Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά θέματα

Ψυχικός, Σαρκικός και Πνευματικός * Διαίρεση και δυνάμεις τής ψυχής * Τα ζεύγη: Ψυχή-Σώμα και Σάρκα-Πνεύμα * Πνευματικοί, Ψυχικοί και Σαρκικοί * Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα * Οι δύο αναστάσεις

Η κατά χάριν αθανασία τής ψυχής

στους τρεις πρώτους μ. Χ. αιώνες

Π. Ι. Ρωμανίδης

 

Πηγή: Απόσπασμα σε μετάφραση στη Δημοτική τής Β Έκδοσης τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα".

 

Αχώριστα συνδεδεμένο με τα περί ηθικής τελείωσης βρίσκεται, στους συγγραφείς της υπό εξέτασιν περιόδου, (1ος ως 3ος αιώνας), το θέμα για την αθανασία του ανθρώπου.

Μόνο όσοι τηρούν την εντολή της άσκησης που οδηγεί προς την τελείωση με την αγάπη προς τους άλλους, μπορούν να μετέχουν στην άκτιστη αθανασία του Θεού και έτσι να ζήσουν. Όλοι οι υπόλοιποι προορίζονται για το αιώνιο πυρ. «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού· ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα»159. «Εάν τις τον λόγον τον εμόν τηρήση, θάνατον ου μη θεωρήση εις τον αιώνα»160. «Ο δε απειθών τω υιώ ουκ όψεται ζωήν, αλλ’ η οργή του Θεού μένει επ’ αυτόν»161, «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τώ θανάτω»162.

Σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο ο Θεός είναι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, ο μόνος έχων αθανασίαν»163. Ο Θεόφιλος γράφει ότι ο Θεός είναι «αναλλοίωτος καθ’ ότι αθάνατος εστί»164. Βασική προϋπόθεση της Πατερικής διδασκαλίας για την Αγία Τριάδα, τη Χριστολογία και τη χάρη είναι ότι μόνο ο Θεός είναι φύσει αθάνατος ως αυτοζωή165. Οι ψυχές των ανθρώπων και οι άγγελοι είναι όχι φύσει αλλά χάριτι αθάνατοι. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό οι άγγελοι «είναι αθάνατοι ουχί φύσει, αλλά χάριτι, διότι παν το αρξάμενον και τελευτά κατά φύσιν»166. Παρομοίως γράφει ο Ιουστίνος ότι «όσα γαρ εστι μετά τον Θεόν ή έσται ποτέ, ταύτα φύσιν φθαρτήν έχειν, και οία τε εξαφανισθήναι και μη είναι έτι· μόνος γαρ αγέννητος και άφθαρτος ο Θεός και δια τούτο Θεός εστι, τα δε λοιπά πάντα μετά τούτον γεννητά και φθαρτά»167. Εναντίον αυτών που αποδέχονται το αγέννητο και φύσει αθάνατον της ψυχής ο Τατιανός τονίζει: «Ουκ έστιν αθάνατος, άνδρες Έλληνες, η ψυχή καθ’ εαυτήν [δηλαδή φύσει], θνητή δε»168. Ο Άγιος Ειρηναίος ισχυρίζεται ότι η διδασκαλία για την φύσει αθανασία της ψυχής είναι από το διάβολο169.

Μεταξύ των πρώτων θεολόγων του Χριστιανισμού, οι μεν τονίζουν το φύσει θνητό της ψυχής, οι δε την αθανασία της. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ τους· μία όμως προσεκτική μελέτη φανερώνει, ότι η διαφωνία είναι φαινομενική. Εναντίον των φιλοσόφων και γνωστικών που διδάσκουν το αγέννητο και φύσει αθάνατον της ψυχής ο Ιουστίνος, ο Τατιανός και ο Ειρηναίος τονίζουν το φύσει θνητό της. Ο μεν Αθηναγόρας μη έχοντας, όπως φαίνεται, τους ίδιους αντιπάλους αμέσως μπροστά του και ασχολούμενος κυρίως με το δόγμα για την ανάσταση του σώματος τονίζει επανειλημμένα ότι η ψυχή είναι αθάνατη170. Ενώ ο Ειρηναίος τονίζει και τις δύο όψεις της ίδιας αλήθειας, δηλαδή ότι η ψυχή είναι από τη φύση της θνητή171 αλλά με τη χάρη του Θεού αθάνατη172.

Είναι φανερό ότι οι συγγραφείς της υπό εξέτασιν περιόδου τονίζουν ή το φύσει θνητόν ή το χάριτι αθάνατον της ψυχής κατ’ αναλογία της πλάνης των μη Χριστιανών αναγνωστών τους, για να ανατρέψουν τις βάσεις αυτής της πλάνης. Έτσι ο γέροντας απευθύνεται προς τον Ιουστίνο, ο οποίος σύμφωνα με τον Πλάτωνα εξελάμβανε την ψυχή ως αγέννητη, άναρχη και φύσει αθάνατη, με τα εξής· «Ουδέν εμοί, έφη, μέλει Πλάτωνος ουδέ Πυθαγόρου ουδέ απλώς ουδενός εντελώς τοιαύτα δοξάζοντος. Το γαρ αληθές ούτως έχει· μάθοις δ’ αν εντεύθεν. Η ψυχή ήτοι ζωή εστιν ή ζωήν έχει. Ει μεν ουν ζωή εστίν, άλλο τι αν ποιήσειε ζην, ουχ εαυτήν, ως και κίνησις άλλο τι κινήσειε μάλλον ή εαυτήν. Ότι δε ζη ψυχή, ουδείς αντείποι. Ει δε ζη, ου ζωή ούσα ζη, άλλα μεταλαμβάνουσα της ζωής· έτερον δε τι το μετέχον τινός εκείνου ού μετέχει. Ζωής δε ψυχή μετέχει, επεί ζην αυτήν ο Θεός βούλεται. Ούτως άρα και ου μεθέξει ποτέ, όταν αυτήν μη θέλοι ζην. Ου γαρ ίδιον αυτής εστι το ζην ως του Θεού· αλλά ώσπερ άνθρωπος ου δια παντός εστιν ουδέ σύνεστιν αεί τη ψυχή το σώμα, αλλ’ όταν δέη λυθήναι την αρμονία ταυτήν, καταλείπει η ψυχή το σώμα και ο άνθρωπος ουκ έστιν173, ούτως και, όταν δέη την ψυχήν μηκέτι είναι, απέστη απ’ αυτής το ζωτικόν Πνεύμα και ουκ έστιν η ψυχή έτι, αλλά και αυτή όθεν ελήφθη εκείσε χωρεί πάλιν»174.

Εκ πρώτης όψεως οι τέτοιου είδους εκφράσεις θα ήταν δυνατόν να παρεξηγηθούν ως θνητοψυχισμός. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο175. Οι εν λόγω συγγραφείς απλώς ανατρέπουν κατά τον τρόπο αυτό την ελληνιστική αντίληψη ότι κάθε πράγμα είναι ό, τι είναι ως από την φύση τέτοιο, άσχετα προς τη βούληση και την ενέργεια του Θεού. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή δηλαδή ό, τι έχει αρχή κατ’ ανάγκη πρέπει να έχει τέλος, και μόνο ό, τι είναι άναρχο και αγέννητο μπορεί να είναι αθάνατο και ατελεύτητο. Για την ελληνική φιλοσοφία η ψυχή μπορεί να είναι αθάνατη, όχι επειδή έτσι θέλει ο Θεός που τη δημιούργησε, αλλά μόνο όταν υπάρχει κάποια απόδειξη ότι είναι αγέννητη, άναρχη και από τη φύση της αθάνατη. Εναντίον τέτοιων φιλοσοφικών αντιλήψεων οι εν λόγω συγγραφείς ανταπεξέρχονται μέσω της βιβλικής διδασκαλίας ότι τα πάντα εξαρτώνται όχι από την φύση των πραγμάτων, αλλά από τη βούληση του Θεού. Έτσι η ψυχή δεν είναι πραγματικά αθάνατη, αλλά είναι αθάνατη, επειδή έτσι θέλει και θέσπισε ο Θεός. «Επειδή δεν υποτάσσεται ο Θεός στα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα υποτάσσονται στον Θεοό, και τα πάντα εξυπηρετούν τη βούλησή Του»176.

Επομένως το ότι αρνούνται οι πρώτοι θεολόγοι τη φύσει αθανασία της ψυχής δεν σημαίνει καθόλου ότι απορρίπτουν τη μετά θάνατον αθάνατη ύπαρξη της ψυχής. «Αλλά μην ουδέ αποθνήσκειν φημί πάσας τας ψυχάς εγώ· έρμαιον γαρ ην ως αληθώς τοις κακοίς… ούτως αι μεν άξιαι του Θεού φανείσαι, ουκ αποθνήσκουσι έτι· αι δε κολάζονται, έστ’ αν αυτάς και είναι και κολάζεσθαι ο Θεός θέλη»177. Με αυτά ο πλατωνικός Ιουστίνος έμαθε από τον πρεσβύτη ότι η ψυχή ζει μετά θάνατον, όχι επειδή είναι από τη φύση της αθάνατη, αλλ’ επειδή έτσι θέλει ο Θεός. Όταν πλέον ως κατηχούμενος διάβασε την Αγία Γραφή, έμαθε ότι ο Θεός θέλει να υπάρχουν αθάνατα όχι μόνο οι δίκαιοι αλλά και οι άδικοι στην κόλαση. Έτσι και ο Τατιανός, ενώ μιλάει για θάνατο της ψυχής, εν τούτοις δεν είναι θνητοψυχίτης, δηλαδή δεν παραδέχεται την εκμηδένιση της ψυχής. Αντιθέτως γράφει με σαφήνεια, ότι η ψυχή που δεν γνωρίζει την αλήθεια «ανίσταται εις ύστερον επί συντελεία του κόσμου συν τω σώματι θάνατον δια τιμωρίας εν αθανασία λαμβάνουσα»178. Επίσης αναφέρει ότι «…. ημείς, οίς το θνήσκειν ράδιον αποβαίνει νυν, εισαύθις ή μετά απολαύσεως το αθάνατον ή το λυπηρόν μετά αθανασίας προσλαμβάνομεν»179.

Αυτό που με επιμονή τονίζουν οι υπό εξέταση θεολόγοι, είναι ότι η αθανασία των σωζόμενων και των τιμωρουμένων εξαρτάται από τη βούληση και ενέργεια του Θεού, όχι από τη φύση της ψυχής καθ’ εαυτήν. Εάν υπάρχει αιώνιος παράδεισος και αθάνατη κόλαση, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια απρόσωπη ειμαρμένη, ούτε στο αγέννητο και φύσει αθάνατο της ψυχής, αλλ’ αποκλειστικά στην ηθική ζωή του ανθρώπου και στη θέληση του Θεού. «Η ζωή δεν προέρχεται από εμάς, ούτε από την ίδια μας τη φύση· χορηγείται σ' εμάς κατά τη χάρη του Θεού»180. H αθανασία και η ψυχή δεν είναι το ίδιο. «Η ψυχή δεν είναι ζωή η ίδια, αλλά μετέχει εκείνης της ζωής, την οποία παρέχει σ' αυτήν ο Θεός… ώστε η ψυχή και η ζωή που κατέχει αυτή, θα πρέπει να θεωρούνται  ως υπάρξεις διαφορετικές η μία από την άλλη»181.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της υπό εξέτασιν περιόδου και σύμφωνα με τους Πατέρες γενικά, όσοι στερούνται τη χάρη του ακτίστου φωτός είτε ζουν είτε έχουν πεθάνει είναι κατά τη ψυχή νεκροί, παρ’ ότι ζει η ψυχή αθάνατα, επειδή ο χωρισμός από τον Θεό είναι θάνατος. «Όσα κρατούν τη φιλία προς τον Θεό, σε αυτά παρέχει τη δική Του κοινωνία. Και κοινωνία Θεού, είναι ζωή και φως, και απόλαυση των αγαθών που προέρχονται απ' Αυτόν. Όσοι απομακρύνονται από τη γνώμη τού ιδίου του Θεού, αυτό φέρνει σ' αυτούς τον χωρισμό απ' Αυτόν. Και χωρισμός Θεού είναι θάνατος· και χωρισμός φωτός είναι σκότος· και χωρισμός Θεού είναι αποβολή όλων των αγαθών Του»182. «Εκείνοι, λοιπόν, όσοι δήποτε και αν είναι αυτοί, οι οποίοι δεν έχουν ό,τι σώζει και οδηγεί στη ζωή, θα ονομασθούν σάρκα και αίμα· επειδή αυτοί είναι εκείνοι που δεν έχουν το Πνεύμα του Θεού μέσα τους. Γι' αυτό τέτοιοι άνθρωποι ονομάζονται από τον Κύριο νεκροί, σύμφωνα με τα λόγια του: "Άφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς", επειδή αυτοί δεν έχουν το Πνεύμα που ζωοποιεί τον άνθρωπο»183.

Αν και όσοι δεν έχουν Πνεύμα Άγιο ζουν, εν τούτοις είναι κατά τη ψυχή νεκροί. Όπως ο θάνατος του σώματος είναι ο χωρισμός του από τη ψυχή, έτσι και ο θάνατος της ψυχής είναι ο χωρισμός της από τη ζωοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μόνο όσοι έχουν Πνεύμα Θεού είναι μέτοχοι της πραγματικής αθανασίας και ζωής του Θεού. «Όπου είναι το Πνεύμα του Πατρός, εκεί υπάρχει ζωντανός ανθρωπος»184. Γι’ αυτό όσες φορές στην παρούσα μελέτη μιλάμε για κατάσταση υπό το κράτος του θανάτου, εννοούμε όχι μόνο την τυραννία και τη φθορά του σώματος, αλλά και το χωρισμό της ψυχής από τη ζωοποιό ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.

 

Σημειώσεις


159. Ιωαν. 2, 17.

160. Ιωαν. 8, 51.

161. Ιωαν. 3, 36.

162. Α΄ Ιωαν. 3, 10-14.

163. Α΄ Τιμ. 6, 15-16.

164. Όπως παραπάνω, Α΄, 4.

165. Δες παραπάνω σελ. 57 και μετά.

166. Ι. Ν. Καρμίρη, Δογματική Διδασκαλία Ιωάννου του Δαμάσκηνου, σελ. 32-33.

167. Διάλογος 5, 4.

168. Όπως παραπάνω, 13.

169. Έλεγχος, Γ΄, XX, 1.

170. Πρεσβεία 27· Περί Αναστάσεως 15, 16, 22, 23, 24.

171. Όπως παραπάνω, Γ΄, ΧΧ, 1.

172. Στο ίδιο Ε΄, XIII, 3.

173. Δηλαδή η ψυχή χωρίς το σώμα δεν είναι ο άνθρωπος αλλά μέρος του ανθρώπου. Δες του ιδίου, Περί Αναστάσεως VIII. Παράβαλλε Ειρηναίου, Έλεγχος, Ε΄, VI, 1· Τατιανού, όπως παραπάνω, 15· Αθηναγόρα, Περί Αναστάσεως, 15, 23, 25.

174. Διάλογος 6.

175. Δες Π. Χρήστου, Η περί ανθρώπου διδασκαλία του Θεοφίλου, Θεσ/νίκη 1957, σελ. 11.

176. Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Ε΄ V, 2.

177. Ιουστίνου, Διάλογος. 5, 3.

178. Όπως παραπάνω, 13.

179. Στο ίδιο 14.

180. Ειρηναίου, Έλεγχος, Β΄, XXXIV, 3.

181. Στο ίδιο Β΄, XXXIV, 4. Δες D. Τhomasius, όπως παραπάνω, σελ. 459 και μετά.

182. Ειρηναίου, Έλεγχος, Ε΄, XXVII, 2.

183. Στο ίδιο Ε΄, IX, 1. Παράβαλλε Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, Ομιλία ια΄, 5, Migne, P. G., 60, 489· Ομιλία Δ΄ στην προς Εφ. 1, Migne, P. G., 62, 31· Γρηγορίου Παλαμά, Προς τη Σεμνοτάτην εν μοναζούσαις Ξένην, Migne, P. G., 150, 1049· Κεφάλαια φυσικά, με΄, P. G., 150, 1152-1153.

184. Ειρηναίου, όπως παραπάνω, Ε΄, IX, 2.

Δημιουργία αρχείου: 21-10-2020.

Τελευταία ενημέρωση:  21-10-2020.

ΕΠΑΝΩ