράγκοι, Οθωμανοί κ.τ.λ.) για τα εύφορα εδάφη της και τη σημαντική γεωγραφική της θέση.

            Από τον 10ο αι. μ.Χ. τα αλλεπάλληλα κύματα Οθωμανών εξ ανατολών και η εξάπλωσή τους στο μικρασιατικό χώρο, είχαν ως αποτέλεσμα τον εξισλαμισμό – βίαιο κατά κανόνα – ολόκληρων μαζών, στη μεγαλύτερή τους σύνθεση ορθοδόξων Χριστιανών.2 Ο πληθυσμός όμως που είχε έντονη την συνείδηση την ελληνική, παρέμεινε πιστός στις παραδόσεις και στην ιστορία του. Γι’ αυτό άλλωστε συναντάμε το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών ακόμα και σήμερα.3

            Ο ξεσηκωμός το 1821, που στη προετοιμασία του, στους σκοπούς του και  στην αποφασιστικότητα της διεξαγωγής του δεν έμοιαζε με τις προηγούμενες εξεγέρσεις του ελληνισμού εναντίον των καταχτητών, δεν άφησε ασυγκίνητους τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Οι Έλληνες της Μ. Ασίας δέχθηκαν εξ’ αιτίας εκείνου του αγώνα, το βάρος των σφαγών, των ανελέητων διωγμών, και ποικίλων άλλων ταπεινώσεων. Οι Τούρκοι ήταν σίγουροι πώς οι μικρασιάτες Έλληνες, αν και δεν κρατούσαν όπλα στο χέρι, και δεν είχαν ανοίξει μέτωπο δικό τους, την ψυχή τους την είχαν στραμμένη στον αγώνα των αδελφών τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά.

            Ο ΙΘ’ αι. επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την αποσυνθετική κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκτός από τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία ανακηρύχθηκαν επίσης ανεξάρτητα εθνικά κράτη, αποτέλεσμα των ρωσοτουρκικών πολέμων και ιδιαίτερα εκείνου του 1877-1878. Του τελευταίου αυτού πολέμου συνέπεια στάθηκε η επέκταση της Ελλάδας με τη προσάρτηση της Θεσσαλίας και του νομού Άρτας (1881). Από την πλευρά της Ελλάδας, η ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης συμπορευόταν στη φάση αυτή με τη Μεγάλη Ιδέα, που αναμφισβήτητα αντιμετώπισε ευνοϊκό κλίμα από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής της για την εθνική υπόθεση.

            Σ’ όλη αυτή την περίοδο ο Μικρασιατικός ελληνισμός δεν περνούσε συχνά δοκιμασίες. αντίθετα, οι δραστηριότητές του στον τομέα της οικονομίας αυξάνονταν και δημογραφικά αναπτύσσονταν, ιδιαίτερα στα δυτικά παράλια. Προβλέποντας στο εθνικό Κέντρο, έκανε ότι μπορούσε για την ανύψωση του βιωτικού και πολιτιστικού επιπέδου της ζωής του. Έκτισε εκκλησίες, ίδρυσε σχολεία (από Νηπιαγωγεία, ως Γυμνάσια και Διδασκαλεία) που επανδρώθηκαν με εξαίρετους δασκάλους, τελειοποιώντας την οργάνωση και λειτουργία των κοινοτήτων του μέσα σ’ ένα πνεύμα ανεξαρτησίας. Αυτό εκδηλώθηκε στις περισσότερες πόλεις και χωριά, στα βόρεια παράλια της Μ. Ασίας, στο εσωτερικό (περιοχή Καππαδοκίας) αλλά κυρίως στα δυτικά της παράλια.

            Στην Τουρκία, αρχές του 20ου αι. πραγματοποιείται η έκφραση του τουρκικού εθνικισμού (στη 1η δεκαετία του) με την οργάνωση «Ένωση και Πρόοδος» που συγκεντρώνει τα πιο προοδευτικά και συγχρονισμένα στοιχεία της τουρκικής κοινωνίας.4 Το κίνημα αυτό στρέφεται ενάντια στο σουλτανικό καθεστώς εσωτερικά, και αρχικά σε μια πρώτη φάση επαναστάτησε (1908) κατά του Σουλτάνου Αβδούλ – Χαμίτ Β’, αναγκάζοντάς τον να επαναφέρει σε ισχύ το Σύνταγμα που είχε παραχωρήσει το 1876 και αναστάλει το 1878. Τον επόμενο χρόνο ξέσπασε φιλοσουλτανική επανάσταση, η οποία όμως απέτυχε.

            Ο προσανατολισμός της «Ένωσης και Προόδου» δεν ήταν ριζοσπαστικός. Το σύνταγμα πάντως των Νεοτούρκων μιλούσε για ελευθερία, ισοτιμία, για εγκαθίδρυση κοινοβουλευτισμού, δημιούργησε αρκετές αυταπάτες στον Μικρασιατικό ελληνισμό. μερικοί μάλιστα έσπευσαν να το χαιρετίσουν ως γεγονός «χαρμόσυνου και ανεκτίμητου αξίας» και ως εγγύηση «ελευθερίας και ελευθέρας δράσεως».5 Δεν θ’ αργήσουν να αντιληφθούν ότι η αιχμή του νεοτουρκικού κινήματος στρεφόταν εναντίον των μειονοτήτων και ιδιαίτερα του ελληνισμού. Στο Συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβριος 1911) «εξετάσθη το δυνατόν της τοιαύτης ή τοιαύτης βιαίας ή εθελουσίας απομακρύνσεως ολοκλήρου του ελληνικού πληθυσμού, από τα εδάφη της αφομοίωσης και συσσωμάτωσίς του εις το τουρκικόν σύνολον»6

Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος (5/18 Οκτωβρίου 1912), που ένωσε τους Έλληνες τους Σέρβους, τους Μαυροβούνιους και τους Βουλγάρους εναντίον των Τούρκων, είχε ως αποτέλεσμα ν’ απαλλαγούν από τον τουρκικό ζυγό των τελευταίων η υπόλοιπη Ήπειρος, η Μακεδονία και η Δ. Θράκη, και να παραχωρηθούν στα κράτη της Βαλκανικής Συμμαχίας.7

Μετά το 1914 (αλλά και αρκετά πριν) ο Μικρασιατικός ελληνισμός, σε σύνολο δύο εκατομμυρίων περίπου, ζούσε μέσα σε συνθήκες αδιάκοπης καταπίεσης και κατατρεγμών. Το ελληνικό κράτος από τη μεριά του δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για την κατάσταση αυτή, συνεπώς, η αναμέτρηση μεταξύ των δύο χωρών, ήταν τουλάχιστον δύσκολο να αποφευχθεί. Η πρακτική του τρόμου, μόνιμο χαρακτηριστικό της οθωμανικής εξουσίας, σε βάρος υπηκόων ξένης γλώσσας, θρησκείας και πολιτισμού, πήρε στην περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ασυνήθιστες διαστάσεις. Ακόμη, όμως, μεγαλύτερη έξαρση παρουσίασαν οι διωγμοί του Θρακικού και Μικρασιατικού ελληνισμού στην περίοδο του πολέμου, με πρόσχημα τις ανάγκες και τις σκοπιμότητές του. Δεν είναι τυχαίο που αρχηγός τότε του τουρκικού στρατού ήταν ο Γερμανός Λίμαν Φον Σάντερς. Θεωρούσε τις ξένες εθνότητες, που ζούσαν στο έδαφος του τουρκικού κράτους, επικίνδυνες για τη διεξαγωγή του πολέμου και υπέδειξε τη λήψη καταλλήλων μέτρων. Ο Τ. Ενεπεκίδης εξάλλου, στο βιβλίο του αναφέρει κατηγορηματικά ότι «ο εμπνευστής και ρυθμιστής των διωγμών υπήρξε όχι το ανάκτορο του Γιλδίζ αλλά η Βίλχεμστράσσε εις το Βερολίνο».

Στη συνέχεια, αποσπάστηκε η ευθύνη των σχολείων από το Πατριαρχείο και τις τοπικές Μητροπόλεις, για να τεθούν αυτά κάτω από τον έλεγχο του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Τότε η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία έγινε υποχρεωτική. Αφαιρέθηκε επίσης από το Πατριαρχείο και τις Μητροπόλεις το δικαίωμα να ρυθμίζουν τις εσωτερικές υποθέσεις της Εκκλησίας και των λειτουργών της, όπως και τις υποθέσεις των χριστιανών που αφορούν το οικογενειακό δίκαιο8.

Η Τουρκία από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, βρίσκονταν σε μια κατάσταση διάλυσης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συρρικνώνονταν συνεχώς. Το ρόλο της συνείδησης του απειλούμενου με διάλυση τουρκικού Έθνους θα τον παίξει ο Μουσταφά Κεμάλ διακεκριμένος αξιωματικός του τουρκικού στρατού.9

 

Επίλογος: Αυτό ήταν το κλίμα και το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονταν οι σχέσεις μεταξύ των εθνοτήτων στο χώρο της Μ. Ασίας. Στη συνέχεια αναλύονται οι σχέσεις αυτές (κυρίως μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων) στα δύο μέρη της εργασίας αυτής που ακολουθούν.

 

            ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Σία Αναγνωστοπούλου, «Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919, οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος». Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

2. Ι.Κ. Βιγιατζίδης, «Εκτουρκισμός και εξισλαμισμός των Ελλήνων, Ιστορικαί μελέται», Θεσ/νίκη 1933, σελ. 3-60.

3. Ν. Ανδριώτης, «Κρυπτοχριστιανική Φιλολογία», Θεσ/νίκη 1953.

Ν. Α. Μηλιώρης, «Κρυπτοχριστιανοί», Αθήνα 1962, Sp. Vryonis, σελ. 363.

4. Εμ. Χ. Εμμανουηλίδης, «Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», Αθήνα 1924, σελ. 15.

Δ. Ζακυνθηνού, «Πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος», Αθήνα 1965, σελ. 93 (Αρχείο Κ.Μ.Σ., Φακ. Καισάρεια, αριθ. Καππαδοκία 4β).

5. Εφημ. Κων/πόλεως «Ταχυδρόμος» 12 Σεπτ. 1908, από επιστολή του ιερομονάχου Διονυσίου από την Καισάρεια Καππαδοκίας.

6. Α. Αιγίδης, «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγες», Αθήνα 1934, σελ. 15.

7. Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαϊου 1913).

Σ.Θ. Λάσκαρη, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος 1821-1914», Αθήνα 11947, σελ. 225.

8. Α’ τόμος «ΕΞΟΔΟΣ» σελ. ξ’ (έκδοση Κ.Μ.Σ.).

9. R. Martan, “Histoire de la Tarquie” Pan’s, P.U.F. 1952, page 115.

 

AMEΡΟΣ - ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ  ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ  ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 1919

            Το κλίμα για τους μη μωαμεθανικούς πληθυσμούς, όπως προαναφέρθηκε, στις αρχές του 20ου αι. ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ειδικά για τον ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος βρίσκονταν μονίμως στο στόχαστρο της πολιτικής των Νεοτούρκων, που δεν ήταν άλλη από την πολιτική των εθνικών εκκαθαρίσεων. Μαζικές σφαγές, βασανισμοί, ατιμώσεις γυναικών, αρπαγές περιουσιών ήταν φαινόμενα συνηθισμένα που οι Έλληνες όλης της Μ. Ασίας ζούσαν και γνώριζαν καλά. Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν τα περίφημα Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Σ’ αυτά αναγκάστηκαν να συμμετέχουν άντρες ηλικίας 20-45 ετών, όλοι τους χριστιανοί, με επίσημο σκοπό τη κατασκευή έργων οδοποιίας κυρίως, σε διάφορα μέρη της Τουρκίας. Στα Τάγματα αυτά πέθαναν εκατοντάδες χιλιάδες από τους εργάτες, εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πανάθλιες και εξαντλητικές. Όλα τα παραπάνω ήταν μέτρα, που είτε προβλήθηκαν άλλες αφορμές γι’ αυτά, είτε όχι, εφάρμοζε το επίσημο Τουρκικό κράτος, με σκοπό τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου από την Τουρκία.

            Παρ’ όλες τις κακοτυχίες του όμως ο Έλληνας της Μ. Ασίας φαίνεται να αντέχει και να υπομένει την κατάσταση αυτή. Δεν έχει άλλωστε άλλη επιλογή, εφόσον με κάθε τίμημα επιθυμεί να κατοικεί στη γη των προγόνων του και να τους τιμά, τηρώντας τα ίδια ήθη και έθιμα. Μέσα από τους αιώνες της υποδούλωσης, γνώρισε τον κατακτητή του και έμαθε να ζει μ’ αυτόν.

            Οι σχέσεις των δύο λαών, σύμφωνα με το δείγμα των μαρτυριών που μελετήθηκε, είναι πολύ ομαλές. Έλληνες και Τούρκοι ζουν μαζί, στις ίδιες κοινότητες, ίδιες γειτονιές, δουλεύουν μαζί, συνεργάζονται με άψογο τρόπο και απόλυτη αρμονία. Δεν υπάρχει ούτε ένας ο οποίος φέρει διαφορετική άποψη. Σ’ όλες τις συνεντεύξεις ο Τούρκος αναφέρεται συχνά σαν «αδερφός», «φίλος» και «σύντροφος». Πάντα με καλά λόγια έχουν να χαρακτηρίσουν τους ανθρώπους εκείνους που άφησαν πίσω για πάντα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Οι δεσμοί τους ήταν στενοί και δυνατοί πολλές φορές. Προβλήματα αποφεύγονταν να δημιουργηθούν ή δεν υπήρχαν καθόλου. Ο καθένας κοίταζε τη δουλειά του ξεχωριστά και δεν προσπαθούσε να ανακατευτεί με τις υποθέσεις του άλλου. Συνεπώς τα πράγματα βρίσκονταν στη θέση τους, σε μια – σχεδόν – φυσική τάξη.

            Και οι δύο λαοί διακρίνονταν για τα αισθήματα σεβασμού και φιλοτιμίας που έδειχναν ο ένας στον άλλο. Δεν υπήρχε διάθεση ή πρόθεση κακόβουλη.

            Από την άλλη πλευρά βέβαια, ο Έλληνα δεν ξεχνούσε ότι βρίσκονταν στη θέση του κατακτημένου και του υπόδουλου. Δεν είχε πραγματική ελευθερία. Ζούσε με τα δικαιώματα και τα προνόμια που του παραχωρούσε ο κατακτητής του. Το αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Τούρκο, που γνωρίζει ότι είναι ο κατακτητής και ο αφέντης πλέον άλλου έθνους.

            Αυτό σκίαζε τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων. Δεν γίνονταν φανερό, υπέβοσκε όμως στις συνειδήσεις όλων και τις δηλητηρίαζε. Η εικόνα του «βάρβαρου και άγριου» Τούρκου συνυπάρχει χωρίς προβλήματα απ’ ότι φαίνεται με την εικόνα του Τούρκου, του φίλου και αδελφού. Το ίδιο ισχύει και για την εικόνα του Έλληνα στη συνείδηση των Τούρκων» … Οι Τούρκοι ήταν βέβαια τα σκυλιά, αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη. Οι Τούρκοι ήτανε μια μάστιγα της ανθρωπότητας, μια θεομηνία. Σαν να λέγαμε χολέρα, σεισμός […]. Τι σχέση είχανε όμως αυτά τα πράγματα με τον Αλή ή με τον αυγουλά της το Μουσταφά, που όταν έβγαζε καλαγκάθι ερχότανε και της γύρευε αγίασμα απ’ το Μπαλουκλί».1 Την ίδια εικόνα παίρνουμε και μέσα απ’ τα παιδικά χρόνια της Αλίκης Μάγης στο βιβλίο «Μέσα στις φλόγες» της Διδούς Σωτηρίου, καθώς και στο βιβλίο της «Ματωμένα Χώματα».

            Συνεπώς, άλλες φορές πιο τυπικές κι άλλες φορές πιο ένθερμες κι αυθόρμητες, οι σχέσεις των δύο λαών μπορούν να χαρακτηριστούν πολύ καλές. Οι κοινωνικές επαφές ήταν ομαλές, που σπανίως έφταναν σε οριακό σημείο. Συνήθως αυτές οι εμπλοκές και προβλήματα προκαλούνταν από άτομα με εθνικιστικές τάσεις και φανατισμό, τόσο από το ένα μέρος όσο κι από το άλλο. Επίσης σπάνιο φαινόμενο αποτελούσαν οι έρωτες και οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Πιο συχνά οι Έλληνες επέτρεπαν τον γάμο με άλλες χριστιανικές εθνότητες (π.χ. Αρμενίους, Φράγκους, Ιταλούς κ.τ.λ.) παρά με Τούρκους. Παρ’ όλα αυτά όμως, υπήρχαν φορές που συνέβαινε κι αυτό. Εκτός του ότι αναφέρεται σε ελάχιστες από τις μαρτυρίες που μελετήθηκαν, το συναντάμε και σε λογοτεχνικά βιβλία, όπως στα «Ματωμένα χώματα» που προαναφέρθηκε, και «Το νούμερο» του Η. Βενέζη.

            Τελικά, Έλληνες και Τούρκοι δεν είχαν τίποτε να χωρίσουν σαν λαοί έως ενός σημείου. Είχαν κοινά χαρακτηριστικά και οι δύο, συνεπώς η συμβίωση μεταξύ τους ήταν εφικτή κι όμως ο πολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα αντίστοιχα εθνικά του κράτη τους έφεραν σε μια αντίθεση, η οποία από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων και μετά, ουσιαστικά ήταν αναπόφευκτη.

 

            2. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ, ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

            Είναι λογικό, μετά από αιώνες κοινής συμβίωσης, οι λαοί να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πολιτιστικά στοιχεία. Μέσα από τις αφηγήσεις των προσφύγων αντλούνται πολλές πληροφορίες πάνω στο θέμα αυτό. Έλληνες και Τούρκοι παρουσίαζαν αρκετές διαφορές. Ας μη ξεχνάμε ότι ανήκαν και οι δύο σε διαφορετική θρησκεία, γεγονός το οποίο τους έφερνε μονίμως αντιμέτωπους. Η ιστορία τους, αν και κοινή από ένα σημείο και μετά, ήταν τελείως διαφορετική. Και ο τρόπος ζωής του καθενός ορίζονταν από τους δύο παραπάνω παράγοντες: θρησκεία και ιστορία. Σύμφωνα μ’ αυτά, ορίζονταν η θέση τους στο χώρο και στο χρόνο, καθώς και ο ρόλος που είχαν να διαδραματίσουν.

            Η μακραίωνη όμως συμβίωση, όπως προαναφέρθηκε, είχε αμβλύνει αρκετές από τις παραπάνω διαφορές, και γεφύρωνε το χάσμα με τον τρόπο της. Με την πάροδο του χρόνου, ο ένας λαός άρχισες να σέβεται τον άλλο. Βάσει των μαρτυριών, οι Τούρκοι προσκυνούσαν τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Όποτε γίνονταν πανηγύρια προς τιμή τους, πήγαιναν και χαιρετούσαν την εικόνα τους. Έπαιρναν αγιασμό και τον φιλούσαν. Τον χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο2 και το θεωρούσαν ιερό.

            Εντυπωσιακή είναι η ιστορία που διαδίδονταν στην περιοχή της Απολλωνιάδας,3 και η οποία φαίνεται να είναι αληθινή. Εκεί, οι Τούρκοι κάποτε ξεκίνησαν την κατασκευή ενός τζακιού. Για να το κάνουν αυτό, γκρέμισαν μια από τις τέσσερις εκκλησίες της περιοχής, αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή. Στα θεμέλιά της λοιπόν, προσπαθούσαν να ανεγείρουν το δικό τους κτίσμα. Μόλις όμως αυτό χτίζονταν, αμέσως γκρεμιζόταν. Διαδόθηκε η φήμη ότι έφταιγε η κατεδάφηση της χριστιανικής εκκλησίας. Αποφασίστηκε λοιπόν, να μπει πάνω στον μικαρέ ένα χριστιανικό σημάδι, ένας σταυρός. Έκτοτε το τζαμί δεν ξαναγκρεμίστηκε.

            Τέτοιου είδους αφηγήσεις οι οποίες είτε βασίζονται σε αληθινά γεγονότα είτε όχι, δείχνουν να έχουν μεγάλη απήχηση τόσο σε Έλληνες όσο και σε Τούρκους. Κάτι παρόμοιο αφηγείται η Δέσποινα Καλαϊτζή από τα Λύγδα του Οδεμάσιου.

            Μεγάλες γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα και ιδίως το Πάσχα, οι Τούρκοι, παίρνουν μέρος στους εορτασμούς. Η Κατερίνα Αραβανοπούλου – Αγγελίδου μας πληροφορεί ότι το «Πάσχα, τα παιδιά των Τούρκων παίρνανε αρνί …», ενώ ο Γιώργος Βουζουνάρος υποστηρίζει ότι οι Έλληνες πήγαιναν και γιόρταζαν μαζί με τους μωαμεθανούς το ραμαζάνι.

            Τον Άγιο Ιωάννη, οι Τούρκοι στην Ιωνία τον αποκαλούσαν «Ντεντέ», δηλαδή άγιο, γιατί πιστεύανε στα θαύματά του. Οι χριστιανοί εκτός του «Ντεντέ», τον λέγανε «Αποκεφαλιστή». Χιλιάδες Ορθόδοξοι και πολλοί Τούρκοι, από την παραμονή και ανήμερα, πηγαίνανε στη «Χάρη του».4

            Εκτός από τις θρησκευτικές εορτές όμως, υπήρχε και η εθνική εορτή των Ελλήνων, στις 25 Μαρτίου. Η γιορτή αυτή είχε βέβαια και το θρησκευτικό της σκέλος (είναι η μέρα του Ευαγγελισμού), κυρίως όμως αντιπροσώπευε την επανάσταση του 1821. Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας, είχε βέβαια κι αυτός τον κρυφό πόθο και ελπίδα της απελευθέρωσης, κι όλες του τις προσδοκίες τις εξέφρασε μέσα από τον εορτασμό της ημέρας αυτής. Η κυρία Γεωργία Καλουμένη από τη Σμύρνη αναφέρει τα εξής σχετικά με το θέμα: «… οι Έλληνες είμαστε ορθόδοξοι. Αυτοί είχανε τους Πασάδες κι εμείς έχουμε το βασιλιά μας, καθένας είχε το δικό του». Και οι υπόλοιποι αφηγητές, αναφορικά με το θέμα αυτό, στο ίδιο επίπεδο κυμαίνονται. Υπήρχε ανοχή, και ο εορτασμός της ελληνικής εθνικής γιορτής γίνονταν ουσιαστικά δίχως περιορισμούς.

            Επίσης, μεταξύ των άλλων κοινωνικοθρησκευτικών εκδηλώσεων υπήρχαν και οι γάμοι μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Φαινόμενο εξαιρετικά σπάνια, ήταν δύσκολο έως αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Μια τέτοια περίπτωση περιγράφει σε λίγες γραμμές η Χρύσα Γόμπου από τη Σμύρνη. Στο μυθιστόρημα «Ματωμένα Χώματα» περιγράφεται ένας τέτοιος έρωτας, ο οποίος όμως είχε άδοξο τέλος. Το ίδιο συμβαίνει και στο βιβλίο του Η. Βενέζη «Το νούμερο». Αυτοί οι έρωτες και οι γάμοι, έπαιρναν πάντα μεγάλες διαστάσεις, το γεγονός έμενε στην ιστορία και κατέληγε σε μορφή μύθου. Διαδίδονταν εύκολα από στόμα σε στόμα, και τα άτομα που εμπλέκονταν στην ιστορία έπαιρναν μυθικές διαστάσεις.

            Ουσιαστικά, το εμπόδιο για τους γάμους αυτούς, ήταν η πλήρης αντίθεση στις απόψεις των δύο λαών, στο θρησκευτικό τομέα, όπου ο γάμος με αλλόθρησκο –η, απαγορεύονταν ρητά, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι σχέσεις των δύο λαών ήταν σχέσεις κατακτητή και κατακτημένου.

            Τέλος, στα λαϊκά παραμύθια της περιοχής της Ιωνίας5 δεν αναφέρεται ποτέ στη θέση του κακού ήρωα ο Τούρκος. Ουσιαστικά δεν υπάρχει και δεν αναφέρεται καθόλου. Ίσως επειδή δεν δόθηκε ουσιαστικά η αφορμή για να γίνει κάτι τέτοιο, ώστε να χρησιμοποιηθεί ο Τούρκος ως φόβητρο στα ελληνικά λαϊκά παραμύθια για παιδιά. Εάν υπήρχε κάτι τέτοιο, θα αναφέρονταν στο λαϊκό παραμύθι, εφόσον μέσα απ’ αυτό εκφράζονταν ο απλός κόσμος και έφερνε στην επιφάνεια τις φοβίες του, τις ελπίδες του και τους πόθους του.

 

3. ΤΑ «ΠΡΟΝΟΜΙΑ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

            Μετά την άλωση της Σμύρνης από τους Οθωμανούς επί του Σουλτάνου Μωάμεθ του Α’ (1416) και την μετέπειτα κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τον Μωάμεθ τον Β’ τον Πορθητή, παραχωρήθηκαν στον υποδουλωμένο ελληνισμό «προνόμια» τα οποία ίσχυαν μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάνης.

            Το κυριότερο των προνομίων ήταν η αναγνώριση στους Έλληνες Ορθοδόξους6 του δικαιώματος της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικού Πατριάρχου. Έτσι, δεν ήταν πλέον μόνο ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά και ο Εθνάρχης όλου του αλύτρωτου ελληνισμού. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αντιπροσώπευε απέναντι στην Υψηλή Πύλη τόσο την Ελληνική Εκκλησία όσο και την ομογένεια. Κατά συνέπεια, και οι επί μέρους μητροπολίτες και επίσκοποι δεν ήταν μόνο θρησκευτικοί αρχηγοί των επαρχιών της Μ. Ασίας (και του πανταχού ελληνισμού) αλλά και κυβερνήτες αυτών, όσον αφορά τους ελληνικούς πληθυσμούς τους.

            Το σύνολο των ομογενών ανά επισκοπική επαρχία αποτελούσε την Κοινότητα, και πρόεδρος της ήταν ο Μητροπολίτης της. Το συμβούλιο της Κοινότητας το αποτελούσαν σύμβουλοι, συμπάρεδροι και πρόκριτοι, απαρτίζοντας τη Δημογεροντία. Στην περίπτωση της Σμύρνης, κοντά στη Δημογεροντία λειτουργούσε και ο θεσμός της Κεντρικής Επιτροπής, όπου μπορούσε κάθε Έλληνας Ορθόδοξος να εισέλθει, ανεξαρτήτου υπηκοότητας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα μέλη της Δημογεροντίας έπρεπε να είναι οπωσδήποτε Οθωμανικοί υπήκοοι. Η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή είχαν την εποπτεία των εσωτερικών θεμάτων των Ελλήνων Ορθοδόξων και των σχέσεών τους με το τουρκικό κράτος.

            Συνέπεια των δικαστικών προνομίων που το τουρκικό καθεστώς είχε παραχωρήσει στους αρχηγούς του ελληνισμού, αποτελούσαν τα Μικτά Δικαστήρια, για να επιλύσουν τις διαφορές των Χριστιανών Ελλήνων προς ομογενείς και αλλόθρησκους.

            Τα ειδικά δικαστήρια που προορίζονταν για τους Έλληνες Ορθοδόξους, στα οποία προέδρευε ο Μητροπολίτης, ήταν δύο: i) To Πνευματικόν και το ii) Μικτόν. Η διαφορά τους βρίσκεται στη σύνθεση των επιτροπών τους (το πρώτο απαρτίζεται από αξιωματούχους της Εκκλησίας, ενώ το δεύτερο και από κληρικούς και από λαϊκούς, υπό την Προεδρία πάντοτε του Μητροπολίτη). Υπήρχε επίσης η Εκκλησιαστική Επιτροπή, υπεύθυνη για την εκδίκαση υποθέσεων, κυρίως μεταξύ κληρικών.

            Ο Μητροπολίτης αντιπροσώπευε την Κοινότητα απέναντι στις τουρκικές αρχές. Αποτελούσε δηλαδή τον υπουργό των Εξωτερικών, ρυθμίζοντας τις διοικητικές σχέσεις της Ομογένειας, καθώς και τις διπλωματικές του υποθέσεις. Ήταν επίσης υπεύθυνος για την Παιδεία, σαν υπέρτατος διοργανωτής και επιθεωρητής των σχολών, πρόεδρος των εφορειών, των καθηγητών συλλόγων και πηγή για κάθε εκπαιδευτική κίνηση. Μεριμνούσε για την Κοινωνική Πρόνοια και Αντίληψη ως πρόεδρος των εφορειών, επόπτης των φιλανθρωπικών καταστημάτων, νοσοκομείων, βρεφοκομείων, ορφανοτροφείων κ.τ.λ. Φρόντιζε για τη Συγκοινωνία και το δίκτυό της, και όπως προαναφέρθηκε, επομίζονταν το έργο της Δικαιοσύνης.

            Αυτά ήταν, σε λίγες γραμμές, τα κυριότερα δικαιώματα που είχε ο ελληνισμός της Μ. Ασίας συγκεντρωμένα στα χέρια του, και μ’ αυτά είχε επιτύχει τα τόσα έργα στην πορεία του μετά την υποδούλωσή του από το Οθωμανικό Κράτος, έως την ολοκληρωτική εκδίωξή του το 1922. Ειδικά στην περιοχή της Σμύρνης, όπου η ελληνική κοινότητα βρίσκονταν σε έξαρση δημογραφική, πολιτιστική και οικονομική, δίνοντας την ψευδαίσθηση της ελληνικής πόλης στην Ανατολή. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η προσωνυμία της από τους Τούρκους ως Γκιαούρ – Ισμίρ (Σμύρνη η Άπιστη ή Σμύρνη των Απίστων).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Μ. Ιορδανίδου, «Λωξάντρα», 30η εκδ. Αθήνα 1990, σελ. 45-46.

2. Ίδιο (Μ. Ιορδανίδου, «Λωξάντρα»).

3. Β. Δεληγιάννης «Ο Σταυρός επάνωσε μιναρέ» σελ. 446, περιοδ. «Μικρασιατικά Χρονικά» τόμος 8, 1959.

4. Στέλλα Επιφανίου – Πετράκη, «Λαογραφικά της Σμύρνης», σελ. 100, εκδ.: Το Ελληνικό Βιβλίο.

5. Κ. Π. Δεμερτζής, «Παραμύθια της Σμύρνης», εκδ.: ΠΑΤΑΚΗ.

Μ. Π. Δελησάββας, «Λαογραφικά Μάκρης και Λιβισίου Λυκίας Μ. Ασίας».

6. Λεωνίδας Ι. Φιλιππίδης, «Τα «προνόμια» και η ελληνική ορθόδοξος κοινότης Σμύρνης» σελ. 10, περιοδ.: «Μικρασιατικά Χρονικά», τόμος 2, 1939.


 

Β’ ΜΕΡΟΣ-  ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 1919

            Μετά την αποβίβαση του ελληνικού στόλου στη Σμύρνη, αρκετά πράγματα άλλαξαν στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Ήταν άλλωστε αναπόφευκτο, εφόσον εισέβαλαν σε έδαφος της Τουρκίας και αποτελούσαν την ακεραιότητά της, αναπτερώνοντας τις ελπίδες του ελληνισμού της Μ. Ασίας για ανεξαρτησία.

            Το πόσο ο ελληνισμός της Μ. Ασίας περίμενε να γίνει κάτι τέτοιο, φαίνεται από τις μαρτυρίες που αφορούν την ημέρα αυτή, στις 2 Μαϊου 1919, και περιγράφουν την υποδοχή του κόσμου απέναντι του πληρώματος του ελληνικού στόλου. Ο προορισμός της υνιοπομπής, όσο και η άφιξή της στη Σμύρνη ήταν άγνωστη στους πάντες, πλην την ιθυνόντων της εκστρατείας αυτής.1 Μόνο φήμες κυκλοφορούσαν στην πόλη της Σμύρνης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κατοίκους της να δεχθεί τους στρατιώτες με άκρατο ενθουσιασμό. Σ’ όσες μαρτυρίες γίνεται λόγος για την υποδοχή του στόλου, θυμίζουν περισσότερο υποδοχή ηρώων και απελευθερωτικού στρατού. Σε λίγες μόνο μαρτυρίες αναφέρεται μια συγκράτηση και μια υποψία, όπως της Βιολέτας Αμοργιανού από το Αϊδίη.2

            Σε κάποιες άλλες μαρτυρίες, αναφορικές με τον ελληνικό στρατό, εκφράζεται μια δυσαρέσκεια για περιστατικά που προκλήθηκαν εξ’ αιτίας του ελληνικού στρατού. Λόγου χάρη η Αγλαϊα Κοντού από τη Μαινεμένη3 πιστεύει ότι δυσαρεστήθηκαν οι Τούρκοι από τη συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών και αργότερα (το 1922) ξέσπασαν σε διωγμούς και αντίποινα. Την ίδια περίπου άποψη εκφράζουν κι άλλοι πρόσφυγες. Σίγουρα η συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών δεν ήταν αγγελική. Όμως οι Τούρκοι, είχαν μια συγκεκριμένη πολιτική εξόντωση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου από το χώρο της Μ. Ασίας, που δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτή των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι είχαν μεμονωμένη συμπεριφορά.

            Κανένας πάντως από τους πρόσφυγες δεν αρνείται τον ενθουσιασμό που επικρατούσε, την έξαρση των εθνικών αισθημάτων και την αναπτέρωση της ελπίδας που όλοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας κρύβουν μέσα τους. Το γεγονός της απόδοσης αυτής χαιρετίστηκε και στον χώρο της μητροπολιτικής Ελλάδας. Ο τύπος αναφέρεται σ’ αυτή σαν το πρώτο βήμα για την «απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών μας στη Μ. Ασίας».4

            Καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης, την περίοδο 1919-1922, η διοίκηση της πόλης, καθώς και της ευρύτερης περιοχής της που καθόριζε η Συνθήκη των Σεβρών (η περιοχή που ορίζονταν από τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 περιλάμβανε: παραλιακά και δυτικά την περιοχή από το Αδραμύττιον έως και την Έφεσο. Ανατολικά απλώνονταν έως την κοιλάδα του Μαιάνδρου, το Σαλιχλί, το Κιρκαγάτς)9 τα πράγματα είχαν βελτιωθεί αισθητά. Έως τότε, η τουρκική εξουσία επέβαλε ένα καθεστώς περιοριστικό και ασφυκτικό. Σύμφωνα με τον George Horton, τον Αμερικανό Πρόξενο στη Σμύρνη κατά την περίοδο αυτή «η ελληνική διακυβέρνηση των Ελλήνων στη Μ. Ασία ήταν η μόνη πολιτισμένη και ενεργητική, που η χώρα αυτή είχε δει από τους ιστορικούς χρόνους […] γνωρίζω απόλυτα τι λέγω».5

            Δεν αναφέρονται πουθενά διωγμοί τουρκικού πληθυσμού ή δημεύσεις περιουσιών αυτών. πράγμα που σημαίνει ότι κατά την περίοδο 1919-1922 και υπό τη διακυβέρνηση του ύπατου αρμοστή Σμύρνης Αρ. Στεργιάδη, υπήρχε σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κι αυτά εφαρμόζονταν στην πράξη6.

            Μετά τη σταθεροποίηση της κατάστασης στην περιοχή, που πραγματοποιήθηκε λίγο καιρό (λίγους μήνες) μετά την απόβαση, τίποτα δεν έδειχνε να έχει αλλάξει. Σύμφωνα με την πλειοψηφία των αφηγητών, τα πράγματα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερες αλλαγές. Η ζωή των περισσοτέρων δείχνει να συνεχίζεται όπως είχε. Λίγοι ήταν αυτοί που δημιουργούσαν προβλήματα. Κυρίως από σκληροπυρηνικούς και φανατισμένους, που προέρχονταν και από τις δύο πλευρές, και προσπαθούσαν να παρασύρουν κι άλλους. Ο πρόσφυγας Ευάγγελος Γκάλας από το Κόλντερτ της Αιολίδας αναφέρει πως μετά την ελληνική εισβολή, διώξαν (οι Έλληνες κάτοικοι) τους Τούρκους της περιοχής τους. Η Μυρσίνη Καψάλη7 από την περιφέρεια του Μπαλούκεσερ μας πληροφορεί ότι μετά την εισβολή, οι Έλληνες υιοθέτησαν χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά λόγος, μια υπεροπτική συμπεριφορά απέναντι στον τουρκικό πληθυσμό. Οι περιπτώσεις αυτές ήταν μεμονωμένες και όχι καθολικές. Σίγουρα πολλοί Έλληνες υπερέβαλαν στη συμπεριφορά τους απέναντι των Τούρκων, λόγω του ενθουσιασμού τους, δεν αντικατοπτρίζεται όμως σε τέτοια γεγονότα η σχέση των Ελλήνων και των Τούρκων. Τα παραπάνω συμβάντα δεν είναι αντιπροσωπευτικά της περιόδου 1919-1922.

            Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού λοιπόν, συνέχισε να συμβιώνει αρμονικά και ομαλά, όπως συνέβαινε και προτύτερα. Το κλίμα μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν ήπιο. Οι εργασίες, οι συνεργασίες, οι δουλειές ανάμεσά τους, συνέχιζαν να υφίστανται. Οι αλλαγές ήταν ελάχιστες, εφόσον δεν παρατηρούνταν συστηματικά κακοποιήσεις εις βάρος του τουρκικού πληθυσμού, παρά μόνο από τον ελληνικό στρατό όπως προαναφέρθηκε σε περιορισμένη κλίμακα (μεμονωμένα περιστατικά, που οφείλονταν σε πράξεις ακραίες και σε αντίποινα). Η αλληλοβοήθεια8 στις δύσκολες στιγμές που περνούσαν και οι δύο λαοί, εφόσον στην περιοχή της Μ. Ασίας για δεκαετίες η κατάσταση ήταν έκρυθμη και ασταθής, ήταν ιδιαίτερα έντονη. Πολύ πιθανό, να είχαν υποσυνείδητα καταλάβει το όλο «παιχνίδι» που παίζονταν πίσω από την πλάτη τους και εις βάρος τους, από ξένες δυνάμεις, που ήθελαν να ονομάζονται «προστάτριες», προκειμένου να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Κι αυτό έφερνε τους δύο λαούς κοντά, εφόσον η μοίρα τους ήτανε έως τότε κοινή.

            Όσο περνούσε όμως ο καιρός, πολλοί αφηγητές παρατηρούν ότι οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να αγριεύσουν και να γίνονται περισσότερο επιθετικοί. Σε αρκετές μαρτυρίες αναφέρονται οι διαφορές μεταξύ «Νεότουρκων» και «Παλαιότουρκων». Οι πρώτοι ήταν εθνικιστές και έντονα επιθετικοί, ενώ οι δεύτεροι πιο ήπιοι. Γίνεται λόγος μάλιστα για φόβο που είχαν οι Παλαιότουρκοι στους Νεότουρκους. Ο διαχωρισμός αυτός, γίνεται με κριτήριο τον ασπασμό της ιδεολογίας του κινήματος του νεοτουρκισμού. Σύμφωνα μ’ αυτή, κάθε μη μουσουλμάνος στον μικρασιατικό χώρο, αποτελούσε επικίνδυνο εχθρό του τουρκικού κράτους, και έπρεπε είτε να αφομοιωθεί, είτε να απομακρυνθεί από το «πάτρια εδάφη».

            Όσο περνούσε ο χρόνος, όλο και περισσότεροι Τούρκοι ασπάζονται την ιδεολογία αυτή, και άρχισαν να εχθρεύονται τον ελληνικό πληθυσμό σε βαθμό ανησυχητικό. Αρκετοί από τους αφηγητές σε οικογενειακούς φίλους Τούρκους, οι οποίοι στο τέλος απέκτησαν μια προδοτική στάση. Άλλοι, παράλληλα με τους πρώτους, αναφέρονται σε φίλους Τούρκους οι οποίοι παρ’ όλη τη σύγχυση που επικρατούσε εκείνη την εποχή, ούτε εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, αλλά δεν δίστασαν να διακινδυνέψουν ακόμα και τη ζωή τους, προκειμένου να βοηθήσουν τους Έλληνες συντρόφους τους.

            Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, καθώς πλησίαζε το 1922 και τα φοβερά γεγονότα που το χαρακτηρίζουν, άρχισαν να αποκτούν μια ένταση, σε άλλες περιπτώσεις ενεργετική, και σε άλλες επιβλαβή. Όσο περνούσε ο καιρός, το διήλημα «πατρίδα ή συνάνθρωπος» γίνονταν σίγουρα βασανιστικό τόσο για τους μεν όσο και για τους δε. Οι φιλίες, οι γνωριμίες, οι σχέσεις και οι επαγγελματικές επαφές πάντα έπαιζαν καταλυτικό ρόλο, προς τη μία ή την άλλη μεριά της πλάστιγγας.

            Παρατηρείται λοιπόν, μια φθίνουσα πορεία στην ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των δύο λαών, μετά την απόβαση του ελληνικού στόλου στη Σμύρνη. Η πορεία αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, λόγω των έντονων καταστάσεων που οι άνθρωποι ζούσαν καθημερινά, των προηγούμενων εμπειριών τους καθώς και της ιστορικής διαδρομής τους. Οι δυσκολίες που γνώρισαν ήταν φυσικό, άλλοτε να δημιουργούν εχθρικό κλίμα, κι άλλοτε φιλικό. Οι δύο πληθυσμοί είχαν μάθει σε τοπικό επίπεδο να συζούν για μεγάλο διάστημα σε πολλές περιπτώσεις αρμονικά, αλλά τα κράτη που εκπροσωπούσαν τα έθνη τους βρίσκονταν σε ανταγωνισμό για τα ίδια εδάφη. Η απόβαση στη Σμύρνη είχε σαν προοπτική να αλλάξει τους ρόλους του κυρίαρχου και του κυριαρχόμενου απότομα. ήταν φυσικό να δημιουργηθούν καχυποψίες και εντάσεις στις σχέσεις των δύο αυτών πληθυσμών.

 

ΑΙΤΙΑ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ

            Σ’ αυτό το μέρος της μελέτης, γύρω από τις σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας, γίνεται μια μικρή αναφορά και ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν στην αλλοίωση των σχέσεών τους. Τα αίτια αυτά, είναι από τη φύση του θέματος πολλά σε εύρος και πολύπλοκα στη δομή τους. Παρατίθενται εδώ τα σημαντικότερα μόνο απ’ αυτά, τα οποία είναι τα εξής τέσσερα:

i) Για πολλές δεκαετίες πριν τη καταστροφή του 1922, το επίσημο τουρκικό κράτος είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία παραποίησης της ιστορίας, εις βάρος της θέσης των Ελλήνων, πράγμα που συνεχίζει να κάνει και στις μέρες μας.10 Μ’ αυτόν τον τρόπο, «διαφώτιζε» τον τουρκικό πληθυσμό της Μ. Ασίας και του δημιουργούσε ψευδαισθήσεις όσον αφορά το παρελθόν του και τον ρόλο του στον μικρασιατικό χώρο. Η προπαγάνδα αυτή βασίζονταν στην παραπληροφόρηση και δημιουργούσε σύγχυση μεταξύ των πληθυσμών. Η έννοια «πάτρια εδάφη» είχε αρχίσει να παίρνει μια ιδιάζουσα σημασία για τον καθένα. Για τους μεν Έλληνες αποτελούσαν τις μακραίωνες εστίες τους, για τους δε Τούρκους ήταν εδάφη που είχαν κατακτήσει και ήταν πλέον δικά τους.

            Μέσα στα πλαίσια της ίδιας προπαγάνδας, γίνονταν προσπάθειες να αυξηθεί το εθνικιστικό αίσθημα των Τούρκων με κάθε μέσο, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός τους, που δεν ήταν άλλος από την εξαφάνιση ξένων εθνών από το χώρο της Μ. Ασίας. Έφτασαν μάλιστα σε σημείο να ωθούν τον Τουρκικό λαό, έναντι κάθε ξένου έθνους (και ιδιαίτερα του ελληνικού) αφήνοντας στη κρίση τους τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσουν, δηλαδή να τους αφανίσουν ή όχι.11 Μοίραζαν όπλα σε απλούς πολίτες (Τούρκους) και δημιουργούσαν επεισόδια στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη,12 μετά την απόβαση του ελληνικού στόλου στη Σμύρνη.

            Το μιλλέτ των Νεοτούρκων, που το 1909 είχε δώσει τόσες ελπίδες στα έθνη της Μ. Ασίας, αναφέρθηκε13 πολύ γρήγορα. Με τη νέα πολιτική τους, «όχι μόνο αποκλείουν τους μη – μουσουλμάνους από την υπό διαμόρφωση τουρκική κοινωνία, αλλά πρωτίστως, εξουδετερώνουν όλους τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης των μη – μουσουλμάνων στην κοινωνία, ως σύνολο με τα δικά τους εθνοθρησκευτικά χαρακτηριστικά».14

            Επίσης, τα γνωστά «Τάγματα Εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού), τα οποία αποτελούσαν ουσιαστικά «Τάγματα θανάτου», αποτελούσαν μέρος της πολιτικής αυτής. Το ίδιο συνέβαινε και με τις επιστρατεύσεις του αρσενικού πληθυσμού και την εξαγορά της έναντι αρκετά μεγάλων ποσών. Η διαδικασία αυτή των επιστρατεύσεων επαναλαμβάνονταν όποτε το τουρκικό κράτος έκρινε αναγκαίο, με οποιαδήποτε δικαιολογία. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα τραγικό: όσο προσπαθούσαν οι Έλληνες να εξαγοράσουν την επιστράτευση αυτή, χάνουν όλη τους την περιουσία, κι όταν αυτή χάνονταν, προσπαθούσαν να διαφύγουν το μαρτύριο που τους περίμενε με κάθε τρόπο. Δημιουργήθηκε λοιπόν, ένα μεγάλο κύμα λιποτακτών σ’ όλη τη Μ. Ασία, το οποίο κυνηγούσαν ανελέητα οι Τουρκικές αρχές.15

            Στο πλευρό των Τούρκων και ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής των Νεοτούρκων, ήταν οι Γερμανοί. Τόσο απροκάλυπτα υποστήριζαν τους διωγμούς των Ελλήνων, που αρκετοί πρόσφυγες αναφέρουν το γεγονός αυτό, και κυρίως το εντοπίζουν στο πρόσωπο του Γερμανού αρχηγού του τουρκικού στρατού Λίμιαν Φόν Σάντερς.

ii) Άλλη αιτία που οδήγησε στη ρήξη των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων, ήταν ο θρησκευτικός φανατισμός των δεύτερων. Η θρησκευτική διαφορά των δύο πληθυσμών, αποτελούσε επί μονίμου βάσεως σημείο αναφοράς και αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους. Αποτελούσε διαφορά πολιτιστική και καμία από τις δύο πλευρές δεν ήταν διατεθειμένη, ούτε είχε την πρόθεση να την καλύψει με κάποιο τρόπο.  Στοιχείο που όξυνε τη διαφορά αυτή, ήταν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των μουσουλμάνων, καθώς και οι υπερβολικοί περιορισμοί που τους επιβάλλονταν από τη θρησκεία τους. Όλα τα παραπάνω, διαμόρφωναν έναν ιδιαίτερα τρωτό χαρακτήρα και προσωπικότητα στον τούρκικο πληθυσμό, με αποτέλεσμα να αποτελεί έρμαιο του κάθε δημαγωγού που σκόπιμα τον τρομοκρατούσε και τον παραπλανούσε με επιχείρημα το Κοράνι. Ο φανατισμός της μουσουλμανικής μάζας, ίσως να αποτελούσε το ισχυρότερο μέσο, για την επίτευξη των στόχων της Νεοτουρκικής πολιτικής, την περίοδο 1919-1922. Από τις αφηγήσεις των προσφύγων μπορεί κανείς να διακρίνει τον φανατισμό αυτό, ο οποίος γίνονταν εντονότερος όσο πλησίαζε ο καιρός της καταστροφής.

iii) Η αγανάκτηση του ελληνικού πληθυσμού, λόγω των χρόνιων διωγμών, ακόμα από την εποχή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Χαν του Β’,16 βρήκε βαλβίδα εκτόνωσης κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης. Οι κακουχίες, οι δημεύσεις περιουσιών, οι διωγμοί, οι θάνατοι και τα τόσα δεινά που ο ελληνισμός όλης της Μ. Ασίας είχε υποστεί έως τότε, έδειχναν πώς με την απόβαση του ελληνικού στόλου τελείωναν πλέον οριστικά. Κανένας τότε δεν μπορούσε να προβλέψει το μεγάλο κακό που πλησίαζε, χειρότερο απ’ όλα όσα είχαν περάσει στο παρελθόν.

            Οι ελπίδες όλου του μικρασιατικού ελληνισμού είχαν αναπτερωθεί, μπροστά στην πιθανότητα να προσκολληθούν, τμηματικώς έστω, στη μητροπολιτική Ελλάδα και να κινούνται ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση της Αγλαϊας Κόντου από τη Μαινεμένη: «Αίμα είδαμε τους Έλληνες, νομίσαμε πια ότι είδαμε το Θεό». Η ενθουσιώδης συμπεριφορά διήρκισε για μήνες  μετά την απόβαση. Το διάστημα 1919-1922, έδωσε για λίγο στον ελληνισμό της Μ. Ασίας την αίσθηση του κυρίαρχου.

            Φυσικό επακόλουθο ήταν λοιπόν, η αλλαγή της συμπεριφοράς απέναντι στους Τούρκους, και μάλιστα η αλλαγή έτεινε προς την υπεροψία και την περηφάνια. Ο μεγαλοϊδεατισμός βρίσκονταν στην ακμή του, κι ο πρώην κατακτητής, στα όρια του αφανισμού. Η περιφρόνησή του ήταν δεδομένη.

            Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων σε πολλές περιπτώσεις έδειχναν να διαλύονται, ενώ σε άλλες όχι. Πέρα από τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις, τις ιδεολογίες και κάθε άλλη διαφορά που τους χώριζε, ο ανθρώπινος παράγοντας έμοιαζε κάποιες φορές να υπερτερεί. Συχνά, στις αφηγήσεις, Τούρκοι και Έλληνες αλληλοβοηθιούνται, καλύπτονται μεταξύ τους στις δύσκολες ώρες. Ταυτόχρονα όμως, δείχνουν και ένα απάνθρωπο πρόσωπο, γεμάτο μίσος μεταξύ τους.

            Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι είχε επέλθει μια σύγχυση στις συνειδήσεις των ανθρώπων, κι ότι η κρίση τους εμφανίζεται εσφαλμένη σε πολλές περιπτώσεις. Το συμφέρον και οι αυταπάτες που όλοι φέραν μέσα τους εκείνη την ταραγμένη περίοδο, θόλωναν το μυαλό και την καρδιά τους, και τους οδηγούσαν σε λανθασμένες πράξεις.

iv) Τέλος, αιτία που οδήγησε στη ρήξη των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων, μπορεί να θεωρηθεί έως ένα σημείο η ανάρμοστη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού. Σε πολλές αφηγήσεις, γίνεται αναφορά σε πράξεις του, είτε κατά την προέλασή του προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας, είτε κατά την αποχώρησή του λόγω της διάσπασης του μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Τέτοια περιστατικά αναφέρει ο Βρέττος Μενεξόπουλος από την Χήλη της Κωνσταντινουπόλεως και η Αγλαϊα Κόντου από τη Μαινεμένη.17

            Οι Έλληνες στρατιώτες δεν διακρίνονταν για πράξεις βιαιότητας. Η πιθανότερη εξήγηση της συμπεριφοράς τους έχει προφανώς να κάνει με υπερβάλλοντα ζήλο και εφαρμογή αντιποίνων. Δεν ήταν κατευθυνόμενη, ούτε τα όσα συνέβησαν εξ’ αιτίας τους ήταν εφαρμογή διαταγών. Οι συνθήκες του πολέμου – του κάθε πολέμου – είναι που φέρνουν τους ανθρώπους σε οριακό σημείο και τους ωθούν να υιοθετήσουν μια ενστικτώδη συμπεριφορά.

            Πάραυτα όμως, προκαλούσαν την οργή του τουρκικού πληθυσμού, ο οποίος ήταν αποδέκτης της συμπεριφοράς αυτής, ή μάλλον των περιορισμένων αυτών περιστατικών. Αποτέλεσμα της κατάστασης ήταν η ολοένα φθίνουσα πορεία των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων. Το κλίμα μεταξύ τους ήταν ήδη επιβαρημένο, και κάθε κίνηση του ελληνικού στρατού προς την κατεύθυνση αυτή χειροτέρευε τα πράγματα. Η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης κυριαρχούσαν.

            Όλες οι παραπάνω αιτίες, καθώς και πολλές άλλες ευθύνονταν για την κακή πορεία των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων, που το αποκορύφωμά τους απετέλεσε η μικρασιατική καταστροφή. Παρά τα πολλά παραδείγματα αρμονικής συμβίωσης σε τοπικό βαθμό, η αντίθεση ανάμεσα στις εθνικές τους επιδιώξεις οδήγησαν τελικά, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, στο οριστικό τέλος αυτής της συμβίωσης.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Ιστορία του ελληνικού έθνους», σελ. 116-117, τόμος ΙΕ’.

2. Βλ. παράρτημα.

3. Βλ. παράρτημα.

4. «Εφημερίς των Βαλκανίων» Άρθρο, 3/05/1919.

5. Δρα Π. Στυλιανός, «Οι τουρκικές σφαγές στη Σμύρνη στο 1922», σελ. 23, Λευκωσία 1984.

6. Βλ. Παράρτημα.

7. Βλ. Παράρτημα.

8. Φ. Ν. Κλεάνθης, «Η ελληνική Σμύρνη, σελίδες από την Ιστορία της, εικόνες από τη ζωή της και πλήρης εξιστόρηση της τραγωδίας του 1922», σελ. 34, εκδ.: ΕΣΤΙΑ, Αθήνα.

9. «Ιστορία του ελληνικού Έθνους», σελ. 120, τόμος ΙΕ’.

10. Παύλος Χιδίρογλου (Καθηγητής Ιονίου Παν/μίου) «Τουρκικές αντιλήψεις περί μικρασιατών Ελλήνων», από τα πρακτικά του επιστημονικού Συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στις 16-17/10/92 στη Θεσσαλονίκη με θέμα «Όψεις του μικρασιατικού ζητήματος. Ιστορική θεώρηση και προεκτάσεις».

11. Ν. Παπαδόπουλος «Τουρκικά ντοκουμέντα για τη μικρασιατική καταστροφή», Αθήνα 1985.

12. Ν. Παπαδόπουλος, «Τουρκικά ντοκουμέντα για τη μικρασιατική καταστροφή», σελ. 47, Αθήνα 1985.

Στο βιβλίο του ο Ν. Παπαδόπουλος παρουσιάζει τους αξιωματούχους του Νεοτουρκικού – Κεμαλικού κινήματος, να δρουν και να σκέφτονται ως τρομοκρατική οργάνωση κι όχι ως προοδευτικοί εκπολιτιστές της Μ. Ασίας, όπως ήθελαν να ονομάζονται. Στόχος τους ήταν η πλήρης εξόντωση του ελληνοχριστιανικού στοιχείου της περιοχής, με τον πλέον βάναυσο τρόπο. Ο Παπαδόπουλος βασίζεται σε απόρρητα έγγραφα του κινήματος, τα οποία προμηθεύτηκε, όπως ισχυρίζεται, από κρυπτοχριστιανούς ανώτατους αξιωματούχους του Νεοτουρκισμού. Αφήνει επίσης να εννοηθεί, ότι ο άτακτος στρατός, δηλαδή οι επωνομαζόμενοι Τσέτες, εξοπλίζονταν και εφοδιάζονταν απ’ αυτούς.

13. Μαρία Ανεμοδούρα, «Αμελέ Ταμπουρού: Τάγματα καταναγκαστικής εργασίας», σελ. 24, περιοδικό: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τεύχος 262, Απρίλιος 1990.

Στο άρθρο αυτό, αναφέρεται ότι ο Ταλαάτ – Πασάς, Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας το 1910, σε ομιλία του αναιρεί «το Σύνταγμα που διακηρρύσει την ισότητα μεταξύ Μουσουλμάνων και Γκιαούρηδων […] που αντιδρούν πεισματικά σε κάθε προσπάθεια εξοθωμανισμού τους». Η στάση αυτή των Ελλήνων Χριστιανών, αποτελούσε «ανυπέρβλητο εμπόδιο για την επιβολή πραγματικής ισότητας».

14. Σία αναγνωστοπούλου, «Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919, οι ελληνορθόδοξες κοινότητες. Από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό Έθνος», σελ. 526, εκδ.: Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

15. Μαρία Ανεμοδούρα, «Αμελέ Ταμπουρού: Τάγματα καταναγκαστικής εργασίας», περιοδικό: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», τεύχος 262, Απρίλιος 1990.

16. Κώστας Π. Ψαλτήρας, «Αβδούλ Χαμίτ, ο τελευταίος βάρβαρος ηγεμόνας της Ευρώπης», περιοδικό: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ» σελ. 106, τεύχος 288, Ιούνιος 1992.

17. Βλ. παράρτημα.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - Μαρτυρίες προσφύγων της Μ. Ασίας

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Οι μαρτυρίες προσφύγων που ακολουθούν, προέρχονται από: i) τον Α’ τόμο της «ΕΞΟΔΟΥ» του κέντρου Μικρασιατικού Ελληνισμού, ii) μαγνητοφωνημένες διηγήσεις του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς (Θεσσαλονίκη) και iii) το βιβλίο της Ελένης Κατραγκούλη «Εκεί που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια» εκδ.: ΩΡΕΣ, 1995. Το δείγμα των μαρτυριών αυτών προέρχεται από κατοίκους των δυτικών παραλίων της Μ. Ασίας αποκλειστικά, από τις περιοχές που περιγράφονται στην εισαγωγή της μελέτης.

            Είναι 54 στον αριθμό: 34 από την «ΕΞΟΔΟ», 19 από το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού και 1 από το βιβλίο της Ε. Κατραγκούλη.

            Οι μαρτυρίες που προέρχονται από την «ΕΞΟΔΟ» αναφέρουν το όνομα του πρόσφυγα, την περιφέρεια και την περιοχή από την οποία κατάγονται, και τον τίτλο με τον οποίο φέρεται στο βιβλίο. Οι μαρτυρίες του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού αναφέρουν το όνομα του πρόσφυγα, τον τόπο καταγωγής του και την ημερομηνία γέννησής του. Η μαρτυρία από το βιβλίο της Ε. Κατραγκούλη αναφέρει μόνο το όνομα και τον τόπο καταγωγής της προσφύγου.

            Οι μαρτυρίες δεν μεταφέρθηκαν αυτοτελείς στο παράρτημα αυτό, παρά μόνο τμήματά τους, ενδεικτικά και σε σχέση με το θέμα της μελέτης.

            Στα αποσπάσματα των μαρτυριών, αν και μικρό το δείγμα, προβάλλεται πληθώρα θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να αναλυθούν σε βάθος. Στην παρούσα μελέτη δεν αναφέρονται όλα, παρά μόνο όσα επιλέχθηκαν και έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τις σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων, πριν και μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.

            Οι περισσότερες μαρτυρίες προέρχονται από τη Σμύρνη και την ευρύτερη περιοχή της. Αυτό έγινε γιατί στην οριζόμενη από τη Συνθήκη των Σεβρών, ελληνική ζώνη, συμβιώνουν Έλληνες και Τούρκοι υπό ελληνική διοίκηση. Συνεπώς στην περιοχή αυτή δόθηκε περισσότερη προσοχή, δεν μελετάται όμως ξεχωριστά από τις υπόλοιπες (π.χ. Αιολίδα, Καρία κ.τ.λ.), εφόσον δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν στη μελέτη αυτή ο παράγοντας των διπλωματικών και πολιτικών σχέσεων των δύο λαών.

            Τα περισσότερα αποσπάσματα συνοδεύονται από σημειώσεις, οι οποίες έχουν διευκρινιστικό και επεξηγηματικό ρόλο για τα όσα αναφέρονται.

  

Η  ΕΞΟΔΟΣ

Επιμέλεια Φ.Δ. Αποστολοπούλου

Τόμος Α’. «Μαρτυρίες από τις επαρχίες

των δυτικών παραλίων της Μικρασίας»

 

Οι μαρτυρίες είναι καταταγμένες ανά περιφέρεια και περιοχή

 

ΙΩΝΙΑ

1. Περιφέρεια Σμύρνης

Σμύρνη

1.1.1α Μαρτυρία Αλέξη Αλεξίου «Το κεφάλι λίγο πιο πέρα το τσιμπολογούσαν οι αδέσποτες κότες».

Σελ. 6

«Δύο Μαϊου του 1919 έγινε η ελληνική κατοχή. Πήγα στο «Quai» με τους γονείς μου. Όλη η Σμύρνη γιόρταζε, ήταν σαν Πάσχα, ακούγονταν κανονιές από τα καράβια, παντού κυμάτιζε η γαλανόλευκη. Όλοι φορούσαμε στο στήθος μας εθνικές κονκάρδες. Όλοι φορούσαμε στη προκυμαία κοπάδια κοπάδια. ξεφώνιζαν και τραγουδούσαν. Όλοι βιάζονταν να δούνε τα ευζωνάκια, τον ελληνικό στρατό, τα ελληνικά καράβια τον «Αβέρωφ», τον «Ατρόμητο», το «Λέοντα».

Εκφράζεται ο ενθουσιασμός του κόσμου για την «απελευθέρωση» της Σμύρνης από τα ελληνικά στρατεύματα.

«Κάναμε γιορτές κάθε 25 Μαρτίου ντυνόμασταν τσολιάδες και με άλλες εθνικές ενδυμασίες τα κορίτσια. Αφού βέβαια ο διευθυντής της Σχολής Νεστορίδη έβαζε φύλακες όξω από το σχολείο».

            Αυτά συμβαίνουν πριν την απόβαση. Λαμβάνονται μέτρα ασφαλείας για να εορταστούν η εθνική επέτειος των Ελλήνων σε τουρκικό έδαφος.

«… Καταφέρανε να φύγουνε από τη Σμύρνη, γιατί ο παππουλής μου ήταν παιχνιδιάτορας και ήταν γνωστός και αγαπητός στους Τούρκους και βρέθηκε κάποιος που τον γνώριζε και τον γλίτωσε».

            Υπάρχουν αρκετά καλές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, που κατά τη διάρκεια της καταστροφής εξακολουθούν να υφίστανται.

 

Σεβδίκιοϊ

1.1.2. Μαρτυρία Κλειώς Νικολήνταγια «Τι κάθεσαι; θα ΄ρθουν οι Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουν».

            Σελ. 20

«… θα ‘ρθουν οι Τούρκοι και θα σε πετσοκόψουνε. – Δε φεύγω μικρέ, της είπα. Εδώ θα καθίσω. Ο Τούρκος θα ‘ρθει με το γάντι».

Δεν υπάρχει ιδιαίτερος φόβος για τους Τούρκους. Θεωρούνται μάλιστα από την αφηγήτρια ευγενικοί.

            Νυμφαίο

 

1.1.5. Μαρτυρία Άννας Καραμπέτσου «Ποιος θα με πειράξει εμένα;»

            Σελ. 31

«Ο πατέρας μας με το νοικοκύρη του σπιτιού δεν φοβούνταν. Κι άλλο δεν έλεγε: «Ποιος θα με πειράξει εμένα; Όλους τους είχα φίλους». Μια κοπέλα, μέσα από τις πολλές, κοίταζε από την κλειδαρότρυπα, και είδε ένα γνωστό της Τούρκο. Του φώναξε: «Αλή, Αλή». Ο Αλής ήρθε κοντά, έριξε μια ματιά και της είπε: «Πάω και θα ‘ρθω, τώρα έχω δουλειά». Γύρισε και την πήρε. Ποιος ξέρει τι να απόγινε!»

Ακόμα και στις δύσκολες στιγμές όπου τα παραπάνω διαδραματίζονται, υπάρχει η ελπίδα ότι οι Τούρκοι θα σταθούν αλληλέγγυοι στους Έλληνες.

 

            Σελ. 32

«… Όσους πήραν, πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Από ένα καφενείο, καθώς περνούσαν, κάποιος φίλος Τούρκος γνώρισε τον πατέρα μου. Τον πόνεσε η ψυχή του και του φώναξε: «Δήμο, Δήμο». Ο κακομοίρης ο πατέρας μου. Γύρισε να δει. Γιατί να γυρίσει; Τον χτύπησε ο φρουρός με τη ξιφολόγχη. Τρέχει ο Τούρκος τον φτάνει, τον αγκαλιάζει. Ήταν καϊμακάμης στο Νυμφαίο πριν την ελληνική κατοχή. Τον παρακαλούσε να τον πάει στο σπίτι του να τον κρύψει.

            Στο περιστατικό αυτό, ο Τούρκος παρουσιάζει φιλάνθρωπο πρόσωπο, που οφείλεται σε μακρόχρονη φιλία.

«… Από μικρά παιδιά φίλοι. «Μη φοβάστε», μας είπε (ο πατέρας), «είναι ο Τσιναριώτης ο φίλος μου». «Γκέλ Γκιαούρ, από τα χέρια μου θα περάσεις», απείλησε ο Τούρκος. Τι τον παρακαλούσε, τι κοίταζε να του θυμίσει τα περασμένα να τον συγκινήσει! Εκείνος τίποτα.

-          Εμένα το λες αυτό, του φίλου σου;

Πουθενά ν’ ακούσει ο Τσιναριώτης! Ούτε φιλία λογάριασε, ούτε ευγνωμοσύνη…»

Εδώ, ο Τούρκος, παρά τη μακρόχρονη φιλία, στις δύσκολες ώρες γίνεται εχθρικός. 

 

Λουτζάκι

1.1.7. Μαρτυρία Ανέστη Μπαρουτόπουλου «Δεν έχει μείνει κανένας στα χωριά».

            Σελ. 46

«Καθώς περνάγαμε από τα χωριά, δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, καθόντουσαν οι Τούρκοι σε παράταξη κι όσους γνωρίζανε τους τραβάγανε και τους σκοτώνανε».

            Απάνθρωποι οι Τούρκοι. Σκηνή από τα «Αμελέ Ταμπουρού» (Τάγματα Εργασίας), τις πορείες των αιχμαλώτων έως τη Μαγνησία.

           

Παλιές Φώκιες

1.1.8. Μαρτυρία Γιώργου Τζίτζιρα «Ήρθε τούρκικος στρατός κι έβαλε σφαή τσι Φώκιες».

            Σελ. 49

«… Ένας ζανταρμάς πήε να μας σκοτώσει.

-          Βρε! του λέει ο πατέρας, ο μπαρμπα Γιάννης είμαι, του πατέρα σου ο φίλος.

Μετά, μας πήε με μια βάρκα και μας μπάρκαρε στο παμπόρ (βαπόρι)».

Μια παλιότερη γνωριμία, είναι αρκετή στη σκηνή αυτή για να σωθούν οι ζωές των Ελλήνων (το παραπάνω συμβάν είναι προγενέστερο του 1919).

 

Γκερένκιοϊ

1.1.9. Μαρτυρία Αναστάση Χαρανή «Μπαμπά, πάς να μας παραδώσεις στους Τούρκους»;

            Σελ. 52

«… Άλλοτε, όταν τον έβλεπαν οι Τούρκοι, έτρεχαν και του έπαιρναν τ’ άλογο. Αυτή τη φορά κανείς δεν επλησίασε».

Σκηνή από την επίσκεψη αρχιερατικού επιτρόπου σε αγάδες, πριν το 1919. Ενώ παλιότερα υπήρχε κάποιος σεβασμός σε πρόσωπα με μεγάλο αξίωμα, όσο πλησίαζε ο καιρός του διωγμού χάνονταν.

 

            Σελ. 60

«Ζήτησα (νερό) από ένα Τούρκο του χωριού αυτός έκανε να μου δώσει, ένας άλλος όμως του είπε: «Βρε, στον γκιαούρ δίνεις; «Έμεινα με τη δίψα».

Η συμπεριφορά των Τούρκων ποικίλει. Άλλοτε δείχνουν ανθρώπινο πρόσωπο, κι άλλοτε όχι.

 

Μαινεμένη

1.1.10 Μαρτυρία Αγλαϊας Κόντου. «Όταν συνήλθα, μου ‘λειπε το παιδί κι έκλαιγα».

            Σελ. 63

«Άμα είδαμε τους Έλληνες, νομίσαμε πια ότι είδαμε το Θεό. Κάναμε καμάρες και βάζαμε τις φωτογραφίες του βασιλιά και του Βενιζέλου, για να περάσει ο στρατός. Λέγαμε πως θα μείνουν για πάντα εκεί και δεν λογαριάζαμε κανένα. Τα έβλεπαν αυτά οι Τούρκοι και μας έλεγαν:

-          Γιατί, βρε Έλληνες; Έχετε κανένα παράπονο; Καλά δεν περνάτε; Δικό μας το βασίλειο και δικιά μας η μαχαίρα.

Αυτά κάναμε και τους δυσαρεστήσαμε. Πήγαιναν οι αξιωματικοί και γλεντάγανε με τις Τουρκαλίτσες στην Πέργαμο. Αλόγατα της Μαινεμένης κουβαλάγανε τρόφιμα για το στρατό και μετά γυρίζανε φορτωμένα χαλιά κι άλλα πράγματα από τουρκόσπιτα».

Η συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών, σύμφωνα με την αφηγήτρια, δεν ήταν αγγελική. Προσπαθεί να δώσει μια ερμηνεία για τις μετέπειτα καταστροφές και τη θηριωδία των Τούρκων. Όμως οι Τούρκοι είχαν μια συγκεκριμένη πολιτική, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεμονωμένη συμπεριφορά.

 

1.2. Περιφέρεια Ερυθραίας

Σαζάκι

1.2.3. Μαρτυρία Νικολάου Παπανικολάου «Είχαν μείνει μόνο τα ζώα».

            Σελ. 74

«Πριν φτάσουμε στα Μουρτουβάνια, συναντάμε έναν Τούρκο και τον ρώτησα ποιο δρόμο να πάρουμε.

-          Από ποιο χωριό είσαι; μου είπε.

-          Από το Σοβάκι, του απάντησα.

-          Ποιανού παιδί;

-          Του Παπανικολάου.

-          Επειδή γνωριζόμαστε με τον πατέρα σου, σου λέω, για το καλό σας, να πάτε από το βουνό.

Πάλι, παλιότερες γνωριμίες, κάνουν τον Τούρκο φιλικό προς τον Έλληνα.

 

            Σελ. 75

«Πριν να φτάσουμε στο Σαϊπι, είναι ένα χωριό Αμπάρσεκι. Εκεί βλέπουμε μια ομάδα από Τούρκους και Έλληνες συναδελφωμένους.

-          Τι κάνετε εσείς εδώ; τους ρωτήσαμε.

-          Εμείς συναδελφωθήκαμε και πήραμε απόφαση να μείνουμε.

-          Κακώς κάνατε, τους είπαμε. Όλη η Μικρασία άδειασε …»

Υπήρχαν έντονοι φιλικοί δεσμοί μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ακόμα και κατά τη διάρκεια της καταστροφής.

 

ΑΙΟΛΙΔΑ

Κόλντερε

2.2.2. Μαρτυρία Ευαγγέλου Γκάλα «Θα φύγω μπροστά κι ελάτε!»

            Σελ. 109

«… Βάζαμε εργάτριες Τουρκάλες και μας δούλευαν. δούλευαν όλο το χρόνο και τους δίναμε τα μισά».

Συνεργασία σε καιρούς ειρήνης, ιδιαίτερα αρμονική. Μοιράζεται ο μισθός μισά – μισά μεταξύ του Έλληνα εργοδότη και των Τουρκάλων εργατριών.

«Είχαμε ένα ρέμα στο Κόλντερε που μας χώριζε από τους Τούρκους. Σαν έγινε η ελληνική κατοχή τους διώξαμε πέρα για πέρα. Ποιος ξέρει σε ποια τουρκοχώρια τρύπωσαν».

Οι Έλληνες διώχνουν το τουρκικό στοιχείο από την περιοχή τους, προφανώς για λόγους υπερηφάνειας, διότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τα μέρη εκείνα: ένοιωθαν πλέον τους Τούρκους παχύσαρκους.

 

Χατζηλερί

2.2.3. Μαρτυρία Φιλιώς Σεϊτανίδου «Φέρε μου καλύτερα φαρμάκι».

Σελ. 115:

«Εκεί γνώρισα μερικές Τουρκοκρητικές, που τις είχαμε εργάτισσες στα ελιόδεντρά μας και μας μάζευαν τον καρπό. Λαχτάρισε η καρδιά μου.

«Αχ» τους είπα «να θέλατε να με πάτε μέχρι το σπίτι της θείας μου! Γιατί φοβούμαι. Χάθηκα. Από τα χέρια σας δεν θα με πάρουνε οι Τούρκοι. Τι θα γίνω μέσα στο δρόμο μονάχη;» Τότες μια απ’ αυτές η πιο παλικαρού, μου είπε: «Δύσκολα τα πράγματα κόρη μου. Δε θα μπορέσουμε να σε προστατέψουμε».

            Στις δύσκολες στιγμές η κοπέλα ελπίζει σε εργάτριες Τουρκάλες για βοήθεια, κι αυτές ευγενικά την αποθαρρύνουν.

«… Μου βγάλαν με το δίσκο νερατζάκι γλυκό. Ακόμα το θυμούμαι. Η κυρά βρήκε καιρό και με ρώτησε: «Πώς βρέθηκες μαζί μ’ αυτούς;» «Άστα, άστα» της είπα. «Τι γλυκό μου δίνεις; Φέρε μου καλύτερα φαρμάκι». Οι Αρμένηδες όπως φάνηκε, καλοδεχτήκανε αυτούς τους κλεφταράδες για να γλιτώσουν εμένα».

            Η κοπέλα κρατείται από Τούρκους στρατιώτες που τη μεταφέρουν σε αρμένικο σπίτι. Διακρίνεται η αλληλεγγύη μεταξύ των κατατρεγμένων Ελλήνων και Αρμένιων.

 

Ερίκιοϊ

2.2.4. Μαρτυρία Σαρούλας Σκύφτη «Από τη μια η φωτιά κι από την άλλη ο Δεσπότης».

            Σελ. 119

«… Όπως περπατούσαμε, ένας γνωστός μας Τούρκος πήγαινε με το κάρο του στη Μαγνησία και μας λέει: «Μπείτε στο κάρο!» […] Γειτόνοι είμασταν, τ’ αμπέλια μας ήταν κοντά. Ήταν πολύ φοβισμένος κι ήρθε κοντά μου και μου ‘πε: «Να χαρείς. Σαρούλα, πές μου τι συμβαίνει; Γιατί είν’ όλος ο κόσμος στο δρόμο;» Τότες του είπα: «Παππού – Μεμέτ αυτό που ξέρω θα σου πώ, έρχεται πολύς στρατός στο χωριό μας γι’ αυτό φεύγουμε». Τότες αναστέναξε κι είπε «Βάι, τι θα γίνουμε!»

Εδώ υπάρχει αλληλοβοήθεια μεταξύ Ελληνίδας και Τούρκου, και κυρίως αλληλεγγύη ως προς τα συναισθήματα του φόβου και της φυγής. Μοιάζουν να έχουν καλές προηγούμενες σχέσεις, από την προσφώνηση «παππού» της γυναίκας.

 

Χορόσκιοϊ

2.2.6. Μαρτυρία Ευριπίδη Λαφαζάνη «Οι Τούρκοι που ήταν φίλοι μας, γίναν εχθροί μας».

            Σελ. 131:

«Οι Τούρκοι που ήταν φίλοι μας, γίναν εχθροί μας».

Υπήρχε μια ομαλότητα στις σχέσεις Ελλήνων – Τούρκων, που διαταράσσονταν καθώς πλησιάζουν τα γεγονότα της καταστροφής.

 

            Σελ. 133:

«Κάποια ώρα παρουσιάστηκε ο παλιός μου φίλος. Είχε τα χέρια του μέσα στο παλτό του… Είχαν τόσο φόβο οι Παλιότουρκοι τους Νεότουρκους που δεν λέγεται. Όσο μπορούσε πιο κρυφά μου ‘βαλε μέσα στο χέρι μου λίγο τσάϊ και λίγη ζάχαρη κι έφυγε έκανε. τον περαστικό […] Είχα έναν Τούρκο φίλο, με γνώριζε καλά … Τότες μου απάντησε: «Αυτό δεν το αρνείται κανείς. Είστε τιποτένιοι, πρόστυχοι, αλαφρόμυαλοι, ελεεινοί. Βρε συ, εσύ, τι σας έλειψε στο χωριό; Εκκλησία είχατε, παπά είχατε, σχολείο είχατε. Ήρθε ποτέ κανείς να σας ρωτήσει τι κάνετε; Τι θέλετε από μας και σηκώσατε τα όπλα και μας σκοτώσατε;»

            Αναφέρονται δύο διαφορετικά περιστατικά. Στο πρώτο, η φιλία και η αλληλεγγύη διατηρούνται στις δύσκολες ώρες. Κυρίως από τους Τούρκους που απείχαν από το κίνημα του Νεοτουρκισμού. Στο δεύτερο, ο Τούρκος εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για την εισβολή των Ελλήνων το 1919, η οποία διατάραξε τις ομαλές σχέσεις των Τούρκων με τους Έλληνες. Στη συνέχεια της διήγησης, εξιστορείται περιστατικό που έδεσε αυτούς τους δύο άντρες παλιότερα. Επίσης, με Τούρκο στρατηγό, περιγράφεται συνομιλία που τον θέλει (τον στρατηγό) αντίθετο με την πολιτική του Κεμάλ, αλλά υπαίτιους της συμφοράς τους Έλληνες. Όλη η μαρτυρία αυτή, αναφέρει τις φοβίες και τις σκέψεις των Τούρκων, δίνει μια εικόνα που αμφιταλαντεύεται μεταξύ φιλάνθρωπης και απάνθρωπης συμπεριφοράς εκ μέρους των Τούρκων. Μάλιστα, αναφέρει και τους φόβους των Τούρκων προς τους Τούρκους ανωτέρους.

 

2.3. Περιφέρεια Περγάμου

Πέργαμος

2.3.1. Μαρτυρία Δημήτρη Καμπούρη «Περιμένουν τηλεγράφημα να φύγουν».

            Σελ. 139:

«Είχα ένα φίλο Τούρκο, Μεμέτ τον λέγαν, και με ρωτούσε τι να κάνει. Ήταν και γι’ αυτούς πρόβλημα. «Κάτσε» του ‘πα, «μην πας κατά τ’ αμπέλια. μείνε με τους πολλούς». Ο φόβος των Τούρκων για τους όμοιούς τους Νεότουρκους.

 

ΚΑΡΙΑ

Η Καρία βρίσκεται υπό Ιταλική κατοχή την περίοδο του 1919.

 

3.1. Περιφέρεια Αϊδινίου

Αϊδίη

3.1.1. Μαρτυρία Βιολέτας Αμοργιανού «Ο Σχινάς και η χανούμισα».

«… κι έκανε ομάδες με προορισμό να σφάξουν τους χριστιανούς. Σ’ εμάς ειδοποιούσαν πως αν οι Έλληνες μπαίναν στη Σμύρνη θα γίνονταν μεγάλο κακό στον τόπο μας, θα σφάξουν τους χριστιανούς. Προκαταβολικά δώσανε όπλα στους άντρες…».

            Η σκηνή αυτή συμβαίνει το 1919, πριν την ελληνική εισβολή. Οι Τούρκοι εξαγριώνονται με την προοπτική αυτή, προετοιμάζονται και τρομοκρατούν τον ελληνικό πληθυσμό.

 

            Σελ. 152.:

«Δεν φέρθηκαν ωστόσο σαν άνθρωποι, αμέσως χτυπούσαν τους Τούρκους. Ήρθαν με άγριο τρόπο και άρχισαν και πολεμούσαν από παντού, χωρίς να έχουν και πολύ στρατό».

            Εδώ η αφηγήτρια δείχνει δυσαρεστημένη από τη συμπεριφορά του ελληνικού στρατού στο Αϊδίνι, ο οποίος με τον αντισυνταγματάρχη Αλ. Σχινά, όντως έπραξε πολλές επιπολαιότητες και εξέθεσε τα στρατεύματά του και τον ελληνισμό της περιοχής.

 

Καραβουνάρι

3.1.2. Μαρτυρία Ουρανίας Αραδούλη «Τα βάσανα τα δικά μου, άσωτα κι ατελείωτα».

 

            Σελ. 157.:

«Με τους Τούρκους περνούσαμε καλά. Ούτε μας πείραζαν ούτε τους πειράζαμε. Στη δουλειά μας παίρναμε τις Οθωμανίδες και στα περιβόλια και στα σπίτια. για χοντρή δουλειά.

Άμα βγήκε ο στρατός ο ελληνικός στη Σμύρνη, άρχιζαν οι Τούρκοι κι άλλαζαν κι αγρίευαν».

 

Κιόσκι

3.1.4.

            Σελ.: 165.:

«Βρέθηκε ένας Τούρκος, Αλής, φίλος του αδελφού μου, και με είδε έτσι που ήμουνα μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, κι έβγαλε το παιδί και μου το παρέδωσε στα χέρια μου».

 

3.2. Περιφέρεια Ναζλίου

Γενίπαζαρ

3.2.2. Μαρτυρία Αντιγόνης Αρτεμίου «Κάθε βράδυ συμφωνούν να σας σφάξουν!…»

            Σελ.: 177

«Ο ελληνικός στρατός μπήκε στο Ναζλί ανήμερα του Αγίου Κωνσταντίνου. Κάθισαν δεκαεφτά μέρες, και μια νύχτα φύγαν. Μάιος το 1919. Μόλις μαθεύτηκε αυτή η οπισθοχώρηση, οι Τούρκοι του Γενιπαζάρ πήραν αέρα και κατάσφαξαν τον κόσμο».

«Η μάνα μου ήταν ψυχικάρα και πλούσια. Οι Τούρκοι μεγάλωναν μέσα στο σπίτι μας. Τους βοηθούσε πολύ κι εκείνοι την αγαπούσαν. Κι ένας παραγιός, ο πιο πονετικός, της εξομολογήθηκε: «Κυρά, έ Κυρά, κάθε βράδυ συμφωνούσε να σας σφάξουνε». Ύστερα απ’ αυτό φύγαμε!»

 

            Σελ. 178

«Μια άλλη ντύθηκε τούρκικα. Πήρε κι ένα καλάθι στο χέρι κι έκανε την Τουρκάλα. Ένας Τούρκος των έσωσε. Την έβαλε στο τραίνο και ήρθε και μας βρήκε στο Ντενιζλί».

«Οι ντόπιο τούρκοι πρότειναν σ’ έναν πατριώτη μας να τον ντύσουν Χότζα, για να τον περάσουν στο Μαίανδρο να γλυτώσει, για πενήντα λίρες».

Οι Τούρκοι, αν και σ’ αυτή την περίπτωση όχι αφιλοκερδώς, τείνουν χέρι βοηθείας στους Έλληνες.

 

3.3. Περιφέρεια Σωκίων

Σώκια

3.3.1. Μαρτυρία Βασιλείας Λαμπρούκου «Τρέξτε, κρυφτείτε!»

            Σελ.: 183

«Μια από τις ημέρες που είμαστε εκεί μπήκε ένας γνωστός μας Τούρκος. είδε την αδερφή μου την Ειρήνη και της είπε: «Τι κάθεσαι εδώ; Τον πατέρα σου τον έχω εκεί!» Ψέματα, ήθελε να την πάρει!

Σ’ αυτή τη σκηνή, ο Τούρκος εκμεταλλεύεται τη γνωριμία του με την οικογένεια, για να πάρει την κοπέλα που του δείχνει εμπιστοσύνη. Η σκηνή εξελίσσεται το 1922.

           

Μπαγάρασι

3.3.3. Μαρτυρία Μαριάνθης Καραμουσά «Απ’ όλα τα σπίτια φύγανε οι άντροι».

            Σελ. 189:

«Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή που φεύγαμε, ήρθε και με βρήκε τρεχάτος ένας Τούρκος και μου έδωσε δεκαοχτώ μπαγκανότες. «Τις χρωστούσα στον άντρα σου», μου είπε, «να τις πάρεις να είμαι ήσυχος τώρα που θα φύγετε».

            Την ώρα που οι Έλληνες ξεριζώνονται από τον τόπο τους, ο Τούρκος νιώθει την ανάγκη να ξεχρεωθεί απέναντι στην οικογένεια αυτή, τη στιγμή που μπορούσε να κάνε ότι ήθελε.

           

Γέροντας

3.3.4. Μαρτυρία Αφροδίτης Γιαννάκη «εμένα θα ‘ρθει η Αργυρή να με πάρει…»

            Σελ. 196:

«… ο αξιωματικός που διοικούσε το χωριό ήταν από τους καλούς Τούρκους, τόσο που τους έλεγε: «Άμα βρίσκεστε σε κίνδυνο, ξεφωνίζεται να ‘ρθω να σας προφυλάξω».

            Ανθρώπινη συμπεριφορά Τούρκου αξιωματικού προς τον ελληνικό άμαχο πληθυσμό, τη στιγμή που ο τουρκικός στρατός ζητούσε αντίποινα. Το γεγονός συμβαίνει μετά την απόβαση το ’19.

 

3.4. Περιφέρεια Μυλασών

Μούγγα

3.5.1. Μαρτυρία Αντωνίας Χατζηστεφάνου «Μέσα στα στήθη μου είχα κρύψει μια εικόνα του σπιτιού».

            Σελ. 211:

«Ήσυχα και καλά χρόνια ζούσαμε και μπερεκέτι πολύ είχαμε. Ο Τούρκος, φίλος μας στενός ήταν, σαν συγγενής, σαν αδερφός μας. Τα πράματα στενέψανε από τότε που μπήκε στο κεφάλι των Τούρκων ο Κεμάλης».

            Η αφηγήτρια εδώ δηλώνει ευχαριστημένη από τη σχέση της με τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν να αλλάζουν στάση, κυρίως από την ιδεολογία του Νεοτουρκισμού και την προπαγάνδα του Κεμάλ.

«Ο Μουτεσαρίφης μας – Ετέν μπέη τον λέγανε – πολύ φίλος του αντρός μου ήτανε. Τακτικά φεύγανε και πηγαίνανε κυνήγι μαζί. Μεγάλη φιλία είχανε. Όταν έγινε η επιστράτευση στον πρώτο μεγάλο πόλεμο, ο Ετέν δεν άφησε να φύγει ο άντρας μου. Όταν βγήκε όμως η διαταγή για την εξορία, ο Ετέν μπέης είπε στον άντρα μου: «Απ’ όλα μπορώ να σε γλυτώσω, σ’ αυτό τώρα δεν έχω δύναμη να κάνω τίποτε».

            Εδώ, ο Τούρκος Μουτεσαρίφης έμπρακτα δείχνει τη φιλία του στις δύσκολες στιγμές, κι όπως μπορεί βοηθά τον φίλο του τον Έλληνα.

 

            Σελ. 212:

«Οι Τούρκοι έδειξαν καλή στάση οι περισσότεροι. Οι γνωστοί και οι φίλοι μας μας έλεγαν: «Μην τα χαραμίζετε τα πράγματά σας. Εσείς θα ξαναγυρίσετε πάλι. Αφήστε τα σε μας να σας τα φυλάξουμε και άμα έρθετε πάλι θα τα βρήτε, όπως τ’ αφήσατε».

            Οι Τούρκοι συγχωριανοί προσφέρουν με ειλικρίνεια τη βοήθειά τους και την παρηγοριά τους στις Ελληνίδες που αναγκάζονται ν’ αφήσουν όλα τους τα υπάρχοντα.

 

            Σελ. 213:

«Το όπλο του αντρός μου το άφησα σ’ ένα Τούρκο φίλο μας. Κι αυτός μου είπε: «Να μη στεναχωριέσαι καθόλου. Ούτε έξι μήνες δεν θα κάνετε και πάλι κοντά μας θα γυρίσετε».

            Από το μέρος των απλών Τούρκων, υπάρχει η επιθυμία να επανέλθει ο ελληνικός πληθυσμός στα μέρη τους και να συνεχιστεί η ζωή τους όπως ήταν.

«Ο Μουτεσαρίφης όλους τους χριστιανούς όσο μπορούσε τους ευκόλυνε. Τους έλεγε να μην έχουν φόβο…»

 

ΜΥΣΙΑ

4.1. Περιφέρεια Αδραμυττίου

Η περιφέρεια Αδραμμυτίου συμπεριλαμβάνονταν στην ελληνική «διοικούμενη ζώνη», σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών

Αδραμμύτι.

4.1.1. Μαρτυρία Άννας Παρή «Ο κακός δαίμων των Ελλήνων».

            Σελ. 227:

«Εμείς οι Έλληνες του Αδραμμοτινού κόλπου κρατούσαμε στα χέρια μας όλη την οικονομική ζωή του τόπου, το εμπόριο και τη βιομηχανία. Οι Τούρκοι μας ζήλευαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Άλλωστε, ωφελούνταν κι αυτοί από τον πλούτο, το δικό μας. Όλα πήγαιναν καλά, μαζεύαμε στις κάσες μας λίρες. Αγοράζαμε ολοένα και τσιφλίκια. Στα χρόνια μάλλιστα του Χαμήτ, ως το 1909, περνούσαμε μέλι – γάλα με τους Τούρκους».

            Αρμονική συμβίωση με τους Τούρκους, που επισκιάζεται κάπως από τη ζήλεια τους.

 

            Σελ. 228:

«Παρουσιάστηκε ο κακός δαίμων των Ελλήνων της Τουρκίας, ο Γερμανός Λίμαν Φόν Σάντερς, πασάς, οργανωτής του τουρκικού στρατού.

            Σε μια επιθεώρησή του στις παράλιες μικρασιατικές πόλεις, είδε από κοντά την ακμή του ελληνικού στοιχείου και είπε στους Τούρκους: «Τι τα κρατάτε τα φίδια αυτά στους κόρφους σας;»

            Μια άλλη άποψη των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες της Τουρκίας. Η αιτία αυτή τη φορά δεν φαίνεται να προέρχεται από τα ανάκτορα του Γολδίζ, αλλά από το Βερολίνο. Το ελληνικό στοιχείο δείχνει να ενοχλεί περισσότερο τους Γερμανούς υποστηρικτές των Νεοτούρκων παρά τους ίδιους τους Τούρκους.

«Γενικά, το σχέδιο των Γερμανών πέτυχε. Τα παράλια άδειασαν από το ελληνικό στοιχείο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Τούρκοι του Αδραμυττίου δεν μας πείραξαν, αλλά ούτε μας υπερασπίστηκαν τότε με το διωγμό».

«Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αδραμύττι το 1920. Ο καθένας πήγε στο δικό του σπίτι. Αρχίσαμε σιγά σιγά να στήνουμε το νοικοκυριό μας. Οι ντόπιοι Τούρκοι, όλο γλύκα ήταν μαζί μας. Μας πλήρωσαν τα παλιά χρέη τους. Βλέπετε, είχαν την ανάγκη μας, ήταν ελληνική κατοχή».

            Μετά τον πρώτο διωγμό, οι Έλληνες επιστρέφουν στα μέρη τους, και οι ντόπιοι Τούρκοι, ίσως λόγω της ελληνικής κατοχής, προσπαθούν να επανασυνδεθούν μαζί τους. Η αφηγήτρια προφανώς αναφέρεται σε ανώτερες τάξεις Ελλήνων και Τούρκων, σε εμπόρους και εύπορους επιχειρηματίες.

 

Γκουρές

4.1.2. Μαρτυρία Έλλης Βαλσαμάκη «Μην πάτε άδικα στο σπίτι, δεν υπάρχει τίποτε».

            Σελ. 234:

«Μετά θυμήθηκε η μητέρα μου ότι στον μπουφέ υπήρχαν κάτι ασημένια κουταλάκια. Τη στιγμή που άνοιγε το συρτάρι, ακούει μια γνωστή φωνή: «Γιασάκ! (Απαγορεύεται!)» Ήταν ο αμαξάς μας ο μέτ. Κρατούσε τουφέκι στο χέρι του, έτοιμος να πυροβολήσει τη μητέρα μου! Ποιος; Ο καλός μας ο Αχμέτ, που τον είχαμε στην υπηρεσία μας από τον καιρό του παππού μου!»

            Η αφηγήτρια συνεχίζει εξιστορώντας ευχάριστα περιστατικά του παρελθόντος με τον Αχμέτ, και καταλήγει με την πικρία και τη δυσαρέσκεια από έναν τέτοιο υπηρέτη, που τελικά φάνηκε αχάριστος, στους δύσκολους καιρούς.

 

Τσουρούκι

4.1.5. Μαρτυρία Γεωργίου Μωϋσή «Πάλι πρόσφυγες στην Ελλάδα».

            Σελ. 243:

«Ήταν Μάιος το 1914 […] Στους τούρκικους γάμους όλο πυροβολούσαν στον αέρα για εκφοβισμό, λέγοντας: «Κεσετζέλιζ, βουρατζόγιζ γκιαβουρλαρί «(θα σφάξουμε, θα χτυπήσουμε τους χριστιανούς)» […] ήταν σχέδιο από τους Γερμανούς συμμάχους των Τούρκων, να εκτοπίσουν εμάς τους Έλληνες των παραλίων, που είχαμε στα χέρια μας όλη την οικονομική ζωή του τόπου».

            Κλίμα τρομοκρατίας, που σύμφωνα με τον αφηγητή υποκινούνταν από τους Γερμανούς συμμάχους των Τούρκων.

 

            Σελ. 244:

«Μερικοί Τούρκοι του χωριού μας, μας ξεπροβόδιζαν και κάθε τόσο έλεγαν «Γκυλέ, γκυλέ» (Στο καλό, στο καλό)». Το γεγονός συμβαίνει το 1914. Οι Τούρκοι συγκινούνται από τον ξεριζωμό των Ελλήνων.

«Το Μάιο του 1920 γύρισαν πίσω οι δικοί μας στο Τσουρούκι. Τα σπίτια δεν τα χαλάσανε, τα διαφυλάξανε οι ντόπιοι από τους Πομάκους, που είχαν έρθει στο χωριό. Πήραν πίσω οι δικοί μας τα χωράφια τους. Άρχισαν καινούριο νοικοκυριό».

            Παρόλο που η περιοχή βρίσκεται υπό ελληνική κατοχή μόλις ένα έτος, οι Τούρκοι για χρόνια σεβάστηκαν τις περιουσίες των Ελλήνων συμπατριωτών τους.

 

            4.2. Περιφέρεια Τσανάκκαλε

Ρένκιοϊ

4.2.2. Μαρτυρία Κων/νου Επισκόπου «Να παραδώσουμε σώα και αβλαβή τη μητέρα του Κεμάλ».

            Σελ. 252:

«Ξανάρχισε καθένας τη δουλειά του. Οι Τούρκοι μας καλοδέχτηκαν. Εγώ διορίστηκα δάσκαλος στη Καλλίπολη».

Οι Έλληνες επιστρέφουν μετά την πρώτη τους φυγή το 1914, και βρίσκουν θερμή υποδοχή από τους Τούρκους.

 

Λάμψακος

4.2.3. Μαρτυρία Κυριάκου Κουκουλήθρα «Κάηκε η ελληνική συνοικία της Λαμψάκου…»

            Σελ. 254:

«Επί Αβδούλ Χαμήτ ζούσαμε καλά με τους Τούρκους. Σαν αρνιά ήτανε. Αυτοί οι Νεότουρκοι και Γερμανοί προστάτες τους, φανάτησαν τον τουρκικό λαό».

            Οι καλές σχέσεις Ελλήνων – Τούρκων διαταράσσονται από την προπαγάνδα του Νεοτουρκισμού, με την υποκίνηση των Γερμανών.

 

            Σελ. 255:

«Αρχίσαμε να μπαίνουμε στα επιταγμένα καϊκια. Κάτι καλοί Τούρκοι μας λέγανε να μείνουμε. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς συγκινηθήκανε και δακρύσανε».

 

4.4. Περιφέρεια Μπαλούκεσερ

4.4.1. Μαρτυρία Μυρσίνης Καψάλη «Η Νουρσέτ Χανούμ».

            Σελ. 261:

«… παίζαμε με τα Τουρκόπουλα κι είχαμε φιλίες κι αγάπες, όπως μ’ όλα τα παιδιά του τόπου μας».

 

            Σελ. 262:

«Το 1919 ήρθαν στον τόπο μας οι Έλληνες» Οι Τούρκοι κατατρόμαξαν και κρύφτηκαν ύστερα τους δώσαν θάρρος και σιγά – σιγά βγήκαν.

Στη Μυσία δεν πήγε ο ελληνικός στρατός. Η αφηγήτρια προφανώς εννοεί την απόβαση του ελληνικού στρατού στον μικρασιατικό χώρο, η οποία ενθάρρυνε όλο τον ελληνισμό της Μ. Ασίας.

 «Αμέσως περηφανευτήκαμε. Σηκώθηκε η μύτη μας. Αρχίσαμε να περιφρονούμε τους Τούρκους. Στη βρύση, «εμείς να πάρουμε πρώτες νερό κι όχι εσείς» λέγαμε. Δεν είχαμε ως τώρα τίποτα μαζί τους. Κανένας Τούρκος ποτέ δεν μας πείραξε.

            Συμπεριφορά υπεροπτική απέναντι στους Τούρκους, λόγω της ελληνικής εισβολής.

«Οι ντόπιοι δεν μας κάνουν τίποτα … Εμένα κι όλους τους δικούς μου μας έκρυβε στο σπίτι ένας ξενοδόχος. Μας συμπονούσε και δεν ήθελε το κακό μας».

            Αλληλεγγύη Τούρκου προς Έλληνες στις δύσκολες ώρες.

 

ΒΙΘΥΝΙΑ

5.4. Περιφέρει Κερμαστής

Κερμαστή

5.4.1. Μαρτυρία Κυριάκου Μητσόπουλου «Κατάσχεται το εργοστάσιο».

            Σελ. 309:

«Οι Τούρκοι οι πρό του Συντάγματος, ήταν παθολογικά τίμιοι και καλοί άνθρωποι. Γι’ αυτό το λόγο το εμπόριο φτουρούσε και επέφερε μεγάλα κέρδη».

 

            Σελ. 310:

«Αλλά μετά το Βαλκανικό πόλεμο ήρθαν πολλοί Τούρκοι πρόσφυγες από τα ελληνικά μέρη και ιδίως από τη Θεσσαλονίκη. Φεύγοντας απ’ εδώ ήρθαν προς τα μέρη μας και ήταν ξύπνιοι άνθρωποι. Έγιναν ανταγωνιστές των δύο μεγαλεμπόρων και επιτήδειοι, με διάφορες μαλλάδες έσπερναν τον φανατισμό στους Τούρκους, επιμένοντας ιδιαίτερα, ότι δεν πρέπει να δίνουν τα χρήματά τους στους γκιαούρηδες, που κατακτούν τις χώρες τους και σκοτώνουν αδέλφια τους».

            Ανθελληνική προπαγάνδα από τους Τούρκους πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη.

 

            Σελ. 310:

«Και οι Εβραίοι μας πολέμησαν σ’ εκείνο το διωγμό επίσης, γιατί βλέπαν στους Ρωμιούς πάντα τους πιο επικίνδυνους ανταγωνιστές. Μια Εβραία βγήκε στη πόρτα και φώναξε: «Ερμενί σουργκούν, Ρουμ ολγκούν Γιαχουντί Μουσλουμάν» (Οι Αρμένιοι εξορία, θάνατος στους Ρωμιούς, οι Εβραίοι είναι μουσουλμάνοι).

            Παρόμοιο γεγονός συναντάται και σ’ άλλες μαρτυρίες. Οι Εβραίοι, παρόλο που είναι διαφορετικό έθνος από το τουρκικό, δεν υφίστανται διωγμούς, αλλά έμμεσα συνεργάζονται με τους Τούρκους.

«Ευτυχώς βρέθηκε ένας Τούρκος που χρωστούσε δέκα χρυσές λίρες στον πατέρα μου από αλεύρια και του τις έδωσε σ’ εκείνη τη δύσκολη περίσταση, γιατί συγχρόνως με την εξορία κατάσχεσαν και το εργοστάσιο και όλα. Αφού πέρασε μερικός καιρός οι υπάλληλοι και τεχνίτες του κυλινδρόμυλου, που έφεραν βαριά το διώξιμο του πατέρα μου, και προπαντώς ο μηχανικός, βγάζουν κάποια εξαρτήματα, κάποιες βίδες, και λένε: «Δεν εργάζεται το εργοστάσιο. Φαίνεται ότι χάλασε κάποιο μηχάνημα» «[…]» και τώρα τι θα γίνει; Ο κόσμος τι θα φάει;» «Το μόνο που ξέρω «είπε αυτός», είναι ότι μονάχα άμα έρθει το αφεντικό εδώ μπορεί να το φτιάξει. Άμα έρθει, θα δουλέψει ο μύλος».

            Οι τεχνίτες και οι υπάλληλοι είναι Τούρκοι, και το αφεντικό Έλληνας. Οι απλοί άνθρωποι στεναχωριούνται με την εξορία του αφεντικού τους και με έξυπνο τρόπο τον φέρνουν πίσω. Επισήμως, οι αρχές διώχνουν το ελληνικό στοιχείο από τον τόπο του, οι σχέσεις του όμως με το τουρκικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα ισχυρές.

 

            Σελ. 312:

«Στο εργοστάσιο άφθονα τα ξύλα και το αλεύρι, αλλά οι αξιωματικοί που το κατέχαν και το διοικούσαν τα πήραν όλα. Και πάλι όμως, η παθολογική αφοσίωση των Τούρκων έσωσε την κατάσταση. Μια μέρα, περνούσε ο αμαξηλάτης μας, ο Χασάν φορτωμένος με αλεύρι, και πίσω του ο Σουλεϊμάν με ξύλα, βγαίνει η μητέρα μου στην πόρτα και τους φωνάζει:

-          Ορίστε κυρία.

-          Δε μου λέτε, εσείς από το Γιαννακό φάγατε ψωμί;

-          Πώς, κυρία! Φάγαμε.

-          Τα παιδιά μου είναι άρρωστα και πεινάνε. Απαιτώ αυτά τα αλεύρια και τα ξύλα να ξεφορτωθούν στο σπίτι μου.

Όπως κι έγινε, πράγμα που κόστισε σε εκείνους του δύο υπαλλήλους ξυλοδαρμό μέχρι αίματος και φυλάκιση δεν ξέρω πόσων μηνών».

      Όπως αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα «η παθολογική αφοσίωση των Τούρκων» βοήθησε την κατάσταση των Ελλήνων. Οι απλοί Τούρκοι συμπαραστέκονται και σέβονται αυτούς που παλιότερα υπηρέτησαν.

 

      Σελ. 315:

«… ενώ οι ντόπιοι Τούρκοι διαρκώς μας λέγαν: «Μη φύγετε, εμείς θα σας προστατέψουμε και θα περάσουμε καλά»

            Ο τουρκικός πληθυσμός παροτρύνει τον ελληνικό να μη φύγει, ώστε να συνεχίσουν να ζουν τις ίδιες ειρηνικές μέρες όπως και πρώτα.

 

            5.5. Περιφέρεια Προύσας

Προύσα

5.5.1. Μαρτυρία Πάτρας Βασιλειάδου «Σήμερα είναι του Αγίου Ιωάννου. κάνε την προσευχή σου…»

            Σελ. 318:

«Επειδή τα είχε καλά με τους Τούρκους, νόμιζε πως θα μας σώσουν. Άμα του είπα όμως:» Θέλεις μπροστά σου να μας τραβούν;» Τότε το σκέφθηκε καλύτερα».

            Πολλοί απ’ αυτούς που είχαν περιουσίες, ήλπιζαν ότι οι καλές τους σχέσεις με τους Τούρκους (ντόπιους) αρκούσαν για να σωθούν, πράγμα που σχεδόν ποτέ δεν ίσχυε.

 

            Σελ. 320:

«Κακό μέσα στην Προύσα δεν έγινε. λυπούνταν οι δικοί μας Τούρκοι που φεύγαμε […] Είχα μια Τουρκάλα που μου έφερνε το γάλα, μ’ αγκάλιαζε κι έκλαιγε. «Μη φεύγεις κυρά μου», μου έλεγε».

            Οι απλοί Τούρκοι συμπάσχουν με τους ξεριζωμένους Έλληνες.

 

5.6. Περιφέρεια Γκεϊβέ – Ορτάκιοι

Χουδί

5.6.1α Μαρτυρία Θεόφιλου Παπαδόπουλου «Στο κάτω χωριό τους σφάξαν όλους».

            Σελ. 325:

«Εγώ είχα ένα φίλο Τούρκο, ήταν υπάλληλος του Δημόσιου Χρέους. Την Πέμπτη, δύο μέρες πριν, μου λέει: «Δάσκαλε, εσείς έχετε πολύ ούζο. Πάμε να πιούμε;» «Πάμε» του λέω […]. Στο τραπέζι πάνω η γυναίκα μου του λέει: «Μετέτ εφέντη, όταν ξανάρθουν οι Τσέτες τι θα κάνουμε; Λεφτά δεν έχουμε». Κι αυτός της απαντά: «Να καταφύγετε στο σπίτι μου».

            Ο Τούρκος προθυμοποιείται να προσφέρει βοήθεια στους οικογενειακούς του φίλους.

 

5.6.1β. Μαρτυρία Κυριακής Δασκαλάκη «Τα παιδιά έχουν σφαίρες να σκοτώσουν».

            Σελ. 331:

«Τα Τουρκόπουλα που με ξέρουν απ’ του παππού μου το σχολείο, κόβαν ψωμί απ’ τους άλλους και μου δίναν εμένα. είχε ξεραθεί το μέσα μου και δεν μπορούσα να φάω. Ο Μεμέτ εφέντης με βλέπει στην αστυνομία και μου λέει: «Πάμε σπίτι να φας ψωμί, τυρί και να ‘ρθείς».

            Οι δύο παραπάνω αφηγητές έχουν σχέση εγγονής και παππού, γι’ αυτό επαναλαμβάνεται το ίδιο πρόσωπο, ο Μεμέτ εφέντης.

 

Σελ. 332.

«Ο Μεμέτ με άφηνε, από το φόβο του, μια μέρα στο ένα σπίτι και μια στο άλλο. Έμαθα αργότερα πως, αφού πήρε τα φλωριά, ήθελε να με παραδώσει».

            Τα χρήματα για τα οποία γίνεται λόγος, ανήκαν στην οικογένεια της αφηγήτριας, η οποία την εποχή εκείνη ήταν μικρό κορίτσι. Ο Τούρκος Μεμέτ, ενώ στην αρχή προσφέρει βοήθεια, στο τέλος κρατά μια προδοτική στάση. Ίσως τα χρήματα, ίσως ο φόβος από τους Νεότουρκους να τον ανάγκασαν ν’ αλλάξει.

«Ένα βράδυ, ήρθαν αντάρτες να με πάρουν. Ο Τεφίκ δεν ήθελε να με παραδώσει, κάναν καβγά. «Θα σε κτυπήσουμε» του είπαν. «Θα πάρω κι εγώ το όπλο μου να σας κτυπήσω» τους είπε […]. Εγώ άρχισα τα κλάματα. «Γιατί κλαίς;» μου λέει ο Τεφίκ […] «μη φοβάσαι. Ενόσω ζω εγώ, δεν θα πάθεις τίποτα».

            Η αφηγήτρια αλλάζει χέρια, από τον Μεμέτ στον Τεφίκ, ο οποίος κρατά απέναντί της άψογη συμπεριφορά.

 

            Σελ. 332:

«Κάθησα δύο χρόνια εκεί. Ήθελε να πάρει απ’ τον Μεμέτ εφέντη και τα φλωριά μου. Μετά σκέφτηκε και είπε: «Μήπως στείλει κανένα και σε σκοτώσει;» Ήταν πολύ καλός άνθρωπος… Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θα πάθαινα τίποτα, μ’ έστειλε μαζί με άλλους στην Πόλη».

 

5.7. Περιφέρεια Πανόρμου

Σαρίκιοϊ

5.7.1. Μαρτυρία Αγγελή Μαυρίδη «Σηκωθείτε και φύγετε. όποιος προκάμει».

            Σελ. 335:

«Εμείς εκεί ζούσαμε πολύ καλά, πολύ αδελφικά με τους Τούρκους. Ακόμα και μετά τα γεγονότα και τους πολέμους, που έφεραν το μίσος μεταξύ των δύο στοιχείων, κανένα κακό δεν είδαμε».

            Ο αφηγητής συνεχίζει με αρκετές από τις κοινωνικοθρησκευτικές συνήθειες Τούρκων και Ελλήνων, που βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους.

 

            Σελ. 336:

«Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, στην ανακωχή, και ιδίως τότε που αποβιβάστηκαν οι Έλληνες στη Σμύρνη και πλησίαζαν στα μέρη μας, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Τσερκεζαίων, που ήταν πολλοί στο δικό μας χέρι και είχαν αρχηγό τον Αζναβούρ, και των Κεμαλικών […]. Εμάς τους Έλληνες μας συμπαθούσαν οι Τσερκέλοι.

            Η διαμάχη αυτή μεταξύ Τούρκων, αναφέρεται σε μερικές μαρτυρίες. Φαίνεται ότι απ’ όσους διαφωνούσαν με τη νεοτουρκική ιδεολογία, ήταν κάποιοι ικανοί να πάρουν και τα όπλα στο χέρι.

 

            Σελ. 336:

«Εκείνη την εποχή έπεσε φόβος και σε ‘μας. Καθώς πλησίαζε ο ελληνικός στρατός, οι Τούρκοι εξαγριώθηκαν πολύ. Πέρασαν κάτι ζεϊμπέκια (άτακτοι) από το χωριό μας και είπαν στους Τούρκους τους δικούς μας: «Τι τους κρατάτε αυτουνούς και δεν τους καθαρίζετε;» […] Αλλά οι τοπικές αρχές εκεί δεν επέτρεψαν να γίνει τίποτα. Κι όταν ήρθε ο ελληνικός στρατός, κανείς δεν πείραξε τους Τούρκους.

            Από τις λίγες περιπτώσεις που Τούρκοι δεν υποκύπτουν σε προπαγάνδα ομοεθνών τους, και ο ελληνικός στρατός δεν φέρεται βάναυσα απέναντί τους.

 

5.8. Περιφέρεια Κωνσταντινούπολης

Χήλη

5.8.1. Μαρτυρία Βρέττου Μενεξόπουλου «Ήρθαμε για λίγες μέρες και θα φύγουμε».

            Σελ. 339:

«Στην περιφέρειά μας οι Τούρκοι και οι Τουρκολαζοί ήταν καλοί, και μας αγαπούσαν. μας υποστήριζαν. Άμα πήγαινες στο χωριό τους δεν ρωτούσαν τι είσαι, σε πήγαιναν στο μουσαρίφ οντά, σου φέρναν να φας, να πιεις, σου κάναν και συντροφιά και το πρωί να πας στη δουλειά σου. Μετά το Σύνταγμα αγρίεψαν τα πράγματα».

            Με το Σύνταγμα, όπως αναφέρεται σε πολλές μαρτυρίες, οι Τούρκοι αλλάζουν συμπεριφορά.

 

            Σελ. 341:

«Το 1918 όμως πήγαμε πίσω στα χωριά μας μου δώσαν τα λεπτά. Όσοι είχαν αφήσει χρυσαφικά ή λεπτά σε Τούρκο φίλο, τα πήραν πίσω. Τους τα ‘δωσαν όλα. Ο πατέρας μου είχε αφήσει χρυσαφικά διακοσίων λιρών σ’ ένα φίλο του Τούρκο και μόλις γυρίσαμε μας τα ‘δωσε. Τα σπίτια τα βρήκαμε όπως ήτανε».

            Υπήρχαν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο λαών, που δεν προδίδονταν.

 

            Σελ. 342:

«Πάντως πήγαν και ξεγύμνωσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους – δεν μίλησε κανένας απ’ το φόβο τους. Και τη μέρα που φεύγαν, στο δρόμο τους επάνω ήταν ένα τζαμί και οι στρατιώτες πυροβολούσαν επάνω του χωρίς να τους λένε τίποτα οι αξιωματικοί».

            Το απόσπασμα αναφέρεται σε Έλληνες στρατιώτες, μετά την απόβαση του 1915, και σε προκλητικές τους ενέργειες. Ίσως να οφείλονται σε υπερβολικό ζήλο, σε διάθεση χλευασμού ή σε πράξεις εκδίκησης.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

            Οι ακόλουθες μαρτυρίες προέρχονται από κασέτες ήχου που διατηρεί στο αρχείο του το ΙΑ.Π.Ε.

 

Μαρτυρία Μανικά Ιωάννη

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1914

            «Μια ξαδέλφη μου πήγε και βρήκε τις φιλενάδες της. Τη φιλενάδα της την Τουρκάλα που παίζανε μικρά. Και η γριά η Τουρκάλα, η μάνα της, που έκανε παρέα με τη μητέρα της εξαδέλφης μου όταν ζούσαν εκεί. Από τους Τούρκους, ορισμένοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι όπως μας έλεγαν. Υποστήριζαν κι αγαπιόντουσαν μεταξύ τους, πάρα πού. Δηλαδή δεν τους χώριζε τίποτα για να έχουν μίσος. Και τους φιλοξένησαν τρεις μέρες. δεν τους άφηναν, αφού μόλις τη γνώρισε η κοπέλα, που είναι μεγαλύτερη από μένα. Μόλις μίλησαν της λέει: «Νεκταρία, εσύ είσαι; Που ήτανε παιδιά, κι αυτή δεκατεσσάρων χρονών. Αυτή η ξαδέλφη μου ήξερε τουρκικά, γιατί έφυγε δεκατεσσάρων χρονών».

            Εδώ, αφηγήτρια είναι η γυναίκα του Κ. Μανικά Ιωάννη, η κα Μαρία Μανικά – Περιφόνου. Η αφηγήτρια κατάγεται από το Αλί Αγά (περιφέρεια Σμύρνης) και επεμβαίνει στη συνέντευξη γιατί ο άντρας της παρουσιάζει κενά μνήμης. Περιγράφει τη σκηνή που συμβαίνει πολλά χρόνια μετά το 1922, όταν μια ξαδέλφη της πήγε να επισκεφτεί το χωριό τους στα πάτρια εδάφη. Είναι εντυπωσιακό, πώς δεν ξεχάστηκε ούτε από τη μεριά της Ελληνίδας, ούτε της Τουρκάλας, η παλιά τους φιλία.

«… Γιάννης, επειδή ήταν η γειτονιά του τέτοια, δεν τον άφηναν πολύ να κυκλοφορεί (ερ.: για ποιο λόγο δηλαδή;) Η γειτονιά τους ήταν βάρβαρη. Τα παιδιά, τα τουρκάκια λέει η πεθερά μου, ήταν κακά και δεν τον άφηνε […] στο χωριό ήταν πιο δεμένοι.

            Ο Γιάννης εδώ είναι ο κ. Μανικάς. Η γυναίκα του μιλάει πάλι για λογαριασμό του. Αναφέρει τις όχι και τόσο καλές σχέσεις του συζύγου της στην παιδική του ηλικία με τα συνομήλικα τουρκόπουλα, κυρίως επειδή το απαγόρευσε η μητέρα του.

           

Μαρτυρία Οικονόμου Ευαγγέλου

Τόπος καταγωγής: Κορδελιό Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1907

«… (ερ: Τουρκικά μαθαίνατε; Για πείτε μας). Τουρκικά εγώ νομίζω δεν μαθαίναμε. Ελληνικά μαθαίναμε. Τότε δεν είχαμε φασαρίες. Μετά που έγιναν οι φασαρίες, που ήρθαν οι δικοί μας και τα χάλασαν, τότες δεν ξέρω τι έγινε. Εμείς λέγαμε όλο Ελληνικά.

            Στο σχολείο, πριν γίνουν «οι φασαρίες και τα χαλάσουν οι δικοί μας» (προφανώς αναφέρεται στην απόβαση του 1919), διδάσκονται τα ελληνικά.

            «Πάντως με τους Τούρκους καλά περνούσαμε τότε, ήτανε καλοί άνθρωποι. Ύστερα σας είπα ήρθαν οι Έλληνες. Οι Τούρκοι, άμα ακούγανε Ευζώνοι τρέμανε, ναι! Ύστερα γίνηκαν από ‘κει και πέρα τα γεγονότα. Ήρθε ένα καράβι, ο «Λέων» που είχαμε – τώρα δεν υπάρχουν αυτά – στη Σμύρνη και ‘μεις είμασταν με τις βάρκες και το βλέπαμε. Μάλιστα εκείνη τη μέρα έκανε και ανεμοστρόβιλο που τράβηξε νερό κι ύστερα έπιασε μια βροχή. Και βγήκανε ο στρατός όξω και μόλις τα ρίξαν από πάνω, σκοτώσαν το σηματοφόρο. Και δεν θέλαν πολύ, από ‘κει και πέρα εχάλασαν τα πάντα, γίνηκαν οι πόλεμοι…».

            Οι αρχικές σχέσεις με τους Τούρκους που ήταν καλές, χειροτερεύουν με την απόβαση του ελληνικού στρατού το 1919. Αναφέρεται ο αφηγητής σε αναταραχή που όντως συνέβη «… σκότωναν, κυνηγούσαν κάναν μεγάλα πράματα οι Τούρκοι. Όσο ήτανε καλοί τόσο ύστερα …»

            Εδώ, αναφέρεται στις καταστροφές και τους διωγμούς το 1922.

 

Mαρτυρία Τζήνας Στέλλας

Τόπος καταγωγής: Μελισσό (περιοχή Σμύρνης)

Έτος γέννησης: 1914

«… εμείς καλά ζούσαμε στην αρχή με τους Τούρκους, τα είχαμε καλά. Αλλά ύστερα που κυρήχθηκε ο πόλεμος κάθε βράδυ μας ενοχλούσαν, χτυπούσαν τις πόρτες, κυνηγούσαν τα κορίτσια …»

«… (ερ.: Πριν γίνουν όλα αυτά, με τους Τούρκους είσασταν καλά;) Καλά ζούσαμε, ναι, και Τουρκάλες είχαμε φιληνάδες και οι Τούρκοι κάθε Δευτέρα κάναν αυτοί παζάρι, και φέρνανε έξω από τα χωριά τα προϊόντα τους και τα πουλούσαν στο παζάρι […] (Ερ.: Εκκλησία, σχολείο, δηλαδή με τους Τούρκους δεν είχατε πρόβλημα με τους Τούρκους να πάτε, πηγαίνατε;) Ναι».

            Πριν αρχίσουν οι Τούρκοι τους διωγμούς, συμβίωναν με τους Έλληνες ιδιαίτερα ομαλά.

«Δεν είμασταν απομονωμένοι από τους Τούρκους για να μη μας αφήνουν να κάνουμε τίποτε. Κάλαντα λέγαμε, για τον Αη Βασίλη …»

            Σεβασμός στα θρησκευτικά έθιμα των Χριστιανών.

«… πάντως κάποιος πήγε και μας είπε ότι: «πήγα» λέει «και το σπίτι μας το βρήκα όπως ήτανε, κι ο Τούρκος έκλαψε που με είδε. «Τον φιλοξένησαν βέβαια, τον έκαναν τραπέζια κι αυτά …».

            Η αφηγήτρια αναφέρει το ταξίδι ενός συγχωριανού γνωστού της από το Μελισσό, που χρόνια μετά την καταστροφή του 1922, πήγε να επισκεφτεί την πατρίδα του.

 

Μαρτυρία Καρακατσάνης – Βαρσακέλης Φάνης

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γεννήσεως: 1913

«(ερ.: Με τους Τούρκους τους άλλους είχατε σχέσεις;) Ναι, βέβαια, βέβαια. Τα πηγαίναμε πολύ καλά. Όπως έλεγε ο πατέρας μου, αφού ήρθαμε εδώ και μεγαλώσαμε, μας έλεγε ότι δούλευε μαζί με Τούρκους. Στην Ανατολή ήταν οι Τούρκοι και περνούσαν πάρα πολύ καλά κι αγαπημένοι. Ο Κεμάλ ήτανε … (ερ.: Αρμένιους, Εβραίους θυμόσαστε εσείς εκεί πέρα;). Είχαμε και στη γειτονιά μας. Πώς, ζούσανε καλά, όλοι αγαπημένοι ενωμένοι».

            Συμβίωση όλων των εθνικοτήτων της Σμύρνης με αρμονία.

«(ερ.: Οι Τούρκοι είχαν γίνει πιο άγριοι μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, είχαν αλλάξει;) Όχι. Όπως έλεγε η μάνα μου

-          Θεός σχωρέστηνα – ήτανε πιο μαλακοί. Που να γίνουνε;

Κατά την αφηγήτρια, ο Τουρκικός πληθυσμός της Σμύρνης δεν άλλαξε συμπεριφορά. Η άφιξη του στρατού δεν χειροτέρεψε την κατάσταση.

 

Μαρτυρία Καλουμένης Γεωργίας

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: ; (προφανώς στην 1η δεκαετία του αιώνα)

«Όταν ήρθε ο στρατός στη Σμύρνη να την ελευθερώσει … οι Έλληνες, χαλιά στρωμένα, κι αρνιά και ψήναν να φάνε …»

            Ενθουσιασμός των Ελλήνων της Σμύρνης τον Μάιο του 1919 με την απόβαση του στόλου. Η υποδοχή ήταν εντυπωσιακή.

«(ερ.: Στην οικογένειά σας ποια γλώσσα μιλούσατε;) Ελληνικά και η γιαγιά μου είχε σχέσεις με τσοι Τούρκοι. Είχαμε όλοι μας σχέσεις, περισσότερο γιατί κατεβαίνανε μανάβηδες, καταβαίναν από άλλα χωριά και πουλούσαν διάφορα Σύκα, φρούτα …» (ερ.: μιλούσατε ελεύθερα τη γλώσσα σας;) Ω! Ελεύθερα δεν θα πει τίποτα …».

            Εδώ η αφηγήτρια εννοεί χωρίς περιορισμούς.

«(ερ.: Πώς γιορτάζατε εκεί τα Χριστούγεννα, το Πάσχα;) Συνήθως όπως εδώ. Δεν μας απαγόρευαν, τα σπίτια μας, τα σπίτια τους. Ψήναμε κι αρνιά, δεν μας απαγόρευαν τίποτα (ερ.: Την 25η Μαρτίου τη γιορτάζατε;) Ε, πως δεν τη γιορτάζαμε. Έλληνες ορθόδοξοι είμαστε. Αυτοί είχαν τόσοι Πασάδες κι εμείς έχουμε το βασιλιά μας, καθένας είχε το δικό του».

            Δεν υπάρχει περιορισμός από καμιά άποψη, στις εκδηλώσεις τις κοινωνικοθρησκευτικές των Ελλήνων. Η αφηγήτρια το τονίζει αυτό συνεχώς κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

«(ερ.: Τι σχέσεις υπήρχαν ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική κοινότητα;) Ίδιοι και οι δύο συμφωνημένοι, ούτε ο ένας να πάει μακρυά, ούτε ο άλλος πιο κοντά, ίδιοι. Συμφωνούσαν παιδί μου. Μετά αγρίεψαν αυτοί, μετά. Δεν μπορούσαν να είναι θηρία, αφού ζούσαμε μαζί. Να ρωτήσεις πόσα χρόνια, που λέει και η παροιμία ένα «Ντάβ … Δεν ακούγεται καλά από την κασέτα η τούρκικη παροιμία» που λέει, «από μπαμπά προς …». «Ε, δεν είχαμε να μας απαγορέψουνε τίποτε. Εμείς τα δικά μας, αυτοί τα δικά τους. Είχαμε καλές σχέσεις (ερ.: Γάμοι γίνονταν, ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους;). Οι Τούρκοι το δικό τους παιδί μου. Αλλιώς παντρευόντουσαν αυτοί, αλλιώς εμείς. Δεν παντρευόμασταν μεταξύ μας».

 

Μαρτυρία Ντορναμόνη Δημοσθένη

Τόπος καταγωγής: Κων/πολη

Έτος γέννησης: 1923

«… Κοιτάξτε, οι Τούρκοι εδώ που τα λέμε, οι ντόπιοι Τούρκοι, ήταν καλοί άνθρωποι, αγαπούσαν τους Έλληνες. Απ’ αλλού ήρθαν, από τα μέρη εκείνα τα βαθιά ήρθαν οι άλλοι Τούρκοι και έγινε … Αυτοί ήταν πάρα πολύ καλοί, τους αγαπούσανε τους Έλληνες. Εμένα τον παππού μου τον κρέμασαν οι Τσέτες».

            Οι ντόπιοι Τούρκοι ζουν αρμονικά με τους Έλληνες, μέχρι να αλλάξουν γνώμη από τους Τούρκους που ήρθαν «από τα μέρη εκείνα τα βαθιά».

 

Μαρτυρία Ζέρβα Ιωάννη

Τόπος καταγωγής: Κορδελιό Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1910

 «(Ερ.: Με τους Τούρκους τα πηγαίνατε καλά, ήταν από πιο μπροστά οι Τούρκοι άγριοι κι εκείνο τον καιρό αγρίεψαν;) Όχι, καλά. Όταν ήταν στοι Μπαξέδες (Μπαξέδες: διπλανό χωριό) φίλοι οικογενειακοί, φιλίες είχανε καλές, δεν είχανε βαρβαρότητα και τέτοια».

            Οι αρχικές τους σχέσεις είναι καλές, μέχρι και οικογενειακοί φίλοι ήταν μεταξύ τους.

 

Μαρτυρία Γάμπου Χρύσας

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1902

«… και στην πόλη και στα χωριά και Τούρκους είχε. Ανακατεμένοι είμασταν. Είχε καθαρούς ανθρώπους! Εγώ μεγάλωσα με Τούρκους, πολύ καλοί ήταν, πολύ καλοί άνθρωποι. Όλες μου οι φιλενάδες Τουρκάλες ήταν, και τώρα να πάω και να ζούσανε … Τα σπίτια μας ήταν μικτά, ανακατεμένα. Εγώ είχα μια φιλενάδα […] του δημάρχου η κόρη ήτανε. Την ελέγανε Σουρεάν. Αυτηνής ο πατέρας είχε δύο γυναίκες. Ήτανε πλούσιος (ερ.: Όταν ήρθε ο στρατός στη Σμύρνη, πήγατε να τον υποδεχτείτε;) Αν πήγαμε, έγινε χαλασμός. Οι Τούρκοι άφησαν τα πλούτη τους, άφησαν τα μέγαρά τους, άφησαν τα πάντα και πήραν τα βουνά. Πήγαινε σε άλλα σύνορα».

            Γίνεται λόγος αρχικά για τον βασανισμό του Μητροπολίτη Σμύρνης, και συνεχίζει:

«(ερ.: Μέχρι την γίνουν όλα αυτά, τους φοβόσασταν τους Τούρκους;) Αν τους φοβόμαστε; … Δεν είχε τέτοια πράγματα τότε. Αυτά γίνηκαν επειδή ξεσηκώθηκε ο πόλεμος».

            Πριν αρχίσουν οι διωγμοί, τα  δύο στοιχεία έχουν ομαλές σχέσεις.

«(ερ.: Και σας βοήθησαν στο γάμο στις Τουρκάλες;) «Θα της δώσουμε, εμείς θα τη ντύσουμε» λέει «μ’ αυτά τα ρούχα. Εμείς θα της τα δώσουμε».

            Βοηθούν οι Τουρκάλες στο γάμο.

«(ερ.: Γιαγιά, στη γειτονιά που μένατε, Ελληνίδες χριστιανές παντρεύτηκαν Τούρκους;) Αμέ. Αυτό μ’ ενδιαφέρει να σας πώ … Ήτανε μια, τη λέγανε Στάσα, να έτσι μια κομψή. Αγάπησε του Σαμαρά το γιο, τον Τούρκο. Της λέγαν τ’ αδέλφια της «καλά, τόσα παλικάρια γνωρίζουμε …» Τώρα που φύγαμε και ήρθαμε εδώ πέρα στην Ελλάδα, αυτή έμεινε εκεί πέρα, θα πήρε τον Τούρκο».

            Δημιουργούνταν ειδύλια μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, παρ’ όλο που ήταν απαγορευμένο. Ιδιαίτερα σπάνιο πράγμα, που έδειχνε ότι οι σχέσεις τους ήταν αρμονικές.

«(ερ.: Την 25η Μαρτίου τη γιορτάζατε στο σχολείο;) Παρέλαση κάναμε, μας αφήνανε. «Το αντέρτι σας είναι «λέγανε», η πίστη σας είναι». Οι Τούρκοι ήταν καλοί τότε. Ύστερα αγρίεψαν.

 

Μαρτυρία Άννας Παριανού – Ζαϊρη

Τόπος καταγωγής: Κουκλουτζάς Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1913

«Ερ.: Με τους Τούρκους που ήτανε στα γύρω χωριά εσείς ζούσατε καλά;) Ναι. Δίπλα στο χωριό μας ήταν ένα Τούρκικο χωριό, σκέτο Τούρκοι, το λέγανε Σικλόρ και πηγαίνανε κι ερχόντουσαν οι Τουρκάλες, πώς να σου πω, πήγαιναν οι Χριστιανές στα σπίτια τους, τους περιποιόντουσαν, είχαν επαφές. Και στ’ αμπέλια, τύχαινε να ‘χουνε μαζί. Δεν είχανε προστριβές, η αλήθεια.

            Αρμονική συμβίωση με τους Τούρκους της γύρω περιοχής, χωρίς προστριβές.

 

Μαρτυρία Τζανή Ελευθερίου

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1913

«(ερ.: Είχατε επαφή, με τα Τουρκάκια παίζατε;) Είχαμε τα Τουρκάκια ήρεμα ήταν, δεν ήταν τόσο … σαν τσοι μεγάλοι. Αυτά (τα κακά) δεν τα κάναν οι γνήσιοι Τούρκοι, τα κάναν οι Τσέτες …».

            Οι αγριότητες εμφανίστηκαν με τους Τσέτες.

«(ερ.: Την 25η Μαρτίου τη γιορτάζατε;) Ναι, δεν μας πείραζαν οι Τούρκοι».

            Ελευθερία στον Εθνικό εορτασμό.

 

Μαρτυρία Καραγιαννοπούλου Φωτεινή

Τόπος καταγωγής: Σάμος (μεγάλωσε στο «Παπα-Σκάλα της Σμύρνης)

Έτος γέννησης 1908

«Μόλις φτάσαμε εκεί, είχε έναν Τούρκο πολύ καλό άνθρωπο, γιατρό. Και θυμάμαι πήγε ο μπαμπάς μου από τη Σμύρνη και τον ήφερε. Πολύ καλός άνθρωπος, από τους πολύ καλούς Τούρκους. Η θεία μου Στάσα είχε πέσει και είχε σπάσει το πόδι της, κι εκείνος την έκανε καλά. Με τους Τούρκους καλά τα πηγαίναμε. Στο τέλος μόνο … κατεβαίναν με τα τουμπανάκια κι ήταν όλο χαρά. Αλλά και οι δικοί μας πίσω δεν πηγαίνανε. Τις Τουρκάλες τις κανονίζανε καλά. Όποια βλέπανε οι φαντάροι την βιάζανε. Έλληνες και Τούρκοι μεταξύ τους δεν παντρεύονταν, μόνο φίλοι ήταν, διχώνιες δεν είχαμε».

            Οι σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων ήταν ιδιαίτερα καλές. Στη συνέχεια η αφηγήτρια περιγράφει τη συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών απέναντι στον τουρκικό άμαχο πληθυσμό.

 

Μαρτυρία Αραβανοπούλου – Αγγελίδου Κατερίνα

Τόπος Καταγωγής: Κορδελιό Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1910

«(ερ.: Τα θρησκευτικά σας καθήκοντα, τα ασκούσατε ελεύθερα;) Πώς, και (ερ.: την 25η Μαρτίου τη γιορτάζατε; Σας επέτρεψαν οι Τούρκοι;) Πώς, στο σχολείο. Οι Τούρκοι δεν μιλούσαν, ήτανε Παλιότουρκοι, οι Νεότουρκοι ήταν κακοί. Ήταν καλοί επειδή μεγάλωσαν με τους Χριστιανούς. Έβλεπες σε κάθε γειτονιά ήταν κι ένα τούρκικο σπίτι. Αφού και το Πάσχα, τα παιδιά των Τούρκων παίρνανε αρνί …».

            Αρμονική συμβίωση μεταξύ των Ελλήνων και Τούρκων, ακόμα και με τις θρησκευτικές συνήθειες.

 

Μαρτυρία Ελευθερίου Κέλλης

Τόπος καταγωγής: Άγιος Γεώργιος Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1915

«…Τότε ήταν Τούρκοι, αλλά δεν μας πείραζαν τους Έλληνες οι Τούρκοι, αγαπημένοι ήταν».

 

Μαρτυρία Δημοπούλου – Κοπανά Κυριακή

Τόπος καταγωγής: Αλάτσατα Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1906 ή 1914

«(ερ.: Τούρκοι υπήρχαν μέσα στο χωριό;) Μες στο χωριό δεν υπήρχαν. Απέναντι υπήρχε ένα τουρκοχώρι, αλλά δεν είχαμε επαφές, ούτε όμως και κακίες».

            Τυπικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωριών.

 

Μαρτυρία Λιοντσή Νικόλαου

Τόπος καταγωγής: Μπαγιακλή Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1914

«Ο πατέρας μου, όταν γίνηκε η κατοχή της Σμύρνης από τους Έλληνες είχε γλυτώσει έναν Τούρκο, κι αυτός ο Τούρκος, την καταστροφή του ’22, μας έκρυψε σ’ αυτό το μέρος (Ταρσανάδε, μια εγγλέζικη εταιρία της περιοχής) δεν μας άφησε να μας κόψουνε οι Τούρκοι […]. Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους πριν γίνει η καταστροφή ήταν ομαλές, πολύ καλές».

            Αλληλεγγύη στις δύσκολες στιγμές.

 

Μαρτυρία Πατεράκη Μιχάλη

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1913

«Με τους Τούρκους είμασταν πολύ αγαπημένοι. Πολύ αγαπημένοι, σαν αδέλφια. Μας αγαπούσαν πολύ. Δεν είχαμε προβλήματα, τίποτε προβλήματα. Οι Τούρκοι ήταν καλοί, αλλά μετέπειτα οι άλλοι τσι βάζανε, εκεί κάτι. Αφού και τώρα που πήγαν οι δικοί μας στη Σμύρνη, τους υποδέχθηκαν με αγάπη. Πήγαν να δούνε τα σπίτια που μέναν οι δικοί μας. Και τα βρήκαν τα σπίτια τους και λεν: «ορίστε εδώ μένω, ελάτε καθήστε μέσα».

            Οι σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων ήταν ιδιαίτερα καλές, μέχρι να υποδαυλιστούν από την ανθελληνική προπαγάνδα των Νεοτούρκων. Στη μαρτυρία αυτή, όπως και σε μερικές άλλες, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η καλή αυτή σχέση δεν διαβρώθηκε με το χρόνο, αλλά διατηρήθηκε.

 

Μαρτυρία Βουζουνάρου Γιώργου

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1917

«…Αλλά είχε και καλοί Τούρκοι, εκεί γειτονιά με τους Τούρκους μαζί είμαστε. Και οι Τούρκοι με τους δικούς μας, σαν αδέλφια ήτανε, ο μπαμπάς μου είχε πολλούς φίλους Τούρκους. Εκεί ερχόντουσαν στα σπίτια, πήγαιναν οι δικοί μας στα δικά τους εκεί, γλεντούσανε μαζί. Δηλαδή ήτανε τόσο, τόσο αγαπημένοι εκεί. Εκκλησία είχαμε, ερχόντουσαν κι οι Τούρκοι στην εκκλησία τη δική μας. Ναι ερχόντουστε. Πολύ πιστεύανε οι Τούρκοι στον Αη Γιώργη. Όταν γινότανε ένα πανηγύρι, του Αη Γιώργη στο Κορδελιό, ερχόντουστε οι Τούρκοι απ’ τα χωριά από πολύ μακρυά, ερχόντουστε με τις καμήλες, με τα γαϊδουράκια, έρχονταν στο πανηγύρι, προσκυνούσανε τον Αη Γιώργη».

            Ομαλή συμβίωση με τους Τούρκους. Σεβασμός στα θρησκευτικά έθιμα των Ελλήνων.

«… Ναι, πηγαίνανε κι οι δικοί μας σε τούρκικες γιορτές, στο ραμαζάνι. Ήτανε φίλοι με τους Τούρκους, τους καλούσανε οι Τούρκοι, τους κάνανε τραπέζια, αυτά … Γλεντούσανε κάθε βράδυ».

            Και οι Έλληνες με τη σειρά τους σέβονταν τα θρησκευτικά έθιμα των Τούρκων.

 

Μαρτυρία Λουλούδη Μιχαήλ

Τόπος καταγωγής: Σμύρνη

Έτος γέννησης: 1914

«…Είμαστε στην κατοχή των Τούρκων εμείς κάναμε κουμάντο. Εγώ είχα ένα θείο, τον πατέρα μου αδελφό, Κώστας λεγότανε. Σκότωνε Τούρκους, μάλωνε με Τούρκους και οι χανούμισες τον κρύβανε στις βράκες τους, τον θείο μου. Οι Τουρκάλες τον κρύβανε».

            Η παραπάνω περιγραφή αναφέρεται στην κυριαρχία των Ελλήνων επί των Τούρκων.

 

Μαρτυρία Μητσιγιώργη Εμμανούλ

Τόπος καταγωγής: Δωμάτια Σμύρνης

Έτος γέννησης: 1913

«Δεν είχε Τούρκοι σ’ εμάς, δεν είχε. Δεν μιλούσαμε τούρκικα. Ούτε στα γύρω χωριά. Ήμασταν καθαροί Έλληνες. Ούτε Αρμένιους ούτε Εβραίους.

 

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΑ ΡΟΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΑΓΚΑΘΙΑ 

            Ελένη Καραγκούλη

            Εκδ.: ΩΡΕΣ

            Αθήνα, 1995, σελ. 65

 

18) Δέσποινα Καλαϊτζή – Ρουμελιώτου

«Τον Αη – Γιώργη, όπως και τον Αη – Γιάννη τον Θεολόγο, τον πίστευαν και οι Τούρκοι.

            Κάποτε έλεγε η μάνα μου, στο χωριό ζούσε ένας Τούρκος πολύ πλούσιος. Όμως, δεν μπορούσε να βρει ησυχία γιατί κατέβαινε ένας κλέφτης και του ρήμαζε τις αποθήκες. Σηκώθηκε ο Τούρκος και πήγε στο κονοστάσι που ήταν η εικόνα του Αη – Γιώργη και του είπε.

-          Βοήθα με να πιάσω τον κλέφτη. Έχω πολλούς παράδες εγώ. Ότι θες θα σε το φέρω.

Πέρασε καιρός, όμως τον κλέφτη δεν τον έπιασε. Πήγε πάλι στον Αη-Γιώργη και άρχισε να του λέει.

-          Άγιος είσαι ‘συ, να μην μπορείς να πιάσεις έναν κλέφτη.

Και βρίζοντας και απειλώντας ξεκίνησε να φύγει. Κάνει το πρώτο του βήμα, τα πόδια του έγιναν βαριά, μολύβι. Σερνάμενος και με δάκρυα στα μάτια, βογγώντας από τους πόθους, έφθασε στο σπίτι του. Μέρα νύχτα παρακαλούσε τον Άγιο να τον συγχωρέσει γι’ αυτή του την ασέβεια. Και το θαύμα έγινε. Κι ο Τούρκος έγινε καλά και τον κλέφτη έπιασε […] Όταν ήρθαν οι Έλληνες στρατιώτες στο χωριό τα ‘χασαν βλέποντας όλα αυτά τα μπερκέτια. Οι Έλληνες στρατιώτες, κόρη μου, τι χαρά κάναμε όταν ήρθαν στο χωριό. Σαν τρελοί τρέχαμε και φωνάζαμε «οι Έλληνες ήρθαν οι Έλληνες, τρέξτε χωριανοί, Χριστός Ανέστη, λευτεριά, λευτεριά».

            Ο παπά μας βρήκε τρέχοντας με το Ευαγγέλιο στα χέρια. «Να ‘χετε την ευλογία του Θεού, παιδιά μου». Δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από τη συγκίνηση, το στήθος του ανεβοκατέβαινε. Άκουγες τους τρελούς από χαρά χτύπους της καρδιάς του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη την ευλογημένη μέρα. Τρεις Έλληνες αξιωματικοί έμεναν στο σπίτι μας […]. Είχαμε καλή σειρά. Ο πατέρας μου έβαζε καπνά μ’ έναν Τούρκο μπέη. Τρακόσια στρέμματα. Κοπανούσε τον παρά εκατό πενήντα άνθρωποι δούλευαν σ’ αυτά τα κτήματα. Όχι από το χωριό μας. Τουρκαλάδες ξένοι, απ’ άλλα χωριά […]. Κάθε πρωί ερχόταν ένας Τούρκος τσοπάνης έπαιρνε τα ζωντανά τα δικά μας και τσι γειτονιάς και τα πήγαινε για βοσκή […]. Ο πατέρας είχε 150 εργάτες μαζί με τον Τούρκο. Όταν όμως ήρθαν οι Έλληνες στρατιώτες στο χωριό, ο Τούρκος φοβήθηκε κι έφυγε στη Σμύρνη, παίρνοντας όλους τους παράδες μαζί του.

            Τι να κάνει ο καημένος ο πατέρας, πώς να τους πληρώσει τόσους εργάτες; Σηκώνεται ένα πρωί και λέει στη μάνα μου:

-          Μερσώ, θα πάω στη Σμύρνη να τον βρω, να μου δώσεις τους παραδες, να πλερώσει τους εργάτες. Φαμελίτες είναι κι αυτοί, τα ‘χουν ανάγκη, θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Καβάλησε τ’ άλογο να πάει στη Σμύρνη […]

- Μάνα, μάνα ξεφώνιζα, βγες να δεις αυτό είναι τ’ άλογό μας, γύρισε μόνο του, κάτι έπαθε ο πατέρας.

            Η μάνα πετάχτηκε αλαφιασμένη έξω, όλοι οι γείτονες κι αυτοί. Έτρεξαν έξω από το χωριό, βρήκαν τον πατέρα πεσμένο χάμω, βουτηγμένο στο αίμα.

-          Αχ, βρε Αντώνη, είπε ένας Τούρκος γείτονας, τζάμπα πήγες τζάνε ‘μ.

Και πραγματικά έτσι ήταν. Ο πατέρας βρέθηκε, χωρίς να το καταλάβει ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους που αρπάχτηκαν και δύο σφαίρες του ‘κοψαν το νήμα της ζωής του. Ήταν το 1920.

            Τα παραπάνω όλα συμβαίνουν πριν την καταστροφή του 1922. Η υπόλοιπη αφήγηση αναφέρεται στην καταστροφή.

-          Μάνα, θα φύγουμε κι από ‘δω. Θα πάμε στη Μυτιλήνη. Αν μείνουμε θα μας σφάξουν οι Τούρκοι.

-          Όχι τζιέρι μου, όχι Μανώλη μου, όχι τόσο μακριά. Εδώ έχουμε τα σπίτια μας, το βιό μας. είναι η πατρίδα μας.

-          Είναι και το χατζάρι του Τούρκου, μάνα, που σφάζει αλύπητα. Τον ξέρεις τον Τούρκο μάνα, δεν έχει λύπηση. Κι έχουμε οκτώ παιδιά. Πρέπει να ζήσουν κι αυτά κι εμείς για να τα μεγαλώσουμε.

-          Ναι, Μανώλη μου, να σωθούμε, να σωθούμε.

Ήταν η ακριβή, η μαλαματένια λέξη που έβγαινε από τα χείλη όλης της προσφυγιάς και που μπροστά της η πιο τρανταχτή περιουσία δεν άξιζε τίποτε.

Διαμόρφωση σελίδας: 3-3-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 3-3-2008.

Πάνω