Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες, Σωτηριολογικά και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων

 

α) Η θεολογία του Ειρηναίου, Επισκόπου Λουγδούνων και Μάρτυρος

3. Η θεία περί τον άνθρωπον οικονομία:

2. Η Εκκλησία του Χριστού και η ανακεφαλαίωσις

Κατά τον Ειρηναίον η Εκκλησία αποτελεί τον Ιερόν χώρον, εις τον οποίον το ανακεφαλαιωτικόν έργον του Χριστού, το καταβληθέν εν τη θεία ενανθρωπήσει και κραταιωθέν εν τη νίκη του Σωτήρος κατά του Διαβόλου, καθίσταται υποκειμενικώς οικείον εις τους επί μέρους πιστούς τους ενσωματωμένους μυστικώς εν τω πνευματικώ σώματι αυτού.

Εν τη Εκκλησία υπάρχει ο ένσαρκος Λόγος του Θεού (C.H. III, 24,1), ο οποίος κατεπάλαισε την δύναμιν του εχθρού, απηλευθέρωσε τον άνθρωπον εκ της φθοράς και του θανάτου και ανέδειξεν αυτόν ολοκληρωμένον και τέλειον, ανταποκρινόμενον καθ' όλα εις την περί αυτού δημιουργικήν πρόθεσιν και βουλήν του Θεού. Δια της ενισχύσεως και βοηθείας του Χριστού δύναται ο άνθρωπος εν τη εκκλησία να επιτύχη την πνευματικήν του άνδρωσιν και τελειοποίησιν και να καταστή σύμμορφος προς την εν τη δημιουργία ιδέαν αυτού, η οποία αποτελεί και τον Ύψιστον προορισμόν της ζωής του.

Παραλλήλως προς τ' ανωτέρω, εν τω αγιαστικώ έργω της Εκκλησίας θέσιν σημαντικήν κατέχει και το Πνεύμα το Άγιον. Ο έχων εν τη καρδία αυτού το Πνεύμα είναι ο γνήσιος και πραγματικός άνθρωπος, ο ολοκληρωμένος κατά την ψυχοσωματικήν σύνθεσιν αυτού, ο ζων την αληθή παρά τω Θεώ ζωήν.568 Το Πνεύμα το Άγιον ενοικούν εν τω ανθρώπω, μορφοποιεί αυτόν καθ' ομοίωσιν Θεού.569

Ούτω και ο Υιός του Θεού, λαβών την εξουσίαν παρά του Πατρός και κατελθών επί της γης, ίνα μεταδώση την ζωήν, «ήνωσε στενώς το Πνεύμα του Θεού Πατρός μετά του δημιουργήματος τού Θεού, ώστε ο άνθρωπος να καταστή εικών και ομοίωσις Θεού».570

Ομοίως: «Ubi Spiritus Patris, ibi homo νivens, sanguis rationalis ad ultionem a Deo custoditus, caro a Spiritu possessa oblita quidem sui, qualitatem autem Spiritus assumens, conformis facta Verbo Dei…».571

Εv τη Εκκλησία οι Χριστιανοί δια της πίστεως και της υπακοής των ενσωματούμενοι μυστικώς εν τω Σωτήρι και εκτρεφόμενοι δια των ζωοποιών χαρίτων του Αγ. Πνεύματος, προάγονται εις την απόκτησιν χριστομορφισμού τινος, ανακλώντες εν εαυτοίς την θείαν εικόνα και ομοίωσιν: «… In pristinam veniunt homines naturam, eam quae secundum imaginem et similitudinem facta est Dei. Sed quemadmodum oleaster inserta, substantiam quidem ligni non amittit, qualitatem autem fructus immutat, et aliud percipit vocabulum, jam non oleaster, sed fructífera oliva existens et dicitur sic et homo per fidem insertus, et assumens Spiritum Dei, substantiam quidem carnis non amittit, qualitatem autem fructus operum immutat» (C.H. V, 10, 1-2).

Η ενσωμάτωσις των πιστών, κατά ταύτα, και η εν Πνεύματι Αγίω κοινωνία αυτών μετά του Ιησού Χριστού εν τη Εκκλησία, αποτελούν σπουδαιοτάτην έκφρασιν του ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού. Ούτως η ανακεφαλαίωσις του ανθρώπου, ακολουθούσα ανελικτικήν πορείαν εν τη ιστορία, λαμβάνει εν τη Εκκλησία, ένθα ενοικούν μυστικώς ο Σωτήρ και τα Πνεύμα τα άγιον (αι δύο χείρες του Θεού), την υποκειμενικήν αξιοποίησιν αυτής καθισταμένη και προσωπικώς οικεία εις τους επί μέρους Χριστιανούς.

Εφ' όσον, λοιπόν, η Εκκλησία αποτελεί συνάθροισιν πιστών απαρτιζόντων τα μυστικόν σώμα του Κυρίου, το οποίον ως θείαν και αόρατην αυτού κεφαλήν έχει τον Σωτήρα Χριστόν,572 είναι φανερόν ότι η εν τη Εκκλησία ανακεφαλαίωσις έχει την έννοιαν της υπό την πνευματικήν κεφαλήν αυτής υπαγωγήν του σώματος των πιστευόντων. Η ανακεφαλαίωσις εδώ σχετίζεται προς την κεφαλήν, όπως δηλοί και ο αντίστοιχος λατινικός όρος «recapitulatio» (caput = κεφαλή).

Τοιουτοτρόπως ο πρώτος άνθρωπος, παραβάς την εντολήν του Θεού, απώλεσε την μετά του Λόγου του Θεού, της φυσικής αυτού κεφαλής, σχέσιν και επαφήν, υπαχθείς υπό την δεσποτείαν ξένης και αλλοτρίας κεφαλής (του διαβόλου). Εν τω Χριστώ όμως, ανακεφαλαιώσαντι τον παλαιόν Αδάμ, καταστρέφεται η άδικος εκείνη δεσποτεία και η ανθρωπότης ευρίσκει την αληθή προσαρμογήν της εις τον Υιόν και Λόγον του Θεού, ο οποίος απετέλει την γνησίαν και πραγματικήν του ανθρώπου κεφαλήν προ της παρακοής. Εν τη Εκκλησία επομένως δημιουργείται μία νέα ανθρωπότης, απηλλαγμένη της δεσποτείας του εχθρού και εν αρρήκτω ζωτικώ συνδέσμω διατελούσα μετά της πηγής της ζωής του Κυρίου και Σωτήρος ημών Χριστού.573

Η ανακεφαλαίωσις ως η πεμπτουσία της όλης σωτηριολογικής σκέψεως του Ειρηναίου, δεν είναι έργον στατικόν, διακρινομένη δια την ηθικήν κίνησιν και τον ηθικόν δυναμισμόν της. Αν ο Σωτήρ και εν όψει αυτού ακόμη του εχθρού ετήρησεν όλους τους κανόνας της ηθικής τάξεως και της δικαιοσύνης, απαιτεί και από μέρους των πιστών ανάλογον ηθικήν συμπεριφοράν, ως απαραίτητον προϋπόθεσιν ενεργού αξιοποιήσεως του αγαθού της ανακεφαλαιώσεως. Προς την κατεύθυνσιν τούτην ο Ειρηναίος απαιτεί την απόκτησιν δύο βασικών και θεμελιωδών αρετών, της πίστεως και της αγάπης.

Η πίστις αποτελεί την μυστικήν συνένωσή του ανθρώπου μετά του Χριστού, εκ του οποίου αναβλύζει η  αστείρευτος πηγή πάσης πνευματικής ζωής.574 Πρόκειται βεβαίως περί της πραγματικής πίστεως, η οποία υπερβαίνει τον αρχαίον νόμον. Δια να καταδείξη μάλιστα την υπεροχήν ταύτην ο Ειρηναίος, συνδέει απ' ευθείας την Χριστιανικήν πίστιν προς την πίστιν του Αβραάμ, η οποία κατεδείχθη πολύ πριν δοθή ο Νόμος εις τους ανθρώπους. Η πίστις του Αβραάμ ανεκεφαλαιώθη εν τη νέα Χριστιανική ζωή εις τρόπον, ώστε να μη παρίσταται πλέον ανάγκη, όπως επιστρέψωμεν εις τον αρχαίον Νόμον, αφού ήδη έχομεν τον Κύριον του Νόμου, τον Υιόν του Θεού.575

Η αγάπη αφ' ετέρου πραγματοποιείται εν τη προς τον πλησίον αγάπη. Παν ό,τι στρέφεται κατά του πλησίον και βλάπτει αυτόν (μοιχεία, πορνεία, δόλος, οργή κ.λ.π.) καταστρέφει την αγάπην. Ο μη αγαπών περιέρχεται από το κράτος του Νόμου, ο οποίος δεν δύναται να βοηθήση τον άνθρωπον να επιτύχη τον προορισμόν του, την θείαν δηλαδή εικόνα και ομοίωσιν. Ταύτα πραγματοποιούνται μόνον εν τη Εκκλησία, ένθα η κεφαλή αυτής, ο Χριστός, είναι η πραγματική εικών του Θεού, και ένθα βασιλεύει η γνησία Χριστιανική αγάπη, εκτρεφομένη υπό της αληθούς εις Θεόν πίστεως. Η ελευθερία, η οποία υπήρχε προ της δουλείας του Νόμου, αναθάλλει και πάλιν εν τη νέα Διαθήκη του Θεού.576 Η αγάπη αποτελεί την πεμπτουσίαν της γνησίας πνευματικής ελευθερίας του ανθρώπου.577

Δια των ανωτέρω αντιλήψεων οδηγούμεθα εις την περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλίαν του Ειρηναίου, η οποία αποτελεί την ετέραν όψιν της ανακεφαλαιώσεως και η οποία νοείται γενικώς ως πνευματική αναγέννησις και αγιασμός του ανθρώπου εν τω ενανθρωπήσαντι Υιώ και Λόγω του Θεού. Το θεωτικόν αυτού έργον επιτελεί ο Σωτήρ είτε ως διδάσκαλος (σωτηριολογία των Απολογητών), αποκαλύπτων εις τους ανθρώπους την γνώσιν του Θεού και ενεργοποιών παρ' αυτοίς την παναρχαίαν πίστιν και αγάπην των δικαίων, ώστε να αποκτήσουν ούτοι (οι άνθρωποι) την ζώσαν πίστιν τού Αβραάμ, να ακολουθούν τον Χριστόν και να πράττουν έργα αγαθά (C.H. V, 1, 1), είτε ως νέος Αδάμ συνδέων εν εαυτώ μυστικώς τον άνθρωπον μετά του Θεού (ιδέαι Παύλειοι).

Τοιουτοτρόπως, αντεπερχόμενος ο Ειρηναίος κατά των Εβιωνιτών, οι οποίοι ηρνούντο την πνευματικήν ένωσιν του ανθρώπου μετά του Θεού, κακίζει αυτούς, μη αποδεχομένους, ότι εν τω πληρώματι των καιρών ο Λόγος και το Πνεύμα, συνηνωμένοι μετά της παλαιάς ουσίας του Αδάμ, οδηγούν τον άνθρωπον εις την ζωήν και την τελείωσιν, όπως ακριβώς και εν αρχή ο Αδάμ έφερεν εντός του την πνοήν της ζωής, συνηνωμένος μετά του θείου πλαστουργού του (C.H. V, 1,3).

Οι Προφήται προείπον την έλευσιν του Υιού του Θεού «per quem commistio et communio Dei et hominis secundum placitum Patris facta est et faciens nos servire sibi in sanctitate et justitia omnes dies nostros, uti complexus homo Spiritum Dei, in gloriam cedat Patris» (C.H. IV, 20, 4).

Το αγιαστικόν έργον του Χριστού καθιστά τον άνθρωπον θεοειδή και θεόμορφον, χάριτι υιόν Θεού.578. Κυρίως όμως ο Υιός του Θεού, ανακεφαλαιών εν εαυτώ τον άνθρωπον, χαρίζει εις αυτόν την αθανασίαν. Η αθανασία και η αφθαρσία αποτελούν το κατ' εξοχήν σωτηριολογικόν αγαθόν, το οποίον κατέχει, παρ' Ειρηναίω, το κέντρον του όλου ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού. Η σωτηρία εν Χριστώ είναι η «εκκένωσις του θανάτου», η δε δωρεά του Χριστού η αιώνιος ζωή (ιδέαι Ιωάννειοι: «lllius enim salus, evacuatio est mortis. Domino igitur vivificante hominem, id est Adam, evacuata est mors» (C.H. III, 23, 7). «Ignorantes autem eum, qui ex Virgine est Emmanuel, privantur numere ejus, quod est vita aeterna: non recipientes autem Verbum incorruptiones, perseverant in carne mortali, et sunt debitores mortis, antidotum νitae non accipientes» (C.H. III, 19, 1).

Δια ζωηρών χρωμάτων περιγράφει ο Ειρηναίος την αντίθεσιν μεταξύ του αγεννήτου Θεού και των πεποιημένων όντων, τα οποία προίκα λαμβάνουν παρά Θεού την εσαεί παραμονήν. Ενώ, δηλαδή, μόνος ο Θεός είναι αγέννητος και τέλειος, τα υπόλοιπα όντα παραμένουν εις την αφθαρσίαν μόνον δια της υποταγής των εις τον Θεόν και της βοηθείας των προσώπων της Αγίας Τριάδος: «Κατά μεν το γεγεννήσθαι αυτά (τα όντα), ουκ αγέννητα· κατά δε το παραμένειν αυτά μακροίς αιώσι, δύναμιν αγεννήτου προσλήψεται, του Θεού προίκα δωρουμένου αυτοίς την εσαεί παραμονήν. Και ούτω πρωτεύει μεν εν πάσιν ο Θεός, ο και μόνος αγέννητος, και πρώτος πάντων, και του είναι τοις πάσι παραίτιος· τα δε λοιπά πάντα εν υποταγή μένει του Θεού. Υποταγή δε Θεού αφθαρσία· και παραμονή αφθαρσίας, δόξα αγέννητος. Δια ταύτης… της τάξεως, και των τοιούτων ρυθμών, και της τοιαύτης αγωγής, ο γεννητός και πεπλασμένος άνθρωπος κατ' εικόνα και ομοίωσιν του αγεννήτου γίνεται Θεού· του μεν Πατρός ευδοκούντος και κελεύοντος, του δε Υιού πράσσοντος, και δημιουργούντος, του δε Πνεύματος τρέφοντος και αύξοντος, του δε ανθρώπου ηρέμα προκόπτοντος, και προς τέλειον ανερχομένου· τουτέστι πλησίον του αγεννήτου γινομένου. Τέλειος γαρ ο αγέννητος· ούτος δε εστί Θεός. Έδει δε τον άνθρωπον πρώτον γενέσθαι, και γενόμενον αυξήσαι, και αυξήσαντα ανδρωθήναι, και ανδρωθέντα πληθυνθήναι, και πληθυνθέντα ενισχύσαι, και ενισχύσαντα δοξασθήναι, και δοξασθέντα ιδείν τον εαυτού Δεσπότην. Θεός γαρ ο μέλλων οράσθαι· όρασις δε Θεού περιποιητική αφθαρσίας».579

Η θέωσις, κατά ταύτα, συνιστώσα την μυστικήν περί απολυτρώσεως θεωρίαν,580 αποτελεί τον ύψιστον σωτηριολογικόν σταθμόν του ανακεφαλαιωτικού έργου του Χριστού, περιλαμβάνουσα την ηθικήν τελείωσιν του ανθρώπου, την απαράτρεπτον εν τω είναι παραμονήν, την αφθαρσίαν και αθανασίαν της φύσεως και την μετοχήν αυτής εν τη δόξη του Θεού, αγαθά πραγματοποιούμενα εν τη εσωτάτη ενοικήσει του πιστού μετά του Σωτήρος και τη ζωοποιώ δυνάμει του Αγίου Πνεύματος.

 

Σημειώσεις


568. «Neque enim plasmatio carnis ipsa secundum se homo perfectus est; sed corpus hominis et pars hominis. Ñeque enim et anima ipsa secundum se homo; sed anima hominis, et pars hominis. Ñeque Spiritus homo; Spiritus enim et non homo vocatur. Commistio autem et unio horum omnium, perfectum hominem efficit» (C.H. V, 6, 1). «Quotquot autem timent Deum, et credunt in adventum Filli ejus, et per fidem constituunt in cordibus suis Spiritum Dei, hi tales juste Homines dicentur, et mundi, et spirituales, et νiventes Deo: quia habent spiritum Patris, qui emundat hominem et subievat in νitam Dei» (C.H. V, 9, 2).

569. «Αυτό το Πνεύμα παρέχει εις τον άνθρωπον την προς τον Θεόν ομοίωσιν» (Επίδ. 5. Καραβ. 30).

570. Επίδ. 97 (Καραβ. 82).

571. C.H. V, 9. 3.

572. «Super omnia quidem Pater, et ipse est caput Christi: per omnia autem Verbum, et ipse est caput Ecclesiae; Ιn omnibus autem nobis Spiritus, et ipse ast aqua νιva, quam praestet Dominus in se recte credentibus, et diligentibus se» (C.H. V, 18, 2).

573. Εν τω ακολουθούντι χωρίω ο Ειρηναίος κατά τρόπον θαυμάσιον περιγράφει το ανακεφαλαιωτικόν έργον του Χριστού αφ’ ης στιγμής ούτος ανεφάνη επί της γης μέχρι της ώρας, ότε εν τη Εκκλησία κατέστη η υπερφυής κεφαλή της νέας πνευματικής ανθρωπότητος: «… Ipse est Jesus Christus Dominus noster, qui et passus est pro nobis, et surrexit propter nos, et rureus venturus est in gloria Patris, ad resuscitandam universam carnem, et ad ostensionem salutis, et regulam justi judicli ostendere omnibus qui sub ipso facti sunt. Unus igitur Deua Peter, quemadmodum ostendimus, et unus Christus Jesus Dominus noster, veniens per universam dispositionem, et omnia in semetipsum recapitulans. In omnibus autem est et homo plasmatio Dei: et hominem ergo in semetipsum recapitulans est, invisibilis νisibilis factus, et incomprehensibilis factus comprehensibilis, et impassibilis passibilis, et Verbum homo, universa in semetipsum recapitulans: uti sicut in supercoelestibus et spiritualibus et invisibilibus princeps est Verbum Dei: sic et in νisibilibus, et corporelibus principatum habeat, in semetipsum primatum assumens, et apponens semetipsum caput Ecclesiae, universa attrahat ad semetipsum apto in tempore» (C.H. Ill, 16,6).

574. Η πίστις δύναται να ορισθεί ως η γνώσις και η επίγνωσις τού Θεού και τού Χριστού  και η ενεργός υπακοή εις τον Θεόν και το θέλημα αυτού (IV, 5, 4 εξ. IV, 6, 4. IV, 14, 1. IV, 5, 1. Απόσπ. 44. B.E. 5, 152).

575. Επίδ. 95 (Καραβ. 80).

576. C.H. IV. 16. 3.

577. Βλέπε Α. Θεοδώρου. Η περί Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία του Ειρηναίου, σελ. 69.

578. «Tunc autem hoc Verbum ostensum est, quando homo Varbum Dei factum est, semetipsum homini, et hominem sibimetipsi assimilans, et per eam quae est ad Filium similitudinem, pretiosus homo fiat Patri… Οπότε δε σαρξ εγένετο ο Λόγος του Θεού, τα αμφότερα επεκύρωσε· και γαρ και την εικόνα έδειξεν αληθώς, αυτός τούτο γενόμενος, όπερ ην η εικών αυτού· και την ομοίωσιν βεβαίως κατέστησε, συνεξομοιώσας τον άνθρωπον τω αοράτω Πατρί» (C.H. V, 16, 2). Ομοίως: «Εις τούτο γαρ ο Λόγος άνθρωπος». Ίνα ο άνθρωπος τον Λόγον χωρήσας, και την υιοθεσίαν λαβών, Υιός γένηται Θεού. Non enim poteramus allter in incorruptelam et immortalitatem percipers, nisi adunatl fuissemus incorruptelae at immortalitati» (C.H. Ill, 19, 1).

579. C.H. IV, 38, 3. Απόσπ. 65. Β.Ε.Π. 5, 158. Βλέπε και IV, 38, 4: «Nos enim imputemus ai, quoniam ab initio dii facti sumus, sed primo quidem homines, tunc demum dil...Opportuerat autem primo neturam apparere, post deinde vinci et absorbi mortale ab immortalitate, et corruptibile ab incorruptibilitate, at fieri hominem secundum imaginem et similitudinem Dei, agnitione accepte boni et mail».

580. Η θεωρία αυτή στηρίζεται επί της ιδέας της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως. Δυνάμει της ιδέας αυτής ο Σωτήρ περιείχεν εν εαυτώ έκαστον και όλους ημάς συλλογικώς, ήδη δε δια της ενανθρωπήσεώς του μετέδιδεν εις ημάς την αφθαρσίαν και αθανασίαν της θείας φύσεως του Λόγου (C.H. III, 18, 7). — Εν τω κύκλω των τοιούτων αντιλήψεων είναι φυσικόν να μη δίδεται ο εμπρέπων τονισμός εις την σταυρικήν θυσίαν του Χριστού, ως ούτος ήτο συνήθης από της εποχής του Απ. Παύλου και εξής. Βεβαίως η σημασία του θανάτου και του πάθους του Χριστού περιλαμβάνονται, ως είδομεν, εν τω ανακεφαλαιωτικώ έργω του Χριστού· η άφεσις όμως των αμαρτιών συνδέεται κατά κανόνα υπό του Ειρηναίου μετά της λειτουργίας την οποίαν ο Χριστός δυνάμει της θεότητός του ενασκεί (C.H. IV, 33, 2. V, 17, 1. 3: «ut quomodo homo compassus ast nobis, tanquam deus misareatur nostri et dimittat nobis dabita nostra, quae factori nostro dabamus deo»). Παρά τούτα ο Ειρηναίος δεν λησμονεί και την κλασσικήν περί απολυτρώσεως θεωρίαν (η σωτηρία εν τω πάθει του Κυρίου), η οποία εφέρετο εν τη αποστολική παραδόσει της Εκκλησίας. Ούτως ο Χριστός υπήρξε, κατ' αυτόν, παθητός άνθρωπος έπαθε πράγματι και δια του πάθους και της άκρας εις τον Θεόν υπακοής του κατέλυσε την ιδικήν μας ανυπακοήν, μας συνεφιλίωσε μετά του Θεού και δια της θυσίας του εδυσώπησε τον ουράνιον Πατέρα. Ολίγαι μαρτυρίαι επαρκούν: «… Προθύμως τον ίδιον μονογενή και αγαπητόν παραχωρήσας θυσίαν τω Θεώ (ο Αβραάμ), ίνα και Θεός ευδοκήση, υπέρ του σπέρματος αυτού πάντως τον ίδιον μονογενή και αγαπητόν Υιόν θυσίαν παρασχείν εις λύτρωσιν ημετέραν» (C.H. IV, 5,4. Απόσπ. 45. Β.Ε.Π. 5, 153). «Η αμαρτία, η οποία προήλθεν εκ του ξύλου, εξηλείφθη δια του ξύλου της υπακοής, επί του οποίου εσταυρώθη ο Υιός του ανθρώπου, υπακούων εις τον Θεόν…» (Επίδ. 34. Καραβ. 48) «par eam quae est ad se communicationem reconciliaνit dominus hominem deo patri, reconcilians nos eibi per corpus carnis auaa et eanguine suo redimans nos» (C.H. V, 14,3). «sanguina suo rationebiliter redimens nos, radamptionam samatipsum dedit pro his qui in captivitaten ducti aunt» (C.H. V, 1,1).

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 14-9-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 12-10-2018.

ΕΠΑΝΩ