Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Δογματικά και Ορθοδοξία

Η 8η Οικουμενική Σύνοδος και η Καταδίκη της Προσθήκης του «Filioque» // Οι Οικουμενικές Σύνοδοι // Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθοδοξίας

Η Οικουμενικότητα μιας Συνόδου και συγκεκριμένως της εν Τρούλλω ή Πενθέκτης

Παναγιώτη Ι. Μπούμη

 

Πηγή: Περιοδικό Θεολογία Τεύχος 3, 2009.

 

 

Προλογικά

Τελευταία δημοσιεύθηκε επιστημονική μελέτη της Ιστορίας, της κανονικής θέσεως και του έργου της εν Τρούλλω έκτης ή Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου από τον καθηγητή Heinz Ohme[1]. Αυτό συνέβαλε στο να αποφασίσουμε να φέρουμε στο φως της δημοσιότητας μία παλαιότερη ενασχόλησή μας σχετικά με το θέμα αυτό εξ αφορμής τότε της δημοσιεύσεως δύο εργασιών του συναδέλφου καθηγητού Βασιλείου Γιαννόπουλου. Δεν την δώσαμε όμως τότε προς δημοσίευση, ίσως κακώς ή μάλλον καλώς, όπως αποδεικνύεται τώρα, για διάφορους λόγους. Σήμερα όμως, επειδή εξέλιπαν και οι σχετικοί ανασταλτικοί λόγοι και επειδή με την εν λόγω δημοσίευση του μελετήματος του καθηγητού H. Ohme βλέπουμε ότι όλο και επανέρχεται στην επιστημονική και διεκκλησιαστική επικαιρότητα το θέμα και η αντιμετώπιση της εν λόγω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου[2], σκεφθήκαμε και αποφασίσαμε διαφορετικά.

Πιο συγκεκριμένα: Παρ' όλο που ο H. Ohme βρίσκεται σε ρωμαιοκαθολικό περιβάλλον, πράγμα που θα υπέθετε κανείς ότι τον ωθεί να ακολουθεί την άποψη ότι η Πενθέκτη Σύνοδος δεν είναι οικουμενική, όμως εκτός του ότι είναι επιφυλακτικός και προσπαθεί να είναι αντικειμενικός, ασχολείται αρκετά διεξοδικώς και επισταμένως με το έργο αυτής της Συνόδου μεταφράζοντάς το και στη γερμανική γλώσσα. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό, γιατί αποτελεί μία απόδειξη της σπουδαιότητας της θέσεως και της κανονικής προσφοράς της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, και εν πάση περιπτώσει αποδεικνύει και συγχρόνως υποδεικνύει μία στροφή στην αξιολόγησή της και την αναγνώρισή της. Γι' αυτό κι εμείς με αφορμή της δημοσιεύσεως της μελέτης αυτής θεωρήσαμε σκόπιμο να δημοσιεύσουμε την παλαιότερή μας αυτή θέση περί της οικουμενικότητας της εν λόγω Συνόδου με την ελπίδα να συμβάλουμε ακόμη περισσότερο στην αξιολόγησή της και την τελική αναγνώρισή της από ολόκληρο το Θεολογικό και Χριστιανικό κόσμο.

 

Α. Eισαγωγικά (Ειδικές αφορμές και διευκρινίσεις)

Με αφορμή τη δημοσίευση και κυκλοφορία δύο μελετών του αγαπητού συναδέλφου κ. Βασιλείου Γιαννόπουλου, (α=) «Οι οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία τους», Αθήνα 1995 (Το επόμενο έτος 1996 εκδόθηκε με τον τίτλο «Οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία τους») και (β=) «Ο πβ' κανόνας της Πενθέκτης και η σημασία του», Επιστημονική Επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Α΄ (1995), σσ. 679-705, θεώρησα υποχρέωσή μου, κατόπιν υποδείξεως και άλλων, να ασχοληθώ κι εγώ επ' ολίγον με το θέμα της Οικουμενικότητας μιας συνόδου και πιο συγκεκριμένως της εν Τρούλλωο έκτης ή Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 690-691.

Προτού προχωρήσουμε και εκθέσουμε τις διάφορες θέσεις, αντιθέσεις και συνθέσεις, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η βασική Ιδέα-θέση, γύρω από την οποία περιστρέφεται ιδίως η μελέτη (α) του κ. Συναδέλφου είναι η εξής, όπως ο ίδιος την παραθέτει στην εν λόγω μελέτη, σελ. 230-231: «Όσον αφορά δε ειδικότερα στους κανόνες της λεγομένης Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, εφόσον η Εκκλησία της Ρώμης δεν τους αποδέχθηκε, δεν δικαιούμασθε να τους χαρακτηρίζουμε ως κανόνες της «κατά πάσαν την Οικουμένην Εκκλησίας» του Χριστού, και τη σύνοδο που τους εξέδωσε ως Οικουμενική. Έτσι δεν δίνουμε και στους Ρωμαιοκαθολικούς το δικαίωμα να μάς κατηγορούν για ανακολουθία, επειδή αρνούμαστε να αποδεχθούμε ως Οικουμενικές την επί Φωτίου σύνοδο του 869 (Η' Οικουμενική, για την Εκκλησία της Ρώμης) και τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439)».

Το θέμα, αλλά και το πρόβλημα, λοιπόν αυτό, όπως εξελίχθηκε, είναι πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον γενικότερα μεν για όλους τους Χριστιανούς και τους Θεολόγους, ειδικότερα δε για τους κανονολόγους. Και τούτο, γιατί η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος ασχολήθηκε, συνέλεξε και θέσπισε ή επικύρωσε (τους) Ιερούς και θείους κανόνες της Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν το σκελετό της διοργανώσεως και λειτουργίας του εκκλησιαστικού οργανισμού: από τον καθορισμό του κανόνα της Αγ. Γραφής μέχρι και τον προσδιορισμό των βασικών κανονικών θεσμών και αρχών της πορείας των κατά τόπους Εκκλησιών και των μελών τους. Ως εκ τούτου κάθε ορθή ή εσφαλμένη τοποθέτηση ή γνώση ή εντύπωση και ως προς το όργανο, το οποίο θέσπισε και παρέδωσε αυτούς τους θεμελιώδεις κανόνες, έχει αποφασιστικές επιπτώσεις στην όλη οργάνωση, πορεία, λειτουργία, απόδοση, πρόοδο και εξέλιξη του οργανισμού αυτού, βεβαίως κατά το επί γης τμήμα του.

Το θέμα αυτό της οικουμενικότητας μιας (της Πενθέκτης) Οικουμ. Συνόδου θα το ερευνήσουμε και θα το κρίνουμε από τη σκοπιά του Κανονικού Δικαίου, δηλαδή με το μάτι κυρίως του κανονολόγου, αφού άλλωστε και το θέμα της οικουμενικότητας ή μη μιας Συνόδου αποτελεί και αντικείμενο έρευνας της ειδικότητας αυτής. Ίσως στη συνάφεια αυτή δεν είναι περιττό να σημειώσουμε ότι τα ίδια γεγονότα και τις ίδιες μαρτυρίες δεν αποκλείεται να τις αξιολογεί διαφορετικά ένας κανονολόγος και διαφορετικά ένας ιστορικός[3], όπως τούτο θα φανεί και στη συνέχεια της παρούσας μελέτης. Έτσι, ας μη φανεί παράξενο ή αποτέλεσμα προσωπικής αντιθέσεως ή αντιδικίας ή αντιπαραθέσεως το γεγονός ότι ακόμη και τις ίδιες παρατηρήσεις ή γνώμες του συναδέλφου κ. Β. Γ. χρησιμοποιούμε πολλές φορές, για να καταλήξουμε σε διαφορετικά από κανονολογικής πλευράς συμπεράσματα.

Περαιτέρω, και από την πρώτη στιγμή πρέπει να τονίσουμε ότι ο διάκονος του Κανονικού Δικαίου οφείλει να είναι συνεπής προς τις θεμελιώδεις και απαράβατες αρχές του ευαγγελίου και των θείων κανόνων, δηλαδή της αυθεντικής εκκλησιαστικής παραδόσεως, καθώς και της λογικής και του δικαίου γενικότερα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η κατάλληλη αποδεικτική μέθοδος.

Βάσει, λοιπόν, των ανωτέρω στην παρούσα εργασία και αφού εν πρώτοις παραθέσουμε ορισμένες μαρτυρίες και παρατηρήσεις των ιστορικών επί των διαφόρων πτυχών του θέματος, στη συνέχεια θα εκθέσουμε και τις απόψεις από την πλευρά του Κανονικού Δικαίου, για να σχηματίζει ο αναγνώστης, κατά το δυνατόν, μία πιο ολοκληρωμένη και αντικειμενική εικόνα του θεμελιώδους αυτού ζητήματος.

Η τοιαύτη έκθεση τον θέματος, ή μάλλον του προβλήματος αυτού, όπως εξελίχθηκε μετά τις παρεμβάσεις και των Ιστορικών, θα περιλαμβάνει ειδικότερα τον σχετικό σχολιασμό ή προβληματισμό γύρω: α) από την πρόσκληση και τη συμμετοχή των εκπροσώπων Ανατολής και Δύσεως στην εν Τρούλλω Σύνοδο, β) από την οικουμενικότητα και την αναγνώριση αυτής έστω και εκ των υστέρων από την αδιαίρετη Εκκλησία, γ) από την Αποστολή και το έργο της και τέλος, δ) από τη διατύπωση ορισμένων εύστοχων ή άστοχων θέσεων ή εκφράσεων του κ. Συναδέλφου και άλλων επί των σχετικών αυτών θεμάτων.

 

Β. Σύγκληση και αρίθμηση της (εν Τρούλλω») Συνόδου

Μετά τις ανωτέρω ολίγες, «περιορισμένες», εισαγωγικές θέσεις ερχόμαστε σε ορισμένες συγκεκριμένες παρατηρήσεις, παίρνοντας αφορμή και από μερικές λεπτομερείς -αν όχι σχολαστικές και εξεζητημένες- απόψεις.

 

1) Έτσι, ο Β. Γ. (α, σελ. 193) γράφει: «Δεν γνωρίζουμε άμεσα σε ποιούς απηύθυνε ο αυτοκράτορας πρόσκληση να μετάσχουν σ' αυτή (την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο) και αν την συγκάλεσε ως οικουμενική[4]. Αλλά ούτε ο Προσφωνητικός λόγος του αυτοκράτορα προς τη σύνοδο διασώθηκε, από τον οποίο θα είχαμε οπωσδήποτε ενδιαφέρουσες ειδήσεις».

Όποτε θα μπορούσε κάποιος ευθύς εξ αρχής να διερωτηθεί: Αφού δεν έχουμε μαρτυρίες, πως μπορούμε κατά συνεπή επιστημονική δεοντολογία μόνοι μας να εξάγουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα; Και επομένως αυτό που λέει ο Β. Γ. (α, σ. 198), «Δεν πρέπει ούτε καν να προσκλήθηκε (ο Πάπας Σέργιος, 687-701), και επομένως ούτε και εκπροσωπήθηκε… », είναι μάλλον αβάσιμο, τουλάχιστον από Ιστορικής πλευράς. Επίσης αβάσιμο είναι και το αν εκπροσωπήθηκε ή όχι, έστω και αν δεν προσκλήθηκε. Γιατί μπορεί να μην προσκλήθηκε, άλλα αυτό δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι και δεν εκπροσωπήθηκε.

Αλλά, και το εάν δεν συμμετέσχε ή δεν εκπροσωπήθηκε στη Σύνοδο ο Πάπας, τι σημασία έχει τελικά για την οικουμενικότητα μιας Συνόδου, της πρώτης μάλιστα περιόδου της Εκκλησίας, όταν δηλαδή η Εκκλησία ήταν ενωμένη[5];

2) Παρομοίως αβάσιμο ή και αυθαίρετο φαίνεται και το εξής λεγόμενο (Β. Γ., α, σ. 199): «Είμαστε από τα πράγματα υποχρεωμένοι να ομολογήσουμε, ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ δεν είχε τη συγκατάθεση του πάπα για τη σύγκληση της (Πενθέκτης) Συνόδου».

Θα μας επιτραπεί εδώ να παρατηρήσουμε:

α) Ο ιστορικός δεν ομολογεί, αλλά παραθέτει κείμενα ή γεγονότα, συμπεραίνει και παραδέχεται ή διαφωνεί και απορρίπτει. Η ιστορία δεν είναι ζήτημα θρησκευτικής πίστεως. Στην ιστορία και γενικότερα στην επιστήμη ή συμφωνείς ή διαφωνείς με μία μαρτυρία. Αλλ' εκτός αυτού:

β) Τι σημασία έχει τελικά, αν δεν είχε ο αυτοκράτορας τη συγκατάθεση του πάπα για τη σύγκληση της συνόδου; Ήταν αυτή απαραίτητη; Πολύ περισσότερο μάλιστα (τούτο αποδεικνύεται ως μη ισχυρό επιχείρημα), αφού δέχεται ο Β. Γ. (α, σελ. 199) ότι «ούτε η συμμετοχή στη Σύνοδο των εκπροσώπων των πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων φαίνεται[6] πως ήταν σύμφωνη με την κανονική τάξη και την πράξη των Οικουμενικών Συνόδων», και όμως δεν χρησιμοποιεί τούτο ως επιχείρημα κατά της οικουμενικότητας της Συνόδου. Και πολύ ορθώς για την υπάρχουσα σχετική αβεβαιότητα[7].

Άλλα και πέρα απ' αυτά, τα ούτως ειπείν τεχνικά ή μεθοδολογικά, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε και τα εξής ουσιαστικά: Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σύγκληση και η συγκρότηση και η διαδικασία των εργασιών μιας Οικουμενικής Συνόδου δεν υπόκειται σε κανόνες και νόμους (ούτε έχουμε στους κανόνες σχετικά εντάλματα, «δικονομικούς τύπους»). Και τούτο, γιατί η Οικουμενική Σύνοδος εκπροσωπεί την καθόλου Εκκλησία, την επί γης στρατευόμενη, αλλά και την εν ουρανοίς θριαμβεύουσα. Τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία που έχει κεφαλή της τον Ιησού Χριστό. Πώς, λοιπόν, θα υποδείξουμε στην Κεφαλή ποια γραμμή εκάστοτε θα ακολουθεί και πώς θα υποτάξουμε την καθόλου Εκκλησία σε νόμους και κανόνες; Και μη λησμονούμε τη σαφή διακήρυξη-αρχή της Αγ. Γραφής ότι «δικαίω νόμος ου κείται» (Α' Τιμ. 1,9).

Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, μερικές Οικουμενικές Σύνοδοι, ούτε καν ως οικουμενικές σύνοδοι συγκλήθηκαν, ούτε τα γνωρίσματα εξ αρχής ή τις προϋποθέσεις, όπως επικράτησε να λέγεται, οικουμενικής συνόδου είχαν (όπως η Β΄ και η Ε'), και όμως αναγνωρίστηκαν εκ των υστέρων ως οικουμενικές.

Επομένως, και όταν μιλάμε για την ύπαρξη ή για την έλλειψη εξωτερικών ή εσωτερικών όρων για τη σύγκληση και τη συγκρότηση μιας Οικουμενικής Συνόδου ή για τα εσωτερικά ή εξωτερικά γνωρίσματά τους, πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί και προσεκτικοί (και πάντως όχι απόλυτοι και απαιτητικοί ή σχολαστικοί).

Για τους λόγους αυτούς μία Οικουμενική Σύνοδο, μία σύνοδο που εκπροσωπεί την Εκκλησία, δεν μπορούμε να την περιορίσουμε σε χρονικά πλαίσια, πόσο δηλαδή Χρόνο θα διαρκέσουν οι εργασίες της ή σε πόσες περιόδους θα συνέλθει, ή ακόμη και πότε θα αναγνωριστεί τελικώς από την Εκκλησία, από το πλήρωμα της Εκκλησίας, ως Οικουμενική. Ας μη λησμονούμε επί του προκειμένου και το ότι έχουμε την εν Τριδέντω Γενική Ρωμαιοκαθολική Σύνοδο, η οποία συνήλθε σε τρεις περιόδους μέσα σε δεκατρία χρόνια: α) 13. 12. 1545 - 11. 3. 1547, β) 1. 5. 1551 - 28. 4. 1552, γ) 18. 1. 1562 - 4. 12. 1563[8]. Άλλωστε ο χρόνος (από 1 μέχρι και 1000 έτη) μέσα στην αιωνιότητα, για να μιλήσουμε φιλοσοφικώς-θεολογικώς, τι αποτελούν; την απάντηση ευτυχώς δίνει η θεόπνευστη Αγ. Γραφή: «Εν δε τούτο μη λανθανέτω υμάς, αγαπητοί, ότι μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία» (Β΄ Πέτρου 3,8). Παράβαλλε και Ψαλμοί 89(90),4.

Για τους ίδιους κατ' επέκταση λόγους επίσης και η οικουμενικότητα μιας συνόδου δεν μπορούμε να πούμε ότι εξαρτάται από την αρίθμησή της μεταξύ των Οικουμενικών. Πιο συγκεκριμένως, δεν μπορούμε να πούμε ότι μία σύνοδος δεν είναι οικουμενική, αν δεν αριθμηθεί ιδιαιτέρως, με ιδιαίτερο αριθμό. Όπως επίσης δεν μπορούμε να δεχθούμε, ότι μία σύνοδος είναι οικουμενική, επειδή αριθμήθηκε, επειδή πήρε αριθμό, επειδή πήρε σειρά. Τότε πρέπει να δεχθούμε ότι και όλες οι σύνοδοι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που έχουν πάρει αριθμό σε συνέχεια μετά από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους είναι πράγματι Οικουμενικές.

Επομένως, εκείνο που είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε είναι ότι: Μία Σύνοδος είναι η καθίσταται Οικουμενική, όταν το πλήρωμα της Εκκλησίας, η καθόλου Εκκλησία, η Συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. 3, 15), την αναγνωρίζει και την ανακηρύσσει ως Οικουμενική, ως στόμα της, ως εκπρόσωπο της. Τούτο βεβαίως εκφράζεται ή διακηρύσσεται και με μία μεταγενέστερη απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, ή και διαδοχικών άλλων τοπικών συνόδων. Γι' αυτό το λόγο και η μεταγενέστερη ή η εκ των υστέρων αναγνώριση από ένα τμήμα της Εκκλησίας μιας συνόδου ως Οικουμενικής δεν είναι αδύνατη η άχρηστη και περιττή, αλλά είναι επιτρεπτή και δυνατή.

Προς επιβεβαίωση και ενίσχυση των ανωτέρω μεταφέρουμε τις εξής γνώμες παλαιότερων και νεώτερων καθηγητών. Ο καθηγητής Αμώς Αλιβιζάτος έλεγε χαρακτηριστικώς: «Ο οριστικός χαρακτηρισμός συνόδου τινός ως Οικουμενικής δεν εξαρτάται τόσον εκ της συγκλήσεως αυτής ως τοιαύτης, όσον εκ της αναγνωρίσεώς της ως Οικουμενικής υπό της συνειδήσεως της Εκκλησίας (ομοθύμου κοινής γνώμης κλήρου και λαού)»[9]. Παράβαλλε και τη γνώμη του καθηγητού Κων. Μουρατίδου: «Ο τελικός χαρακτηρισμός των Συνόδων ως Οικουμενικών δεν εξαρτάται τόσον εκ της συγκλήσεως αυτών ως τοιούτων, όσον εκ της αναγνωρίσεως αυτών ως Οικουμενικών υπό της Συνειδήσεως της Εκκλησίας»[10].

Επίσης ο καθηγητής Α. Θεοδώρου γράφει: «Η καθολική συνείδηση της Εκκλησίας αποτελεί το μόνον εκ των υστέρων κριτήριον περί της οικουμενικότητος συνόδου τινός»[11]. Και ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης αναλυτικότερα επιλέγει: «Η οικουμενικότης συνόδου τινός… Εξαρτάται εκ της εκ των υστέρων αβιάστου αναγνωρίσεως αυτής ως οικουμενικής υπό πασών των κατά τόπους Εκκλησιών, εν αις ενεργεί ο αυτός Χριστός δια του Πνεύματός του, ως και της αποδοχής υφ' ολοκλήρου του εκ των κληρικών και των λαϊκών αποτελουμένου εκκλησιαστικού πληρώματος των αποφάσεων αυτής, ως προερχομένων εκ του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος»[12].

Παραλλήλως ο καθηγ. Δημ. Μπαλάνος εξέφραζε την εξής σημαντική άποψη: «Ημείς δεν νομίζομεν ότι τας οικουμενικάς συνόδους αναγνωρίζει ως τοιαύτας η λαϊκή θέλησις… Το κύρος της εν Νικαία πρώτης οικουμενικής συνόδου κατέστη γενικόν το πρώτον δια της επικυρώσεως υπό της δευτέρας, και μέχρι της εποχής εκείνης ότε (= άλλοτε) επεκράτει η ορθοδοξία ότε ο αρειανισμός. Ούτω και το κύρος της συνόδου του 754 (εικονομαχική) εκλονίσθη υπό των μετέπειτα εκκλησιαστικών συγγραφέων και της συνόδου του 787 (Ζ' οικουμ. ), ήτις επεκυρώθη υπό των μετέπειτα ιεραρχών της επί Φωτίου συνόδου κ.λπ, και ούτως επεβλήθη εις την συνείδησιν της Εκκλησίας. Ώστε η ιεραρχία πάλιν λύει το ζήτημα του κύρους των οικουμενικών συνόδων και ουχί ο λαός, όστις δεν δύναται να σκέπτηται θεολογικώς. Άλλως τε η ιεραρχία εξέρχεται εκ του λαού και συνήθως αντιπροσωπεύει τα φρονήματά του»[13].

Μετά τα ανωτέρω, έχουμε τη γνώμη ότι και το λεγόμενο υπό του Β. Γ. (α, σελ. 209), «Πράγματι η οικουμενικότητα μιας Συνόδου εξαρτάται τελικώς από την αποδοχή της ως οικουμενικής εκ μέρους της κοινής συνειδήσεως του πληρώματος της καθολικής Εκκλησίας, ή αλλιώς από τη συναρίθμησή της στις οικουμενικές Συνόδους», είναι ορθό κατά το πρώτο μέρος. Αντιθέτως, το β' μέρος, νομίζουμε, είναι περιττό, εκτός και η λέξη «συναρίθμηση» δεν εννοεί την ιδιαίτερη αρίθμηση, άλλα τη συμπερίληψη μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων.

Ότι δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο η αρίθμηση μιας Οικουμενικής Συνόδου στο χαρακτηρισμό της ως Οικουμενικής, ή αλλιώς στην παραδοχή της Οικουμενικότητάς της, φαίνεται και από το γεγονός ότι «Οι κανονολόγοι του ιβ' αιώνα, ενώ μεν συμφωνούν για την οικουμενικότητα της (Πενθέκτης) Συνόδου, διαφωνούν ως προς το όνομά της» (Β. Γ., α, σελ. 223). Δηλ. παρά την ύπαρξη της διαφωνίας μεταξύ των κανονολόγων «ως προς το όνομά της» (την ιδιαίτερη αρίθμηση της), τούτο δεν τους εμπόδισε να την θεωρήσουν Οικουμενική. Και αυτοί ήσαν κανονολόγοι ολκής- και άρα πρέπει να τους λαμβάνουμε σοβαρώς υπ' όψη, καθώς και τις αρχές τους, τις ερμηνείες τους και τις γνώμες τους, τουλάχιστον τις επιστημονικές, κατά τη διατύπωση και των δικών μας γνωμών.

 

Γ. Εκπροσώπηση και συμμετοχή της Δυτικής Εκκλησίας

Αλλ' ας έλθουμε ειδικότερα στο πρόβλημα της Οικουμενικότητας της εν Τρούλλω συνόδου, εν αναφορά και συσχετισμώ με το πρόβλημα της συμμετοχής του Πάπα και της Δυτικής Εκκλησίας γενικότερα σ' αυτήν, καθώς και της τελικής αναγνωρίσεως ή μη της συνόδου αυτής απ' αυτούς ως οικουμενικής.

Κατ' αρχάς υπενθυμίζουμε και πάλιν ότι βρισκόμαστε στην πρώτη περίοδο της Εκκλησίας, της ενωμένης Εκκλησίας, οπότε ίσως δεν ήταν ανάγκη να γίνεται διάκριση μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού τμήματος της αδιαίρετης Εκκλησίας, ούτε ήταν απαραίτητο να υπάρχει ειδικός απεσταλμένος ή εξουσιοδοτημένος κληρικός από τη Ρώμη, για να εκπροσωπεί τη Δυτική Εκκλησία. Αφού ήταν ενιαία η Εκκλησία, ήταν δυνατόν και ένας Επίσκοπος της Ανατολικής Εκκλησίας δυνάμει της Ιερωσύνης του, της Αποστολικής διαδοχής και βάσει της σχέσεως καθολικής και τοπικής Εκκλησίας να εκπροσωπεί όλη την Εκκλησία και άρα και το Δυτικό τμήμα της.

Αλλά και εκτός αυτών εδώ είναι δυνατόν, ή μάλλον πρέπει, να ληφθούν υπ' όψη και τα εξής:

Το γεγονός ότι δεν συμμετέσχε ο ίδιος ο Πάπας στην Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο δεν έχει μεγάλη σημασία, εφ' όσον μάλιστα συμμετείχαν δέκα Επίσκοποι από το Ανατολικό Ιλλυρικό, «το οποίο τότε εκκλησιαστικλώς υπαγόταν στον Ρώμης» (Β. Γ., α, σελ. 200, υποσημ. 23), ή καλλίτερα, στη Δυτική Εκκλησία[14].

Την ορθότητα - βαρύτητα του ανωτέρω επιχειρήματος ενισχύει και ο ίδιος ο Β. Γ., όταν γράφει (α, σελ. 207): «Έτσι, η Σύνοδος του 381 (η Β΄) μολονότι δεν εκπροσωπήθηκε σ' αυτήν ο Αποστολικός θρόνος της Ρώμης (παρέστησαν όμως Επίσκοποι του Ανατολικού Ιλλυρικού, μεταξύ των οποίων ήταν ο Ασχόλιος Θεσσαλονίκης)[15], αναγνωρίσθηκε από την Τετάρτη (451) ως Οικουμενική».

Επίσης ο ίδιος ο Β. Γ. στο άρθρο του (β, σελ. 681) ενισχύει τα ανωτέρω, όταν γράφει: «Η σύνοδος (εν Τρούλλω) είχε την αυτοσυνειδησία ότι ήταν οικουμενική… Ως πρότυπό της πρέπει να είχε τη Β΄ Οικουμενική σύνοδο. Και εκείνη, μολονότι είχε συνέλθει χωρίς τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ρώμης, είχε την αυτοσυνειδησία Οικουμενικής συνόδου».

Κάτι ανάλογο έγινε και με την Πέμπτη Οικουμ. Σύνοδο (553), όπου έχουμε τη συμμετοχή «ορισμένων Επισκόπων του Ανατολικού Ιλλυρικού, παρά την άρνηση του πάπα Βιγιλίου και των Επισκόπων (Ιταλών), που τον συνόδευσαν, να πάρουν μέρος σ' αυτή» (Β. Γ., α, σελ. 201, υποσημ. 25). Την ορθότητα και αυτής της επισημάνσεως- επιχειρήματος δέχεται, νομίζουμε, και ο Β. Γ. (α, σελ. 206, υποσημ. 36), όταν ο ίδιος λέει: «Αλλά και η Πέμπτη Σύνοδος θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο Οικουμενικής Συνόδου για την Πενθέκτη»[16].

Πέρα όμως απ' αυτά τα συμπεράσματα-επιχειρήματα έχουμε και το εξής χαρακτηριστικό-διαφωτιστικό γεγονός, όπως μάς το παρουσιάζει επίσης ο ίδιος ο Β. Γ. (α, σελ. 198, υποσημ. 17) γράφοντας: «… Στην Πενθέκτη (ο Γορτύνης, Κρήτης, Βασίλειος) υπογράφει ως και τον τόπον επέχων πάσης της συνόδου της Αγίας Εκκλησίας Ρώμης[17], ενώ στον όρο της Στ' Οικουμ. Συνόδου (681 μ. Χ. ) υπέγραψε μόνον ως ληγάτος (είδος πρέσβεως) της Αγίας συνόδου του Απόστολικού θρόνου της πρεσβυτέρας Ρώμης»[18].

Σημειωθήτω ότι την πληροφορία αυτή σε πληρέστερη μορφή παρέχει και ο βυζαντινός κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών λέγοντας: «Εψηλάφησα δε παλαιόγραφα (παλαιότερα) νομοκανόνα, και εύρον εκ των υπογραφών, ότι και εν τη τοιαύτη συνόδω, εν τω Τρούλλω του βασιλικού παλατίου συστάση, παρήσαν Βασίλειος τις Επίσκοπος της Γορτυνίων, μητροπόλεως της νήσου Κρήτης, και τις Επίσκοπος Ραβέννης, τον τόπον επέχοντες πάσης της συνόδου της Εκκλησίας Ρώμης- και ου μόνον αυτοί, αλλά και οι τότε όντες λεγάτοι του πάπα, ο Θεσσαλονίκης, ο Σαρδηνίας, ο Ηρακλείας, ο Θράκης, και ο Κορίνθου. Λεγάτοι δε εισίν οι εκ προσώπου λεγόμενοι, οίτινες και μερικήν δικαιοδοσίαν έχουσι… »[19].

Σχετικές και οπωσδήποτε πολύ διαφωτιστικές είναι και οι κατωτέρω παρατηρήσεις του καθηγητού Βλ. Φειδά, οι οποίες ενισχύουν και από άλλες πλευρές τα ανωτέρω λεχθέντα, τόσο για την «παράλειψη» του αυτοκράτορα στο ζήτημα της μη προσκλήσεως του Πάπα Ρώμης στην Πενθέκτη, όσο και για το γενικότερο θέμα του απαραιτήτου ή μη της προσκλήσεως ειδικώς εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων του Ρώμης σε μία σύνοδο της Πρώτης Περιόδου της Εκκλησίας.

Συγκεκριμένως γράφει: «Είναι βέβαιο ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας κατά τη σύγκληση της συνόδου δεν απέστειλε την καθιερωμένη πρόσκληση (Sacra) προς τον παπικό θρόνο έστω για την κανονική εκπροσώπηση του πάπα, αλλ' είναι επίσης βέβαιο ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο παπικός θρόνος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στη Δύση από την επέκταση της αυθεντίας του αρχιεπισκόπου Ραβέννης σε όλες τις επαρχίες του βυζαντινού εξαρχάτου και της Δύσεως γενικώτερα. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας, με υπόδειξη προφανώς του αρχιεπισκόπου Ραβέννης ή και του στρατηγού του εξαρχάτου, έκρινε επαρκή την πρόσκληση της Δύσεως στη σύνοδο, έστω και χωρίς εκπροσώπους του πάπα. Η αναντίρρητη πρόσκληση (η υπογράμμιση δική μας) του αρχιεπισκόπου Ραβέννης και άλλων Επισκόπων της δικαιοδοσίας του παπικού θρόνου υποδηλώνουν βεβαίως μία αντιπαπική αυθαιρεσία τον βυζαντινού αυτοκράτορα, η οποία θεμελιωνόταν σε μία παραδεκτή τότε παραλληλότητα της αυθεντίας τον πάπα Ρώμης ως πατριάρχη της Δύσεως και της Ρωμαϊκής συνόδου ως εκπροσώπου του φρονήματος της Εκκλησίας της Δύσεως». Και συνεχίζει:

«Η διάκριση και η παραλληλότητα της παπικής και της συνοδικής αυθεντίας για την Εκκλησία της Δύσεως είχαν γίνει αποδεκτές ήδη στην Στ' Οικουμενική σύνοδο (Βλέπε Ιωάννης Φειδά, εκκλησιαστική Ιστορία, Α', 754 και εξής), ενώ σε περίπτωση αντιθέσεώς τους η Ε' Οικουμενική σύνοδος είχε ήδη δεχθή την υπεροχή του φρονήματος του θρόνου, ήτοι της όλης παπικής δικαιοδοσίας, έναντι του προσωπικού φρονήματος του πάπα (Βλέπε Ιωάννης Φειδά, εκκλησιαστική Ιστορία, Α', 717-718). Άλλωστε, η πρόσφατη καταδίκη του πάπα Ονωρίου από την Στ' Οικουμενική σύνοδο για έκπτωση στην αίρεση του Μονοθελητισμού επιβεβαιώνει ότι κατά την περίοδο αυτή ο πάπας αντιμετωπιζόταν ως ένας από τους πέντε πατριάρχες και υπέκειτο στην αυθεντία της συνόδου των Επισκόπων της Δύσεως. Συνεπώς, ο ανταγωνισμός μεταξύ του αρχιεπισκόπου Ραβέννης και του παπικού θρόνου είχε περιορίσει de facto την ακτινοβολία του παπικού θρόνου στη Δύση, με την ευνόητη υποστήριξη του βυζαντινού αυτοκράτορα και του εξάρχου του στην Ιταλία προς τον αρχιεπίσκοπο Ραβέννης και τη σύνοδο της Δύσεως»[20].

 

Δ. Αναγνώριση και αποδοχή της Πενθέκτης από Πάπες Ρώμης

Αλλά πέρα απ' αυτές τις χαρακτηριστικές μαρτυρίες περί της εκπροσωπήσεως και της Δυτικής Εκκλησίας στην εν Τρούλλω Σύνοδο έχουμε και άλλες μαρτυρίες περί της αποδοχής, αμέσως ή εμμέσως, των αποφάσεων της Πενθέκτης Συνόδου εκ μέρους της Ρώμης. Και το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν λάβουμε υπ' όψη μία σπουδαιότατη βασική μαρτυρία - παρατήρηση, η οποία αποκτά βαρύτητα προς πολλές κατευθύνσεις. Η μαρτυρία αυτή προέρχεται από τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος παρατηρεί σχετικώς: «Εν όλαις γαρ ταις επτά Οικουμενικαίς συνόδοις, ουδείς Πάπας ήτο παρών αυτοπροσώπως, εν δε τη Β' ή και Ε΄ Οικουμενική, ούτε αυτοπροσώπως, ούτε δια τοποτηρητών ήσαν παρόντες ο Δάμασος, και Βιγίλιος οι Πάπαι, αλλ' αι οικουμενικαί αύται πάλιν έμειναν Οικουμενικαί, διότι οι αυτοί Πάπαι συνεφώνησαν εις τα παρ' εκείνων ορισθέντα, και δια γραμμάτων αυτών, και υπογραφών αυτάς απεδέξαντο»[21].

Κατ' αρχάς, και κατά χρονολογική σειρα έστω εμμέσως, έχουμε αποδοχή των Ι. Κανόνων της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου από τον πάπα Ρώμης Αδριανό. Συγκεκριμένως, ο πάπας Αδριανός ο Α' (772-795) την έκφραση - ομολογία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου, στην οποία διακήρυσσε «Ότι τα υπό της αυτής Αγίας έκτης συνόδου δέχομαι μετά πάντων των ενθέσμως και θειωδώς εκφωνηθέντων παρ' αυτής κανόνων, εν οις εμφέρεται εν τισι των σεπτών εικόνων γραφαίς… » την χαρακτηρίζει «θαύμα αινέσεως και περιπτύξεως άξιον»[22]. Βλέπουμε δηλαδή ότι ο πάπας Αδριανός την ομολογία όχι μόνο τη θαυμάζει, άλλα και τη θεωρεί αξία εναγκαλισμού και αποδοχής.

Τα αυτά ισχύουν και εάν δεχθούμε ότι αυθεντική γραφή είναι η άλλη σχετική έκφραση - ομολογία που υπάρχει στο περιθώριο του κειμένου: «Τας αυτάς Αγίας έξ συνόδους δέχομαι, μετά πάντων των κανόνων, των ενθέσμως και θειωδώς εκφωνηθέντων παρ' αυτών… »[23].

Προχωρούμε[24] όμως και σε ένα άλλο είδος αποδοχής των αποφάσεων - κανόνων της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου εκ μέρους της Δυτικής Εκκλησίας.

Έτσι, ο ίδιος ο κ. Β. Γ. (α, σελ. 217) μας πληροφορεί: «Κατά την τελευταία (Ζ') Οικουμενική Σύνοδο της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας οι κανόνες της λεγομένης Πενθέκτης είναι εν αγίω Πνεύματι έργο της έκτης Οικουμενικής». Και προσθέτει: «την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο αποδέχθηκε και η Δύση». Το γεγονός όμως αυτό είναι μία έμμεση αποδοχή και της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου. Αφού η Δύση αποδέχθηκε την Ζ' αποδέχθηκε και τις αποφάσεις της. Τούτο σημαίνει ότι αποδέχθηκε και τα περί των κανόνων της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου λεγόμενα.

Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το εξής γεγονός, όπως μας πληροφορεί επίσης ο Β. Γ. (α, σελ. 217): «Από τα Πρακτικά της (της Ζ' Οικουμ. Συνόδου) δεν προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι του πάπα διατύπωσαν επιφυλάξεις σχετικά με τη λεγομένη έκτη Σύνοδο, η οποία εξέδωσε τους 102 κανόνες».

Την εντύπωση - ενίσχυση μάλιστα αυτή δεν μειώνει ούτε το γεγονός, ότι: «Η συζήτηση για την Πενθέκτη έγινε παρεμπιπτόντως και εξαιτίας του πβ' κανόνα, ο οποίος ήταν ιδιαίτερης σημασίας, αφού αποτελούσε σαφεστάτη συνοδική μαρτυρία υπέρ των εικόνων» (Β. Γ., α, σελ. 217). Προφανώς οι εκπρόσωποι της Δύσεως όπως και οι άλλοι πατέρες της Ζ' Οικουμ. Συνόδου δέχθηκαν τις αποφάσεις της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου και δεν διατύπωσαν επιφυλάξεις, γιατί αναγνώριζαν αυτήν ως Οικουμ. Σύνοδο, και γιατί ήθελαν να θεμελιώσουν τη διδασκαλία τους σε μία συνοδική μαρτυρία με ιδιάζουσα, με μοναδική, αυθεντία. Και αυτό δεν θα γινόταν, αν δεν την αναγνώριζαν ως Οικουμενική. Τούτο νομίζουμε ότι δέχεται και ο Β. Γ. (α, σελ. 218), όταν λέει: «Για τη μοναδικότητα της σημασίας του κανόνα αυτού και όχι για κάποιον άλλο λόγο οι Εικονόφιλοι επέμεναν ότι είναι έργο της Έκτης Συνόδου». Η μοναδικότητα της σημασίας του κανόνα φυσικά έχει σχέση και με το κύρος, με την αυθεντία, του κανόνα, τα οποία προέρχονται και από το κύρος και την αυθεντία και την αποδοχή του οργάνου, που θέσπισε τον κανόνα.

Ειδικότερα επί του θέματος αυτού, της αποδοχής δηλαδή της Πενθέκτης εκ μέρους της Ρώμης κατά την Ζ' Οικουμ. Σύνοδο, μπορούμε να σημειώσουμε και τα εξής μαζί με τον Β. Γ. (α, σελ. 218, υποσημ. 68): «Οι εκπρόσωποι του πάπα Αδριανού στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο Πρεσβύτεροι Πέτρος και Πέτρος, αναφερόμενοι στην επιστολή του Ταρασίου Προς Αδριανόν και στην απαντητική επιστολή του Αδριανού, είπαν: «πειθόμεθα, ότι κατά την ορθώς ομολογηθείσαν πίστιν παρά Ταρασίου του αγιωτάτου και μακαριωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και ο καθ' ημάς Αποστολικός πάπας Αδριανός δεξάμενος, και πάσα η κατ' αυτόν αγία σύνοδος εστοίχησε (η υπογράμμιση δική μας), και των υπ' αυτού (= του Ταρασίου) ομολογηθέντων την κοινωνίαν ησπάσατο. Και ευλογητός ο Θεός, ότι και οι της ανατολής αγιώτατοι Αρχιερείς σύμφωνοι εν τη Ορθοδόξω πίστει και τη προσκυνήσει των σεπτών εικόνων τοις αγιωτάτοις Αδριανό) πάπα Ρώμης και Ταρασίω πατριάρχη τής νέας Ρώμης, ευρέθησαν (Mansi 12,1146D)». Επ' αυτών ο ίδιος ο Β. Γ. (α, σελ. 218, υποσημ. 68) παρατηρεί: «Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο Αδριανός, όταν έλαβε την επιστολή του Ταρασίου και την πρόσκληση των βασιλέων Κωνσταντίνου και Ειρήνης για τη συμμετοχή του στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, συγκάλεσε σε σύνοδο τους Αρχιερείς της Εκκλησίας του. Η επιστολή, επομένως, Προς Ταράσιον, το πιθανότερο, είναι Συνοδική επιστολή. Στη σύνοδο εκείνη πρέπει να αναγνώσθηκε η επιστολή του Ταρασίου. Ενδεχομένως έγινε λόγος και για τον πβ' κανόνα και τη σύνοδο που τον εξέδωσε».

Επομένως έχουμε μία γενικότερη αποδοχή ή ευρύτερη αναγνώριση της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου εκ μέρους και πολλών άλλων Επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και μάλιστα εν συνόδω.

Πέρα όμως από όλα αυτά, και αν τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβαινε ή δεν ίσχυε, εμείς από κανονικής σκοπιάς θα είχαμε να προσθέσουμε και τα εξής:

Ακόμη δηλονότι και αν υποθέσουμε ότι ούτε εμμέσως ή παρεμπιπτόντως δεν αναγνωρίστηκε η Πενθέκτη από τη Ρώμη, όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό δεν έγινε σιωπηρώς, εφ' όσον δεν αναθεματίστηκε εκ των υστέρων από την Εκκλησία (π.χ. Από την Ζ' Οικουμ. Σύνοδο), όπως έγινε με τις περιπτώσεις άλλων συνόδων, π. χ. της Ιερείας (754 μ. Χ. ). Διαφωτιστικά επί του προκειμένου είναι αυτά που ελέχθησαν στην Ζ' Οικουμ. Σύνοδο σχετικά με τη σύνοδο της ιερείας. Συγκεκριμένως έλέχθη: «Πώς ο αύ μεγάλη και οικουμενική (=η σύνοδος της Ιερείας, η οποία μάλιστα είχε αυτοχαρακτηριστεί ως Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος), ην ούτε εδέξαντο, ούτε συνεφώνησαν οι των λοιπών Εκκλησιών πρόεδροι, αλλ' αναθέματι ταυτήν παρέπεμψαν; Ουκ έσχε συνεργόν τον τηνικαύτα της Ρωμαίων πάπαν, ή τους περί αυτόν Ιερείς, ούτε δια τοποτηρητών αυτού, ούτε δι' εγκυκλίου επιστολής, καθώς νόμος εστί ταις συνόδοις. Αλλ' ούτε συμφρονούντας αυτή τους πατριάρχας της Έω, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και της Αγίας Πόλεως, ή τους συν αυτοίς μύστας και αρχιερείς… Διότι τοπικώς, ως εν παραβύστω τα αυτών ελαλήθη, και ουκ επάνω του της Ορθοδοξίας όρους. Ουδέ εις πάσαν την γην Αποστολικώς εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, ή εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών, ώσπερ των εξ Αγίων οικουμενικών συνόδων»[25].

Και το σπουδαίο είναι ότι αυτά, η ανωτέρω δηλαδή «Ανασκευή τον όρου της Ιερείας», όπως γράφει και ο Β. Γ. (α, σελ. 220), «αναγνώσθηκε στην έκτη συνεδρία της Ζ' οικουμενικής Συνόδου», στην ίδια δηλαδή Σύνοδο, στην οποία δεν τέθηκε θέμα για την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο και τις συνθήκες συγκροτήσεώς της.

Παραλληλίζοντας, λοιπόν, τις δύο περιπτώσεις, βλέπουμε ότι ούτε αμφισβητήθηκε ούτε αναθεματίστηκε ούτε χαρακτηρίστηκε τελικά ως ληστρική η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος όπως της Ιέρειας. Αντιθέτως οι αποφάσεις αυτής έτυχαν διαφορετικής αντιμετωπίσεως, υιοθετήθηκαν και αποτέλεσαν θεμέλιο άλλων συνοδικών συζητήσεων και αποφάσεων.

Περαιτέρω, ακόμη και το γεγονός «ότι η Έβδομη δεν ασχολήθηκε ειδικά με τη β' εν Τρούλλω σύνοδο, όπως έκαμαν η Τετάρτη προκειμένου για τη Σύνοδο του 381 (την Β΄), την οποία και αναγνώρισε ως Οικουμενική, και η Σύνοδος του 879 για την Έβδομη οικουμενική, αλλά παρεμπιπτόντως αναφέρθηκε στη Σύνοδο που εξέδωσε τον πβ' κανόνα, την οποία και εξέλαβε ως την έκτη οικουμενική», όπως δέχεται και ο Β. Γ. (α, σελ. 229), αποδεικνύει ότι η Πενθέκτη (η «β' εν Τρούλλω») έγινε αποδεκτή ως Οικουμενική και από την Ζ' Οικουμ. Σύνοδο και μάλιστα χωρίς αντιπαραθέσεις και διαπραγματεύσεις.

Το γεγονός δηλαδή ότι η Ζ' Οικουμ. Σύνοδος: α) δεν ασχολήθηκε ειδικά με την Πενθέκτη, β) αλλά μόνο «παρεμπιπτόντως» αναφέρθηκε σ' αυτήν, και γ) συγχρόνως την εξέλαβε (=θεώρησε) ως έκτη οικουμενική, μπορεί κάλλιστα από κανονικής σκοπιάς να σημαίνει ότι μάλλον δεν υπήρχε πρόβλημα ως προς την αναγνώριση της Πενθέκτης ως οικουμενικής, παρά ότι υπήρχε.

Η θέση της εν Τρούλλω Πενθέκτης συνόδου μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων ενισχύεται περαιτέρω και δια των εξής, τα οποία παραθέτει και ο Β. Γ. (β, σελ. 685), αν και υποθέτουμε ότι δεν τα έχει αξιολογήσει και αξιοποιήσει δεόντως. Γράφει λοιπόν: «Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν γενικώς, θα μπορούσαμε να πούμε, ίσχυε η θέση της Ζ' Οικουμενικής, όσον αφορά βέβαια την Ανατολή. Ο Θεόδωρος Βαλσαμών υπήρξε ο πρώτος, από όσα γνωρίζουμε, ο οποίος ονόμασε τη β' εν Τρούλλω σύνοδο Πενθέκτη … την οικουμενικότητα της β' εν Τρούλλω συνόδου και την ονομασία της Πενθέκτη υιοθετούν τόσο οι αρχαιότεροι όσο και οι νεώτεροι Ορθόδοξοι θεολόγοι… την άποψή τους αυτή στηρίζουν σε τυπικούς κυρίως λόγους, χωρίς όμως και να εξετάζουν αν βρίσκεται σε συμφωνία με το πνεύμα συνοδικότητας της αρχαίας Εκκλησίας και αν στην Πενθέκτη συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η Ζ' Οικουμενική σύνοδος, προκειμένου να είναι μία σύνοδος οικουμενική (Mansi, 13,208 E)».

Μήπως όμως συμβαίνει το αντίθετο; Μήπως ο Β. Γ. Δεν εξετάζει ούτε αξιολογεί επαρκώς το γεγονός ότι ακριβώς η Ζ' Οικουμ. Σύνοδος, η οποία κατ' αυτόν θέτει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου να είναι μία σύνοδος οικουμενική, αυτή η ίδια αναγνώρισε την Πενθέκτη ως Οικουμενική; Άρα αποκλείεται να το έπραξε η Ζ' Οικουμ. Σύνοδος, προκειμένου να τοποθετηθεί απέναντι της Πενθέκτης; Μήπως δηλαδή εξέτασε τις προϋποθέσεις αυτή η ίδια; Εν πάση περιπτώσει, γιατί να μην ακολουθήσουμε με εμπιστοσύνη την Ζ' Οικουμ. Σύνοδο, αφού είναι οικουμενική και άρα αλάθητη στις αποφάσεις της;

Παρενθετική Σημείωση: Ο κ. Β. Γ. Προφανώς με τον «καθορισμό» των προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν για να θεωρηθεί μία σύνοδος Οικουμενική, εννοεί το ότι οι Πατέρες της Ζ' Οικουμ. Συνόδου, προκειμένου να απορρίψουν τη σύνοδο της Ιερείας, έθεσαν, μάλιστα ερωτηματικώς, τα εξής ορισμένα κριτήρια: «Πώς δ' αύ μεγάλη και οικουμενική (= η εικονομαχική σύνοδος Ιερείας) ην ούτε εδέξαντο, ούτε συνεφώνησαν οι των λοιπών Εκκλησιών πρόεδροι (= οι πέντε πατριάρχες), αλλ' αναθέματι ταύτην παρέπεμψαν; Ουκ έσχε συνεργόν τον τηνικαύτα των Ρωμαίων πάπαν ή τους περί αυτόν ιερείς (= Ρωμαϊκή σύνοδος), ούτε δια τοποτηρητών αυτού, ούτε δι' εγκυκλίου επιστολής, καθώς νόμος εστί ταις συνόδοις- αλλ' ούτε συμφρονούντας αυτή τους πατριάρχας της Έω, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και της Αγίας Πόλεως, ή τους συν αυτοίς μύστας και Αρχιερείς… » (Mansi 13, 208-209).

Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτές οι προϋποθέσεις προβλήθηκαν και διατυπώθηκαν στην Ζ' Οικουμ. Σύνοδο για την αξιολόγηση και κρίση της Συνόδου της Ιέρειας και ότι δεν καθορίστηκαν από αυτήν γενικώς για το χαρακτηρισμό οποιασδήποτε Οικουμενικής Συνόδου του παρελθόντος ή του μέλλοντος.

Τη θέση αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι «ο παπικός θρόνος κατά την πρώτη περίοδο της αμφισβητήσεως του οικουμενικού κύρους των κανονικών αποφάσεων της συνόδου του Τρούλλου δεν επικαλέσθηκε τις κανονικές αυθαιρεσίες ή παραλείψεις του βυζαντινού αυτοκράτορα κατά τη σύγκληση της συνόδου αυτής»[26].

Επίσης, την ανωτέρω θέση ενισχύει και το γεγονός ότι «η αναγκαιότητα της προσκλήσεως και της εκπροσωπήσεως του παπικού θρόνου σε αποιαδήποτε κανονική σύγκληση Οικουμενικής συνόδου κωδικοποιήθηκε στην Ζ΄ Οικουμενική σύνοδο με τη χαρακτηριστική εκκλησιαστική αξίωση της συμμετοχής τουλάχιστον των θρόνων Ρώμης και Κ/πόλεως και της συμφωνίας των άλλων πατριαρχικών θρόνων»[27]. Υπογραμμίζουμε το ότι «κωδικοποιήθηκε» μόλις στην Ζ' Οικουμ. Σύνοδο και όχι προηγουμένως. Επίσης «κωδικοποιήθηκε», αλλά και πάλι δεν θεσπίστηκε, δεν νομοθετήθηκε. Η «κωδικοποίηση», λοιπόν, αυτή δεν ήταν ούτε κατέστη ένας κανόνας, απόλυτος και απαράβατος για όλες τις περιπτώσεις. Και επομένως ίσχυαν και ισχύουν όσα διαπιστώσαμε και αιτιολογήσαμε σε προηγούμενη παράγραφο περί καθορισμού και θεσπίσεως κανόνων για τη σύγκληση, συγκρότηση, λειτουργία και αναγνώριση οικουμενικής Συνόδου[28].

 

Ε. Οι εργασίες και το έργο της Πενθέκτης

Μετά από όλα αυτά θα μπορούσαμε ανέτως κι εμείς οι νεώτεροι θεολόγοι να δεχθούμε την εν Τρούλλω Σύνοδο ως συνέχεια της έκτης Οικουμ. Συνόδου. Ακόμη θα μπορούσαμε ευχερώς κι εμείς να δεχθούμε ότι ήλθε να αναπληρώσει και να συμπληρώσει το έργο της Πέμπτης ή έκτης Οικουμ. Συνόδου, ή ακόμη, να εκπληρώσει επιθυμία των Πατέρων της έκτης και να ολοκληρώσει το έργο της. Άρα κατ' ουσίαν μπορούμε και πάλι να δεχθούμε αυτήν ως συνέχεια της έκτης Οικουμ. Συνόδου.

Το ότι η Πενθέκτη (691) συνήλθε μετά δέκα έτη από την έκτη (681), σημασία από κανονική και πάλι σκοπιά μιλάμε δεν έχει, όπως είδαμε και πιο μπροστά για άλλες συνόδους (π.χ. της εν Τριδέντω). Γιατί δηλαδή αν συνερχόταν μετά από ένα έτος, θα μπορούσαμε να την δεχθούμε ως συνέχεια της έκτης, και επειδή συνήλθε μετά δέκα έτη δεν μπορούμε να την δεχθούμε;

Έτσι αντιλαμβανόμαστε πόσο δίκαιο είχαν οι παλαιότεροι εκκλησιαστικοί άνδρες και συγκεκριμένως ο Πατριάρχης Νικηφόρος Α' (806-829), όταν έλεγε: «Ει δε λέγουσι τινές κενοφωνούντες, ότι μετά χρόνους τινάς της έκτης συνόδου γέγονεν η τών κανόνων τούτων εκφώνησις, ουδείς περί τούτο της Εκκλησίας λόγος διαπίπτει ουδέ γαρ ο εν τω μεταξύ χρόνος κωλύει αυτούς καλείσθαι κανόνας της έκτης συνόδου… » (Pg 100, 848Α). Άλλωστε, όπως βλέπουμε και ο Β. Γ. (β, σελ. 684), επειδή δέχεται ότι «Η Ζ' Οικουμενική σύνοδος πράγματι υιοθέτησε την άποψη του Ταρασίου και απέδωσε τους κανόνες της Πενθέκτης στην Στ' Οικουμενική σύνοδο», γι' αυτό αναγκάζεται και ο ίδιος εν συνεχεία να σημειώσει τα εξής: «Σύμφωνα με την άποψη αυτή η Πενθέκτη αποτελούσε απλούστατα δεύτερη συνοδική περίοδο της Στ' Οικουμενικής συνόδου».

Σχετικά με την άποψη αυτή της συνεχείας της έκτης συνόδου και με το έργο της Πενθέκτης, θα μπορούσαμε επιπροσθέτως να διατυπώσουμε, εφ' όσον μάλιστα έχουμε και ορισμένες σαφείς ενδείξεις, και την εξής υπόθεση:

Εάν δεχθούμε ότι οι Πατέρες της Στ' Οικουμ. Συνόδου εξέφρασαν την ευχή για μία περισυλλογή, εκκαθάριση κ.τ.λ. των πράγματι θείων και ιερών κανόνων, και η Πενθέκτη, η συνέχεια της Έκτης, να πραγματοποίησε τούτο, προφανώς αφού σε πολλά σημεία προηγήθηκε η προεργασία μιας ή περισσοτέρων επιτροπών διορισμένων ίσως και από την Στ' Οικουμ. Σύνοδο. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από μία σειρά ορισμένων γνωστών ή άγνωστων γεγονότων ή απόψεων:

1) Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, και συγκεκριμένως στον στ' κανόνα της, αποδίδει τον η' κανόνα της Πενθέκτης στην έκτη», όπως δέχεται και ο Β. Γ. (α, σελ. 217, υποσημ. 67).

2) Επίσης η ίδια η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος στον β' κανόνα της μας γνωστοποιεί για τις των «Αποστόλων δια Κλήμεντος Διατάξεις», ότι «την των τοιούτων Διατάξεων προσφόρως αποβολήν πεποιήμεθα». Δεν λέει «ποιούμεθα» (ενεστώς), αλλά «πεποιήμεθα» (παρακείμενος = έχουμε κάμει). Άρα πιθανώς είχε προηγηθεί κάποιος έλεγχος, διαλογή και επιλογή, από κάποια επιτροπή, των θείων και ιερών κανόνων.

3) Και ο κ. Β. Γ. (β, σελ. 680 [ή 4]) δέχεται ότι «Το πιο πιθανόν είναι τους κανόνες να είχε ετοιμάσει ειδική επιτροπή ή επιτροπές και η σύνοδος (Πενθέκτη) σε μία ή δύο συνεδρίες να τους επικύρωσε και να τους υπέγραψε». Μόνο που ο κ. Β. Γ. Δεν καθορίζει ποιος ανέθεσε στις επιτροπές αυτές το έργο αυτό της προετοιμασίας.

Ίσως ακόμη περαιτέρω θα μπορούσε κάποιος να διατυπώσει την υπόθεση ότι η ανάγκη και η Ιδέα για το «ξεκαθάρισμα» και την επικύρωση των διαφόρων I. Κανόνων είχε εκφραστεί ήδη από την Πέμπτη Οικουμ. Σύνοδο και γι' αυτό ούτε η Πέμπτη εξέδωσε κανόνες, αλλά ανέβαλε το θέμα αυτό. Γι' αυτή την υπόθεση μας δίνει αφορμή και αυτή η ονομασία Πενθέκτη, η οποία και κατά  την κατωτέρω σημαντική μαρτυρία-γνώμη οφείλεται στην εξής αιτία: «Λέγεται δε η τοιαύτη πενθέκτη, επείπερ την πέμπτην και την έκτην, τας Αγίας συνόδους, επεκύρωσε και το ενδέον αυταίς όσον εις κανόνων έκθεσιν ανεπλήρωσεν»[29].

Ίσως, λοιπόν, η πρόταση «το ενδέον αυταίς… ανεπλήρωσεν» να υποκρύπτει και την έκφραση μιας τέτοιας επιθυμίας ή αναγκαιότητας εκ μέρους (των) Πατέρων της Ε', όπως και της Στ' Οικουμ. Συνόδου.

Τέλος, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτή η ανάγκη για μία επίσημη εκκαθάριση και συγκέντρωση των Ι. Κανόνων έγινε αισθητή ήδη και από την εποχή της Α΄ Οικουμ. Συνόδου. Πράγματι η σύνοδος αυτή φαίνεται ότι εκπλήρωσε κάποιο διάχυτο αίτημα των Χριστιανών για τη δημιουργία κάποιας συλλογής. Γι' αυτό διακήρυξε στον α' κανόνα της: «Τους παρά των Αγίων Πατέρων καθ' εκάστην σύνοδον άχρι του νυν εκτεθέντας κανόνας κρατείν εδικαιώσαμεν». «Εκράτυνε», έδωσε κράτος ισχύ, γενικώς σε κανόνες προγενέστερων συνόδων, χωρίς όμως να έχει προβεί προηγουμένως στην απαραίτητη εκκαθάριση ή διόρθωση τουλάχιστον μερικών εξ αυτών, ώστε να μπορεί να τους δώσει και το απαραίτητο οικουμενικό-καθολικό κύρος και την αυθεντία.

Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, περιορίζεται να διακηρύξει, ότι τους «κρατύνει», τους δίνει ισχύ, δύναμη, αλλά όχι αυθεντία και κύρος, πράγμα το οποίο πράττουν η Πενθέκτη και η Ζ' Οικουμ. Σύνοδος, εφ' όσον βεβαίως είχε πραγματοποιηθεί εν τω μεταξύ η εκκαθάριση και ο καθορισμός των θείων και ιερών κανόνων. Γι' αυτό και η μεν Πενθέκτη στον β' κανόνα της ορίζει «μένειν βεβαίους και ασφαλείς» («επισφραγίζει») και απαγορεύει το «παραχαράττειν» τους οριζόμενους από αυτήν κανόνες, η δε Ζ' Οικουμ. Σύνοδος τους χαρακτηρίζει «θείους» και «ασπασίως τους ενστερνίζεται» (α' κανόνας).

Ας αφήσουμε όμως τα περί των άλλων συνόδων και ας έλθουμε στο θέμα μας, στο έργο της Πενθέκτης. Ότι η ανωτέρω διαδικασία και ερμηνεία των εργασιών των Πέμπτης, Έκτης, Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδων, την οποία προτείνουμε, είναι λίαν πιθανή, φαίνεται και από το γεγονός, το οποίο αναφέρει και ο Β. Γ. (α, σελ. 225) και σύμφωνα με το οποίο: «Η Σύνοδος … Του 787 (η Ζ'), ενώ θα ανέμενε κανείς να αριθμήσει ως Έβδομη τη β' εν Τρούλλω) (του 691) και η ίδια να αυτοχαρακτηρισθεί ως Όγδοη, δέχθηκε ότι η ίδια είναι η Έβδομη, με αποτέλεσμα να συναριθμήσει τις Συνόδους α' και β' εν Τρούλλω ως την έκτη Οικουμενική», δηλαδή ως μία Σύνοδο ή μάλλον ως ενιαία».

Για την Ζ' Οικουμ. Σύνοδο, λοιπόν, η Πενθέκτη «αποτελούσε στην πραγματικότητα δεύτερη συνοδική περίοδο της έκτης οικουμενικής» Συνόδου, όπως γράφει και ο Β. Γ. (α, σελ. 229). Και εμείς προσθέτουμε, διερωτώμεθα και ρωτάμε: Ποιος λόγος, λοιπόν, εμποδίζει το να μη δεχθούμε και εμείς αυτήν την άποψη της Ζ' Οικουμ. Συνόδου; την άποψη αντιθέτως αυτή ενισχύει και το εξής εορταστικό-λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας μας, όπως ορθώς σημειώνει πάλι ο Β. Γ. (α, σελ. 222, υποσημ. 78): «Στο Ορθόδοξο Εορτολόγιο υπάρχουν δύο εορτάσιμες ημέρες προς τιμή της Στ' οικουμενικής Συνόδου και των Πατέρων αυτής. Ειδικότερα: α) στις 23 Ιανουαρίου εορτάζεται η μνήμη της Αγίας και οικουμενικής έκτης συνόδου, της καθελούσης τους λέγοντας έν θέλημα έχειν τον Χριστόν και μετά σάρκωσιν εγένετο δε αυτή επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου, του πατρός Ιουστινιανού του ρινοτμήτου εν Κωνσταντινουπόλει και β) στις 14 Σεπτεμβρίου (η εορτή τελείται την πρώτη Κυριακή μετά την ύψωσιν) εορτάζεται η μνήμη των Αγίων Πατέρων, των συνελθόντων εν τη Αγία και οικουμενική Έκτη συνόδω…., ήτις επί Κωνσταντίνου συνηθροίσθη, η δε των κανόνων έκδοσις επί Ιουστινιανού του Υιού (αυτού) γέγονε».

 

Στ. Κανονικές αρχές και μερικές προσωπικές εκδοχές

Μετά τα ανωτέρω ας μας επιτραπεί να δώσουμε το λόγο και σε ειδικότερες επί μέρους παρατηρήσεις επί ορισμένων θέσεων- σημείων του α' βιβλίου του κ. Συναδέλφου: θα θέλαμε κατ' αρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οφείλουμε να θέτουμε ή (και) να ακολουθούμε κάποιες αρχές κατά την έρευνα και διαπραγμάτευση ενός θέματος, οι οποίες θα είναι σχετικές με το αντικείμενό μας ή ακόμη με την ειδικότητα και τη σκοπιά, στην οποία εντάσσουμε ή από την οποία εξετάζουμε το θέμα μας. Όταν δεν υπάρχουν ορισμένες αρχές σχετικές με την ειδικότητα από την οποία εκκινούμε ή βάσει των οποίων ερευνούμε ένα θέμα, δεν είναι δύσκολο να περιπίπτουμε σε αντιθέσεις και ανακολουθίες. Έτσι:

α) Στη μελέτη α, σελ. 193-194, ο Β. Γ. Σημειώνει: «Ας μη λησμονούμε ότι η ίδια η Πενθέκτη εξίσωσε ως προς το κύρος και την αυθεντία αυτών τους κανόνες των Τοπικών συνόδων και τους κανόνες των Πατέρων με αυτούς των Οικουμενικών Συνόδων… ».

Εμείς για μεγαλύτερη ακριβολογία από κανονικής πλευράς θα λέγαμε: 

1) κύρος και αυθεντία είναι το ίδιο. Μόνο κύρος και ισχύς είναι διαφορετικά[30].

2) Η Πενθέκτη δεν εξίσωσε αυτούς καθ' εαυτούς όλους τους κανόνες, Οικουμενικών και τοπικών συνόδων, αδιαφόρως. Μόνον από τη στιγμή που τους υιοθέτησε (όσους υιοθέτησε), από εκείνη τη στιγμή απέκτησαν το ίδιο κύρος με τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και οι επικυρωθέντες κανόνες τοπικών συνόδων και Πατέρων της Εκκλησίας[31].

3) Αλλά το αδυσώπητο ερώτημα που προβάλλει είναι: Πώς και με ποιο δικαίωμα ή με ποια αυθεντία «η Πενθέκτη εξίσωσε ως προς το κύρος … Τους κανόνες των τοπικών συνόδων … με αυτούς των Οικουμενικών», αν δεχθούμε ότι η ίδια δεν ήτο Οικουμενική, όπως θέλει ο κ. Β. Γ. ;

β) Επίσης πιο κάτω επαναλαμβάνει (Β. Γ., α, σελ. 237): «Από τον τρόπο που καταχωρίζει τους συνοδικούς κανόνες, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι η Πενθέκτη (: α/ ) … Δεν διαφοροποιούσε, ως προς το κύρος τους και την αυθεντία, τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων από αυτούς των Τοπικών».

Είπαμε και προηγουμένως και επαναλαμβάνουμε κι εδώ με άλλα λόγια: Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Πενθέκτη δεν διαφοροποιούσε ως προς το κύρος τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων από αυτούς των Τοπικών, αλλά ότι εμείς δεν μπορούμε μεταξύ τους να τους διαφοροποιήσουμε από τη στιγμή που και οι κανόνες των τοπικών συνόδων υιοθετούνται από μία Οικουμενική σύνοδο και περιβάλλονται με το κύρος της. 

γ) Ο Β. Γ., α, σελ. 195 παρατηρεί: «Το αποτέλεσμα αυτής της βεβαιότητάς του (του Ταρασίου, περί των εικόνων) ήταν να παρασύρει τόσο την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο όσο και τον πάπα Αδριανό σε εσφαλμένες εκτιμήσεις». Εδώ θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με απορία: Εν τοιαύτη περιπτώσει τι είδους οικουμενική ήταν η Ζ' Οικουμ. Σύνοδος και τι είδους αλάθητο είχε και αυτή και ο Πάπας (κατά τους Ρωμαιοκαθολικούς), όταν ένας άνθρωπος (έστω Οικουμενικός Πατριάρχης) μπόρεσε να παρασύρει και ολόκληρη Οικουμ. Σύνοδο και έναν Πάπα σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, τ. έ. σε λάθη;

δ) Ανάλογα ερωτήματα δημιουργούνται και για ορισμένες από τις κατωτέρω εκτιμήσεις του κ. Β. Γ., οι οποίες μάλλον διακατέχονται από κάποιο υποκειμενισμό. Έτσι ο Β. Γ., σελ. 219 γράφει: «Καμιά περίπτωση δεν υπήρχε, κατά τη γνώμη μας, να δεχόταν η Ρώμη τον λστ' κανόνα της Πενθέκτης[32], ακόμη και αν είχαν μετάσχει σ' αυτή εξουσιοδοτημένοι λεγάτοι ή αποκρισάριοι του Πάπα και είχαν υπογράψει τις αποφάσεις της… ». Και συνεχίζει: «Η άποψη (διαφόρων συγγραφέων) ότι η Ρώμη αποδέχθηκε στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο τον Οικουμενικό χαρακτήρα της Πενθέκτης και των κανόνων της δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ότι η Ρώμη δεν δέχθηκε ποτέ την Πενθέκτη ως Οικουμενική Σύνοδο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι δεν συμμορφώθηκαν προς τους κανόνες αυτής εκείνους, οι οποίοι καταδίκαζαν ορισμένες δικές της παραδόσεις». Με αφορμή τα ανωτέρω θα θέλαμε να παρατηρήσουμε κι εμείς:

1) Επαληθεύεται το λεχθέν ότι είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικές οι ανωτέρω «γνώμες» «απόψεις», αφού υπάρχει και ασυμφωνία μεταξύ των διαφόρων συγγραφέων (του κ. Β. Γ. και άλλων).

2) Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα, νομίζουμε, είναι από πολύ ασθενή έως εσφαλμένα: Παραδείγματος χάριν ο ισχυρισμός συλλογισμός, ότι η Ρώμη δεν συμμορφώθηκε (τουλάχιστον μέχρι τώρα) προς κανόνες της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου και άρα δεν δέχθηκε ποτέ[33] την Πενθέκτη ως Οικουμενική Σύνοδο, δεν είναι ούτε ισχυρός, ούτε λογικός. Απλούστατα το ότι ένας πιστός ή ένα τμήμα πιστών δεν συμμορφώνεται, δεν ακολουθεί, μία εντολή της Αγ. Γραφής, είτε εξ αδυναμίας, είτε εξ αμελείας, είτε εξ αγνοίας, είτε και εξ αντιθέσεως, δεν σημαίνει, νομίζουμε, ότι δεν δέχεται την Αγ. Γραφή ως θεία και θεόπνευστη, ή πολύ περισσότερο ότι πράγματι δεν είναι θεία και θεόπνευστη.

Έτσι κατ' αναλογίαν πρέπει να τονίσουμε: Το ότι δεν τηρήθηκαν όλοι οι κανόνες μέχρι σήμερα στην πράξη από τη Ρώμη, αυτό για το Κανονικό δίκαιο δεν έχει σημασία. Το ότι ένας κανόνας δεν εφαρμόζεται για ένα χρονικό διάστημα, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει το κύρος και την αυθεντία του ή ότι το όργανο που τον θέσπισε δεν έχει ή χάνει την αυθεντία και το κύρος του. Το ότι ένα διάστημα ή σε ένα τόπο ένας κανόνας δεν εφαρμόζεται κατ' οικονομία ή από αδυναμία ή από διαφωνία και δεν ισχύει, το ότι δηλαδή δεν τίθεται σε εφαρμογή και σε ισχύ, αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να είναι ορθός, να έχει το κύρος του. Ίσως κάποτε και εκεί γίνει δεκτός και «ισχυρός».

ε) Παρομοίως, και η υποσημ. 69 της σελ. 219 (του Β. Γ., α) παρουσιάζει υποκειμενικά, κατά τη γνώμη μας, συμπεράσματα, όταν λέει: «Η Πενθέκτη επικύρωσε και δύο Τοπικές συνόδους της Β. Αφρικής, τη σύνοδο της Καρχηδόνος (255) και τη σύνοδο της Καρθαγένης (419). Και οι δύο αυτές σύνοδοι εμφορούνταν από αντιπαπικό πνεύμα, οι δε αποφάσεις τους ήσαν αντίθετες προς την πράξη της Εκκλησίας της Ρώμης. Από αυτό το γεγονός και μόνο η Πενθέκτη δίνει την εντύπωση αντιπαπικής Συνόδου».

Νομίζουμε ότι εκτός της ενδεχόμενης υποκειμενικότητας η ανωτέρω παρατήρηση εμφανίζει και μία ασάφεια ως προς τη σκοπιμότητα ή και πραγματικότητα της θέσεως. Ο κ. Β. Γ. θέλει πράγματι να κατηγορήσει τις Συνόδους Καρχηδόνος, Καρθαγένης και Πενθέκτης ως αντιπαπικές; Και πού βασίζεται ή και για ποιο λόγο; Και τι νόημα έχει ο χαρακτηρισμός αυτός; Και στο κάτω-κάτω, τι κακό έπραξαν, αν το πνεύμα από το οποίο εμφορούνταν και ο σκοπός τους ήταν να αποκαταστήσουν την αλήθεια και να επιβάλουν το ορθό ως προς ορισμένες παπικές θέσεις; Ή μήπως θέλει να δικαιολογήσει (ή αντιθέτως και να κατηγορήσει τη Ρώμη) για τη μη άμεση αποδοχή της Πενθέκτης Συνόδου;

στ) Επίσης, δεν μπορούμε από τη μια μεριά να λέμε: «Επομένως είχε λόγους ο Αδριανός (Πάπας) να αποδεχθεί τον η β' κανόνα (για την εξεικόνιση του Ι. Χριστού), ως κανόνα της έκτης» (Β. Γ., α, σελ. 218), και από την άλλη να λέμε εν συνεχεία: «Θεωρούμε απίθανο να είχε αποδεχθεί ο Αδριανός την Πενθέκτη και τους 102 κανόνες της, ορισμένοι από τους οποίους καταδίκαζαν επίσημες θέσεις της Εκκλησίας του» (Β. Γ., α, σελ. 218). Αυτά, αν δεν απατώμεθα, δηλώνουν εκτός από την υποκειμενικότητα και μία αντιφατικότητα τόσο του γράφοντος όσο και του Αδριανού.

ζ) Επίσης, αν δεν κάνουμε λάθος, αντιφατικότητα προς τα ανωτέρω υποδηλώνουν και όσα λέγει ο Β. Γ. στο α, σελ. 218-219, υποσημ. 68: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συμφωνία Ταρασίου με τον Αδριανό και τη σύνοδο της Εκκλησίας του αφορούσε στην πίστη του Ταρασίου για τις ιερές εικόνες και όχι για τον πβ' κανόνα και τη σύνοδο που τον εξέδωσε».

η) Και νομίζουμε ότι στη συνέχεια ο κ. Συνάδελφος φθάνει πολύ στα άκρα, όταν λέει: «Αλλά και στην περίπτωση, κατά την οποία ο Αδριανός συνειδητά αποδεχόταν τους κανόνες της Πενθέκτης ως κανόνες της Στ' Οικουμενικής Συνόδου, δεν μας επιτρέπεται να συμπεράνουμε ότι η Εκκλησία της Ρώμης αποδέχθηκε τον οικουμενικό χαρακτήρα των κανόνων της Πενθέκτης και ότι εμμέσως αναγνώρισε και την οικουμενικότητα της συνόδου που τους εξέδωσε». Και τίθεται το ερώτημα: Γιατί φθάνει σ' αυτό το συμπέρασμα;

θ) Επίσης, νομίζουμε ότι ασυνέχεια προς τα προηγούμενα και ανακολουθία παρουσιάζουν και τα εν συνεχεία αμέσως λεγόμενα: «Ποτέ απόφαση πάπα, ή οικουμενικού πατριάρχη, ή όλων μαζί των πατριαρχών ή και συνόδου, ακόμη και αν έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα Οικουμενικής, δεν δεσμεύει την Καθολική Εκκλησία, αν δεν εκφράζει τη συνείδηση του ανά πάσαν την Οικουμένην πληρώματος αυτής».

Αυτό, διερωτάται κανείς, τι σχέση έχει με τα προηγούμενα από τον ίδιο πάλι λεγόμενα; Και γιατί το παραθέτει, αφού αλλού μάλιστα λαμβάνει υπ' όψη του τόσο πολύ την παρουσία ή την εκπροσώπηση ή έστω την εκ των υστέρων αναγνώριση εκ μέρους του Πάπα μιας Συνόδου, για να ονομαστεί Οικουμενική;

ι) Εν πάση περιπτώσει και με αφορμή τα ανωτέρω θα λέγαμε να σημειώσουμε κι εδώ τα εξής: επειδή μετά τη σύγκληση μιας Οικουμενικής Συνόδου ακολουθεί η αποδοχή αυτής από το πλήρωμα της Εκκλησίας και επικυρώνεται, έστω και εμμέσως, η οικουμενικότητά της από μία μεταγενέστερη (Οικουμενική) Σύνοδο, και επειδή η όντως Οικουμενική Σύνοδος είναι αυθεντική και αλάθητη, γι' αυτό εκφράσεις όπως: «Το κύρος και η αυθεντία των κανόνων δεν εξαρτώνται ειδικά από την «εκδούσα αρχή, αλλά από την αποδοχή τους ή μη από την Καθολική Εκκλησία» (Β. Γ., α, σελ. 229) δεν ευσταθούν ή τουλάχιστον δεν ακριβολογούν, αλλά συγχέουν τα πράγματα. Π.χ., αν ένα τμήμα του πληρώματος της Εκκλησίας δυσανασχετεί για ένα κανόνα (π.χ. ηθικής), έπεται ότι ο κανόνας αυτός δεν θα γίνει δεκτός, αν και έχει θεσπιστεί από Οικουμενική Σύνοδο; Τότε … καταλαβαίνουμε «τι έχει να γίνει;»

Γι' αυτό ειδικά για τους κανόνες εντολές της Εκκλησίας μεγάλη βαρύτητα για το κύρος τους και την αυθεντία τους έχει οπωσδήποτε η «εκδούσα αρχή». Άπαξ και μία Σύνοδος, η Σύνοδος, αναγνωριστεί ως Οικουμενική, τότε αυτομάτως και αναγκαίως αναγνωρίζεται και η οικουμενικότητα των Ι. Κανόνων της και η αυθεντικοτητά τους και η ορθότητά τους. Αλλιώς και η εν λόγω σύνοδος δεν θα ήταν αλάθητη, και επομένως, ούτε οικουμενική, ούτε Ορθόδοξη[34]. Ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης έγραφε: «Η αποδοχή Συνόδου τινός ως οικουμενικής συνεπάγεται την αποδοχήν αυτής και ως αλαθήτου»[35].

ια) Περαιτέρω, άλλη μάλλον αθεμελίωτη πρόταση είναι και η εξής: Γράφει ο Β. Γ. (α, σελ. 229, υποσ. 98): «Ας σημειωθεί ότι η Πενθέκτη αρνήθηκε ότι οι (λεγόμενοι) κανόνες των Αγίων Αποστόλων είναι έργο των Αποστόλων».

Επί του προκειμένου θα μας επιτρέψει να θέσουμε το ερώτημα:

1) Από πού συμπεραίνει ο κ. Συνάδελφος ότι «αρνήθηκε» η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος την Αποστολικότητα των Αποστολικών κανόνων; Μήπως από την έκφραση «παραδοθέντας ημίν ονόματι των … Αποστόλων» και από το ότι πολλοί λένε (από το μοναχό Λαυρέντιο Valla και ύστερα) ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι έργο των Αγ. Αποστόλων; Το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι ισχυρό. Εν πρώτοις, ότι δεν εγράφησαν από τους Αποστόλους ή ότι δεν ετέθησαν υπ' όψιν τους, όπως τουλάχιστον είναι σήμερα γνωστοί, μπορεί να γίνει δεκτό από το γεγονός ότι δεν συμπεριελήφθηκαν και στην Αγία Γραφή. Ότι όμως οι κανόνες αυτοί πράγματι αντιπροσωπεύουν προφορική διδασκαλία και εντολές των Αποστόλων, οι οποίες καταγράφτηκαν από τους μαθητές τους και τους διαδόχους τους, δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε.

Έτσι, και με αυτήν την προϋπόθεση η έννοια της εκφράσεως του β' καν. της Πενθέκτης «παραδοθέντας ονόματι των … Αποστόλων» και ο σκοπός της μπορεί να είναι κάλλιστα βαθύτερος. Να θέλει δηλαδή να διακηρύξει, ή και να προλάβει, το εξής: Και εάν υποτεθεί ότι κάποτε κάποιοι κανόνες από τους 85 ήθελαν αποδειχθεί ότι δεν είναι γνήσιοι, κατά λέξη, κανόνες των Αποστόλων, και πάλι πρέπει να θεωρούνται ως επικυρωμένοι από την Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδο και άρα αυθεντικοί. Δίνουμε αυτή την έννοια εξήγηση στη λέξη «ονόματι», γιατί εάν ο κανόνας έλεγε ότι επικυρώνουμε «τους Αποστολικούς» κανόνες και αποδεικνυόταν ότι μερικοί από αυτούς δεν είναι πράγματι Αποστολικοί, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τότε παύει να ισχύει γι' αυτούς η επικύρωσή τους από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο.

Επομένως ο β' καν. Της Πενθέκτης με αυτήν την έκφραση θέλει να προλάβει και να διαφυλάξει το κύρος όλων αδιακρίτως των φερομένων επ' ονόματι των Αποστόλων κανόνων για κάθε περίπτωση και για κάθε ενδεχόμενο.

2) Πέρα όμως απ' αυτά θα θέλαμε να ρωτήσουμε: Γιατί επικαλείται την κατ' αυτόν «μαρτυρία» της Πενθέκτης Συνόδου, εφ' όσον δεν την δέχεται ως οικουμενική και άρα ούτε αλάθητη;

 

Ζ. Eπίμετρον: Παρατηρήσεις σε (ορισμένες) μετέωρες απόψεις

ιβ) Ας μας επιτραπεί όμως να ασχοληθούμε με ορισμένες ακόμη μετέωρες γνώμες και αιωρούμενες αντιφάσεις, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να κατοχυρώσουμε ακόμη καλλίτερα τα πράγματα τα έχοντα σχέση με την οικουμενικότητα αυθεντικότητα της Πενθέκτης.

Έτσι, ο Β. Γ. (α, σελ. 234) λέει από τη μια μεριά, μάλλον προχείρως: «Αλλ' ούτε πρέπει (δική του η υπόθεση) να προηγήθηκε αξιόλογη προεργασία, πράγμα απαραίτητο για ένα τόσο σοβαρό έργο, με αποτέλεσμα … » (και μιλάει για τη συγκέντρωση προηγουμένων κανόνων και επικύρωση από τον β' καν. της Πενθέκτης). Από την άλλη και ο ίδιος δέχεται και μάλιστα παραθέτει τμήμα έργου της Πενθέκτης, εφ' όσον γράφει: «Με τον ιστ' κανόνα της (η Πενθέκτη) ακύρωσε τον ιε΄ της Νεοκαισαρείας και με τον κθ' τον μα' της Καρθαγένης» (Β. Γ., α, σελ. 234). Επίσης ο ίδιος στη σελ. 235, υποσημ. 108 και 109 αναφέρει πλείστες όσες περιπτώσεις κανόνων, ακολουθώντας και τον Μητροπολίτη Σουηδίας Παύλο και τον καθηγητή Σπ. Τρωιανό, όπου καταδεικνύεται σύντονη προεργασία ή εργασία επί των επικυρωθέντων ή θεσπισθέντων κανόνων.

Αλλ' εκτός από τις μαρτυρίες αυτές εμείς θα είχαμε να αναφέρουμε και τα εξής σχετικά, αποσπώντες αυτά από το βιβλίο μας Οι Κανόνες της Εκκλησίας περί του Κανόνος της Αγ. Γραφής, Αθήναι 1986 (σελ. 62-63): «Είτε προέβη η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος εις όλας τας επί μέρους σχολαστικάς ενεργείας, (ως προς το θέμα της προεργασίας), είτε όχι, η αλήθεια είναι, ότι την αδιαμφισβήτητον και αποφασιστικήν σημασίαν (στην επικύρωση) έχει η ενέργεια του καθοδηγούντος την Εκκλησίαν Αγ. Πνεύματος … Δι' αυτόν τον λόγον δεν έχει μεγάλην σημασίαν και το εάν επί παραδείγματι οι Πατέρες επεκύρωσαν συλλήβδην ή αθρόως ή κατόπιν ενδελεχούς ερεύνης τους Ι. Κανόνας».

ιγ) Σχετικά με τα ανωτέρω, αλλά και πάλι, δυστυχώς, χωρίς επαρκή βάσανο και προσοχή γράφει ο Β. Γ. (α, σελ. 234): «θα μπορούσε ακόμη κανείς να μιλήσει εκτός από ασάφειες και για παραλείψεις (της Πενθέκτης). Θα ανέμενε κανείς να εξέδιδε λ.χ. έναν κανόνα για τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, αφού οι κανόνες πε΄ των Αγίων Αποστόλων, του Μ. Αθανασίου, ξ' της Λαοδικείας και κδ' της Καρθαγένης, τους οποίους αυτή επικύρωσε, δεν συμφωνούν μεταξύ τους». Και αφού γράφει αυτά παραπέμπει σε μένα: «Π. I. Μπούμη, Οι κανόνες της Εκκλησίας περί του Κανόνος της Αγ. Γραφής, Αθήναι 1986», χωρίς μάλιστα σελίδα.

Λυπούμαι, γιατί εδώ είμαι, όχι μόνο λόγω ειδικότητας, αναγκασμένος αλλά και αμυνόμενος να παρατηρήσω τα εξής:

1) Δεν αναφέρει και τους άλλους δύο κανόνες, Γρηγορίου του Θεολόγου και Αμφιλοχίου του Ικονίου, οι οποίοι ωσαύτως αναφέρονται στον κανόνα της Αγ. Γραφής. Και αυτοί επικυρώθηκαν από την Πενθέκτη, και ολοκληρώνουν το θέμα. Γιατί τους παραλείπει ο κ. Β. Γ., ενώ εγώ τους διαπραγματεύομαι; Άγνωστον.

2) Ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω κανόνες δεν συμφωνούν, ενώ, όπως λεπτομερώς εκτίθεται στο ως άνω βιβλίο μας που υποβλήθηκε για καθηγεσία στο Τμήμα της Κοινωνικής Θεολογίας, αποδεικνύεται ότι όχι μόνον συμφωνούν, αλλά και εναρμονίζονται θαυμασίως.

3) Παραπέμπει σε μένα ο κ. Β. Γ., όπως γράφω ανωτέρω μετά την άποψή του, «ότι οι κανόνες δεν συμφωνούν μεταξύ τους». Έτσι όμως με εμφανίζει ίσως άθελά του- στους αναγνώστες ότι κι εγώ δέχομαι την άποψή του αυτή. Αντιθέτως όμως εγώ, όπως αναφέρω και λίγο πιο πάνω, ελπίζω να καθιστώ σαφές ότι οι εν λόγω κανόνες συμφωνούν και εναρμονίζονται μεταξύ τους πλήρως.

ιδ) Δεν μπορούμε όμως να μην επαινέσουμε ολοψύχως μία άλλη άποψη -συμπέρασμα του Β. Γ., α, σελ. 238, κατά την οποία: «Απαγορεύει, λοιπόν, η (Πενθέκτη) Σύνοδος την παραχάραξη και την αθέτηση των ανωτέρω κανόνων, καθώς και την αποδοχή άλλων κανόνων, ζητεί δε την τιμωρία εκείνου, ο οποίος θα επιχειρούσε την ανατροπή κάποιου κανόνα. Η τιμωρία που ζητεί η Σύνοδος έχει την έννοια της θεραπείας του πταίοντος. Η άποψη αυτή, η οποία θεμελιώνεται και σε όσα αναφέρει στον πη' κανόνα της: Το γαρ σάββατον δια τον άνθρωπον γενέσθαι διδασκόμεθα (ο κανόνας έχει εκδιδασκόμεθα) ώστε δια πάντων προτιμητέαν ηγείσθαι την του ανθρώπου σωτηρίαν τε και απάθειαν, και επιβεβαιώνεται από την επίσημη άποψη που διατυπώνει στον ρβ' κανόνα για την παιδαγωγική σημασία των επιτιμίων, αποκλείει κάθε δυνατότητα αποδόσεως στην Πενθέκτη μομφής για νομικίστικο πνεύμα».

ιε) Παρ' όλο όμως που γράφει αυτά, πιο κάτω (Β. Γ., α, σελ. 238-239) ατυχώς λέει: «Η Πενθέκτη οπωσδήποτε δεχόταν την τροποποίηση, τη συμπλήρωση ακόμη δε και αυτή την κατάργηση κανόνων από νεώτερη σύνοδο. Άλλωστε το ίδιο έκαμε και αυτή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Προσπάθησε, βέβαια, όπου της ήταν εύκολο, να δικαιολογήσει την ενέργειά της, ώστε να μη δώσει επιχειρήματα να υποθέσει κανείς, ότι είναι δυνατόν να σφάλλει μία σύνοδος, η οποία έχει γίνει αποδεκτή[36] από την Καθολική Εκκλησία. Έτσι, δικαιολογώντας τη θεσμοθέτηση, με τον ιβ' κανόνα της, της γενικής αγαμίας των Επισκόπων, η οποία σαφώς αντέβαινε σε προϋπάρχοντες κανόνες και στην αρχαιότερη πράξη της Εκκλησίας, υποστηρίζει την άποψη ότι κατευθυντήρια αρχή και κριτήριο αυθεντικότητας για τους εκδότες κανόνων είναι η σωτηρία και η επί το κρείττον προκοπή των λαών, στην περίπτωση δε του γάμου των Επισκόπων ειδικότερα: Το μη δούναι μώμόν τινα κατά της Ιερατικής καταστάσεως και η άρση κάθε δυνατότητας προκλήσεως προσκόμματος και σκανδάλου».

 

Εδώ, λοιπόν, προβάλλουν τα ερωτήματα:

1) Από πού αρύεται τη βεβαιότητα ότι «η Πενθέκτη οπωσδήποτε δεχόταν την τροποποίηση, τη συμπλήρωση, ακόμη δε και αυτήν την κατάργηση κανόνων από νεώτερη σύνοδο»;

2) Πού βασίζεται και ισχυρίζεται ότι η Πενθέκτη δεχόταν την τροποποίηση κανόνων, οι οποίοι έχουν εκδοθεί από άλλη (και Οικουμενική;) Σύνοδο; Μόνο σε κανόνες τοπικών συνόδων (τ. έ. μη απαραιτήτως αλαθήτων συνόδων) έκαμε τροποποίηση, όπως είδαμε ανωτέρω.

Βεβαίως συμπλήρωση κανόνα ή κανόνων μιας οικουμενικής Συνόδου δεν είναι παράδοξο ούτε απαγορευμένο να πραγματοποιεί μία νεώτερη Οικουμενική Σύνοδος. Όπου και σε όσα ζητήματα δεν υπάρχουν δόγματα ή κανόνες μπορεί μία νεώτερη σύνοδος να δογματίζει ή να θεσμοθετεί, να κανονίζει. Άλλωστε και στα πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως της Α' Οικουμ. Συνόδου προστέθηκαν και άλλα πέντε άρθρα από τη Β΄ Οικουμ. Σύνοδο. Εάν προσέξουμε όμως- άλλο συμπλήρωση και άλλο διόρθωση ή βελτίωση στο κείμενο ενός κανόνα ή δόγματος.

3) Από που συμπεραίνει ότι η Πενθέκτη δεχόταν κατάργηση κανόνων που έχουν εκδοθεί από άλλη (και οικουμενική;) Σύνοδο; Μόνο αναστολή (μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας) της ισχύος και της εφαρμογής ενός κανόνα Οικουμενικής Συνόδου κατ' οικονομία δέχθηκε η Πενθέκτη Οικουμ. Σύνοδος, όπως στην περίπτωση του ιβ' κανόνα της[37].

ιστ) Σύμφωνα με εκείνα που γράφουμε αμέσως προηγουμένως ούτε και αυτά που παραθέτει ο Β. Γ. (α, σελ. 238-239, υποσημ. 112) από το βιβλίο του Μητροπολίτου Σουηδίας Παύλου Μενεβίσογλου είναι ορθά. Ο Σεβασμιώτατος γράφει: «Η υπό της Πενθέκτης οικουμενικής συνόδου γενομένη αναθεώρησις και τροποποίησις προγενεστέρων κανόνων ουδόλως έρχεται εις αντίθεσιν και αντίφασιν με την απόφασιν της αυτής συνόδου (κανών 2), ότι ει τις άλω κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος, και δι' αυτού εν ω περ πταίει θεραπευόμενος, δεδομένου ότι η απαγόρευσις αυτή αφορά εις την αυθαίρετον παραβίασιν των ήδη υφισταμένων κανόνων υπό τίνος ή υπό τινών και ουχί εις την επίσημον αναθεώρησιν κανόνων υπό της Εκκλησίας, και δη αποφαινομένης εν οικουμενική συνόδω. Η εν προκειμένω πράξις της πενθέκτης οικουμενικής συνόδου βεβαιοί ότι οι ιεροί κανόνες, οι αναφερόμενοι εις την ευταξίαν και την διοίκησιν, δεν είναι αμετάβλητοι και αναλλοίωτοι ως τα δόγματα και ότι πάσα οικουμενική σύνοδος, ισότιμος προς τας προηγηθείσας τοιαύτας, δύναται και δικαιούται όπως αναθεωρή και τροποποιή ιερούς κανόνας θεσπισθέντας υπό προγενεστέρων οικουμενικών συνόδων. Οι μόνοι κανόνες, οίτινες δεν επιδέχονται τοιαύτην τροποποίησιν, είναι οι ολίγοι δογματικού περιεχομένου κανόνες, οι εις δογμάτων συντελούντες ακρίβειαν (Ζωναράς, εν Ρπ, 2,217)»[38].

Λέμε ότι ούτε αυτά είναι ορθά, γιατί:

1) Δυστυχώς, όπως παραθέτει και ο Σεβασμιώτατος τον Ζωναρά, παρασύρεται ο αναγνώστης και νομίζει ότι και ο Ζωναράς μόνο τους δογματικούς κανόνες θεωρεί αμεταβλήτους και όχι τους υπολοίπους, ενώ ο «καϋμένος», ή μάλλον ο μεγάλος βυζαντινός κανονολόγος Ζωναράς δέχεται ότι οι Πατέρες της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου «άπαντας … επεκύρωσαν … και κρατείν εδικαίωσαν», χωρίς καμία διάκριση μεταξύ δογματικών και διοικητικών κανόνων.

2) Επίσης, η διατυπούμενη άποψη «ότι η απαγόρευσις αυτή (της Πενθέκτης) αφορά εις την αυθαίρετον παραβίασιν των … Κανόνων υπό τίνος ή υπό τινών και ουχί εις την επίσημον αναθεώρησιν … εν οικουμενική συνόδω», δεν βασίζεται σε μαρτυρία της Συνόδου. Και πάλι δεν κάνει η Σύνοδος διάκριση.

3) Πώς θα εδικαιούτο και θα εδικαιολογείτο η Σύνοδος αυτή να απαγορεύει σε κάποιους την αναθεώρηση, τη διόρθωση κανόνων Οικουμενικών Συνόδων, όταν πρώτη αυτή δεχόταν και έδινε το παράδειγμα της αναθεωρήσεώς τους και έτσι προσέδιδε και προσήπτε σ' αυτούς τη μομφή ότι ήσαν λανθασμένοι;

4) Και αφού ήσαν οι κανόνες των προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων λανθασμένοι, γιατί να μην ήσαν και οι δικοί της κανόνες, ή μάλλον και αυτές οι επιχειρούμενες αναθεωρήσεις των προηγουμένων κανόνων λανθασμένες;

5) Κατόπιν αυτών νομίζουμε γίνεται αντιληπτό σε ποιο χάος εκκλησιολογικό συνοδικό και δογματικό κανονικό θα φθάναμε.

6) Άλλωστε περαιτέρω θα θέλαμε να τονίσουμε ότι είναι αδύνατον να χωρίσουμε τους Ι. Κανόνες σε δογματικούς και διοικητικούς, ώστε να έχουμε το ελεύθερο στους δεύτερους να επεμβαίνουμε, για να τους αλλοιώνουμε. Γι' αυτό είναι προς έπαινο του Β. Γ., όταν γράφει (α, σελ. 241), διορθώνοντας και τον Σεβασμιώτατο Σουηδίας: «Οι κανόνες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν είναι μονοσήμαντοι. Πολλοί κανόνες πράγματι θα μπορούσαν να ενταχθούν σε περισσότερες θεματικές ενότητες. Έτσι λ.χ. Ο ϟε΄ κανόνας, τον οποίο ο σεβασμιώτατος Παύλος κατατάσσει εις θέματα λατρείας και λειτουργικής, έχει σαφώς και δογματική χροιά, αφού σχετίζεται άμεσα με το κύρος των μυστηρίων των αιρετικών και γενικότερα με το δόγμα περί Εκκλησίας. Ο γ' κανόνας, πάλι, τον οποίο ο σεβασμιώτατος Παύλος χαρακτηρίζει ως κανόνα εκκλησιαστικής ευταξίας, έχει άμεση αναφορά στα Μυστήρια της Ιερωσύνης και του Βαπτίσματος. Αλλά και ο λβ' κανόνας, ο οποίος επιβάλλει τη χρήση στη Θ. Ευχαριστία κεκραμένου οίνου, πέρα από τη λατρευτική και τη λειτουργική του υφή, έχει και δογματικό περιεχόμενο. Το ίδιο ισχύει και για τον ρα' κανόνα. Γενικώς δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει κανόνας που να μην έχει δογματικό υπόβαθρο. Ο νους, το πνεύμα των κανόνων, δι' ων των νεκρών αποχωρούντες έργων, ζωοποιούμεθα και οι οποίοι υπηρετούν και προάγουν τον αγιασμό των ψυχών και των σωμάτων ημών, συνδέεται άρρηκτα με το μυστήριο της θείας εν Χριστώ Οικονομίας».

7) Για όλους αυτούς τους λόγους είμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να τονίσουμε ότι ούτε μία Οικουμενική Σύνοδος μπορεί να τροποποιήσει τους αιωνίου και απολύτου κύρους κανόνες της Εκκλησίας, τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί ή επικυρωθεί από μία Οικουμενική Σύνοδο και συνδέονται άρρηκτα με το μυστήριο της «Θείας εν Χριστώ Οικονομίας». Μόνο βάσει και δυνάμει του θεσμού της οικονομίας[39] μπορεί η Εκκλησία, μία Οικουμενική (και όχι μόνο) Σύνοδος να αναστέλλει την ισχύ (όχι το κύρος) των Ι. Κανόνων, ή να επιτρέπει δι' αποφάσεως των εκάστοτε αρμοδίων εκκλησιαστικών οργάνων την επιεικέστερη ή και την αυστηρότερη εφαρμογή (όχι τροποποίηση) αυτών, όπως στο ζήτημα της αγαμίας των Επισκόπων, που συναντήσαμε και πιο πάνω.

8) Άλλωστε και ο ίδιος ο Β. Γ., α, σελ. 239 δέχεται, έστω και χωρίς επαρκή ή πλήρη ενημέρωση του αναγνώστη επί του θέματος της αγαμίας των Επισκόπων, ότι τούτο καθιερώθηκε κατ' οικονομία. Συγκεκριμένως γράφει: «Ο συντάκτης του έ Αποστολικού κανόνα ήθελε εγγάμους επισκόπους, γιατί αυτό υπηρετούσε τότε κατά καλύτερο τρόπο τη σωτηρία των ανθρώπων. Επειδή όμως στους μεταγενέστερους χρόνους οι πιστοί σκανδαλίζονταν από τη βιοτή των εγγάμων Επισκόπων, και έτσι το δικαίωμα των Επισκόπων να εκλέγουν ελεύθερα τον έγγαμο ή άγαμο βίο απέβαινε σε βάρος της σωτηρίας των ανθρώπων, έρχεται η Πενθέκτη και επιβάλλει (κατ' οικονομίαν) την αγαμία των Επισκόπων».

9) Τέλος, μετά απ' όλα τα ανωτέρω παράδοξη φαίνεται και η εξής ερώτηση του Β. Γ. (β, σελ. 687): «Αλλά και η άποψη ότι η Πενθέκτη συμπλήρωσε το έργο των Ε' και Στ' Οικουμενικών συνόδων, δηλαδή την παράλειψή τους να εκδώσουν κανόνες, στην οποία άποψη οφείλει και το όνομά της, δεν μειώνει το κύρος και την αυθεντία των δύο αυτών συνόδων;».

Εδώ θα θέλαμε να ρωτήσουμε κι εμείς διακριτικώς και διευκρινιστικώς:

Δηλαδή οφείλει μία Σύνοδος να ασχολείται με όλα τα θέματα και να μην παραλείπει τίποτε; Δεν είναι υπερβολική η απαίτηση αυτή; Η Α' Οικουμ. Σύνοδος έπρεπε να ασχοληθεί και με τις εικόνες; Ή εάν μία Οικουμενική Σύνοδος ασχοληθεί μόνο με δογματικούς όρους και μία άλλη μόνο με κανόνες δεν είναι οικουμενική; Και ποια απαράβατη κανονική αρχή επιβάλλει στην Εκκλησία αυτήν την τακτική; Και τότε πως ευσταθεί ή δικαιολογείται η άποψη, ότι οι κανόνες είναι απόρροια των δογμάτων της πίστεως, ή και πιο συγκεκριμένα ότι ο όρος της Ζ' Οικουμ. Συνόδου στηρίχθηκε και στον πβ' καν. της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου;

Νομίζουμε ότι ελέχθησαν αρκετά. Τελειώνοντας θα θέλαμε με άλλες λέξεις να επαναλάβουμε εκείνα που σημειώσαμε και ανωτέρω: Ότι για να κρίνουμε οργανωτικά και λειτουργικά, τ. έ. κανονικά θέματα, γεγονότα και έργα της Εκκλησίας, δεν αρκεί η ιστορική μεθοδολογία, αλλά χρειάζεται και η κανονολογική. Δεν αρκεί μόνο η ικανοποιητική ιστορική γνώση των θεσμών γενικώς της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά απαιτείται και η εφαρμογή των αρχών και του Κανονικού Δικαίου ειδικότερα, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή και αντικειμενική εκτίμηση και αξιολόγηση των κρινομένων. Και αυτή η αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων, κατά τη γνώμη μας, ενισχύει την άποψη ότι η εν Τρούλλω Σύνοδος του 691 ανήκει στις οικουμενικές Συνόδους.

 

Σημειώσεις


 [1] Ohme H., Das Konzil, Quinisextum, Griechisch-deutsch [Fontes Christiani, Band 82], Turnhout (Brepols-publishers) 2006.

[2] Παράβαλλε Ohme H., Das Konzil, σελ. 10-11: «Erst in der jüngeren Vergangeheit hat diese Synode erneut das Interesse des Historiker gefunden, nicht zuletzt, weil in der Klärung der historischen Fragen auch ein Schlüssel zur ökumenischen Verständigung liegt. Dies gilt auch für die Kirchen der Reformation. Als Teil der abendländischen Christenheit - und allessamt im Dialog mit der Orthodoxie - ist das Quinisextum auch für sie nicht einfach obsolet».

[3] Παράβαλλε Ohme H., Das Konzil, σελ. 25-26.

[4] Ο H. Ohme, Das Konzil, σελ. 9, γράφει ότι ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ (685-695, 705-711) την συγκάλεσε ως Οικουμενική. Επίσης ο H. Ohme γράφει: «Darüber hinaus bezeugen die Konzilsakten unmiβverständlich, daβ die Synode als "heiliges und ökumenisches Konzil" befohlen und versammelt wurde und sich auch so verstand» (όπου πριν , σελ. 23). Αυτό επικυρώνεται επίσης και από τους κανόνες γ' και να' της Πενθέκτης. Παράβαλλε Και Ohme H., Das Konzil, σελ. 24. Η αυτομαρτυρία αυτή των δύο κανόνων-αποφάσεων της ίδιας της Πενθέκτης δεν στερείται κανονικής και αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας, όσον αφορά στην οικουμενικότητά της. Μια κάποια αναλογία έχουμε με αυτό που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος: «Τω γαρ Αβραάμ επαγγειλάμενος ο Θεός, επεί κατ' ουδενός είχεν μείζονος ομόσαι, ώμοσεν καθ' εαυτού» (Εβραίους 6,13).

[5] Τη θέση αυτή ενισχύουν και τα εξής υπό του Β. Γ. (β, σελ. 685-686) λεγόμενα και αναφερόμενα στην περίοδο αυτή: «Η συμμετοχή στη β' εν Τρούλλω σύνοδο δέκα Επισκόπων του Ανατολικού Ιλλυρικού είναι δεδομένη». Και αφού «Πέρα πάσης αμφισβητήσεως είναι και το γεγονός ότι κανένας από αυτούς δεν είχε ειδική εξουσιοδότηση να εκπροσωπήσει την Εκκλησία της Ρώμης». Και αφού «Στην Ε' οικουμενική σύνοδο, λ.χ., πήραν μέρος επίσης όσοι περίπου και στην Πενθέκτη Επίσκοποι, μολονότι ο πάπας Βιγίλιος την είχε καταγγείλει ως αντικανονική και είχε αρνηθεί τη συμμετοχή σ' αυτή της Εκκλησίας του».

[6] Απλή υπόθεση;

[7] Εξ άλλου ο ίδιος ο Β. Γ. (β, σελ. 680, υποσημ. 5) γράφει: «Συνήθως γίνεται δεκτό ότι οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων δεν παρέστησαν στη σύνοδο, λόγω της αραβοκρατίας, αλλά υπέγραψαν τους κανόνες της εκ των ύστερων. Σ' εμάς φαίνεται πιο πιθανή η άποψη ότι οι πατριάρχες της Ανατολής πήραν μέρος στη σύνοδο. Ο Αντιοχείας πρέπει να ηγήθηκε των 22 Επισκόπων της Εκκλησίας του, οι οποίοι παρέστησαν στη σύνοδο και υπέγραψαν τους κανόνες της. Ο Αλεξανδρείας και ο Ιεροσολύμων πρέπει να εκλέχτηκαν και να χειροτονήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη προ του 686, όπου και παρέμεναν, επειδή δεν ήταν δυνατή η μετάβαση αυτών στους θρόνους τους». Υπέρ της εκπροσωπήσεως των τριών Πατριαρχείων κλίνει και ο H. Ohme, Das Konzil, σελ. 24-25. Βλέπε και την υποσημ. 61.

[8] Παράβαλλε Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμάσκηνου, «Συνοδική συνείδηση και μυστηριακή εμπειρία στο έργο της Συνόδου του Τριδέντου», επίσκεψις, αρ. 524/30. 11. 1995, σελ. 13 και 18.

[9] Αλιβιζατου Αμώς, «Το κανονικόν δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας», θεολογία ΙΗ' (1940), σελ. 42. Παράβαλλε Του ιδιου, «Η Συνείδησις της Εκκλησίας», ΕΕΣΠΑ [θ'] (1953-54), σελ. 58-59, η Ανάτυπον, εν Αθήναις 1954, σελ. 33-34.

[10] Μουρατίδου Κων., Οικουμενική σύνοδος και παπικός θεσμός, Αθήναι 1960, σελ. 6.

[11] Θεοδώρου Αν., Η ουσία της Ορθοδοξίας, εν Αθήναις 1961, σελ. 238. Παράβαλλε Και σελ. 241-242.

[12] Καρμίρη Ιώ., Ορθόδοξος εκκλησιολογία, Δογματικής, τμήμα Ε', Αθήναι 1973, σελ. 676.

[13] Καρμίρη Ιώ. . , «Δημ. Μπαλάνου, εκκλησιολογικαί και άλλαι τινές γνώμαι», ΕΕΘΣΠΑ Κα' (1974), σελ. 144. Συναφώς βλέπε και Καρμίρη Ιώ., Ορθόδοξος εκκλησιολογία, σελ. 470 και εξής. Του ίδιου, Ορθοδοξία και Παλαιοκαθολικισμός, τεύχ. Ι'. Εκκλησιολογικαί εισηγήσεις προς την μικτήν Θεολογικήν επιτροπήν επί του διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παλαιοκαθολικών, Αθήναι 1974, σελ. 55 και εξής.

[14] «Οι προερχόμενοι από το Ανατολικό Ιλλυρικό», κατά τον Β. Γ. (α, σελ. 200, υποσημ. 23), «ήσαν: Ο Κρήτης (Γόρτυνος) Βασίλειος, ο Δυρραχινών (Ηπείρου β') Σισίννιος (Μητροπολίτες) και οι Επίσκοποι Φιλίππων Ανδρέας, Λήμνου Σιλουανός, Αμφιπόλεως Ανδρέας, Εδεσσαίων Ισίδωρος, Στόβων Μαργαρίτης (της Μακεδονίας β'), Κυδωνέων (Κρήτης) Νικήτας, Κισάμου (Κρήτης) Θεόπεμπτος και ο Χερσονήσου (Κρήτης) Σισίννιος». Παράβαλλε Ohme H., Das Κοnzil, σελ. 24-25.

[15] Παράβαλλε Μητροπ. Σουηδίας και πάσης Σκανδιναβίας Παύλου Μενεβισογλου, Ιστορική Εισαγωγή εις τους κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Στοκχόλμη 1990, σελ. 178-179.

[16] Ο Ohme H., Das Konzil, σελ. 25-26 αναφέρει: «Diese geringe abendländische Repräsentanz hat früher ebenfalls zu Vorbehalten abendlandischer Historiker dem Trullanum gegenöber beigetragen». Αλλά προσθέτει ευστόχως: «Ein Vergleich mit den Synoden des 6. Und 7. Jahrhunderts und ihrer durchgehend schwachen westlichen Reprasentanz macht jedoch deutlich, daβ die geringe westliche Beteiligung kein Konziliarer Sonderfall ist».

[17] Mansi 12,989B. Ο Μητροπολίτης Σουηδίας Παύλος (Ιστορική Εισαγωγή, σελ. 288, σημ. 2) δίνει διάφορες «εξηγήσεις» για την ιδιότητα αυτή του Γόρτυνος Βασιλείου.

[18] Παράβαλλε Mansi 11,669. Ο Mansi έχει «ληγάτος της όλης Αγίας συνόδου».

[19] Ραλλη Γ. Ποτλη Μ., Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β΄, Αθήναι 1852 (Φωτ. Ανατ. Αθήναι 1966), σελ. 300-301. Παράβαλλε και τα λεγόμενα από τον H. Ohme (Das Konzil, σελ. 25) περί των εν λόγω λεγάτων.

[20] Φειδά Βλέπε, «Η Οικουμενικότητα της Πενθέκτης εν Τρούλλιω Συνόδου», επίσκεψις, αρ. 486/31. 12. 1992, σελ. 21.

[21] Αγαπιου ιερομοναχου Νικόδημου μοναχού, Πηδάλιον, ήτοι άπαντες οι ιεροί και θείοι κανόνες, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1970, σελ. 119, υποσημ. Παράβαλλε και σελ. 215, υπ. Και σελ. 216.

[22] Mansi 12,1079A.

[23] Mansi 12,1079A. Παράβαλλε Μητροπ. Σουηδίας Παύλου, Ιστορική Εισαγωγή, σελ. 300.

[24] Προηγουμένως θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε για αφορμή προς σχολιασμό και άλλη μία πληροφορία του Β. Γ. (α, σελ. 216), σύμφωνα με την οποία ο πάπας Αδριανός «αργότερα, σε επιστολή του (Προς Φραγκισκανούς επισκόπους), οι οποίοι απέρριπταν την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο,… Έγραφε ότι το δόγμα της εβδόμης περί των ιερών εικόνων είναι σύμφωνο με τον πβ' κανόνα της έκτης».

Στη συνέχεια όμως, για να κατηγορήσει (;) ή για να δικαιολογήσει (;) τον Αδριανό, γράφει, αναφερόμενος ίσως και σε όλες τις ανωτέρω μαρτυρίες: «Ο πάπας Αδριανός φαίνεται ότι παρασύρθηκε από όσα ο Ταράσιος είχε γράψει στην Ενθρονιστήρια επιστολή του, και από όσα είπε, αν τα γνώριζε, ενώπιον της Ζ' οικουμενικής Συνόδου» (Β. Γ., α, 216). Πλην όμως το εάν ο Αδριανός παρασύρθηκε θαυμάζοντας ή μιμούμενος τον Ταράσιο ή τα έγραψε από ευγένεια προς αυτόν, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία κανονικώς. Στο δίκαιο γενικότερα Ισχύει ότι, εφ' όσον μία «πράξις» δεν έγινε υπό καθεστώς βίας, αυτή δεν χάνει τη βαρύτητά της.

[25] Mansi 13,208E-209A.

[26] Φειδά Βλέπε, «Η οικουμενικότητα της Πενθέκτης», σελ. 22.

[27] Όπου παρ., σελ. 22.

[28] Παράβαλλε Μπουμη Παν., Κανονικόν δίκαιον, Αθήνα 20003, σελ. 179.

[29] Βλέπε Σύνοψις Χρονική, συγγραφείσα, πιθανώς κατά τον ΙΓ' αιώνα, εκδ. Σάθα Κ., Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 7ος, Βενετία 1894, σελ. 115. Παράβαλλε Μητροπ. Σουηδίας Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική εισαγωγή, σελ. 284, σημ. 7, η Β. Γ., α, σελ. 226, υποσημ. 88.

[30] Περισσότερα βλέπε Μπουμη Παν., Το κύρος και η ισχύς των ιερών κανόνων. Αυθεντικότης και λειτουργικότης των ιερών κανόνων, Αθήναι 20005, σελ. 8 και εξής Και 17 και εξής

[31] Παράβαλλε Μπουμη Παν., Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 24 και εξής. Και 64 και εξής.

[32] Ο κανόνας αυτός ορίζει τα περί των πρεσβείων των θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (Βλέπε Ραλλη Ποτλη, Σύνταγμα, τόμ. Β΄, σελ. 387).

[33] Ίσως δεν την δεχόταν μέχρι χθες γιατί σήμερα άρχισαν να την δέχονται και να θεμελιώνουν τις διατάξεις του Κώδικα των Ανατολικών Εκκλησιών στους κανόνες της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου. Περισσότερα βλέπε στο Γκαβαρδιεα Γ., Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και το νομοθετικό της έργο, εκδ. Εκδ. «Επέκταση» Κατερίνη 1988, σελ. 119 και εξής.

[34] Σχετική και διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι και η παρατήρηση του αρχιμ. Παρθενίου Πολάκη («Η Ελληνική Εκκλησία και ο κόσμος των βαρβάρων», Επιστημονική επετηρίς της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Α' [1953], σελ. 478, υποσημ. 1), την οποία επαναλαμβάνει και ο Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος: «Εκ των Ασσομψιονιστών ιδίως M. Jugie, (Le schisme byzantin, σ. 11 έ. ), καταδικάζει τον κανόνα τούτον (κη' της Α΄ Οικουμ. Συνόδου) ως αιρετικόν, χωρίς, προφανώς, να τολμήση να προχωρήση εις το λογικόν συμπέρασμα, ότι και η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος, θεσπίσασα τον κανόνα, είναι αιρετική» (Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Ιστορικο-κανονική μελέτη, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 213, υποσημ. 1).

[35] Καρμίρη Ιωάννη, Ορθόδοξος εκκλησιολογία, σελ. 677.

[36] Πώς εδώ γράφει αναιρώντας άλλες απόψεις του ότι έχει γίνει αποδεκτή;

[37] Βλέπε περισσότερα για το θέμα αυτό στη μελέτη μας: «Το έγγαμον των Επισκόπων (Συμφωνία Αγίας Γραφής και ιερών κανόνων)», αντίδωρον Πνευματικόν. Τιμητικός τόμος επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως Γερασίμου Ιωάννης Κονιδάρη, Αθήναι 1981, όπου στη σελ. 332 γράφουμε: «Ουδεμία, λοιπόν, δυσχέρεια υπάρχει εις το να δεχθώμεν τον κανόνα τούτον ως κατ' οικονομίαν γενόμενον. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και εκφράζοντα την οικονομίαν. Ήτοι: Ο κανών ούτος δεν εγένετο μόνον κατ' οικονομίαν, αλλά είναι κανών οικονομίας, όχι κανών ακριβείας. Θα ηδύνατό τις μάλιστα να τον χαρακτηρίση ως ένα τύπον εφαρμογής, ως ένα τύπον παροχής, της οικονομίας».

[38] Μητροπ. Σουηδίας Παύλου Μενεβίσογλου, Ιστορική εισαγωγή, σελ. 293-294, υποσ. 8.

[39] οικονομία είναι η κατά μίμηση και δυνάμει της θείας Οικονομίας αρμοδίως παρέκκλιση από την πιστή εφαρμογή των Ι. Κανόνων προς σωτηρία του ανθρώπου. Ή επί το κανονικότερο: «Οικονομία είναι η αρμοδίως και από Χριστιανική αγάπη πρόσκαιρη (ή και διαρκέστερη) και λογική παρέκκλιση από την ακρίβεια των Ι. Κανόνων χωρίς μετακίνηση των δογματικών ορίων, προς σωτηρία των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται εντός και εκτός της Εκκλησίας» (Μπουμη Παν., Κανονικόν Δίκαιον, σελ. 51).

Δημιουργία αρχείου: 21-10-2014.

Τελευταία ενημέρωση: 21-10-2014.