Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Δογματικά

Οικουμενικές Σύνοδοι και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος * Η Συνοδικότητα ως γεγονός κοινωνίας και ενότητας * Οι 9 Οικουμενικές Σύνοδοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας * Από πού πηγάζει το κύρος των Συνόδων; * Το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα της Εκκλησίας ως χάρισμα

Περί της Α’ Οικουμενικής Συνόδου

Και γενικά περί Οικουμενικών Συνόδων

Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος 01.06.2025

 

Αναδημοσίευση από: https://www.pemptousia.gr

 

Προς το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Την εβδόμη Κυριακή από το Πάσχα εορτάζουμε και τιμάμε τους Πατέρες τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Κατά το διανυόμενο έτος 2025 συμπληρώνονται 1.700 έτη από το έτος 325 μ.Χ., που συνεκλήθη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Νίκαια τής Βιθυνίας. Μ’ αυτή την ευκαιρία ας θυμηθούμε τις αποφάσεις της και ας εμβαθύνουμε στην σημασία που έχει για το πλήρωμα τής Εκκλησίας.

 

α΄. Η θεία βούληση εκφράζεται μέσω τών Συνόδων.

Η αρχή τών Συνόδων ανάγεται αρχικά στην Αποστολική Σύνοδο που συγκροτήθηκε στα Ιεροσόλυμα το έτος 48 μ.Χ. (Πράξεων 15, 6 και εξής).

Από την Αποστολική Σύνοδο οι Σύνοδοι αποτελούν θεσμό αποστολικό, με θείο κύρος και αποφαίνονται περί πίστεως εν Αγίω Πνεύματι, το οποίο εξέφραζαν οι Πατέρες που συμμετείχαν, όπως δηλώνεται με το αποστολικό «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Και κατά τον Μέγα Κωνσταντίνο (PG 20, 1080) «Παν γαρ ό,τι δ αν εν τοις αγίοις τών επισκόπων συνεδρίοις πράττηται, τούτο προς την θείαν βούλησιν έχει την αναφοράν». Δηλαδή, κάθε τι που πράττεται στις άγιες Συνόδους τών επισκόπων, αυτό έχει την αναφορά προς την θεία βούληση.

 

β΄. Το αλάθητον τών αποφάσεων τών Συνόδων.

Το πλήρωμα ή το όλον ή το σώμα τής Εκκλησίας, που το συναποτελούν όλοι οι κληρικοί και λαϊκοί που πιστεύουν ορθόδοξα, λογίζεται στην Ορθοδοξία ως φορέας τού αλάθητου τής Εκκλησίας, ενώ ως φωνή τής Εκκλησίας και όργανο εκφράσεως τού αλάθητου αυτής είναι η ανώτατη διοικητική αρχή της, δηλαδή η Οικουμενική Σύνοδος, στην οποία αντιπροσωπεύεται το πλήρωμα τής Εκκλησίας με τους επισκόπους του, που δογματίζουν με την επενέργεια και έμπνευση και επιστασία τού Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί λοιπόν το εκκλησιαστικό πλήρωμα ή τα δύο μεγάλα τμήματα αυτού, τών κληρικών ή τών λαϊκών ξεχωριστά, ή πολύ λιγώτερο κάποιο άτομο ή κάποιος επίσκοπος ή πατριάρχης ή πάπας να δογματίζει έγκυρα και αυθεντικά, διότι αυτό είναι αποκλειστικό δικαίωμα και έργο μόνον τών Οικουμενικών Συνόδων και τών επισκόπων που μετέχουν σ αυτές, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το πλήρωμα τής Εκκλησίας και εκφράζουν την πίστη του.

 

γ΄. Η ομοφωνία στις αποφάσεις.

Με αυτόν τον τρόπο οι Οικουμενικές Σύνοδοι διατυπώνουν σε δογματικούς όρους την αρχαιοπαράδοτη ορθόδοξο πίστη τού εκκλησιαστικού πληρώματος, το οποίο αποδεχόμενο τα δεδογμένα, ως σύμφωνα προς την κοινή συνείδηση και πίστη του, αναγνωρίζει την οικουμενικότητα αυτών, η οποία έτσι εξαρτάται και από την συμφωνία, και την – με ομοφωνία και αγάπη – ενότητα τού όλου σώματος τής Εκκλησίας ή εκ τής «consensus Ecclesiae» όλων τών χρόνων, δηλαδή την συμφωνία τής Εκκλησίας. Εννοείται, όμως, ότι αυτή η αναγνώριση εκ μέρους τού εκκλησιαστικού πληρώματος πρέπει να νοείται μόνον ως απλό εξωτερικό γνώρισμα και τεκμήριο και μαρτυρία τού αλάθητου τών δογμάτων που αποφασίσθηκαν στις Συνόδους και τής οικουμενικότητας αυτών, ενώ οι μετέχοντες σε αυτές επίσκοποι διατυπώνουν αλάθητα τα δόγματα που απορρέουν από θεία δικαιοσύνη υπό την έμπνευση τού Αγίου Πνεύματος.

 

δ΄. Η συμμετοχή.

Στις Οικουμενικές Συνόδους μετείχαν με πλήρη δικαιώματα λόγου και ψήφου μόνον οι επίσκοποι, ήτοι πατριάρχες, έξαρχοι, μητροπολίτες, απλοί επίσκοποι, παλαιότερα δε και χωρεπίσκοποι. Μαζί με αυτούς μπορούσαν να μετέχουν με δικαίωμα ψήφου και πρεσβύτεροι και διάκονοι, αλλά μόνον ως αντιπρόσωποι τών επισκόπων που κωλύονταν να παραστούν αυτοπροσώπως και να εκπροσωπήσουν την περιοχή τους. Επίσης αυτοί συμμετείχαν, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ως γραμματείς ή νοτάριοι ή και σε άλλες βοηθητικές εργασίες τών Συνόδων και τών επισκόπων, τους οποίους συνόδευαν και υποβοηθούσαν μερικές φορές και στις συνοδικές συζητήσεις ή τέλος, με εντολή τών Συνόδων, συμμετείχαν και αυτοί στην συζήτηση με τους ετερόδοξους και ανασκεύαζαν τις δοξασίες τους. Τέλος, και μοναχοί και λαϊκοί, ιδίως θεολόγοι και φιλόσοφοι, συμμετείχαν στις Συνόδους ως σύμβουλοι και ερμηνευτές, βοηθώντας τους με ποικίλους τρόπους στο έργο τους.

 

ε΄. Το κύρος τών αποφάσεων.

Μετά από εμπεριστατωμένες συζητήσεις οι Οικουμενικές Σύνοδοι εξέδιδαν πρώτον μεν σύμβολα ή όρους ή τόμους ή ομολογίες και εκθέσεις, που αναφέρονταν στην δογματική πίστη, δεύτερον δε κανόνες, που αναφέρονταν στην διοίκηση, την ευταξία, το πολίτευμα και σε ολόκληρο τον βίο τής Εκκλησίας, που έπαιρναν θέση υποχρεωτικών νόμων για τα μέλη τής Εκκλησίας και για το Κράτος.

Οι αποφάσεις τών Συνόδων αποτελούν όρο σωτηρίας για τους πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς.

Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α´, περιβάλλοντας με το κύρος τού νόμου τις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, ώρισε: «θεσπίζομεν τάξιν νόμων επέχειν τους αγίους εκκλησιαστικούς κανόνας, τους υπό τών αγίων επτά Συνόδων εκτεθέντας ή βεβαιωθέντας, τών γαρ Συνόδων τα δόγματα καθάπερ τας θείας Γραφάς δεχόμεθα, και τους κανόνας ως νόμους φυλάττομεν». (Νεαρά ρλα´, κεφ. α´, πρβλ. Βασιλικών βιβλ. ε´, τίτλ. Γ´, β´).

Βεβαίως, έκτοτε η τήρηση τών αποφάσεων τών Συνόδων εξασφαλίζει την ένταξη στην Εκκλησία. Οι πάντες οφείλουν να τηρούν τις αποφάσεις τών Συνόδων.

 

στ΄. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Η Α´ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, στην Νίκαια τής Βιθυνίας, εναντίον τού αιρεσιάρχου Αρείου, από τις 20 Μαΐου προκαταρκτικά και από τις 14 Ιουνίου επίσημα, με παρουσία τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέχρι τις 25 Αυγούστου τού έτους 325. Η Σύνοδος αποτελέσθηκε κατά μεν την επικρατούσα παράδοση από 318 Πατέρες, κατά άλλες δε ιστορικές μαρτυρίες από «εγγύς τριακοσίων», από αυτούς δε, 5 μόνον από την Δύση. Κύριος δε σκοπός αυτής ήταν η καταδίκη τού Αρειανισμού και η θετική διατύπωση τής ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας για το δεύτερο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, διότι την θεότητα Αυτού είχε αρνηθεί από τού έτους 318 μ.Χ. ο εν Αλεξανδρεία πρεσβύτερος Άρειος.

Το πρώτο λοιπόν και κύριο έργο τής Συνόδου ήταν η καταδίκη τών αιρετικών πλανών και κακοδοξιών τού Αρείου και τών οπαδών του, καθώς και η διακήρυξη τής «πίστεως» ή τού «συμβόλου» τής Νικαίας. Με αυτόν τον τρόπο, η μεν Σύνοδος καταδίκασε και αναθεμάτισε, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος εξόρισε τους αιρετικούς Άρειο, Σεκούνδο Πτολεμαΐδος και Θεωνά Μαρμαρικής στην Ιλλυρία, αργότερα δε εξορίσθηκαν στην Γαλλία και ο Νικομηδείας Ευσέβιος και ο Νικαίας Θέογνις, επειδή αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την καταδίκη τού Αρείου και δέχονταν τους Αρειανούς, αν και είχαν αποδεχθεί το σύμβολο τής Νικαίας. Στην συνέχεια, η Σύνοδος διευθέτησε και άλλα τρία εκκλησιαστικά σχίσματα, δηλαδή, το Νοβατιανό, το Σαμοσατιανό και το Μελιτιανό, καθώς επίσης τερμάτισε και τις έριδες για τον χρόνο τού εορτασμού τού Πάσχα και όρισε όπως αυτό εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο τής εαρινής ισημερίας. Επί πλέον δε, απέκρουσε την αγαμία τών κληρικών και μάλιστα τών επισκόπων και στο τέλος εξέδωσε και είκοσι ιερούς κανόνες.

Στις δογματικές αποφάσεις τών Συνόδων αποδίδει ευλόγως η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία αιώνιο κύρος, απόλυτη αξία και αυθεντία και καθολικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα, θεωρούσα αυτές ως τα κυριώτερα γραπτά μνημεία τής Ιεράς Παραδόσεως και ως κανονικούς και αυθεντικούς και αμετακίνητους γνώμονες τής ορθοδόξου πίστεως. Ως εκ τούτου, χρησιμοποιεί μόνον αυτούς τους οικουμενικούς δογματικούς όρους ως κύρια και πρωτεύουσα πηγή τής δογματικής διδασκαλίας της, ισόκυρη και ισότιµη προς την Αγία Γραφή. Η δογματική διδασκαλία περιέχει την γνήσια Ιερά Παράδοση, η οποία μαζί με την Αγία Γραφή αποτελούν τις δύο ισόκυρες και ισοδύναµες και ισοστάσιες πηγές τής Ορθοδόξου Πίστεως.

 

ζ΄. Οι αποφάσεις τής Συνόδου.

Η Σύνοδος ειδικώτερα:

Ερμηνεύουσα αυθεντικώς την γραπτή Παράδοση τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης, διεκήρυξε την Μονοθεία, έτσι όπως ομολογεί στο Σύμβολο τής Πίστεως, ότι οι πιστοί πιστεύουν «εις ένα Θεόν».

Διεκήρυξε την Τριαδικότητα τού Θεού, ήτοι ομολογούμε και προσκυνούμε Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον.

Κήρυξε ότι ο Θεός είναι Πατέρας τών ανθρώπων, όπως δίδαξε ο Ίδιος ο Κύριος, διδάσκοντάς μας να απευθυνόμαστε προς τον Θεόν, αποκαλώντας Τον «Πάτερ ημών» (Κατά Ματθαίον στ΄, 9-13) και μετά την Ανάστασή Του προς τους Μαθητές Του «αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιωάννου κ΄, 17).

Ομολόγησε ότι ο Θεός είναι δημιουργός, προνοητής και κυβερνήτης τού κόσμου.

Κήρυξε ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός πάντων «ορατών τε και αοράτων».

Εισήγαγε τον όρο «ομοούσιος» για το β΄ πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος, τον Υιό τού Θεού Πατέρα ερμηνεύοντας αυθεντικώς τους λόγους τού Κυρίου, ο Οποίος διεκήρυξε ότι: «Εγώ και ο πατήρ εν εσμεν» (Ιωάννου ι΄, 30).

Διεκήρυξε την προαιώνια ύπαρξη τού Υιού τού Θεού σύμφωνα με την διδασκαλία τού ευαγγελιστού Ιωάννου: «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωάννου α΄, 1).

Συνόψισε την πίστη τής Εκκλησίας για το μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού προσώπου τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού στα επτά πρώτα άρθρα τού Συμβόλου τής Πίστεως.

Δήλωσε το αναλλοίωτο τού προσώπου τού Ιησού Χριστού κατά τον λόγο τού Αποστόλου Παύλου «Ο Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός εις τους αιώνας» (Προς Εβραίους ιγ΄, 8).

Η Εκκλησία, εξαιτίας τής σημασίας που έχει το Σύμβολο τής Πίστεως στην ζωή τών πιστών, έκρινε απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή τών πιστών στα Μυστήρια τού Ιερού Βαπτίσματος και τής Θείας Λειτουργίας, την ομολογία στην πίστη τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Παραλλήλως, ενέταξε το Σύμβολο τής Πίστεως στις Ιερές Ακολουθίες που τελούνται στην θεία λατρεία τής Εκκλησίας μας.

 

Μετά πατρικών ευχών και αγάπης εν Κυρίω,

† Ο Αθηνών Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος

† Ο Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος

† Ο Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ

† Ο Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης Εφραίμ

† Ο Πειραιώς Σεραφείμ

† Ο Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας, Μήλου, Δήλου και Μυκόνου Δωρόθεος

† Ο Γρεβενών Δαβίδ

† Ο Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς Ιουστίνος

† Ο Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Στέφανος

† Ο Σισανίου και Σιατίστης Αθανάσιος

† Ο Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου Ιερόθεος

† Ο Θεσσαλονίκης Φιλόθεος

Ο Αρχιγραμματεύς

Αρχιμ. Ιωάννης Καραμούζης

Δημιουργία αρχείου: 3-6-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 3-6-2025.

ΕΠΑΝΩ